ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 149/2023)
18 Μαρτίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MAMTA RANI
Εφεσείουσa,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Τ. Μπετίτο, δικηγόρος για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.
Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη της. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ. και με αυτό συμφωνώ και εγώ. Διακριτό σκεπτικό θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 9.11.2023, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 6022/2022, την οποία άσκησε η Εφεσείουσα εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 7.9.2022, με την οποία απορρίφθηκε μεταγενέστερη αίτηση της ημερομηνίας 3.5.2022 προς παροχή διεθνούς προστασίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης έχουν ως εξής:
Στις 12.11.2016, η Εφεσείουσα, υπήκοος Ινδίας, εισήλθε νόμιμα υπό το καθεστώς οικιακής βοηθού στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τριάντα δύο (32) περίπου μήνες αργότερα και, συγκεκριμένα, στις 26.7.2019, η Εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση χορήγησης διεθνούς προστασίας. Κατόπιν συνέντευξης της Εφεσείουσας από αρμόδιο λειτουργό και σύνταξη σχετικής έκθεσης/εισήγησης, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 20.1.2021, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Εφεσείουσας, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε στις 28.1.2021. Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, η Εφεσείουσα καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 150/2021 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας χωρίς επιτυχία, αφού αυτή απορρίφθηκε στις 15.12.2021. Στις 3.5.2022, η Εφεσείουσα υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου. Οι λόγοι προς υποστήριξη της εν λόγω αίτησης της Εφεσείουσας (βλ. ερ. 59 στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, Τεκμήριο 1), οι οποίοι συντάχθηκαν από την Εφεσείουσα στη μητρική της γλώσσα (Punjabi), αποδόθηκαν στην Αγγλική από μεταφραστή (βλ. ερ. 62, Τεκμήριο 1) ως εξής:
«I face danger in India because I love a Muslim boy in India. His family has been trying to find me because we belong to different religions. They even managed to reach my home there two months ago. That's the reason why I face very serious danger there and I do not want to return there. My
parents have passed away and I do not have anyone in India anymore. I'll be able to provide you with all the information during my interview.»
Η ως άνω μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας απορρίφθηκε κατ' έγκριση (στις 12.9.2022, βλ. ερ. 63, Τεκμήριο 1) συνταχθέντος σημειώματος/εισήγησης αρμόδιας λειτουργού. Στο εν λόγω σημείωμα/εισήγηση, η λειτουργός σημείωσε τα εξής (οι υπογραμμίσεις και τονισμοί είναι του κειμένου):
«Με την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, την οποία συμπλήρωσε στις 30/05/2022, η ΑΔΠ ισχυρίστηκε ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο στην Ινδία επειδή αγαπά έναν Μουσουλμάνο και η οικογένεια του προσπαθεί να την βρει επειδή ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι κατάφεραν να βρούν το σπίτι της 2 μήνες πριν και ότι αυτός είναι ο λόγος οπού (sic) δεν θέλει να επιστρέψει στην ινδία. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ΑΔΠ, οι γονείς της έχουν πεθάνει και δεν έχει κανένα πια στην Ινδία (Π.Β. ερυθ. 68).
Η ΑΔΠ κατά την αίτησή της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα της γιατί η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο ενώ δεν έδωσε παραπάνω λεπτομέρειες. Αργότερα στη συνέντευξη της αναίρεσε τους αρχικούς ισχυρισμούς της και ισχυρίστηκε ότι ήρθε στη Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένεια της. Επιπλέον η ΑΔΠ δεν εξέφρασε κάποιο λόγο δίωξης ενώ δεν θα προχωρούσε σε υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας αν συνέχιζε να εργάζεται.
Το αίτημα της εξετάστηκε κατ' ουσία και από την μεταγενέστερη αίτηση προβάλλονται ισχυρισμοί, όπως ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο στην Ινδία επειδή αγαπά έναν Μουσουλμάνο και η οικογένεια του προσπαθεί να την βρει επειδή ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες, ότι κατάφεραν να βρουν το σπίτι της 2 μήνες πριν και ότι αυτός είναι ο λόγος οπού (sic) δεν θέλει να επιστρέψει στην Ινδία δεν αναφέρθηκαν σε προγενέστερο στάδιο λόγω δικής της υπαιτιότητας και δεν αυξάνουν σημαντικά την χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Λόγω του ότι στην μεταγενέστερη αίτηση προβάλλονται ισχυρισμοί της που δεν ανέφερε λόγω δικής της υπαιτιότητας ενώ δεν αυξάνουν σημαντικά την χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας με βάση το άρθρο 16(Δ) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000-2020-εισηγούμαι όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη.
Περαιτέρω, λόγω του ότι υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω και υπεβλήθη απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφαση η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνση της από τη Δημοκρατία, θεωρώ ότι χρήζει εφαρμογής η παράγραφος β, (ι) του εδαφίου τέσσερα (4), του άρθρου 16Δ και ο Προϊατάμενος (sic) της υπηρεσίας Ασύλου, μπορεί να τερματίσει το δικαίωμα παραμονής της στην δημοκρατία. Επισημαίνεται ότι, λόγω της μη ύπαρξης κινδύνου δίωξης στην χώρα του (sic) η τυχών (sic) απόφαση επιστροφής της δεν συνεπάγεται παράβαση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας βάση (sic) του Διεθνούς Δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής του/της ΑΔΠ στη χώρα καταγωγής του/της, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, εισηγούμαι όπως εκδοθεί απόφαση επιστροφής της αιτούσας στην Ινδία.»
Στην επιστολή (στην Αγγλική) ημερομηνίας 7.9.2022 προς την Εφεσείουσα (ερ. 67, Τεκμήριο 1), με την οποία της κοινοποιήθηκε η απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της καταγράφηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«In accordance with Article 16D(3)(a) and (b) of the Refugee Law 2000-
2020 a preliminary examination of your application was conducted and the Asylum Service has decided that no new elements or findings have arisen which were not previously considered by the Asylum Service when deciding on the initial claim and which are related to the examination of
whether you qualify as a beneficiary of international protection.
In view of the above and pursuant to article 12B(fourth)(2)(d) and article 16D(3)(d), the Asylum Service considers your subsequent application as inadmissible. The reasoning is hereby attached.»
Η αιτιολογία, η οποία επισυνάφθηκε στην προαναφερθείσα επιστολή στην Αγγλική, αντανακλά, ουσιαστικά, τα αναφερόμενα στην Ελληνική στο σχετικό σημείωμα/εισήγηση της λειτουργού (βλ. ανωτέρω).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Προσφυγή Αρ. 6022/2022, στην οποία είχε αχθεί η απορριπτική της μεταγενέστερης αίτησης διοικητική απόφαση, κατέληξε ως εξής:
«Παρατηρώ ότι οι κατ' ισχυρισμόν απειλές κατά της ζωή της Αιτήτριας από την οικογένεια του συντρόφου της λόγω του ότι ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες δεν προβλήθηκαν λόγω δικής της υπαιτιότητας κατά την αρχική της αίτηση. Επιπλέον παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι κινδυνεύει η ζωή της είχαν λεχθεί από την ίδια στην αίτηση ασύλου της (βλ. ερυθρό 16 Δ.Φ.). Επιπλέον παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είχε την δυνατότητα να αναφέρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της κατά την διάρκεια της συνέντευξης της εντούτοις ανέφερε ότι το περιεχόμενο της αίτηση της δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πως υπέβαλε αίτηση ασύλου για να παραμείνει νόμιμα στην Δημοκρατία για να εργαστεί (βλ. ερυθρό 24 Δ.Φ.).
Συνεπώς, κρίνω πως τα παραπάνω στοιχεία που προβάλλονται με την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση δεν θεωρούνται νέα και ουσιώδη καθότι δεν τα ανέφερε λόγω δικής της υπαιτιότητας και κατά συνέπεια ορθώς δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Στη βάση αυτού, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.
Τέλος κρίνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί παραμένουν γενικοί και αόριστοι και κατ' επέκταση δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης στο πρόσωπο της καθεστώς διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Η Αιτήτρια δεν προσέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι κινδυνεύει η ζωή της στη βάση του ότι κατέχει διαφορετική θρησκεία από τον φίλο και ότι λόγω αυτού διώκετε (sic) από την οικογένεια του πέραν τον γενικών αναφορών περί φόβου δίωξης. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή του βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό της για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου επαναλαμβάνω, ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή της, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.»
Οι ενώπιον μας λόγοι εφέσεως, τρεις στον αριθμό, όπως και η αιτιολογία τους έχουν ως ακολούθως:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3) δηλ. δεν προέκυψαν νέα στοιχεία που να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας (σελ. 14 της απόφασης) και ότι ορθά κρίθηκε ως απαράδεκτη (σελ. 16 της απόφασης).
Αιτιολογία
Η αιτήτρια στη μεταγενέστερη αίτηση αναφέρθηκε στον κίνδυνο που προέκυψε λόγω της σχέσης της με διαφορετικής θρησκείας αγόρι (Μουσουλμάνο) η οικογένεια του οποίου δεν την αποδέχτηκε και δύο μήνες πριν την υποβολή της της (sic) αναζήτησε στο σπίτι της στο σπίτι της (sic). Δηλ. το πρόσφατο περιστατικό και η επιδείνωση της κατάστασης ήταν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της προσφυγής κατά της προγενέστερης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Οπότε (αντίθετα με τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου) δεν είχε τη δυνατότητα να αναφέρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (σελ. 14 της απόφασης).
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το δικαστήριο όφειλε αλλά δεν το έπραξε να προχωρήσει ως δικαστήριο ουσίας σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών της αιτήτριας (σελ. 11 της απόφασης).
Αιτιολογία
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι «Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη» (σελ. 15 της απόφασης).
Το δικαστήριο και η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έλαβαν υπόψη τους εξωτερικές πηγές (που αναφέρθηκαν στις διευκρινήσεις) που πιστοποιούν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση στη βάση του Περί Προσφύγων Νόμου να καλέσει την αιτήτρια σε συνέντευξη αποστερώντας την αιτήτριας (sic) του δικαιώματος της ακρόασης κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 12Βτετράκις και του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.
Αιτιολογία
1. Ο Προϊστάμενος έλαβε την απόφαση του για το παραδεκτό αίτησης που υποβλήθηκε από τον αιτητή (sic) βάση του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων νόμου (για επανάνοιγμα/εκ των υστέρων αίτηση) χωρίς προηγουμένως η Υπηρεσία Ασύλου να επιτρέψει στην αιτήτρια να εκθέσει τις απόψεις της σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το εδάφιο (2) του άρθρου 12Βτετράκις στην περίπτωση του (sic) και χωρίς να την καλέσουν σε προσωπική συνέντευξη.
2. Εφόσον η μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας εξετάστηκε και απορρίφθηκε βάσει του άρθρου 12Βτετράκις (2)(δ), θα έπρεπε να εφαρμοστούν και οι υπόλοιπες πρόνοιες του άρθρου, αυτό που διαλαμβάνει το εδάφιο (3) το οποίο κατά λέξη προνοεί: «Με την επιφύλαξη του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, πριν από την λήψη απόφασης του Προϊσταμένου για το παραδεκτό αίτησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία Ασύλου επιτρέπει στην αιτήτρια να εκθέσει τις απόψεις της σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το εδάφιο (2) στην περίπτωση του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου, προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης».
3. Το εδάφιο 12Βτετράκις (3) επιβάλει στην Υπηρεσία ασύλου (sic) να προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη. Δεν εναπόκειται στη διακριτική της ευχέρεια. Η συνέντευξη μπορεί να παραλείπεται μόνο μετά την παραλαβή των πληροφοριών (οι οποίες δεν δόθηκαν) του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.»
Εξετάσαμε τους πιο πάνω λόγους έφεσης, υπό το πρίσμα της αιτιολογίας τους, έχοντας υπόψη όσα αναπτύχθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης των μερών και κατόπιν μελέτης του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Εξετάζοντας, καταρχάς, τον δεύτερο λόγο Έφεσης, κρίνουμε ότι αυτός δεν δύναται να επιτύχει. Ουδεμία υποχρέωση είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει, ως δικαστήριο ουσίας, σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών της Εφεσείουσας σε σχέση με το κατά πόσο εμπίπτει στις προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας απορρίφθηκε στο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού της, με την αιτιολογία που προβλήθηκε προς τούτο (βλ. ανωτέρω). Ο ορίζοντας της δικαστικής εξέτασης οριοθετείται, συνεπώς, από την ίδια την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και την κρίση περί απαραδέκτου αυτής και δεν δύναται να επεκτείνεται σε πράξη άλλη από την προσβαλλόμενη και, ιδιαίτερα, δια της πλαγίου, στην πράξη απόρριψης του αιτήματος της Εφεσείουσας για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία- και δικαστικώς (βλ. ανωτέρω)- κρίθηκε ως ορθή. Και στο βαθμό που το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε (και) τούτο, η απόφαση του παραμερίζεται. Ως είχαμε την ευκαιρία να αναφέρουμε, σχετικά, ήδη στην απόφαση (πλειοψηφίας) ημερομηνίας 30.10.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας DEEPAK KUMAR v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ:
«-Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν, ως προαναφέρθηκε ανωτέρω, απόφαση της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 29.1.2022, με την οποία απορρίφθηκε μεταγενέστερη αίτηση του Εφεσείοντα για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας. Προσθέτουμε, στο σημείο αυτό, το ουσιώδες ότι, αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
-Σημειώνοντας-ορθά- στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο το πιο πάνω γεγονός, όφειλε να εξετάσει τη νομιμότητα και ορθότητα των προϋποθέσεων παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης σε συνάρτηση με τους σχετικούς, περί τούτου, ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Και όντως, στις σελ. 7 μέχρι και 11 της απόφασης του, εκεί παραγράφους 15 έως και 30, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτό-και ορθά- πράττει, απορρίπτοντας, εν τέλει, τους σχετικούς ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Ενδεικτικά παρατίθενται τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις παραγράφους 24 και 26 της πρωτόδικης απόφασης:
«24. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της αίτησης αφήνεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.»
«26. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι ορθώς η αρμόδια αρχή κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται το επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησης του Αιτητή για άσυλο καθώς τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, από δική του υπαιτιότητα δεν προβλήθηκαν σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του καίτοι αφορούσαν σε κατ' ισχυρισμό γεγονότα (που συνέτρεχαν ήδη κατά το χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησης του για άσυλο). Ο Αιτητής δεν προέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να ανατρέπουν το εν λόγω συμπέρασμα. Ο Αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες (έντυπο αίτησης ασύλου, συνέντευξη, προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου) να εγείρει τον καινοφανή αυτό ισχυρισμό περί δανεισμού χρημάτων και απειλής λόγω της παραπάνω οφειλής. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω ισχυρισμοί περί δανεισμού εγείρονται κατά τρόπο γενικό και έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες αναφορές του Αιτητή, δεδομένα που θίγουν περαιτέρω την αξιοπιστία των εν λόγω ισχυρισμών και κατ' επέκταση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.»
- Πλην όμως, προδήλως, εσφαλμένα και αναρμόδια το πρωτόδικο Δικαστήριο επέκτεινε στη συνέχεια την κρίση του, ασχολήθηκε και αποφάσισε στην παράγραφο 31 επ. της απόφασης του και επί του ζητήματος, κατά πόσο ο Εφεσείων πληροί τις προϋποθέσεις για απόκτηση καθεστώτος πρόσφυγα ή υπάγεται η περίπτωση του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς και επεκτάθηκε σε σχετικούς της διαδικασίας εξέτασης (και απόρριψης) της αρχικής αίτησης του Εφεσείοντα για χορήγηση ασύλου ισχυρισμούς. Αυτή, όμως, η απόφαση δεν ήταν αντικείμενο της εδώ υπό εξέταση πρωτόδικης προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν ήταν και επίδικο ζήτημα προς κρίση. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε και οποιαδήποτε δικαιοδοσία να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, πόσο μάλλον να το κρίνει, αφού κάτι τέτοιο συνιστά νομολογιακά και δικονομικά ανεπίτρεπτο (στην κυπριακή έννομη τάξη) παρεμπίπτοντα έλεγχο άλλης από την επίδικη πράξης. Σχετική, εν προκειμένω, είναι η πιο κάτω αναφορά από το «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 14η έκδοση, σελ. 113, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:
«.Κατ' εφαρμογή του τεκμηρίου νομιμότητας, (με εξαίρεση την περίπτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, κατ 157 και 482), αποκλείεται η παρεμπίπτουσα έρευνα από το αρμόδιο δικαστήριο (ΣΕ,ΔΕ ή ΔΠ) του κύρους της ατομικής διοικητικής πράξης (ή ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου, ΣΕ 333/1983, 1733/1986, 2813/1990, 1157/1991, 2281/1992, 264/2005) μετά την παρέλευση της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως, σε δίκη που έχει αρχίσει με αίτηση ακυρώσεως η οποία στρέφεται κατ' άλλης ατομικής διοικητικής πράξης26(ΣΕ 3971/1984, 4338/1986, 4465/1987, 493/1992, 2757/1994, 61/1997), εκτός αν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη (ΣΕ 412/1993, 2753/1984). Το ίδιο ισχύει και για τα διοικητικά δικαστήρια (ΔΠ, ΔΕ), τα οποία κατά την εκδίκαση διοικητικής διαφοράς ουσίας, μετά από άσκηση προσφυγής κατά ατομικής διοικητικής πράξης, δεν μπορούν παρεμπιπτόντως να κρίνουν την νομιμότητα άλλης ατομικής διοικητικής πράξης διάφορη από εκείνη η οποία παραδεκτώς προσβάλλεται με το ένδικο βοήθημα το οποίο έχει ασκηθεί ενώπιον τους..
26. Ο παρεμπίπτων έλεγχος αποκλείεται και αν ακόμη οι ατομικές πράξεις είναι συναφείς (ΣΕ 2711/1983, 1026, 4123/1988).»
(βλ. και Ξενής Λάρκος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 745)
Ούτε, εξάλλου, ο ίδιος ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, Ν. 73(I)/2018 ορίζει κάτι διαφορετικό από τα ανωτέρω. Ως εμφανέστατα προκύπτει από το Άρθρο 11του Ν. 73(Ι)/2018 (βλ., ιδιαίτερα εκεί παραγράφους (2), (3) και (4)), η δικαιοδοσία του εν λόγω Δικαστηρίου αφορά την πράξη εναντίον της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή και ο έλεγχος νομιμότητας και ορθότητας που ασκείται αφορά αυτή (και μόνο).
Οποιαδήποτε άλλη οπτική του θέματος, θα οδηγούσε στην εξής μη αποδεκτή συνέπεια: Όποιος/όποια υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου για παροχή διεθνούς προστασίας και αυτή κριθεί απαράδεκτη, θα δικαιούται να καταφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εναντίον τέτοιας απόφασης και αυτό (θα) έχει αρμοδιότητα να κρίνει, όχι μόνο την νομιμότητα και ορθότητα της διοικητικής κρίσης περί μη παραδεκτού τέτοιας αίτησης επανανοίγματος, αλλά και κατά πόσο ο αιτών/αιτούσα έχει δικαίωμα ασύλου επί της ουσίας. Δηλαδή, ο αιτητής με την όποια μεταγενέστερη αίτηση του για επανάνοιγμα του φακέλου του και ανεξαρτήτως εάν αυτή ήθελε κριθεί ως μη παραδεκτή, εξασφαλίζει (δικαστική, μάλιστα) επανεξέταση του αρχικού του αιτήματος για χορήγηση ασύλου επί της ουσίας. Αυτό, βεβαίως, πέραν του ότι συγκρούεται, ως προαναφέρθηκε, με πάγιες δικονομικές διατάξεις και νομολογία περί μη δυνατότητας παρεμπίπτοντα ελέγχου άλλων ή πρόσθετων από την προσβλητέα πράξεων, συγκρούεται και με τις σαφείς διατάξεις του Άρθρου 12Β τετράκις (1) του περί Προσφύγων Νόμου, 6(Ι)/2000, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (με δικούς μας τονισμούς):
«Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.
Έχοντας, τώρα, αναφέρει τα ανωτέρω, παρατηρούμε, καταρχάς, ότι όλοι οι λόγοι εφέσεως που προβλήθηκαν, πλην του λόγου Έφεσης 1, με τον οποίο αναπτύχθηκε ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης και του λόγου Έφεσης 3, σε σχέση με ισχυριζόμενη παραβίαση του ευεργετήματος της αμφιβολίας, καθώς και η συνοδεύουσα αυτούς αιτιολογία, στρέφονται εναντίον του μέρους της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, αναρμόδια το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε.
Για τους λόγους που επεξηγήσαμε ανωτέρω, δεν δυνάμεθα, συνεπώς, να εξετάσουμε επί της ορθότητας τους τους λόγους Έφεσης 2, 4 και 5 που προωθήθηκαν, αφού η έλλειψη της αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκφέρει κρίση επί του περιεχομένου αυτών, επεκτείνεται και σε έλλειψη αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να πράξει το ίδιο. Τα πιο πάνω, δίνουν λαβή στη σκέψη περί αλυσιτέλειας της παρούσης εφέσεως σε σχέση με τους υπό αναφορά λόγους εφέσεως. Όμως, ενόψει του πιθανού δεδικασμένου που δημιουργούν τα καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω, αυτά παραμερίζονται.»
Με βάση τα ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος Έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος Έφεσης (ανωτέρω) έτυχαν ενιαίας ανάπτυξης στο περίγραμμα αγόρευσης της Εφεσείουσας και, ως εκ τούτου, θα τους επιληφθούμε ως ενιαίους.
Εκκινώντας, λοιπόν, από το ζήτημα, κατά πόσο η Εφεσίβλητη όφειλε, στη βάση του άρθρου 12Βτετράκις(3) του Νόμου, να καλέσει την Εφεσείουσα σε συνέντευξη πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, ορθό είναι, καταρχάς, να σημειωθούν τα ακόλουθα:
Πρώτον, αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, αλλά επιβεβαιώνεται και μέσα από το διοικητικό φάκελο ότι, τέτοια συνέντευξη της Εφεσείουσας μετά από την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησης της και πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, όντως δεν έλαβε χώρα.
Δεύτερον, ως σαφώς προκύπτει από τον (πρωτοδίκως κατατεθέντα, ως Τεκμήριο) διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, η προκαταρκτική εξέταση (preliminary examination) της μεταγενέστερης αίτησης της Εφεσείουσας διενεργήθηκε στη βάση του Άρθρου 16Δ(3)(α) και (β), αλλά και του Άρθρου 12Βτετράκις(2) του Νόμου.
Το Άρθρο 16Δ(1) του Νόμου διαλαμβάνει τα ακόλουθα (με δικούς μας τονισμούς):
«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -
(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή
(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,
ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.»
Το Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου ορίζει τα εξής (με δικές μας υπογραμμίσεις και τονισμούς):
«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.»
Σημειώνεται ότι, το Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου, θεσπίστηκε, με το πιο πάνω περιεχόμενο, με τον τροποποιητικό Ν. 142(Ι)/2020.
Το Άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του Νόμου προνοεί ως ακολούθως (με δικούς μας τονισμούς και υπογράμμιση):
«(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-
(α) ...
(β) ...
(γ) ...
(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή
(ε)... »
Το Άρθρο 12Βτετράκις(3) του Νόμου, το οποίο επικαλείται ο Εφεσείων, προνοεί ως ακολούθως (με δικές μας υπογραμμίσεις και τονισμούς):
«(3) Με την επιφύλαξη του Άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013, πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου για το παραδεκτό αίτησης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία Ασύλου επιτρέπει στον αιτητή να εκθέσει τις απόψεις του σχετικά με την εφαρμογή των λόγων που προβλέπει το εδάφιο (2) στην περίπτωσή του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου, προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης.»
Σημειώνεται ότι η ως άνω παράγραφος (3) προστέθηκε στο Άρθρο 12Βτετράκις του Νόμου με τον (τροποποιητικό) Ν.106 (Ι)/2016.
Με δεδομένο (βλ. ανωτέρω) ότι στην παρούσα περίπτωση εφαρμόστηκε και το Άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του Νόμου προκύπτει εν πρώτοις ότι, όντως, η Υπηρεσία Ασύλου φαίνεται να όφειλε, κατά την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης ,αφού η μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε μη παραδεκτή εν τη εννοία του Άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) του Νόμου, να προβεί σε προσωπική συνέντευξη της Εφεσείουσας «προς τον σκοπό αυτό», ήτοι σε σχέση με το παραδεκτό της αίτησης, σύμφωνα με το σαφές λεκτικό του Άρθρου 12Βτετράκις(3) του Νόμου.
Ωστόσο, η απαίτηση του Άρθρου 12Βτετράκις(3) του Νόμου για διενέργεια προσωπικής συνέντευξης σχετικά με το παραδεκτό (και) της μεταγενέστερης αίτησης έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την σχετική πρόνοια του Άρθρου 16Δ(2) του Νόμου (βλ. ανωτέρω), η οποία επίσης σαφώς καθορίζει ότι τέτοια συνέντευξη δεν λαμβάνει χώρα.
Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις προαναφερθείσες αλληλοσυγκρουόμενες στις απαιτήσεις τους, σε σχέση πάντα και μόνο με την διαδικασία εξέτασης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, πρόνοιες (Άρθρο 12Βτετράκις(3) του Νόμου και Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου). Διαπιστώνουμε, καταρχάς, ότι αυτές δεν τελούν, αναφορικά πάντα με την διαδικασία εξέτασης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, σε σχέση ιεραρχική μεταξύ τους, αφού και οι δύο συνιστούν τυπική νομοθεσία ίδιας, μεταξύ τους, ιεραρχίας και, συνεπώς, δεν εφαρμόζεται ο κανόνας ότι, διατάξεις ανώτερης τυπικής ισχύος υπερισχύουν έναντι κανόνων κατώτερης ισχύος (lex superior derogat legi inferiori). Ούτε η μία εκ των εν λόγω προνοιών συνιστά ειδικότερη νομοθεσία σε σχέση προς γενικότερη, ώστε να εφαρμόζεται ο κανόνας ότι υπερτερεί η ειδικότερη πρόνοια (lex specialis derogat legi generali).
Υπό εξέταση, συνεπώς, παραμένει κατά πόσο στην περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο κανόνας lex posterior derogat legi priori (βλ. και Bennion on Statutory interpretation, 5th Edition, p.304-305 Section 87 Implied repeal). O κανόνας συνίσταται στο ότι, μεταγενέστερος νόμος θεωρείται ότι καταργεί σιωπηρά προηγούμενο, εφ' όσον αυτός διαπιστώνεται ότι είναι αντιφατικός ή ασυμβίβαστος με νεότερο, οπότε είναι αδύνατο να συνυπάρχουν (βλ. Yπουργός Eσωτερικών της Kυπριακής Δημοκρατίας ν. The Jehovah's Witnesses Congregation (Cyprus) Ltd και άλλος (1995) 3 ΑΑΔ 78, Kυπριακή Δημοκρατία, μέσω Yπουργείου Eσωτερικών και Άλλη ν. Xρίστου Πασιαρδή (1996) 3 ΑΑΔ 34). Κρίνουμε ότι, αυτή είναι η περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας. Το Άρθρο 12Βτετράκις(3) του Νόμου, με βάση το σαφές λεκτικό του, προνοεί υποχρεωτικά για διενέργεια προσωπικής συνέντευξης σχετικά με το παραδεκτό (και) της μεταγενέστερης αίτησης και αυτή η απαίτηση έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την σχετική πρόνοια του Άρθρου 16Δ(2) του Νόμου, η οποία επίσης σαφώς καθορίζει ότι τέτοια συνέντευξη δεν λαμβάνει χώρα. Νεότερο νομοθέτημα από τα δύο αποτελεί, ως προαναφέρθηκε ανωτέρω, το Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου, το οποίο θεσπίστηκε με τον Ν. 142(Ι)/2020 και, συνεπώς, το Άρθρο 12Βτετράκις(3) του Νόμου, ως προς την περίπτωση (και μόνο) εφαρμογής του σε σχέση με μεταγενέστερη αίτηση ως προνοείται στο Άρθρο 12Βτετράκις(δ) του Νόμου, έχει σιωπηρώς καταργηθεί από το Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου.
Στο σημείο αυτό τονίζουμε εμφαντικά, ότι η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου έγινε στη βάση της απλής (και σαφούς) γραμματικής ερμηνείας των εξετασθεισών νομοθεσιών (Άρθρο 12Βτετράκις(3) του Νόμου και Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου) και δεν επεκτάθηκε στο ερώτημα, ποια από τις δύο είναι συμβατή με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ποια ενδεχομένως όχι, ζήτημα το οποίο δεν εγέρθηκε με ή σε οποιοδήποτε λόγο έφεσης και αιτιολογία αυτού και, εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε ότι δεν είναι εκ των θεμάτων που εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η Εφεσίβλητη όχι απλά δεν όφειλε, αλλά δεν εδικαιούτο καν να καλέσει την Εφεσείουσα σε συνέντευξη πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης (βλ. Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου).
Ούτε, όμως, εντοπίζουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια στο πρωτόδικο εύρημα ότι, με τη μεταγενέστερη αίτηση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 16Δ(3) του Νόμου, δηλ. δεν προέκυψαν νέα στοιχεία που να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας (σελ. 14 της απόφασης) και ότι ορθά κρίθηκε ως απαράδεκτη (σελ. 16 της απόφασης). Ως υποδείχθηκε ανωτέρω, η μεταγενέστερη αίτηση, σύμφωνα με τον Νόμο δεν αντιμετωπίζεται ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης (Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου). Ορθά υπέδειξε τόσο η Εφεσίβλητη (ερ. 28 και 29, Τεκμήριο1), όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ενώ η Εφεσείουσα στην αρχική αίτηση της επικαλέστηκε φόβο για τη ζωή της αν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής της (χωρίς να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο αυτό τον ισχυρισμό της), αναίρεσε ρητώς αυτό της τον ισχυρισμό κατά τη συνέντευξη της (βλ. ερ. 24, Τεκμήριο1), ενώ υποστήριξε ότι, αφ' ενός αναχώρησε από την χώρα καταγωγής της με μοναδικό σκοπό να εργαστεί για να βοηθήσει την οικογένεια της (βλ. ερ. 20, Τεκμήριο1) και ότι ο σκοπός υποβολής της αίτησης της ήταν για να διαμένει νόμιμα στην Κύπρο. Ο ισχυρισμός περί φόβου για τη ζωή της λόγω σχέσης της με ένα Μουσουλμάνο στη χώρα καταγωγής της προβλήθηκε, όντως, όψιμα και πρώτη φορά κατά την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση και ενώ η Εφεσείουσα είχε κάθε δυνατότητα να τον εγείρει κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου της, πράγμα που όχι μόνο δεν έπραξε, αλλά, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, αναίρεσε και τον ισχυρισμό της περί φόβου δίωξης της γενικώς. Τέλος, ο γενικόλογος, όντως, ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι, η οικογένεια του προσώπου το οποίο η Εφεσείουσα δήλωσε (βλ. ανωτέρω) ότι αγαπά και του οποίου η οικογένεια εντόπισε και έφτασε στο σπίτι της («His family has been trying to find me because we belong to different religions. They even managed to reach my home there two months ago.), ορθά κρίθηκε ότι δεν συνιστά νέα, σαφή και ουσιώδη αναφορά η οποία να φανερώνει έστω πιθανότητα βάσιμου φόβου δίωξης, που να δικαιολογούσε την κρίση της μεταγενέστερης αίτησης της Εφεσείουσας ως παραδεκτής και την περαιτέρω εξέταση της ουσίας του αιτήματος της.
Με βάση τα ανωτέρω, ούτε οι λόγοι Έφεσης 1 και 3 ευσταθούν και απορρίπτονται και αυτοί ως αβάσιμοι.
Η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €2000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Η πρωτόδικη απόφαση (στο βαθμό που δεν υπεισήλθε στην εξέταση κατά πόσο η Εφεσείουσα πληροί τις προϋποθέσεις για απόκτηση καθεστώτος πρόσφυγα, βλ. ανωτέρω) και, κατ' επέκταση η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνονται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. Λυσάνδρου, Δ.: Απορρίπτω την έφεση με το εξής σκεπτικό:
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης:
Στην παράγραφο 8 του ενώπιόν μας περιγράμματός της, η Εφεσείουσα δηλώνει τα εξής:
«8. Το δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσο ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσης του. Το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων (ως αναφέρει και ο πρωτόδικος δικαστής στη σελ. 11 της απόφασης) «Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου».».
Κατά τη γνώμη μου, αυτή η τοποθέτηση αναιρεί την προώθηση του δεύτερου λόγου έφεσης, οπότε παρέλκει η εξέτασή του.
Το ίδιο ισχύει και για τον πρώτο λόγο έφεσης. Συγκεκριμένα, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο -κατά την ενώπιόν μας τελική θέση της Εφεσείουσας- περιορίζεται στο να εξετάσει το εύλογο της διοικητικής κρίσης ως προς το ότι η μεταγενέστερη αίτηση δεν συνεπάγεται νέα στοιχεία, χωρίς να προβαίνει σε δικό του συναφή έλεγχο ορθότητας/ουσίας, η επιτυχής αμφισβήτηση της διοικητικής κρίσης (και, κατά προέκταση, της πρωτόδικης κρίσης που επικύρωσε τη νομιμότητά της) δεν προϋποθέτει απλά και μόνο την ύπαρξη νέου στοιχείου (εν προκειμένω, τον κατ' ισχυρισμό δεσμό της Εφεσείουσας με αλλόθρησκό της).
Μπορεί το Άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων να αναφέρεται στην ανυπαρξία «νέων στοιχείων ή πορισμάτων», αλλά συνιστά πάγια ερμηνευτική αρχή ότι οι Νόμοι διαβάζονται στο σύνολό τους, οπότε μια νομοθετική διάταξη ερμηνεύεται με βάση τα συμφραζόμενα (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 104/2013 Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάστων κ.ά. ν. Χριστοδούλου, απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 14.2.2020).
Στο πλαίσιο αυτό, το Άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων συνδέεται με το Άρθρο 16Δ των ίδιων Νόμων, ως καταδεικνύει η παράγραφος (δ) του εδαφίου (3) του τελευταίου Άρθρου που προβλέπει ότι «Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις [.]».
Συνάγεται ότι η «ανυπαρξία νέων στοιχείων/πορισμάτων» διαπιστώνεται, για τον σκοπό αμφότερων των Άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ, με βάση την παράγραφο (β) του εδαφίου (3) του τελευταίου Άρθρου κατά την οποία τα νέα στοιχεία/πορίσματα συνεπάγονται την επί της ουσίας εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης μόνο εφόσον αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας στον αιτητή και ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να τα υποβάλει κατά την διοικητική ή τυχόν δικαστική διαδικασία που αφορούσε την αρχική αίτηση διεθνούς προστασίας αυτού.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι η Εφεσείουσα δεν παραθέτει οτιδήποτε στο περίγραμμά της που να στοιχειοθετεί πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς την εφαρμογή των δύο σωρευτικών κριτηρίων του Άρθρου 12Βτετράκις(2)(β) των περί Προσφύγων Νόμων που την οδήγησε να κηρύξει απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτηση, διότι απλά υποδεικνύει το νέο στοιχείο το οποίο προέβαλε με τη μεταγενέστερη αίτησή της και τίποτε άλλο.
Aυτό όμως δεν αρκεί διότι -ενόψει του μαχητού τεκμηρίου νομιμότητας που καλύπτει την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση- είναι η Εφεσείουσα που φέρει το βάρος να αποδείξει παρανομία, και όχι η Εφεσίβλητη να αποδείξει τη νομιμότητα της προσέγγισής της (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, απόφαση Εφετείου ημερ. 15.10.2024).
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης:
Η Εφεσείουσα επικαλείται την εκ της Υπηρεσίας Ασύλου παράβαση της υποχρέωσης να την καλέσει σε προσωπική συνέντευξη κατά την εξέταση της μεταγενέστερης της αίτησης ως απαιτεί το Άρθρο 12Βτετράκις(3) των περί Προσφύγων Νόμων.
Όντως το Άρθρο 12Βτετράκις(3) απαιτεί τη διεξαγωγή τέτοιας συνέντευξης όταν η Υπηρεσία Ασύλου εφαρμόζει το Άρθρο 12Βτετράκις (1) και (2)(δ), ήτοι όταν ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν εξετάζει μεταγενέστερη αίτηση επί της ουσίας της επειδή την κρίνει ως απαράδεκτη, λόγω του ότι κρίνει ότι -στο πλαίσιο αυτής της αίτησης- ο αιτητής διεθνούς προστασίας δεν υπέβαλε ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Αν οι περί Προσφύγων Νόμοι παρέθεταν μόνο το Άρθρο 12Βτετράκις(3) ως προς τη διεξαγωγή συνέντευξης, θα συμφωνούσα ότι η εκ της Εφεσείουσας επίκλησή του και μόνο θα απεδείκνυε παρανομία -υπό την ένννοια της παράβασης ουσιώδους τύπου- υπό το φως των επίδικων γεγονότων που δεικνύουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση χωρίς να καλέσει την Εφεσείουσα σε συνέντευξη.
Πλην όμως, το Άρθρο 16Δ(2) και (3) των περί Προσφύγων Νόμων, ως τροποποιήθηκε από τον περί Προσφύγων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2020 (εφεξής «ο Νόμος 142(Ι) του 2020»), προβλέπει τη μη διεξαγωγή συνέντευξης στο πλαίσιο εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης.
Ενόψει των συγκρουόμενων διατάξεων του Άρθρου 12Βτετράκις(3) και του Άρθρου 16Δ των περί Προσφύγων Νόμων, φρονώ ότι η Εφεσείουσα θα απέσειε το βάρος απόδειξης που έχει (προς ανατροπή του τεκμηρίου νομιμότητας το οποίο καλύπτει την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση) μόνο αν επιχειρηματολογούσε επιτυχώς ότι το Άρθρο 12Βτετράκις(3) υπερέχει του Άρθρου 16Δ για συγκεκριμένο λόγο.
Αφού, λοιπόν, η Εφεσείουσα δεν προβάλλει οποιοδήποτε επιχείρημα ως προς τη μη εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 16Δ των περί Προσφύγων Νόμων, που αίρουν από την Υπηρεσία Ασύλου την υποχρέωση διεξαγωγής συνέντευξης με την ίδια στο πλαίσιο εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησής της, εκτιμώ ότι δεν ανατρέπεται το τεκμήριο νομιμότητας ως προς τούτο και, συνεπώς, απορρίπτω τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.