ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 437/2019)

 

 19 Μαρτίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΑΣ

2. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ

3.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑ

4. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΙΩΤΗ ΕΥΑΝΘΙΑ

5. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΙΟΣ,

Εφεσείοντες

v.

 

ΜΥΡΑΛΛΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

 

Α. Χρ. Ευτυχίου για Εφεσείοντες

Ε. Α. Ευθυμίου για Δράκος & Ευθυμίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Με Αίτηση - Έφεση τους, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, οι εφεσείοντες - ως εφεσείοντες/αιτητές πρωτοδίκως - προσέβαλαν απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με την οποία καθόρισε την παροχή, προς όφελος ακινήτων της εφεσίβλητης, δικαιώματος διόδου και διαβάσεως, έκτασης 9 τ.μ. και πλάτους 1 τ.μ., επί ακινήτου των εφεσειόντων, έναντι καταβολής αποζημίωσης €1.000.-. Ως προκύπτει, η εφεσίβλητη, ούσα ιδιοκτήτρια δύο περίκλειστων ακινήτων, είχε αποταθεί σ' αυτόν ώστε να καθοριστεί η αναγκαία δίοδος προς όφελος των ακινήτων της, με πληρωμή εύλογης αποζημίωσης, με σκοπό την ελεύθερη πρόσβαση σ' αυτά και καλύτερη αξιοποίηση τους. Η δίοδος που ζητήθηκε ήταν από το παρακείμενο ακίνητο των εφεσειόντων, ως και η τελική απόφαση του Διευθυντή.

 

Οι εφεσείοντες, πρωτοδίκως, βάσισαν την ως άνω έφεση τους σε αριθμό λόγων έφεσης, τους οποίους υποστήριξαν με την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 3, εκ μέρους και των υπολοίπων εφεσειόντων. Ουσιαστικά, η ενόρκως δηλούσα επανέλαβε τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, κατόπιν της ακρόασης της υπόθεσης, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που τους αναλογούσε ώστε να καταδειχθεί ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν λανθασμένη, ούτε το Δικαστήριο εντόπισε οποιονδήποτε λόγο ικανό να αποτελέσει βάση ώστε να υποκατασταθεί η κρίση του Διευθυντή. Συνακόλουθα, αναφορικά με τον καθορισμό διόδου, έκρινε την απόφαση του Διευθυντή ορθή και επαρκώς αιτιολογημένη, υποδεικνύοντας ότι είχε γίνει επιτόπια εξέταση και είχαν σταθμιστεί όλοι οι παράγοντες και δεδομένα προκειμένου να υπάρξει κατάληξη στην απόφαση. Επομένως, το μέρος αυτό της επίδικης απόφασης του Διευθυντή επικυρώθηκε. Αυτό το μέρος είναι που αφορά και η παρούσα έφεση.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, από τους εφεσείοντες, με τρεις λόγους έφεσης. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης, προβάλλεται, ως λανθασμένη, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταλληλότερη δίοδος ήταν η καθορισθείσα, μέσα από το ακίνητο τους. Ο πρώτος λόγος έφεσης αιτιολογείται στη βάση δύο εναλλακτικών ακινήτων, ενώ ο δεύτερος λόγος έφεσης, στη βάση του ότι η καθορισθείσα δίοδος αποτελείται από κλιμακοστάσιο το οποίο είναι η μοναδική πρόσβαση που οι εφεσείοντες έχουν προς την κατοικία τους από δημόσιο δρόμο, λόγω της μεγάλης και απότομης ανισόπεδης επιφάνειας με το δημόσιο δρόμο. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως προς τον καθορισμό της διόδου, ήταν αιτιολογημένη και ορθή. Βάση για τον λόγο έφεσης αυτόν, και πάλι αποτελούν τα ίδια εναλλακτικά ακίνητα που αφορούν τον πρώτο λόγο έφεσης.

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά κάθε τι σχετικό με την παρούσα έφεση, περιλαμβανομένων των εγειρόμενων λόγων έφεσης, της αιτιολογίας αυτών και της επιχειρηματολογίας της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και της αντίθετης επιχειρηματολογίας της πλευράς της εφεσίβλητης, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η συνάφεια των θεμάτων που προβάλλονται με τους τρεις λόγους έφεσης είναι τέτοια που επιτρέπει, αν όχι επιβάλλει, τη συνολική, παράλληλη εξέτασή τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με επάρκεια, παρέθεσε τη σχετική με τα επίδικα θέματα νομολογία, παραπέμποντας και σε σχετικά αποσπάσματα. Μεταξύ αυτών, ανέφερε:

 

«Το ειδικότερο νομολογιακό πλαίσιο που διέπει την υπό εξέταση υπόθεση που αφορά σε παραχώρηση δικαιώματος διόδου αποκαλύπτεται στην Παύλου κ.ά. ν. Νεοφύτου (1995) 1 ΑΑΔ 973, όπου ελέχθησαν τα ακόλουθα με αναφορά στην Kafieros (ανωτέρω): [αναφορά στην Kafieros and Another v. Theocharous and Others (1978) 1 C.L.R. 619]

«Στην υπόθεση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Διευθυντής μετά τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας καθορίζει την κατεύθυνση και την έκταση της διόδου αφού λάβει υπ' όψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες. Στην περίπτωση δε που υπάρχουν περισσότερα από ένα κτήματα που δυνατόν να θεωρηθούν κατάλληλα, ο Διευθυντής έχει την εξουσία να κάμει εκλογή και ν' αποφασίσει το κτήμα πάνω στο οποίο θα δοθεί το δικαίωμα διόδου λαμβάνοντας υπ' όψιν τη δημιουργία της ελάχιστης δυνατής ζημιάς, οχληρίας και ταλαιπωρίας. Ο Διευθυντής αποφασίζοντας ένα δικαίωμα διόδου έχει διακριτική εξουσία να αποφασίσει πάνω σε ιδιωτικά δικαιώματα. Επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο αναθεωρώντας την απόφαση του Διευθυντή ακολουθεί τις αρχές πάνω στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο εις τη διοικητική του δικαιοδοσία κάνει δικαστικό έλεγχο πάνω σε διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις εις τον τομέα του δημοσίου δικαίου.»

Στην Kουντουρίδη Eλένη Θεοδώρου και Άλλοι ν. Xρυσήλιου Iωάννου Nικολάου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 412 υπεδείχθησαν επίσης τα ακόλουθα με αναφορά στην Aριστοτέλους Aνδρέας ν. Σωτήρη Aνδρέα X''Kυριάκου και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 100:

«Εν πάση περιπτώσει όπως έχει υποδείξει και η υπόθεση Αριστοτέλους ν. Χατζηκυριάκου (2001) 1 Α.Α.Δ. 100 ο Κανονισμός 6(2) δεν επιβάλλει υποχρέωση στο Κτηματολόγιο για τη διερεύνηση κάθε πιθανής εναλλακτικής λύσης αντ' αυτής που προτείνει το δεσπόζον ακίνητο. Πρόσθετο στοιχείο επίσης στην τότε απόφαση του Κτηματολογίου ήταν και το ότι η εφεσείουσα 3, συνιδιοκτήτρια και σύζυγος του εφεσείοντα 4, δεν είχε προσυπογράψει την προταθείσα λύση του Τεκμ. «33».

 

          Στη βάση της ως άνω νομολογίας, διαπιστώνεται, κατά πρώτον, το αβάσιμο της αιτιολογικής βάσης του πρώτου λόγου έφεσης, ότι η εφεσίβλητη μπορούσε να εξασφαλίσει δίοδο, από αναφερόμενο τεμάχιο, με τη διαμόρφωση κατάλληλου χώρου μέσω αυτού, «όσο επώδυνο και δαπανηρό και να είναι». Τέτοια θέση δεν μπορεί να συνάδει με τη, νομολογιακά καθιερωμένη, αρχή περί επιλογής, λαμβάνοντας υπόψη τη δημιουργία της ελάχιστης δυνατής ζημιάς, οχληρίας και ταλαιπωρίας.

 

          Κατά δεύτερο, φυσικά, ως διαπιστώνεται από την πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με λεπτομέρεια και επάρκεια, πραγματεύτηκε το θέμα, με αναφορά και στην αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, στην οποία τέθηκαν οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκαν εναλλακτικές λύσεις και προτιμήθηκε η, τελικώς επιβαλλόμενη, ως προσφορότερη, λύση. Στο Παράρτημα Γ της αιτιολογημένης απόφασης του Διευθυντή, η οποία, δεόντως, κατατέθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου, εξηγείται ότι η επιλεγείσα δίοδος κρίνεται η πιο κατάλληλη, επειδή «Α. Προκαλείται η μικρότερη δυνατή ζημιά, οχληρία και ταλαιπωρία. Ο πύργος, στον οποίο βρίσκεται το ντεπόζιτο και ο ηλιακός θερμοσίφωνας, θα μετακινηθεί με έξοδα της αιτήτριας καθότι εμποδίζει την λειτουργία της διόδου. Β. είναι η μόνη διέξοδος προς το δημόσιο δρόμο καθότι οποιαδήποτε άλλη επιλογή όπως η εισήγηση των ιδιοκτητών του προτεινόμενου δουλεύοντος ακινήτου για παραχώρηση διόδου από την ταράτσα του τεμαχίου 927 είναι ανεπαρκής, δύσκολη αλλά και επικίνδυνη (δείτε σχεδιαγράμματα με ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ ΄΄Γ1-Γ2΄΄). Γ. Μεγάλο μέρος της προτεινόμενης διόδου είναι διαμορφωμένο με πλατύσκαλα και χρησιμοποιείται από τους ιδιοκτήτες του τεμαχίου 1051 για να εισέρχονται στην ανώγεια κατοικία τους.»

 

Είναι χρήσιμο, περαιτέρω, να τεθεί ότι, μεταξύ των στοιχείων που το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε, ήταν και το ότι, στη μαρτυρία των εφεσειόντων, δεν περιέχονταν γεγονότα που να στηρίζουν τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης. Ούτε τέτοια υποστήριξη μπορούσε να δοθεί από τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα. Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εφεσιβλήθηκε από τους εφεσείοντες. Αναδείχθηκε, συναφώς, ότι πέραν της παράθεσης ισχυρισμών, όπως η ύπαρξη εναλλακτικών επιλογών, δεν υπήρχαν στοιχεία στη μαρτυρία που να δίνουν πραγματικό έρεισμα σ' αυτούς.

 

Αναφορικά με έτερο κτήμα, το οποίο αναφερόταν πρωτοδίκως, αλλά και στον πρώτο λόγο έφεσης, ως εναλλακτική επιλογή, και πάλι εύστοχα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης για την απόρριψη αυτής της επιλογής από τον Διευθυντή και τους λόγους αυτής, παρέμεινε αναντίλεκτη. Καθιστώντας, και πάλι, χωρίς πραγματικό έρεισμα τον σχετικό ισχυρισμό.

 

Όσον αφορά δε, την αιτιολογική βάση του δεύτερου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε το θέμα εξηγώντας ότι:

 

«Η παροχή δικαιώματος διόδου, δεν αποστερεί από τον ιδιοκτήτη αυτού να χρησιμοποιεί και ο ίδιος αυτό. Ως αναφέρθηκε στην ΟΔΥΣΣΕΩΣ κ.α. ν. ΠΑΠΑΔΟΥΡΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 217/12, 10/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:A391,

«Το δικαίωμα διαβάσεως, ως δουλεία που είναι, ως εκ της φύσεως της, δεν μπορεί να αφαιρεί κάθε δυνατότητα κατοχής από τον ιδιοκτήτη ή ακόμη και οιονδήποτε τρίτο ο οποίος δυνάμει ανεγνωρισμένου και νόμιμου δικαιώματος ασκεί τέτοια κατοχή ή ακόμα ασκεί δικαίωμα ελεύθερης διέλευσης απ' αυτό κατόπιν αδείας του ιδιοκτήτου του ακινήτου (δουλεύοντος) νοουμένου πάντοτε ότι η άσκηση του δικαιώματος διαβάσεως που υπάρχει προς όφελος του δεσπόζοντος δεν παρεμποδίζεται.».

Στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά στην Τσιαμαντά ν. Τσιαμαντά (1990) 1 Α.Α.Δ. 975 όπου λέχθηκε ότι:

 

«Με βάση τα άρθρα 10 και 11(1)(β) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου ΚΕΦ. 224 το δικαίωμα δουλείας δεν μπορεί να αποκτηθεί εκτός υπέρ συγκεκριμένου ακινήτου ούτε και μπορεί να συνεπάγεται ουσιαστική κατοχή της ξένης περιουσίας κατ' αποκλεισμό του ιδιοκτήτη της

...

Αυτό το οποίο καθίσταται αντιληπτό είναι ότι το δικαίωμα διόδου που παραχωρείται σε ξένη ακίνητη περιουσία δυνάμει του άρθρου 11(1)(β) δεν ισοδυναμεί με ουσιαστική κατοχή της ξένης περιουσίας, κατ' αποκλεισμό του ιδιοκτήτη της. Η Εφεσείοντες συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιούν την δίοδο και οι ίδιοι.»

 

          Είναι ορθή, τόσον η προσέγγιση, όσο και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου, χωρίς να χρειάζεται να αναλύσουμε το σημείο περαιτέρω. Το τι οι εφεσείοντες προβάλλουν ουδόλως εμποδίζει τον καθορισμό διόδου από το συγκεκριμένο κτήμα και σημείο. Αβάσιμος, συνεπώς, κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

          Αβάσιμος, επίσης, δεν μπορεί παρά να είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, αφού άλλωστε, συμπαρασύρεται από τα όσα, πιο πάνω, αναλύονται σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης. Μπορεί, όμως, παράλληλα να υποδειχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφαση του, ασχολήθηκε με κάθε ένα από τα σημεία που ηγέρθησαν από τους εφεσείοντες. Με αναφορά δε στη μαρτυρία που τέθηκε ή στην απουσία μαρτυρίας, αλλά και ανάλυση της σχετικής νομολογίας, αποφάσισε κάθε επίδικο θέμα που τέθηκε ενώπιον του. Ειδικότερα, επί του προκείμενου λόγου έφεσης, επαρκώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε την αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή, ως τέθηκε στη διαδικασία, καθώς επίσης την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε, ώστε η κατάληξη του, περί το ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και ορθή, να κρίνεται απολύτως ορθή.

 

          Κρίνουμε ότι και οι τρεις προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιους, τους απορρίπτουμε.

          Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

          Επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης, €2.400.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.

 

 

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.    

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.   

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο