ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 445/2019)

 

 

12 Μαρτίου, 2025

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                         

 

1. ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΙΑΠΗ ‑ Χ' ΙΩΑΝΝΟΥ

2. ΑΓΓΕΛΑ Χ' ΙΩΑΝΝΟΥ
3. ΦΩΤΕΙΝΗ Χ' ΙΩΑΝΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ

    ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ

    Χ' ΙΩΑΝΝΟΥ
4.
HELFO DEVELOPING LTD 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι


και


Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΚΕΔΙΠΕΣ)

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

------------------------------

Γραφείο Αντρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Γραφείο Δρ Αντρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]

 

-------------------------------

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 30.8.2019 εξέδωσε απόφαση υπέρ του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικών Κλάδων και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ  (εφεξής το Συνεργατικό - όρος που περιλαμβάνει και τους προκάτοχους αυτού), τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του οποίου, περιλαμβανομένων «πιστωτικών διευκολύνσεων» και «εξασφαλίσεων» ανέλαβε πλέον η εφεσίβλητη, και εναντίον των εναγόμενων 1-3/εφεσειόντων 1-3 για το ποσό των €268.315,56 σεντ με τόκο 6.25% ετησίως από 29.11.2017 μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, εναντίον της εναγόμενης 4/εφεσείουσας 4, εξέδωσε διάταγμα για εκποίηση υποθήκης ακινήτου (ενός διαμερίσματος) που τέθηκε ως εξασφάλιση για την είσπραξη ποσού €85.430 πλέον τόκο 6.25% ετησίως από 25.10.2007 μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, απορρίφθηκε η ανταπαίτηση των εφεσειόντων και καταδικάστηκαν στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Βάση αγωγής ήταν η συμφωνία δανείου ημερ.2.10.2007, δυνάμει της οποίας, παραχωρήθηκε από το Συνεργατικό προς τους εφεσείοντες 1, 2 και του αποβιώσαντος Γιάγκου Χατζηιωάννου - τη διαχείριση της περιουσίας του οποίου ανέλαβε η εφεσείουσα 3 - ποσό £100.000 (€170.860,14 σεντ). Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρχε συμμόρφωση με τους όρους του δανείου, με αποτέλεσμα οι δανειολήπτες να κληθούν από το Συνεργατικό με επιστολή ημερ.8.2.2010 να εξοφλήσουν το υπόλοιπο και παραλείψει τούτου, να τερματιστεί στη συνέχεια η συμφωνία δανείου με επιστολή των δικηγόρων του Συνεργατικού ημερ.17.2.2011 και να παρθούν τα νομικά μέτρα που οδήγησαν τελικώς στην έκδοση της προαναφερθείσας, εκκαλούμενης απόφασης. Η έκδοση του διατάγματος εκποίησης της υποθήκης, στηριζόταν στην ξεχωριστή συμφωνία ημερ.25.10.2007 που παραχωρήθηκε από την εφεσείουσα 4, προς εξασφάλιση ποσού  £50.000 (€85.430) πλέον τόκους.

 

Η απόφαση εκδόθηκε κατόπιν ακρόασης. Προς απόδειξη της υπόθεσης κατέθεσαν εκ μέρους του Συνεργατικού πέντε μάρτυρες, εκ των οποίων οι τέσσερεις, υπάλληλοι του Συνεργατικού (ΜΕ1, 2, 3 και 5) και ο ένας, υπάλληλος του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπούσε το Συνεργατικό (ΜΕ4). Εκ μέρους των εναγόμενων/εφεσειόντων κατέθεσε ένας μάρτυρας, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας και οικονομολόγος Δ.Α. (ΜΥ1).    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του έκρινε τους μάρτυρες του Συνεργατικού κατά βάση αξιόπιστους, εντοπίζοντας όμως και κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία του ΜΕ1 σχετικά με την κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 9), τις οποίες και πραγματεύτηκε. Στη μαρτυρία του ΜΥ1 το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, εξηγώντας ότι ο μάρτυρας αυτός, δεν ήταν πραγματογνώμονας και το μόνον το οποίο ουσιαστικά έκανε ήταν να αναπαραγάγει από ιστοσελίδα (την οποία δεν κατάθεσε καν) σε δική του κατάσταση (τεκμήριο 17), τη διακύμανση του ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε και άλλα κενά και παραλείψεις στη μαρτυρία του ΜΥ1, τα οποία σωρευτικά, αλλά ουσιαστικά, κατέστησαν τη μαρτυρία του αποδεικτικά αδρανή και ανώφελη.  

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε αποδειχθεί (α) η υπογραφή επί της επίδικης συμφωνίας δανείου εκ μέρους των δανειοληπτών (τέθηκε από πληρεξούσιο αντιπρόσωπο), (β) η υποχρέωση αποπληρωμής του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού δανείου που περιλάμβανε και το νόμιμο του τερματισμού της συμφωνίας, (γ) το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού και (δ) η εγκυρότητα της υποθήκης. Προχώρησε έτσι στην έκδοση της αναφερθείσας πιο πάνω εκκαλούμενης απόφασης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε ικανοποιούμενους τους εφεσείοντες, οι οποίοι την προσέβαλαν, προωθώντας 10 λόγους έφεσης.

 

O πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι το Συνεργατικό δεν απέδειξε τη νόμιμη και/ή νομότυπη υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου, κρίνοντας λανθασμένα ότι το Συνεργατικό πέτυχε να αποδείξει την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το Συνεργατικό απέδειξε τον νόμιμο και/ή νομότυπο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας δανείου και κατέληξε στο εσφαλμένο εύρημα ότι όλες οι επιστολές περιλαμβανομένης και της επιστολής τερματισμού παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες. Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου χρεωνόταν με εσφαλμένο και/ή παράνομο επιτόκιο.  Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν συνιστούσε μαρτυρία πραγματογνώμονα, με αποτέλεσμα λανθασμένα να μην τη λάβει υπόψη και να μη στηριχθεί σ΄ αυτή ως προς το ζήτημα του νόμιμου επιτοκίου που όφειλε το Συνεργατικό να χρεώνει τον επίδικο λογαριασμό. Κατά τον πέμπτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η απουσία κατάστασης λογαριασμού και/ή μαρτυρία λογιστικής φύσης αναφορικά με τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού δανείου σε σχέση με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων αναφορικά με το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεν παρείχε το αναγκαίο υπόβαθρο στο Δικαστήριο για να αποδεχτεί τη  θέση των εφεσειόντων. Σύμφωνα με τον έκτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου χρεωνόταν κατά παράβαση του υπό του Νόμου επιτρεπόμενου επιτοκίου διότι δεν αποδείχθηκε τέτοιος ισχυρισμός από πλευράς εφεσειόντων και/ή διότι, όπως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, η θέση των εφεσειόντων στηριζόταν σε εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με τον έβδομο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το Συνεργατικό πέτυχε να αποδείξει το κατ' ισχυρισμόν υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού δανείου, ενώ οι καταστάσεις λογαριασμού, (τεκμήρια 9 και 10), δεν θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο αφού κατατέθηκαν χωρίς να υπήρξε συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9. Ο όγδοος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στο ως άνω εσφαλμένο εύρημα του όπως γίνουν αποδεκτές οι καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήρια 9 και 10), επίσης εσφαλμένα έκρινε ότι το τεκμήριο 10 (αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού), αντικατόπτριζε την ακριβή εικόνα του επίδικου λογαριασμού. Σύμφωνα με τον λόγο έφεσης 9 το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η επίδικη Υποθήκη ήταν παράνομη και άκυρη ως εγγραφείσα και καταρτισθείσα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965 ως έχει τροποποιηθεί. Τέλος, με τον δέκατο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει των εσφαλμένων ευρημάτων ή/και συμπερασμάτων του, λανθασμένα κατέληξε γενικά στο συμπέρασμα ότι το Συνεργατικό πέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του και λανθασμένα εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό που το Συνεργατικό απαιτούσε βάσει της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού (τεκμήριο 10) και περιπλέον κακώς εξέδωσε διάταγμα εκποίησης της επίδικης υποθήκης, απορρίπτοντας συνάμα αδικαιολόγητα την ανταπαίτηση των εφεσειόντων.

 

Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας, κατόπιν αιτήματος που υποβλήθηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, διεκπεραιώθηκε χωρίς τη φυσική παρουσία των μερών. Ωστόσο, κατά τη συνακόλουθη μελέτη των ηλεκτρονικώς υιοθετηθέντων περιγραμμάτων, ιδιαιτέρως της πλευράς των εφεσειόντων, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, άτοπων αναφορών, ότι δεν υπήρχε ειρμός, αλλά και αντιστοίχιση μεταξύ των λόγων έφεσης στο Εφετήριο και των σημείων που αναπτύσσονταν στο περίγραμμα αγόρευσης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να οριστεί νέα δικάσιμος για διευκρινήσεις. Τελικώς, μετά από κάποιες αναβολές, υποβλήθηκαν διευκρινιστικά περιγράμματα από αμφότερες τις πλευρές. Δεν χρειάζεται νομίζουμε να επισημάνουμε πόσο σημαντικό είναι τα περιγράμματα αγόρευσης να υποβάλλονται σε συνάφεια, συσχέτιση και με προσήλωση στο Εφετήριο της Έφεσης που αφορούν. Διαφορετικά, χωρίς να εισηγούμαστε ότι αυτό συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση, τίθεται σε κίνδυνο τόσο η αξιοπιστία της Έφεσης εν γένει, όσο και η σοβαρότητα των δικηγόρων που την υποβάλουν. 

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θέτουν υπό αμφισβήτηση την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου. Σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η συμφωνία συνομολογήθηκε εκ μέρους τους από πληρεξούσιο αντιπρόσωπο. Το πληρεξούσιο έγγραφο ωστόσο, χωρίς επαρκή αιτιολογία, κατά τους εφεσείοντες, δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, γεγονός που σήμαινε ότι δεν απέσεισαν το γενικότερο βάρος να αποδείξουν κάθε στοιχείο της υπόθεσης τους και τούτο, παρά τη μη προσαγωγή οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας από μέρους τους (βλ. Demchenko κ.α. v. Nassar (2007) 1 Α.Α.Δ. 1342).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το θέμα στις σελ.7-9 της απόφασης του επισημαίνοντας τα εξής:

 

«Όπως έχει ήδη αναφερθεί οι ενάγοντες παρουσίασαν, μέσω του ΜΕ1, τη γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 25/10/2007 — Τεκμήριο 4 — η οποία στον τίτλο της περιγράφεται ως «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΑΝΕΙΟΥ». Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το περιεχόμενο της δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης. Τόσο οι εναγόμενοι 1 και 2 όσο και ο αποβιώσας περιγράφονται στο Τεκμήριο 4 ως «χρεώστες». Οι εναγόμενοι στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους αρνούνται τη σύναψη της, την υπογραφή της δηλαδή από τους εναγόμενους 1 και 2 και τον αποβιώσαντα.

 

Αυτό το οποίο διαφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία της ΜΕ2, η οποία είναι και η μόνη σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα, είναι ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 και ο αποβιώσας δεν υπέγραψαν προσωπικά το Τεκμήριο 4 αλλά μέσω της πληρεξούσιας τους αντιπροσώπου Φωτεινής Χ"Ιωάννου η οποία και παρουσίασε γραπτό πληρεξούσιο, με το οποίο εξουσιοδοτείτο από τους πρωτοφειλέτες να υπογράψει εκ μέρους τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόμενων δεν αμφισβήτησε, κατά την αντεξέταση της μάρτυρος, την υπογραφή της κας Φ. Χ"Ιωάννου επί του Τεκμηρίου 4. Η θέση η οποία υπεβλήθη στη μάρτυρα ήταν ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι 1 και 2 και ο αποβιώσας έδωσαν πληρεξουσιότητα στην κα Φ. Χ"Ιωάννου για να υπογράψει εκ μέρους τους το Τεκμήριο 4. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ρηθέν πληρεξούσιο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο από τη ΜΕ2, όπως δε αναφέρθηκε από αυτήν, βρίσκεται κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόμενων στη γραπτή του αγόρευση υποστηρίζει ότι η μη παρουσίαση του ρηθέντος πληρεξουσίου δημιούργησε ένα «ισχυρό» κενό στη μαρτυρία των εναγόντων το οποίο ουδέποτε συμπληρώθηκε, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μην έχουν καταφέρει να αποσείσουν το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού τους ως προς την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας — Τεκμήριο 4.

 

Δεν συμμερίζομαι τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγόμενων ότι ήταν απαραίτητη η παρουσίαση του πληρεξουσίου εγγράφου ώστε να αποσείσει η πλευρά των εναγόντων το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένη. Με δεδομένη αφενός την αδιαμφισβήτητη υπογραφή του Τεκμήριο 4 από την κα Χ"Ιωάννου αφετέρου την καθ' όλα αποδεκτή μαρτυρία της ΜΕ2 ότι η υπογραφή του από την κα Χ"Ιωάννου έγινε με βάση πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο της είχε παρουσιαστεί, το βάρος απόδειξης μετατοπίστηκε, κατά την άποψη μου, στους ώμους των εναγόμενων να αντικρούσουν τον ισχυρισμό της ΜΕ2 ότι είχαν εξουσιοδοτήσει την κα Χ"Ιωάννου να υπογράψει το Τεκμήριο 4 για λογαριασμό τους. Τέτοια μαρτυρία όμως δεν παρουσιάστηκε με αποτέλεσμα η θέση η οποία υπεβλήθη στη ΜΕ2 κατά την αντεξέταση της ότι ουδέποτε οι εναγόμενοι 1 και 2 και ο αποβιώσας εξουσιοδότησαν την κα Χ"Ιωάννου να υπογράψει εκ μέρους τους την επίδικη συμφωνία δανείου, να παραμείνει στο επίπεδο της απλής υποβολής. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι η άλλη θέση η οποία υπεβλήθη στη ΜΕ2 ήταν ότι το εν λόγω πληρεξούσιο δεν αφορούσε την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας δανείου αλλά την υποθήκευση του ακινήτου από την εναγόμενη 4, θέση από την οποία διαφαίνεται ότι ήταν δεδομένη για την Υπεράσπιση η καταρχήν ύπαρξη πληρεξουσίου εγγράφου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόμενων προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης του επικαλείται, στη γραπτή του αγόρευση, την υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. ΕΤ Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 843. Τα γεγονότα όμως της ως άνω υπόθεσης δεν προσομοιάζουν, κατά την άποψη μου, με αυτά της υπό εξέταση υπόθεσης. Στην περίπτωση εκείνη δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ως προς τα πρόσωπα τα οποία υπέγραψαν τη σύμβαση ενοικιαγοράς ως εγγυητές. Με δεδομένη δε την άρνηση των εναγόμενων/εφεσίβλητων στο δικόγραφο της υπεράσπισης τους ότι δεν είχαν υπογράψει τη ρηθείσα σύμβαση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή των εναγόντων/εφεσειόντων ενόψει του ότι δεν απέδειξαν την υπογραφή της σύμβασης από τους εφεσίβλητους. Αντίθετα, στην προκείμενη περίπτωση η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου — Τεκμήριο 4 — από την κα Φ. Χ" Ιωάννου υπήρξε αδιαμφισβήτητη.

 

Έχοντας κατά νου τα όσα έχω επεξηγήσει πιο πάνω καταλήγω ότι η πλευρά των εναγόντων κατάφερε να αποδείξει την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου — Τεκμήριο 4 — από τους εναγόμενους 1 και 2 και τον αποβιώσαντα. Αποτελεί εύρημα μου ότι δεν την υπέγραψαν προσωπικά αλλά μέσω της αντιπροσώπου τους κας Φ.Χ" Ιωάννου την οποία εξουσιοδότησαν προς τούτο.»

 

Ο λόγος έφεσης είναι προδήλως αβάσιμος. Ως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης, δεν αμφισβητήθηκε στην πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία η υπογραφή της δανειακής σύμβασης από την πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, ώστε να τύγχανε εφαρμογής η νομολογία που επικαλούνται οι εφεσείοντες περί του καθήκοντος προσκόμισης μαρτυρίας [και] για την υπογραφή της σύμβασης στο ευρύτερο πλαίσιο της υποχρέωσης απόδειξης κάθε στοιχείου της υπόθεσης. Εκείνο το οποίο εν προκειμένω αμφισβητήθηκε, ήταν η εξουσιοδότηση/πληρεξουσιότητα που έδωσαν οι δανειολήπτες (εφεσείοντες 1 και 2 και ο αποβιώσας Γιάγκος Χατζηιωάννου) στην πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, Φωτεινή Χατζηιωάννου, η οποία, ειρήσθω εν παράδω, κατέστη διάδικος (εφεσείουσα 3) υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας της περιουσίας του προαναφερθέντος αποβιώσαντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι από την προσκομισθείσα ενώπιον του μαρτυρία, η οποία ουδόλως αντικρούστηκε, αποδείχθηκε η εξουσιοδότηση/πληρεξουσιότητα, κάτι που σε συνδυασμό με τη μη αμφισβήτηση της υπογραφής από μέρους της εφεσείουσας 3, ικανοποιούσε το υπό εξέταση στοιχείο της υπόθεσης. Συμφωνούμε απόλυτα με την κατάληξη αυτή.

  

Παρενθετικά, θα πρέπει να σημειωθεί και η ομολογουμένως παραδοξότητα του λόγου έφεσης, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο υπό τις περιστάσεις χαρακτηρισμό. Δηλαδή, οι εφεσείοντες (συμπεριλαμβανομένης και της εφεσείουσας 3) να αμφισβητούν, έστω και εμμέσως, την εξουσιοδότηση/πληρεξουσιότητα της εφεσείουσας 3, να υπογράψει τη δανειακή σύμβαση εκ μέρους [και] των εφεσειόντων 1 και 2, υπογραφή που όπως προαναφέραμε, δεν αμφισβητήθηκε καν πρωτόδικα. Οι προεκτάσεις μιας τέτοιας θέσης προφανώς ξεφεύγουν των παραμέτρων της παρούσας έφεσης.

 

Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Με τον λόγο έφεσης 2 οι εφεσείοντες αμφισβητούν τον νόμιμο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται, κατά κύριο λόγο, ότι οι επιστολές τερματισμού δεν απεστάλησαν στις διευθύνσεις που αναγράφονται στη δανειακή σύμβαση ή στην Υποθήκη, αλλά σε άλλες διευθύνσεις και δεν δόθηκε μαρτυρία ότι αυτές ήταν οι τελευταίες γνωστές τους διευθύνσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.12 -13 της εκκαλούμενης απόφασης προσεγγίζει το ζήτημα, αναφέροντας τα εξής: 

 

«Oι εναγόμενοι στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους αρνούνται τόσο την αποστολή των επιστολών των εναγόντων - Τεκμήρια 7 και 8 - όσο και την παραλαβή τους.

 

Προς απόδειξη της αποστολής των ρηθεισών επιστολών οι ενάγοντες παρουσίασαν τη μαρτυρία της ΜΕ4 η οποία, κατ' ουσία, παρέμεινε αδιαμφισβήτητη. Με βάση την καθ' όλα αποδεκτή μαρτυρία της καταλήγω σε εύρημα ότι τόσο οι επιστολές του Τεκμηρίου 7 όσο και οι επιστολές του Τεκμηρίου 8 ταχυδρομήθηκαν με σύνηθες (κανονικό) ταχυδρομείο προς όλους τους εναγόμενους και δεν επιστράφησαν.

 

Όπως υποδεικνύει η νομολογία μας η αποστολή μιας επιστολής και η μη επιστροφή της συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι έχει παραδοθεί στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 479, Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) Ι ΑΑΔ 670).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόμενων στη γραπτή του αγόρευση επιχειρηματολογεί ότι δεν υπήρξε νόμιμος ή/και νομότυπος τερματισμός της επίδικης συμφωνίας δανείου εκ μέρους των εναγόντων για το λόγο ότι οι ρηθείσες επιστολές στάληκαν σε λανθασμένες ή/και διαφορετικές διευθύνσεις από αυτές που αναφέρονται στην επίδικη συμφωνία δανείου - Τεκμήριο 4 - όπως και στο έγγραφο υποθήκης - Τεκμήριο 5.

 

Είναι γεγονός ότι η διεύθυνση «Μακαρίου 16Γ Τ.Θ. 41123, 6309 Λάρνακα» η οποία αναγράφεται στις επιστολές των Τεκμηρίων 7 και 8 ως διεύθυνση όλων των εναγόμενων είναι διαφορετική από τις διευθύνσεις τους οι οποίες περιγράφονται επί της επίδικης συμφωνίας δανείου και επί του Εγγράφου Υποθήκης - Τεκμήρια 4 και 5 αντίστοιχα. Επισημαίνω ότι στο Τεκμήριο 4 αναγράφεται ως διεύθυνση της εναγόμενης 1 η «Κυριάκου Μάτση 1, 6019 Λάρνακα» η οποία αναγράφεται και ως η διεύθυνση της εναγόμενης 4 επί του Τεκμηρίου 5, ενώ ως διεύθυνση της εναγόμενης 2 και του αποβιώσαντα αναγράφεται η «Μακαρίου 66, 7510 Ξυλοτύμπου Λάρνακα». Από την άλλη όμως θα πρέπει να αναφέρω ότι κατά την αντεξέταση της ΜΕ4 από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόμενων σε καμιά περίπτωση της είχε υποβληθεί ότι η αναγραφόμενη επί των επιστολών διεύθυνση δεν είναι η ορθή διεύθυνση των εναγόμενων ή/και ότι οι εναγόμενοι καμιά σχέση έχουν με αυτή, ώστε να είχε τη δυνατότητα να σχολιάσει τη θέση αυτή και να μπορέσει να προβάλει τη δική της εκδοχή. Η μόνη θέση που της υπεβλήθη ήταν ότι οι ρηθείσες επιστολές δεν παραλήφθηκαν από τους εναγόμενους. Τα αμέσως πιο πάνω αναφερόμενα απαντούν και στη θέση της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγόμενων ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν οποιαδήποτε αλλαγή στις διευθύνσεις των εναγόμενων η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αποστολή των ρηθεισών επιστολών στην αναγραφόμενη σ' αυτές διεύθυνση.

 

Πέραν των πιο πάνω θα πρέπει ακόμα να προσθέσω ότι σύμφωνα με τον όρο 12 της επίδικης συμφωνίας δανείου κάθε ειδοποίηση μπορεί να δοθεί στο χρεώστη σε οποιαδήποτε διεύθυνση που θα δώσει στους ενάγοντες ή στην τελευταία του διεύθυνση. Από τα όσα διαλαμβάνει ο όρος αυτός διαφαίνεται, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να αποστείλουν τις ρηθείσες επιστολές αποκλειστικά στις διευθύνσεις οι οποίες αναγράφονται επί των Τεκμηρίων 4 και 5.

 

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω καταλήγω σε εύρημα ότι όλες οι επιστολές των Τεκμηρίων 7 και 8 παραλήφθηκαν από τους εναγόμενους 1, 2 και 4 αλλά και από τον αποβιώσαντα.»

         

(η υπογράμμιση είναι δική μας).    

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του, θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard NatWest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ Πολ. Έφεση 21/2011, ημερ.4.2.2015). Ο τρόπος απόδειξης του τερματισμού δεν είναι μονοδιάστατος. Μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στα γεγονότα, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα πραγματικά (factual) στοιχεία της διαφοράς, αλλά και τα δικόγραφα, οι παραδοχές, η μη αμφισβήτηση, οι υποβληθείσες ερωτήσεις και τυχόν υποβολές (ή μη) προς τους μάρτυρες και γενικά όλα τα δεδομένα που διαμορφώνουν τη συνολική εικόνα, στην οποία θα στηριχθεί το Δικαστήριο για να προβεί σε ευρήματα και να εξαγάγει τα συμπεράσματα του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ενώ οι εφεσείοντες προβάλλουν με επίταση το θέμα της διεύθυνσης προς την οποία απεστάλησαν οι επιστολές τερματισμού, στο δικόγραφο τους και συγκεκριμένα στην παράγραφο 8 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, αρκούνται σε μια εφ' τις ύλης γενικόλογη άρνηση. Συγκεκριμένα λέγουν ότι «.αρνούνται ότι τις εστάλη οιαδήποτε επιστολή οποιασδήποτε ημερομηνίας και/ή ότι οφείλουν τα ισχυριζόμενα και/ή οιαδήποτε ποσά και/ή ότι ειδοποιήθηκαν τις τούτο με οιονδήποτε τρόπο και/ή παρέλαβαν τις ισχυριζόμενες ημερομηνίας 08.02.2010 και 17.02.2011 επιστολές και/ή οιεσδήποτε επιστολές.»

 

Στην Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503 τονίστηκαν τα εξής:

 

«Περαιτέρω, να λεχθεί ότι προκειμένου να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός περί νομότυπης αποστολής και παραλαβής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού, το δικόγραφο της υπεράσπισης θα έπρεπε να ήταν πλέον επεξηγηματικό και να θέτει τους αναγκαίους ισχυρισμούς. Η γενική άρνηση ισχυρισμών δεν εξυπακούει και την προβολή θετικών ισχυρισμών (Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24), ενώ, όπως λέχθηκε και στη Latifundia Properties Ltd v. Ψακή (2003) 1 Α.Α.Δ 670, ισχυρισμός περί μη έγκαιρης παραλαβής επιστολής θεωρείται ουσιωδέστατος και θα αναμενόταν να περιεχόταν σαφής ισχυρισμός στην έκθεση υπεράσπισης ώστε να καθίστατο επίδικο θέμα. Στην υπόθεση εκείνη ο γενικός ισχυρισμός στην υπεράσπιση ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούντο να τερματίσουν τη συμφωνία διά της επιστολής ημερ 27.2.1995 και/ή καθόλου, δεν κάλυπτε το ζήτημα της καθυστερημένης λήψης της επιστολής το οποίο δεν ήταν απλώς νομικό, αλλά ήταν θέμα γεγονότων».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με τέτοια γενικόλογη άρνηση, ακολουθούμενη κατά την ακρόαση από την απουσία οποιασδήποτε υποβολής προς τη ΜΕ4 που έδωσε σχετική μαρτυρία, ότι η αναγραφείσα διεύθυνση δεν ήταν ορθή, αλλά και την απουσία προσκόμισης μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων περί της μη παραλαβής των επιστολών, δεν μπορεί να αναμενόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο να μη θεωρήσει ικανοποιητική την προσκομισθείσα μαρτυρία επί του ζητήματος. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τα γεγονότα, όπως τα έχουμε προσδιορίσει ανωτέρω, ήταν πλήρως δικαιολογημένη.

 

Κλείνοντας με αυτό το θέμα, να επαναλάβουμε αυτό που πολλάκις έχει επισημανθεί και από τη Νομολογία. Ότι δηλαδή ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με τις προαναφερθείσες επιστολές, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).

 

Απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6 είναι συναφείς αφού άπτονται του ζητήματος του επιβληθέντος επιτοκίου και το πώς τούτο επηρέασε το διαμορφωθέν χρεωστικό υπόλοιπο. Αναπτύσσονται μαζί στα περιγράμματα αγόρευσης και μαζί θα εξεταστούν από το Δικαστήριο μας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή λεπτομέρεια και προσοχή πραγματεύεται των ζητημάτων που άπτονται των λόγων έφεσης αυτών στις σελ.13-17 της εκκαλούμενης απόφασης. Τις παραθέτουμε αυτούσιες:

 

«Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ

 

Κάτω από τη συγκεκριμένη ενότητα θα πρέπει, πρωτίστως, να εξεταστεί ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου χρεώνετο με εσφαλμένο ή/και μη επιτρεπόμενο από το Νόμο ποσοστό επιτοκίου.

 

Έρεισμα του υπό εξέταση ισχυρισμού των εναγόμενων αποτελεί ο όρος 3(α) της επίδικης συμφωνίας δανείου - Τεκμήριο 4 - ο οποίος προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«3. Το πιο πάνω δάνειο θα χρεώνεται:

α) Με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο που από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται «το συνολικό επιτόκιο», το οποίο θα αποτελείται από το Βασικό Επιτόκιο της Συνεργατικής και το οποίο θα καθορίζεται από τη Συνεργατική από καιρού εις καιρό και το οποίο από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται ως «το Βασικό Επιτόκιο», και την προσαύξηση η οποία επίσης θα καθορίζεται από τη Συνεργατική και από τώρα και στο εξής θα αναφέρεται ως «το Περιθώριο».

 

Με βάση τα πιο πάνω ο τόκος με τον οποίο θα χρεώνεται σήμερα το παρόν δάνειο ή πίστωση ή πιστωτική διευκόλυνση είναι ως ακολούθως:

 

Βασικό Επιτόκιο    : 4.500% (Τέσσερα και μισό τοις εκατό το χρόνο)

Περιθώριο             : 1.75% (Ένα και τρία τέταρτα τοις εκατό το χρόνο)

Συνολικό Επιτόκιο : 6.25% (Έξι και ένα τέταρτο τοις εκατό το                            

                              χρόνο)»

 

Η βασική θέση η οποία προωθείται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόμενων στη γραπτή του αγόρευση είναι ότι ενόψει του ότι το επιτόκιο με το οποίο θα χρεωνόταν το επίδικο δάνειο είχε συμφωνηθεί ως κυμαινόμενο, θα έπρεπε, αρχικά, το βασικό επιτόκιο να καθορίζετο με βάση το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, μετέπειτα δε με την υιοθέτηση του ευρώ, να καθορίζετο, από την 1/1/2008, με βάση το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αντ' αυτού, το βασικό επιτόκιο με το οποίο χρεώνετο ο λογαριασμός δανείου παρέμεινε αμετάβλητο σε ποσοστό 4,5% ενώ θα έπρεπε να αυξομειώνετο ώστε να αντιστοιχεί στο ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Προς απόδειξη της ως άνω θέσης των εναγόμενων κατατέθηκαν, εκ συμφώνου, τα ακόλουθα έγγραφα χωρίς αποδοχή του περιεχομένου τους από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόντων:

 

1.     Δέσμη από 3 επιστολές (Τεκμήριο 11) εκ των οποίων οι 2, με ημερομηνίες 14/12/2007 και 21/12/2007 αντίστοιχα, φέρεται να υπογράφονται από τον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Α. Ορφανίδη και απευθύνονται προς όλες τις τράπεζες. Η τρίτη επιστολή με ημερομηνία 4/9/2006 φέρεται να υπογράφεται από τον Ανώτερο Διευθυντή της Διεύθυνσης Ρυθμίσεως και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και απευθύνεται επίσης προς όλες τις τράπεζες.

 

2.     Ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Τεκμήριο 12) ημερομηνίας 21/12/2007 για την απόφαση της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της ίδιας ημερομηνίας να μειώσει το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης στο 4,00%.

 

3.     Αντίγραφο δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 28/12/2007 (Τεκμήριο 13) της γνωστοποίησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον καθορισμό του βασικού δανειστικού επιτοκίου των τραπεζών για δάνεια σε Κυπριακές λίρες στο εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.

 

4.     Αντίγραφο της ιστοσελίδας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Τεκμήριο 14).

 

5.     Κατάσταση με τα βασικά επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου τα οποία ίσχυαν πριν την 1/1/2008 (Τεκμήριο 15).

 

6.     Δηλώσεις του τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας κ. Α. Ορφανίδη ημερομηνίας 21/12/2007 με τις οποίες απαντά σε ερωτήματα δημοσιογράφων (Τεκμήριο 16).

 

Πέραν των ως άνω εγγράφων, η υπεράσπιση παρουσίασε και το ΜΥ ο οποίος, εξ' όσων έχω αντιληφθεί, παρουσιάστηκε ως ειδικός εμπειρογνώμονας. Τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων. Στην υπόθεση Πιττάλης κ.α. ν. lanira Enterprises Ltd. κ.α. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814, 823 αναφέρθηκε ότι ο εμπειρογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι που να μπορέσει το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία (Philippou ν. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1). Όπως είναι επίσης νομολογημένο η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων διέπεται από τους ίδιους κανόνες που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε άλλου μάρτυρα (Cybarco Ltd ν. Kovascik (2001) Ι ΑΑΔ 2013).

 

Η εργασία στην οποία ο ΜΥ προέβη κάθε άλλο παρά ως εργασία ειδικού εμπειρογνώμονα θα μπορούσε να κριθεί αφού το μόνο το οποίο στην ουσία έκαμε ήταν να αναπαράξει σε μια δική του κατάσταση - Τεκμήριο 17 - τη διακύμανση του ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χρησιμοποιώντας την ιστοσελίδα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι ούτε καν αντίγραφα των ως άνω ιστοσελίδων κατέθεσε στο Δικαστήριο ώστε να καθίστατο εφικτός ο έλεγχος της ορθότητας των ποσοστών επιτοκίου που καταγράφει στην κατάσταση του. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω ότι, το γεγονός ότι σύγκρινε την ορθότητα των αναγραφόμενων στην κατάσταση του ποσοστών επιτοκίου με αυτά τα οποία αναγράφονται στα Τεκμήρια 14 και 15 δεν προσθέτει οτιδήποτε θετικό, για το λόγο ότι δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας για την προέλευση των Τεκμηρίων αυτών, συγκεκριμένα πώς και από πού παράχθηκαν, αλλά ούτε και για τη γνησιότητα του περιεχομένου τους με αποτέλεσμα να μην αποτελούν ασφαλές υπόβαθρο για έλεγχο της ορθότητας των αναγραφόμενων στο Τεκμήριο 17 ποσοστών επιτοκίου. Υπενθυμίζω ότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα Τεκμήρια 14 και 15 κατατέθηκαν μεν εκ συμφώνου με τη ρητή όμως δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγόντων ότι δεν αποδέχεται το περιεχόμενο τους.

 

Πέραν των πιο πάνω αξίζει να προστεθεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποδεχόταν την ορθότητα της κατάστασης του μάρτυρα - Τεκμήριο 17 - και πάλι αυτή δεν θα πρόσθετε οτιδήποτε θετικό στην υπόθεση των εναγόμενων για το λόγο ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία λογιστικής φύσης αναφορικά με τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού δανείου στη βάση του κατά τον ισχυρισμό των εναγόμενων ποσοστού επιτοκίου με το οποίο αυτός θα έπρεπε να χρεώνεται. Αναμφίβολα δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να προβαίνει το ίδιο σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο, κάτι το οποίο, εν πάση περιπτώσει, είναι ανεπίτρεπτο (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου, Πολ. Έφεση αρ. 335/2009 ημερ. 17/10/2014).

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι ακόμα και στην περίπτωση που αποδεχόμουν τη θέση των εναγόμενων ότι το επιτόκιο με το οποίο χρεώνετο ο επίδικος λογαριασμός δανείου δεν ήταν το ορθό, αυτό δεν θα μπορούσε να επιφέρει ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας - Τεκμήριο 4. Θα μπορούσε μόνο να οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό του χρεωστικού υπολοίπου στη βάση του ορθού, κατά τον ισχυρισμό των εναγόμενων, ποσοστού επιτοκίου, νοουμένου φυσικά ότι θα παρουσιάζετο η ανάλογη λογιστική μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης.

 

Για τους ίδιους λόγους που έχω επεξηγήσει πιο πάνω ούτε και τα υπόλοιπα κατατεθέντα έγγραφα - Τεκμήρια 11, 12, 13 και 16 - μπορούν να έχουν οποιαδήποτε θετική απήχηση στην υπόθεση των εναγόμενων. Το σημαντικό το οποίο έχω εντοπίσει σ' αυτά, εξετάζοντας τα με προσοχή, πιο συγκεκριμένα στην επιστολή ημερομηνίας 14/12/2007 του Τεκμηρίου 11, είναι κάποια εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τα τραπεζικά ιδρύματα όπως από 1/1/2008 το βασικό επιτόκιο των τραπεζών επί των υπολοίπων των υφιστάμενων δανείων τα οποία θα μετατρέπονταν σε ευρώ αντικατασταθεί με το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πέραν του ότι δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας ως προς το κατά πόσο η συγκεκριμένη εγκύκλιος κοινοποιήθηκε και στους ενάγοντες, θα πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που διαφαινόταν ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση των εναγόντων με αυτήν, εντούτοις και πάλι δεν θα μπορούσε να κριθεί ως άκυρη η επίδικη συμφωνία δανείου. Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 1131: «... οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποσκοπούσαν στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις Τράπεζες και άλλους οργανισμούς που υπόκεινται στον έλεγχο της, για τον καλύτερο τρόπο χειρισμού διαφόρων θεμάτων ώστε οι ενέργειες τους να συνάδουν με την ευρύτερη δημοσιοοικονομική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας και του κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τυχόν παραβίαση της θα οδηγούσε αυτόματα σε ακύρωση οποιασδήποτε συμβατικής πράξης που προκύπτει ως αποτέλεσμα τυχόν παραβάσεως της Εγκυκλίου. Τέτοιου είδους παραβάσεις, αποτελούν εσωτερικό θέμα μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και των Εμπορικών Τραπεζών και συχνά επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις στις Τράπεζες από την Κεντρική Τράπεζα, για παραβιάσεις όρων των Εγκυκλίων. Αν το περιεχόμενο της Εγκυκλίου σκοπούσε να θέσει ρητή απαγόρευση, αυτό θα μπορούσε να συμβεί με νομοθετική ρύθμιση.»

 

Θεωρούμε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απολύτως ορθή. Σε σχέση με τον ΜΥ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τις νομολογιακές αρχές που άπτονται της  αξιολόγησης της μαρτυρίας προσώπων που παρουσιάζονται στο Δικαστήριο ως πραγματογνώμονες. Στη συνέχεα, εφαρμόζοντας ορθά τις αρχές αυτές στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, έκρινε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 δεν εμπεριείχε οποιοδήποτε στοιχείο πραγματογνωμοσύνης, αφού ο μάρτυρας περιορίστηκε στην αναπαραγωγή σε δική του κατάσταση (τεκμήριο 17) δεδομένων που ενυπήρχαν αναρτημένα σε ιστοσελίδα (η οποία δεν παρουσιάστηκε καν για σκοπούς ελέγχου). Προς επίρρωση της ορθότητας των ποσοστών επιτοκίου που κατέγραψε στο τεκμήριο 17, πρόταξε συγκριτικά τα τεκμήρια 14 και 15, η αυθεντικότητα και προέλευση όμως των οποίων, παρέμεινε άγνωστη. Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΥ.

 

Μολονότι η ενδεχόμενη αποδοχή του τεκμηρίου 17, θα μπορούσε δυνητικά να κλονίσει την ορθότητα του επιβληθέντος  επιτοκίου και συνακόλουθα του διαμορφωθέντος χρεωστικού υπολοίπου, δεν ήταν εσφαλμένη η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, αναρμοδίως, να αναλώνεται σε μαθηματικούς ή λογιστικούς υπολογισμούς, ιδίως θα προσθέταμε, πολύπλοκους, μετατρέποντας εαυτόν σε πραγματογνώμονα. Όπως δεν ήταν εσφαλμένη η υπόδειξη, ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που καταδεικνύεται η επιβολή εσφαλμένου ή υπερβολικού επιτοκίου, τούτο δεν επιφέρει ακυρότητα στη δανειακή σύμβαση. Απλώς, με τη συνδρομή της ανάλογης λογιστικής/μαθηματικής μαρτυρίας, θα γινόταν η ανάλογη αναπροσαρμογή.  

 

Σε ό,τι αφορά δε τα τεκμήρια 11- 16, δεν είναι ορθή η θέση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα αξιολόγησε. Δεν τα αξιολόγησε με τον τρόπο που θα επιθυμούσαν οι εφεσείοντες, ενδεχομένως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τα αγνόησε όμως. Γίνεται ρητή αναφορά σ' αυτά στις σελ.14 και 15 της εκκαλούμενης απόφασης, με τη διατύπωση της κρίσης ότι «δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε θετική απήχηση στην υπόθεση των εναγόμενων» (σελ.16).  Σε σχέση με το ότι η μη τήρηση εγκυκλίων και οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας (ακόμα και αν υπήρξε) δεν οδηγεί απαρέγκλιτα τη σύμβαση σε ακυρότητα, ως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα προσθέταμε και τις υποθέσεις Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238 και Λανίτης v. Hellenic Bank Public Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2337. Επί του προκειμένου, δεν  διακρίνουμε διαφοροποίηση της πιο πάνω αρχής, μεταξύ εγκυκλίων, οδηγιών, επιστολών ή και αποφάσεων της Κεντρικής Τράπεζας, σε ό,τι αφορά πάντα τη μη τήρηση τους από πλευράς εμπορικών τραπεζών στις συναλλαγές με πελάτες τους, ως εμμέσως εισηγούνται οι εφεσείοντες. 

 

Εν όψει των πιο πάνω, απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6.

 

Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού με ιδιαίτερη αμφισβήτηση των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού (τεκμήρια 9 και 10). Ένεκα συνάφειας οι λόγοι έφεσης αυτοί θα εξεταστούν μαζί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στο θέμα αυτό στις σελ.17-19 της εκκαλούμενης απόφασης. Ακολουθεί το σχετικό  απόσπασμα:

 

«Προς απόδειξη του χρεωστικού υπολοίπου του επίδικου λογαριασμού δανείου κατατέθηκαν 2 καταστάσεις λογαριασμού. Η πρώτη - Τεκμήριο 9 - κατατέθηκε από το ΜΕ1 και η δεύτερη - Τεκμήριο 10 - από το ΜΕ5. Ο ΜΕΙ με τη μαρτυρία του, η οποία εμπεριέχεται στη γραπτή του δήλωση - Τεκμήριο 1 - προσπάθησε να θέσει τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 ώστε η κατατεθείσα από αυτόν κατάσταση να γίνει αποδεκτή ως αποτελούσα αντίγραφο καταχώρησης του τραπεζιτικού βιβλίου των εναγόντων. Κατά την αντεξέταση του όμως παραδέχθηκε, πρώτον ότι δεν ετοίμασε ο ίδιος το Τεκμήριο 9 αλλά η συνάδελφος του Α. Μυριανθοπούλου (ΜΕ3), σε αντίθεση με τα αναφερόμενα κατά την κύρια εξέταση του και, δεύτερον, ότι αυτό αποτελεί αναδομημένη κατάσταση παραδεχόμενος, εμμέσως, ότι δεν αποτελεί αντίγραφο του τραπεζιτικού βιβλίου. Η ΜΕ3 με τη μαρτυρία της επιβεβαίωσε ότι το Τεκμήριο 9 ετοιμάστηκε από την ίδια και ότι αποτελεί αναδομημένη κατάσταση, επεξηγώντας τη μεθοδολογία την οποία ακολούθησε για να την ετοιμάσει. Δέχθηκε δε ότι, ενόψει του ότι πρόκειται για αναδομημένη κατάσταση, δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του τραπεζιτικού αρχείου. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο ΜΕ5 ανέφερε στη μαρτυρία του ότι το Τεκμήριο 10 αποτελεί αναδομημένη κατάσταση, την οποία ετοίμασε ο ίδιος με οδηγίες του προϊστάμενου του, επεξήγησε δε, και αυτός, τη μεθοδολογία την οποία ακολούθησε για να την ετοιμάσει.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία των ΜΕ3 και ΜΕ5, όπως και τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων των εναγόντων, ως ειλικρινή και αξιόπιστη.

 

Αυτό το οποίο έχει προβληματίσει το Δικαστήριο είναι το κατά πόσο τα Τεκμήρια 9 και 10 μπορούν να γίνουν αποδεκτά, ενόψει της μη παρουσίασης αντιγράφου της αυθεντικής (original) κατάστασης του επίδικου λογαριασμού δανείου, όπως αυτή είναι καταχωρημένη στο τραπεζικό βιβλίο, στο αρχείο δηλαδή των εναγόντων. Επισημαίνω ότι τόσο το Τεκμήριο 9 όσο και το Τεκμήριο 10 αποτελούν προϊόν επεξεργασίας, αναδόμησης δηλαδή, και όχι αντίγραφα του τραπεζικού βιβλίου.

 

Στην υπόθεση Κόμπου ν. Universal Bank Ltd (2000) 1 ΑΑΔ 194 αναφέρθηκε, με αναφορά στην υπόθεση Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1858, ότι στοιχεία που περιέχονται σε καταστάσεις λογαριασμών που παράχθηκαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν συνιστούν απόδειξη και μάλιστα αδιαμφισβήτητη των γεγονότων που εκτίθενται σ' αυτήν. Αποτελούν όμως ένα αποδεικτικό στοιχείο που υπόκειται σε αξιολόγηση και στο οποίο αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς την ακρίβεια ή άλλως της δήλωσης. Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά και στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Coral Foods Ltd κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 956, την οποία όμως το Δικαστήριο διαχώρισε, ως προς τα γεγονότα της, ενόψει του ότι στην υπόθεση εκείνη οι ενάγοντες δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσουν συγκεκριμένες χρεώσεις που εμφανίζονταν στις καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασαν με βάση το άρθρο 5Α(1) του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 ώστε η βαρύτητα τους δεν κρίθηκε αρκετή για να στηρίξει την απαίτηση.

 

Με βάση τις ως άνω υποδείξεις της νομολογίας μας θεωρώ ότι τα Τεκμήρια 9 και 10 είναι αποδεκτό μαρτυρικό υλικό, εναπόκειται όμως στο Δικαστήριο πλέον να σταθμίσει τη βαρύτητα που θα τους αποδώσει.

 

Από τη μαρτυρία της ΜΕ3 καταγράφω ως πολύ σημαντικά τα ακόλουθα: (α) για την ετοιμασία του Τεκμηρίου 9 έλαβε υπόψη της τις καταχωρήσεις του αρχείου των εναγόντων, του τραπεζικού βιβλίου δηλαδή, (β) περιέλαβε σ' αυτό όλες τις πληρωμές οι οποίες είχαν γίνει από τους εναγόμενους, θέση η οποία παρέμεινα αδιαμφισβήτητη, (γ) επεξήγησε, τόσο κατά την κύρια εξέτασης της όσο και κατά την αντεξέταση της, όλες τις χρεώσεις που περιλαμβάνονται σ' αυτό. Επισημαίνω δε ότι, όπως επεξήγησε, η χρέωση των €28.75 και €238,00 αποτελούν τα δικηγορικά έξοδα για τις επιστολές - Τεκμήρια 7 και 8 - η χρέωση των €344,94 αντιπροσωπεύει τη δαπάνη για την καταχώρηση αίτησης στο Κτηματολόγιο για εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου και οι χρεώσεις των €120,07 και €118,07 τα έξοδα για την ασφάλιση του ενυπόθηκου ακινήτου και (δ) επεξήγησε το ποσοστό επιτοκίου που έλαβε υπόψη της για τους υπολογισμούς της, που ήταν το συμβατικό επιτόκιο.

 

Από πλευράς του ο ΜΕ5 στη δική του αναδομημένη κατάσταση - Τεκμήριο 10 - προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω και αφαίρεσε όλες τις χρεώσεις από την κατάσταση που ετοίμασε η ΜΕ3, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Υπεράσπιση αμφισβήτησε τις συγκεκριμένες χρεώσεις ως μη προβλεπόμενες στην επίδικη συμφωνία δανείου. Περαιτέρω ο ΜΕ5 υπολόγισε τον τόκο με βάση το συμβατικό επιτόκιο και τον κεφαλαιοποίησε μία φορά το χρόνο αντί δύο που προέβλεπε η επίδικη συμφωνία δανείου.

 

Από τα όσα έχω επισημάνει πιο πάνω διαφαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι οι μόνες χρεώσεις που παρέμειναν στο Τεκμήριο 10 αφορούν τον επιβληθέντα τόκο ενώ από την άλλη υπάρχουν οι πιστώσεις που αντιπροσωπεύουν όλες τις πληρωμές των εναγομένων έναντι του χρεωστικού τους υπολοίπου. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι η υπεράσπιση ουδόλως προέβαλε ότι πληρώθηκαν από τους εναγόμενους και άλλα ποσά τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις αναδομημένς καταστάσεις.

 

Κάτω από τα δεδομένα τα οποία παρέθεσα λεπτομερώς πιο πάνω έχω καταλήξει όπως αποδεχθώ ανεπιφύλακτα το περιεχόμενο της αναδομημένης κατάστασης - Τεκμήριο 10 - επί του οποίου βασικά περιορίστηκε η αξίωση των εναγόντων, ως αντικατοπτρίζουσας την ακριβή εικόνα του επίδικου λογαριασμού των εναγομένων. Θα πρέπει δε να αναφερθεί ότι η υπεράσπιση δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία για να αντικρούσει την ορθότητα των υπολογισμών του ΜΕ5, όπως αυτοί αναγράφονται στο Τεκμήριο 10. Συνεπώς αποδέχομαι ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού δανείου, συμπεριλαμβανομένου του τόκου μέχρι 28/11/2017 ανέρχεται σε €268.315,56.»

 

Να σημειώσουμε κατ' αρχάς ότι για τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήρια 9 και 10), πρωτόδικα, δεν υποβλήθηκε οποιαδήποτε ένσταση σε ό,τι αφορά την αποδεκτότητα τους ως τεκμήρια, χωρίς βέβαια τούτο να σήμαινε ότι υιοθετείτο το περιεχόμενο τους (βλ.  Societe Generale Bank Cyprus Limited v. Χατζηρούσου και Άλλων, Π.Ε. 191/14, ημ. 11.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:D305, Ζερβού και Άλλης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, 2203-2204, Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009 1(Α) Α.Α.Δ. 339, 347-348 και Δαμιανού ν White Knight Holdings Limited και Άλλων (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 699, 704). Το τεκμήριο 9 παρουσιάστηκε από τον ΜΕ1 (ετοιμάστηκε από τη ΜΕ3) και το τεκμήριο 10 από τον ΜΕ5. Οι μάρτυρες αυτοί κρίθηκαν αξιόπιστοι και η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εφεσιβάλλεται. Απ' εκεί και πέρα είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 σε σχέση με τα τεκμήρια 9 και 10, ώστε να θεωρηθούν αντίγραφα τραπεζικού βιβλίου. Στη συνέχεια όμως, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε ορθά, ότι τούτο δεν τα εξουδετέρωνε ως στοιχείο μαρτυρίας. Αντίθετα, θα έπρεπε τα τεκμήρια να αξιολογηθούν, εντασσόμενα στο ευρύτερο πλέγμα της προσκομισθείσας μαρτυρίας και ιδιαιτέρως των στοιχείων που υπήρχαν ως προς τον έλεγχο της ακρίβειας και αυθεντικότητας τους. Προβαίνοντας στη διεργασία αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα στοιχεία που οι ΜΕ3 και 5 έλαβαν υπόψη τους για την ετοιμασία των αναδομημένων καταστάσεων και σταθμίζοντας το γεγονός ότι οι μάρτυρες αυτοί κρίθηκαν αξιόπιστοι, αποδέχτηκε και προσέδωσε βαρύτητα στα τεκμήρια 9 και 10. Ειδικά, θεώρησε ότι το τεκμήριο 10 αντικατόπτριζε την ακριβή εικόνα του επίδικου λογαριασμού.

 

Στην Αργυρού κ.α. v. ΣΠΕ Μακράσυκας - Λάρνακας -Επαρχίας Αμμοχώστου ΛΤΔ Πολ. Έφεση 325/2014, ημερ.7.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A135 αναφέρθηκαν, απολύτως σχετικά, τα εξής:

 

«Κατ' αρχάς, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε (για λόγους που δεν συνθέτουν αντικείμενο της παρούσας έφεσης), ότι η Κατάσταση Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 (η οποία κατατέθηκε από τον ΜΕ), δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 22, Κεφ.9.

       

Εντούτοις, η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ' επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ' αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ.20.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A124).

        

Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν).  Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.» 

 

Δεν διαπιστώνουμε συνεπώς οτιδήποτε το μεμπτό στην εν λόγω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Να επισημάνουμε εξάλλου ότι η ετοιμασία αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού αποτελεί πλέον διαδεδομένη, συνήθη και καθόλα αποδεκτή πρακτική των τραπεζών ώστε να αφαιρούνται κάποιες χρεώσεις και η επιβολή επιτοκίων προς ικανοποίηση του πελάτη (όπως έγινε δια του τεκμηρίου 10) ώστε με τον τρόπο αυτό, να ενθαρρύνεται η προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης (βλ. Καλλικάς (ανωτέρω), Παπαχριστοφόρου κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., (2015) 1 Α.Α.Δ. 2326, Καραγιάννης v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ Πολ. Έφεση 70/2014, ημερ.17.11.2021 και Ματολής v. Societe Generale Bank - Cyprus Ltd Πολ. Έφεση 362/19, ημερ.10.7.2024).

 

            Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 7 και 8.

 

  O λόγος έφεσης 9 αμφισβητεί τη νομιμότητα της Υποθήκης που παραχώρησε η εφεσίβλητη 4 προς [μερική] εξασφάλιση του επίδικου δανείου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η υποθήκη καταρτίστηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 21(1)(γ) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965 και τούτο διότι (α) το ποσό που αναγραφόταν στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης ήταν διαφορετικό από το ποσό που εξασφάλιζε η Υποθήκη όπως αναφερόταν στο Έγγραφο Υποθήκης, (β) δεν προσδιοριζόταν, ούτε ήταν δυνάμενος να προσδιοριστεί ο τόκος και (γ) η Υποθήκη κάλυπτε έξοδα πέραν του Νόμου επιτρεπόμενα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει στην απόφαση του τις επί τού θέματος δικογραφημένες θέσεις των εφεσειόντων, αλλά και τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 21(1)(γ), προσεγγίζει το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό διαφορετικότητας του ποσού ως εξής: (σελ.21-22)

 

«Στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγομένων υποστηρίζεται ότι η επίδικη υποθήκη παραβιάζει τις πρόνοιες του ως άνω αναφερόμενου άρθρου για το λόγο ότι ούτε το ποσό που αυτή καλύπτει αλλά ούτε και ο τόκος είναι καθορισμένα ή δυνάμενα να προσδιοριστούν, επιπρόσθετα δε αυτή καλύπτει ή/και περιλαμβάνει έξοδα πέραν των υπό του Νόμου επιτρεπομένων. Ειδικότερα, όσον αφορά το ποσό που αυτή εξασφαλίζει υποστηρίζεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των όσων αναφέρονται στη Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης — Τεκμήριο 6 — και του όρου 11 του Εγγράφου Υποθήκης εκ Μέρους Τρίτου — Τεκμήριο 5 — με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση ως προς ποιο είναι τελικά το ποσό, το κεφάλαιο δηλαδή που αυτή εξασφαλίζει και κατ' επέκταση να παραβιάζεται η πρόνοια του ως άνω αναφερόμενου άρθρου ότι το ποσό θα πρέπει να είναι καθορισμένο ή δυνάμενο να προσδιοριστεί.

 

Το Τεκμήριο 6 διαλαμβάνει την ακόλουθη δήλωση η οποία γίνεται από την εναγόμενη 4:

 

 (β) (που στο εξής θα αναφέρεται ως «Ενυπόθηκος Δανειστής» τον οποίο και γνωρίζω προσωπικά να του καταβάλω στις 20 (γ) το ποσό των €100.000,00 μαζί με απλούν, (δ) τόκο πάνω στο ποσό των €100.000,00 προς 6,25% τα εκατόν από τις 25 Οκτωβρίου 2007

 

Αμέσως πιο κάτω δηλώνεται επί λέξει ότι «η παρούσα υποθήκη διέπεται υπό των όρων των επισυνημμένων εγγράφων υποθήκης ημερ. 25/10/2007», δηλαδή από το Έγγραφο Υποθήκης εκ μέρους Τρίτου — Τεκμήριο 5.

 

Τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω είναι ξεκάθαρα και δεν αφήνουν περιθώριο για αμφιβολία ή σύγχυση ότι η επίδικη υποθήκη διέπεται από τους όρους του Τεκμηρίου 5. Ο όρος 11 του Τεκμηρίου 5 προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«Νοείται πάντοτε ότι το μεγαλύτερο ποσό για το οποίο δεσμεύονται τα υποθηκευμένα κτήματα είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο, τη μέρα της εκποίησης της υποθήκης αυτής, θα παραμείνει απλήρωτο σε σχέση με τις υποχρεώσεις για την εξασφάλιση των οποίων συνιστάται η υποθήκη αυτή, μέχρι το συνολικό ποσό των ΛΚ50.000,00 (Πενήντα χιλιάδων λιρών μόνον) επιπλέον τόκος, περιθώριο, τόκος υπερημερίας, δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και/ή άλλα έξοδα από τη στιγμή της εγγραφής της υποθήκης αυτής.»

 

Ο όρος 11 ρητά και ξεκάθαρα περιορίζει το ποσό της εξασφάλισης μέχρι του συνολικού ποσού των ΛΚ50.000 πλέον τόκος κλπ.

 

Υπό το φως των όσων έχω περιγράψει πιο πάνω δεν θα μπορούσα να αποδεχθώ τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγομένων ότι η αναγραφή επί του Τεκμηρίου 6 του ποσού των ΛΚ100.000 δημιουργεί αμφιβολία και ασάφεια ως προς το ποσό το οποίο εξασφαλίζει η επίδικη υποθήκη.»

 

Δεν παραβλέπουμε ότι στην όψη του πράγματος, δεν αποκλείεται να προκύπτει κάποια ασάφεια, ακόμα και σύγχυση αφού στη μεν Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκης (τεκμήριο 6) γίνεται λόγος για υποχρέωση του ενυπόθηκου οφειλέτη να καταβάλει ποσό £100.000 πλέον τόκους, ενώ στο δε Έγγραφο Υποθήκης (τεκμήριο 5) γίνεται λόγος για εξασφάλιση συνολικού ποσού μέχρι £50.000 πλέον τόκους και άλλα έξοδα. Η όποια όμως ασάφεια ή σύγχυση, ξεδιαλύνεται από τον όρο που ακολουθεί στο τεκμήριο 6, ότι «η παρούσα υποθήκη διέπεται υπό των όρων των επισυνημμένων εγγράφων υποθήκης ημερ.25/10/2007», δηλαδή το τεκμήριο 5. Με άλλα λόγια, είναι ξεκάθαρο ότι το ποσό της εξασφάλισης είναι εκείνο που προσδιορίζεται στο τεκμήριο 5, ήτοι £50.000. Αυτή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία θα πρέπει να σημειωθεί, ήταν προς όφελος της εφεσίβλητης 4 και αντίθετη με την αρχική διεκδίκηση του Συνεργατικού ως προβλήθηκε στην Έκθεση Απαίτησης - παράγραφος Β(β), δηλαδή για έκδοση διατάγματος εκποίησης της Υποθήκης προς ικανοποίηση ολόκληρου του οφειλόμενου, δυνάμει του δανείου, ποσού.

 

 

Επί τούτου αναφέρεται εύστοχα στη σελ.24 της εκκαλούμενης απόφασης ότι: 

 

«Σε προγενέστερο σημείο της απόφασης μου έχω παραθέσει αυτούσιο τον όρο 11 του Εγγράφου Υποθήκης εκ μέρους Τρίτου — Τεκμήριο 5. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η Σύμβαση και Δήλωση Υποθήκευσης Ακινήτου — Τεκμήριο 6 — ρητά προνοεί ότι η επίδικη Υποθήκη διέπεται «υπό των όρων των επισυνημμένων εγγράφων Υποθήκης ημερ. 25/11/07» δηλαδή από το Τεκμήριο 5. Η αμέσως πιο πάνω δήλωση καθιστά σαφές ότι οι όροι του Τεκμηρίου 5 αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της επίδικης υποθήκης.

 

Ο όρος 11 του Τεκμηρίου 5 καθιστά σαφές, κατά την άποψη μου, ότι το μέγιστο εξασφαλιζόμενο διά της επίδικης υποθήκης ποσό δεν είναι για ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο αλλά περιορίζεται μέχρι ΛΚ50.000 ή €85.430,00 πλέον τόκοι. Δεν μπορεί να δοθεί άλλη ερμηνεία, κατά την άποψη μου, στο συγκεκριμένο όρο. Όπως είναι νομολογημένο, οι κανόνες ερμηνείας εγγράφων στόχο έχουν τη γραμματική ερμηνεία, συμπληρωμένη από την αντίληψη που δημιουργείται σ' ένα κοινό άνθρωπο, η δε πρόθεση των μερών εξάγεται από τη γλωσσική διατύπωση (βλ. Transatco Ltd v. Superclima Eng. Ltd. (2010) 1(Α) ΑΑΔ 643 και Καρατσιόλης ν. Royal Sports Betting Ltd (2008) 1 (Α) ΑΑΔ 669).»

         

Ήταν ορθή συνεπώς η κρίση του πρωτόδικού Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε διαφορά στο ποσό της κάλυψης, ούτε υπήρχε, τελικώς, σύγχυση ή ασάφεια επί τού προκειμένου ζητήματος.

 

Σε ό,τι αφορά τον τόκο, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.22 -23 αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Όσον αφορά τον τόκο της επίδικης υποθήκης υποστηρίζεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο ότι δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ή να είναι δυνάμενος να προσδιοριστεί διά αναφοράς σε οποιοδήποτε έτερο ποσοστό, αφού περιλαμβάνει τον τόκο της υποθήκης, το περιθώριο και τον τόκο υπερημερίας που μπορούν να μεταβληθούν οποτεδήποτε κατά την απόλυτη κρίση των εναγόντων.

 

Ούτε αυτή η θέση με βρίσκει σύμφωνο. Οι πρόνοιες από το Έγγραφο Υποθήκης — Τεκμήριο 5 — τις οποίες επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων στη γραπτή του αγόρευση για να στηρίξει τη θέση του, όπως η πρόνοια ότι το επιτόκιο θα είναι κυμαινόμενο και θα καθορίζεται από καιρού εις καιρό από τους ενάγοντες, η πρόνοια για πληρωμή τόκου υπερημερίας προς 0,5% όπως επίσης και η πρόνοια η οποία παρέχει το δικαίωμα στους ενάγοντες να μεταβάλουν κατά την κρίση τους και οποτεδήποτε το βασικό επιτόκιο, το περιθώριο ή τον τόκο υπερημερίας, ουδόλως καθιστούν αδύνατο τον προσδιορισμό του τόκου. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι όροι 12 και 13 του Τεκμηρίου 5 αποτελούν στην ουσία αντιγραφή του όρου 3 της επίδικης συμφωνίας δανείου — Τεκμήριο 4 — με τον οποίο καθορίζεται ο συμφωνηθείς τόκος, εξαιρουμένου φυσικά του δικαιώματος των εναγόντων για κεφαλαιοποίηση του τόκου, ο οποίος δεν έχει περιληφθεί στους όρους 12 και 13 του Τεκμηρίου 5. Όπως δε διαφάνηκε από την ενώπιον μου μαρτυρία το ποσοστό του συνολικού επιτοκίου παρέμεινε αμετάβλητο καθ' όλη τη διάρκεια που βρισκόταν σε ισχύ η επίδικη σύμβαση δανείου — Τεκμήριο 4 — θέση την οποία αποδέχονται και οι ίδιοι οι εναγόμενοι, ενώ κανένα ποσοστό τόκου υπερημερίας επιβλήθηκε από τους ενάγοντες.»

 

Ούτε επί του προκειμένου θέματος υπήρξε οποιοδήποτε σφάλμα. Η πρόνοια περί της δυνατότητας μεταβολής του επιτοκίου και πληρωμής τόκου υπερημερίας, αλλά και το ότι το επιτόκιο θα ήταν κυμαινόμενο, ουδόλως το καθιστούσε αδύνατον προσδιορισμού.  Εν πάση περιπτώσει, από τη μαρτυρία καταδείχθηκε ότι υπήρχε σχεδόν ταύτιση των όρων του Εγγράφου Υποθήκης και της δανειακής σύμβασης όσον αφορά το επιτόκιο. Επιπλέον, το επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο καθ' όλη την ισχύ της δανειακής σύμβασης, ενώ τόκος υπερημερίας ουδέποτε επιβλήθηκε. Συνεπώς η αιτίαση της εφεσίβλητης 4, δεν έχει ουσιαστικό αντικείμενο.

 

Το ίδιο ισχύει σε σχέση με τα έξοδα. Ναι μεν υπήρχε πρόνοια για έξοδα που δεν θα μπορούσαν να ανακτηθούν, αλλά στην πράξη, όλα τα ανεπίτρεπτα έξοδα, μεταξύ των οποίων και τα ασφάλιστρα, αφαιρέθηκαν/διαγράφηκαν με αποτέλεσμα το ποσό κάλυψης να περιοριστεί στις £50.000 (€85.430) πλέον τόκο 6.25% ετησίως που υπολειπόταν κατά πολύ βεβαίως του συνολικού ανακύπτοντος χρέους δυνάμει της δανειακής σύβασης.

 

Σχετικό είναι το απόσπασμα από τις σελ.23-24 της εκκαλούμενης απόφασης με το οποίο συμφωνούμε,

 

«Υποστηρίζεται επίσης από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων ότι η επίδικη υποθήκη καλύπτει έξοδα πέραν των υπό του νόμου επιτρεπομένων. Γίνεται δε αναφορά στον όρο 6 του Τεκμηρίου 5 ο οποίος ρυθμίζει το δικαίωμα των εναγόντων να ασφαλίσουν οι ίδιοι το ενυπόθηκο ακίνητο, σε περίπτωση που αρνηθεί να το πράξει o ενυπόθηκος οφειλέτης και τη δαπάνη την οποία θα επωμιστούν οι ενάγοντες για την ασφάλιση του να τη χρεώσουν σε λογαριασμό του ενυπόθηκου οφειλέτη, ο οποίος θα βαρύνεται με τόκο και ο οποίος θα κεφαλαιοποιείται κάθε 6 μήνες. Το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού θα θεωρείται χρέος του ενυπόθηκου οφειλέτη διασφαλισμένο με την επίδικη υποθήκη.

 

Παρά το ότι θα συμφωνούσα με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι η προβλεπόμενη στο συγκεκριμένο όρο δαπάνη δεν περιλαμβάνεται στα προνοούμενα υπό του άρθρου 21(1)(γ) του Νόμου 9/65 έξοδα, εντούτοις από την ενώπιον μου μαρτυρία διαφάνηκε ότι οι ενάγοντες διέγραψαν τη σχετική χρέωση από τον επίδικο λογαριασμό δανείου. Συνεπώς το ζήτημα αυτό είναι πλέον άνευ σημασίας.

 

Θα ήθελα δε να προσθέσω ότι ακόμα και στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος όρος κηρύσσετο ως άκυρος και μη εφαρμόσιμος δεν θα μπορούσε να επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της επίδικης υποθήκης.»

 

Απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 9.

 

Ο λόγος έφεσης 10 δεν έχει αυτοτέλεια ή αυθυπαρξία. Είναι παρεπόμενος των προηγούμενων λόγων έφεσης, η απόρριψη των οποίων, συμπαρασύρει σε απόρριψη και αυτόν.

 

Εν όψει των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €4.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο