ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. Ε30/2020
21 Φεβρουαρίου, 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ
Εφεσείοντας/Καθ' ου η Αίτηση
ΚΑΙ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΤΣΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
-----------------------------
Σάββας Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.
Πολύκαρπος Φιλίππου, για Πολύκαρπος Φιλίππου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, η οποία εκδόθηκε σε αίτηση έρευνας βάσει του ΜΕΡΟΥΣ VIII του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου («Κεφ.6»), εναντίον του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, με την εκκαλούμενη απόφαση, εκδόθηκε διάταγμα εναντίον του εφεσείοντα για την αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις. Η υπόθεση τέθηκε από το Πρωτοκολλητείο ενώπιον μου για εκδίκαση σε μονομελή σύνθεση, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25(1) του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (N. 33/1964), όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.
Κατά το στάδιο της προδικασίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, υπέβαλε προφορικό αίτημα όπως η υπόθεση εκδικαστεί από τριμελή σύνθεση του Εφετείου, επειδή όπως υποστηρίζει, η σχετική με το ζήτημα νομοθεσία, (η οποία θα παρατεθεί πιο κάτω), θα πρέπει να ερμηνευθεί ώστε η φράση «ενδιάμεση απόφαση» να μην περιλαμβάνει την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση.
Οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ως άνω εγερθέν ζήτημα της εκδίκασης της παρούσας έφεσης σε μονομελή σύνθεση. Με τη γραπτή αγόρευση του, ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε περαιτέρω τις θέσεις του, με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου, η οποία σχετίζεται είτε με τη Δ.35 θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και πραγματεύεται το ζήτημα των προθεσμιών καταχώρισης έφεσης, είτε με το Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, αναφορικά με τη δικαιοδοσία των Δικαστών του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης με σύντομη δική του γραπτή αγόρευση, υιοθέτησε τις θέσεις του εφεσείοντα ως προς το εγερθέν ζήτημα.
Καταρχάς επισημαίνω ότι το κάθε Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάζει σε οποιοδήποτε στάδιο, ζήτημα που αφορά τη δικαιοδοσία του, (βλ. Γεωργίου Άννα Γ. ν. Γεώργιου Αντωνίου Γεωργίου (2001) 1 ΑΑΔ 1592).
Θα συμφωνήσω με τη θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι ενδιάμεση εν τη εννοία των εφαρμοζόμενων Άρθρων των δύο ανωτέρω Νόμων. Για να γίνει κατανοητό το σκεπτικό μου, είναι απαραίτητη μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας. Τέτοια ήταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση ONEWORLD LTD ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. E50/2018, 13/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A535:
«Δεδομένου ότι το υπό εξέταση ζήτημα παραπέμπει ευθέως σε ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 25(1), όπως προσφάτως τροποποιήθηκε από το Νόμο 109(Ι)/2017, κρίνουμε σκόπιμη συνοπτική παράθεση του ιστορικού του εν λόγω άρθρου, από της αρχικής εισαγωγής του, με τη θέσπιση του Νόμου το 1960, μέχρι και της τελευταίας, πιο πάνω, τροποποίησής του:»
Η δυνατότητα εκδίκασης εφέσεων επί «ενδιάμεσων αποφάσεων» από ένα μόνο Δικαστή του Εφετείου, προκύπτει από τις τροποποιήσεις των δύο πιο πάνω αναφερόμενων Νόμων, οι οποίες έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης.
Οι περί Δικαστηρίων Νόμοι του 1960 έως (Αρ. 2) του 2024, κατόπιν της τροποποίησης τους δια του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμου του 2022 (Ν.146(Ι)/2022) («ο Νόμος 146(Ι)/2022»), προβλέπουν:
«Εφέσεις
25.-(1) Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον, ως νόμος ήθελε ορίσει του Εφετείου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές ή προστακτικό) ή διάταγμα διορισμού παραλήπτη, τα οποία διατάγματα εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις, ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης:
Νοείται περαιτέρω ότι, έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης δύναται να εκδικάζεται από έναν (1) μόνο δικαστή του, κατά περίπτωση, αρμόδιου δικαστηρίου.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Το Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου είχε, πριν την εν λόγω τροποποίηση, ως ακολούθως:
«Εφέσεις
25.-(1) Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Ειδικότερα, με το Άρθρο 4 του Νόμου 146(Ι)/2022, μεταξύ άλλων τροποποιήσεων, το ως άνω εδάφιο 1 του Άρθρου 25, τροποποιήθηκε με την αντικατάσταση στην παράγραφο (γ) αυτού, της φράσης «απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους», με τη φράση «ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές».
Προστέθηκε επίσης με τον Νόμο 146(Ι)/2022, η δυνατότητα εκδίκασης ενδιάμεσης απόφασης από ένα μόνο δικαστή του, κατά περίπτωση, αρμόδιου δικαστηρίου.
Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022 (Ν. 145(I)/2022), πρόσθεσε στον βασικό Νόμο τα εξής:
«11(5) Η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες με τις οποίες περιβέβληται το Εφετείο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 9 ασκούνται από τα Τμήματα υπό την επιφύλαξη των προνοιών παντός Διαδικαστικού Κανονισμού:
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Κατά την ερμηνεία των πιο πάνω Άρθρων λαμβάνω υπόψη ότι το Άρθρο 30 του περί Δικαστηρίων Νόμου προβλέπει:
«Πρακτική και Δικovoμία
30. Η εις oιovδήπoτε δικαστήριov καθιδρυόμεvov υπό τoυ παρόvτoς vόμoυ αvατιθεμέvη υπό τoυ παρόvτoς ή oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ πoλιτική δικαιoδoσία θα ασκήται συμφώvως πρoς τηv δικovoμίαv και πρακτικήv τηv καθoριζoμέvηv υπό oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ γεvoμέvoυ επί τη βάσει τoυ άρθρoυ 163 τoυ Συvτάγματoς.»
Εν όψει και της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, λαμβάνω επομένως υπόψη, ότι στο πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 («οι Κανονισμοί), ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 163 του Συντάγματος και τα Άρθρα 9 (3) (στ) και 17 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022.
Υπό το φως των πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι στην παρούσα υπόθεση η καταλληλότερη μέθοδος ερμηνείας των εφαρμοζόμενων νομοθετικών διατάξεων είναι η συστηματική ερμηνεία. Στην υπόθεση ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΝΑΜΣΙΔΗΣ v. ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 159/2018, 10/11/2023, Λέχθηκαν τα εξής σχετικά με τη συστηματική ερμηνεία:
«Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Χριστόφια και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 421 έγινε αναφορά στους κανόνες ερμηνείας που εφαρμόζονται στο κυπριακό δίκαιο στους οποίους περιλήφθηκε και η συστηματική ερμηνεία: «Η προσέγγιση αυτή τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος.»
...............................
Η θέση μας ότι η πιο πάνω φράση πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας συνολικά, ταυτίζεται με την προσέγγιση στην Attorney General v. Prince Ernst Augustus of Hanover [1957] A.C. 436, όπου o Δικαστής Simonds ανέφερε: «For words, and in particular general words, cannot be read in isolation: their colour and content are derived from their context. So it is that I conceive it to be my right and duty to examine every word of a statute in its context, and I use 'context' in its widest sense, which I have already indicated as including not only other enacting provisions of the same statute, but its preamble, the existing state of the law, other statutes in pari materia, and the mischief which I can, by those and other legitimate means, discern the statute was intended to remedy.»
...............................
Επίσης, θεωρούμε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσία in pari materia με τον επίδικο Νόμο και ως εκ τούτου δύνανται να ληφθούν υπόψη στην ερμηνεία του επίδικου Άρθρου 12 (10Α).»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Παρομοίως, στην παρούσα υπόθεση, οι Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσία in pari materia με τους πιο πάνω Νόμους, επομένως, πρέπει να ερμηνευθούν μαζί ως ένα σύστημα και η μια νομοθεσία να ερμηνευθεί ως επεξηγηματική της άλλης. Θεωρώ λοιπόν, πως το κατά πόσον η εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση είναι «ενδιάμεση απόφαση» εν τη εννοία των πιο πάνω Νόμων, θα πρέπει να αποφασιστεί ερμηνεύοντας το σύνολο του νέου νομοθετικού πλαισίου που προέκυψε με τη δικαστική μεταρρύθμιση, περιλαμβανομένων και των Κανονισμών.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, λαμβάνω υπόψη ότι η φράση «ενδιάμεση απόφαση», απαντάται μόνο στο Μέρος 41.2 (2) των Κανονισμών, αναφορικά με το ζήτημα των προθεσμιών για καταχώριση έφεσης:
«Ο εφεσείων οφείλει να καταχωρίσει την ειδοποίηση εφεσείοντα στο κατώτερο δικαστήριο, η απόφαση του οποίου αποτελεί αντικείμενο της έφεσης, συνοδευόμενη από το κατάλληλο τέλος: (α) εντός 42 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για τελική απόφαση· ή (β) εντός 14 ημερών από την έκδοση της απόφασης προκειμένου για ενδιάμεση απόφαση επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο δεν κρίνει τελικά την απαίτηση.»
Κατά την άποψή μου, προκύπτει από την πιο πάνω πρόνοια των Κανονισμών, ότι στο νέο νομοθετικό, κανονιστικό πλαίσιο, μια απόφαση μπορεί να είναι ενδιάμεση, έστω και αν κρίνει τελικά την απαίτηση. Το εάν με μια ενδιάμεση απόφαση κρίνεται τελικά η απαίτηση, είναι θέμα που αφορά την ερμηνεία του Μέρους 41.2 (2) των Κανονισμών, έτσι ώστε να αποφασιστεί η κατάλληλη προθεσμία.
Αντιθέτως, το κατά πόσο με την ενδιάμεση απόφαση κρίνεται τελικά η απαίτηση, δεν αποτελεί ζήτημα που επηρεάζει την εφαρμογή του Άρθρου 25 (1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, (ανωτέρω). Η ερμηνεία αυτή, προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του εν λόγω Άρθρου, εφόσον, ρητώς αναφέρεται σε ενδιάμεσες αποφάσεις, «ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές».
Το Μέρος 41.2 (2) των Κανονισμών αντικατέστησε τη Δ.35. θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επειδή ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων με παρέπεμψε σε νομολογία ερμηνευτική των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι απαραίτητη θεωρώ η αντιπαράθεση των δύο προνοιών, ώστε να γίνει αντιληπτό το σκεπτικό της νομολογίας που ερμήνευε την εν λόγω Διαταγή 35. Θ.2 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
«Subject and without prejudice to the power of the Court of Appeal under Order 57, Rule 2, no appeal from any interlocutory order, or from an order, whether final or interlocutory, in any matter not being an action, shall be brought after the expiration of fourteen days, and no other appeal shall be brought after the expiration of six weeks, unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shall enlarge the time.»
Είναι εμφανές ότι στη Διαταγή 35. θ.2, των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξ αντιδιαστολής με το μέρος Μέρος 41.2 (2) των Κανονισμών , δεν υπήρχε η φράση «επί οποιουδήποτε θέματος το οποίο δεν κρίνει τελικά την απαίτηση» σε σχέση με την προθεσμία που προβλεπόταν αναφορικά με ενδιάμεση διαταγή (απόφαση). Η νομολογία που αναπτύχθηκε για να ερμηνεύσει τη Διαταγή 35.θ.2 συνοψίσθηκε στην υπόθεση Σπηταλιώτης Κωνσταντίνος και Άλλοι ν. Liberty Life Insurance Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1140, στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, ως εξής:
«Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ' εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»
Υπό αυτό το πρίσμα εξεταζόμενη, η αίτηση για έκδοση διατάγματος μηναίων δόσεων βάσει του Κεφ.6, απολήγει σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος που εξετάζεται στο πλαίσιο της, και η εκδοθείσα απόφαση θα έπρεπε να θεωρηθεί, με το σκεπτικό της πιο πάνω νομολογίας, ως τελική.
Πλην όμως, εν όψει του λεκτικού του νέου Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, η έννοια «ενδιάμεση απόφαση" δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλέον σε συνάρτηση με το αν επιλύει τελικά το επίδικο θέμα. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τους κανόνες ερμηνείας των νόμων, διότι ουσιαστικά θα ισοδυναμούσε με ερμηνεία που θα απέληγε στην εφαρμογή της προηγούμενης, καταργηθείσας με τον τροποποιητικό Νόμο 146(Ι)/2022, διάταξης. Θα ερμήνευε δηλαδή, τον όρο «ενδιάμεσες αποφάσεις», σε σχέση με το κατά πόσον ήταν απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, ως είχε δηλαδή ακριβώς η καταργηθείσα διάταξη του Άρθρου 25. Με άλλα λόγια, μια τέτοια ερμηνεία δεν επιτρέπεται, εφόσον θα ήταν ασυμβίβαστη με το κείμενο του τροποποιητικού Νόμου 146(Ι)/2022. Εφαρμόζεται επί του προκειμένου, το Άρθρο 12 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1:
«Ερμηνεία τροποποιητικού Νόμου ή κανονισμών, κλπ., με τροποποιηθέντες Νόμους ή κανονισμούς
12.-(1) Όταν ένας Νόμος τροποποιεί άλλο Νόμο ο τροποποιητικός Νόμος, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστος προς το κείμενο αυτού, θα ερμηνεύεται ως ένας με τον τροποποιηθέντα Νόμο, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση.
(2) Όταν κανονισμοί, κανόνες ή διατάξεις τροποποιούν άλλους κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστοι με το κείμενο αυτών θα ερμηνεύονται ως ένα με τους τροποποιηθέντες κανονισμούς, κανόνες και διατάξεις, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση.»
Εν όψει των ανωτέρω, είμαι της άποψης, ότι στο νέο νομοθετικό πλαίσιο, δεν δύναται πλέον να εφαρμοστεί ούτε και το πιο κάτω σκεπτικό που οδήγησε στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Μιχαλάκης Κιταλίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 1759, απόφαση που ερμήνευσε το Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου αναφορικά με τη δικαιοδοσία Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου:
«Υπό το φως των πιο πάνω διατάξεων είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο, ότι το κατά πόσο η επίδικη αίτηση είναι ενδιάμεση ή αυτοτελής, εξαρτάται από το κατά πόσο το συνεπακόλουθο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί διάταγμα «που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής» ή όχι. Με ευρεία και κατ΄ αναλογία έννοια βέβαια. Στην πρώτη περίπτωση η σχετική αίτηση είναι ενδιάμεση, με αποτέλεσμα ο Επαρχιακός Δικαστής να έχει, βάσει του άρθρου 22(4)(β), δικαιοδοσία «παρά το ότι το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία που ανατίθεται σε αυτόν». Στη δεύτερη περίπτωση η σχετική αίτηση είναι αυτοτελής, με αποτέλεσμα ο Επαρχιακός Δικαστής να μη έχει δικαιοδοσία, εφόσον το ποσό που αμφισβητείται ή η αξία της επίδικης διαφοράς υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του βάσει του άρθρου 22(3)(α).»
Επισημαίνεται ότι στο Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου δεν απαντάται η φράση «ενδιάμεση απόφαση». Η ερμηνεία που δόθηκε στην Κιταλίδης, (ανωτέρω) αφορούσε το κατά πόσο το εκεί επίδικο διάταγμα μπορούσε να θεωρηθεί «διάταγμα που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής» όπως προβλέπεται ρητώς στο Άρθρο 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Θεωρήθηκε, όπως και στην υπόθεση Σπηταλιώτης, ανωτέρω, ότι το υπό κρίση διάταγμα διέγνωσε, εν τη ευρεία εννοία, την ουσία της επίδικης αίτησης, ήτοι την ουσία του «επίδικου θέματος» όπως αναφέρθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Σπηταλιώτης, ανωτέρω.
Θεωρώ ότι τα όσα προανέφερα σε σχέση με την υπόθεση Σπηταλιώτης, ανωτέρω, ισχύουν και σε σχέση με το σκεπτικό της υπόθεσης Κιταλίδης. Είμαι της άποψης, ότι το σκεπτικό της Κιταλίδης δεν μπορεί να εφαρμοστεί για να ερμηνεύσει το Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου (όπως τροποποιήθηκε). Μία τέτοια ερμηνεία θα αντιστρατευόταν, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, το ίδιο το λεκτικό του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το οποίο καλούμαι να ερμηνεύσω στην παρούσα υπόθεση, και δεν επιτρέπεται, βάσει του Άρθρου 12 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1.
Όπως όμως προανέφερα, θα συμφωνήσω με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων, ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι ενδιάμεση εν τη εννοία των εφαρμοζόμενων Άρθρων με το σκεπτικό που θα αναπτύξω κατωτέρω.
Κατ' αρχάς, είμαι της άποψης ότι η φράση ενδιάμεση απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί δικαστικώς (judicially considered) και όχι ανατρέχοντας σε λεξικό. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Maxwell on the Interpretation of Statutes, Twelfth Edition, Sweet & Maxwell, στη σελίδα 55, με αναφορά σε αγγλική νομολογία, «dictionaries are for consultation in the absence of any judicial guidance or authority».
Λαμβάνω επομένως, υπόψη ότι, ως προς τον χρόνο έκδοσης διατάγματος για «ενδιάμεση θεραπεία,» το Μέρος 25.2 (1) των Κανονισμών προβλέπει τα εξής:
«(1) Διάταγμα για ενδιάμεση θεραπεία μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο περιλαμβανομένου του χρόνου: (α) πριν από την καταχώριση απαίτησης· και (β) μετά την έκδοση απόφασης.»
Στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας, θεωρώ ότι η πιο πάνω διάταξη, δεικνύει ότι το κριτήριο στην ερμηνεία της λέξης «ενδιάμεση» δεν είναι αποκλειστικά ο παράγοντας του χρόνου καταχώρισης του ένδικου μέσου. Η πάνω κατάληξή μου, βρίσκει έρεισμα στο σχολιασμό που γίνεται στο The White Book, Service 2018, Civil Procedure Vol. 1, αναφορικά με το Part 25.2 (1) των Civil Procedure Rules της Αγγλίας (που αντιστοιχεί στο Μέρος 25 των Κανονισμών) , υπό των τίτλο «Interim Remedies and Security for Costs». Θεωρώ ότι το πιο κάτω σχόλιο από το White Book, ανωτέρω, σελ. 813, παρ. 25.2.3. υπό τον τίτλο « Effect of r.25.2»,είναι διαφωτιστικό ως προς τη δικαστική ερμηνεία της λέξης «ενδιάμεση»:
«Generally speaking, an interim remedy is a remedy applied for and granted to cover the intervening period between the commencement of the proceedings and final judgement or order, and having effect for the duration of that period and no longer. The purpose of an interim remedy is to improve the chances of the court being able to do justice after the determination of the merits at the trial (National Commercial Bank of Jamaica Ltd v Olint Corp Ltd (Practice Note) [2009] UKPC 16; [2009] 1 W.L.R. 1405, PC). However, in some instances it may be possible for a party to apply for, and appropriate for the court to grant, before proceedings are started or after judgment has been given, one or other of the remedies listed as 'interim remedies' in r.25.1.(1). »
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Υπό το φως της πιο πάνω δικαστικής καθοδήγησης, προκύπτει ότι θεραπεία μπορεί να θεωρείται ενδιάμεση, ακόμη και αν έχει διαταχθεί μετά την έκδοση απόφασης. Εκείνο δε που ενδιαφέρει στο πλαίσιο της πιο πάνω πρόνοιας, είναι αν η ενδιάμεση θεραπεία είναι βοηθητική ως προς την τελεσιδικία της απαίτησης στο πλαίσιο της οποίας καταχωρίστηκε η αίτηση που οδήγησε στην έκδοσή της.
Λαμβάνω επίσης υπόψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε από τα Δικαστήρια κατά καιρούς σε σχέση με τη λέξη «απόφαση» εν τη εννοία του Άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, δεν λάμβανε υπόψη το χρόνο που καταχωρίστηκε η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοσή της βλ., μεταξύ άλλων, One World, ανωτέρω, Χάσικος κ.α ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389, Χαρούς Λουκία Χρίστου ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς (συζύγου Ηλία Καγιά) (2003) 1 ΑΑΔ 1530 και Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1368.
Εν κατακλείδι, εν όψει όλων των πιο πάνω είμαι της άποψης, ότι μία απόφαση μπορεί να είναι ενδιάμεση για τους σκοπούς της νομοθεσίας που ερμηνεύεται στην παρούσα, ανεξαρτήτως του χρόνου καταχώρισης του ένδικου μέσου βάσει του οποίου εκδόθηκε.
Επίσης, έχοντας ανωτέρω επεξηγήσει ότι το κατά πόσο η απόφαση είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, εκείνο που κατά την άποψη μου είναι καθοριστικής σημασίας για να κριθεί μία απόφαση ως ενδιάμεση, είναι το κατά πόσον είναι εντελώς ανεξάρτητη από άλλη διαδικασία και κατά πόσον επηρεάζει την έκβασή της.
Υπό αυτό το πρίσμα, αν η υπό εξέταση απόφαση αφορά, ή έχει ως αντικείμενο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μια άλλη διαδικασία με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, τότε είναι ενδιάμεση για του σκοπούς των διατάξεων που καλούμαι να ερμηνεύσω, ανεξαρτήτως του αν η άλλη διαδικασία έχει περατωθεί ή όχι, και ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της εκάστοτε υπό εξέτασης απόφασης. Στη βάση αυτού του σκεπτικού, απόφαση σε αίτηση για παραμερισμό απόφασης επί της ουσίας μίας διαφοράς, είναι ενδιάμεση, εφόσον συνδέεται με την εκδοθείσα απόφαση. Το ίδιο ισχύει παραδείγματος χάριν, και σε σχέση με απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, απόφαση εκδοθείσα λόγω παράλειψης καταχώρισης δικογράφου, απόφαση επί αιτήματος απόρριψης της αγωγής λόγω μη καταχώρησης εμπρόθεσμης κλήσης για οδηγίες, ή λόγω μη αποκάλυψης αγώγιμου δικαιώματος, ή λόγω δεδικασμένου. Αντιθέτως, μια απόφαση για εκτέλεση απόφασης, όπως η παρούσα αίτηση έρευνας, ή για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης, ή για δέσμευση ή πώληση περιουσίας προς εξόφληση εξ αποφάσεως χρέους, δεν είναι ενδιάμεση αλλά τελική, εφόσον είναι αποκομμένη από την κύρια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, και δεν επηρεάζει την κυρίως απόφαση επί της διαφοράς των διαδίκων.
Τονίζω ότι στην παρούσα υπόθεση γίνεται ερμηνεία των πιο πάνω αναφερομένων Άρθρων χωρίς να επηρεάζεται η νομολογία που αφορά άλλες διατάξεις, όπως η νομολογία που ερμηνεύει το Μέρος 41 των Κανονισμών αναφορικά με τις προθεσμίες καταχώρισης έφεσης, εφόσον, όπως προανέφερα, το λεκτικό της εν λόγω πρόνοιας διαφέρει από το λεκτικό των προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων που ερμηνεύονται με την παρούσα.
Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μου, ένας Δικαστής του Εφετείου σε μονομελή σύνθεση, δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα έφεση αφού η εφεσιβαλλόμενη απόφαση δεν θεωρείται ενδιάμεση για τους λόγους που προανέφερα.
Ο φάκελος παραπέμπεται στον Πρόεδρο του Εφετείου για να τεθεί προς εκδίκαση ενώπιον τριμελούς σύνθεσης του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου.
Επειδή οι συνήγοροι συμφώνησαν δια των γραπτών αγορεύσεων τους ως προς το ζήτημα που ηγέρθη, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.