ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2019)

 

 

18 Μαρτίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                                       
ΣΤΕΛΛΑ ΚΤΕΝΑ

Εφεσείουσα

και


CNP CYPRIALIFE LTD

Εφεσίβλητη

------------------------------

 

Δημήτρης Παυλίδης για Δημήτρης Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Μαρίτα Πανταζή (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 -------------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από  

                               Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 31/5/2019, με την οποία εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας/ενάγουσας και εναντίον της εφεσίβλητης/εναγομένης δια ποσό €6.239,25, επιδίκασε όμως τα έξοδα της διαδικασίας εναντίον της πρώτης και υπέρ της δεύτερης.

 

Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών η εφεσείουσα διατηρούσε από 23/11/2007 ασφάλεια ζωής με την εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία περιλαμβανόταν και ασφάλεια υγείας, όπου δικαιούτο μεταξύ άλλων ωφελημάτων, να αποζημιωθεί πλήρως για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εντός νοσοκομείου και αμοιβή χειρουργού. Στις 19/6/2011 η εφεσείουσα είχε ατύχημα, μετά από πτώση από σκάλες, σε ξενοδοχείο στην Αθήνα και την επόμενη μέρα εισήχθη σε κλινική όπου διαγνώστηκε οστικό οίδημα των σπονδυλικών σωμάτων Ο3 και Ο4 και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με σπονδυλοδεσία.  Ένεκα των πιο πάνω, η εφεσείουσα υπέστη ειδικές ζημιές ύψους €36.533,10 που αντιστοιχούσε στα έξοδα που κατέβαλε η ίδια για τη χειρουργική επέμβαση και τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της είχε υποχρέωση να της καταβάλει η εφεσίβλητη με βάση την ασφάλεια υγείας. Η εφεσίβλητη όμως απέρριψε την απαίτηση αποζημίωσης της και παράνομα ή και αντισυμβατικά ακύρωσε την ασφάλεια.  Ως εκ τούτου η εφεσείουσα μέσω της έκθεσης απαίτησης της αξίωνε από την εφεσίβλητη μεταξύ άλλων, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, ένεκα παραβίασης ή τερματισμού ή ακύρωσης της σύμβασης ασφάλισης ημερομηνίας 23/11/2007, διάταγμα με το οποίο να διατασσόταν η εφεσίβλητη να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης ή και να αποζημιώσει την εφεσείουσα για όλα τα ιατρικά και άλλα έξοδα που υπέστη ένεκα του ατυχήματος και δήλωση ότι η ακύρωση του συμβολαίου ήταν παράνομη ή και αντισυμβατική και άκυρη. 

 

Η εφεσίβλητη πρόβαλε μεταξύ άλλων στην υπεράσπιση της ότι η κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας δεν προκλήθηκε από το κατ΄ισχυρισμό ατύχημα, αλλά από προϋπάρχον της ασφάλισης πρόβλημα υγείας, το οποίο ουδέποτε αποκάλυψε στην εφεσίβλητη κατά παράβαση των όρων του ασφαλιστηρίου εγγράφου. Πρόβαλε επίσης ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε το ασφαλιστήριο έγγραφο λόγω του ότι η εφεσείουσα, κατά παράβαση του άρθρου 3, απέκρυψε ουσιώδη προϋπάρχοντα στοιχεία τα οποία εάν η εφεσίβλητη γνώριζε, δεν θα προχωρούσε στην ασφάλιση της εφεσείουσας ή δεν θα αποδεχόταν την ασφάλιση της με τις ίδιες πρόνοιες. Το ασφαλιστήριο έγγραφο νομιμοποιούσε τερματισμό σε περίπτωση απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων.  Η εφεσείουσα αρνήθηκε να παραλάβει επιταγή της εφεσίβλητης για ποσό €6.239,25, ποσό το οποίο αντιπροσώπευε την αξία του ασφαλιστηρίου ένεκα του τερματισμού. 

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά της εφεσείουσας παρουσίασε δύο μάρτυρες, την ίδια την εφεσείουσα (ΜΕ1) και τον ΜΕ2, ορθοπεδικό χειρούργο με εξειδίκευση στη χειρουργική σπονδυλικής στήλης. Η πλευρά της εφεσίβλητης παρουσίασε τέσσερις μάρτυρες, τους ΜΥ1 και ΜΥ2, ακτινολόγους, την ΜΥ3, λειτουργό απαιτήσεων στην εφεσίβλητη και τον ΜΥ4, ορθοπεδικό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας δέχθηκε ότι πράγματι αυτή υπέστη πτώση από σκάλες σε ξενοδοχείο που διέμενε στην Αθήνα στις 19/6/2011, συνεπεία της οποίας υποβλήθηκε, δύο μέρες αργότερα, σε χειρουργική επέμβαση σπονδυλοδεσίας από τον ΜΕ2 σε συγκεκριμένη κλινική.

 

Η εφεσείουσα δεν άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο σε σχέση με το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας της. Όσον αφορά τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε για την επέμβαση το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η εφεσείουσα ναι μεν κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία για αρκετά από τα κονδύλια τα οποία διεκδικούσε, πλην όμως για το ποσό των €16.500 για φαρμακευτικά υλικά, όπως και για κάποια άλλα μικρότερα ποσά για υλικά, κατατέθηκαν μόνο τιμολόγια ελληνικών εταιρειών χωρίς αποδείξεις πληρωμής. Περαιτέρω η μαρτυρία της εφεσείουσας σε σχέση  με την πληρωμή του ποσού για ιατρικά υλικά ήταν συγκεχυμένη και ασαφής. Η εφεσείουσα κατά την αντεξέταση της επέμεινε ότι δεν απέκρυψε από την εφεσίβλητη τυχόν δισκοπάθεια κατά την αίτηση ασφάλισης, ότι δεν είχε προβλήματα σπονδύλου και ότι γενικότερα έκανε διάφορες εξετάσεις ως θέμα ρουτίνας αποφεύγοντας όμως να αναφερθεί στα πολλαπλά MRI σπονδύλου, παρά μόνο σε ακτινογραφίες, αναλύσεις αίματος και μαστογραφίες. Όταν εν τέλει υποχρεώθηκε να παραδεχθεί τις πολλαπλές εξετάσεις MRI στις οποίες είχε υποβληθεί πριν την ασφάλιση, το πρωτόδικο Δικαστήριο διάκρινε μια έντονη προσπάθεια υπεκφυγής όσον αφορά το κατά πόσο αυτές καταδείκνυαν κάποιο πρόβλημα δισκοπάθειας, και ελαχιστοποίησης των προβλημάτων που προφανώς αντιμετώπιζε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η θέση της εφεσείουσας ότι με βάση τη δική της κρίση δεν είχε πρόβλημα και εναπόκειτο στην εφεσίβλητη να την παραπέμψει για εξετάσεις πριν εγκρίνει την αίτηση της εάν είχε οποιαδήποτε αμφιβολία, παραγνώριζε παντελώς την υποχρέωση της να συμπληρώσει με κάθε ειλικρίνεια ολόκληρη την αίτηση και κυρίως το μέρος που αφορούσε το ιατρικό ιστορικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η εφεσείουσα απάντησε αρνητικά στο ερωτηματολόγιο της αίτησης για ασφάλιση, όχι μόνο για δισκοπάθεια, αλλά ακόμη και ερωτήσεις για άλλες εξετάσεις και ακτινογραφίες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2 όσον αφορά την εγχείρηση αυτήν καθεαυτήν (όχι όμως όσον αφορά το κόστος αυτής) ως επίσης τη μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ2, ΜΥ3 και ΜΥ4. Ιδιαίτερα όσον αφορά την ΜΥ3, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι επεξήγησε με σαφήνεια και λογική τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση αποζημίωσης της εφεσείουσας και τερματίστηκε το επίδικο συμβόλαιο, παραπέμποντας σε σχετικά τεκμήρια και σχετικούς όρους του συμβολαίου ενώ η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε σε οποιοδήποτε σημείο κατά την αντεξέταση. Όσον αφορά τον ΜΕ2 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι με τη μαρτυρία του επιβεβαίωσε στην ουσία ότι η εφεσείουσα έπασχε από χρόνια δισκοπάθεια, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν έχριζε χειρουργικής επέμβασης, ενώ η ίδια η εφεσείουσα επιχείρησε με κάθε τρόπο να το αρνηθεί. Υπέδειξε ακόμα ότι από τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι η εφεσείουσα έπασχε από δισκοπάθεια για αρκετά χρόνια πριν την υποβολή της αίτησης ασφάλισης στις 20/11/2007 αλλά και μετέπειτα. Τέλος, σε σχέση με τον ΜΥ4 το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι από τη μαρτυρία του προέκυψε ότι από τις διάφορες εκθέσεις για τις εξετάσεις MRI στις οποίες υποβλήθηκε η εφεσείουσα από το έτος 1996 και μετέπειτα, ότι υπήρχε εμφανής εικόνα προοδευτικής επιδείνωσης δισκοπάθειας αλλά και για τους λόγους για τους οποίους, αν το γνώριζε εξαρχής, θα συμβούλευε την εφεσίβλητη να προσθέσει στην ασφάλεια εξαίρεση για τον σπόνδυλο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέχεια στις πρόνοιες του επίδικου συμβολαίου, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά και στα ευρήματα του.

 

Εν συνεχεία, παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει την υπόθεση και κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε την υπόθεση της εναντίον της εφεσίβλητης στον απαιτούμενο βαθμό και ότι οι αξιώσεις της για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, διάταγμα εκτέλεσης της σύμβασης και δήλωση πώς η ακύρωση του συμβολαίου ήταν άκυρη, θα έπρεπε να απορριφθούν.  Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, η ενάγουσα είχε υποβληθεί σε αρκετές εξετάσεις MRI στην περιοχή του σπονδύλου τα χρόνια πριν τη σύναψη του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, από τις οποίες διαφαινόταν προοδευτική επιδείνωση προβλημάτων δισκοπάθειας, τα οποία δεν έχρηζαν χειρουργικής αντιμετώπισης. Εν τούτοις, παρά το ότι η αίτηση για ασφάλιση περιείχε ρητές ερωτήσεις για εξετάσεις και δισκοπάθεια, η ενάγουσα παρέλειψε να τα αποκαλύψει και απάντησε σε όλα αρνητικά. Η δε εναγομένη, μέσω της μαρτυρίας των Μ.Υ 3 και 4, κατέδειξε ότι εάν γνώριζε για τα προβλήματα αυτά, η απόφαση για έγκριση της αίτησης για ασφάλιση της ενάγουσας με τους συγκεκριμένους όρους θα ήταν διαφορετική. Όπως καταγράφεται στη σελίδα 12 πιο πάνω, το ασφαλιστήριο έγγραφο παρέχει ρητά δικαίωμα στην εναγομένη για τερματισμό του συμβολαίου εάν διαπιστώσει απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών ή γεγονότων που ο ασφαλισμένος γνώριζε, όπου η απόκρυψη είναι τέτοια που αν η ασφαλιστική εταιρεία γνώριζε την ύπαρξη τέτοιων πληροφοριών, δεν θα προχωρούσε στην ασφάλιση ή δεν θα την αποδεχόταν με τους ίδιους όρους. Η μη αποκάλυψη τους αποτελεί παραβίαση της υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των σχετικών γεγονότων, η οποία κατέστησε τη σύμβαση ακυρώσιμη. Συνεπώς η εναγομένη είχε το δικαίωμα να απορρίψει την απαίτηση και να ακυρώσει την επίδικη συμφωνία ασφάλισης όπως και έπραξε.

 

Mε βάση τον όρο 3, αυτό που δικαιούται η ενάγουσα είναι την επιστροφή των ασφαλίστρων που έχουν πληρωθεί. Δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της ενάγουσας ότι το ποσό των €6.239,29 που επιχείρησε η εναγομένη να της καταβάλει με επιταγή αλλά αυτή δεν αποδέχθηκε, είναι ορθό. Συνεπώς, θεωρώ ότι η ενάγουσα δικαιούται μόνο στην επιστροφή του εν λόγω ποσού, στη βάση της αξίωσης υπό 19Δ της έκθεσης απαίτησης για «οποιαδήποτε άλλη πάρα πέρα θεραπεία την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και/ή δίκαιη και/ή  κατάλληλη υπό τις περιστάσεις». Σημειώνω, συναφώς, ότι στην υπόθεση Γεώργιου Π. Γεωργιάδη ως Διαχειριστή της Περιουσίας της Αποβιωσάσης Λίνας Ανδρέου Πούλλου ν. Alpha Ασφαλιστική Λτδ, πιο πάνω, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν θα αναμένετο από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε στην ασφαλιστική εταιρεία δικαίωμα ακύρωσης του ασφαλιστηρίου, θα έπρεπε ταυτόχρονα να διατάξει και την επιστροφή των ασφαλίστρων που κατέβαλε η αποβιώσασα, πλην όμως ο εφεσείων με την αγωγή του δεν αξίωσε τέτοια θεραπεία, η εφεσίβλητη τού τα είχε προσφέρει και δεν τα δέχθηκε και αποτέλεσε δεδηλωμένη θέση της εφεσίβλητης ότι τα πληρωθέντα ασφάλιστρα, αφαιρουμένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ως αποτέλεσμα της αγωγής και της έφεσης, είναι στη διάθεση του. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει τέτοια δήλωση και θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις όπως διαταχθεί η επιστροφή της αξίας των ασφαλίστρων στο  πλαίσιο της παρούσας, στη βάση της αξίωσης 19Δ που έχει προαναφερθεί, ενώ τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν προς όφελος της εναγομένης εφόσον είχε προσφέρει το εν λόγω ποσό εξαρχής και η ενάγουσα δεν το είχε αποδεχθεί.»

 

Για σκοπούς πληρότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του θέματος των αποζημιώσεων που θα επιδίκαζε σε περίπτωση που είχαν γίνει αποδεκτοί οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί της εφεσείουσας.

 

Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Καταλήγοντας, επισημαίνω ότι σε καμία περίπτωση δεν παραγνωρίζω ότι η σπονδυλοδεσία δεν διενεργήθηκε λόγω των προυπαρχόντων προβλημάτων δισκοπάθειας της ενάγουσας, αλλά λόγω τραυμάτων από την πτώση από σκάλες στο ξενοδοχείο στην Αθήνα. Εν τούτοις, το γεγονός παραμένει πως η εναγομένη είχε δικαίωμα, με βάση ρητούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, να απορρίψει οποιαδήποτε απαίτηση και να τερματίσει το συμβόλαιο, όχι λόγω του ότι η συγκεκριμένη απαίτηση αφορά άμεσα προϋπάρχοντα προβλήματα υγείας που δεν αποκαλύφθηκαν, αλλά λόγω του ότι διαφάνηκε ότι η ενάγουσα είχε αποκρύψει ουσιώδεις πληροφορίες σε σχέση με το ιατρικό της ιστορικό, οι οποίες είναι τέτοιας φύσης που εάν η εναγομένη τις γνώριζε δεν θα την αποδεχόταν με τους ίδιους όρους. Συγκεκριμένα, η εναγομένη ανακάλυψε μετά από διερεύνηση της απαίτησης, ότι η ενάγουσα είχε υποβληθεί σε αριθμό εξετάσεων μαγνητικού τομογράφου πριν από την αίτηση για ασφάλιση, οι οποίες έδειχναν εξελισσόμενη δισκοπάθεια σε πολλαπλά επίπεδα της σπονδυλικής στήλης, την οποία αν γνώριζε η εναγομένη θα προσέθετε εξαίρεση για τον σπόνδυλο.

Συμπερασματικά όλων των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγομένης για το ποσό των €6.239,25. Όσον αφορά τα έξοδα, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσό απεστάλη στην ενάγουσα αττό την εναγομένη με επιταγή πριν την καταχώριση της παρούσας αγωγής και η ενάγουσα δεν το αποδέχθηκε, ενώ οι αξιώσεις της ενάγουσας για αποζημιώσεις, δηλώσεις και διατάγματα έχουν απορριφθεί, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εναγομένης και εναντίον της ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.»

 

Η πλευρά της εφεσείουσας προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με ένα λόγο έφεσης ο οποίος αφορά τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας. Συγκεκριμένα προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ή και αποφάσισε όπως τα έξοδα της αγωγής επιδικαστούν υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας παρά την έκδοση απόφασης υπέρ της τελευταίας. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ή και αποφάσισε ότι παρά την επιτυχία της αγωγής της εφεσείουσας στην αξίωση 19Δ της έκθεσης απαίτησης, τα έξοδα θα έπρεπε να επιδικαστούν προς όφελος της εφεσίβλητης με τη δικαιολογία ότι το ποσό αυτό είχε προσφερθεί εξαρχής και δεν το είχε αποδεχθεί η εφεσείουσα, ποσό το οποίο της προσφέρθηκε ως επιστροφή ασφαλίστρων μετά τον επίδικο τερματισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι η πιο πάνω απόφαση αναφορικά με τα έξοδα είναι αποτέλεσμα λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο παρέκκλινε από το γενικό και καθιερωμένο νομολογιακό κανόνα που ορίζει ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Αποτελεί επίσης θέση της ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ενώ επίσης πάσχει λόγω απουσίας επαρκούς λόγου και οποιασδήποτε αιτιολόγησης. Υποστηρίζεται ακόμη από πλευράς εφεσείουσας ότι το ποσό των €6.239,25, προσφέρθηκε από την εφεσίβλητη στις 26/9/2011 βάση του τότε, κατ΄ ισχυρισμό της εφεσίβλητης, νόμιμου τερματισμού του ασφαλιστικού συμβολαίου της, η νομιμότητα του οποίου αμφσιβητήθηκε από την εφεσείουσα τόσο κατά το χρόνο τέλεσης του τερματισμού όσο και αργότερα με την καταχώρηση της αγωγής. Τυχόν αποδοχή του πιο πάνω ποσού κατά τον τερματισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα, θα σήμαινε αυτόματα και την αποδοχή της νομιμότητας του τερματισμού και δήλωση της ότι δεν θα είχε οποιαδήποτε άλλη απαίτηση από την εφεσίβλητη. Γι΄αυτό και η εφεσείουσα απέστειλε επιστολή προς την εφεσίβλητη επισυνάπτοντας τη σχετική επιταγή για το ποσό των €6.239,25 που της δόθηκε αναφέροντας ότι δεν αποδέχεται κάτι τέτοιο. Πέραν των πιο πάνω η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι με την αγωγή της και ειδικότερα με το αιτητικό Β της έκθεσης απαίτησης της ζητούσε όπως η εφεσίβλητη διαταχθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκτελέσει της συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της ένεκα του ατυχήματος που επεσυνέβη στις 19/6/2011 λόγω πτώσης της από σκάλες ξενοδοχείου στην Αθήνα και επομένως τυχόν αποδοχή του ποσού των €6.239,25 και κατά συνέπεια, αποδοχής του τερματισμού της σύμβασης ασφάλισης, ενδεχομένως να επηρέαζε τη μετέπειτα πιο πάνω απαίτηση της ως η αγωγή και ειδικότερα το αιτητικό Β της έκθεσης απαίτησης της.

 

Τέλος, είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το ποσό των €6.293,25 της προσφέρθηκε πριν από την καταχώρηση της αγωγής και επομένως δεν αποτελεί εσωγενή παράγοντα της δίκης και άρα πάσχει και γ΄αυτό το λόγο η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αναφορικά με την επιδίκαση των εξόδων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960:

«Τα έξοδα οιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας ή τα σχετιζόμενα προς αυτήν, ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται υπό οιουδήποτε εκάστοτε ισχύοντος νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, θα τελούν υπό τη διακριτικήν εξουσία τoυ δικαστηρίoυ και τo δικαστήριov θα έχη πλήρη εξoυσίαv να αποφασίζει υπό τίνος και κατά τίνα έκτασιν τα τοιαύτα έξοδα θα πληρωθώσι.»

 

Επομένως η εξουσία του Δικαστηρίου να επιδικάζει έξοδα πηγάζει από την εν λόγω νομοθετική διάταξη και είναι διακριτική. Ως διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, αυτή ασκείται δικαστικά και με βάση καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. (βλ. Ματθαίου ν. Πασιουρτίδης, Πολ. Έφ. 325/2018 ημερ. 15/11/2024)

 

 

Στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ειδικότερα στο Μέρος 39 που αφορά τα έξοδα, επιβεβαιώνεται η από τον νόμο διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Στο Μέρος 39.2 αναφέρονται οι παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας με τον γενικό κανόνα να προνοεί:

 

«39.2 (1) Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται ή πρέπει να εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας.».

 

Στην παράγραφο (2) του Μέρους 39.2 αναφέρεται ότι όταν το Δικαστήριο αποφασίζει ποια διαταγή θα εκδώσει (αν θα εκδώσει) αναφορικά με έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων η οποία καθορίζεται στο Μέρος 39.2 (3) ότι περιλαμβάνει:

 

«(α) συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και ειδικότερα τον βαθμό στον οποίο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο·

(β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα·

(γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα· και

(δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτησή του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτησή του.»

           

Η νομολογία αναφορικά με την επιδίκαση εξόδων ως ίσχυε και με τους προηγούμενους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι στο σημείο αυτό ταυτίζονται και με τις πρόνοιες στους νέους θεσμούς είναι πλούσια (Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 630Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1833Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12  και  Χρυσοστόμου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ, (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2221).  Σύμφωνα με αυτήν έχει καθιερωθεί ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του, εκτός αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν το αντίθετο.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας M.C. Michael Developments Ltd v. Καΐλής Πολ. Έφ. 195/2019 σχ. με την 262/2019 ημερ. 10/1/2025 υποδείξαμε ότι:

 

«Όπως προαναφέραμε η διακριτική ευχέρεια που υπάρχει ασκείται δικαστικά.  Τούτο εξυπακούει ότι όπου θα υπάρχει απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, θα πρέπει να παρατίθεται η σχετική αιτιολογία.

....................................

Θα πρέπει να εξειδικεύονται οι επικλιθείσες περιστάσεις και να γίνεται εξισορρόπηση αυτών με τους λοιπούς παράγοντες της δίκης που συνέτειναν στην δημιουργία των εξόδων της υπόθεσης.  Έτσι επιτυγχάνεται η διαφάνεια, εξαλείφεται η καχυποψία περί αυθαιρεσίας και καθίσταται δυνατός ο εφετειακός έλεγχος.»

 

Στην υπόθεση Μαυρονικόλα v. Ξάνθου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1366, επιβεβαιώθηκαν οι νομολογιακές αρχές επί του θέματος και λέχθηκαν τα ακολούθα:

 

«Το θέμα των εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα. Ο κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία επέλυσε οριστικά το ζήτημα της παρακοής στο διάταγμα του Δικαστηρίου που τέθηκε με την αίτηση του εφεσίβλητου (βλ. Δημοκρατία v. Milouca Motor Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 630). Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα (βλ. Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.ά (2004) 1 Α.Α.Δ. 1833, Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12 και Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2221).»

 

Στην υπόθεση Θρασυβούλου (ανωτέρω) το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον της εφεσείουσας για την καταβολή μεσιτικής προμήθειας εναντίον της εφεσείουσας, καθ' ότι έκρινε την προσαχθείσα μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης, ως αναξιόπιστη. Παρόλα ταύτα, δεν επιδίκασε τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας αναφέροντας απλώς, «Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, δεν εκδίδω διαταγή για τα έξοδα»

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πιο πάνω διαταγή και επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας ανέφερε τα εξής:

 

«Είναι θεμελιωμένο ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του και εύλογο να τα επωμίζεται ο αποτυχών διάδικος, η αδικαιολόγητη προσφυγή του οποίου στο Δικαστήριο (όπως τεκμηριώνεται από το αποτέλεσμα) αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Κλασσικό παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα αποτελεί η περίπτωση επιτυχόντα διαδίκου ο οποίος συμβάλλει με το χειρισμό της υπόθεσής του στην αύξηση των εξόδων της δίκης· σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται ο μετριασμός της εφαρμογής του κανόνα (τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα) και η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ώστε να αντανακλάται η συμβολή του επιτυχόντα διαδίκου στη διόγκωση των εξόδων. Δεν είναι όμως παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο Όπως τονίστηκε στη Georghios Ε. Glykys vIoannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220, η επίδειξη καλής προαίρεσης (kindness) από το δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο προς μετριασμό αισθημάτων πικρίας του αποτυχόντα διαδίκου, δε συνιστά δικαστική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.»

 

Τέλος, στην υπόθεση See You Travel Limited v. Χριστοφόρου Πολ. Έφεση 118/2014 ημερ.28.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A129, ECLI:CY:AD:2022:A129 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως είχαμε την ευκαιρία να υπομνήσουμε στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Ανδρέου, ΠΕ 229/2014, ημερ. 19.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:A17, ECLI:CY:AD:2022:A17:

 

«Η επιδίκαση εξόδων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η εξουσία του οποίου θα πρέπει να ασκείται δικαστικά. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός εάν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής. Τούτο διότι θεωρείται ασύννομο ο δικαιωθείς διάδικος, στην προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων του, να επωμίζεται τα έξοδα. Βεβαίως, το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι ο μόνος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Θα πρέπει να συνεκτιμάται το όλο πλαίσιο των δεδομένων, μεταξύ των οποίων διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο η διαγωγή της αντίδικης πλευράς και η τυχόν πρόκληση αδικαιολόγητων εξόδων εκ μέρους της.»

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω αρχών και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του εναγόμενου - Εφεσίβλητου δεν ήταν παράγοντας που θα έπρεπε να οδηγήσει στην παράκαμψη του γενικού κανόνα της επιδίκασης εξόδων εις βάρος του αποτυχόντα διάδικου, ήτοι των εναγόντων - Εφεσειόντων, ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορός τους. Ήταν η προώθηση δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους τους που υποχρέωσε τον Εφεσίβλητο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, με όλες τις συνέπειες που αυτό ενείχε ως προς την πρόκληση εξόδων για τον ίδιο.» 

 

 

          Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών όπως περιέχονται στα περιγράμματα αγόρευσης τους.

 

          Η πρώτη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση από το Δικαστήριο γιατί προέβηκε στην προσβαλλόμενη διαταγή για έξοδα, και δεν συμφωνούμε με την αντίθετη εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα πως έχοντας υπόψη ότι το πιο πάνω ποσό απεστάληκε στην εφεσείουσα από την εφεσίβλητη με επιταγή πριν την καταχώρηση της αγωγής και η εφεσείουσα δεν το αποδέκτηκε, ενώ οι αξιώσεις της για αποζημιώσεις, δηλώσεις και διατάγματα απορρίφθηκαν, δικαιολογείτο η έκδοση διαταγής για τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων.

 

          Η δεύτερη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δεν έλαβε υπόψη του εξωγενή παράγοντα και δεν συμφωνούμε με τη σχετική εισήγηση της πλευράς της εφεσείουσας. Αντίθετα, ο παράγοντας που έλαβε υπόψη ήταν εσωγενής αφού το ζήτημα του τερματισμού του ασφαλιστηρίου εγγράφου σε περίπτωση απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, ο τερματισμός του ασφαλιστηρίου εγγράφου εκ μέρους της εφεσίβλητης και η αποστολή της επιταγής προς την εφεσείουσα δια ποσό €6.239,25 το οποίο αντιπροσώπευε την αξία του ασφαλιστηρίου ένεκα του τερματισμού αλλά και η άρνηση της εφεσείουσας να παραλάβει την επιταγή και να προχωρήσει στην καταχώρηση σε λίγες μέρες της αγωγής, προβλήθηκαν από την εφεσίβλητη μέσω της υπεράσπισης της και υποστηρίχθηκαν μέσω της ένορκης μαρτυρίας της ΜΥ3. 

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία την οποία παραθέτουμε πιο πάνω και ιδιαίτερα την Θρασυβούλου (ανωτέρω), η δικονομική συμπεριφορά των μερών μπορεί να τους αποστερήσει μέρος  ή το σύνολο των εξόδων. Όπως επίσης λέχθηκε στην Αρέστη ν. Λαδόκονου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646 δικαιολογείται απόκλιση από τον κανόνα εφόσον, συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στην γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης ή μέρους των (βλ. επίσης Παπαπόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 634, Alam ν. Toυμαζίδη (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 968). Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα, ως είχε δικαίωμα βέβαια, επέμενε μέχρι τέλους ότι λανθασμένα ακυρώθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο της ως επίσης δικαιούτο σε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, δηλώσεις και διατάγματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του δικαίωσε πλήρως την εφεσίβλητη αποφασίζοντας ότι ορθά αυτή προχώρησε στον τερματισμό του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως επίσης ορθά προσέφερε στην εφεσείουσα το ποσό που αναλογούσε στην αξία του ασφαλιστικού συμβολαίου μετά τον τερματισμό του. Η εφεσείουσα δεν δέχθηκε τον τερματισμό του συμβολαίου, επέστρεψε το ποσό το οποίο της είχε αποσταλεί και προχώρησε στην καταχώρηση αγωγής. Το αποτέλεσμα όμως της αγωγής όπως αναφέρουμε πιο πάνω, δεν δικαίωσε την εφεσείουσα σε σχέση με τις επιδιώξεις της, αντίθετα, δικαίωσε την εφεσίβλητη η οποία υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η γενεσιουργός αιτία επομένως, πρόκλησης, των εξόδων της δίκης, οφείλεται ουσιαστικά στην πλευρά της εφεσείουσας. Συνακόλουθα κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων, ότι ο λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και ως τέτοιος απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1.900 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο