ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 135/2023)

 

20 Mαρτίου, 2025

 

             [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

DEVI PRASAD SIWAKOTI

                                                                               Εφεσείων,                                      

                                                                  v.

 

               ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                  Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, για Εφεσείοντα.

   Ν. Κουρσάρης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 29/09/2023 στην Προσφυγή Αρ. 956/23, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/03/2023, η οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων κατάγεται από το Νεπάλ και στις 06/04/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 03/03/2023, η αίτησή του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων στις 20/03/2023.  Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Σημειώνεται ότι ο Εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία αρχικά εκπροσωπείτο από δικηγόρο, αλλά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της υπόθεσης στις 14/09/2023, ο δικηγόρος του απεσύρθη και ο Εφεσείων χειρίστηκε την υπόθεσή του αυτοπροσώπως.

 

Με τέσσερις Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη Απόφαση από τον Εφεσείοντα, ο οποίος εκπροσωπείται κατ' Έφεση από δικηγόρο.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 προβάλλεται ότι, «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αρνήθηκε στον αιτητή στο στάδιο των διευκρινίσεων να προσαγάγει μαρτυρία και ισχυρισμούς με γραπτό κείμενο που είχε ετοιμάσει και περαιτέρω αρνήθηκε στον αιτητή να αναφέρει έστω και προφορικά ισχυρισμούς του και να επεκταθεί ως προς τα πραγματικά γεγονότα».    Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενασχολήθηκε με τους λόγους ακύρωσης που έθεσε μέσω του συνηγόρου του στη γραπτή του αγόρευση, καθιστώντας έτσι την απόφαση ως μη επαρκώς αιτιολογημένη.  Το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις των Άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ. 3.  Διατείνεται ο Εφεσείων με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην ΚΔΠ 166/2023, ότι η χώρα προέλευσης του ήταν ασφαλής, καθότι δεν επρόκειτο για λόγο που η Υπηρεσία Ασύλου επικαλέστηκε στην απορριπτική της απόφαση.

Εξετάζοντας τον Λόγο Έφεσης Αρ.1 σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την περίπτωση αποτυπώνονται στα τηρηθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο πρακτικά, τα οποία σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστούν τη μόνη αυθεντική εικόνα της δικαστικής διαδικασίας και στα οποία εφαρμόζεται το τεκμήριο της κανονικότητας (βλ. Μορφίτης ν. Δήμου Λεμεσού (2002) 2 Α.Α.Δ.375).  Συναφώς, σύμφωνα με το πρακτικό των ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διευκρινίσεων ημερομηνίας 14/09/2023, μετά την αποχώρηση του δικηγόρου του, υποβλήθηκαν στον Εφεσείοντα διάφορες ερωτήσεις από το Δικαστήριο, αναφορικά  με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του και τους λόγους για τους οποίους δεν θέλει να επιστρέψει, καθώς επίσης ερωτήσεις για τις ισχυριζόμενες απειλές που είχε δεχτεί από το κομμουνιστικό κόμμα στη χώρα του. 

 

Διαπιστώνουμε ότι πουθενά στα πρακτικά δεν αναφέρεται είτε οποιαδήποτε πρόθεση του Εφεσείοντα να προσαγάγει ισχυρισμούς με γραπτό κείμενο, είτε επακόλουθη άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί το γραπτό κείμενο, ως η θέση του.  Κατ' επέκταση, τα όσα επ' αυτού ισχυρίζεται ο Εφεσείων δεν υποστηρίζονται από τα τηρηθέντα πρακτικά και αν ο Εφεσείων επιθυμούσε να τα αμφισβητήσει, είχε τη δυνατότητα να αποταθεί με το κατάλληλο δικονομικό μέτρο στο πρωτόδικο Δικαστήριο για τη διόρθωσή τους, ενέργεια στην οποία δεν προέβη.  Πρόσθετα διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα στον Εφεσείοντα κατά τις διευκρινίσεις να παρουσιάσει τις θέσεις του προφορικά και δεν έχει υποδειχθεί τί από το (κατ' ισχυρισμό) γραπτό κείμενο ήθελε να αναφέρει ο Εφεσείων και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να το πράξει.

 

Κατά συνέπεια, κρίνεται αβάσιμος ο Λόγος Έφεσης Αρ.1 και απορρίπτεται.

 

Οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης λόγω της συνάφειάς τους, θα τύχουν κοινής εξέτασης.

 

Παραπονείται ο Εφεσείων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενασχολήθηκε με τους λόγους ακύρωσης που είχε θέσει μέσω του συνηγόρου του στη γραπτή του αγόρευση, οι οποίοι άπτονται ουσιαστικά της ελλιπούς διερεύνησης και αιτιολογίας από την Υπηρεσία Ασύλου και της μη τήρησης των αρχών που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιόν της.  Επίσης, ότι δεν παρασχέθηκε η ευκαιρία στον Εφεσείοντα να διατυπώσει παρατηρήσεις ή διευκρινίσεις για τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις πριν εκδοθεί η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και ότι παρέλειψε η Υπηρεσία Ασύλου να εξετάσει κατά πόσο ο Εφεσείων πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.

 

Επισημαίνουμε την αναφορά του  πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι «ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως» (παράγραφος 8). Και αυτό έπραξε εν προκειμένω.  Αφού κατέγραψε τις διαπιστώσεις και την κατάληξη  της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με το αίτημα του Εφεσείοντα για άσυλο,  προχώρησε όπως αναφέρει (παράγραφος 15), κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας της πράξης «εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής» όλα τα ενώπιόν του δεδομένα.

 

Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με τους δύο ισχυρισμούς του Εφεσείοντα που έγιναν αποδεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου οι οποίοι αφορούσαν, αφενός τα προσωπικά του στοιχεία και αφετέρου τους εκπαιδευτικούς και οικονομικούς λόγους εγκατάλειψης της χώρας του και ακολούθως, σε σχέση με τον τρίτο ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί δίωξής του από κομμουνιστικό κόμμα της χώρας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τα δεδομένα, υπό το πρίσμα της υπαγωγής του Εφεσείοντα στο καθεστώς του πρόσφυγα, ανέφερε τα εξής:

«16.          Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, και την εσωτερική αξιοπιστία του παρατηρώ ότι ο Αιτητής ήταν γενικόλογος ως προς τις περιστάσεις των κατ' ισχυρισμό απειλών τις οποίες υπήρξε αποδέκτης.  Ενώ αρχικώς αναφέρει ότι ένα άγνωστο πρόσωπο του μετέφερε τις απειλές σε ακόλουθο στάδιο της συνέντευξης αναφέρθηκε σε περισσότερα πρόσωπα. Εξάλλου, ως προς τα κίνητρα των δραστών καθώς ο ίδιος δεν ήταν υποστηρικτής του εν λόγω κόμματος και εικάζει ότι ο ίδιος στοχοποιήθηκε συγκεκριμένα λόγω του ότι έχει χρήματα. Επιπλέον, οι δηλώσεις του πράγματι παρουσιάζονται αντιφατικές καθώς ενώ στην αρχή αναφέρει ότι αφορμή για την εγκατάλειψη της χώρας του υπήρξε το γράμμα που έλαβε από το κομμουνιστικό κόμμα και οι απειλές, των οποίων υπήρξε αποδέκτης από το 2008 στη συνέχεια φαίνεται να μη δηλώνει ανήσυχος σε περίπτωση που αυτός επιστρέφει στη χώρα του, δηλώνοντας ότι από το 2017 δεν υπήρξε οποιαδήποτε απειλή εναντίον του ιδίου ή της οικογένειάς του (βλ. ερ. 51, 7Χ). Περαιτέρω, ερωτώμενος ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει πίσω στη χώρα του ανέφερε ότι δεν θα μπορέσει να εξεύρει μία καλή εργασία με καλό εισόδημα. Επιπλέον, ότι θα αντιμετωπίσει απειλές. Ο Αιτητής κατά την ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρχές τις χώρας του προκειμένου να λάβει προστασία. 

 

17.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, αυτός προσκόμισε επιστολή, η οποία φέρει ως εκδότη το κομμουνιστικό κόμμα του Νεπάλ, με ημερομηνία έκδοσης 12.12.2016. Ως προς το περιεχόμενο της επιστολής, καταγράφεται μεταξύ άλλων, ότι ο Αιτητής αγνόησε στο παρελθόν το αίτημα του κόμματος να καταβάλει συνδρομή στο κόμμα και καλείται μέσω της εν λόγω επιστολής, ως τελευταία προειδοποίηση, να καταβάλει το ποσό των 1.0 00,000 RS (περί τα 7000 ευρώ). H γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, ούτε κατέστη δυνατή η εξεύρεση αντίγραφου ανάλογου εγγράφου ή άλλες πληροφορίες κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου. Εξάλλου το περιεχόμενό του προκαλεί ερωτηματικά ως προς τη γνησιότητά του καθώς καταγράφεται σε επίσημη επιστολή απειλή κατά του Αιτητή για πιθανή πρόκληση σωματικής βλάβης σε περίπτωση που αυτός δε καταβάλει το απαιτούμενο ποσό, γεγονός που δεν κρίνεται ευλογοφανές».

 

 

 

Στη συνέχεια, αφού αναφέρθηκε στην επικρατούσα κατάσταση στο Νεπάλ με παραπομπή σε πηγές πληροφόρησης, σημείωσε τα ακόλουθα:

«31.          Με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι ο Αιτητής περί το(α) έτη 2016 και 2017 και λίγο προηγουμένως έγινε δέκτης απειλών από το(α) πρόσωπα που συνδέονται με το κομμουνιστικό κόμμα του Νεπάλ προκειμένου να αντλήσουν οικονομικούς πόρους. Παρά τις σημαντικές ελλείψεις στην αφήγηση του Αιτητή ως προς τις περιστάσεις των εν λόγω απειλών, λαμβάνοντας υπόψη και το έγγραφο το οποίο προσκόμισε ο Αιτητής, του οποίου η γνησιότητα δεν μπορεί καταρχήν να αμφισβητηθεί καθώς φέρει εξωτερικά γνωρίσματα εγγράφου που προέρχεται από το εν λόγω κόμμα ούτε και το περιεχόμενό του έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή, η αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή λύνεται υπέρ του τελευταίου. Περαιτέρω, οι εξωτερικές πηγές, στις οποίες το Δικαστήριο παραπέμπει ανωτέρω, ενισχύουν το εύρημα περί αξιοπιστίας των δηλώσεών του, καθώς πράγματι το κομμουνιστικό κόμμα περί τα έτη 2016 μέχρι και το 2018, φαίνεται να απειλούσε πρόσωπα με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους και γενικότερα ότι έχει δράση εναντίον εκπαιδευτικών στο Κατμαντού, τόπο εργασίας του Αιτητή.

 

32.          Η αξιολόγηση του παρόντος κινδύνου που διατρέχει και είναι κρίσιμη εν προκειμένω, θα εξεταστεί στη συνέχεια. 

 

33.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής τυχόν να διατρέχει, παρατηρείται ότι στη βάση των δύο πρώτων αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τα οικονομικής και εκπαιδευτικής φύσης κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας του δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον ίδιο. Ειδικότερα, το προφίλ του ως καθηγητής δεν εγείρει οποιαδήποτε ζητήματα. Σημειώνεται δε ότι ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023)  αυτή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από εξωτερικές πηγές καθώς σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED δεν υπήρξε οποιοδήποτε περιστατικό βίας στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή για την περίοδο 15/09/2022-15/09/2023, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα για την ίδια περίοδο υπήρξαν 11 μόλις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στο πλαίσιο περιστατικών βίας.[16] Ο ίδιος θεωρεί ως βάση των βιοτικών του δραστηριοτήτων το χωριό Hwaku, της περιφέρειας Tehrathum, όπου διαμένει και η οικογένειά του. Η οικογένειά του ουδέποτε υπήρξε αποδέκτης απειλών και είναι γενικώς εύπορη.

 

34.          Ως προς την κατ' ισχυρισμό δίωξη που αυτός υφίσταται από τον κομμουνιστικό κόμμα του Νεπάλ, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής ήταν αποδέκτης απειλών, ως ο ίδιος ισχυρίζεται από το 2008. Μέχρι και το 2017, περί τα έξι έτη αργότερα, αφότου και εγκατέλειψε τη χώρα δεν τού συνέβη οτιδήποτε. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος δηλώνει ότι ουδέποτε απειλήθηκε η οικογένειά του ενώ ο ίδιος δεν έχει δεχτεί οποιεσδήποτε απειλές από τότε που έλαβε την επιστολή, τέλη του 2016, την οποία και προσκόμισε. Σημειώνεται δε ότι ο ίδιος δήλωσε ότι με το πέρας των σπουδών του στη Δημοκρατία είχε σκοπό να επιστρέψει στο Νεπάλ καθώς δεν τον έχουν απειλήσει από το 2017. Ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του εξασφαλίζοντας προηγουμένως άδεια εισόδου ως φοιτητής χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Θα μπορούσε δε να επιστρέψει στο χωριό όπου διαμένει η οικογένειά του, το οποίο ο ίδιος ορίζει ως βάση του και όχι στο Κατμαντού, στον τόπο όπου του απηύθυναν τις κατ΄ισχυρισμό απειλές. Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζεται, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[17] Η χώρα καταγωγής του Αιτητή συμπεριλαμβάνεται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής δυνάμει του Διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), δεδομένο το οποίο αποτελεί σημαντική ένδειξη για την ικανότητα των αρχών της χώρας καταγωγής του. Σύμφωνα δε με εξωτερικές πηγές που καταγράφονται ανωτέρω, δεν εντοπίστηκαν οποια(εσ)δήποτε πρόσφατες πηγές από τις οποίες να προκύπτει η συνέχιση της πρακτικής απειλών. Αντίθετα υπογράφηκε σχετική συμφωνία μεταξύ της κομμουνιστικής κυβέρνησης και άλλων κομμουνιστικών ομάδων για τερματισμό της βίας, γεγονός που προκύπτει και από την έλλειψη οποιο(ων)δήποτε συναφών πηγών περί εκτεταμένης κλίμακας πολιτικών εκβιασμών έκτοτε. Με βάση τα ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής διατρέχει στο παρόν στάδιο βάσιμο φόβο δίωξης ή κίνδυνο βλάβης από το(υς) φορείς του κομμουνιστικού κόμματος».

 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ορθά δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Εφεσείοντα στο καθεστώς του πρόσφυγα. 

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα δεδομένα υπό το πρίσμα της υπαγωγής του Εφεσείοντα στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και ανέφερε τα εξής:

«37.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

38.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι' αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

 

39.          Η επίκληση οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του Αιτητή  δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή σε αυτό της αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.]».

 

 

Φρονούμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας στα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Τα όσα ο Εφεσείων προέβαλε τόσο προφορικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του που αρχικά τον εκπροσωπούσε, τα οποία άπτοντο της ουσίας του αιτήματός του για άσυλο, που είναι η υπαγωγή του στο καθεστώς είτε του πρόσφυγα είτε αυτό της                        συμπληρωματικής προστασίας, εξετάστηκαν  δεόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αιτιολόγησε με επάρκεια την κατάληξή του.              Υπενθυμίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως  Δικαστήριο όχι μόνο        ελέγχου νομιμότητας αλλά και ουσίας, δεν περιορίζεται στη νομιμότητα των ενεργειών της διοίκησης αλλά, όπως και το ίδιο υπέδειξε, στην εξ        υπαρχής εξέταση κατά τον νόμο και κατά την ουσία.  Αυτό απαντά και στον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ΚΔΠ 166/2023, η οποία δεν αναφέρθηκε στην απόφαση της              Υπηρεσίας Ασύλου ως λόγος απόρριψης.

 

Ιδιαιτέρως ως προς τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, διαπιστώνουμε ότι οι            πρωτοδίκως προβληθέντες λόγοι ακύρωσης στους οποίους ο Εφεσείων      εστιάζει, αφορούν κατ' ισχυρισμόν πλημμέλειες της Υπηρεσίας Ασύλου.   Δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενήργησε έλεγχο                        ορθότητας/ουσίας, υποκαθιστώντας την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, ο Λόγος Έφεσης είναι αλυσιτελής, καθότι κρίσιμο πλέον ζήτημα είναι η ορθότητα της επί της ουσίας κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίση στην οποία, ως προαναφέραμε, δεν υφίσταται περιθώριο παρέμβασής μας (βλ. κατ' αναλογία Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 9/2023 Mehedi ν. Δημοκρατίας, απόφαση Εφετείου ημερ. 30.10.2024).

 

Επομένως κρίνονται εύλογα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να θέσει σε αμφισβήτηση την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 2, 3 και 4 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                           Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο