ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2018)
4 Μαρτίου 2025
[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]
S. & G. BOOKNET LTD,
Εφεσείοντες
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
Μ. Κιτρομηλίδης για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες
Χρ. Τσεκούρας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Εφεσίβλητο
------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απέρριψε αγωγή των εφεσειόντων εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας για αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Ως προκύπτει, ουσιαστικό μέρος του πραγματικού υπόβαθρου της υπόθεσης ήταν κοινώς αποδεκτό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, οριοθετώντας το πραγματικό πλαίσιο και προσδιορίζοντας τα επίδικα θέματα, συνόψισε τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, εξηγώντας ότι την 13.4.2007 το Ανώτατο Δικαστήριο δημοσιοποίησε, στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, ότι ζητά προσφορές για την προμήθεια νομικών εκδόσεων για τα έτη 2007 - 2008. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν σχετική προσφορά την 3.5.2007, η οποία αφορούσε επτά από τις εννέα κατηγορίες της γνωστοποίησης. Πέραν από τους εφεσείοντες, προσφορά υπέβαλε άλλος ένας ακόμη προσφοροδότης. Την 29.6.2007, το Συμβούλιο Προσφορών του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωστοποίησε στους εφεσείοντες ότι αποφασίστηκε η κατακύρωση της προσφοράς στην άλλη προσφοροδότρια εταιρεία. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την προσφυγή με αριθμό 1311/07 και ζήτησαν ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών, ακύρωση την οποία πέτυχαν. Την 30.6.2009, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση. Λόγος ακύρωσης της απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών συνιστούσε, όπως φαίνεται από την ίδια την απόφαση, η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκαν ουσιώδεις όροι. Η ακυρωτική αυτή απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε και συνεπώς αποτέλεσε δεδικασμένο. Μετά την ακυρωτική απόφαση οι εφεσείοντες αποτάθηκαν στο Συμβούλιο Προσφορών, με την επιστολή ημερομηνίας 9.11.2009, με την οποία κάλεσαν τη διοίκηση σε συμμόρφωση με το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης και άρση της παρανομίας. Η γραπτή απάντηση της αρχής δόθηκε την 9.12.2009, όταν η Αρχιπρωτοκολλητής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και Πρόεδρος του Συμβουλίου Προσφορών, ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι «υπάρχει αδυναμία επανεξέτασης της ακυρωθείσας απόφασης του [Συμβουλίου], λόγω αδυναμίας επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την έκδοση της εν λόγω απόφασης και λόγω εκτέλεσης της σύμβασης αρκετό χρόνο πριν την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης». Οι εφεσείοντες, με νέα επιστολή προς την αρμόδια αρχή, αξίωσαν χρηματική αποζημίωση «λόγω της ζημιάς και ή διαφυγόντος κέρδους που υπέστησαν». Η απαίτηση που υπέβαλαν, τόσο στην επιστολή όσο και αργότερα στην αγωγή, ήταν για €96.636,88 σύνολο, ποσό που αντιστοιχούσε σε διαφυγόν κέρδος €43.070,07 για το έτος 2007 και €53.566,81 για το έτος 2008. Η αρμόδια αρχή δεν ικανοποίησε την απαίτηση των εφεσειόντων και την 16.3.2010 καταχωρίστηκε η υπό κρίση αγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, με αναφορά σε νομολογία, καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται το διαφυγόν κέρδος που απέδειξαν, καθ' ότι δεν είναι άμεση επίπτωση της πράξης που ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο. Συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται, ως λανθασμένη και αντίθετη με τη νομολογία, η πρωτόδικη κρίση ότι η ζημιά των εφεσειόντων (διαφυγόν κέρδος που απέδειξαν) δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, δεν εκπορεύεται από αυτή την ακυρωτική απόφαση και δεν είναι άμεση επίπτωση της πράξης που ακυρώθηκε από το Διοικητικό Όργανο. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ομοίως προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση ότι οι εφεσείοντες δεν δικαιούνται το σύνολο της ζημιάς που απέδειξαν, εν προκειμένω του διαφυγόντος κέρδους και ότι το διαφυγόν κέρδος των εφεσειόντων δεν συνιστά ζημιά εν τη εννοία του Άρθρου 14.6. του Συντάγματος. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση ότι δεν είναι έργο του Πολιτικού Δικαστηρίου να αποφασίσει εάν η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες, εφόσον αυτή ήταν η μόνη έγκυρη προσφορά μετά την ακυρωτική απόφαση.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσίβλητου, ο οποίος υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Από την αιτιολογία των λόγων έφεσης, διαπιστώνεται ότι κοινή βάση για αυτούς αποτελεί η θέση των εφεσειόντων ότι αν δεν παρεμβαλλόταν η ακυρωθείσα πράξη, η προσφορά θα κατακυρωνόταν σ' αυτούς ως τους μόνους νομότυπους και εμπρόθεσμους προσφοροδότες. Συνεπώς, ξεκάθαρη προκύπτει η απαίτηση τους για αποζημιώσεις (πρώτος λόγος έφεσης), εύλογη και δίκαιη αποζημίωση δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από το κέρδος που οι εφεσείοντες θα είχαν εάν η προσφορά κατακυρωνόταν σ' αυτούς (δεύτερος λόγος έφεσης) και απαραίτητη ήταν η αξιολόγηση και κρίση κατά πόσο οι εφεσείοντες απέδειξαν την πιθανολόγηση ανάληψης της προσφοράς εάν αυτή δεν κατακυρωνόταν στον άλλο προσφοροδότη (τρίτος λόγος έφεσης).
Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όντως, δέχθηκε ότι, υπό τας περιστάσεις, η επανεξέταση μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης ήταν ανέφικτη και, συνεπώς χρηματική αποζημίωση και καταχώρηση αγωγής προς τούτο ήταν το ενδεδειγμένο μέτρο. Εξήγησε, συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι:
«Εν πρώτοις δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι τα λεχθέντα στην υπόθεση Νικόλα, πιο πάνω, και συγκεκριμένα η θέση του Καλλή, Δ., ότι άρνηση ή παράλειψη επανεξέτασης μιας ακυρωτικής απόφασης δικαιολογεί νέα προσφυγή, βασάνισαν τη σκέψη μου ως προς το κατά πόσο αυτή είναι και εδώ η περίπτωση και συνεπώς η αγωγή είναι πρόωρη. Εν τούτοις η υπόθεση Laos Bros Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4Β Α.Α.Δ. 681 - είναι τούτη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πλαίσιο αναθεωρητικού ελέγχου και όχι η προμνησθείσα πρωτόδικη υπόθεση - υποδεικνύει ότι (σχετική είναι και η απόφαση του Γαβριηλίδη, Δ. στην υπόθεση Νικόλα, πιο πάνω)∙
« Η επανεξέταση του θέματος της κατακύρωσης της προσφοράς σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1085/2001 με την έννοια της κατακύρωσης της προσφοράς είτε στην αιτήτρια είτε σε οποιοδήποτε άλλο προσφοροδότη θα είχε όντως θεωρητικό και μόνο χαρακτήρα εφόσον οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις έχουν ήδη ολοκληρωθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα " Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως" της Κοντόγιωργα -Θεοχαροπούλου, στη σελίδα 285:
". Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η in natura αποκατάστασης των πραγμάτων εις την προτέραν των θέσιν, είναι αδύνατος. Τούτο παρατηρείται οσάκις η εκτέλεσις της ακυρωθείσης πράξεως ή παραλείψεως επέφερεν υλική αλλοίωσιν ανεπανόρθωτον, όπως π.χ. εις περίπτωσιν παρανόμου κατεδαφίσεως ως αυθαιρέτου κτίσματος (οικίας, περιπτέρου, λυομένου κτίσματος), ή εις περίπτωσιν που ο χρόνος καθ΄ ον ίσχυσεν η ακυρωθείσα περιέλαβεν ολόκληρον το διάστημα εις το οποίον αφεώρα ή ακυρωθείσα, όπως π.χ. εις την περίπτωσιν αρνήσεως χορηγήσεως αδείας κυκλοφορίας αυτοκινήτου δι΄ ωρισμένην ημέραν, ή συγκροτήσεως διαδηλώσεως καθ΄ ωρισμένη ημέρα, . . .
Οσάκις υπάρχει η ως άνω αντικειμενική αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως in natura, η έννοια της αποκαταστάσεως θα πρέπει να περιορίζεται εις χρηματικήν αποζημίωσιν, όταν όμως υπάρξη ζημιά και εφ΄ όσον συντρέχουν αι λοιπαί προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν."
Συνεπώς διαπιστώνεται ότι όπου αντικειμενικά η διοίκηση αδυνατεί να προβεί σε επανεξέταση, πράγμα που ισχύει και στην προκείμενη περίπτωση - σχετική είναι η επιστολή της αρχιπρωτοκολλητού, τεκμήριο 7 - το μόνο διάβημα που εξυπηρετεί το διάδικο, είναι η καταχώριση αγωγής. Ως εκ τούτου οι περιβάλλουσες της υπόθεσης περιστάσεις αποκαλύπτουν ότι η προώθηση της επίδικης αγωγής είναι απολύτως δικαιολογημένη, εφόσον τυχόν νέα προσφυγή δεν θα είχε λογικό έρεισμα, δοθέντος ότι εκ των πραγμάτων η επανεξέταση της προσφοράς ήτο αδύνατη.»
Η κατάληξη αυτή δεν εφεσιβλήθηκε από τον εφεσίβλητο, παρά τη δικογραφημένη θέση του, πρωτοδίκως, ότι ελλείπει αγώγιμο δικαίωμα, γι' αυτό και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.
Εξήγησε, όμως, περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ως άνω διαπίστωση δεν προδίκαζε το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Είναι δε ξεκάθαρο από την απόφαση, ότι ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι, αναπόφευκτα, η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες. Αντιθέτως, εξήγησε ότι η ακύρωση και μόνο μιας διοικητικής απόφασης δεν γεννά ipso facto δικαίωμα αποζημίωσης και αυτό γιατί η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου έχει ακυρωτικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν επιβάλλεται στη διοίκηση συγκεκριμένη πορεία, ούτε και προοιωνίζει το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Εξήγησε, επίσης, ότι η ζημιά που δικαιολογείται να αποκατασταθεί είναι εκείνη που αναδύεται από την παράνομη πράξη που ακυρώθηκε με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι:
«Εδώ είναι που εδράζεται και το βασικό επιχείρημα των εναγόντων όταν υποστηρίζουν ότι αναπόφευκτα η προσφορά θα κατακυρωνόταν σε αυτούς, εφόσον ήταν η μόνη έγκυρη προσφορά.
Με όλο το σεβασμό, με αυτή τη θέση δεν μπορώ να συμφωνήσω. Κατ΄ αρχάς, αυτή η εξέταση της υπόθεσης είναι καθ΄ όλα θεωρητική και περαιτέρω, δεν είναι έργο του πολιτικού δικαστηρίου να την αποφασίσει. Εν τούτοις, μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι ήταν επιλογή της διοίκησης και μάλιστα νόμιμη, εύλογη και εξυπηρετούσα το δημόσιο συμφέρον, αντί να επανεξετάσει να ανακαλέσει την προσφορά, όπως ακριβώς επεξηγήθηκε στην υπόθεση Leisureland Hotel Enterprises Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 538 που υιοθετήθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων (βλ. Και Lombard Natwest Bank Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.595). Άλλωστε αυτή ήταν και η περίπτωση στην υπόθεση Δήμος Αραδίππου, πιο πάνω.
Επαναλαμβάνω όμως ότι δεν είναι η πιθανολόγηση που υπέχει σημασία, ιδιαίτερα εφόσον εκφεύγει της δικαιοδοσίας τούτου του δικαστηρίου.»
Αναφορικά με το διαφυγόν κέρδος των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Στην προκείμενη περίπτωση το διαφυγόν κέρδος των εναγόντων δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης. Δεν εκπορεύεται από αυτή την ακυρωτική απόφαση, αλλά αποτελεί προϊόν αβέβαιης πιθανολόγησης και εικασίας. Περιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι ουδεμία απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου φαίνεται να αποδίδει τέτοιου είδους αποζημίωση. Η καθ΄ όλα σχετική υπόθεση Μαυρονύχης ακύρωσε την πρωτόδικη κρίση, καταλήγοντας ότι ουδεμία ζημιά αποδείχθηκε.
Η υπόθεση Savvas & Leonidas Motors Ltd, πιο πάνω, όπου αξιώθηκε αποζημίωση ως διαφυγόν κέρδος, ανέφερε ότι∙
«Δεν ήταν αρκετό να γίνει απλώς αναφορά στις ζημιές που είχε η εφεσείουσα για τα εν λόγω φορολογικά έτη χωρίς να φανεί ότι η αιτία για αυτές τις ζημιές ήταν οι αποφάσεις αντικείμενο των πιο πάνω προσφυγών. Πέραν της διατύπωσης της ζημιάς, στα παραδεκτά γεγονότα, δεν γίνεται παραδοχή ότι αυτές ήσαν το άμεσο αποτέλεσμα των ακυρωθεισών αποφάσεων».
Στη δε υπόθεση Νικόλα, πιο πάνω, η μειοψηφία επιδίκασε αποζημίωση και αυτή ήταν και η διαφορά με την πλειοψηφία. Για τη διαπίστωση όμως τούτης της ζημιάς επανέλαβε τις πάγιες νομολογιακές αρχές. Υπεδείχθη συναφώς ότι (βλ. σελ.1010)∙
«Το δικαίωμά του για αποζημίωση δεν εξισούται με απώλεια σταδιοδρομίας ή, ακόμα, με τη μισθοδοσία, την οποία θα απολάμβανε κατά την εξάμηνη περίοδο. Ήταν πάντα υπαρκτή πιθανότης η μη πρόσληψή του από τη EuroCypria, έστω και αν δεν είχε διαζευκτική επιλογή.
Οι αποζημιώσεις εξισούνται με την απώλεια, κατά την εξάμηνη περίοδο που ακολούθησε την ακυρωθείσα απόφαση, της προοπτικής εργοδότησής του. Περί ενδεχομένου ο λόγος, αβέβαιου, ως εκ της φύσεώς του, πλην υπαρκτού, υποκείμενου σε ποσολόγηση, με γνώμονα το δίκαιο και το εύλογο του πράγματος». (ο τονισμός δικός μου)
Τέλος, στην υπόθεση Πήττα, πιο πάνω, ρητά απορρίφθηκε ο συσχετισμός της ζημιάς με το ύψος της προσφοράς των εναγόντων/εφεσειόντων, δηλαδή της προσφοράς που συμπεριέλαβε και το κέρδος τούτων. Υποδείχθηκε εκεί ότι∙
«Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θεωρούμε κατ΄ αρχάς λανθασμένη την ταύτιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της «δίκαιης και εύλογης» αποζημίωσης με το ποσό της προσφοράς των εφεσειόντων. Η προσφορά, όπως ορθά επεσήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Δήμου, περιελάμβανε έξοδα και κέρδος στην περίπτωση που θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούσε την άμεση ζημιά που υπέστηκαν συνεπεία της ακυρωθείσας απόφασης. Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο επί του προκειμένου, ενώ το ορθό θα ήταν να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στη μαρτυρία των εφεσειόντων η οποία ήταν σχετική με την κατ΄ ισχυρισμό (άμεση) ζημιά που υπέστηκαν ώστε να καθορίσει το μέτρο της «δίκαιης και εύλογης» υπό τις περιστάσεις αποζημίωσης. Εξετάσαμε την επί του θέματος μαρτυρία που προσκόμισαν, η οποία μάλιστα παρέμεινε αναντίλεκτη και ταυτόχρονα ήταν και λογικώς αυταπόδεικτη, και καταλήξαμε ότι το παράπονο των εφεσειόντων ότι η ζημιά τους αντιστοιχούσε με την εργασία που εκτέλεσαν για ετοιμασία της προσφοράς ήταν γνήσιο. Περιελάμβανε, όπως αναντίλεκτα ισχυρίστηκαν, τη σύμπραξη έξι αρχιτεκτόνων για διαμόρφωση ολοκληρωμένης πρότασης ως προς το είδος και τη φύση των έργων που είχε πρόθεση να εκτελέσει ο Δήμος στο κέντρο του παλαιού Στροβόλου που αφ΄ εαυτής απαιτούσε χρόνο και δαπάνη».
Ουδεμία λοιπόν υπόθεση δικαιολογεί άλλη κατάληξη. Στην προκείμενη περίπτωση το διαφυγόν κέρδος των εναγόντων δεν συνιστά ζημιά εν τη εννοία του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Μάλιστα επιχειρώντας πλήρη διαλεύκανση του πράγματος, υποδεικνύω ότι τέτοια ζημιά δυνατό να θεωρούνταν τα ωρομίσθια που δαπανήθηκαν για ετοιμασία της προσφοράς, όπως ακριβώς στην υπόθεση Πήττα. Εν τούτοις εδώ τέτοια ζημιά δεν αξιώνεται.»
Στην J. N. CHRISTOFIDES v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2018, ημερομηνίας 26.7.2024, την οποία αμφότερες οι πλευρές επικαλέστηκαν, εξηγήθηκαν οι νομολογιακές αρχές επί των συναφών θεμάτων. Η εν λόγω έφεση αφορούσε πρωτόδικη απόφαση η οποία είχε κρίνει ότι μη επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση και μη προσβολή της παράλειψης αυτής με προσφυγή στερούσε την εφεσείουσα αγώγιμου δικαιώματος. Ωστόσο, συζητήθηκαν τα θέματα που αφορούν την απόδοση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Λέχθηκε, συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι:
«Σχετική είναι η παλαιά απόφαση Frangoullides v. Republic (1982) 1 C.L.R. 462 όπου λέχθηκε ότι:
«The cause of action conferred by Article 146.6 of the Constitution, is a cause sui generis, in the sense that it bears no relationship to a common law action for damages or, in fact, to any other cause of action known to the law»
Εν πάση περιπτώσει είναι σαφής η νομολογιακή αρχή που τέθηκε στην υπόθεση Κυριακίδης (ανωτέρω) ότι από τη μελέτη της εν λόγω αναφοράς στο σύγγραμμα της Δ. Θεοχαροπούλου - Κοντόγιωργα «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως» δεν φαίνεται να προκύπτει ότι η συγγραφέας υποστηρίζει τη θέση ότι οποτεδήποτε υπάρχει αντικειμενική αδυναμία εκτέλεσης της απόφασης in natura η διοίκηση δεν προχωρεί σε επανεξέταση.
Σημειώνουμε ότι οι ίδιες αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις Κοινοπραξία A.D.T. και Κυριακίδης (ανωτέρω), για την αναγκαιότητα επανεξέτασης προκειμένου να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, επαναλαμβάνονται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Νικόλας ν. Δημοκρατία (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ 983).
Σε αντιδιαστολή με τα πιο πάνω, είναι τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο σε μονομελή σύνθεση, στην πρωτόδικη απόφαση επί της προσφυγής αρ. 773/2010, ημερ. 4.4.2012 Lella Kentonis Investment Co. Ltd v. Δημοκρατίας, στην οποία παραπέμπει ο συνήγορος της εφεσείουσας, στο περίγραμμα αγόρευσης του.
Στην πιο πάνω υπόθεση, είχε λήξει η χρονική περίοδος του σχετικού διαγωνισμού που αφορούσε την ακυρωτική δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον εφικτό να κριθεί η αιτήτρια ως ο επιτυχών προσφοροδότης. Όμως η αιτήτρια ήταν ο μόνος προσφοροδότης εντός των προδιαγραφών του διαγωνισμού. Επομένως, η ακυρωτική απόφαση ουσιαστικά έκρινε ότι ο διαγωνισμός θα έπρεπε να είχε κατακυρωθεί σε αυτή. Γι' αυτό και το Δικαστήριο, που εξέτασε την προσφυγή της εφεσείουσας για παράλειψη επανεξέτασης στην περίπτωση εκείνη, ανάφερε ότι είχε αποκτήσει αγώγιμο δικαίωμα να καταχωρήσει απευθείας πολιτική αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εννοώντας ότι το πραγματικό υπόβαθρο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης, είχε θεμελιωθεί.
Μελέτη της υπόθεσης Kentonis (ανωτέρω), καταδεικνύει ότι αυτή διαφοροποιείται από άλλες προηγούμενες αποφάσεις, εξηγώντας ότι σε εκείνες, η επανεξέταση ήταν δυνατή και νομικώς επιβεβλημένη για την αξίωση αποζημιώσεων στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Στη βάση των δεδομένων της κάθε περίπτωσης, κρίθηκε ότι στις υποθέσεις αυτές, η διεκδίκηση αποζημιώσεων δεν προέκυπτε ως άμεση συνέπεια της ακυρωθείσας πράξης και ότι χρειαζόταν από την διοίκηση νέος αναθεωρητικός έλεγχος της πιθανής παράλειψης των εφεσίβλητων να άρουν κάθε πτυχή της άκυρης απόφασης και να συμμορφωθούν στα πλαίσια του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος. Κάτι που δεν ίσχυε στην Kentonis (ανωτέρω) όπου η ακυρωτική δικαστική απόφαση ουσιαστικά έκρινε ότι ο διαγωνισμός θα έπρεπε να είχε κατακυρωθεί στην αιτήτρια και ως εκ τούτου, η διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, αναφυόταν ως άμεση συνέπεια της ακυρωθείσας πράξης.
Θα πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με την νομολογία, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, έχουν μόνο πειστικό χαρακτήρα για τα πρωτόδικα Δικαστήρια, σε αντίθεση με τις αποφάσεις δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας και δη αυτές της Ολομέλειας, που είναι δεσμευτικές. Σχετική είναι η πολύ πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αναφορικά με την Απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 88/2023 που αφορούσε αίτηση δυνάμει του Άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου 33/64, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Και κάτι ακόμη σημαντικό. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, έχουν μόνο πειστικό χαρακτήρα για τα Επαρχιακά Δικαστήρια ή το Διοικητικό Δικαστήριο (Βλ. Γ.Μ. Πική «Το Αγγλικό Κοινό Δίκαιο, οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» σελ. 81).»
Η απόφαση, στην υπόθεση Lella Kentonis (ανωτέρω), εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της πρωτοβάθμιας του δικαιοδοσίας και συνεπώς, δεν αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο σε αντίθεση με τις αποφάσεις Κοινοπραξία A.D.T. και Κυριακίδης (ανωτέρω) που εκδόθηκαν από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ανεξαρτήτως τούτου, προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία ότι το κατά πόσον είναι αναγκαία η επανεξέταση της διοικητικής πράξης, προκειμένου να δημιουργηθεί αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, εξαρτάται πάντα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Βασικό κριτήριο συνιστά η αιτιολογία ακύρωσης της διοικητικής πράξης.
Στην Lella Kentonis (ανωτέρω) λέχθηκε ότι δεν ήταν αναγκαία η επανεξέταση αφού η ακυρωτική απόφαση ουσιαστικά έκρινε ότι ο διαγωνισμός θα έπρεπε να είχε κατακυρωθεί στην αιτήτρια. Κάτι που δεν ίσχυε στις υποθέσεις Κυριακίδης και Κοινοπραξία A.D.T. (ανωτέρω) όπου η ακύρωση οφειλόταν σε έλλειψη αιτιολογίας και όπου δεν είχε αποκλειστεί το ενδεχόμενο κατά την επανεξέταση, να απορριφθεί επί της ουσίας η προσφορά της αιτήτριας, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπήρχαν άλλοι προσφοροδότες.
Σημειώνεται τέλος ότι σύμφωνα με το σύγγραμμα του Ανδρέα Ν. Λοΐζου Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην σελ. 360, η αξίωση που εφόσον δεν ικανοποιηθεί, δημιουργεί δικαιώματα επιδίκασης αποζημίωσης δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, «πρέπει να θεμελιώνεται στην ίδια την απόφαση που κηρύχθηκε άκυρη».»
Υποδείχθηκε, παράλληλα, ότι «Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την νομολογία, η διοίκηση έχει δικαίωμα ανάκλησης δημόσιων διαγωνισμών στην περίπτωση που σε αυτούς παραμένει μόνο μια προσφορά, δεδομένου ότι αυτό αντίκειται στο δημόσιον συμφέρον, με την έννοια ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η επικράτηση, της πιο συμφέρουσας προσφοράς (βλ. Leisureland Hotel Enterprises v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ 538).»
Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά περαιτέρω. Στην πρωτόδικη απόφαση, το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγήθηκε στην ορθή κατάληξη. Ότι, δηλαδή, η ακυρωτική απόφαση δεν θα οδηγούσε, κατ' ανάγκη, στην κατακύρωση της προσφοράς των εφεσειόντων, αφού υπαρκτά παρέμεναν πάντοτε εναλλακτικά ενδεχόμενα, ως ανωτέρω αναφέρονται. Η ανάλυση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, επί του προκειμένου, είναι ορθή και συνάδουσα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου. Αναπόφευκτα δε, δεν θα μπορούσε να κριθεί ότι η απώλεια του διαφυγόντος κέρδους αποτελούσε το αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης. Ορθή, επίσης, κρίνεται η ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αποζημίωσης που παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Έπεται των ως άνω ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης στερούνται ερείσματος και, ως αβάσιμοι, απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων €3.000.-, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.