ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Πολιτική Έφεση Αρ.: 385/19)

 

 

18 Μαρτίου, 2025


[
ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


 ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

και

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 

 

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος

 

-----------------------------

 

Αυγουστίνος Τσάρκατζιης για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για  την Εφεσείουσα.

Νίκη Κληρίδου, για τον Εφεσίβλητο. 

 

 

-----------------------------

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

       δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή και τις αιτούμενες θεραπείες της ενάγουσας‑εφεσείουσας εναντίον του εφεσίβλητου‑εναγόμενου αναφορικά με αποζημιώσεις ένεκα ισχυριζόμενης παράβασης συμφωνίας και παράβασης των υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Ειδικότερα, η εφεσείουσα αξίωνε εναντίον του εφεσίβλητου διάφορα ποσά ως αποζημιώσεις για ελαττωματικές εργασίες, κακοτεχνίες, αγορές υλικών και πληρωμές για εργασίες που δεν εκτελέστηκαν στην οικία της, τον σχεδιασμό και την επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της οποίας, ήταν η θέση της, ανέθεσε στον εφεσίβλητο, o οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αρχιτέκτονας.

 

Βασική θέση του εφεσίβλητου τόσο στην Υπεράσπιση του όσο και κατά την ακρόαση της πρωτόδικης διαδικασίας, ήταν ότι δεν επέβλεψε τις εργασίες επειδή δεν είχε τέτοια υποχρέωση, αφού ούτε συμφώνησε με την εφεσείουσα, ούτε και του ανατέθηκε η επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της οικίας της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας επειδή η εφεσείουσα προχώρησε στην έναρξη των εργασιών για την ανέγερση της οικίας της προτού εξασφαλίσει την απαιτούμενη από τον Νόμο άδεια οικοδομής, κατά παράβαση των προνοιών του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, (εν τοις εφεξής ο «Νόμος»).

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν η άδεια οικοδομής που θα καθόριζε τους όρους για την ανέγερση της επίδικης οικίας. Η έκδοση της άδειας οικοδομής ήταν απαραίτητη επειδή θα οριοθετούσε τι θα επέβλεπε ο εφεσίβλητος και θα έθετε τους όρους με βάση τους οποίους ο εφεσίβλητος θα ήταν υποχρεωμένος να διενεργούσε τη σχετική επίβλεψη. Πριν την έκδοση της σχετικής άδειας, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε και αποφάσισε ότι το καθήκον του για την επίβλεψη των εργασιών θα άρχιζε μετά την έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής, αφού μόνο τότε θα αποκρυσταλλώνονταν οι υποχρεώσεις του για επίβλεψη την οποία συμφώνησε να αναλάβει. Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος, πριν την έκδοση άδειας οικοδομής, δεν είχε οποιοδήποτε καθήκον προς την εφεσείουσα, αφού δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε, μιας που το αντικείμενο της επίβλεψης του δεν είχε ακόμα οριοθετηθεί.

 

Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με πέντε λόγους έφεσης.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η άδεια οικοδομής θα καθόριζε τους όρους ανέγερσης της επίδικης κατοικίας και με αυτή θα τίθονταν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα ανεγειρόταν η οικία της. Ισχυρίζεται ότι αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου είναι παντελώς αυθαίρετο και αναιτιολόγητο και δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καμία μαρτυρία που να το δικαιολογεί και ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να έχει δικαστική γνώση περί αδειών οικοδομής.

 

Σχετικός είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε  ότι ο εφεσίβλητος πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε και ότι το καθήκον του για την επίβλεψη των εργασιών θα άρχιζε μετά την έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης πραγματεύεται το λανθασμένο, κατά την εφεσείουσα, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ίδια ισχυρίστηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης ότι στους όρους της συμφωνίας της με τον εφεσίβλητο περιλαμβανόταν όρος με τον οποίο ο εφεσίβλητος ανέλαβε να μην ξεκινούσαν οι εργασίες ανέγερσης της κατοικίας προτού εκδοθεί η σχετική άδεια οικοδομής.

 

Αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να μην αποδεχτεί τον ισχυρισμό του Μ.Ε. 2 ότι ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να απαιτήσει να γίνει η έναρξη των εργασιών κατασκευής στον κατάλληλο χρόνο και όχι πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής και/ή να μην επιτρέψει να αρχίσουν οι εργασίες πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής, με την αιτιολογία ότι αυτός, ο Μ.Ε.2, δεν ήταν παρών κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμφωνίας.

 

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή και την καταδίκασε στα έξοδα. Αντίθετα, όφειλε σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία, να επιδικάσει στην εφεσείουσα αποζημιώσεις τις οποίες υπολόγισε στη σελίδα 34 της εκκαλούμενης απόφασης ως €67.8475 πλέον ΦΠΑ, ποσό που απαιτείται για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών, €8.466,68 για αγορά κεραμικών και άλλων εξαρτημάτων και €1.803 για εργασίες οι οποίες δεν εκτελέστηκαν.

 

Οι συνήγοροι των μερών κατέθεσαν στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τις οποίες υιοθέτησαν στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης ενώπιον μας, με τον συνήγορο της εφεσείουσας να επικεντρώνεται στο λανθασμένο, κατά την εισήγηση του, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αρχιτέκτονας δεν είχε υποχρέωση να προχωρήσει σε επίβλεψη των εργασιών οικοδομής πριν να εκδοθεί η άδεια οικοδομής. Ήταν η θέση του ότι το εύρημα αυτό ήταν εντελώς αυθαίρετο, ουδέποτε τέθηκε τέτοια θέση ή μαρτυρία κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και είναι αντίθετο με την αξιολόγηση της εφεσείουσας ως αξιόπιστης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παρανομία της σύμβασης δεν είναι ορθή, καθ' ότι δεν υπήρχε καμία παρανομία. Ήταν η θέση του σχετικά, ότι ακόμα και αν ξεκίνησε η ανέγερση της οικοδομής πριν να εκδοθεί η σχετική άδεια οικοδομής, αυτό σε καμία περίπτωση δεν οδηγεί σε ακυρότητα όλων των επιμέρους συμβάσεων που είχαν γίνει αναφορικά με την οικοδομή.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της συνηγόρου του εφεσίβλητου, η οποία υιοθέτησε στην ολότητα της την πρωτόδικη απόφαση και ειδικά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκτέλεση της σύμβασης ενείχε παρανομία εφόσον δεν είχε εκδοθεί η άδεια οικοδομής και συνεπώς δεν μπορούσε ο εφεσίβλητος να επιβλέψει τις κατασκευαστικές εργασίες για την οικία της εφεσείουσας.

 

Όπως φαίνεται μέσα από τον φάκελο της υπόθεσης αλλά και την εκκαλούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, δόθηκε μαρτυρία κατά την ακρόαση της υπόθεσης πρωτόδικα από πέντε μάρτυρες. Τρεις για την πλευρά της εφεσείουσας και δύο για την πλευρά του εφεσίβλητου, και κατατέθηκαν επίσης διάφορα έγγραφα ως Τεκμήρια. Βασική θέση της εφεσείουσας ήταν ότι ανέθεσε στον εφεσίβλητο να προβεί στον σχεδιασμό της οικίας που ήθελε να κτίσει, να προβεί στις σχετικές μελέτες και στην επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης, αλλά και την επίβλεψη της διαδικασίας κατασκευής του έργου και όλων των εργασιών που θα γίνονταν για να ανεγερθεί η εν λόγω κατοικία, και ότι ο εφεσίβλητος κατά παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του δεν προέβαινε σε επίβλεψη των εργασιών κατασκευής και ανέγερσης του έργου αφού δεν το επισκεπτόταν, με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν κακοτεχνίες, ο εργολάβος να εγκαταλείψει το έργο και η ίδια να απευθυνθεί στο ΕΤΕΚ και να ζητήσει τον διορισμό ανεξάρτητου πραγματογνώμονα για τις κακοτεχνίες και τα προβλήματα στην οικία της.

 

Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, o οποίος είναι αρχιτέκτονας μηχανικός εγγεγραμμένος στο μητρώο αρχιτεκτόνων και μητρώο πραγματογνωμόνων του ΕΤΕΚ, κατέθεσε ως Μ.Ε.2. Ανέφερε ότι του ανατέθηκε η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης αναφορικά με κακοτεχνίες και ελλιπείς εργασίες στην κατοικία της εφεσείουσας, επισκέφθηκε σχετικά επιτόπου την εν λόγω οικία, όπου διαπίστωσε σωρεία λαθών κακοτεχνιών και πρόχειρης εργασίας με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών να χρήζει πλήρους αντικατάστασης. Συνέταξε σχετικά έκθεση πραγματογνωμοσύνης στην οποία συμπεριέλαβε αρκετές φωτογραφίες και κατέληξε στη θέση ότι ο εφεσίβλητος δεν προστάτευσε την εφεσείουσα - πελάτιδα του και γενικότερα δεν ακολούθησε την ορθή πρακτική που πρέπει να ακολουθεί ο μέσος αρχιτέκτονας για να διασφαλίσει την ποιότητα των εργασιών στο έργο.

Έθεσε επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου την πληροφόρηση του ότι η έναρξη των εργασιών στην οικοδομή έγινε πριν την έκδοση των οικοδομικών αδειών και ο εφεσίβλητος λανθασμένα επέτρεψε να ξεκινήσουν οι εργασίες ανέγερσης πριν την έκδοση των σχετικών αδειών και χωρίς εγκεκριμένα αρχιτεκτονικά σχέδια και εγκεκριμένη στατική μελέτη. Μάλιστα, μέρος της μαρτυρίας του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ότι απαγορεύεται σε έναν αρχιτέκτονα να υπογράψει σύμβαση ανάληψης εργασιών, αν για την οικοδομή την οποία αφορούν οι εργασίες δεν έχει εκδοθεί προηγουμένως άδεια οικοδομής. Σύμφωνα με την έκθεση του, με βάση τα στοιχεία τα οποία μελέτησε, δεν υπήρχε άδεια οικοδομής όταν είχαν ξεκινήσει οι εργασίες ανέγερσης της οικίας, οι οποίες ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2007, ενώ η σχετική άδεια οικοδομής εκδόθηκε από τον Δήμο Αγίου Δομετίου στις 16.1.2008 και είχε ισχύ μέχρι τις 17.4.2010. Ο εργολάβος είχε εν τω μεταξύ, και συγκεκριμένα στις 7.12.2007, εγκαταλείψει το έργο. Ήταν επίσης η θέση του εν λόγω μάρτυρα ότι ο κατασκευαστής, δηλαδή η εργοληπτική εταιρεία που είχε αναλάβει την εκτέλεση των εργασιών, δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη, αφού στις 18.7.2008 υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο έντυπο τελικής παραλαβής της οικίας, με το οποίο ο κατασκευαστής απαλλάχθηκε από οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με κακοτεχνίες.

 

Ο τρίτος μάρτυρας για την πλευρά της εφεσείουσας ήταν επιμετρητής ποσοτήτων εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ, ο οποίος επίσης ετοίμασε έκθεση με βάση τα πορίσματα του Μ.Ε.2, o οποίος είχε διοριστεί επίσης από το ΕΤΕΚ και ο ίδιος επισήμανε διάφορες κακοτεχνίες στην κατοικία της εφεσείουσας. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέληξε στο κόστος που απαιτείται για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών και δεν αντεξετάστηκε.

 

Ο εφεσίβλητος δέχτηκε ότι συμφώνησε με την εφεσείουσα να της παρέχει τις υπηρεσίες του για ανέγερση της οικίας της, η οποία περιλάμβανε ετοιμασία προσχεδίων, τελικών σχεδίων και στατική μελέτη του έργου για σκοπούς εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής και ότι οι εργασίες αυτές του είχαν ανατεθεί τμηματικά. Δεν περιλαμβανόταν όρος για την επίβλεψη της κατασκευής του έργου και ισχυρίστηκε ότι προσέφερε τις υπηρεσίες που του ανατέθηκαν επιδεικνύοντας τη μέγιστη επιμέλεια και γι' αυτό και εκδόθηκαν και οι σχετικές άδειες, πολεοδομική και οικοδομής, από τις αρμόδιες αρχές. Ουδέποτε του ανατέθηκε η επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της κατοικίας, ούτε και συμφώνησε ή έλαβε οποιαδήποτε αμοιβή για αυτές, δεν είχε καμία ανάμειξη στην ανέγερση της κατοικίας και ουδέποτε υπέγραψε οποιοδήποτε διατακτικό για την πληρωμή οποιουδήποτε για την ανέγερση της επίδικης οικοδομής.

 

Είπε επίσης ότι όταν η κατασκευή έφτασε στο τέλος, μετά από επίμονες παρακλήσεις της εφεσείουσας, υπέγραψε έκθεση κακοτεχνιών και παραλείψεων, η οποία είχε ετοιμαστεί από την ίδια την εφεσείουσα και τυπώθηκε σε δικό του επιστολόχαρτο, για να τη βοηθήσει και να δικαιωθεί για τις παραλείψεις και τις αμέλειες που υπέδειξε ο εργολάβος κατά την κατασκευή της κατοικίας, παρά το ότι o ίδιος δεν ήταν επιβλέπων των εργασιών ανέγερσης της εν λόγω κατοικίας.

Μαρτυρία δόθηκε επίσης από υπάλληλο του εφεσίβλητου, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε ανέλαβε, ούτε και έκανε επίβλεψη στην οικία της ενάγουσας, ούτε εξουσιοδοτήθηκε ή πληρώθηκε για τη διενέργεια επίβλεψης.

 

Όπως φαίνεται μέσα από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την αξιολόγηση μαρτύρων και εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, αποδέχτηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας ότι συμφώνησε με τον εφεσίβλητο να αναλάβει τον σχεδιασμό αλλά και την επίβλεψη των εργασιών για την ανέγερση της οικίας της, ισχυρισμός o οποίος επιβεβαιώθηκε και από την έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στηρίζοντας το εύρημα του αυτό στο γεγονός ότι υπήρχε γραπτή μαρτυρία ενώπιον του ότι στο μέρος της αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής από τον Δήμο Αγίου Δομετίου, ο εφεσίβλητος έθεσε την υπογραφή, τη σφραγίδα, το όνομα και τον αριθμό μητρώου του στο ΕΤΕΚ, δύο φορές, ως αρχιτέκτονας και ως πολιτικός μηχανικός. Σχολίασε μάλιστα το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε ότι υπέγραψε το εν λόγω Τεκμήριο, αλλά ισχυρίστηκε ότι έθεσε την υπογραφή του για τυπικούς μόνο λόγους, απέρριψε τη μαρτυρία του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε όμως τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι στους όρους συμφωνίας της με τον εφεσίβλητο περιλαμβανόταν όρος με τον οποίο ο εφεσίβλητος ανέλαβε να μην ξεκινούσαν οι εργασίες ανέγερσης της κατοικίας της προτού εκδοθεί η σχετική άδεια οικοδομής, ούτε και ότι παρέλειψε να την ενημερώσει ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει στην έναρξη των εργασιών πριν να εκδοθεί η άδεια οικοδομής, θεωρώντας ότι η υποχρέωση αυτή προκύπτει από τον Νόμο και η εφεσείουσα όφειλε να τη γνωρίζει.

 

Στις ίδιες γραμμές ήταν και η αξιολόγηση του Μ.Ε.2, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως ανεξάρτητο και αποδέχτηκε όλα όσα ανάφερε αναφορικά με τις παρατηρήσεις του σε σχέση με την κατάσταση της οικίας της εφεσείουσας, όταν την επισκέφθηκε, αλλά και για τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που έχει ένας αρχιτέκτονας έναντι του πελάτη του.

Δέχτηκε επίσης τους ισχυρισμούς του ότι υπήρξε πλημμελής εκτέλεση εργασιών στην οικία της εφεσείουσας και ύπαρξη κακοτεχνιών. Δεν δέχτηκε όμως το μέρος της μαρτυρίας του ότι ο εφεσίβλητος επέτρεψε στην εφεσείουσα να ξεκινήσουν οι εργασίες ανέγερσης πριν την έκδοση των σχετικών αδειών.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η μαρτυρία του Μ.Ε.3 παρέμεινε αναντίλεκτη και το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δέχτηκε αναφορικά με τις ζημιές στην κατοικία της εφεσείουσας και το ποσό που χρειάζεται για την αποκατάσταση τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι ουδέποτε ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της κατοικίας της εφεσείουσας, αφού έκρινε ότι οι θέσεις του αυτές καταρρίπτονται από γραπτή μαρτυρία που έχει τεθεί. Δεν δέχτηκε την εξήγηση που δόθηκε από τον ίδιο για την υπογραφή του στη θέση αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού στα έγγραφα που χρειάζονταν να υποβληθούν στο Δήμο Αγίου Δομετίου για έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής. 

Εφαρμόζοντας τη νομολογία σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από το να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενο του, σχετικές είναι οι αποφάσεις Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004 και Χατζηστυλλή v. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 989, έκρινε ότι ούτε ο ισχυρισμός του ότι υπέγραψε τυπικά ως πολιτικός μηχανικός την αίτηση ευσταθεί, αλλά ούτε και ο ισχυρισμός του ότι τις παρατηρήσεις των κακοτεχνιών μετέφερε απλά σε δικό του επιστολόχαρτο μετά που του το ζήτησε η εφεσείουσα, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 αναφορικά με τη θέση της ότι το γραφείο στο οποίο εργοδοτείται ουδέποτε ανέλαβε την επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της κατοικίας της εφεσείουσας, ως αντίθετη με τη μαρτυρία της εφεσείουσας την οποία είχε αποδεχτεί και για τους λόγους που αφορούν την απόρριψη αυτού του μέρους της μαρτυρίας του εφεσίβλητου ως αναφέρονται ανωτέρω.

Η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι παρά τα πιο πάνω, το γεγονός ότι η εφεσείουσα προχώρησε στην έναρξη των εργασιών για την ανέγερση της οικίας της προτού εξασφαλίσει την απαιτούμενη από τον Νόμο άδεια οικοδομής, κατά παράβαση του Νόμου, δεν ενεργοποίησε το καθήκον του εφεσίβλητου για την επίβλεψη των εργασιών, που ήταν, ως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λογικά αναμενόμενο ότι θα άρχιζε μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής.  

 

Είναι ορθή η παρατήρηση του συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι ο ισχυρισμός για την παρανομία κατά την έναρξη των εργασιών δεν ήταν δικογραφημένος και ότι το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, και κατά την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας χωρίς να έχει ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία, έκρινε και αποφάσισε.

 

Προβάλλει επίσης προς επίρρωση της θέσης του ο συνήγορος της εφεσείουσας, το γεγονός ότι η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου περιορίστηκε στο ότι δεν είχε υποχρέωση επίβλεψης, αφού δεν συμφώνησε και δεν του ανατέθηκε η επίβλεψη των εργασιών. Εφόσον στην αξιολόγηση του το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και αποδέχτηκε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας και προέβηκε σε εύρημα ότι η εφεσείουσα είχε αναθέσει στον εφεσίβλητο την επίβλεψη των εργασιών κατασκευής της κατοικίας της και ο εφεσίβλητος ανέλαβε και συμφώνησε και του είχε ανατεθεί η επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της οικοδομής, το εύρημα του ότι η άδεια οικοδομής θα καθόριζε τους τεχνικούς όρους και τις προδιαγραφές των εργασιών στη βάση των οποίων θα γινόταν η επίβλεψη και ότι χωρίς την έκδοση της δεν ξεκίνησε το εν λόγω καθήκον, προβάλλει αυθαίρετο, εφόσον δεν υπήρχε καμία μαρτυρία ενώπιον του για το θέμα αυτό.

 

Έχει δίκαιο ο δικηγόρος της εφεσείουσας ότι τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής και των αξιώσεων της εφεσείουσας για θέμα που δεν περιλαμβανόταν στα δικόγραφα και μάλιστα όντως δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον εφεσίβλητο η θέση ότι χωρίς την έκδοση της άδειας οικοδομής δεν θα μπορούσε να οριοθετηθεί το καθήκον του για επίβλεψη των εργασιών.

Παραμένει όμως το γεγονός ότι οι εργασίες για την εν λόγω οικοδομή άρχισαν και συνέχισαν, μέχρι που η εργοληπτική εταιρεία εγκατέλειψε το έργο, χωρίς να υπάρχει άδεια οικοδομής.

 

Το άρθρο 3(1)(β) του Κεφ. 96 προνοεί ότι κανένα πρόσωπο δεν δύναται να αναγείρει οικοδομή χωρίς άδεια, η οποία λαμβάνεται προηγουμένως από την αρμόδια αρχή. Σύμφωνα με τον Νόμο, η παραβίαση του άρθρου αυτού αποτελεί ποινικό αδίκημα και πρόσωπο το οποίο διαπράττει το εν λόγω αδίκημα υπόκειται σε χρηματική ποινή ή/και σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους σε περίπτωση πρώτης καταδίκης ή μέχρι δύο χρόνια σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης και/ή σε πρόστιμο. Υπάρχει επίσης η ευχέρεια έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης του παράνομου υποστατικού εντός σχετικού χρονικού διαστήματος, εκτός εάν στο μεταξύ ληφθεί άδεια από την αρμόδια αρχή.

 

Επιπλέον, υπάρχει η εξουσία του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ποινική ευθύνη, να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο σε ιδιοκτήτη, σε μελετητή  ή στον επιβλέποντα μηχανικό του έργου.

 

Το άρθρο 29 του Νόμου με πλαγιότιτλο «Αστική ευθύνη», αναφέρει ότι η παράβαση υποχρέωσης που επιβάλλεται από τον εν λόγω Νόμο αποτελεί αστικό αδίκημα έναντι οποιουδήποτε προσώπου μπορεί να υποστεί ζημιά από την παράβαση της υποχρέωσης αυτής, η οποία δεν μπορεί να περιοριστεί ή να αποκλειστεί με οποιοδήποτε συμβατικό όρο με οποιαδήποτε ειδοποίηση ή με οποιαδήποτε άλλη πρόνοια.

 

Επομένως το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσο η παρανομία που φαίνεται ότι διαπράχθηκε με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, (υπενθυμίζουμε ότι αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι, μέχρι την ημερομηνία που η εργοληπτική εταιρεία εγκατέλειψε το έργο δεν είχε εκδοθεί η άδεια οικοδομής, αντίθετα αυτή εκδόθηκε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα 16.1.2008 και είχε ισχύ μέχρι 17.4.2010), συμπαρασύρει σε ακυρότητα λόγω της παρανομίας τις επιμέρους συμβάσεις που συνομολογήθηκαν για το έργο. Επίσης πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούται σε θεραπεία με το δεδομένο ότι όφειλε, ως εκ του Νόμου, να γνωρίζει την ανάγκη έκδοσης άδειας οικοδομής προτού προχωρήσουν οι οικοδομικές εργασίες στην οικία της.  

Παραπέμπουμε σχετικά με το θέμα αυτό στην απόφαση μας MEA IOANNOU PROPERTIES LIMITED κ.ά. v. OLGA VASILYEVA, Πολιτική Έφεση Αρ.: 429/19, ημερ. 11.7.2024, όπου αναφορικά με το θέμα της παρανομίας σύμβασης αναφέρουμε τα εξής:

«Απομένει η εξέταση του μοναδικού λόγου αντέφεσης, o οποίος έχει καταγραφεί πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά αποφάσισε ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση δεν δικαιούται την επιστροφή του συνολικού ποσού των €343.450 το οποίο είχε καταβάλει στην εναγόμενη 1 δυνάμει συμφωνιών για την εκτέλεση οικοδομικών έργων. Αντίθετα, την απέρριψε μερικώς με το αιτιολογικό ότι ανέθεσε παρανόμως την εκτέλεση οικοδομικών έργων στην εναγόμενη 1, η οποία δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 63‑67 της απόφασης του, παραθέτει νομολογία όπως και πρόνοιες του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων 2001 και 2004 όπως ίσχυε τότε και δη το άρθρο 25 του εν λόγω νόμου. Αφού αναφέρει ότι το θέμα παρανομίας μιας σύμβασης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο εφόσον προέκυψε από τη μαρτυρία και παρά το γεγονός ότι δεν εγείρεται στη δικογραφία, και σχετικά παραθέτει τις αποφάσεις Ιωάννου και άλλοι v. Μουσκάλλη και άλλοι (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1595, και στην Ayia Napa Nissi Ltd και άλλοι v. Παπαμιχαήλ (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 549 και Χρίστου v. S. D. Clinic Co Ltd (2000) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2039 και Πισιάρας και άλλοι v. Μιχαηλίδη και άλλοι (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 817 και καταλήγει στη σελίδα 67 της απόφασης του ως ακολούθως:


«Συνεπώς όσο παράνομη ήταν η ΜΕΑ στην ανάληψη του κατασκευαστικού έργου, άλλο τόσο παράνομη ήταν και η ενάγουσα να της το αναθέσει. Χρήματα τα οποία πληρώθηκαν στη βάση παράνομης σύμβασης, δεν μπορούν να ανακτηθούν όταν οι συμβαλλόμενοι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό... »

 

Είναι σαφές δηλαδή από την κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι θεώρησε την εφεσείουσα στην αντέφεση και τους εναγόμενους-εφεσίβλητους ότι ευθύνονται στον ίδιο βαθμό. Γι' αυτό και αποφάσισε να μην αποδώσει στην εφεσείουσα στην αντέφεση τα ποσά των €214.450.

 

Θεωρούμε ορθή την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας στην αντέφεση ότι στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα στην αντέφεση και η εναγόμενη 1 δεν ήταν in pari delicto. Από τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και τα ευρήματα του, προκύπτει σαφώς ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση προέβηκε στην ανάθεση οικοδομικών εργασιών στην εναγόμενη 1, βασιζόμενη στο γεγονός ότι ο εναγόμενος 2 που ήταν ο δικηγόρος της και σε σχέση εμπιστοσύνης με αυτή, αλλά ταυτόχρονα και ο αντιπρόσωπος της εναγόμενης 1, δεν θα την προέτρεπε να καταρτίσει συμφωνία που ήταν παράνομη. Προφανώς και η εφεσείουσα στην αντέφεση προέβη στην ανάθεση των οικοδομικών εργασιών στην εναγόμενη 1 βασιζόμενη στις παραστάσεις που της έγιναν από τον δικηγόρο της, ότι η συμφωνία ήταν νόμιμη. Περαιτέρω, από κανένα σημείο της μαρτυρίας δεν φαίνεται να προκύπτει η θέση ότι ο εναγόμενος 2 ως όφειλε και είχε σχετικά ευθύνη και υποχρέωση ως δικηγόρος προς πελάτη να ενημερώσει την εφεσείουσα στην αντέφεση, ότι η εναγόμενη 1 δεν είχε άδεια εργολήπτη και ότι σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορούσε να συναφθεί τέτοια συμφωνία. Ας μην ξεχνούμε ότι η εφεσείουσα στην αντέφεση ήταν αλλοδαπή και στηριζόταν, όπως διαφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία, εξ ολόκληρου στις παραστάσεις και συμβουλές του εναγόμενου 2.

 

Εν πάση περιπτώσει, αν η εφεσείουσα στην αντέφεση διέπραξε ποινικό αδίκημα (ενδεχόμενο που σαφώς δεν αποφαινόμαστε) με το να αναθέσει την εκτέλεση οικοδομικών έργων στην εναγόμενη 1, είναι διαφορετικό από το αν αυτή μπορεί να διεκδικήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε στην εναγόμενη 1.

 

Στο σύγγραμμα Law of Contract, υπό Chashire Fifoot & Furmston, 11 έκδοση, σελ. 366, παρατηρούνται τα ακολούθα:

 

«If the parties to an illegal contract are not in pari delicto, the court in certain circumstances will allow the less blameworthy to recover what he may have transferred to the other. This relief is granted to the plaintiff upon proof that he has been the victim of fraud, duress or oppression at the hands of the defendant, or that the latter stood in a fiduciary position towards him and abused it. Where, for instance, the plaintiff has effected an insurance which in fact is illegal but which was represented to him by the insured as lawful, he will be entitled to recover the premiums which he has paid if the representation was fraudulent, but not if was not.» 

 

Όπως αναφέρει και ο Lord Denning στην απόφαση Shelly v. Paddock [1980] 1 All E.R. 1009 την οποία οι εν λόγω συγγραφείς παραθέτουν μαζί με άλλες αποφάσεις:

 
«... I know that there are some cases where a person has not been able to recover when he has been guilty of evating the exchange control requlations or similar requlations... but it seems to me all together deferent when the parties are not in pari delicto... if there is something more in addition to a mistake of law ‑ if there is something in the defendant's conduct which shows that, if out of the two of them he is the one primary responsible for the mistake ‑ then it may be recovered back.»»

 

Με αυτά ως δεδομένα, προχωρούμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης.

 

Οι πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης είναι συναφείς, γι' αυτό και θα εξεταστούν μαζί. Υπενθυμίζουμε ότι αφορούν το λανθασμένο, κατά την εφεσείουσα, συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η άδεια οικοδομής θα καθόριζε τους όρους ανέγερσης της επίδικης κατοικίας και με αυτή θα τίθονταν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους θα ανεγειρόταν η κατοικία της εφεσείουσας και ότι ο εφεσίβλητος πριν την έκδοση της εν λόγω άδειας οικοδομής, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε και το καθήκον του για επίβλεψη θα άρχιζε μετά την έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής.

 

Σημειώνουμε καταρχάς ότι είναι ορθή η θέση που προβάλλεται από τους συνηγόρους της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να επιβλέψει τις εργασίες επειδή δεν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής. Η θέση του, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν ότι δεν συμφώνησε για επίβλεψη εργασιών με την εφεσείουσα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή τη θέση, όπως με λεπτομέρεια ανωτέρω έχει αναφερθεί, και επαναλαμβάνουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης ή αντέφεσης που να πραγματεύεται την αξιολόγηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το εύρημα του ότι ο εφεσίβλητος ανέλαβε και την επίβλεψη των εργασιών ανέγερσης της κατοικίας της εφεσείουσας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε επίσης αποδεκτή τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, o οποίος ανάφερε, στη γραπτή του δήλωση, ότι «Ο αρχιτέκτονας οφείλει εν πρώτοις να συντάξει τα αρχιτεκτονικά σχέδια, να εκπονήσει τους τεχνικούς όρους και τις προδιαγραφές εργασιών του έργου, ούτως ώστε να διασφαλίσει ότι το έργο θα κατασκευαστεί με βάση τους εν λόγω όρους και προδιαγραφές.». Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος, που ήταν και το πιο αρμόδιο πρόσωπο για να δηλώσει κατά πόσο μπορούσε να επιβλέψει ή όχι τις εργασίες της επίδικης οικοδομής, ουδέποτε δήλωσε αδυναμία να επιβλέψει τις εργασίες λόγω του ότι δεν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής.

 

Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δηλαδή η συνάρτηση των εργασιών επίβλεψης ανέγερσης της οικοδομής με την έκδοση της άδειας οικοδομής, είναι όντως αυθαίρετο. Ειδικότερα, είναι αυθαίρετη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι,

 

«Η έκδοση της άδειας οικοδομής κρίνω ότι ήταν απαραίτητη επειδή θα οριοθετούσε τι θα επέβλεπε ο εναγόμενος και θα έθετε τους όρους με βάση τους οποίους ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος να διενεργούσε τη σχετική επίβλεψη. Πριν την έκδοση της σχετικής άδειας, ο εναγόμενος δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε και είναι λογικά αναμενόμενο το συμπέρασμα ότι το καθήκον του για την επίβλεψη των εργασιών θα άρχιζε μετά την έκδοση της σχετικής άδειας οικοδομής, αφού μόνο τότε θα αποκρυσταλλώνονταν και οι υποχρεώσεις του για επίβλεψη την οποία συμφώνησε να αναλάβει. Κρίνω, ότι ο εναγόμενος πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής δεν είχε οποιοδήποτε καθήκον προς την ενάγουσα, αφού δεν μπορούσε να γνωρίζει τι θα επέβλεπε, αφού το αντικείμενο της επίβλεψης του δεν είχε ακόμα οριοθετηθεί.».

 

Υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τις θέσεις της εφεσείουσας ότι πράγματι ο εφεσίβλητος προέβη σε επιθεώρηση/επίβλεψη των εργασιών και καταγραφή των κακοτεχνιών και μάλιστα είχε προβεί και σε εισηγήσεις για διόρθωση τους προς τον εργολάβο, κάτι το οποίο έρχεται σε καίρια αντίθεση με το συμπέρασμα του ότι χωρίς την έκδοση της άδειας οικοδομής δεν είχε καθήκον να επιβλέψει, γιατί δεν ήξερε τι να επιβλέψει.

 

Λόγω των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης πραγματεύεται το εσφαλμένο, κατά την εφεσείουσα, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ισχυρίστηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης ότι στους όρους της συμφωνίας της με τον εφεσίβλητο, περιλαμβανόταν όρος με τον οποίο ο εφεσίβλητος ανέλαβε ότι δεν θα ξεκινούσαν οι εργασίες ανέγερσης της κατοικίας της προτού εκδοθεί η σχετική άδεια οικοδομής. Η θέση των συνηγόρων της εφεσείουσας είναι ορθή. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά, αλλά και τη γραπτή δήλωση που κατατέθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία από την εφεσείουσα, ουδέποτε τέθηκε από πλευράς της ισχυρισμός ότι δεν θα ξεκινούσαν οι εργασίες ανέγερσης της κατοικίας προτού εκδοθεί σχετική άδεια οικοδομής.

 

Ο εν λόγω λόγος έφεσης επίσης επιτυγχάνει, παρά του ότι δεν έχει καθοριστικό αποτέλεσμα για την παρούσα έφεση.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τον ισχυρισμό του Μ.Ε. 2 ότι ο εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να απαιτήσει να ξεκινήσουν οι εργασίες κατασκευής στον κατάλληλο χρόνο, όχι πριν την έκδοση των απαραίτητων αδειών και να μην επιτρέψει να αρχίσουν οι εργασίες πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής. Για να καταλήξει σε αυτή του τη θέση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάσισε ότι επειδή ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν παρών κατά τον κρίσιμο χρόνο και τόπο, δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι πράγματι αυτό είχε συμβεί, και επίσης επειδή παρόμοιος ισχυρισμός ο οποίος είχε προβληθεί και από την εφεσείουσα, είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση του ότι η υποχρέωση για έκδοση άδειας οικοδομής και ότι αυτή πρέπει να προηγηθεί χρονικά της έναρξης των εργασιών, αποτελεί υποχρέωση που προκύπτει από τον Νόμο και η εφεσείουσα όφειλε να τον γνωρίζει, χωρίς να χρειαστεί να της το υποδείξει ο εφεσίβλητος.

 

Σημειώνουμε ότι ο Μ.Ε.2 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας μάρτυρας, μετά που του ανατέθηκε από το ΕΤΕΚ η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης αναφορικά με κακοτεχνίες και ελλιπείς εργασίες στην κατοικία της εφεσείουσας. Ήταν o ίδιος ο Μ.Ε. 2 που είχε αναφέρει, γεγονός που έγινε αποδεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι μεταξύ των καθηκόντων και υποχρεώσεων που έχει ο αρχιτέκτονας είναι να διασφαλίσει ότι το έργο θα κατασκευαστεί σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια που αυτός θα συντάξει και τους τεχνικούς όρους και τις προδιαγραφές των εργασιών του έργου που αυτός θα εκπονήσει.

 

Συμφωνούμε επίσης ότι ο Μ.Ε.2 στη γραπτή του δήλωση είχε σαφή θέση ότι ο μέσος αρχιτέκτονας οφείλει «να απαιτήσει να γίνει η έναρξη των εργασιών κατασκευής στον κατάλληλο χρόνο και όχι πριν την έκδοση των απαραίτητων αδειών. Δηλαδή, οφείλει να μην επιτρέψει να αρχίσουν οι εργασίες πριν να εκδοθεί η σχετική άδεια οικοδομής.»

 

Προφανώς και ο εφεσίβλητος παρέβηκε και αυτό το καθήκον του και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 επειδή είχε απορρίψει μέρος της μαρτυρίας της εφεσείουσας και με τη δικαιολογία ότι ο Μ.Ε.2 δεν ήταν παρών κατά τη σύναψη‑υπογραφή της συμφωνίας, είναι λανθασμένο.

Επομένως και ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τη θέση της εφεσείουσας ότι λανθασμένα απέρριψε την αγωγή της και μάλιστα την καταδίκασε και στα έξοδα, ενώ θα έπρεπε, με το δεδομένο ότι τα ποσά των αποζημιώσεων έχουν σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδειχθεί, να επιδικάσει τις αποζημιώσεις αυτές και όχι να την καταδικάσει στα έξοδα απορρίπτοντας την αγωγή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 34 της απόφασης του, αποφάνθηκε ότι το ποσό το οποίο απαιτείται για την επιδιόρθωση των κακοτεχνιών ανέρχεται στο ποσό των €67.475,00 πλέον ΦΠΑ και ότι η εφεσείουσα είχε καταβάλει το ποσό των €8.466,68 για αγορά κεραμικών και άλλων εξαρτημάτων, όπως επίσης και το ποσό των €1.803 προς την εταιρεία Magico Wood Ηouses Ltd για εργασίες τις οποίες η τελευταία παρέλειψε να εκτελέσει, αλλά δεν επιδίκασε τα εν λόγω ποσά προς όφελος της ενάγουσας. Αντίθετα απέρριψε την αγωγή της στη βάση του λανθασμένου συμπεράσματος του, ότι δεν μπορούσε το καθήκον του εφεσίβλητου να ξεκινήσει και να οριοθετηθεί πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος είχε παραβεί τα καθήκοντα και  τις υποχρεώσεις του έναντι της εφεσείουσας ως αρχιτέκτονας και επιβλέπων του έργου, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να υποστεί ζημιές τις οποίες και έχει καθορίσει στη σελίδα 34 της απόφασης του και τις οποίες αναφέρουμε ανωτέρω.

Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ο εφεσίβλητος υπό την ιδιότητα του ως αρχιτέκτονας γνώριζε και είχε υποχρέωση να γνωρίζει τα θέματα που διέπουν την έκδοση άδειας οικοδομής, περισσότερο από την εφεσείουσα στην οποία επιβάλλεται η νομική υποχρέωση να μην ανεγείρει οικοδομή χωρίς να υπάρχει σε ισχύ άδεια οικοδομής, θεωρούμε ότι εφαρμόζονται τα όσα έχουμε αναφέρει στην υπόθεση μας MEA IOANNOU PROPERTIES LIMITED κ.ά. v. OLGA VASILYEVA (ανωτέρω) και στο σχετικό απόσπασμα που έχουμε παραθέσει.

 

Έπεται ότι και αυτός ο λόγος είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.

 

Συνεπώς όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται βάσιμοι και η έφεση επιτυγχάνει.

 

Ενόψει των πιο πάνω, είναι η κρίση μας ότι η εφεσείουσα δικαιούται στην έκδοση απόφασης υπέρ της και εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό €67.475 πλέον ΦΠΑ, ποσό €8.466,68 και ποσό €1.803. Επί των πιο πάνω ποσών επιδικάζεται νόμιμος τόκος.

Επιδικάζονται επίσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.100 πλέον Φ.Π.Α.

 



               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο