ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.155/2023)

 

18 Mαρτίου, 2025

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ARISTOTE BONSANGE MAMBULU

 

                                                                                                                        Εφεσείων,

v.

 

    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.  

--------------------

 Δ. Παυλίδης,  για ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.ΕΠ.Ε., για Εφεσείοντα.

Ι. Χαραλάμπους (κα),  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Δ.: O Eφεσείων (υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό) υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προβάλλοντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή κινδυνεύει από την οικογένεια του πατέρα του, λόγω του ότι διεκδίκησε το μερίδιό του στην πατρική κληρονομιά.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου, αφού υπέβαλε τον Εφεσείοντα σε συνέντευξη, απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας διότι τον έκρινε ως  αναξιόπιστο ως προς τον άνωθεν ισχυρισμό του, καταλήγοντας ότι δεν δικαιολογείται η χορήγηση στον Εφεσείοντα ούτε του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την απορριπτική διοικητική απόφαση της Υπηρεσία Ασύλου διά της Προσφυγής Αρ. 1605/2022 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 17.11.2023, με το εξής σκεπτικό:

 

Καταρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ομογνώμησε με την Υπηρεσία Ασύλου ως προς το ότι ο Εφεσείων δεν χρήζει του καθεστώτος πρόσφυγα (εν τη εννοία του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων), λόγω του ότι ήταν αναξιόπιστος ως προς τον υπ' αυτού προβαλλόμενο φόβο δίωξης.

 

Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης ομογνώμησε με την Υπηρεσία Ασύλου επί τω ότι δεν δικαιολογείται η χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στον Εφεσείοντα, εν τη εννοία του Άρθρου 19 των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Συγκεκριμένα, κατά την πρωτόδικη κρίση, ουδείς ουσιώδης λόγος υφίστατο που να καταδεικνύει ότι -άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής- ο Εφεσείων θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη συνιστάμενη σε θανατική ποινή ή εκτέλεση (κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 19(2)(α) των περί Προσφύγων Νόμων) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία (κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 19(2)(β) των περί Προσφύγων Νόμων).

 

Εκεί που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλινε από την προσέγγιση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ως προς τη μη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας λόγω της μη πλήρωσης των προϋποθέσεων του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, επειδή έκρινε τη διοικητική κρίση λειψή αιτιολογίας.

Συνεπώς, ως Δικαστήριο που δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής κρίσης αλλά εκτείνεται σε έλεγχο ουσίας/ορθότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ίδιο κατά πόσο δικαιολογείται η χορήγηση στον Εφεσείοντα συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, κατά πόσο δηλαδή υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής και δη στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του, ο Εφεσείων θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Συναφώς, αφού μελέτησε πληροφορίες περί της χώρας καταγωγής του που εκτείνονταν χρονικά από το 2021 μέχρι τον προηγούμενο μήνα έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής τα περιστατικά διακύβευσης ασφάλειας (σε σύγκριση με τον πληθυσμό) δεν ανέρχονταν σε τόσο υψηλά επίπεδα, ώστε η κατάσταση στην περιοχή να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιάκριτης ασκούμενης βίας.

 

Βάσει αυτής της διαπίστωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων και, κατά προέκταση, ότι ουδεμία προϋπόθεση υφίστατο που θα συνέτεινε στη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στον Εφεσείοντα.

 

Ενόψει τούτου και παρά την παράλειψη της Υπηρεσίας Ασύλου να αιτιολογήσει η ίδια το συμπέρασμα πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας βάσει του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή.

 

Ο Εφεσείων προβάλλει τον εξής και μόνο λόγο έφεσης, αιτιώμενος την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως εσφαλμένη:

 

«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόρριψη της Προσφυγής του Αιτητή.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ 1ου ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα στην Απόφαση του απέρριψε την Προσφυγή του Αιτητή, παρόλο το γεγονός ότι με βάση το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου δικαιούται καθεστώς Συμπληρωματικής Προστασίας.».

 

 

Ο λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Κατά τη νομολογία, ο λόγος έφεσης δέον να προσδιορίζει το κατ' ισχυρισμό πρωτόδικο λάθος και η αιτιολογία του να το επεξηγεί. 

 

Ως λέχθηκε στην PANAYIOTIS GEORGHIOU (CATERING) LTD ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ.323:

 

«Η ειδοποίηση έφεσης προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης.  Ο προσδιορισμός τους ρυθμίζεται υπό την αίρεση των ιδιαιτεροτήτων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.  Οι ίδιοι κανόνες ισχύουν ως προς τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων στις αναθεωρητικές όπως και στις πολιτικές εφέσεις. (Βλέπε μεταξύ άλλων Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594 και G. A. P. Estates v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449.)  Ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4.  Λόγος έφεσης συντίθεται από (α) τον προσδιορισμό του σφάλματος που καθιστά την πρωτόδικη απόφαση ή μέρος της, εσφαλμένη και (β) τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα.  Χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής. Το επίδικο θέμα της έφεσης είναι το βάσιμο του σφάλματος που προβάλλεται από τον εφεσείοντα κρινόμενο υπό το πρίσμα των λόγων που προσδιορίζονται προς θεμελίωσή του.

Σειρά αποφάσεων του Εφετείου και της Ολομέλειας διαγράφουν τις επιπτώσεις που συνεπάγεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις της Δ.35 θ.4, (πριν την τροποποίηση) στη στοιχειοθέτηση λόγου έφεσης.  Ο λόγος είναι άκυρος. Όπου το σύνολο των λόγων έφεσης οι οποίοι τίθενται είναι άκυροι η έφεση στην ολότητά της καθίσταται άκυρη.  (Βλέπε μεταξύ άλλων Kyriakides v. Kyriakides (1969) 1 C.L.R. 373. Omiros Courtis and Another (No. 1) v. Panos K. Iasonides (1972) 1 C.L.R. 56Τύμβιος και Άλλοι v. Λιβέρα (1991) 1 Α.Α.Δ. 615"Αλήθεια" v. Κύρρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 130. Δημοκρατία v. Κόμμα Φιλελευθέρων (1993) 3 A.A.Δ. 585Χ"Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1994) 3 A.A.Δ. 301.».

 

 

 

Εν προκειμένω, ο ενώπιόν μας λόγος έφεσης δεν είναι δικονομικά παραδεκτός, διότι χαρακτηρίζει ως εσφαλμένο το απορριπτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής γενικά και αόριστα, χωρίς να προσδιορίζει το κατ' ισχυρισμό σφάλμα.  Ο προσδιορισμός του κατ' ισχυρισμού σφάλματος παρατίθεται στην «αιτιολογία του», χωρίς στην πραγματικότητα να το εξηγεί.

 

Παρότι το δικονομικά απαράδεκτο του λόγου έφεσης επαρκεί αφ' εαυτού προς απόρριψη της έφεσης, εκ του περισσού κρίνουμε τον λόγο έφεσης αβάσιμο και επί της ουσίας του.

 

Αυτό, διότι το Εφετείο διενεργεί μόνο έλεγχο νομιμότητας και, κατά προέκταση, δεν επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν αυτό διενεργεί έλεγχο ουσίας, εκτός αν ο εφεσείων αποδείξει πιθανολόγηση πλάνης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 52/2022 Alherbawi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 13.3.2025).

 

Ουδόλως ο Εφεσείων επιτυγχάνει να πιθανολογήσει πλάνη ως προς τις διαπιστώσεις που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι αυτός δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία βάσει του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων, διότι στο περίγραμμά του-

(α) αναφέρεται (παρ. 1-6) σε άσχετα με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19(2)(γ) γεγονότα, ήτοι γεγονότα που αφορούν την μη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα λόγω του εκ της Υπηρεσίας Ασύλου και του πρωτόδικου Δικαστηρίου χαρακτηρισμού του ως αναξιόπιστου, χαρακτηρισμός που δεν αφορά την έφεση,

(β) άστοχα καταφέρεται (παρ. 11 και 12) κατά της μη χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου, ενώ η συναφής κρίση της υποκαταστάθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη δική του, η οποία φαίνεται αιτιολογημένη και εύλογη, θεραπεύοντας έτσι την έλλειψη αιτιολογίας και έρευνας που χαρακτήριζε τη διοικητική κρίση και

(γ) ουδόλως αντικρούει, το εύλογο της άνωθεν δικαστικής κρίσης, αφού δεν παρέπεμψε, για παράδειγμα, σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης που (i) αφορούν τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Εφεσείοντα στη χώρα καταγωγής του, (ii) είναι επίκαιρες της έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης και (iii) δημιουργούν εύλογη αμφιβολία για την ορθότητα της μεθοδολογίας με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή τη δικαστική κρίση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 51/2022 Abdi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 19.12.2024).

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 2000 ευρώ, ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο