ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 228/2023)
26 Μαρτίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσείοντας,
v.
ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Τζ. Κωνσταντίνου για Δ. Σύζινος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Οικογενειακό Δικαστήριο - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - απέρριψε, με έξοδα, αίτηση του εφεσείοντα, που καταχώρισε εναντίον της πρώην συζύγου του, εφεσίβλητης, με την οποία ζήτησε το 1/2 μερίδιο επί ακινήτου το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι της εφεσίβλητης. Διαζευκτικά, ζήτησε το ποσό των €112.500,00 στη βάση του ότι επήλθε αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης λόγω αποκλειστικής συνεισφοράς του εφεσείοντα. Στην πορεία, κατόπιν παραδεκτού γεγονότος ότι το ακίνητο μεταβιβάστηκε στην εφεσίβλητη από τη μητέρα της, η ισχυριζόμενη αύξηση της περιουσίας περιορίστηκε στο κτήριο που υπήρχε εντός του ακινήτου. Το διεκδικούμενο κτήριο αποτελείται από μία ισόγεια και μία ανώγεια κατοικία, περιλαμβανομένων του εξοπλισμού, της επίπλωσης και των εξόδων ανακαίνισης. Η δικογραφημένη υπερασπιστική γραμμή της εφεσίβλητης έγκειτο στο ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάστασης, δεν υπήρχε αύξηση της περιουσίας της στο προαναφερόμενο κτήριο, καθ' ότι αυτό είχε ανεγερθεί, επιπλωθεί και εξοπλιστεί από τους γονείς της πριν γνωρίσει και νυμφευθεί τον εφεσείοντα.
Με πέντε λόγους έφεσης, ο εφεσείοντας αμφισβητεί την ορθότητα της προαναφερόμενης απόφασης. Ειδικότερα, θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, εφαρμόζοντας ή ερμηνεύοντας τη νομολογία και τη νομοθεσία, παρέλειψε να εφαρμόσει το μαχητό τεκμήριο της συνεισφοράς του 1/3 (πρώτος λόγος έφεσης), ότι, εφαρμόζοντας λανθασμένα τη νομολογία και τη νομοθεσία, απέρριψε την αίτηση του (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ατελής και αδικαιολόγητη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του μαρτυρία που δόθηκε χωρίς ένσταση και δεν της έδωσε τη δέουσα ή την ορθή βαρύτητα (τέταρτος λόγος έφεσης) και ότι κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα ως προς το πότε αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε η επίδικη περιουσία.
Πριν εξετάσουμε έκαστον λόγο έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε σχετικά αποσπάσματα, από την εκκαλούμενη απόφαση, μέσα από τα οποία αναδύεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο το οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προηγουμένως παρέθεσε την ουσία της μαρτυρίας που προσφέρθηκε για την υποστήριξη της αίτησης, προβληματίστηκε ως ακολούθως:
«Τι από τα πιο πάνω να πιστέψω; Το μη δικογραφημένο ισχυρισμό του Αιτητή, ότι το επίδικο κτίριο ήταν κτισμένο μέχρι το σκελετό και με τη δική του αποκλειστικά συμβολή προχωρεί η κατασκευή του από το 1985, χρόνο τέλεσης του αρραβώνα του με την Καθ' ης η αίτηση και μετά;
Το δικογραφημένο ισχυρισμό του Αιτητή, ότι το επίδικο κτίριο ανεγέρθηκε εξ ολοκλήρου από τον ίδιο κατά την έγγαμη συμβίωσή τους, δηλαδή από τις 31/7/1986, ημερομηνία τέλεσης του γάμου του με την Καθ' ης η αίτηση και μετά;
Την αναφορά που γίνεται στην έκθεση εκτίμησης (ΤΕΚ 5) και φαίνεται να πρόκειται για πληροφορία που ο ίδιος ο Αιτητής έδωσε στον εκτιμητή ΜΑ7, ότι «το κτίριο έχει ανεγερθεί το 1980 μέχρι τη φάση του σκελετού .. όπου παρέμεινε σ' αυτό το στάδιο για περίπου 7 χρόνια» δηλαδή μέχρι το 1987 περίπου και αποπερατώθηκε στη συνέχεια;
Τη θέση του Αιτητή, πως όταν γύρισαν με την Καθ' ης η αίτηση από την Αγγλία το 1987 το σπίτι τους δεν ήταν τελειωμένο και το πιο σημαντικό δεν ήταν συνδεδεμένο με την ΑΗΚ, ενώ το ΤΕΚ 4, που ο ίδιος κατέθεσε και αποτελεί τη μόνη πραγματική μαρτυρία, αποδεικνύει που η σύνδεση αυτή έγινε στις 17/11/1986;
Προβληματισμό ως προς το συγκεκριμένο θέμα εγείρουν επίσης και οι μαρτυρίες των ΜΑ3, 5, 2 και 4. Δεν μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς το χρόνο που εργάστηκαν στο επίδικο κτίριο, δηλώνουν όμως, όλοι ανεξαιρέτως, ότι το σπίτι δεν ήταν τελειωμένο στο χρόνο αυτό, ο οποίος χρόνος κυμαίνεται από το 1985 μέχρι και το 1988, καθώς και το ακριβές ποσό που πληρώθηκαν.
Αντίθετα η Καθ' ης η αίτηση, σε σύμπνοια με το δικόγραφό της, κατά τη μαρτυρία της ανέφερε επανειλημμένα ότι το επίδικο κτίριο ανεγέρθηκε, εξοπλίστηκε και επιπλώθηκε πολύ πριν γνωρίσει τον Αιτητή και αποτελούσε την προίκα που της έδωσαν οι γονείς της. Επιστρέφοντας από την Αγγλία όπου πήγαν για να γεννήσει, έμειναν μόνο μια μέρα στο σπίτι των γονιών του Αιτητή και την επομένη εγκαταστάθηκαν στη συζυγική κατοικία.
.....................................
Ό,τι εξάγεται από τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας του Αιτητή και των μαρτύρων του, είναι η αδυναμία του Δικαστηρίου να βασιστεί σε τέτοιας ποιότητας μαρτυρία, η οποία είτε συγκρούεται σε βασικά σημεία της είτε αυτοαναιρείται ή αλληλοσυγκρούεται η μια με την άλλη.
Για όλους τους λόγους που έχω προηγουμένως εξηγήσει, τόσο νομικούς όσο και δικονομικούς, αλλά και λόγους ουσίας - ποιότητας - μαρτυρίας - η εκδοχή του Αιτητή για αύξηση της περιουσίας της Καθ' ης η αίτηση κατά το επίδικο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού, των επίπλων και της ανακαίνισής του, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Ως προς την τελευταία, την ανακαίνιση δηλαδή, επισημαίνεται αρχικά η διάσταση που υπάρχει μεταξύ της αίτησης, όπου κατά τον Αιτητή στοίχισε €5,100 (παράγρ. 15) και της έγγραφης δήλωσής του (ΤΕΚ 1) όπου κατά τον Αιτητή και πάλι στοίχισε £5,100 [(£3,000 + £2,100) (παράγρ. 21)]. Πέραν αυτών των συγκεχυμένων και πάλιν αναφορών σε τίποτε άλλο συγκεκριμένο δεν αναφέρθηκε ο Αιτητής και κανένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο κατέθεσε. Όπως δε συνέβη και με την υπόλοιπη τεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία από την πλευρά του και εδώ παρατηρείται η απουσία προσδιορισμού του χρόνου που αυτή έγινε. Το γεγονός αυτό θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας καθώς συνδυάζεται με τις δηλώσεις του ίδιου του Αιτητή αναφορικά με τις απολαβές του παράγρ. 17 (ΤΕΚ 1) και τις υποχρεώσεις που ισχυρίζεται ότι μ' αυτές τις απολαβές κάλυπτε, παράγρ 18 (ΤΕΚ 1), έχοντας μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι οι διάδικοι είχαν πέντε παιδιά.
Για το θέμα της ανακαίνισης υπάρχει και η δικογραφημένη θέση της Καθ' ης η αίτηση, την οποία επανέλαβε και κατά την κυρίως εξέτασή της (παράγρ. 18, ΤΕΚ 9), ότι αυτή την πλήρωσε, θέση για την οποία δεν αντεξετάστηκε.
Περαιτέρω, για την αξίωση του Αιτητή ως προς τον εξοπλισμό και την επίπλωση του επίδικου ακινήτου, πρέπει να λεχθεί ότι ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Και τούτο γιατί ο Αιτητής παρέλειψε να δικογραφήσει τα αντικείμενα που αποτελούσαν τον εξοπλισμό και την επίπλωση καθώς και το κόστος αγοράς του καθενός από αυτά και ακολούθως να προσκομίσει μαρτυρία εκτιμητή για να αποδείξει την αξία τους στο χρόνο της διάστασης. (Τζ. Σοφοκλέους ν. Π. Σοφοκλέους (2005) 1 ΑΑΔ 1030).
Αντίθετα, προτιμητέα είναι η εκδοχή της Καθ' ης η αίτηση, της οποίας η μαρτυρία υπήρξε καθαρή, σταθερή, συνεπής και θετική, χωρίς αντιφάσεις ή αλληλοσυγκρουόμενους ισχυρισμούς επί τω ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε την προίκα της και ανεγέρθηκε, επιπλώθηκε και εξοπλίστηκε από τους γονείς της πριν γνωρίσει και παντρευτεί τον Αιτητή.»
Με αναφορά στην αιτιολογία έκαστου λόγου έφεσης, και τις θέσεις των διαδίκων, όπως τις ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους, μέσα από τα περιγράμματα αγόρευσης, προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης.
Θέσεις που υποστηρίζουν τον πρώτο λόγο έφεσης συνίστανται στο ότι (α) ενώ όλη η μαρτυρία έτεινε να καταδείξει πως η οικία δεν ήταν αποπερατωμένη, και παρ' ότι το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ως προς την απόδειξη της συγκεκριμένης συνεισφοράς του, παρέλειψε να ασχοληθεί με το μαχητό τεκμήριο συνεισφοράς του 1/3, ως προνοείται στο Άρθρο 14(2) του Ν. 232/91, και (β) παρέλειψε να ασχοληθεί με το εν λόγω μαχητό τεκμήριο, παρ' ότι η εφεσίβλητη δεν έδωσε καμία άλλη συγκεκριμένη μαρτυρία.
Και οι δύο προαναφερόμενες θέσεις του εφεσείοντα κρίνονται ανεδαφικές. Κατ' αρχάς, με τις θέσεις του, ο εφεσείοντας παραγνωρίζει το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, εντόπισε αδυναμίες στη μαρτυρία του, τις οποίες υπέδειξε, καθώς επίσης, αναφέρθηκε και σε αδυναμίες της μαρτυρίας των υπόλοιπων μαρτύρων που ο εφεσείοντας κλήτευσε, ειδικότερα σε ότι αφορά στον χρόνο που έγιναν οι εργασίες, και ουσιαστικά δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία και εκδοχή της εφεσίβλητης, και δη ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε την προίκα της και ανεγέρθηκε, επιπλώθηκε αλλά και εξοπλίστηκε από τους γονείς της πριν γνωρίσει, και παντρευτεί, τον εφεσείοντα. Επισημαίνεται ότι πρόκειται για εύρημα και συμπέρασμα, προϊόν της αξιολόγησης της μαρτυρίας, και άμεσα συνυφασμένων με αυτήν, ζήτημα για το οποίο, όμως, δεν εγείρεται λόγος έφεσης. Συνεπώς, δεδομένου του προαναφερόμενου ευρήματος, και συμπεράσματος δεν υπήρχε υπόβαθρο, πλέον, για το πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε να ασχοληθεί με το μαχητό τεκμήριο του 1/3. Εφ' όσον η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν προσβάλλεται, το θέμα σταματά εδώ. Εξ' άλλου, ως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείοντας δεν απέδειξε, εν' όψει της αντιφατικής μαρτυρίας που παρουσίασε, ούτε την αρχική αξία της περιουσίας της εφεσίβλητης, ούτε και την τελική της αξία.
Στη βάση των προλεγόμενων, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, αν και με την αιτιολογία προωθούνται θέσεις που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, κρίνουμε ότι, μεταξύ του περιεχομένου του δεύτερου λόγου έφεσης και της αιτιολογίας αυτού, δεν προκύπτει σύνδεση ή συμβατότητα, αφού με τον δεύτερο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα, λανθασμένα, αδικαιολόγητα, παραγνωρίζοντας, παρερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας λανθασμένα τη νομολογία και τη νομοθεσία, απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα. Ό,τι αναμενόταν να προωθηθεί στην αιτιολογία είναι ποια νομολογία ή νομοθεσία παραγνωρίστηκε, ή παρερμηνεύθηκε ή εφαρμόστηκε λανθασμένα. Αντί αυτού, προωθήθηκαν θέσεις που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, γεγονός που δεν επιτρέπει στο Εφετείο να τις εξετάσει, δεδομένου ότι δεν ηγέρθηκε συγκεκριμένος λόγος έφεσης αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Όσον αφορά δε στη θέση περί αναιτιολόγητης απόφασης, κρίνουμε πως κάθε άλλο παρά αναιτιολόγητη είναι η εκκαλούμενη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στα ουσιώδη ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του ως επίδικα, και ενδιέτριψε στη σχετική μαρτυρία, την οποία αξιολόγησε, με σημείο αναφοράς τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Δόθηκαν δε εξηγήσεις, τόσο για την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα όσο και για την αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης. Με βάση την ορθή νομική πτυχή της υπόθεσης, την οποία παρέθεσε, καθώς και σχετική νομολογία, κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα.
Κρίνεται, ενόψει των προλεχθέντων, αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται, επίσης, η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ατελής και αδικαιολόγητη. Υποστηρίζεται, η εν λόγω θέση, από τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, παραγνωρίζοντας την αρχή ότι κάποιος μάρτυρας, η μαρτυρία του οποίου απορρίπτεται, μπορεί να γίνει αποδεκτός για το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας του, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Προέβη δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε ελλιπή και μη ορθή και/ή καθόλου αξιολόγηση. Απορρίπτουμε τη θέση του εφεσείοντα ως μη ορθή. Εν πρώτοις, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μία γενική θέση χωρίς να εξειδικεύεται η μαρτυρία συγκεκριμένου μάρτυρα. Αν δε υπονοείται η μαρτυρία των ΜΑ2-6, που κλήτευσε ο εφεσείοντας, διαφαίνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, και που ήταν άμεσα συνυφασμένοι με την εκδοχή του εφεσείοντα, η οποία απορρίφθηκε, αυτή δεν έγινε αποδεκτή, χωρίς να εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη κρίση, την έκρινε ως μη ικανή ώστε να βασιστεί σε αυτήν, λόγω της ποιότητας της. Ειδικότερα δεν παρουσιάστηκε, εκ μέρους των προαναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίοι μαρτύρησαν ότι δούλεψαν στην οικία για λογαριασμό του εφεσείοντα, συγκεκριμένη μαρτυρία για τον χρόνο που εκτέλεσαν εργασίες. Ο χρόνος εκτέλεσης των εργασιών ήταν ουσιώδες στοιχείο, ενόψει των δικογραφημένων ισχυρισμών του εφεσείοντα, αλλά και αντιφατικότητας που παρουσίαζε η εκδοχή του, γεγονός το οποίο εύστοχα εντόπισε και ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ομοίως, λόγω αβεβαιότητας της μαρτυρίας του ΜΑ7, εκτιμητή, η εργασία εκτίμησης του δεν έγινε αποδεκτή. Ως ειδικότερα υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκτίμηση του ΜΑ7 λήφθηκε υπόψη η αναφορά του εφεσείοντα ότι «το κτίριο έχει ανεγερθεί το 1980 μέχρι τη φάση του σκελετού .. όπου παρέμεινε σ' αυτό το στάδιο για περίπου 7 χρόνια». Ως προς τη θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων που αυτός παρουσίασε δεν την αποδεχόμαστε. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το εν λόγω θέμα, δεν χρησιμοποίησε φράσεις του τύπου ότι οι εν λόγω μάρτυρες δεν ήταν αξιόπιστοι ή αναξιόπιστοι ή ότι ρητά απορρίπτει τη μαρτυρία τους, ωστόσο, εμμέσως πλην σαφώς εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων, ΜΑ2-7, και έδωσε λόγους. Υπενθυμίζεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης ούτως ώστε να εξετάσουμε αν οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εύλογοι ή λανθασμένοι ή μη ικανοποιητικοί. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, προκύπτει διάχυτη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από επιμέρους αποσπάσματα, ότι δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΑ2-7. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις αναφορές όπως: «Η σύγχυση που προκαλούν τα πιο πάνω είναι διάχυτη κατά την αντεξέταση του Αιτητή» . «Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και οι μάρτυρες του Αιτητή» . «Ότι στο παρόν στάδιο σχολιάζεται σε σχέση με τα πιο πάνω, είναι η έλλειψη καθορισμού από τον Αιτητή του χρόνου εκτέλεσης των διαφόρων εργασιών. Σημασία για το θέμα που εξετάζεται έχουν και τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν από τους ΜΑ3, 5, 2, 4 και 6, όπως κατά σειρά προσδιορίζονται οι εργασίες που κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή διεξήγαγε ο καθένας στο επίδικο ακίνητο».
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, παρατίθεται, από την εκκαλούμενη απόφαση, και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Όσον αφορά το ΜΑ6, η μαρτυρία του καμία σημασία δεν αποκτά εφόσον αφορά μη δικογραφημένη εργασία, ήτοι «δωμάτιο στην οροφή του σπιτιού». Ό,τι μπορεί να σημειωθεί είναι η δήλωσή του κατά την κυρίως εξέταση πως το κόστος κατασκευής του εν λόγω δωματίου εκτιμά ότι είναι £2,000-5,000 και ο ίδιος πληρώθηκε μόνο για τον κόπο του £300. Ό,τι αναφέρει ο Αιτητής στην παράγρ. 12 της γραπτής του δήλωσης (ΤΕΚ 1) είναι πως τον πλήρωσε ο ίδιος £1,200.
Ο ΜΑ7, προέβηκε στην εκτίμηση του επίδικου ακινήτου εκ μέρους του Αιτητή. Όπως στην εν λόγω εκτίμηση (ΤΕΚ 5) αναφέρεται και όπως κατά τη μαρτυρία του επανέλαβε ο εν λόγω μάρτυρας, η επιθεώρηση του επίδικου ακινήτου έγινε εξωτερικά μόνο η δε εσωτερική περιγραφή χώρων και τα τελειώματα τους βασίζονται σε πληροφορίες που λήφθηκαν από τον Αιτητή και υιοθετήθηκαν από τον ίδιο ως ορθές.
Στην ίδια εκτίμηση (ΤΕΚ 5), στην παράγρ. 6.9, κάτω από τον τίτλο «Ηλικία και κατάσταση συντήρησης» αναφέρονται τα εξής:
«Το κτίριο έχει ανεγερθεί το 1980 μέχρι τη φάση του σκελετού, πλάκας και τοιχοποιίας από τούβλο, όπου παρέμεινε σε αυτό το στάδιο για περίπου 7 χρόνια όπου μετέπειτα είχε ολοκληρωθεί και κατοικηθεί. Κατά την εξωτερική επιθεώρηση μου βρέθηκε να είναι καλής κατασκευής με μέτριας ποιότητας τελειώματα βάσει των σημερινών δεδομένων».
Υπάρχει και ένα τελευταία στοιχείο σχετικό με το ζήτημα που εξετάζεται. Πρόκειται για το ΤΕΚ 4, που κατατέθηκε από τον Αιτητή θέλοντας να υποστηρίξει τη θέση που εξέφρασε στην παράγραφο 20 της γραπτής κατάθεσής του (ΤΕΚ 1), ότι δηλαδή ο λογαριασμός της ΑΗΚ ήταν ακόμα επ' ονόματι του και είναι αυτός που πλήρωνε «τους λογαριασμούς και των δύο σπιτιών». Διέλαθε, όμως, της προσοχής του Αιτητή πως στο εν λόγω τεκμήριο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ως ημερομηνία σύνδεσης του υποστατικού με την ΑΗΚ η 17η/11/1986.»
Τέλος, άλλες σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν ως εξής: «Προβληματισμό ως προς το συγκεκριμένο θέμα εγείρουν επίσης και οι μαρτυρίες των ΜΑ3, 5, 2 και 4.» . «Ό,τι εξάγεται από τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας του Αιτητή και των μαρτύρων του, είναι η αδυναμία του Δικαστηρίου να βασιστεί σε τέτοιας ποιότητας μαρτυρία, η οποία είτε συγκρούεται σε βασικά σημεία της είτε αυτοαναιρείται ή αλληλοσυγκρούεται η μια με την άλλη.» Υπό αυτό το περιεχόμενο, επί της εκκαλούμενης απόφασης, συνοδευόμενο από επί μέρους εξηγήσεις και αναφορές επί της μαρτυρίας των μαρτύρων που παρουσίασε ο εφεσείοντας, δεν θεωρούμε ότι προκύπτει σφάλμα αρχής εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο τρόπος αξιολόγησης κάθε μάρτυρα και η διατύπωση σχετικής ετυμηγορίας αποτελεί προνόμιο του κάθε Δικαστή, αρκεί να κινείται εντός των κατευθυντήριων γραμμών και παραμέτρων που έχει χαράξει η νομολογία, και εν πάση περιπτώσει, να δίδεται είτε ευθέως εξήγηση για την απόρριψη ή αποδοχή της μαρτυρίας, είτε να εξάγεται τέτοιο συμπέρασμα έμμεσα και με σχετική ευκολία. Δεν θεωρούμε ότι πρόκειται για περίπτωση που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, από τον μέσο παρατηρητή και αναγνώστη της απόφασης, η κρίση του Δικαστηρίου, και δη ότι δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων που παρουσίασε ο εφεσείοντας. Συνεπώς, υπήρξε κρίση και αξιολόγηση.
Ως επακόλουθο των προλεχθέντων κρίνεται αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του μαρτυρία που δόθηκε χωρίς ένσταση και δεν της έδωσε τη δέουσα ή την ορθή βαρύτητα. Στην αιτιολογία του εν λόγω λόγου έφεσης προωθείται (α) ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα και σημασία στο ότι ο αρραβώνας των διαδίκων έγινε το 1995 (προφανώς το ορθό έτος είναι 1985), μαρτυρία έστω μη δικογραφημένη, όμως εισήχθη χωρίς ένσταση της άλλης πλευράς και (β) ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με λανθασμένο τρόπο τη μη δικογράφηση του χρόνου του αρραβώνα των διαδίκων.
Έχουμε εξετάσει τις θέσεις του εφεσείοντα. Εν πρώτοις παραπέμπουμε στην εκκαλούμενη απόφαση η οποία αναφέρθηκε στο θέμα του αρραβώνα, ως ακολούθως:
«Ότι νέο, εκτός δικογράφων, εισάγεται μέσω της μαρτυρίας του Αιτητή, είναι η χρονολογία του αρραβώνα τους με την Καθ' ης η αίτηση, το έτος 1985 (παράγρ. 1, ΤΕΚ 1) καθώς και το ότι μετά τον αρραβώνα τους οι διάδικοι έμεναν στο σπίτι των γονιών του Αιτητή με την ακόλουθη εξήγηση:
«Τα πεθερικά μου μας έδωσαν ένα σπίτι στον πάνω όροφο του σπιτιού τους, του οποίου τόσο το πάνω σπίτι το οποίο μας έδωσαν όσο και το κάτω ήταν κτισμένος μόνο ο σκελετός. Ο κάτω όροφος ανήκε στα πεθερικά μου και ο πάνω όροφος σε εμάς. Ασχολήθηκα για αποπεράτωση και των 2 σπιτιών για τις εξωτερικές τοιχοποιίες ενώ εσωτερικά μόνο για το πάνω». (παράγρ. 4, ΤΕΚ 1)
Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασής του, σε ερώτηση του συνηγόρου του σχετικά με «τον ισχυρισμό της Καθ' ης η αίτηση ότι η οικία ήταν πριν από το γάμο κτισμένη» απαντά: «Όχι, ήταν σκελετός, τούβλα, πλάκες, σκελετός».
Η σύγχυση που προκαλούν τα πιο πάνω είναι διάχυτη κατά την αντεξέταση του Αιτητή. Η συνήγορος της Καθ' ης η αίτηση ερωτά τον Αιτητή «Όπως αναφέρατε, ξεκινήσατε να σάζετε το σπίτι, γιατί όπως λέτε, δε σας το έδωσε έτοιμο να κατοικήσετε;» Ερωτά το Δικαστήριο, «πότε;» Η απάντηση της συνηγόρου της Καθ' ης η αίτηση ήταν «Μετά το γάμο». Ακολουθεί η απάντηση του Αιτητή «Όταν είχα το σπίτι όπως είπα στα χέρια μου, πλέον όταν παντρευτήκαμε, αφού ήρθαμε από την Αγγλία, γέννησε, ήρθαμε πίσω, πήγαμε να μείνουμε στο πατρικό μου σπίτι μέχρι να τελειώσει το σπίτι που θα μείνουμε, που μας έκτισαν οι γονείς μας.»
«Δικαστήριο: Πότε;
Α: Το 87. Έπρεπε να πάει ο πογιατζής, η ΑΗΚ. Δεν θυμάμαι. Δεν ήταν τελειωμένο το σπίτι μας.
Ε: Εγώ σας υποβάλλω ότι όταν επιστρέψετε από την Αγγλία, όταν γεννήθηκε η κόρη σας, η πρώτη, η Μ., μείνατε μόνο μία μέρα στους γονείς σου και αμέσως την επόμενη κατοικήσατε γιατί το σπίτι ήταν έτοιμο.
Α: Διαφωνώ. Δεν ήταν τελειωμένο το σπίτι ακόμα. Εγώ τέλειωσα το σπίτι. Εγώ ξεκίνησα με το συνεργείο που έφερα, όλους, να φέρω τους μάρτυρες εδώ. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες μέρες μείναμε στο πατρικό μου, έπρεπε να έρθει η ΑΗΚ, να πάρει ρεύμα, να μπει μετρητής κ.τ.λ.».»
Ό,τι όμως ενδιαφέρει για το θέμα του αρραβώνα, είτε ήταν εκτός δικογράφων, είτε λανθασμένα ή όχι επιτράπηκε η μαρτυρία για τη χρονολογία του, είναι πως δεν εντοπίζουμε, ούτε στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, ούτε και στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, οποιοδήποτε επιχείρημα ή ισχυρισμό ο οποίος να σχετίζεται με το θέμα αυτό. Ούτε ποια είναι η συνέπεια ή η προέκταση του ως προς την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και σε σχέση με τα ευρήματα του. Συνεπώς, πρόκειται για ασαφή λόγο έφεσης ο οποίος είναι απορριπτέος, αφού δεν υπάρχει υπόβαθρο για αξιολόγηση. Κοντολογίς, αδυνατούμε να αντιληφθούμε σε τι θα διαφοροποιούσε τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου το γεγονός ότι ο αρραβώνας των διαδίκων τελέστηκε το 1985, όταν τα υπόλοιπα στοιχεία που συνέθεταν τον πυρήνα της εκδοχής του εφεσείοντα δεν έγιναν αποδεκτά.
Ενόψει των όσων έχουμε προαναφέρει, προβάλλει ως αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Τέλος, αβάσιμος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης. Η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένο εύρημα, ως προς το πότε αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε ή ολοκληρώθηκε η επίδικη περιουσία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Συνδέεται άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και της αποδοχής της. Ως έχει αναφερθεί, η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.
Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €4.000,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.