ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 47/2025)
24 Μαρτίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
SHIMON MISTRIEL AYKOUT
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
---------------------------------------------------------
Μ. Νεοφύτου (κα), για τον Εφεσείοντα
Χ. Κυθραιώτου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 13.2.2025, με την οποία διατάχθηκε η συνέχιση της κράτησης του Εφεσείοντος μέχρι τις 26.3.2025 που η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση. Ο λόγος επί του οποίου ερείδεται η έφεση είναι ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα και αντινομικά αποφάσισε ότι δεν καταδείχθηκε παραβίαση των Άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, στηρίζοντας την απόφαση του σε λανθασμένα κριτήρια και παραγνωρίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία.
Ο Εφεσείων τελεί υπό κράτηση από τις 19.6.2024 που η υπόθεση παραπέμφθηκε σε απευθείας δίκη από το Κακουργοδικείο Λευκωσίας. Με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 11.9.2024 το Κακουργοδικείο διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου φυγοδικίας και έκτοτε η κράτηση του ανανεώθηκε μέχρι σήμερα. Αριθμός διαταγμάτων κράτησης (19.6.2024, 11.9.2024, 20.12.2024) επικυρώθηκαν με αποφάσεις του Εφετείου (βλ. Aykout v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 160/24, ημερ. 16.7.2024, Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/24, ημερ. 10.10.2024, Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 316/24, ημερ. 10.1.2025).
Είναι η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του Εφεσείοντος: (α) ότι δεν υπήρξε έγκαιρη και ακριβής ιατρική διάγνωση για την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη του Εφεσείοντος, και επομένως δεν του παρασχέθηκε η αναγκαία ιατρική περίθαλψη από τις Φυλακές κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, και (β) ότι η κατ' ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 3 καταδεικνύει ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η προσήκουσα ιατρική περίθαλψη ενόσω ο Εφεσείων τελεί υπό κράτηση. Συνακόλουθα θα πρέπει να απολυθεί υπό όρους. Εισηγείται ότι ενώ πρωτοδίκως αναγνωρίστηκε η υποχρέωση βάσει του Άρθρου 3 για άμεση και ακριβή ιατρική διάγνωση και περίθαλψη, εντούτοις δεν αξιολογήθηκε κατά πόσον εν προκειμένω υπήρξε συμμόρφωση με την εν λόγω υποχρέωση. Από την άλλη, κατέστησε σαφές ότι η θέση της πρωτοδίκως και κατ' έφεση για απόλυση του Εφεσείοντος δεν στηρίζεται στο ότι η κατάσταση της υγείας του είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση.
Ειδικότερα προβάλλεται ότι παρά την ύπαρξη κοινού εδάφους μεταξύ των δυο πλευρών ότι εν τέλει μόνο μέσω πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας του προστάτη θα γίνει ακριβής διάγνωση του κατά πόσο ο Εφεσείων πάσχει από καρκίνο του προστάτη, καθώς και η έκταση και σοβαρότητά του, εντούτοις από τον Αύγουστο του 2024 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης διαταγής κράτησης δεν διευθετήθηκε η διενέργεια της μαγνητικής τομογραφίας, παρότι οι Φυλακές είχαν όλες τις ενδείξεις ότι αυτή θα έπρεπε να διενεργηθεί άμεσα. Επομένως, δεν παρασχέθηκε έγκαιρη και ακριβής ιατρική διάγνωση και περίθαλψη και αντ' αυτού του χορηγήθηκε μια φαρμακευτική αγωγή. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της, η συνήγορος του Εφεσείοντος παρέπεμψε πρωτοδίκως και ενώπιον μας σε νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία αναφερόμαστε στη συνέχεια. Σημειωτέον ότι κατά τις ενώπιον μας αγορεύσεις προβλήθηκε από κοινού η θέση ότι μετά την εφεσιβαλλόμενη διαταγή κράτησης, διενεργήθηκε η υπό αναφορά μαγνητική τομογραφία και αναμένεται η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων της στον Εφεσείοντα.
Πρωτοδίκως αμφισβητήθηκε από την Εφεσίβλητη κατά πόσο ο Εφεσείων πάσχει από καρκίνο του προστάτη και προς τούτο ακούστηκε ιατρική μαρτυρία και από τις δυο πλευρές με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις. Προς υποστήριξη των θέσεων της η Εφεσίβλητη κάλεσε την Δρα Αντωνίου (γενική ιατρική λειτουργό στις Κεντρικές Φυλακές) και τον Δρα Κυριακίδη (ειδικό ουρολόγο), και η Υπεράσπιση τον Δρα Kayne (γενικό ιατρό) από το Λονδίνο. Ο Δρ Κυριακίδης εξέτασε τον Εφεσείοντα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 5.2.2025 και έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, αιματολογικές εξετάσεις PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο). Αποτέλεσε κοινό έδαφος ανάμεσα στους μάρτυρες ότι «η μέτρηση PSA αποτελεί μια ένδειξη για πιθανή παρουσία καρκίνου, χωρίς όμως να είναι καθοριστική για την διάγνωση αυτού καθώς χρειάζεται να ληφθούν υπόψη και άλλες παράμετροι» (σελ. 4 απόφασης). Σύμφωνα με τη διάγνωση του Δρος Κυριακίδη (Τεκμήριο 4), η οποία καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, (σελ. 6-7), ο Εφεσίβλητος:
«.είχε κάποια ήπια συμπτώματα στο κατώτερο ουροποιητικό τα οποία πιθανό να σχετίζονται με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, η οποία είναι νόσος που αφορά την αύξηση του μεγέθους του προστάτη αδένα και μόνο σε παραμελημένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη ζωή ενός ανθρώπου. Εν προκειμένω, η δακτυλική εξέταση έδειξε ότι ο προστάτης είναι μεγάλος σε μέγεθος, αλλά δεν υπήρχε ψηλαφητή σκληρία, κάτι που συνήθως συμβαίνει σε καρκίνο. Συνέστησε φαρμακευτική αγωγή με «Α» αναστολείς, που είναι η συνήθης αγωγή στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και βελτιώνει τα συμπτώματα. Παράλληλα συνέστησε να προγραμματιστεί μια πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία προστάτη και επανάληψη αιματολογικών εξετάσεων σε τρείς μήνες. Πέραν των πιο πάνω δεν διαπίστωσε κάτι που να χρήζει άμεσου χειρισμού».
Η εξέταση του Εφεσείοντος από τον Δρα Kayne στις Κεντρικές Φυλακές έγινε στις 10.1.2025 κατόπιν αιτήματος του ιδίου του Εφεσείοντος, λαμβάνοντας δείγματα ούρων και αίματος προκειμένου να τα στείλει στην εταιρεία Data Cancer Genetics, η οποία έχει δημιουργήσει κάποιες ειδικές εξετάσεις ανίχνευσης κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων. Ετοίμασε δυο ιατρικά πιστοποιητικά στην Αγγλική γλώσσα ημερομηνίας 25.1.2025 (Τεκμήριο 14) και 4.2.2025 (Τεκμήριο 17), τα οποία κατατέθηκαν με Ελληνική μετάφραση (Τεκμήρια 15 και 16).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δρος Kayne, (η οποία συνοψίζεται στη σελ. 8 της απόφασης), o Εφεσίβλητος πάσχει από καρκίνο του προστάτη, καθότι βάσει των αποτελεσμάτων των ειδικών εξετάσεων στο αίμα του Εφεσείοντος υπάρχουν κύτταρα που δεν εντοπίζονται σε άτομα τα οποία είναι υγιή, δηλώνοντας βέβαιος ότι αν ο γιατροί που εξέτασαν τον Εφεσείοντα πριν τον ίδιο είχαν αυτή την τεχνολογία θα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Συμφώνησε ότι το επόμενο βήμα για σκοπούς διάγνωσης του καρκίνου είναι η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία και έπειτα η βιοψία. Σε σχέση με τα αποτελέσματα εξετάσεων PSA, που έγιναν σε διάφορες περιόδους για τον Εφεσείοντα, η θέση του ήταν ότι αυτά έδιναν λόγο για ανησυχία, καθότι δεικνύουν κατά 25% - 50% την πιθανότητα ύπαρξης καρκίνου. Κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να δοθεί πολύ πιο έγκαιρα προσοχή και αξιολόγηση της πιθανότητας καρκίνου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης υποστήριξε ότι η Έφεση στερείται νομικής βάσης καθότι με αυτή δεν προβάλλεται ότι η κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος επέβαλλε την άμεση αποφυλάκιση του. Ούτε πρωτοδίκως τέθηκε τέτοια θέση, ως άλλωστε αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση (σελ. 15). Επίσης υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης τονίζοντας ότι το Κακουργοδικείο εξέτασε εκτενώς την εισήγηση του Εφεσείοντος, πως ενώ υπήρχε υποψία ότι έπασχε από καρκίνο του προστάτη, δεν λήφθηκαν αμέσως από τις Φυλακές τα ενδεδειγμένα μέτρα για την προστασία της υγείας του. Παραπέμποντας στη μαρτυρία του Δρος Κυριακίδη (σελ. 82 των πρακτικών), αμφισβήτησε την ορθότητα της θέσης της συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι από τη μαρτυρία έχει διαφανεί ότι υπήρχαν όλες οι ενδείξεις για το ότι θα έπρεπε να διενεργηθεί πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία από τον Αύγουστο του 2024, και ότι υπήρξε καθυστέρηση μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025.
H επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Εφεσείοντος πρωτοδίκως και ενώπιον μας επικεντρώθηκε στο δικαίωμα κατά της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Αντίστοιχο με το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ είναι το Άρθρο 8 του Συντάγματος. Δεν έγινε αναφορά σε νομολογία αφορώσα παραβίαση του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της ζωής. Αντίστοιχο με το Άρθρο 7 του Συντάγματος. Εντούτοις έχουμε ανατρέξει στη νομολογία του ΕΔΑΔ και σχετικά συγγράμματα εκ των οποίων φαίνεται ότι μπορεί να προκύψει θέμα παραβίασης του Άρθρου 2 σε περίπτωση που καταδειχθεί ότι οι αρμόδιες αρχές του Κράτους έθεσαν τη ζωή του κρατούμενου σε κίνδυνο με την άρνηση παροχής ιατρικής περίθαλψης η οποία ήταν διαθέσιμη στο ευρύ κοινό (βλ. Sousa Lopa de Sousa Fernandes v. Portugal [GC], Application No. 56080/12, ημερ. 19.12.2017, παρ. 173, Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O' Boyle and Warbrick, 5th edn (2023), σελ. 219-220, Guide on Article 2 of ECHR (prepared by Registry of ECtHR) updated 31.8.2024, παρ. 59-63).
Υπογραμμίζεται ότι η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος αποτελεί επιτακτική υποχρέωση της δικαστικής λειτουργίας (βλ. Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου (2003), Γ.Μ. Πική, σελ. 62).
Στην Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γίνεται εκτενής ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΑΔ ως προς το πότε το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ επιτάσσει την αποφυλάκιση καταδικασθέντος για λόγους υγείας, από τον Οικονόμου Δ.:
«Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υφίσταται θετική υποχρέωση των κρατών να οργανώσουν το σωφρονιστικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται στους κρατούμενους ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (μεταξύ άλλων Tsokas and others v. Greece, Αρ. Υποθ. 41513/12, 18.5.2014). Δεν έχει, όμως, αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται ότι σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, το Κράτος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί τη λήψη μέτρων ανθρωπιστικής φύσης για τη θεραπεία του κρατούμενου ασθενούς. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η κατάσταση της υγείας του ασθενούς είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, το Άρθρο 3 μπορεί να επιτάσσει την αποφυλάκιση του υπό ορισμένες προϋποθέσεις.» (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2η έκδοση ενημερωμένη και εμπλουτισμένη, Διεύθυνση έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελίδα 37 επ.), με αναφορά στις εξής υποθέσεις ΕΔΔΑ, Mouisel κ. Γαλλίας, ό.π., Űrfi çetinkaya κ. Τουρκίας, 23.7.2013, παρ.90, ΕΔΔΑ, Matencio κ. Γαλλίας, 15.1.2004, παρ. 76, Sakkopoulos κ. Ελλάδας, 15.1.2004, παρ.38, ΕΔΔΑ, Rojkov κ. Ρωσσίας, 19.7.2007, παρ. 104, Scoppola κ. Ιταλίας, 10.6.2008, παρ. 50, GϋlayÇetin κ. Τουρκίας, 5.3.2013, παρ.102, ΕΔΔΑ, Sawoniuk κ. Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού), 29.5.2001, Papon κ. Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 7.6.2001.
Παρομοίως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει γενική υποχρέωση απελευθέρωσης κρατουμένου, με δεδομένη βέβαια την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά ώστε να παρέχεται η αναγκαία ιατρική διάγνωση και φροντίδα. Όπως υποδείχθηκε πρόσφατα αναφορικά με το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ στην Στυλιανού ν. Διευθυντής Τμήματος Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 273/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A440, με αναφορά στην Rozhkov v. Russia, Application No. 64140/00, 19.7.2007:
«Το Άρθρο 3 δεν καθιερώνει γενική υποχρέωση στα Κράτη να απελευθερώνουν κρατούμενους για λόγους υγείας, επιβάλλει μάλλον υποχρέωση προστασίας της σωματικής τους υγείας, παρέχοντας, για παράδειγμα, την απαιτούμενη ιατρική αρωγή. Όπως τέθηκε στην Rozhkov v. Russia, ανωτέρω, η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«However, Article 3 cannot be construed as laying down a general obligation to release detainees on health grounds. It rather imposes an obligation on the State to protect the physical well-being of persons deprived of their liberty»
(Βλ. επίσης, R (VC) v SSHD [2018] EWCA Civ.57)».
[Ιδία υπογράμμιση]
(βλ. και Kudla v. Poland [GC], Application No. 30210/96, ημερ. 26.10.2000, παρ. 93, Melnik v. Ukraine, Application No. 72286/01, ημερ. 28.6.2006, παρ. 93-94, Hummatov v. Azerbaijan, Applications No. 9852/03, 13413/04, ημερ. 29.2.2008, παρ. 106, Ξηρός κ. Ελλάδας, Προσφυγή 1033/07, ημερ. 9.9.2010, παρ. 73-74).
Στην Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/24, ημερ. 10.10.2024, όπου εξετάστηκε κατά πόσο δικαιολογείτο η απελευθέρωση του Εφεσείοντος με βάση το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ λόγω των συνθηκών κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι αρχές της νομολογίας του ΕΔΑΔ οι οποίες υιοθετούνται στην Κώστα (ανωτέρω) για την αποφυλάκιση καταδικασθέντος ισχύουν κατ' αναλογίαν και για την απόλυση κρατούμενου.
Στην υπόθεση Enea v. Italy [GC], Application No. 74912/01, ημερ. 17.9.2009, όπου επαναλαμβάνονται (παρ. 57, 58) οι αρχές οι οποίες υιοθετούνται στην Κώστα (ανωτέρω), αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το κατά πόσο συνέχιση της κράτησης είναι συμβατή με την κατάσταση υγείας του κρατούμενου:
«59 ... the Court must take account of three factors in particular in assessing whether the continued detention of an applicant is compatible with his or her state of health where the latter is giving cause for concern. These are: (a) the prisoner's condition; (b) the quality of care provided; and (c) whether or not the applicant should continue to be detained in view of his or her state of health (see Farbtuhs v. Latvia, no. 4672/02, § 53, 2 December 2004, and Sakkopoulos, cited above, § 39)».
Επομένως, η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης είναι ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στο κατά πόσον η κράτηση είναι συμβατή με την κατάσταση υγείας του κρατούμενου, όπου αυτή δίνει λόγο για ανησυχία, σε συνάρτηση πάντοτε με το κατά πόσον ο κρατούμενος θα πρέπει να συνεχίσει να κρατείται εν όψει της κατάστασης της υγείας του. Εάν για οποιοδήποτε λόγο διαπιστωθεί ότι το Κράτος δεν δύναται να παρέχει ή συστηματικά δεν τηρεί την υποχρέωση παροχής της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας στον κρατούμενο κατά τον τρόπο που αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία του ΕΔΑΔ (βλ., μεταξύ άλλων, Blokhin v. Russia [GC], Application No. 4752/06, ημερ. 23.3.2016, παρ. 137), και ο κρατούμενος πάσχει από σοβαρή σωματική ασθένεια με αποτέλεσμα ο φυσικός ή σωματικός πόνος που υφίσταται να ξεπερνά τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται για να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθιστώντας την κατάσταση της υγείας απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, τότε βάσει του Άρθρου 3 μπορεί να απαιτείται η απόλυση του κρατούμενου. Εάν δε υπάρχει άρνηση παροχής της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης σε βαθμό που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του κρατούμενου, τότε το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο λόγο απόλυσης.
Η θέση της νομολογίας του ΕΔΑΔ επί του προκειμένου συνοψίζεται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O Boyle and Warbrick, 5th edn, (2023), σελ. 272:
«The fact that imprisonment is not in the best interest of a prisoner's health is not of itself sufficient to require their release or transfer to an outside hospital to avoid liability under Article 3 where imprisonment is otherwise allowed by the Convention, for example following conviction or on remand (Article 5(1), (3)). In most cases, the Court has found that adequate medical assistance has been available in prison or made available by way of visits to an outside hospital for treatment. The detention over a lengthy period of an elderly person even with serious problems of health or infirmity will not be in breach of Article 3 if medical care can be provided. However, as stated in Wedler v Poland, should a prisoner's state of health become such that adequate medical or nursing assistance cannot be provided in detention, Article 3 requires that a person be released subject to conditions that the state reasonably imposes in the public interest».
[Ιδία υπογράμμιση]
Η συνήγορος του Εφεσείοντος στηρίζεται ιδιαίτερα στις υποθέσεις Hummatov v. Azerbaijan (ανωτέρω), παρ. 116, Melnik v. Ukraine (ανωτέρω), παρ. 104-106, στις οποίες διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ επειδή δεν παρασχέθηκε στον προσφεύγοντα επαρκής ιατρική φροντίδα πράγμα το οποίο του προκάλεσε σημαντική ψυχική ταλαιπωρία και αγωνία, υποβιβάζοντας την ανθρώπινη του αξιοπρέπεια, συνιστώντας εξευτελιστική μεταχείριση εν τη εννοία του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (παρ. 121).
Στην Hummatov (ανωτέρω) o προσφεύγων έπασχε από αριθμό σοβαρών ιατρικών παθήσεων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, χρόνιας βρογχοπνευμονίας, χρόνιας εντεροκολίτιδας, υπέρτασης, αθηροσκληρωτικής καρδιοπάθειας, στενοκαρδίας, εσωτερικές αιμορρόϊδες, ισχαιμία, οστεοχόνδρωση και εστιακή φυματίωση (παρ. 112). Υπήρξε εύρημα από το ΕΔΑΔ (παρ. 113) για την ύπαρξη πειστικής μαρτυρίας εγείρουσας σοβαρές αμφιβολίες ως προς την επάρκεια της παρεχόμενης ιατρικής περίθαλψης. Δεν διεφάνη ότι ο προσφεύγων παρακολουθείτο από ιατρούς σε τακτική ή συστηματική βάση. Επίσης, η θεραπεία που του παρασχέθηκε ήταν κυρίως συμπωματική και δεν υπήρχε ένδειξη ύπαρξης γενικής θεραπευτικής στρατηγικής με στόχο την θεραπεία των ασθενειών από τις οποίες έπασχε (παρ. 114). Επισημαίνεται (παρ. 116) ότι οι αρμόδιες Αρχές θα έπρεπε να διασφαλίσουν όχι μόνο ότι ο προσφεύγων παρακολουθείτο από γιατρό και ότι θα εισακούονταν τα παράπονα του, αλλά και ότι θα δημιουργούνταν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της συνταγογραφούμενης θεραπείας.
Στην Melnik (ανωτέρω) υπήρξε καθυστέρηση στη διάγνωση για τον προσφεύγοντα ότι έπασχε από φυματίωση, αφότου παραπονέθηκε για δύσπνοια και για φλέγματα. Υπήρξαν επίσης εσφαλμένες προκαταρκτικές διαγνώσεις οι οποίες επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για την ανεπάρκεια της παρεχόμενης ιατρικής περίθαλψης και την αποτυχία να εντοπιστεί γρήγορα η φυματίωση του ή να απομονωθεί και να του παρασχεθεί επαρκής και έγκαιρη θεραπεία. Μετά την διάγνωση ότι έπασχε από φυματίωση μεταφέρθηκε σε ειδικό σωφρονιστικό ίδρυμα για κατάδικους που υπέφεραν από φυματίωση όπου του παρασχέθηκε θεραπεία για την ασθένεια και την πρόληψη για την επανεμφάνισή της. Ωστόσο, η μακρά θεραπεία για την φυματίωση οδήγησε σε παρενέργειες όπως εξασθένηση της όρασης και ζαλάδες. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν παρασχέθηκε υπό τις περιστάσεις επαρκής και έγκαιρη ιατρική περίθαλψη στον προσφεύγοντα, δεδομένης της σοβαρότητας της νόσου και των συνεπειών για την υγεία του.
(βλ. και Pitalev v. Russia, Application No. 34393/03, ημερ. 30.7.2009, παρ. 54, Amirov v. Russia, Application No. 51857/13, ημερ. 27.11.2014, παρ. 84-86, Blokhin v. Russia [GC], Application No. 4752/06, ημερ. 23.3.2016, παρ. 136 - 138, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση (2016), Λ. Σισιλιάνου, σελ. 137, 138).
H θέση της νομολογίας του ΕΔΑΔ σε σχέση για την παροχή της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης στον κρατούμενο με βάση το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, συνοψίζεται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Ξηρός κ. Ελλάδας, Προσφυγή 1033/07, ημερ. 9.9.2010:
77. . η έλλειψη προσήκουσας ιατρικής περίθαλψης μπορεί καταρχήν να αποτελέσει μία μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 (βλέπε Ilhan κατά Τουρκίας [GC], αριθ. 22277/93, § 87, CEDH 2000-VII, Gennadiy Naumenko κατά Ουκρανίας, αριθ. 42023/98, § 112, 10 Φεβρουαρίου 2004). Το Δικαστήριο απαιτεί, καταρχήν, την ύπαρξη μίας προσήκουσας ιατρικής παρακολούθησης του ασθενούς και την καταλληλότητα της συνιστώμενης για την κατάστασή του ιατρικής περίθαλψης. Η αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης θεραπείας προϋποθέτει έτσι ότι οι σωφρονιστικές αρχές προσφέρουν στον κρατούμενο την ιατρική περίθαλψη που έχουν υποδείξει οι αρμόδιοι γιατροί (βλέπε Soysal κατά Τουρκίας, αριθ. 50091/99, § 50, 3 Μαΐου 2007, Gorodnitchev κατά Ρωσίας, αριθ. 52058/99, § 91, 24 Μαΐου 2007). Επιπλέον, η επιμέλεια και η συχνότητα με την οποία παρέχεται ιατρική περίθαλψη στον ενδιαφερόμενο αποτελούν δύο στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας της θεραπείας του με τις απαιτήσεις του άρθρου 3. Ειδικότερα, οι δύο αυτοί παράγοντες δεν αξιολογούνται από το Δικαστήριο κατά τρόπο απόλυτο, αλλά λαμβάνοντας κάθε φορά υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση της υγείας του κρατουμένου (Σερίφης κατά Ελλάδας, αριθ. 27695/03, § 35, 2 Νοεμβρίου 2006, Rohde κατά Δανίας, αριθ. 69332/01, § 106, 21 Ιουλίου 2005, Iorgov κατά Βουλγαρίας, αριθ. 40653/98, § 85, 11 Μαρτίου 2004, Sediri κατά Γαλλίας (déc.), αριθ. 4310/05, 10 Απριλίου 2007). Σε γενικές γραμμές, η επιδείνωση της υγείας του κρατουμένου δε διαδραματίζει αφ'εαυτής αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά την τήρηση του άρθρου 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο θα εξετάζει κάθε φορά αν η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενδιαφερομένου οφειλόταν σε ελλείψεις στην παρεχόμενη ιατρική περίθαλψη (βλέπε Κοτσαύτης κατά Ελλάδας, αριθ. 39780/06, § 53, 12 Ιουνίου 2008).
[Ιδία υπογράμμιση]
Ως προς την αναγκαιότητα τεκμηρίωσης ισχυρισμών περί μη παροχής της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης, στην Krivolapov v. Ukraine, Application No. 5406/07, ημερ. 2.1.2019, λέχθηκαν τα εξής:
«76. The Court furthermore reiterates that an unsubstantiated allegation that medical care has been non-existent, delayed or otherwise unsatisfactory is normally insufficient to disclose an issue under Article 3 of the Convention. A credible complaint should normally include, among other things, sufficient reference to the medical condition in question; medical treatment that was sought, provided, or refused; and some evidence - such as expert reports - which is capable of disclosing serious failings in the applicant's medical care (see, for example, Valeriy Samoylov v. Russia, no. 57541/09, § 80, 24 January 2012, and Yevgeniy Bogdanov v. Russia, no. 22405/04, § 93, 26 February 2015)».
Επίσης, στην παράγραφο 78 αναφέρεται:
«In so far as the applicant alleged that he had not been provided with adequate medical care in detention, the Court observes that this complaint is vague too. The only specific allegation made by the applicant in that context was that he had not been hospitalised, contrary to the doctor's recommendation of 6 December 2012 (see paragraphs 51 and 71 above). In the absence of access to the applicant's medical file, the Government were not in a position to comment on that allegation. Even assuming that, as alleged by the applicant, he had not been hospitalised, the Court notes that there was no indication of any particular urgency in respect of the recommended hospitalisation of the applicant. ...».
[Ιδία έμφαση και υπογράμμιση]
Το βάρος απόδειξης παραβίασης του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ είναι ψηλό [βλ. Στυλιανού (ανωτέρω)]. Στην Αykout ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/24, ημερ. 10.10.2024, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΑΔ, λέχθηκε ότι το βάρος απόδειξης είναι πέραν λογικής αμφιβολίας (βλέπε και Enea v. Italy [GC] (ανωτέρω), παρ. 55, Blokhin v. Russia [GC] (ανωτέρω), παρ. 139).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από παράθεση των προαναφερθεισών αρχών της νομολογίας, οι οποίες αποκρυσταλλώνονται στην Κώστα (ανωτέρω), και παραπομπή σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις οποίες αναφέρθηκαν οι συνήγοροι, με ειδική αναφορά στις υποθέσεις Krivolapov v. Ukraine (ανωτέρω), Enea v. Italy (ανωτέρω), Humatov v. Azerbaijan (ανωτέρω), αναφέρει τα ακόλουθα, σελ. 15:
«Σημειώνουμε κατ' αρχάς ότι μέσα από τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον μας δεν έχει καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από ασθένεια η οποία, από μόνη της, είναι ασυμβίβαστη με τις συνθήκες κράτησης του. Με άλλα λόγια, ακόμη και να δεχθούμε ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από καρκίνο του προστάτη, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να συνηγορεί ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος εξαιτίας και μόνο του δεδομένου αυτού. Εξάλλου, αυτό είναι κάτι που η ίδια η κα Νεοφύτου παραδέχθηκε κατά την αγόρευση της. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης δεν είναι ότι η κατάσταση της υγείας του Κατηγορούμενου είναι τέτοια, π.χ. επίκειται θάνατος, ώστε να πρέπει να αφεθεί ελεύθερος για ανθρωπιστικούς λόγους. Η εισήγηση τους, όπως είπε, εδράζεται στο ότι ενώ υπήρχε υποψία για κάποιο πρόβλημα υγείας και δη καρκίνο του προστάτη, δεν λήφθηκαν άμεσα τα ενδεδειγμένα μέτρα».
Σημειώνουμε δε ότι παρά την προσπάθεια των δυο πλευρών να πείσουν, η μεν Υπεράσπιση για την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη, η δε Κατηγορούσα Αρχή για την ανυπαρξία αυτής της ασθένειας, δεν καθίσταται αναγκαία, στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, να αποφασίσουμε επί αυτού του ζητήματος. Και τούτο διότι, πέραν από το ότι το ζήτημα είναι πολύπλοκο και πολύπλευρο ιατρικά, το ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι να αποφασίσουμε περί της ύπαρξης της ασθένειας, αλλά για το κατά πόσον υπήρχαν ενδείξεις για ύπαρξη της, που επέβαλλαν πιο ταχεία δράση εκ μέρους του σωφρονιστικού συστήματος».
[Ιδία υπογράμμιση]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Δρος Κυριακίδη (Μ.Κ.2) για τον οποίο ως ειδικό ουρολόγο έκρινε ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση από τους άλλους δυο ιατρούς για να εκφέρει ιατρική γνώμη επί του ζητήματος, κατάληξε σε αρνητικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με την ιατρική του γνώμη οι τιμές του PSA δεν κατεδείκνυαν την ύπαρξη επείγουσας κατάστασης και δεν επέβαλλαν ταχεία δράση, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραγνωρίστηκαν. Ο Δρ Κυριακίδης είχε ενώπιον του αποτελέσματα εξέτασης PSA από τον Αύγουστο του 2024 και δεν έκρινε ότι υπήρχε επείγουσα κατάσταση. Το οποίο επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της μεταγενέστερης εξέτασης PSA, την οποία έλαβε υπόψη κατά την εξέταση στις 5.2.2025.
Επισημαίνεται πρωτοδίκως ότι ακόμη και ο ιδιώτης γιατρός (Δρ Στεφάνου) που εξέτασε αρχικά τον Εφεσείοντα τον Αύγουστο του 2024 κατόπιν επιθυμίας του ιδίου, δεν είχε αναφερθεί σε καρκίνο του προστάτη αλλά σε πιθανή καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και εισηγήθηκε αξιολόγηση από ειδικό ουρολόγο. Ακολούθως, ο Εφεσείων παραπέμφθηκε (από την Δρα Αντωνίου) για εξέταση από ειδικό ουρολόγο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, προγραμματισθείσα στις 25.11.2024. Την ημέρα εκείνη δεν κατέστη δυνατή η εξέταση του από τον Δρα Κυριακίδη, καθότι δεν υπήρχε μεταφραστής και ο Εφεσείων δεν μπορούσε να συνεννοηθεί στην Αγγλική γλώσσα. Παρά ταύτα ο Δρ Κυριακίδης συνέστησε να γίνει επαναληπτική εξέταση PSA και να διευθετηθεί νέο ραντεβού στην παρουσία διερμηνέα. Ο Εφεσείων ζήτησε άδεια από τη Διεύθυνση Φυλακών και του επετράπη να υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις από ιδιωτικό χημείο πράγμα το οποίο έγινε στις 13.12.2024. Την ίδια μέρα έγιναν και αιματολογικές εξετάσεις εκ μέρους των Φυλακών μέσω του χημείου του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Σχετικά με τη μη διευθέτηση εξέτασης του Εφεσείοντος από τον Δρα Κυριακίδη ενωρίτερα από τις 5.2.2025, η Δρ Αντωνίου ανέφερε στη μαρτυρία της ότι τα ραντεβού καθορίζονται από τον Ο.Κ.ΥΠ.Υ. και το ΓΕ.Σ.Υ. χωρίς εμπλοκή της ιδίας, διευκρινίζοντας ότι εν προκειμένω δεν υπήρχε «κάτι το τόσο επείγον που να την έθεσε σε εγρήγορση, ώστε να επιμένει σε ραντεβού μέσω του ΟΚΥΠΥ νωρίτερα». Σημειωτέον ότι στις 5.2.2025 η Δρ Αντωνίου διευθέτησε και έλαβε χώρα αξονική τομογραφία κάτω κοιλίας και πυέλου και υπέρηχος του προστάτη, τα οποία έλαβε υπόψη ο Δρ Κυριακίδης κατά την εξέταση του Εφεσείοντος, μαζί με υπέρηχο μετά την ούρηση. Η θέση της Δρος Αντωνίου ήταν ότι με βάση την ιατρική έκθεση του Δρος Κυριακίδη (Τεκμήριο 4) «δεν προκύπτει οποιαδήποτε ιατρική κατάσταση η οποία να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός των φυλακών». Εάν ο Δρ Κυριακίδης «διαπίστωνε τέτοια κατάσταση, είχε υποχρέωση να διατάξει την εισαγωγή του Εφεσείοντος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου οι φυλακές διαθέτουν δωμάτια νοσηλείας για την περίθαλψη των κρατουμένων» (σελ. 6 απόφασης).
Η περί του αντιθέτου θέση της συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι η Διεύθυνση Φυλακών είχε όλες τις ενδείξεις για το ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη από τον Αύγουστο του 2024 αλλά υπήρξε καθυστέρηση έξι μηνών μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025, δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία την οποία διεξήλθαμε. Η προαναφερθείσα κατάληξη του Κακουργοδικείου επί του προκειμένου ήταν καθόλα ορθή.
Σε σχέση με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων ανίχνευσης κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων στην οποία αναφέρθηκε ο Δρ Kayne, επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι πρόκειται για μια νέα τεχνολογική εξέταση η οποία φαίνεται να μην ήταν διαθέσιμη στο σύστημα υγείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να ζητηθεί η διενέργεια της στην προκείμενη περίπτωση. Όπως λέχθηκε στην Blokhin v. Russia [GC] (ανωτέρω), παρ. 137: «.medical treatment provided within prison facilities must be appropriate, that is, at a level comparable to that which the State authorities have committed themselves to provide to the population as a whole. Nevertheless, this does not mean that every detainee must be guaranteed the same level of medical treatment that is available in the best health establishments outside prison facilities (see Cara-Damiani v. Italy, no. 2447/05, § 66, 7 February 2012)».
Ούτε ο Εφεσείων ζήτησε νωρίτερα τη διενέργεια τέτοιας εξέτασης και να έτυχε αρνητικής απάντησης. Ως ορθά παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, η δράση της Δρος Αντωνίου δεν μπορεί να κριθεί εκ του αποτελέσματος των ειδικών εξετάσεων οι οποίες διενεργήθηκαν στο εξωτερικό, αλλά με βάση τα ιατρικά δεδομένα τα οποία είχε ενώπιον της σε προγενέστερο χρόνο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Δρος Αντωνίου εάν οποιοσδήποτε κρατούμενος επιθυμεί να εξεταστεί από ιατρό της επιλογής του έχει πάντοτε τη δυνατότητα να το πράξει και να αναλάβει τα έξοδα (βλ. περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 121/1997, Καν. 71, 72). Σε κάθε περίπτωση υπήρξε ομογνωμία μεταξύ των ιατρών ότι οριστική διάγνωση για την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη θα μπορεί να γίνει μετά την διεξαγωγή πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας του προστάτη. Η οποία κατά τον χρόνο έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης αναμενόταν να διεξαχθεί εντός ολίγων ημερών, ενώ κατά την ημερομηνία της ενώπιον μας ακρόασης, έλαβε ήδη χώρα στις 26.2.2025, και αναμενόταν να δοθεί το πιστοποιητικό εξέτασης και ψηφιακός δίσκος (CD) της μαγνητικής τομογραφίας στον Εφεσείοντα.
Περιπλέον, δεν έχει αμφισβητηθεί ενώπιον μας η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ. 18 της απόφασης, ότι «δεν ακούστηκε οτιδήποτε από την Υπεράσπιση σε σχέση με το ότι η παράλειψη διευθέτησης ραντεβού σε ουρολόγο νωρίτερα της 5.2.2025 είχε για τον Κατηγορούμενο ως συνέπεια αναπότρεπτα αποτελέσματα. Ούτε έχουμε μαρτυρία περί επιδείνωσης της κατάστασης υγείας του Κατηγορούμενου, λόγω των ισχυριζόμενων παραλείψεων» [βλ. Ξηρός κ. Ελλάδας (ανωτέρω)].
Τελειώνοντας, επισημαίνουμε ότι έστω σε περίπτωση που για κάποιο χρονικό διάστημα δεν είχε παρασχεθεί η αναγκαία ιατρική περίθαλψη στον Εφεσείοντα κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το Άρθρο 3, αλλά υπήρξε στο μεταξύ συμμόρφωση με την εν λόγω υποχρέωση, δεν θα επιβαλλόταν η απόλυση του Εφεσείοντος, εκτός εάν η κατάσταση της υγείας του ήταν απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν στην προκείμενη περίπτωση καταλήγαμε στο αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή δεν υπήρξε έγκαιρη και ακριβής διάγνωση της κατ' ισχυρισμό ασθένειας του Εφεσείοντος ενόσω τελούσε υπό κράτηση, το οποίο ανήκει στο παρελθόν, καθότι στο μεταξύ διενεργήθηκε η ζητούμενη πολυπαραμετρική τομογραφία του προστάτη και θα ακολουθήσει βιοψία αν χρειαστεί, αυτό από μόνο του δεν θα επέβαλλε την απόλυση του Εφεσείοντος υπό όρους, εκτός εάν η κατάσταση της υγείας του ήταν απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση, το οποίο δεν ισχύει εν προκειμένω.
Υπό το φως των ανωτέρω ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν κατεδείχθη παραβίαση των Άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ή ότι η κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντος είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση ούτως ώστε να επιβάλλεται η απόλυση του υπό όρους.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.