ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E68/2020)
25 Φεβρουαρίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
v.
ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΟΛΗ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 1
--------------------------
Ε. Μιχαήλ (κα) για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες.
Κ. Ορφανίδου (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητο.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν αίτησης παραμερισμού καταχωρηθείσας από τον εφεσίβλητο βάσει της Δ.17 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ακύρωσε απόφαση εναντίον του και υπέρ της εφεσίβλητης για οφειλόμενο χρέος. Η εκδοθείσα εναντίον του εφεσίβλητου απόφαση για το επίδικο χρέος είχε εκδοθεί ερήμην, λόγω παράλειψής του να εμφανιστεί στη διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εφεσείουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το κλητήριο ένταλμα της σχετικής αγωγής επιδόθηκε στον εφεσίβλητο και, ως εκ τούτου, είχε υποχρέωση, οφειλόμενη στη δικαιοσύνη, να ακυρώσει την εκδοθείσα ερήμην απόφαση, ex debito justitiae.
Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 8, 9, 10 και 11 προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν αντέκρουσε σε πραγματικό επίπεδο τη θέση του εφεσίβλητου ότι δεν του είχε επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα.
Τα ουσιώδη γεγονότα έχουν ως εξής: Στην ένορκη δήλωση, η οποία συνόδευε την αίτηση παραμερισμού, ο εφεσίβλητος ορκίστηκε ότι η αγωγή δεν επιδόθηκε ποτέ σε αυτόν. Ο φάκελος της υπόθεσης είχε απωλεστεί και συστάθηκε προσωρινός φάκελος, ως εκ τούτου, το περιεχόμενο του φακέλου δεν αποκάλυπτε κατά πόσο το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον εφεσίβλητο και αν ναι, με ποιο τρόπο, δηλαδή προσωπικώς ή άλλως πως. Η εφεσείουσα δεν παρουσίασε οποιοδήποτε γραπτό στοιχείο αναφορικά με την επίδοση, δεν προσκόμισε καμία θετική μαρτυρία ως προς το γεγονός της επίδοσης, και δεν προέβη σε αντεξέταση του εφεσίβλητου. Με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση της εφεσείουσας, ο ομνύων, δεν κατέθεσε θετικά ως προς το γεγονός της επίδοσης. Δήλωσε πως θεωρούσε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα ο εφεσίβλητος να μην έλαβε γνώση της αγωγής. Κατέθεσε ως τεκμήριο την ένορκη δήλωση επιδότη αναφορικά με την επίδοση της απόφασης, όμως, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τήρησε σιωπή ιχθύος ως προς τις περιστάσεις επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος.
Με τη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας, προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει ότι η επίδοση του κλητηρίου έγινε ορθά, βάσει του τεκμηρίου της κανονικότητας (omnia praesumuntur rite et solemniter esse acta), εφόσον το ίδιο Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφαση για το οφειλόμενο χρέος, έχοντας δηλαδή αποδεχθεί ότι υπήρξε επίδοση.
Όπως περιγράφεται στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδη και Σάντη, έκδοση 2014, στη σελίδα 241, το εν λόγω τεκμήριο, «συνίσταται στη μη αναγκαιότητα παρουσίασης μαρτύρων για να αποδείξουν γεγονότα τα οποία αν δεν αμφισβητηθούν δεν χρειάζονται ειδική απόδειξη.» Στην παρούσα υπόθεση, σημειώνω ότι το γεγονός της επίδοσης, αμφισβητήθηκε με την ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του τεκμηρίου της κανονικότητας.
Περαιτέρω, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το βάρος απόδειξης ότι δεν έγινε η επίδοση το έφερε ο εφεσίβλητος. Ως προς το ζήτημα του βάρους απόδειξης, βοηθητική είναι η υπόθεση Οργ. Χρημ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Μιχαήλ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1044, στην οποία, ο επιδότης ορκίστηκε ότι επέδωσε το κλητήριο ένταλμα, παραδίδοντάς το στη σύζυγο του εφεσίβλητου, στη διεύθυνση της κατοικίας τους. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε στην ένορκη δήλωση του, πως επειδή κατά τον χρόνο της επίδοσης βρισκόταν σε διάσταση με τη σύζυγό του με την οποία και δεν συγκατοικούσε, δεν έλαβε γνώση της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέκτηκε ως πραγματικό γεγονός πως ο εφεσίβλητος δεν έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος για τον λόγο που πρόβαλε στην ένορκη του δήλωση και κατά συνέπεια διέταξε τον παραμερισμό της απόφασης που εξεδόθη εναντίον του. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως:
«Εφόσον ο εφεσίβλητος έδωσε στην ένορκη του κατάθεση πειστικό λόγο γιατί δεν έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος, τον οποίο αποδέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εναπόκειτο στην εφεσείουσα να αντικρούσει τον ισχυρισμό αυτό, κάτι βεβαίως που δεν έγινε.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Προκύπτει, από τα πιο πάνω ότι, εν προκειμένω, εφόσον ο εφεσείοντας ορκίστηκε κατηγορηματικά ότι η αγωγή δεν επιδόθηκε ποτέ σε αυτόν, εναπόκειτο στην εφεσίβλητη να αντικρούσει τον ισχυρισμό αυτό.
Εν όψει όλων των πάνω, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 8, 9, 10 και 11 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τους λόγους έφεσης 3, 4 και 7 προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την περίοδο πέραν των πέντε ετών που παρήλθε μεταξύ της καταχώρισης της αίτησης παραμερισμού και της γνώσης του εφεσίβλητου για την έκδοση της απόφασης εναντίον του. Στην υπόθεση ΗΛΙΑ ΜΑΝΩΛΗ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 413/11, 3/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:A37, το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά σε αγγλική νομολογία, σημείωσε ότι σε περιπτώσεις που αφορούν παραμερισμό ερήμην αποφάσεως λόγω του ότι δεν υπήρξε η δέουσα επίδοση, η καθυστέρηση εκ μέρους του εναγομένου, δεν έχει σημασία. Η κατάληξη αυτή βασίζεται στην αγγλική νομολογία, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση κακής επίδοσης, δεν είναι δυνατή η απεμπόληση του δικαιώματος προς παραμερισμό.
Επισημαίνω ότι η νομολογία που παρέθεσε η πλευρά της εφεσείουσας στην οποία η συμπεριφορά του εναγόμενου εναντίον του οποίου εκδόθηκε απόφαση ερήμην, λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, αφορά περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με τον αιτούμενο παραμερισμό. Στην παρούσα όμως υπόθεση, με δεδομένη την αποτυχία της εφεσείουσας να αποδείξει την επίδοση της αγωγής, δημιουργείται υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό της ερήμην απόφασης, και το Δικαστήριο, καθηκόντως, διατάζει τον παραμερισμό χωρίς να ασκεί διακριτική ευχέρεια και, συνακόλουθα, χωρίς να προβαίνει σε εξισορρόπηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη σε περιπτώσεις στις οποίες παρά την επίδοση, ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία για άλλους λόγους. Εν όψει τούτου, οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 7 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Για τον ίδιο λόγο είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και ο λόγος έφεσης 5, όπου και πάλι η εφεσείουσα παραπονείται ότι κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξισορρόπησε την ανάγκη διασφάλισης τελεσιδικίας. Όπως προαναφέρθηκε, στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο ορθά δεν άσκησε διακριτική ευχέρεια εφόσον συνέτρεχε λόγος για παραμερισμό ex debito justitiae. Ο λόγος έφεσης 5 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 6 υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε δεδομένη τη θέση του εφεσίβλητου περί μη επίδοσης, επειδή δεν υπήρξε αντεξέτασή του από την εφεσείουσα. Κατ' αρχάς επισημαίνω ότι η πιο πάνω θέση της εφεσείουσας δεν αντικατοπτρίζει το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το καταλυτικό στοιχείο για την κατάληξη του, δεν ήταν η έλλειψη αντεξέτασης, αλλά το ότι αναφορικά με το ζήτημα της επίδοσης της αγωγής, η πλευρά της εφεσείουσας, όπως προαναφέρθηκε, τήρησε σιγή ιχθύος και αρκέστηκε στη θέση ότι για να είχε εκδοθεί απόφαση, θα πρέπει να υπήρξε και επίδοση. Εν όψει δε των νομολογηθέντων στην Μιχαήλ, ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τις αντικρουόμενες θέσεις ορθά, εφόσον αφενός είχε ενώπιον του τη ρητή αμφισβήτηση της επίδοσης από τον εφεσίβλητο, και αφετέρου, την παντελή έλλειψη μαρτυρίας περί της επίδοσης από πλευράς εφεσείουσας. Εν όψει όλων των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 6 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 12 προσβάλλεται η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα εναντίον της εφεσείουσας. Διατείνεται η εφεσείουσα ότι το Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα εναντίον της, βασιζόμενο στην απώλεια του φακέλου, για την οποία η εφεσείουσα δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη. Δεν εντοπίζεται τέτοια αιτιολογία στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ελλείψει αιτιολογίας, το Εφετείο δύναται να διαφοροποιήσει τη διαταγή ως προς τα έξοδα, δυνάμει του Μέρους 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, καταλήγω ότι δικαιολογείται η διαταγή ως προς τα έξοδα που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την προσθήκη της αιτιολογίας ότι τυγχάνει εφαρμογής ο γενικός κανόνας όπως τα έξοδα επιδικαστούν υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Δεν θεωρώ ότι η απώλεια του φακέλου ήταν ο μοναδικός λόγος, για τον οποίο η ένσταση της εφεσίβλητης στην πρωτόδικη διαδικασία απέτυχε, ώστε να ανατραπεί ο γενικός κανόνας. Ο λόγος έφεσης 12 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητά της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας ύψους €2.500, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.