ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 29/2018)
7 Μαρτίου 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
INTERLIFE INSURANCE COMPANY LTD,
Εφεσείοντες
v.
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων
Γ. Τρίγγας για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες
Χρ. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Τροχαίο ατύχημα, στο οποίο ενεπλάκησαν όχημα ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων και όχημα ασφαλισμένο από τους εφεσείοντες, οδηγήθηκε σε δικαστική διαμάχη, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η αξίωση των εφεσιβλήτων - ως εναγόντων - εναντίον των εφεσειόντων - ως εναγομένων - ήταν για €982,70, ως ειδικές αποζημιώσεις. Έστω σε προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, η ευθύνη των εναγομένων κατέστη παραδεκτή.
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν την αγωγή τους εναντίον των εφεσειόντων, ως την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία ήταν ασφαλισμένο το εμπλεκόμενο όχημα. Προς τούτο, ως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης, δικογράφησαν τον ισχυρισμό τους ότι «Συμφώνως της σχετικής νομοθεσίας και για το επίδικο δυστύχημα οι Εναγόμενοι ειδοποιήθηκαν γραπτώς εντός της υπό του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας και/ή δεόντως, για να επιθεωρήσουν τις ζημιές του αυτοκινήτου ΕΚΖ 317 προτού επιδιορθωθεί και σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία η παρούσα αγωγή δύναται να εγερθεί εναντίον τους και υπέχουν προσωπική ευθύνη και άμεση υποχρέωση να ικανοποιήσουν και/ή πληρώσουν την οποιαδήποτε υπέρ των Εναγόντων δικαστική απόφαση.» Τον εν λόγω δικογραφημένο ισχυρισμό των εφεσιβλήτων, ως προκύπτει από την έκθεση υπεράσπισης, οι εφεσείοντες αντίκρουσαν ισχυριζόμενοι ότι «. ειδοποιήθηκαν για να εκτιμήσουν τις ζημιές όταν το αυτοκίνητο υπ' αριθμό εγγραφής ΕΚΖ 317 είχε ήδη επιδιορθωθεί και συνεπώς δεν καλύπτουν τις ισχυριζόμενες ζημιές.»
Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, οι εφεσείοντες, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφασή του, ήγειραν θέμα μη πλήρωσης των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος και συγκεκριμένα ότι στην ειδοποίηση δεν αναφερόταν ο τόπος όπου βρισκόταν το όχημα, ώστε να μπορέσουν, εντός ευλόγου χρόνου, να το επιθεωρήσουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας συνοψίσει και αξιολογήσει την προσκομισθείσα μαρτυρία, κατέληξε στα συμπεράσματά του επί των γεγονότων. Αφού δε, ασχολήθηκε με τα ζητήματα που ηγέρθησαν, έκρινε ότι αποδείχθηκε η αξίωση των εφεσιβλήτων. Συνακόλουθα, εξέδωσε απόφαση, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €982,70 πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποδίδουν, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα ως προς την απόφασή του ότι η μόνη υποχρέωση που είχαν οι εφεσίβλητοι ήταν να αποδείξουν ότι απέστειλαν την ειδοποίηση απαίτησης πριν επιδιορθωθεί το αυτοκίνητο των εναγόντων και, ως εκ τούτου, εξέδωσε απόφαση προς όφελος τους, παραλείποντας να εξετάσει εάν η σταλθείσα ειδοποίηση περιείχε τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε οι εφεσείοντες να είναι σε θέση να εξετάσουν τις ζημιές του αυτοκινήτου των εναγόντων. Με τον συναφή τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι, λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη θέση των εφεσειόντων ότι όταν έλαβαν γνώση που ήταν το αυτοκίνητο των εφεσιβλήτων και το επισκέφθηκε ο εκτιμητής τους, αυτό είχε επιδιορθωθεί και φύγει από το συνεργείο, με το δικαιολογητικό ότι έπρεπε να δοθούν λεπτομέρειες στα δικόγραφα των εφεσειόντων, ότι η ειδοποίηση ήταν ελαττωματική ή ελλειπής και συνεπώς, η μόνη υποχρέωση των εναγόντων ήταν να αποδείξουν ότι εστάλη ειδοποίηση απαίτησης. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η ορθότητα της αξιολόγησης της ΜΕ2, η οποία κατέθεσε αναφορικά με την ως άνω ειδοποίηση προς τους εφεσείοντες.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Θα μας απασχολήσει, πρώτα, ο δεύτερος λόγος έφεσης. Αιτιολογικά, οι εφεσείοντες, κατ' επίκληση του Τεκμηρίου 5, από το οποίο, εισηγούνται ότι, συνάγεται γνώση των εφεσιβλήτων ως προς το που βρισκόταν το επίδικο όχημα κατά τη 13.1.2011, όταν το επιθεώρησε ο εκτιμητής τους, θεωρούν ότι η μαρτυρία της ΜΕ2, η οποία προέβαλε μη σχετική γνώση όταν έστειλε την ειδοποίηση στους εφεσείοντες, θα έπρεπε να απορριφθεί.
Αξιολογώντας τη συγκεκριμένη μάρτυρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι:
«Η μάρτυρας άφησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Σε ότι αφορά το ουσιώδες θέμα, αυτό της ενημέρωσης σε σχέση με την απαίτηση των Εναγόντων, στην ουσία η μαρτυρία της δεν έχει αμφισβητηθεί πέραν των ερωτήσεων που έγιναν σε σχέση με το άτομο που υπέγραψε το Έντυπο αφού η μάρτυρας ανέφερε ότι έχει την εποπτεία του τμήματος και η ίδια απέστειλε το Τεκμήριο 3 , γεγονός που και πάλι δεν αμφισβητήθηκε. Το Τεκμήριο 3 διαφάνηκε από τη μαρτυρία της ότι αποστάληκε στις 13.01.11, η ώρα 1:30. Συνεπώς και παρά την υποβολή του Συνήγορου των Εναγομένων ότι λόγω της ώρας της αποστολής είναι σαν να στάλθηκε στις 14/01/2011, η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ουσιαστικά η θέση της σε ότι αφορά την ενημέρωση των Εναγομένων δεν έχει κλονιστεί. Σε ότι δε αφορα το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, θεωρώ ότι η θέση της μάρτυρος για τον λόγο που αντί της διεύθυνσης καταγράφηκαν στο Τεκμήριο 3 τα προσωπικά στοιχεία του ενεχόμενου οδηγού και πάλι δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση.»
Είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, αξιολογώντας τη μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος. Έχοντας μελετήσει, μέσω των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας, τη σχετική μαρτυρία, δεν εντοπίζουμε να υφίσταται περιθώριο επέμβασης μας στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Άλλωστε, η συγκεκριμένη μάρτυρας είχε αναφέρει ότι αυτή δεν υπέγραψε την ειδοποίηση, ενώ εξήγησε τον δικό της ρόλο, αλλά και τους λόγους που δίδονται οι συγκεκριμένες πληροφορίες. Το τι προβάλλεται από τους εφεσείοντες δεν παρέχει έρεισμα στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Εξετάζοντας τους συναφείς πρώτο και τρίτο λόγους έφεσης, είναι χρήσιμο να τεθεί αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στο οποίο παρατίθενται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων και η εξέταση του εγειρόμενου θέματος:
«Με βάση, λοιπόν, την πιο πάνω αξιολόγηση και την ενώπιόν του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, διαπιστώνεται ότι τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση και τα οποία αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου, έχουν ως ακολούθως:
1. Στις 11/1/2011 επεσυνέβηκε δυστύχημα στην οδό Νικοδήμου Μυλωνά στη Λευκωσία όταν το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής KNG47 που οδηγούσε η Καίτη Δημητρίου παρέλειψε να σταματήσει στο σήμα αλτ και εισήλθε στην οδό Νικοδήμου Μυλωνά, και ανέκοψε την πορεία του οχήματος ΕΚΖ317, ιδιοκτησίας των εναγόντων που οδηγούσε ο Ευτύχιος Κυριάκου και κινείτο στην αριστερή πλευρά του δρόμου σύμφωνα με την πορεία του.
2. Στη σκηνή του δυστυχήματος παρουσιάστηκαν αντιπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίοι ετοίμασαν σχετική δήλωση για το τροχαίο ατύχημα την οποία ο (Τεκμήριο 2 ).
3. Το αυτοκίνητο ΕΚΖ 317 μεταφέρθηκε στο συνεργείο της εταιρείας ΣΙΑΧΙΝΙ στο Καιμακλί την ίδια μέρα.
4. Στις 13/1/2011 η Ασφαλιστική Εταιρεία των Εναγόντων απέστειλε επιστολή στην Ασφαλιστική Εταιρεία των Εναγομένων με τηλεομοιότυπο (Τεκμήριο 3) με την οποία τους ενημέρωσε σε σχέση με την πρόθεση να υποβάλουν απαίτηση για το δυστύχημα και παρέθεσε σε αυτή τα στοιχεία του ενεχόμενου οδηγού στο ατύχημα αντί διεύθυνσης στην οποία βρισκόταν το αυτοκίνητο.
5. Στις 13/1/2017 η Ασφαλιστική Εταιρεία των Εναγόντων απέστειλε οδηγίες στον εκτιμητή Λάμπρο Παπασάββα ο οποίος επιθεώρησε το όχημα των Εναγόντων στο συνεργείο της Εταιρείας ΣΙΑΧΙΝΙ Λτδ και ετοίμασε έκθεση εκτίμησης των ζημιών (Τεκμήριο 5).
6. Την 13/1/2011 όταν ειδοποιήθηκε η ασφάλεια των Εναγομένων το αυτοκίνητο δεν είχε επιδιορθωθεί αφού κατά την ίδια μέρα ειδοποιήθηκε και ο εκτιμητής των Εναγόντων ο οποίος επισκέφθηκε το γκαράζ ΣΙΑΧΙΝΙ και εκτίμησε την ζημιά του οχήματος και ετοίμασε έκθεση (Τεκμήριο 5)
7. Το αυτοκίνητο των Εναγόντων επιδιορθώθηκε πριν την 21/1/2011 από την εταιρεία ΣΙΑΧΙΝΙ Λτδ.
8. Το κόστος της επιδιόρθωσης του συμπεριλαμβανομένων ανταλλακτικών και εργατικών ήταν €917,70.
Ο περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων Νόμος 96(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 154 του 2002 και συγκεκριμένα με την προσθήκη του άρθρου 16Α δίνει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του ασφαλιστή που καλύπτει την αστική ευθύνη του υπεύθυνου χωρίς να παρίσταται ανάγκη ο ζημιωθείς να στραφεί και να είναι εναντίον του ασφαλισμένου.
Το παράπονο των Εναγομένων όπως φαίνεται στην δικογράφηση της έκθεσης υπεράσπισης και συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 αυτής είναι ότι ειδοποιήθηκαν για να εκτιμήσουν τις ζημιές του οχήματος των Εναγόντων όταν αυτό είχε ήδη επιδιορθωθεί και ως εκ τούτου δεν μπόρεσαν να επιθεωρήσουν το όχημα και τις ζημιές του. Κατά την αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόμενων υποστήριξε ότι η ειδοποίηση που στάληκε δεν πληροί τις προυποθέσεις του άρθρου 15 (1) Β και συγκεκριμένα ότι δεν δόθηκε εύλογος χρόνος στην πλευρά των Εναγομένων για να επιθεωρήσει το όχημα των Εναγόντων.
Οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 15 (1) Β έχουν ως ακολούθως:
Προϋποθέσεις για καταβολή αποζημίωσης
15.-(1) Κανένα ποσό δεν πληρώνεται από ασφαλιστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14-
(α) Σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εκτός εάν πριν ή εντός δεκατεσσάρων ημερών από την έναρξη της διαδικασίας στην οποία εκδόθηκε τέτοια απόφαση, ο ασφαλιστής ειδοποιήθηκε γραπτώς για την έγερση της διαδικασίας, ή
(β) σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση που αφορά ζημιά σε περιουσία, εκτός εάν μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε τέτοια απόφαση-
(i) είχε ειδοποιήσει γραπτώς τον ασφαλιστή για την πρόθεση του να υποβάλει απαίτηση, και
(ii) είχε ειδοποιήσει γραπτώς τον ασφαλιστή ώστε να παρέχεται σε αυτόν εύλογος χρόνος για να επιθεωρήσει τη σχετική ζημιά πριν από την επιδιόρθωση της ή την αντικατάσταση οποιωνδήποτε εξαρτημάτων και/ή ανταλλακτικών που υπέστησαν ζημιά
Παρατηρώ ότι η θέση στην οποία κατάληγε η Υπεράσπισης δεν ταυτίζεται με τον δικογραφημένο ισχυρισμό της. Το Δικαστήριο έχει καταλήξει ότι η ειδοποίηση, Τεκμήριο 3 στάλθηκε στους εναγόμενους με τηλεομοιότυπο στις 13/1/2011. Το Δικαστήριο έχει επίσης καταλήξει ότι ο εκτιμητής των Εναγομένων ειδοποιήθηκε από την ασφάλεια των Εναγομένων στις 20/1/2011 και επισκέφθηκε το γκαράζ της εταιρείας ΣΙΑΧΙΝΙ Λτδ την επομένη μέρα για να ανακαλύψει ότι το αυτοκίνητο των Εναγόντων έχει ήδη επιδιορθωθεί. Από τα πιο πάνω ευρήματα επίσης το δικαστήριο έχει καταλήξει ότι την 13/1/2011 όταν ειδοποιήθηκε η ασφάλεια των Εναγομένων το αυτοκίνητο δεν είχε επιδιορθωθεί αφού κατά την ίδια μέρα ειδοποιήθηκε και ο εκτιμητής των Εναγόντων ο οποίος εκτίμησε την ζημιά του οχήματος και ετοίμασε έκθεση.
Συνεπώς ο ισχυρισμός της παραγράφου 2 της Υπεράσπισης καταρρίπτεται. Οι άλλες θέσεις που προβλήθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων σε σχέση με το λεκτικό του Τεκμηρίου 3 , σε σχέση με την παράλειψη ανταπόκρισης από μέρους του ΜΕ 1 στις κλήσεις των Εναγόντων αλλά και η προβληθείσα θέση των Εναγομένων κατά το στάδιο της αγόρευσης ότι δεν δόθηκε στην πλευρά τους εύλογος χρόνος για να επιθεωρήσουν την ζημιά του οχήματος των Εναγομένων δεν θα εξεταστούν αφού αυτοί ουδόλως δικογραφούνται. Εάν το παράπονο των Εναγομένων ήταν ότι η ειδοποίηση που στάλθηκε σε αυτούς δεν πληρούσε τις προυποθέσεις του άρθρου 15 (1) β του νόμου 96(Ι)/2000 ή ήταν ελλειπής ή ελαττωματική, αυτό το παράπονο αποτελεί ένα εντελώς διαφορετικό ισχυρισμό που όφειλαν οι Εναγόμενοι να θέσουν στην Έκθεση Υπεράσπισης ευθέως. Με την υπάρχουσα δικογραφημένη θέση το μόνο που απαιτείτο από την πλευρά των Εναγόντων ήταν να αποδείξουν ότι απέστειλαν την ειδοποίηση απαίτησης πριν επιδιορθωθεί το αυτοκίνητο των Εναγόντων κάτι που έκαναν και για το οποίο το Δικαστήριο έχει καταλήξει σε σχετικά ευρήματα.»
Μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη κρίση. Είναι προφανές ότι με το δικόγραφο της υπεράσπισης, η ειδοποίηση δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση στη βάση του περιεχομένου της ή της επάρκειας της, ώστε να μην πληρούνται οι νομοθετικές προϋποθέσεις, τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν μεταγενέστερα. Το μόνο που προβλήθηκε, ως αναφέρεται ανωτέρω, ήταν ότι οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν να επιθεωρήσουν το όχημα των εφεσιβλήτων, όμως, μετά που αυτό επιδιορθώθηκε. Συνεπώς, με το δικόγραφο των εφεσειόντων, έγινε αποδεκτή η, κατά νόμον απαραίτητη, ειδοποίηση και κατ' επέκταση, η επάρκειά της, εφόσον αυτή δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση άλλως πως. Επομένως, είναι ορθή η κρίση ότι αμφισβήτηση της ειδοποίησης επί μη δικογραφημένης βάσης, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί. Με βάση τα δικόγραφα, τέτοιο θέμα δεν είχε καταστεί επίδικο. Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα των δικογραφημένων θέσεων των εφεσειόντων, επίδικο, όντως, παρέμεινε μόνο το κατά πόσο η ειδοποίηση των εφεσειόντων έγινε πριν την επιδιόρθωση του οχήματος. Ως και η κατάληξη, επί του προκειμένου, του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ουδόλως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, ως οι εφεσείοντες εισηγούνται. Η πρωτόδικη κατάληξη, απόρροια της πιο πάνω ανάλυσης κρίνεται ορθή. Το δε συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ειδοποιήθηκαν πριν την επιδιόρθωση του οχήματος των εφεσιβλήτων, κατέστησε την, κατά νόμον, ευθύνη των εφεσειόντων αναπόφευκτη.
Αβάσιμοι κρίνονται, συνεπώς, και οι λόγοι έφεσης 1 και 3 και, ως τέτοιοι, απορρίπτονται.
Η παρούσα έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, €1.250.-, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.