ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 48/2019)
12 Μαρτίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
THE CJC SERVICEPARTS LIMITED,
Εφεσείοντες
v.
ΓΙΑΝΝΗ Μ. ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητου
Α. Πετρίδης για Πολύκαρπος Δ. Πετρίδης & Σία για Εφεσείοντες
Μ. Αγγελίδου (κα) για Μ. Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες για Εφεσίβλητο
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Σε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η αξίωση των εφεσειόντων, ως εναγόντων, εναντίον του εφεσιβλήτου, ως εναγομένου, ήταν για €4.492,14, για προσφερθείσες υπηρεσίες επιδιόρθωσης του οχήματος του τελευταίου, κατόπιν οδηγιών του. Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος, με την Υπεράσπισή του, αρνούμενος τέτοια οφειλή, προέβαλε ότι είχε συμφωνήσει με τον διευθυντή των εφεσειόντων όπως επιδιορθωθεί το καπό του οχήματος του που είχε υποστεί βλάβη από ατύχημα, έναντι ποσού €550, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., και ότι μόνο αυτό το ποσό οφείλει, ενώ συμφωνήθηκε, επίσης, ότι δεν θα διενεργείτο άλλη εργασία στο όχημα του χωρίς προηγουμένως να συγκατατεθεί για το κόστος αυτής. Οποιεσδήποτε άλλες εργασίες έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του και παρά την πιο πάνω συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, κατόπιν της ακρόασης της υπόθεσης, κατέληξε ότι η μοναδική συμφωνημένη αμοιβή για εργασία επί του οχήματος του εφεσιβλήτου ήταν αυτή των €550.-, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για επιδιόρθωση του καπό, ενώ δεν στοιχειοθετήθηκε, αφενός, συμφωνία των διαδίκων για χρέωση για άλλες εργασίες, ούτε, αφετέρου, αποδείχθηκαν οι επικαλούμενες επιπρόσθετες εργασίες. Κατά συνέπεια, έχοντας αποδεχθεί ότι το ως άνω ποσό των €550.- δεν πληρώθηκε, παρά την προς τούτο έκδοση, από τον εφεσίβλητο, επιταγής, εξέδωσε απόφαση, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου, για €550.- πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, από τους εφεσείοντες, με τέσσερεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι απαίτηση δυνάμει τιμολογίου προκύπτει είτε από συμφωνία μεταξύ των μερών, είτε ως εύλογη και δίκαιη αμοιβή, αφού η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι τους δόθηκαν οδηγίες, από τον εφεσίβλητο, να προβούν σε όλα τα δέοντα για αποκατάσταση των ζημιών του οχήματος του. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους έφεσης, προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου αναφορικά με τη νομική κατάσταση του οχήματός του κατά τον χρόνο που παραδόθηκε για επιδιόρθωση, καθώς, επίσης, με τον λόγο που η ασφαλιστική εταιρεία δεν κάλυψε τη ζημιά του οχήματος. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως λανθασμένη και συγκρουόμενη με ισχυρισμούς του εφεσιβλήτου, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η μη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ1 δεν επιτρέπει επίσης συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εργασίες έχουν πράγματι εκτελεσθεί».
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσίβλητου, ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Δεδομένης της προφανούς εμβέλειας του τέταρτου λόγου έφεσης, κρίνουμε ορθό όπως εξετάσουμε αυτόν πρώτα. Αιτιολογική βάση για τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποτελεί δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου, στην Υπεράσπισή του, από την οποία, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες επιπρόσθετες εργασίες (εφαρμογή δύο κόντρα σούστων μπροστά στο όχημα) δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, αλλά, υπό αμφισβήτηση ήταν ότι δόθηκε, από τον εφεσίβλητο, συγκατάθεση για αυτές. Επομένως, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα περί μη απόδειξης τέλεσης των συγκεκριμένων εργασιών.
Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις των εφεσειόντων, επί του προκειμένου. Μία προσεκτική ανάγνωση των δικογράφων, και συγκεκριμένα της Υπεράσπισης, καταδεικνύει διαφορετική κατάσταση πραγμάτων. Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στους δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου στις παραγράφους 3.4 μέχρι και 3.8. Από αυτές προκύπτει πως η αναφορά ότι οι εφεσείοντες, κατά παράβαση της συμφωνίας, παντελώς αυθαίρετα, αδικαιολόγητα και χωρίς γνώση ή έστω προφορική συγκατάθεση ή εντολή, προχώρησαν σε περαιτέρω επιδιορθώσεις του οχήματος, συγκεκριμενοποιείται από το τι ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες έπραξαν, ως παρατίθεται στο τι ακολουθεί στις επόμενες παραγράφους. Ότι, δηλαδή, επικοινώνησαν με τον εφεσίβλητο και του ανέφεραν ότι χρειαζόταν να αντικατασταθούν δύο κόντρα σούστες (shock absorbers) των δύο μπροστινών τροχών του οχήματος και αυτός τους έδωσε ρητές οδηγίες να μην προχωρήσουν σε οποιανδήποτε αντικατάσταση και να αναμένουν τις οδηγίες του. Όταν οι εφεσείοντες ειδοποίησαν τον εφεσίβλητο ότι το όχημα είχε επιδιορθωθεί, αυτός εξέδωσε συγκεκριμένη επιταγή για το συμφωνηθέν ποσό των €550.-, η οποία, όμως, δεν έγινε αποδεκτή από τους εφεσείοντες με τη θέση ότι, πέραν της επιδιόρθωσης του καπό, προέβηκαν σε αντικατάσταση των δύο κόντρα σούστων. Ζητούσαν ποσό €4.492,14.-. Τότε ο εφεσίβλητος ζήτησε να του παραδοθεί το όχημα, κάτι το οποίο οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να πράξουν. Αυτά ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του, αρνούμενος τους σχετικούς ισχυρισμούς των εφεσειόντων στην έκθεση απαίτησης τους. Είναι εμφανές ότι οι ως άνω δικογραφημένοι ισχυρισμοί ουδόλως καθιστούν αποδεκτή, από μέρους του εφεσίβλητου, την κατ' ισχυρισμόν, τέλεση των συγκεκριμένων εργασιών. Τέλεση, η οποία παρέμενε επίδικο θέμα προς απόδειξη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τον διευθυντή των εφεσειόντων ως μάρτυρα (ΜΕ1) και έκρινε αυτόν αναξιόπιστο. Μεταξύ των στοιχείων που το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ήταν και το ότι «.αρνητική εντύπωση δημιούργησε η άρνηση του ΜΕ1 να απαντήσει ευθέως όταν ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση από πού είχε προμηθευτεί τις κόντρα σούστες που υποστήριξε ότι είχε τοποθετήσει στο επίδικο όχημα. Δεν έχω διακρίνει εύλογη δικαιολογία για την οποία ένας μάρτυρας της αλήθειας να απέφευγε να δώσει σαφή και άμεση απάντηση για το συγκεκριμένο ζήτημα». Η από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιολόγηση της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα δεν εφεσιβάλλεται και, κατά συνέπεια, αποτελεί καταλυτικό δεδομένο στην υπόθεση, αφού κατέστησε, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε, ακροσφαλή την αποδοχή της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα ως αληθινής για να βασιστεί σ' αυτήν και να καταλήξει σε ευρήματα.
Από τα πιο πάνω, διαπιστώνεται ότι, ουδόλως υφίσταται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση επί του προκειμένου. Αβάσιμος κρίνεται ο τέταρτος λόγος έφεσης και, ως τέτοιος, απορρίπτεται.
Αβάσιμο κρίνουμε και τον πρώτο λόγο έφεσης. Είναι προφανές ότι το τι οι εφεσείοντες αξίωναν με την αγωγή τους, αφορούσε την ευθύνη του εφεσίβλητου να καταβάλει το τίμημα για τις υπηρεσίες που αυτοί του πρόσφεραν, με βάση τις οδηγίες του, επιδιορθώνοντας το όχημα του. Αυτά συνθέτουν τα επίδικα θέματα. Το αν το όχημα του εφεσίβλητου ήταν διαγραμμένο ή το αν ο εφεσίβλητος ανέμενε να καταβάλει το τίμημα αυτό η ασφαλιστική εταιρεία ή το γιατί η ασφαλιστική εταιρεία δεν κάλυψε τη ζημιά, υπό τας περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν ήταν σχετικά με την ουσία της απαίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σχετικά:
«Σύμφωνα με το κλητήριο ένταλμα, η Ενάγουσα αξιώνει το ποσό των €4.492,14 «δυνάμει τιμολογίου. και/ή δυνάμει προσφερθείσων υπηρεσιών επιδιόρθωσης οχήματος» και, διαζευκτικά, στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Ως είναι γνωστό, τιμολόγιο δεν συνιστά αφ εαυτού βάση αγωγής. Η βάση αγωγής είναι η οφειλή που, ενδεχομένως, να αποτυπώνεται στο τιμολόγιο. Το δε ποσό της οφειλής, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα που εδράζεται σε παροχή υπηρεσιών, προκύπτει είτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των μερών ή γιατί συνιστά εύλογη και δίκαιη αμοιβή λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα, στις έγγραφες προτάσεις της δεν προωθεί τη θέση ότι το ποσό που αξιώνει συνιστά εύλογη αμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε. Παραμένει επομένως να κριθεί, στη βάση των ευρημάτων, κατά πόσο συνιστά συμφωνημένη αμοιβή.
Από τα ευρήματα προκύπτει ότι ο Εναγόμενος είχε συμφωνήσει με τον ΜΕ1 την επιδιόρθωση του καπό του επίδικου οχήματος του έναντι του ποσού των €550, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Αυτή ήταν η μοναδική συμφωνημένη αμοιβή για εργασία που στη συνέχεια εκτελέστηκε επί του οχήματος. Παρά το ότι ο Εναγόμενος είχε εκδώσει επιταγή υπέρ της Ενάγουσας για το ποσό αυτό, παραμένει δεδομένο ότι το εν λόγω ποσό δεν έχει πληρωθεί. Η Ενάγουσα το δικαιούται, ως συμφωνημένη αμοιβή για εκτελεσθείσα εργασία.
Τα ευρήματα δεν στοιχειοθετούν συμφωνία των διαδίκων για διενέργεια άλλων εργασιών από μέρους της Ενάγουσας. Αντίστοιχα, δεν στοιχειοθετούν ότι συμφωνήθηκε οποιαδήποτε χρέωση για άλλες εργασίες-και δη για τις υπόλοιπες εργασίες που περιγράφονται στο τιμολόγιο Τεκμήριο 4. Η μη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ1 δεν επιτρέπει επίσης συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εργασίες έχουν πράγματι εκτελεσθεί. Ελλείψει τέτοιου συμπεράσματος, δεν στοιχειοθετείται οποιασδήποτε αντίστοιχη απαίτηση στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συνεπώς δεν μπορεί να επιδικαστεί, σε σχέση με αυτές, οποιοδήποτε ποσό υπέρ της Ενάγουσας.
Καταλήγω, για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, ότι η αγωγή επιτυγχάνει μερικώς και εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό €550 πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, πλέον δικηγορικά έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα είτε στην προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε στην τελική του κρίση. Ορθά εντόπισε τα επίδικα σημεία, τα οποία ορθά, υπό τας περιστάσεις, αποφάσισε.
Συνακόλουθα απορρίπτεται και ο πρώτος λόγος έφεσης.
Εν πολλοίς, τα ως άνω αφορούν και συμπαρασύρουν και τους λόγους έφεσης 2 και 3, αφού αυτοί αφορούν θέματα σχετικά με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, σχετιζόμενα με τη διαγραφή του οχήματος και τη μη κάλυψη του από την ασφαλιστική εταιρεία. Έχουμε ανωτέρω αναφερθεί στο τι ήταν επίδικο στην παρούσα υπόθεση. Τα ζητήματα αυτά δεν είχαν οποιαδήποτε ουσιώδη σχέση με την αξίωση των εφεσειόντων εναντίον του εφεσίβλητου. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαχειρίστηκε τα μη σχετικά αυτά θέματα στη συλλογιστική του, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, προβαίνοντας σε ανάλογα συμπεράσματα. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε οποιονδήποτε άλλο λόγο που να δίδει έρεισμα στους υπό κρίση λόγους έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου, €1.900.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.