ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 52/2022)

 

13 Μαρτίου, 2025

 

            [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ                                     

  ΠΡΟÏΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                                           Εφεσείουσα,                                      

                                                                  v.

 

MAMOUN ABED AMIN ALHERBAWI

                                                                                                                 Εφεσίβλητου.

 

--------------------

Θ. Παπανικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

    Ο Εφεσίβλητος παρών, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

 

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ: Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με απόφασή του ημερομηνίας 30/09/2022, έκανε αποδεκτή την Προσφυγή Αρ. 6034/2021, που ο Εφεσίβλητος κατεχώρησε εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 06/08/21, στην αίτησή του για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης συνοψίζονται ως ακολούθως:

Ο Εφεσίβλητος είναι ανιθαγενής Παλαιστίνιος, γεννηθείς στον Παλαιστινιακό Καταυλισμό Jabal el Hussein, βορειοδυτικά του Aμμάν της Ιορδανίας.  Αφίχθη νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με ταξιδιωτικό έγγραφο και τουριστική βίζα από την Κυπριακή Πρεσβεία στο Αμμάν.  Περί την 09/09/2019 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και αφού διενεργήθηκε στις 12/03/21 συνέντευξη από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημά του για διεθνή προστασία απερρίφθη στις 06/08/2021.  Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον Εφεσίβλητο στις 26/08/21.

 

Σημειώνεται ότι ο Εφεσίβλητος χειρίζεται προσωπικά την υπόθεσή του και τα όσα προέβαλε στο έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασία, καθώς επίσης και τα όσα δήλωσε κατά το στάδιο της συνέντευξης, συνοψίζονται στην πρωτόδικη Απόφαση ως ακολούθως:

«16.         Συναφώς διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής στο έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει προσωρινό διαβατήριο, δεν έχει εθνικό νούμερο, δεν έχει δικαίωμα στο σύστημα υγείας, συμμετοχής στις εθνικές εκλογές, έκδοσης άδειας οδήγησης για να μπορεί να εργαστεί σε οποιαδήποτε εργασία που απαιτεί άδεια οδήγησης ή άλλη άδεια και ιδιοκτησίας. Ως αναφέρει, οι εργασιακές ευκαιρίες είναι λίγες και σχεδόν ανύπαρκτες, εξαιτίας του προσωρινού διαβατηρίου, ενώ προτεραιότητα έχουν αυτοί που έχουν εθνικό αριθμό. Επίσης, ανέφερε ότι δε δικαιούται να εργαστεί σε κυβερνητική θέση και να στείλει τα παιδιά του σε ιδιωτικό σχολείο ή δημόσιο εξαιτίας του ακριβού τρόπου ζωής, παρά μόνο σε σχολεία της  UNRWA.

 

17.         Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, δήλωσε ότι εγκατέλειψε την Ιορδανία γιατί αναζητά ευκαιρία να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο της οικογένειάς του. Επιθυμεί να σώσει το μέλλον της συζύγου του και των παιδιών του. Ερωτηθείς για ποιο λόγο πιστεύει ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει το στόχο του στην Ιορδανία, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, δεν έχει καλή εργασία επειδή κατάγεται από τη Γάζα. Ερωτηθείς να δώσει παραδείγματα αυτών των άσχημων συμπεριφορών, ο Αιτητής ανέφερε ότι μπορεί να εκδώσει άδεια οδήγησης μόνο για αμάξι, τα παιδιά δε δικαιούνται ασφάλεια υγείας και δεν έχουν καλή εκπαίδευση. Επιπλέον, εάν αγοράσει κάποιος ένα σπίτι, δεν επιτρέπεται να το καταχωρήσει στο όνομά του, αλλά θα πρέπει να βρει έναν συγγενή ή έναν φίλο, ο οποίος έχει εθνικό νούμερο στην Ιορδανία για να το καταχωρήσει στο δικό του όνομα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τον καταυλισμό μετά το γάμο του και ενοικίασε κατοικία στην περιοχή Jabal Al Nuzha κοντά στον καταυλισμό για να ζήσει με τη σύζυγό του, λόγω του ότι ο καταυλισμός ήταν γεμάτος από χρήστες ναρκωτικών και ανθρώπους εθισμένους στο αλκοόλ. Ερωτηθείς εάν υπάρχει άλλος λόγος που έφυγε από την Ιορδανία, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο μόνος λόγος που έφυγε είναι η επιθυμία του να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης της οικογένειάς του και των παιδιών του. Ερωτηθείς τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στην Ιορδανία, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν φοβάται τίποτα, παρά μόνον θα νιώσει απογοήτευση ότι δε μπόρεσε να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης της οικογένειάς του, αλλά θα προσπαθήσει να βελτιώσει τη ζωή τους. Ειδικότερα, είπε ότι θα προσπαθήσει να επιτύχει τους στόχους του καθώς η κατάσταση εκεί είναι δύσκολη καθώς υπάρχουν πολλές εθνικότητες γεγονός που μειώνει τις ευκαιρίες. Ανέφερε ότι δεν έχει προσωπικό φόβο και ενδεχομένως να αντιμετωπίσει κάποιο ζήτημα με τα δάνεια που έλαβε από τις τράπεζες. Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει γεγονότα που του συνέβησαν προσωπικά στην Ιορδανία, ο Αιτητής ανέφερε ότι αντιμετωπίζει διακρίσεις. Ανέφερε ένα περιστατικό που συνέβη όταν εργαζόταν ως βαφέας στο σπίτι ενός Ιορδανού πολίτη, ο οποίος προσέβαλε τους Παλαιστινίους. Ερωτηθείς εάν έτυχε στον Αιτητή να ζητήσει την υποστήριξη της UNRWA και δεν την έλαβε, εκείνος απάντησε ότι οι καταυλισμοί είναι γεμάτοι από πεινασμένους ανθρώπους, υπάρχουν φτώχεια, δυσκολίες και τα σπίτια είναι μικρά και κοντά το ένα στο άλλο. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ζήτησε τη βοήθεια της UNRWA γιατί οι άνθρωποι που ζητάνε βοήθεια είναι πολλοί και η UNRWA απέτυχε να τους βοηθήσει. Επίσης, δήλωσε ότι η ζωή στην Ιορδανία είναι ακριβή και και η UNRWA δεν μπορεί να τον βοηθήσει να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Εάν η UNRWA μπορούσε να τον βοηθήσει ως προς τα παραπάνω, θα επέστρεφε πίσω».

 

 

Αξιολογώντας το πρωτόδικο Δικαστήριο όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, διαπίστωσε ότι ο Εφεσίβλητος «είναι ανιθαγενής Παλαιστίνιος της Ιορδανίας, ο οποίος διαθέτει προσωρινό ταξιδιωτικό έγγραφο και κάρτα εγγραφής UNRWA» και επομένως στην περίπτωσή του εφαρμοστέα διάταξη είναι το Άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000).  Συναφώς ότι, η εξέταση της αίτησης του από την Εφεσείουσα, πλημμελώς δεν έλαβε χώρα στη βάση των προνοιών του Άρθρου 1Δ της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, του Άρθρου 12(1)(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του Άρθρου 5(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εξετάζοντας ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο (ως Δικαστήριο ουσίας) την υπαγωγή του Εφεσίβλητου στις προϋποθέσεις του Άρθρου 5 του Ν.6(Ι)/2000 (το οποίο ενσωματώνει τα ανωτέρω αναφερθέντα) κατέληξε ως εξής:

«60.         Υπό το φως των ανωτέρω, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, ο Αιτητής δεν εμπίπτει στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1Δ της Σύμβασης της Γενεύης καθώς διαφαίνεται ότι η προστασία της UNRWA δεν έχει παύσει σε σχέση με τον ίδιο. Διαπιστώνεται επίσης ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη ζώνη λειτουργίας της UNRWA εθελούσια για σκοπούς βελτίωσης του βιοτικού του επιπέδου και της οικογένειάς του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής εξέφρασε πολλάκις και κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού ρητά την επιθυμία βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου της οικογένειάς του, της διαμονής, του μισθού που θεωρεί πως θα έπρεπε να απολαμβάνει μαζί με τις απαριθμούμενες ευκολίες για την εκπαίδευση όπως για παράδειγμα είναι η φοίτηση των παιδιών του σε ιδιωτικό σχολείο. Είναι φανερό ότι ο Αιτητής δεν εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον καταυλισμό, αλλά προέβη σε μετεγκατάσταση για μια καλύτερη διαβίωση. Παρατήρησα από το σύνολο των ισχυρισμών του ότι ανέφερε πρακτικές δυσχέρειες, οι οποίες όμως δεν καταδεικνύουν ότι έπαυσε η βοήθεια και συνδρομή της UNRWA. Επιπροσθέτως, ο Αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση που επιστρέψει θα χρειαστεί να προσπαθήσει πάρα πολύ για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα χωρίς να αποκλείει ότι είναι αδύνατη η επιστροφή του ή να εκφράζει οιοδήποτε φόβο. Εξάλλου, ο Αιτητής ουδέποτε επικαλέστηκε ότι εγκατέλειψε τον εν λόγω προσφυγικό καταυλισμό συνεπεία του γεγονότος ότι η παροχή προστασίας που λάμβανε από τον οργανισμό UNRWA έπαυσε να ισχύει για λόγους που αφορούν συνθήκες βίας, δίωξης προς το πρόσωπό του έτσι ώστε να τεκμηριώνεται ότι η προσωπική ασφάλεια του προσφεύγοντα θα βρισκόταν σε πραγματικό κίνδυνο εάν παρέμενε ή επέστρεφε στην Ιορδανία. Συνεπώς δεν κρίνεται ότι έπαυσε καταρχήν σε σχέση με τον Αιτητή η προστασία της UNRWA».

  

(η έμφαση δική μας)

 

Προχώρησε στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξέτασε τη δυνατότητα του Εφεσίβλητου να επιστρέψει στη χώρα τελευταίας συνήθους διαμονής του και σημείωσε ότι, από πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του, δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τη δυνατότητα του να επιστρέψει θέτοντας εαυτόν εκ νέου στην προστασία της UNRWA.  Ακολούθως εξέτασε τη δυνατότητα του Εφεσίβλητου να εισέλθει και τύχει προστασίας της UNRWA σε άλλα κράτη δραστηριοποίησής της, με αρνητική και πάλι διαπίστωση και κατέληξε ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί στον Εφεσίβλητο το καθεστώς του πρόσφυγα, ως αυτοδικαίως απορρέον από το Άρθρο 5 του Ν.6(Ι)/2000.  Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση:

 

«12.         Εντούτοις, από τις ως άνω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής δεν προκύπτουν σαφείς ενδείξεις περί της δυνατότητας του Αιτητή να επιστρέψει στη χώρα τελευταίας συνήθους διαμονής, θέτοντας εαυτόν εκ νέου στην προστασία της UNRWA.

 

13.         Περαιτέρω στην προπαρατεθείσα απόφασή του XT, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευκρίνισε ότι «[.], στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να καθοριστεί αν έχει παύσει η προστασία ή η συνδρομή της UNRWAπρέπει να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο ατομικής αξιολόγησης όλων των κρίσιμων στοιχείων της εξεταζόμενης περίπτωσης, όλες οι περιοχές της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA στα εδάφη των οποίων έχει τη συγκεκριμένη δυνατότητα να εισέλθει και να παραμείνει ασφαλής ένας ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής ο οποίος έχει εγκαταλείψει τη ζώνη αυτή».

 

14.         Ως ενδεχόμενους συνδέσμους με άλλα κράτη στα οποία δραστηριοποιείται η UNRWA υπέδειξε, ενδεικτικά, την  προηγούμενη διαμονή στο κράτος αυτό ή την ύπαρξη συγγενικών δεσμών. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση «κρίσιμο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο εν λόγω ανιθαγενής διατηρεί οικογενειακούς δεσμούς σε δεδομένη περιοχή της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA, ότι είχε την πραγματική ή συνήθη διαμονή του στην εν λόγω περιοχή δράσης ή ότι είχε διαμείνει σε αυτήν πριν εγκαταλείψει την εν λόγω ζώνη, υπό την προϋπόθεση ότι τα οικεία κράτη ή εδάφη κρίνουν ότι τα στοιχεία αυτά αρκούν ώστε ένας ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής να μην εμποδιστεί, ανεξαρτήτως της χορήγησης οποιασδήποτε άδειας διαμονής, να εισέλθει και να παραμείνει ασφαλής στην επικράτειά τους».

 

15.          Δεδομένου ότι η κατοχή κάρτας UNRWA δεν εξασφαλίζει καθαυτή τη δυνατότητα του Αιτητή να εισέλθει στα κράτη στα οποία δραστηριοποιείται η UNRWA [βλ. σχετικά και την προπαρατεθείσα απόφαση XT, σκέψη 58], θα πρέπει να ερευνηθεί η ύπαρξη ενδεχόμενων δεσμών στην περίπτωση αυτή. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν προκύπτει ούτε η προηγούμενη διαμονή σε άλλο κράτος της ζώνης επιχειρήσεων της UNRWA αλλά ούτε και η ύπαρξη προσώπων με συγγενικό δεσμό με τον Αιτητή στα ως άνω κράτη, αλλά ούτε και οι Καθ' ων η αίτηση υπέδειξαν, πολλώ μάλλον δεν τεκμηρίωσαν, περί της ύπαρξης άλλου κράτους δράσης της UNRWA στο οποίο θα ήταν δυνατό να εισέλθει και διαμείνει ο Αιτητής με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα δεν προκύπτει ότι αυτός θα ήταν δυνατό να εισέλθει και τύχει προστασίας της UNRWA σε άλλο κράτος δραστηριοποίησης αυτής.

 

16.           Ως εκ τούτου η υπό εξέταση απόφαση των Καθ' ων η αίτηση οφείλει να ακυρωθεί και να αντικατασταθεί με την παρούσας εξαιτίας της αδυναμίας του Αιτητή, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, να επιστρέψει στην Ιορδανία, και συνεπώς οφείλεται να αναγνωριστεί στο πρόσωπό του το καθεστώς του πρόσφυγα ως αυτοδικαίως απορρέον από το άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου».

 

 

Η πιο πάνω πρωτόδικη κρίση βάλλεται από την Εφεσείουσα με πέντε Λόγους Έφεσης.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1 προβάλλεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα έκρινε ότι δεν προκύπτουν σαφείς ενδείξεις περί της δυνατότητας του Εφεσίβλητου να επιστρέψει στην Ιορδανία και να τεθεί εκ νέου υπό την προστασία της UNRWA.  Η μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως Δικαστήριο ουσίας, για το κατά πόσο ο Εφεσίβλητος μπορούσε να επιστρέψει στην Ιορδανία υπό την προστασία της UNRWA, αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ.2.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.3 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε αυτεπάγγελτα στην εξέταση του κατά πόσο μπορεί ο Εφεσίβλητος να επιστρέψει στην Ιορδανία υπό την προστασία της UNRWA,  χωρίς να προβληθεί από αυτόν τέτοιος ισχυρισμός.  Η ανεπάρκεια της αιτιολογίας που αναπτύσσει το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ.4 και το εσφαλμένο της κρίσης του περί της μη δυνατότητας του Εφεσίβλητου να τύχει προστασίας της UNRWA σε άλλο κράτος δραστηριοποίησης αυτής, αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ.5.

 

Επιχειρηματολογώντας η Εφεσείουσα προς τεκμηρίωση των Λόγων Έφεσης, οι οποίοι λόγω της συνάφειάς τους θα τύχουν ενιαίας εξέτασης, υποστήριξε ότι, ενώ η έκθεση της Δανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης την οποία επικαλείται το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταγράφει ότι η δυνατότητα επιστροφής στην Ιορδανία ενός ατόμου από ευρωπαϊκή χώρα εξαρτάται από τη σχέση της συγκεκριμένης ευρωπαϊκής πρεσβείας με τις ιορδανικές αρχές, παρέλειψε να εξετάσει τις σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις αρχές της Ιορδανίας, έτσι ώστε να οδηγηθεί σε ασφαλές αποτέλεσμα.   

 

Κρίνουμε βάσιμη την πιο πάνω θέση της Εφεσείουσας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι (παράγραφος 58), «Οι καθ'ων η αίτηση παραλείπουν, ως όφειλαν, να εξετάσουν τη δυνατότητα επιστροφής του Αιτητή στην Ιορδανία πολλώ μάλλον σε εξατομικευμένη βάση» και παρέπεμψε στην έκθεση της Δανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης (Ιουνίου 2020), σχετικά με τις απαιτήσεις εισόδου και επανεισόδου Παλαιστινίων από την Ιορδανία (παράγραφος 59).  Στην εν λόγω έκθεση, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι οι ιορδανικές αρχές «Γενικά»  δεν δέχονται την αναγκαστική επιστροφή Παλαιστινίων χωρίς ιθαγένεια στην Ιορδανία και ότι «Η δυνατότητα επιστροφής ενός ατόμου από ευρωπαϊκή χώρα εξαρτάται από τη σχέση της συγκεκριμένης ευρωπαϊκής  πρεσβείας με τις ιορδανικές αρχές».  Καταλήγοντας, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι «Εντούτοις, από τις ως άνω πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής δεν προκύπτουν σαφείς ενδείξεις περί της δυνατότητας του Αιτητή να επιστρέψει [.] θέτοντας εαυτόν εκ νέου στην προστασία της UNRWA». 

 

Διαπιστώνουμε καταρχάς ότι οι «πληροφορίες» στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται, αφορούν πηγές πληροφόρησης σχετικά με την παροχή προστασίας από την UNRWA προς τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που διαμένουν στην Ιορδανία και πότε αυτή η παροχή θεωρείται ότι έχει παύσει.

Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο.  Αλλά το κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τέτοιες πληροφορίες, τις οποίες αφού αξιολογούσε και στάθμιζε, να οδηγείτο εύλογα στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει δυνατότητα στον Εφεσίβλητο να επιστρέψει στην Ιορδανία υπό την εκ νέου προστασία της UNRWA.   Δεν έχουμε εντοπίσει εν προκειμένω τέτοιες πληροφορίες.

 

Ούτε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως Δικαστήριο ελέγχου, όχι μόνο νομιμότητας αλλά και ουσίας (αυτό απαντά στον Λόγο Έφεσης Αρ. 3,  ο οποίος απορρίπτεται, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αυτεπάγγελτη εξέταση του κατά πόσο ο Εφεσίβλητος δύναται να επιστρέψει στην Ιορδανία), εξέτασε το ζήτημα υπό το πρίσμα των σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις αρχές της Ιορδανίας.  Λαμβανομένου υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «δεν κρίνεται ότι έπαυσε καταρχήν σε σχέση με τον Αιτητή η προστασία της UNRWA» (παράγραφος 60), αλλά και του γεγονότος ότι το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλείται την προαναφερθείσα έκθεση της Δανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης (στην οποία σημειώνεται ότι η δυνατότητα επιστροφής ενός ατόμου από ευρωπαϊκή χώρα εξαρτάται από τη σχέση της χώρας με τις ιορδανικές αρχές), διαπιστώνεται σφάλμα στην τελική του κρίση ότι, εξαιτίας της αδυναμίας του Εφεσίβλητου να επιστρέψει στην Ιορδανία, οφείλεται να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα αυτοδικαίως.

 

Συνεπώς, στη βάση των προαναφερθέντων, διαπιστώνεται ενδεχόμενο πλάνης λόγω ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει το βάθρο της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης ως στηριζόμενης σε ανυπόστατα πραγματικά γεγονότα (βλ. Κυρμίτσης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1900) και ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού είναι αρκετή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).  Τα ανωτέρω ισχύουν κατ' αναλογία για την πρωτόδικη κρίση, ως κρίση Δικαστηρίου ουσίας.

 

Επισημαίνουμε αναφορικά με την εξέταση της δυνατότητας επιστροφής του Εφεσίβλητου στην Ιορδανία υπό το πρίσμα των σχέσεων των κυπριακών και των ιορδανικών αρχών, τις ευρείες εξουσίες που έχει το Δικαστήριο σε σχέση με θέματα μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να διατάξει το ίδιο την προσαγωγή μαρτυρίας και/ή στοιχείων (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2020, ημερομηνίας 10/09/2024), περιλαμβανομένης της εξουσίας να διατάξει διοικητική αρχή να του απαντήσει ερώτημα σχετικό προς εξεταζόμενο επίδικο θέμα (βάσει του Άρθρου 11(6) του Ν. 73(Ι)/2018).

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση γίνεται αποδεκτή.  Η πρωτόδικη απόφαση, υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί, παραμερίζεται.  Επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί της υπόθεσης κατά προτεραιότητα και θα εξετάσει την περίπτωση υπό τα πιο πάνω δεδομένα. 

 

Υπό τις περιστάσεις δεν επιδικάζονται κατ' έφεση έξοδα.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο