ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 243/2019)
12 Μαρτίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
Εφεσείοντας/Εναγόμενος 2
v.
ΛΟΥΚΑΣ Ν. ΛΟΥΚΑ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
--------------------------
Ν. Καντάρας για Ρ. Ερωτοκρίτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντα.
Λ. Κούτρα (κα) για Δημήτρης Κούτρας & Λώρα Κούτρα Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσειόντων, κατόπιν αίτησης τους για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Η βάση της αγωγής εναντίον του εφεσείοντα, όπως περιορίστηκε με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την πιο πάνω αίτηση, ήταν η ευθύνη του ως εγγυητής σε γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές που διέπουν το γραμμάτιο συνήθους τύπου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τη θέση των αιτητών - εφεσιβλήτων, όπως υποστηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, ότι το επίδικο έγγραφο αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου. Δεν δέχθηκε την ένσταση του εφεσείοντα ότι είχε καλόπιστη και βάσιμη, με βάση τα γεγονότα, υπεράσπιση, την οποία δικαιούτο να προβάλει κατά τον δέοντα τρόπο κατά την ακρόαση της αγωγής. Εντόπισε τον σχετικό με την πιο πάνω ένσταση του εφεσείοντα, ισχυρισμό του, στην ένορκη δήλωση του και τον παρέθεσε σε περίληψη, στην απόφασή του. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω τον εν λόγω ισχυρισμό, αυτολεξεί:
«Ειδικότερα, την συγκεκριμένη ημερομηνία υπογραφής του από 18/05/2015 ιδιωτικού συμφωνητικού με το οποίο ο υπήκοος Ρωσσίας [VR] αναλαμβάνει να καταλάβει στην δικηγορική εταιρεία ΛΟΥΚΑΣ Ν. ΛΟΥΚΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. το ποσό των €500,000,00 ευρώ, εγώ ευρέθην ουσιαστικά κατά τύχη στον χώρο υπογραφής του συμφωνητικού. Όταν μου εζητήθη να υπογράψω και εγώ, ερώτησα τον λόγο καθώς και τι είδους ευθύνες προκύπτουν για εμένα. Μου δόθηκε η εξήγηση ότι η υπογραφή μου ενέχει την θέση μαρτυρικής επικύρωσης κι μόνο και σε κάθε περίπτωση εγώ δεν είχα καμία ευθύνη ως προς την εξόφληση ή μη των οικονομικών υποχρεώσεων του [VR], ο οποίος ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο. Ούτως εί άλλως βέβαια διευκρίνισα ότι η ατομική μου περιουσία είχε μηδενική αξία αφού είναι ανύπαρκτη στην κυριολεξία. Και πάλι μου δηλώθηκε ότι δεν έχει καμία σχέση η υπογραφή μου με την εξόφληση των αναλαμβανόμενων - με το επίδικο συμφωνητικό - οικονομικών υποχρεώσεων προς την δικηγορική εταιρεία (ΛΟΥΚΑΣ Ν. ΛΟΥΚΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π..Ε.) και δεν αναλάμβανα καμία οικονομική δέσμευση, όπως και η σύζυγός μου.απ' όσα αναφέρω ανωτέρω, απαιτούνται διευκρινίσεις και επεξηγήσεις από τον Ενάγοντα σε πολλά από τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρω.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντα διέπονταν από γενικότητα και αοριστία, η οποία τους στερούσε έρεισμα. Έκρινε περαιτέρω, ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν προσέδιδαν την απαραίτητη λεπτομέρεια, ώστε να μπορούσε να διαπιστωθεί το ζητούμενο στις περιπτώσεις αιτήσεων για συνοπτική απόφαση. Ειδικότερα, σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείοντας δεν ανέφερε ποιος του έδωσε τις διαβεβαιώσεις στις οποίες αναφέρεται για να εισηγηθεί ότι ξεγελάστηκε.
Πρόσφατα, η βασική αρχή που διέπει το ζήτημα της υπεράσπισης σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης, συνοψίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση MUKHTAR MOHAMED AL NWILI v. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017, 9/1/2024:
«Κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ότι η βασική αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωση του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα (CY.E.M.S. Co. v. Central Co-Operative Industries (1982) 1 A.A.Δ. 897, 902-5 και Τrans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, 243-4).
Στη Τrans Middle East Trading (σελ.244) τονίστηκε ότι:
« ... είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».
Ακριβώς γιατί η διαδικασία για συνοπτική απόφαση αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε «κανονική» δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να ασκείται πολύ προσεκτικά και σπάνια (Νεάρχου κ.ά., σελ.824).»
Ειδικότερα όμως, ως προς το εύρος των λεπτομερειών και ως προς τα γεγονότα, τα οποία οφείλει να παραθέσει ο καθ΄ ου η αίτηση σε αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης, παραπέμπω στα λεχθέντα στην υπόθεση Trans Middle East Trading ν. Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 239, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης:
«Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Cooperative Industries Co Ltd (1982) 1 Α.Α.Δ. 897). Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο. »
(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και λαμβάνοντας υπόψη τους πιο πάνω ισχυρισμούς του εφεσείοντα, είμαι της άποψης πως οι εν λόγω ισχυρισμοί, σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν το γραμμάτιο συνήθους τύπου, προβάλουν ή καταδεικνύουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης. Οι πιο κάτω πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 είναι απόλυτα σχετικές με τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο εφεσείων:
«Αμάχητο περιεχόμενο του γραμματίου
80. Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:
Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το παρόν Δικαστήριο)
H απάτη, η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 80 του Κεφ. 149, ορίζεται στο Άρθρο 17 του Κεφ. 149, ως ακολούθως:
«Ορισμός "απάτης"
17.-(1) "Απάτη" περιλαμβάνει οποιαδήποτε από τις πιο κάτω πράξεις οι οποίες διαπράττονται από κάποιο από τους συμβαλλόμενους, ή με τη συγκατάθεση αυτού, ή από τον αντιπρόσωπο του, με σκοπό εξαπάτησης άλλου συμβαλλόμενου ή του αντιπροσώπου του, ή εξώθησης αυτού στη σύναψη σύμβασης-
(α) την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς, από πρόσωπο που δεν πιστεύει ότι αυτό είναι αληθές~
(β) την ενεργό απόκρυψη γεγονότος από πρόσωπο που γνωρίζει το γεγονός ή πιστεύει αυτό~
(γ) υπόσχεση που δόθηκε χωρίς πρόθεση εκπλήρωσης της~
(δ) κάθε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση~
(ε) κάθε πράξη ή παράλειψη που ορίζεται ειδικά από το νόμο ως απάτη.
(2) Απλή σιωπή ως προς γεγονότα, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν τη βούληση προσώπου προς σύναψη σύμβασης, δεν συνιστά απάτη, εκτός αν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε, λαμβανομένων αυτών υπόψη, το πρόσωπο που σιωπά να έχει υποχρέωση να δηλώσει αυτά ή εκτός αν η σιωπή αυτού ισοδυναμεί από μόνη της με δήλωση.»
Εν όψει όλων των πιο πάνω, και εφαρμόζοντας τα νομολογηθέντα στην Trans Middle East Trading, ανωτέρω, είμαι της άποψης, ότι ο εφεσείων έδωσε αρκετές λεπτομέρειες και απεκάλυψε τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση που προβλέπεται ρητώς στο Κεφ. 149 αναφορικά με γραμμάτιο συνήθως τύπου, ως περιγράφεται ανωτέρω. Περαιτέρω, θεωρώ πως δεν μπορεί να λεχθεί ότι είναι αναμφίβολο ότι ο εφεσείων δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Εάν αποδειχθούν οι πιο πάνω αναφερόμενοι ισχυρισμοί του κατά την ακρόαση της διαδικασίας, ενδεχομένως να στοιχειοθετούν απάτη που να αποτελεί υπεράσπιση βάσει των πιο πάνω προνοιών του Κεφ. 149.
Διαφωνώ με την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσείοντας δεν έδωσε λεπτομέρειες ως προς την ταυτότητα του προσώπου που κατ' ισχυρισμό προέβη στις πιο πάνω ενέργειες πριν αυτός υπογράψει το επίδικο γραμμάτιο.
Σημειώνω ότι με τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση για έκδοση απόφασης από πλευράς εφεσιβλήτων, υπήρχε ήδη αναφορά σε μόνο δύο πρόσωπα, τα οποία ήταν παρόντα κατά την επίδικη συνάντηση όπου υπεγράφη το γραμμάτιο και ένας εξ αυτών περιγράφεται ως συνεργάτης των εφεσιβλήτων με πλήρη γνώση των γεγονότων της υπόθεσης. Επομένως, υπήρχε ήδη αρκετή λεπτομέρεια ως προς τις περιστάσεις της υπογραφής του επίδικου εγγράφου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την οποία ο εφεσείοντας δεν αντέκρουσε.
Υπό αυτή την έννοια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές που διέπουν το γραμμάτιο συνήθους τύπου, και συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Ως εκ τούτου, η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης καθίσταται αχρείαστη.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα. Η αίτηση για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται και δίδεται άδεια στον εφεσείοντα να καταχωρίσει την υπεράσπιση του στην αγωγή, εντός 14 ημερών από σήμερα. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.
Επιδικάζονται €3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.