ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 235/2018)
14 Μαρτίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσείοντα /Ενάγοντα
και
ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ άλλως ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΟΥΤΣΑ
Εφεσίβλητου /Εναγόμενου
------------------------------
K. Ανδρέου για Κύπρος Ανδρέου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Α. Κόνιας για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από
τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 31/5/2018 με την οποία απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα/ενάγοντα με έξοδα εναντίον του και υπέρ του εφεσίβλητου/εναγομένου.
Αφορμή για την καταχώρηση της αγωγής ήταν η σύγκρουση της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε ο εφεσείων με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, στην Ορμήδεια, παρά την συμβολή των οδών Καλλένου και Λεωφόρου Λάρνακος στις 13/10/2012. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι αποκλειστικός υπαίτιος για την πρόκληση του ατυχήματος ήταν ο εφεσίβλητος και το αντίστροφο, προσθέτοντας:
«Ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι από την σύγκρουση, υπέστη ζημιές και τραυματισμούς και ζητεί ειδικές και γενικές αποζημιώσεις από τον εναγόμενο. Όπως θα αναφανεί με λεπτομέρεια πιο κάτω, ο εναγόμενος αμέσως μετά την πρόκληση του ατυχήματος πήρε με το αυτοκίνητο του τον ενάγοντα στο Γεν. Νοσοκομείο Λάρνακος και η μοτοσυκλέτα του ενάγοντα απομακρύνθηκε από την σκηνή του ατυχήματος. Περαιτέρω, ο γιος του ενάγοντα ο οποίος έσπευσε στην σκηνή μετά το ατύχημα κατ΄ισχυρισμό ανέφερε στην Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας (στο εξής «ΑΒΒΔ»), που ήρθε καθήκοντως στη σκηνή του ατυχήματος, ότι ο ενάγοντας ζαλίστηκε και έπεσε μόνος του από τη μοτοσυκλέτα του, λόγω του ότι υπέφερε από ζάχαρο και πίεση. Ως εκ των πιο πάνω, αφενός δεν υπήρχαν οχήματα στην σκηνή του ατυχήματος όταν η ΑΒΒΔ επισκέφθηκε το μέρος και αφετέρου λόγω του πιο πάνω ισχυρισμού του γιου του ενάγοντα, οι εν λόγω αστυνομικοί δεν θεώρησαν ότι έπρεπε να διερευνήσουν περίπτωση οδικού ατυχήματος, δεν ετοίμασαν ολοκληρωμένο σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος και ούτε διερεύνησαν αυτό ολοκληρωμένα. Ως αποτέλεσμα της, κατ΄ ισχυρισμό, ελλιπούς διερεύνησης του ατυχήματος από την ΑΒΒΔ και του ισχυρισμού ότι ο ενάγοντας μόνος του έπεσε από την μοτοσιλέτα του, η ασφαλιστική εταιρεία του εναγόμενου αρνείται να καταβάλει στον Ενάγοντα οποιεσδήποτε αποζημιώσεις. Έτσι, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.»
Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε πέντε μάρτυρες ενώ η πλευρά του εφεσίβλητου τέσσερεις. Για την πλευρά του εφεσείοντα έδωσαν μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσείων (ΜΕ1), η σύζυγος του (ΜΕ2), ο γιος του (ΜΕ3), ο ΜΕ4, ειδικός ακτινολόγος, και ο ΜΕ5, ειδικός ορθοπεδικός χειρούργος, ενώ για τον εφεσίβλητο οι ΜΥ1 και ΜΥ3, αστυνομικοί των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας, ο ίδιος ο εφεσίβλητος (ΜΥ2) και ο ΜΥ4, ειδικός ορθοπεδικός χειρούργος.
Μετά την παράθεση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της. Όσον αφορά την αξιοπιστία του εφεσείοντα σημείωσε κατ΄αρχάς ότι η μαρτυρία του στερείτο θετικότητας και σαφήνειας. Στη συνέχεια όμως ανέφερε ότι έκρινε τον ενάγοντα γενικά ως ειλικρινή μάρτυρα, όμως τα λεγόμενα του δεν παρείχαν στέρεη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων είτε ως προς το σημείο σύγκρουσης είτε ως προς τον τρόπο και συνθήκες όπου επεσυνέβη το ατύχημα. Η ΜΕ2 άφησε θετική εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο την έκρινε ως αξιόπιστη μάρτυρα σε σχέση με τα όσα είχε πρωτογενή γνώση, σημειώνοντας παράλληλα ότι η συμβολή της μαρτυρίας της στα επίδικα θέματα ήταν περιορισμένη. Αξιόπιστους μάρτυρες έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο και τους ΜΥ4 και ΜΕ5 τους οποίους θεώρησε εμπειρογνώμονες γιατρούς της ειδικότητας τους. Υπέδειξε ότι οι δύο μάρτυρες συμφωνούσαν ως προς τα τραύματα που υπέστη ο εφεσείων, διαφωνούσαν όμως ως προς τις επιπτώσεις των τραυμάτων που ο εφεσείων υπέστη κατά τη σύγκρουση καταλήγοντας, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία οποιουδήποτε από αυτούς. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε καθ΄ολοκληρία την ιατρική μαρτυρία του ΜΕ4 τον οποίο επίσης θεώρησε ως εμπειρογνώμονα. Ο εφεσίβλητος δεν άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο που δεν δέχθηκε την μαρτυρία του για τους λόγους που εξηγεί. Αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο άφησε και ο ΜΕ3 του οποίου τη μαρτυρία δεν δέχθηκε, για τους λόγους που επίσης εξηγεί, η οποία εν πάση περιπτώσει ερχόταν σε αντίθεση με την μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ3 της ΑΒΒΔ η οποία έγινε αποδεκτή, αφού τους έκρινε αξιόπιστους μάρτυρες.
Με βάση τα πιο πάνω το Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα ως ακολούθως:
«Στις 13/10/12 και παρά την συμβολή των οδών Καλλένου και Λεωφ. Λάρνακος, παρά τη γέφυρα Καλλένου, στην Ορμήδεια επισυνέβη τροχαίο ατύχημα μεταξύ της μοτοσικλέτας που οδηγούσε ο ενάγοντας με αρ. εγγραφής [ ], με το αυτοκίνητο του εναγόμενου με αρ. εγγραφής [ ] μάρκας [ ].
Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, ο ενάγοντας έπεσε από τη μοτοσυκλέτα του και τραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας την ίδια μέρα από τον εναγόμενο, όπου διαπιστώθηκε ...................................
Ο εναγόμενος[1] ανέφερε στον ΜΥΙ που έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος ότι δεν έγινε οποιοδήποτε ατύχημα και ότι ο ενάγοντας λόγω προβλημάτων υγείας έπεσε μόνος του από τη μοτοσυκλέτα του.
Ο ενάγοντας και εναγόμενος είναι μεταξύ τους συγγενείς και οι σχέσεις τους είναι μέχρι σήμερα καλές. Ο εναγόμενος είπε στη σύζυγο του ενάγοντα, κατόπιν του ατυχήματος, ότι δεν είδε τον ενάγοντα, ότι τον τύφλωσε ο ήλιος, ότι πήρε τη στροφή ανοιχτά και ότι ο ενάγοντας ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα έκανε κακό.»
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην παράθεση της νομικής πτυχής και των συμπερασμάτων του αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Είναι αξίωμα της νομολογίας μας, ως αναφέρθηκε στην Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκή Τράπεζα (2001) Ι (Γ) Α.Α.Δ. 1858, στη σελ. 1868, ότι:
«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του
αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence, 14th Editiοn, para 4-38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας).»
Το ότι ο Εναγόμενος δεν ήταν σε θέση να καταδείξει πειστικά το σημείο στο οποίο έγινε η σύγκρουση ή και τον τρόπο με τον οποίο επισυνέβη το ατύχημα, σε συνδυασμό αφενός με την αναξιοπιστία του εναγόμενου, υπό την έννοια ότι δεν μπορώ να βασισθώ ούτε στου εναγόμενου τα λεγόμενα ώστε να προκύψει, συνδυαστικά έστω, οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης ή τρόπος επενέργειας του ατυχήματος, και αφετέρου στην απουσία σχεδιαγραφήματος της σκηνής του ατυχήματος από την ΑΒΒΔ, καταλήγω στο ότι η πλευρά του ενάγοντα δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων πως επισυνέβη η σύγκρουση, πόσο μάλλον ότι αποκλειστικά υπαίτιος για αυτήν ήταν ο εναγόμενος.
Ως έχει νομολογηθεί, οποιοδήποτε σχεδιαγράφημα σκηνής ατυχήματος είναι πραγματική μαρτυρία και αποτελεί στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας τους. Αποτελεί περαιτέρω σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος (βλ. μεταξύ άλλων Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 160, Κονναρή Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 267, Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1362 και Α/φοί Παπαλαζάρου Λτδ v. Σοφοκλή Μιχαήλ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1388). Εν προκειμένω, δεν έγινε σχεδιαγράφημα της σκηνής του ατυχήματος από την ΑΒΒΔ και έτσι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να βασιστεί σε αυτό ώστε να καταλήξει σε σαφή ευρήματα. Το πρόχειρο σχέδιο που υπάρχει συνημμένο στην αστυνομική έκθεση της ΑΒΒΔ, Τεκμήριο 7, στο οποίο δεικνύεται μόνο η συμβολή των οδών όπου έγινε η σύγκρουση, δεν είναι ικανό, ούτε κατά το ελάχιστο, να παρέχει οποιαδήποτε καθοδήγηση στο Δικαστήριο ως προς το ζητούμενο.
Ούτε μπορεί το σημείο σύγκρουσης να προκύψει σαφώς, αποκλειστικά μέσα από την αξιόπιστη μαρτυρία των ΜΥΙ και ΜΥ3 αναφορικά με τις ζημιές επί των δύο εμπλεκομένων οχημάτων. Οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα θα ήταν ακροσφαλής, αφού οι ζημιές, ως στατικό αποτέλεσμα μίας σύγκρουσης, δεν μπορούν από μόνες τους να καταδείξουν τα αίτια της.
Εφόσον δεν προέκυψαν μέσα από την αξιόπιστη μαρτυρία οι λεπτομέρειες της σύγκρουσης, ήτοι το σημείο σύγκρουσης, οι ακριβείς πορείες και οι ταχύτητες των δύο οχημάτων πριν τη σύγκρουση, οι τελικές θέσεις των οχημάτων μετά τη σύγκρουση, πότε ο ένας οδηγός είδε τον άλλο για πρώτη φορά και πως ο καθένας ενήργησε όταν είδε τον άλλο για πρώτη φορά, με οδηγεί στο ότι η πλευρά του ενάγοντα δεν απέδειξε ως όφειλε, ήτοι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η σύγκρουση.
Ελλείπει, ουσιαστικά, η βάση επί της οποίας το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξάξει ασφαλή συμπεράσματα και να κρίνει την υπόθεση.»
Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, ο οποίος δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της αγωγής, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε το σημείο σύγκρουσης. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται πως ο εφεσείων, που κρίθηκε ειλικρινής μάρτυρας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρθηκε με σαφήνεια στις συνθήκες του ατυχήματος και της σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Αναφέρεται επίσης ότι υπήρξε κοινή θέση των διαδίκων ότι η σύγκρουση των δύο οχημάτων επεσυνέβη στο συγκεκριμένο δρόμο και ότι από τη σύγκρουση τραυματίστηκε ο εφεσείων. Ο εφεσίβλητος, που ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναξιόπιστος μάρτυρας, πρόβαλε θέσεις κατά την αντεξέταση του που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς και τη θέση του εφεσείοντα. Αναφέρεται τέλος ότι τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε μέσα από την αξιόπιστη μαρτυρία σε ασφαλές συμπέρασμα για το σημείο σύγκρουσης. Υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε όλα τα στοιχεία και μαρτυρίες, το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, τις γραπτές καταθέσεις στην αστυνομία, τις ζημιές των εμπλεκόμενων οχημάτων, τις πορείες και ταχύτητες τους, γεγονότα ικανά για να καταλήξει σε εύρημα για την αιτία και τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο υπαίτιος πρόκλησης της σύγκρουσης των δύο οχημάτων. Υποστηρίζεται ότι από την ανάλυση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και ειδικότερα της αντεξέτασης του, διαπιστώνεται ξεκάθαρα η αδιαφορία που επέδειξε και η αμέλεια του για την πρόκληση της σύγκρουσης. Ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι ενώ είδε τον εφεσείοντα και τη μοτοσυκλέτα του σε απόσταση 20 μέτρων και είχε πλήρη ορατότητα, δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια ή ελιγμό αποφυγής της σύγκρουσης. Ο εφεσίβλητος υπέδειξε σημείο σύγκρουσης στη λωρίδα κατεύθυνσης του το οποίο το Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει. Υποστηρίζεται ακόμα ότι ακόμη και στην περίπτωση που η εκδοχή του εφεσίβλητου, ο οποίος κρίθηκε αναξιόπιστος, ευσταθούσε, ότι δηλαδή το σημείο σύγκρουσης ήταν στη λωρίδα κυκλοφορίας του και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν καταλόγισε ευθύνη στον εφεσίβλητο αφού με βάση τις αναφορές του, είδε τον εφεσείοντα από μεγάλη απόσταση, χωρίς να προβεί σε ενέργειες ή ελιγμό αποφυγής της σύγκρουσης.
Συναφής με τους πιο πάνω είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα που δεν συνάδουν με τη μαρτυρία. Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης αναφέρεται ότι παρόλο που η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε ειλικρινής και αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο σχεδόν στο σύνολο της, το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα που δεν βασίζονταν στη μαρτυρία αυτή ενώ θα μπορούσε με ορθή αξιολόγηση και λογική συνάρτηση των γεγονότων να καταλήξει σε ευρήματα για την ευθύνη του εφεσίβλητου στην πρόκληση του δυστυχήματος.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η σύγκρουση και εσφαλμένα απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντα. Υποστηρίζεται ότι ο εφεσείων μέσα από την ειλικρινή και αξιόπιστη μαρτυρία των μαρτύρων του απέδειξε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων τη σύγκρουση, τους τραυματισμούς και την ευθύνη του εφεσίβλητου για την πρόκληση του ατυχήματος και επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις του εφεσείοντα.
Οι λόγοι έφεσης 1 έως 5 αφορούν την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του ως επίσης τα ευρήματα και συμπεράσματα του και θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.
Στην απόφαση μας Παπαλλής ν. Ζαχαρίου κ.α. Πολ. Έφεση Αρ. 365/2018 ημερ. 29/3/2024 επαναλάβαμε τον νομολογιακό κανόνα ότι:
«το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.»
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Σχετικές είναι μεταξύ άλλων και οι Χ' Μάρκου v. Widehorizon (Cap. Market) Ltd (2010) 1(Α) A.A.Δ. 108, Αυξεντίου v. Δίγκλη (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1367, T.J.S. Enterpr. Ltd v. Λαικής Κυπρ. Τράπ. (Χρηματ.) Λτδ (2005) 1 (A) Α.Α.Δ.108.
Βασικό επιχείρημα της πλευράς του εφεσείοντα ήταν ότι αυτός κρίθηκε ειλικρινής και αξιόπιστος μάρτυρας από το Δικαστήριο. Όπως έχουμε αναφέρει στην σχετικά πρόσφατη απόφαση μας Ευθυμίου ν. Τταντής, Πολιτική Έφεση Αρ.90/2018 ημερ. 11/10/2024, ο δικαστικός λόγος απαιτεί ευκρίνεια και βεβαιότητα ως προς την κατάληξη τόσο ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων όσο και των υπολοίπων πτυχών της υπόθεσης. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε αρχικά σε σχέση με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, ότι αυτή στερείτο θετικότητας και σαφήνειας αφού δεν συγκεκριμενοποίησε και ούτε μπόρεσε να εξηγήσει με ακρίβεια, έστω και περιφραστικά, ούτε το σημείο σύγκρουσης, ούτε σε ποια χρονική στιγμή τοποθετεί το ατύχημα. Αν έγινε, δηλαδή τη στιγμή που έστριβε προς την γέφυρα Καλλένου ή αν έγινε μετά που έστριψε και βρέθηκε επί της γέφυρας. Δεν κατέστησε επίσης σαφές εάν την ώρα της σύγκρουσης διατηρούσε λοξή ή ευθεία πορεία και αν κινήθηκε στη λωρίδα που κινείτο το όχημα του εναγομένου ή στη δική του πορεία. Αναφέρθηκε ακόμα σε αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις του εφεσείοντα ότι δηλαδή ανέφερε αφενός ότι το ατύχημα επεσυνέβη «πάνω στο αλτ», θέση που εν πάση περιπτώσει ήταν ασαφής και στη συνεχεία όμως ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος δεν σταμάτησε στο αλτ και του κτύπησε υποδηλώνοντας ότι η σύγκρουση επεσυνέβη μετά το αλτ. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η σύγκρουση επεσυνέβη στη δική του λωρίδα κυκλοφορίας και είδε από απέναντι του το όχημα του εφεσίβλητου, ερχόταν σε αντίθεση με έτερο ισχυρισμό του πως κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ο ίδιος έστριβε δεξιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν κατόρθωσε με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του να καταλήξει σε σημείο σύγκρουσης. Όπως επίσης αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Απαντούσε πολλές φορές με υποθέσεις βάζοντας ερωτηματικά στο τέλος των απαντήσεων του δεικνύοντας ότι δεν ήταν σίγουρος για τα λεγόμενα του. Επίσης προέβαινε σε δευτέρου βαθμού συμπεράσματα, δηλαδή έβγαζε συμπεράσματα όχι μέσα από γεγονότα τα οποία γνώριζε θετικά, αλλά μέσα από θέσεις που συμπέραινε ή πίστευε. Χαρακτηριστικό της ασάφειας των απαντήσεων του είναι το εξής απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Ε. Και μάλλον ξέρεις ότι εκείνη η οδός που έγινε το δυστύχημα λέγεται Καλλένου;
Α. Ναι
Ε. Οδός Καλλένου;
Α. Ναι, έτσι νομίζω.
E. Έτσι νομίζεις. Το δυστύχημα έγινε μέσα στήν Καλλένου, σωστά;
Α. Που εν η πεζίνα εν ποτζίή και η οδός εν ποδά.
E. Τον δρόμο που πηγαίνεις ττρος το «Ρομάντζο» ξέρεις τον και λέγεται οδός Καλλένου;
Α. Ούτε το ξέρω τούτο.
E. Όταν εσύ είδες τον Ανδρέα να έρχεται από πάνω τον Εναγόμενο εκράτεν την πλευρά του;
Α. Αν εκράτεν την πλευρά δεν ήταν να έρτει να με κτυπήσει.
E Όταν το είδες για πρώτη φορά, αυτό λέω.
Α. Είδα μια αμαθκιά είδα ένα αυτοκίνητο που ήταν κάτω.
Ε. Όταν τον είδες εσύ ήταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου; Και εσύ ήσουν αριστερά;
Α. Είπα σου μόλις έστριψα να πάω πάνω είδα τον που έρχετουν, ήσιε να σουμάρω εκείνη την ώρα πάνω στο φο μου που ήταν το αυτοκίνητο του Ανδρέα; Είπα να κάμει σιγά λαλώ να σταθεί, δεν θα μου κτυπήσει.»
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη κρίνουμε ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έκρινε τον εφεσείοντα «γενικά ως ειλικρινή μάρτυρα» είναι ατυχής αφού στη συνέχεια αναφέρει ότι τα λεγόμενα του δεν παρείχαν στέρεη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων είτε ως προς το σημείο σύγκρουσης είτε ως προς τον τρόπο και τις συνθήκες που επεσυνέβη το ατύχημα, στοιχεία που θεώρησε απολύτως απαραίτητα για την διαμόρφωση της κρίσης του επί της υπόθεσης.
Παρά την πιο πάνω ατυχή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διαπιστώνουμε σφάλμα επί της ουσίας της αξιολόγησης, ούτε και οποιοδήποτε σφάλμα σε σχέση με τα συμπεράσματα του.
Η φτωχή ποιοτικά μαρτυρία του εφεσείοντα, είχε ως αποτέλεσμα να αποτύχει να υποδείξει ή εξηγήσει το σημείο που έγινε η σύγκρουση ή τον τρόπο και τις συνθήκες που επεσυνέβη το ατύχημα. Τούτο διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο ως προς την αδυναμία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με το επίδικο ατύχημα και την επίρριψη ευθύνης για αυτό σε οποιοδήποτε από τους εμπλεκόμενους οδηγούς. Όπως περαιτέρω επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να βασιστεί με ασφάλεια στα όσα ο εφεσείοντας ανέφερε στην κατάθεση του στην ΑΒΒΔ και να εξάξει ασφαλή συμπεράσματα αφού αυτή κατατέθηκε από πλευράς εφεσίβλητου κατά την παρουσίαση της υπόθεσης του, μετά το τέλος της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο ο τελευταίος δεν είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί για το περιεχόμενο της κατάθεσης του, δηλαδή να το σχολιάσει, να το επιβεβαιώσει, να το απορρίψει ή να το εξειδικεύσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το περιεχόμενο της κατάθεσης αυτής να παραμείνει μέχρι τέλους εξακοής μαρτυρία στην οποία δεν δόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα. Εν πάση περιπτώσει, υποδεικνύουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι ακόμη και αν το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης αξιολογείτο κατ΄ουσίαν, δεν προκύπτουν μέσα από αυτό σαφέστερες ή λεπτομερέστερες θέσεις του εφεσείοντα σε σχέση με το επίδικο ατύχημα.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ο εφεσείοντας δεν κρίθηκε στην ουσία ως ειλικρινής μάρτυρας ούτε κρίθηκε ως αξιόπιστος και οι σχετικές εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα δεν γίνονται δεκτές. Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι υπήρχε απουσία σχεδιαγράμματος της σκηνής από την ΑΒΒΔ που θα αποτελούσε πραγματική μαρτυρία και θα αποτελούσε στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας τους (βλ. Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 160, Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 267, Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1362 και Α/φοί Παπαλαζάρου Λτδ ν. Μιχαήλ (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1388). Κατατέθηκε ενώπιον του μόνο ένα πρόχειρο σχέδιο στο οποίο δεικνύεται μόνο η συμβολή των οδών όπου έγινε η σύγκρουση. Η πραγματική μαρτυρία επομένως στην παρούσα υπόθεση ήταν ουδέτερη και δεν μπορούσε να βοηθήσει ουσιωδώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας για τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το ατύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης, ορθά, ότι το σημείο σύγκρουσης, δεν μπορούσε να προκύψει σαφώς αποκλειστικά μέσα από τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ3 αναφορικά με τις ζημιές επί των δύο εμπλεκόμενων οχημάτων, αφού μια τέτοια απόπειρα θα ήταν ακροσφαλής. Η υπόδειξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως λόγω του ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν σε θέση να καταδείξει πειστικά το σημείο το οποίο έγινε η σύγκρουση ή και τον τρόπο με τον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα, σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία του εφεσίβλητου, δεν μπορούσε να προκύψει συνδυαστικά έστω, οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης ή ο τρόπος με τον οποίο έγινε το ατύχημα, ήταν επίσης ορθή. Μέσα από την αξιόπιστη μαρτυρία δεν προέκυπταν λεπτομέρειες της σύγκρουσης, ήτοι το σημείο σύγκρουσης, οι ακριβείς πορείες και οι ταχύτητες των δύο οχημάτων πριν από τη σύγκρουση, πότε ο ένας οδηγός είδε τον άλλο για πρώτη φορά και πώς αντέδρασε ο καθένας από αυτούς και οι τελικές θέσεις των οχημάτων μετά τη σύγκρουση.
Επομένως, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν απέδειξε ως όφειλε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις.
Η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει καταφέρει να καταδείξει ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο (βλ. μεταξύ άλλων Χ΄ Μάρκου (ανωτέρω), T.J.S. Enterpr. Ltd (ανωτέρω) και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150).
Ορθή ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αγωγή στην απουσία βάσης επί της οποίας θα μπορούσε να εξάξει ασφαλή συμπεράσματα και να κρίνει την υπόθεση.
Τα όσα συναφώς αναφέρει η πλευρά του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης της στερούνται στέρεας βάσης και βασίζονται σε υποθετικά σενάρια και δεν γίνονται αποδεκτά.
Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 έως 5 απορρίπτονται.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.400 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.