ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2021)
13 Mαρτίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσείουσα,
v.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσίβλητου.
--------------------
Δ-Μ. Εργατούδη (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.
Α. Ζηντίλης, για Α.Κ. ΖΗΝΤΙΛΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Δ.: Ο Εφεσίβλητος (πρωτόδικα, ο Αιτητής), μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, ζήτησε υπηρεσιακή άδεια απουσίας, με σκοπό να υποβάλει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 2021. Ενώ η αρχική (προφορική) τοποθέτηση της Αστυνομίας ήταν θετική, εν συνεχεία μεταβλήθηκε (γραπτώς) σε αρνητική.
Συγκεκριμένα, με επιστολή ημερ. 23.2.2021, ο Αστυνομικός Διευθυντής Επαρχίας Λεμεσού ενημέρωσε τον Εφεσίβλητο πως-
(α) κατόπιν γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας και με βάση την ερμηνεία του Κανονισμού 41(1)(β) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κανονιστική Διοικητική Πράξη 51/1989) (εφεξής «ο Κανονισμός 41(1)(β)»), τα μέλη της Αστυνομίας δεν έχουν δικαίωμα να είναι υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές, οπότε θα έπρεπε να απέχει από την υποβολή τέτοιας υποψηφιότητας και
(β) το αίτημά του για μετάθεση στον Αστυνομικό Σταθμό Πισσουρίου σε εκείνο το χρονικό στάδιο δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί, ωστόσο σημειώθηκε ότι όταν υπάρχει τέτοια ευχέρεια θα εμελετείτο.
Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε, δια της Προσφυγής Αρ. 287/2021, την απόφαση της Αστυνομίας, ως παρατίθεται στην άνωθεν επιστολή ημερ. 23.2.2021, να μην του επιτρέψει να υποβάλει υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές του 2021, λόγω κατ' ισχυρισμόν ασυμβίβαστου/κωλύματος/ένστασης που προκύπτει από τη θέση του ως Αστυφύλακας.
Με την εφεσιβαλλόμενη απόφασή του ημερ. 28.4.2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο κήρυξε την Προσφυγή βάσιμη και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με το εξής σκεπτικό:
Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ως προς τη μη εκτελεστή φύση της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω του κατ' ισχυρισμόν πληροφοριακού της χαρακτήρα.
Κατά την πρωτόδικη κρίση, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη ως άμεσα παράγουσα έννομα αποτελέσματα ή/και επιβάλλουσα υποχρεώσεις στον Εφεσίβλητο, η τυχόν παράβαση των οποίων συνιστούσε πειθαρχικό αδίκημα επισύρον σε βάρος του πειθαρχικές κυρώσεις κατ' εφαρμογή των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κανονιστική Διοικητική Πράξη 53/1989).
Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο βασικός λόγος ακύρωσης που προωθήθηκε από τον Εφεσίβλητο ήταν ότι ο Κανονισμός 41(1)(β) είναι αντίθετος με τον Νόμο (προφανώς, αυτόν που εξουσιοδότησε την έκδοση της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 51/1989) και το Σύνταγμα (ιδίως τα Άρθρα 28,64 και 70 αυτού).
Κατά την πρωτόδικη κρίση, αυτός ο λόγος ακύρωσης ήταν δικονομικά παραδεκτός, διότι δικογραφήθηκε με την απαιτούμενη ευκρίνεια στην πρωτόδικη Αίτηση Ακύρωσης και προωθήθηκε διά της πρωτόδικης γραπτής αγόρευσης του Εφεσίβλητου.
Ως προς την ουσία του λόγου ακύρωσης, αυτός κρίθηκε βάσιμος οδηγώντας την Προσφυγή σε επιτυχή έκβαση, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Κανονισμό 41(1)(β) ασύμβατο με το Άρθρο 64 του Συντάγματος και, κατά προέκταση, με το Άρθρο 179 του Συντάγματος που ορίζει ότι το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας (τηρουμένου του Άρθρου 1Α του Συντάγματος).
Το πρωτόδικο σκεπτικό ως προς τούτο ήταν το εξής:
Ο Κανονισμός 41(1)(β) είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως ακολούθως (η υπογράμμιση δική μας):
«41.-(1) Τα μέλη της Αστυνομίας οφείλουν να απέχουν πάντοτε από οποιαδήποτε δραστηριότητα που είναι ενδεχόμενο να επηρεάσει ή που είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει την εντύπωση μεταξύ του κοινού ότι αυτή δυνατόν να επηρεάσει την αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων τους, ειδικότερα δε απαγορεύεται στα μέλη της Δύναμης;
(α) Να μετέχουν σε οποιοδήποτε πολιτική προσηλυτισμό.
(β) Να ενδιαφέρονται άμεσα ή έμμεσα με οποιοδήποτε τρόπο για οποιαδήποτε δημόσια εκλογική εκστρατεία:
Νοείται ότι μέλη της Δύναμης που έχουν δικαίωμα ψήφου σε οποιαδήποτε εκλογή μπορούν να ασκούν ελεύθερα το δικαίωμά τους.».
Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εκ του Κανονισμού 41(1)(β) απαγόρευση σε μέλη της Αστυνομίας «να ενδιαφέρονται άμεσα ή έμμεσα με οποιοδήποτε τρόπο για οποιαδήποτε δημόσια εκλογική εκστρατεία» συνεπαγόταν και απαγόρευση υποβολής υποψηφιότητας σε βουλευτικές εκλογές.
Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Κανονισμός 41(1)(β) καταστρατηγούσε το Άρθρο 64 του Συντάγματος το οποίο παραθέτει εξαντλητικά τις προϋποθέσεις εκλογιμότητας προσώπου ως μέλους της Βουλής των Αντιπροσώπων, αφού προσθέτει -σε βάρος γενικά των μελών της Αστυνομίας- ένα νέο κώλυμα εκλογιμότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης πως, με το να κωλύει τα μέλη της Αστυνομίας από του να υποβάλουν υποψηφιότητα για τη θέση βουλευτή (ζήτημα διακριτό από τα ασυμβίβαστα με την ιδιότητα του βουλευτή, τα οποία προβλέπει το Άρθρο 70 του Συντάγματος), ο Κανονισμός 41(1)(β) είχε αντίθετη προσέγγιση από αυτήν του περί των Πολιτικών Δικαιωμάτων Δημοσίων Υπαλλήλων, Εκπαιδευτικών Λειτουργών, Δημοτικών Υπαλλήλων, Κοινοτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου Νόμου (εφεξής «ο Νόμος 102(Ι) του 2015») ο οποίος -κατά τρόπο συμβατό με το Άρθρο 64 του Συντάγματος- επιτρέπει (διά του Άρθρου 6 αυτού) σε υπάλληλο (ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, το οποίο δεν καλύπτει τα μέλη της Αστυνομίας) να υποβάλλει υποψηφιότητα για αξίωμα ως αυτό του βουλευτή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ'ης η Αίτηση) προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, οπότε λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εκτελεστή διοικητική πράξη.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει πως εσφαλμένα και πεπλανημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Κανονισμός 41(1)(β) είναι αντισυνταγματικός ως αντίθετος και ασύμφωνος με το Άρθρο 64 του Συντάγματος και κατ' επέκταση με το Άρθρο 179 του Συντάγματος, καθώς και με την Αρχή της Ισότητας και ότι οι εκ του Εφεσίβλητου προβληθέντες ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας δεν δημιουργούν θέμα αλυσιτέλειας.
O πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Το επιχείρημα της Εφεσείουσας (πως η προσβαλλόμενη απόφαση απλά πληροφορεί την άποψη της Διοίκησης σε σχέση με τις πρόνοιες του Κανονισμού 41(1)(β), χωρίς να τίθεται καν θέμα ερμηνείας αυτού από πλευράς του Αρχηγού Αστυνομίας) καταρρίπτεται από τα επίδικα γεγονότα.
Συγκεκριμένα, ο Αρχηγός Αστυνομίας (με επιστολή του ημερ. 2.6.2020) ζήτησε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία για το κατά πόσο τα μέλη της Αστυνομίας δικαιούνται να είναι υποψήφιοι για εκλογή στις βουλευτικές εκλογές, με τη Νομική Υπηρεσία να γνωματεύει (με επιστολή της ημερ. 15.2.2021) αρνητικά, με το σκεπτικό ότι τα μέλη της Αστυνομίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 102(Ι) του 2015 αλλά του Κανονισμού 41(1)(β), ο οποίος απαγορεύει σε αυτά τα μέλη να είναι υποψήφιοι για εκλογή στις βουλευτικές εκλογές.
Βάσει της γνωμάτευσης, ο Βοηθός Αρχηγός Αστυνομίας έδωσε οδηγίες ημερ. 17.2.2021 στον Αστυνομικό Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού να ενημερώσει τον Εφεσίβλητο πως δεν δικαιούται να κατέλθει ως υποψήφιος βουλευτής εξ ου και, δια της προσβαλλόμενης απόφασης, ο Αστυνομικός Διευθυντής Επαρχίας Λεμεσού τον ενημέρωσε για το εξής:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας, ημερομηνίας 17/12/2020, σχετικά με το αίτημά σας για ακρόαση με τον Αρχηγό Αστυνομίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 28/12/2020 και σε συνέχεια αυτού πληροφορείσθε ότι παρόλο που πληροφορηθήκατε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα/ένσταση σε σχέση με την υποβολή υποψηφιότητας σας ως ανεξάρτητος βουλευτής στις επερχόμενες Βουλευτικές εκλογές, μετά από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και με βάση την ερμηνεία του Κανονισμού 41(1)(β) της ΚΔΠ 51/1989, τα μέλη της Αστυνομίας δεν έχουν δικαίωμα να είναι υποψήφιοι στις βουλευτικές εκλογές. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απέχετε από οποιανδήποτε τέτοια υποβολή [.].».
Ενόψει του αιτήματος του Εφεσίβλητου να του δοθεί υπηρεσιακή άδεια απουσίας προς άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά σαφή άρνηση της Αστυνομίας να του χορηγήσει τέτοια άδεια.
Παράλληλα, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά υπηρεσιακή διαταγή κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 41(1)(β) προς τον Εφεσίβλητο να μην υποβάλει υποψηφιότητα, η οποία διαταγή συνιστά προδήλως εκτελεστή διοικητική πράξη αφού επηρεάζει δυσμενώς το νομικό του καθεστώς (Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452) ως πολίτη της Δημοκρατίας, αίροντας από αυτόν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Αυτό είναι αρκετό για να αποδοθεί εκτελεστή φύση στην προσβαλλόμενη απόφαση, πόσο μάλλον που -ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο- η τυχόν παράβαση της υπηρεσιακής οδηγίας από τον Εφεσίβλητο θα τον εξέθετε σε πιθανή πειθαρχική δίωξη, με την Αστυνομία, δηλαδή, να δύναται να επικαλεστεί μέσα δικαίου προς πάταξη της παράβασης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 20/2016 Μ.S. (SKYRA) VASSAS LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 20.3.2023).
Ο δεύτερος λόγος έφεσης ομοίως κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Kαταρχάς, ορθά η Αστυνομία -με τη νομική συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας- επικαλέστηκε και εφάρμοσε τον Κανονισμό 41(1)(β) στην περίπτωση του Εφεσίβλητου, αφού η δευτερογενής νομοθεσία (εν προκειμένω, ο Κανονισμός 41(1)(β)) καλύπτεται (όπως και η πρωτογενής νομοθεσία) από μαχητό τεκμήριο συνταγματικότητας (Papaxenophontos and others v. Republic (1982) 3 CLR 1037).
Δεδομένου ότι αυτό το μαχητό τεκμήριο αίρεται μόνο από τη δικαστική εξουσία (Theodorides and others v. Ploussiou (1976) 3 CLR 319), η Αστυνομία τελούσε υπό δέσμια εξουσία να εφαρμόσει τον Κανονισμό 41(1)(β).
Εντούτοις, αυτό δεν εμποδίζει τη δικαστική εξουσία (εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο και εν συνεχεία το Εφετείο) από το να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να εξετάσει τη συνταγματικότητα του Κανονισμού 41(1)(β), εφόσον έτυχε εφαρμογής επί των επίδικων γεγονότων και η κατ' ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητά του εγέρθηκε πρωτόδικα με δικονομικά παραδεκτό τρόπο.
Ως προς, λοιπόν, τη συμβατότητα του Κανονισμού 41(1)(β) με το Σύνταγμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρέπεμψε και υιοθέτησε την Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252, όπου κρίθηκε ότι οι προϋποθέσεις εκλογιμότητας (στη θέση του βουλευτή) τις οποίες θέτει το Άρθρο 64 του Συντάγματος είναι εξαντλητικές, οπότε η εκεί εξετασθείσα νομοθετική διάταξη αντίκειτο στο Άρθρο 64 και, κατ' επέκταση, στο Άρθρο 179 του Συντάγματος, στην έκταση που καθιέρωνε κώλυμα προς άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, το οποίο δεν προβλέπεται στο ίδιο το Άρθρο 64.
Σε αντίθεση με άλλα Άρθρα του Συντάγματος, το Άρθρο 64 ρυθμίζει (εξαντλητικά, ως νομολογήθηκε) τις προϋποθέσεις του δικαιώματος του εκλέγεσθαι στη θέση βουλευτή.
Αυτό το συμπέρασμα υποστηρίζεται από τη νομολογία, κατά την οποία, όταν το Σύνταγμα χορηγεί δικαίωμα, δεν υπόκειται σε περιορισμό, παρεκτός αν είναι περιορισμός τον οποίο προβλέπει ή επιτρέπει το ίδιο το Σύνταγμα (Police v. EKDOTIKI ETERIA 'INOMENI DIMOSIOGRAPHI DIAS LTD.' and another (1982) 2 CLR 63· Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2017) 3 Α.Α.Δ. 242).
Αφού το Άρθρο 64 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την προσθήκη οποιασδήποτε προϋπόθεσης (προς άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι) άλλης από αυτές τις οποίες το ίδιο εξαντλητικά παραθέτει, η διά πρωτογενούς ή δευτερογενούς νομοθεσίας προσθήκη έτερης προϋπόθεσης είναι ασύμβατη με το Άρθρο 64, ακόμα και αν τέτοια προσθήκη ήταν συμβατή με άλλες συνταγματικές επιταγές, όπως την Αρχή της Αναλογικότητας ή την Αρχή της Ισότητας.
Εν προκειμένω, ο Κανονισμός 41(1)(β) στερεί από τα μέλη της Αστυνομίας (απλά και μόνο λόγω αυτής τους της ιδιότητας) το δικαίωμα του εκλέγεσθαι το οποίο τους χορηγεί το Άρθρο 64 του Συντάγματος, με το να προσθέτει ανεπίτρεπτα μια νέα προϋπόθεση προς άσκηση του εν λόγω δικαιώματος την οποία δεν προβλέπει το Άρθρο 64, ήτοι ότι ο υποψήφιος δεν πρέπει να είναι μέλος της Αστυνομίας.
Κατ' αυτό τον τρόπο, ο Κανονισμός 41(1)(β) στερεί από τα μέλη της Αστυνομίας ένα εκ των σημαντικότερων πολιτικών δικαιωμάτων, που απολαμβάνει έκαστος πολίτης της Δημοκρατίας, καταστρατηγώντας το Άρθρο 64 και, κατ' επέκταση, το Άρθρο 179 του Συντάγματος. Και αυτό μάλιστα, ως ορθά πρωτοδίκως παρατηρήθηκε, σε αντίθεση με άλλους λειτουργούς του Δημοσίου, οι οποίοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 102(Ι) του 2015 ο οποίος -ως προαναφέρθηκε- προβλέπει στο Άρθρο 6 αυτού διαδικασία που τους επιτρέπει να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Είναι δε ενδεικτικό ότι θεσπίστηκε (εκ παραλλήλου και ταυτόχρονα με τον Νόμο 102(Ι) του 2015) ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015 (Νόμος 100(Ι)/2015), ο οποίος αντικατέστησε το Άρθρο 71 των (βασικών) περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων με νέο Άρθρο, το οποίο δεν ρυθμίζει αφ' εαυτού πλέον τα πολιτικά δικαιώματα των δημόσιων υπαλλήλων, αλλά παραπέμπει στις ρυθμίσεις του Νόμου 102(Ι) του 2015.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμούμε ότι η πρωτόδικη κρίση (περί της ασυμβατότητας του Κανονισμού 41(1)(β) με το Άρθρο 64 του Συντάγματος) δεν ήταν απλώς ορθή αλλά η μόνη ενδεδειγμένη. Με άλλα λόγια, ενόψει της άνωθεν νομολογίας, η ασυμβατότητα του Κανονισμού 41(1)(β) με το Άρθρο 64 του Συντάγματος αναφύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως απαιτεί η νομολογία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 178/2018 Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 13.5.2024).
Σημειώνουμε δε, εν κατακλείδι, ότι η Εφεσείουσα ουδέν αντιλέγει ως προς την ορθότητα της εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου ερμηνείας του Άρθρου 64 του Συντάγματος κατά τρόπο που να μην ανέχεται την ύπαρξη του Κανονισμού 41(1)(β).
Με τον δεύτερο λόγος έφεσης, όπως τον παρέθεσε στην έφεση και ως τον αναπτύσσει στο περίγραμμα της, η Εφεσείουσα επιχειρηματολογεί πως υπάρχει εύλογη διάκριση μεταξύ των μελών της Αστυνομίας και των δημοσίων υπαλλήλων (ως προκύπτει και από τη διατύπωση του Άρθρου 122 του Συντάγματος και τους νόμους που διέπουν έκαστη κατηγορία) με αποτέλεσμα η Αρχή της Ισότητας να επιτρέπει την στέρηση του περί εκλέγεσθαι δικαιώματος από τους πρώτους, παρότι οι τελευταίοι απολαύουν αυτού του δικαιώματος.
Με κάθε σεβασμό, η άνωθεν επιχειρηματολογία στερείται λυσιτέλειας, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον Κανονισμό 41(1)(β) ως ασύμβατο, όχι με το Άρθρο 28 του Συντάγματος (που προβλέπει και εγγυάται την Αρχή της Ισότητας), αλλά με το Άρθρο 64 του Συντάγματος.
Ναι μεν το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά αναγνώρισε πως ο Εφεσίβλητος προβάλλει την ασυμβατότητα του Κανονισμού 41(1)(β) με τα Άρθρα 28, 64 και 70 του Συντάγματος, πλην όμως ουδόλως ασχολήθηκε με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αποφαινόμενο, αφενός, τη μη λυσιτέλεια του Άρθρου 70 του Συντάγματος με το επίδικο θέμα και, αφετέρου, την ασυμβατότητα του Κανονισμού με τα Άρθρα 64 και 179 του Συντάγματος.
Ως δε ήδη προαναφέρθηκε, ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι ο Κανονισμός 41(1)(β) είναι συμβατός με την Αρχή της Ισότητας, η ασυμβατότητά του με το Άρθρο 64 του Συντάγματος παραμένει, οπότε αυτός καθίσταται αντισυνταγματικός άνευ ετέρου.
Αναφορικά δε με το επιχείρημα της Εφεσείουσας πως η αντισυνταγματικότητα του Κανονισμού 41(1)(β) δεν δικογραφήθηκε επαρκώς στην πρωτόδικη Αίτηση Ακύρωσης του Εφεσίβλητου, διαπιστώνουμε τα εξής:
Η Εφεσείουσα επανέλαβε τον ίδιο ισχυρισμό και πρωτόδικα, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απέρριψε, κρίνοντας ότι η συνταγματικότητα του Κανονισμού 41(1)(β), αφενός, δικογραφήθηκε δεόντως στην πρωτόδικη Αίτηση Ακύρωσης και, αφετέρου, προωθήθηκε στην πρωτόδικη γραπτή αγόρευση του Εφεσίβλητου.
Εντούτοις, παρά τη σαφή πρωτόδικη κρίση ως προς τούτο, η Εφεσείουσα εγείρει εκ νέου αυτή τη θέση ενώπιόν μας μόνο μέσω του περιγράμματός της (σελ.11), χωρίς προηγουμένως να έχει εγείρει συναφή λόγο έφεσης στο δικόγραφο της έφεσης (δηλαδή, λόγο έφεσης που να αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι εσφαλμένα ακύρωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση βάσει δικονομικά απαράδεκτου λόγου ακύρωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την εφετειακή εξέτασή του: Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 81/2017 ALPHA PANARETI GOLF CLUB LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 25.1.2024).
Περαιτέρω, παραπέμπουμε στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2018 CYPRA LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 1.12.2023, όπου λέχθηκαν τα εξής, σε σχέση με λόγους έφεσης που ήγειραν οι εκεί εφεσείοντες (πρωτόδικα, η Αιτήτρια εταιρεία):
«Λόγοι ΄Εφεσης 1 και 2:
Οι λόγοι αυτοί άπτονται του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.
Οφείλουμε, εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν καλύπτεται δικογραφικά ο λόγος αυτός, προχώρησε στην εξέταση του, απορρίπτοντας τον. Συνεπώς, το μέρος του παραπόνου των Εφεσειόντων που αφορά τη δικογραφική ή μη κάλυψη του λόγου έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία και δεν θα εξεταστεί.».
(βλ. επίσης την πλειοψηφική απόφαση του Εφετείου ημερ. 28.11.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 18/2021 Δημοκρατία ν. Ιδρύματος «Ίδρυμα Ανδρέας Πάνου Λανίτη Λτδ» κ.ά).
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α.), ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ του Εφεσίβλητου και κατά της Εφεσείουσας.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.