ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε190/2019)
26 Φεβρουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΥΔΑ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου 1
και
ΣΟΦΙΑ ΚΑΡΥΔΑ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
------------------------------
Λ. Βραχίμης μαζί με Α. Αρναούτη ασκούμενο δικηγόρο, για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Γ. Χριστοδούλου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερομηνίας 3/9/2019.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης όπως αναδύεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, η ενάγουσα/εφεσίβλητη με κλητήριο ένταλμα γενικώς οπισθογραφημένο ημερομηνίας 19/6/2018, αξίωνε εναντίον του εφεσείοντα/εναγόμενου 1 δήλωση και διάταγμα του Δικαστηρίου ότι αυτός δεν αποτελούσε μέλος στο μητρώο μελών της εναγομένης 2 εταιρείας («η Εταιρεία»), δεν ήταν μέτοχος της και ότι δεν κατείχε μετοχές στο μετοχικό κεφάλαιο της. Περαιτέρω αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, μεταξύ άλλων, για δόλο.
Ταυτόχρονα η εφεσίβλητη καταχώρησε μονομερή αίτηση («η Αίτηση») δυνάμει της οποίας εξαιτείτο προσωρινά διατάγματα με τα οποία:
Α) να απαγορεύεται στον εφεσείοντα «να συγκαλεί τακτική ή και έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας».
Β) να απαγορεύεται στον εφεσείοντα «να διορίζει, να παύει και να προβαίνει σε ενέργειες που σχετίζονται με τον διορισμό και την παύση των διευθυντών και ή του γραμματέα της εταιρείας».
Γ) να απαγορεύεται στον εφεσείοντα «από του να κοινοποιεί, καταθέτει, δημοσιεύει, ενημερώνει και γνωστοποιεί στο Τμήμα του Εφόρου Εταιρειών οποιαδήποτε έγγραφα της εταιρείας».
Η Αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης η οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν η εγγεγραμμένη μέτοχος στο μητρώο μελών της Εταιρείας και μοναδική μέτοχος της από το έτος 2016 κατόπιν μεταβίβασης επ΄ ονόματι της ολόκληρου του μετοχικού κεφαλαίου από τη μητέρα της η οποία ήταν η μοναδική διευθυντής και γραμματέας της Εταιρείας. Η ίδια ήταν ασφαλιστική σύμβουλος και απασχολείτο μερικώς στην Εταιρεία. Η εταιρεία από το έτος 1996 ασχολείτο με την επισκευή αυτοκινήτων και την παροχή υπηρεσιών φύλαξης αυτοκινήτων ατόμων που ταξίδευαν από το αεροδρόμιο Λάρνακας. Αποτελούσε επίσης το εγκεκριμένο συνεργείο επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων στις πόλεις και επαρχίες Λάρνακας και Αμμοχώστου, συγκεκριμένης εταιρείας και αντιπροσώπου συγκεκριμένων οχημάτων (δύο μάρκες), γεγονός που διασφάλιζε μεγάλη ροή πελατών επί μηνιαίας βάσεως.
Σύμφωνα επίσης με την εφεσίβλητη, ο εφεσείοντας ήταν μέτοχος στο μητρώο μελών της εταιρείας μέχρι και τις 10/5/2006 κατέχοντας το 60% των μετοχών. Στις 31/10/2012 η μητέρα της, εν γνώσει του εφεσείοντα, προχώρησε σε γνωστοποίηση στον Έφορο Εταιρειών της μεταβίβασης των μετοχών που κατείχε ο εφεσείων στο όνομα της, ενεργοποιώντας λευκό έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, με αποτέλεσμα η μητέρα της να καταστεί κάτοχος του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Στις 26/9/2016 η μητέρα της, της μεταβίβασε ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας και σχετικές καταχωρήσεις έλαβαν χώρα στο μητρώο μελών της.
Σύμφωνα ακόμα με την εφεσίβλητη, ο εφεσείοντας και η μητέρα της ήταν σύζυγοι μέχρι το 2014 όπου επήλθε ρήξη στη σχέση τους και μέχρι τον χρόνο υπογραφής της ένορκης δήλωσης ήταν σε διάσταση. Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την μεταβίβαση των μετοχών που έλαβε χώρα το έτος 2006 και από τον Οκτώβριο του έτους 2014 σταμάτησε να εργάζεται στην Εταιρεία. Ακολούθως προχώρησε με τη σύσταση νέας επιχείρησης επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων σε παρακείμενο υποστατικό με το συνεργείο της Εταιρείας με σκοπό να ανταγωνιστεί την Εταιρεία εφόσον το συνεργείο του επιδιόρθωνε ίδια οχήματα με αυτά που επιδιόρθωνε η Εταιρεία. Ο εφεσείων επεδίωξε να λάβει πλήρη έλεγχο της Εταιρείας πλην όμως απέτυχε να το πράξει εφόσον οι αντιπροσωπείες επέλεξαν να συνεχίσουν την συνεργασία τους με την Εταιρεία. Έκτοτε ο εφεσείων δήλωσε ότι στόχος του ήταν να καταστρέψει την εταιρεία. Ο εφεσείων αποχωρώντας από την εταιρεία οικειοποιήθηκε το πελατολόγιο της ώστε να διοχετεύσει την εν λόγω εργασία στον ίδιο παίρνοντας μαζί του τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το κεντρικό υπολογιστή, διάφορα λογιστικά και άλλα έγγραφα, τις εισπράξεις της Εταιρείας, αφήνοντας την ανήμπορη να συνεχίσει τη λειτουργία της. Μετά από καταγγελία της μητέρας της στην αστυνομία, επέστρεψε τα πιο πάνω στην Εταιρεία, εξαιρουμένων των μετρητών.
Το 2008 κάποιο τρίτο πρόσωπο, σύμφωνα πάντα με την εφεσίβλητη, καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα στο πλαίσιο της οποίας, κατόπιν ακρόασης, στις 28/11/2012 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €52.748,10 πλέον τόκους. Ο εφεσείων αν και καταχώρισε αρχικά έναντι της απόφασης έφεση, την απόσυρε το έτος 2014. Το εν λόγω τρίτο πρόσωπο καταχώρησε στις 16.12.2014 αίτηση, στη βάση του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62 εναντίον του εφεσείοντα, της μητέρας της και του παππού της. Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 30/3/2018 ακύρωσε τη μεταβίβαση των μετοχών της Εταιρείας που έλαβε χώρα το έτος 2012 επ΄ονόματι της μητέρας της και διέταξε όπως οι μετοχές πωληθούν. Η μητέρα της εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση η οποία κατά το χρόνο υπογραφής της ένορκης δήλωσης εκκρεμούσε. Η ίδια προσωπικά δεν έλαβε μέρος στην πιο πάνω διαδικασία. Ο εφεσείων κατά παράβαση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/3/2018, απέστειλε επιστολή στις 9/5/2018 στην Εταιρεία με την οποία, ως μέτοχος του 60% του μετοχικού κεφαλαίου της, καλούσε τη μητέρα της υπό την ιδιότητα της ως διευθυντή της Εταιρείας να συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση με θέμα την αλλαγή του διευθυντή και γραμματέα της Εταιρείας. Σε έρευνα που προέβηκε στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών η εφεσίβλητη εντόπισε ότι ο Έφορος Εταιρειών προέβηκε σε αλλαγή του αρχείου του και πλέον φαινόταν ότι ο εφεσείων κατείχε το 60% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας. Ακολούθως οι δικηγόροι της εφεσίβλητης απέστειλαν επιστολή στον Έφορο Εταιρειών ενημερώνοντας τον, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ του μητρώου των μελών της Εταιρείας και του αντίστοιχου μητρώου του Εφόρου Εταιρειών, καλώντας τον παράλληλα όπως επαναφέρει την προγενέστερη μετοχική κατάσταση της Εταιρείας, δηλαδή να επαναφέρει την ίδια ως μέτοχο του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της. Εις απάντηση ο Έφορος Εταιρειών μέσω επιστολής του ανέφερε ότι το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής είχε σημειωθεί. Το μητρώο μελών της Εταιρείας που διατηρείτο από την ίδια την Εταιρεία, που είναι ο καθρέφτης της πραγματικής κατάστασης των μετόχων της, κατέγραφε την ίδια προσωπικά από το 2016 ως το μοναδικό μέλος της.
Στη συνέχεια της ένορκης της δήλωσης της η εφεσίβλητη αναφέρθηκε σε σειρά ενεργειών που προέβηκε η ίδια η Εταιρεία ως επίσης ο εφεσείοντας προς προώθηση των θέσεων τους όπως να τον ενημερώσει ότι με βάση το μητρώο μελών της ο ίδιος δεν ήταν μέτοχος και το αίτημα του για σύγκληση γενικής συνέλευσης απορρίφθηκε. Ο μεν εφεσείων προωθούσε τη θέση ότι δεν αποδεχόταν την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως μέτοχου της Εταιρείας ως επίσης επιδίωκε την σύγκλιση έκτακτης γενικής συνέλευσης με αντικείμενο την αντικατάσταση των διευθυντών και του γραμματέα της Εταιρείας καθώς και την αλλαγή του εγγεγραμμένου γραφείου της, η δε εφεσίβλητη και η Εταιρεία προωθούσαν τη θέση ότι ο εφεσείων με βάση το μητρώο μελών της Εταιρείας δεν ήταν μέτοχος και το αίτημα του για σύγκλιση γενικής συνέλευσης δεν ήταν αποδεκτό. Παρόλο που σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/3/2018 διατασσόταν η πώληση των μετοχών, ο εφεσείων προχώρούσε σε άλλα διαβήματα, κατά παράβαση της απόφασης, προς επίτευξη του σκοπού και στόχου του δηλαδή να καταστρέψει την Εταιρεία και τη μητέρα της. Ο εφεσείων με επιστολή του ημερομηνίας 11/6/2018 την οποία άφησε έξω από την πόρτα της οικίας της μητέρας της, την καλούσε για σύγκλιση έκτακτης γενικής συνέλευσης την 27/6/2018 με αντικείμενο, ως άνω αναφέρεται, την αντικατάσταση των διευθυντών και του γραμματέα της εταιρείας καθώς και την αλλαγή του εγγεγραμμένου γραφείου της. Η εφεσίβλητη εξηγεί γιατί η σύγκλιση της γενικής συνέλευσης ήταν παράνομη και αντινομική και ότι για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητη η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων προς διαφύλαξη των συμφερόντων και δικαιωμάτων της στην Εταιρεία αλλά και προς τήρηση του εφαρμοστέου νομικού δικαίου. Αναφέρει ακόμα ότι μετά από έρευνα στο φάκελο της Εταιρείας στον Έφορο Εταιρειών διαπίστωσε ότι οι δικηγόροι του τρίτου προσώπου απέστειλαν επιστολή ώστε να γίνει η μεταβίβαση των μετοχών επ΄ ονόματι του εφεσείοντα, χωρίς όμως να είχαν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για πώληση των μετοχών, στοιχείο που μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία καταδείκνυε ξεκάθαρα ότι τα πιο πάνω πρόσωπα λειτουργούσαν ενορχηστρωμένα.
Η εφεσίβλητη προχώρησε σε καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, μετά από άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε αυτήν ανέφερε ότι μετά την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 30/3/2018 ο εφεσείων ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον της Εταιρείας και των συμφερόντων της. Ο εφεσείων χρησιμοποιώντας την ως άνω απόφαση διαμήνυσε στην αντιπροσωπεία ότι αυτός ήταν ο κύριος μέτοχος της Εταιρείας και ότι όλα θα άλλαζαν όταν θα αναλάμβανε αυτός. Η εν λόγω στάση θορύβησε ιδιαίτερα την αντιπροσωπεία η οποία ανέφερε στην Εταιρεία ότι δεν μπορούσε να της παρέχει περαιτέρω πίστωση, ενόψει και των προβλημάτων που είχαν προκύψει με τον εφεσείοντα και ζητώντας την άμεση καταβολή της αξίας των εμπορευμάτων που αγοράζονταν από την εταιρεία. Η πιο πάνω εξέλιξη είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην υγιή και απρόσκοπτη λειτουργία της Εταιρείας από άποψη ρευστότητας. Επιπρόσθετα η αντιπροσωπεία ζήτησε από την Εταιρεία την παραχώρηση αμετάκλητης τραπεζικής εγγύησης για το ποσό των €16.000 ώστε να διασφαλιστούν τα ποσά που αντιπροσώπευαν την τελευταία αγορά εξαρτημάτων προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ρευστότητας. Περαιτέρω προβλήματα δημιουργήθηκαν και με το προσωπικό της Εταιρείας εφόσον οι υπάλληλοι της είχαν θορυβηθεί ιδιαίτερα από την εν λόγω κατάσταση φοβούμενοι για απώλεια της εργασίας τους. Ο εφεσείων συνέχισε να ενεργεί ανταγωνιστικά με την Εταιρεία όμως μετά την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 30/3/2018 δεν είχε ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο ή ενέργεια για πώληση των μετοχών του. Τέλος, αναφερόταν στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ότι αν ο εφεσείοντας «αφεθεί να προχωρήσει με τα σχέδια του θα επιδιώξει και πάλι να εκδώσει πιστοποιητικά διευθυντών και γραμματέα από τον Έφορο Εταιρειών με σκοπό να προκαλέσει ζημιά στην ίδια την εταιρεία. Η καταστροφή της θα επιφέρει και τον εκμηδενισμό ουσιαστικά της αξίας των μετοχών που κατέχει στην εταιρεία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μελετώντας την αίτηση μαζί με τις ένορκες δηλώσεις που την υποστήριζαν και τα τεκμήρια που επισυνάπτονταν σε αυτές, ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις και εξέδωσε μονομερώς προσωρινά διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης ενώ σε σχέση με το αιτητικό Γ, έδωσε οδηγίες όπως αυτό επιδοθεί.
Ο εφεσείων αντιδρώντας στην έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων, καταχώρησε σχετική ένσταση προβάλλοντας ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να συμμορφωθεί με την υποχρέωση της για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης, ότι δεν προσήλθε στη διαδικασία με καθαρά χέρια, αφού αποδέχθηκε να εγγραφούν οι μετοχές στο όνομα της παρά το γεγονός ότι γνώριζε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανιζόταν η μητέρα της ως ιδιοκτήτρια των μετοχών και με μοναδικό σκοπό να την βοηθήσει να αποφύγει την εφαρμογή τυχόν απόφασης εναντίον της για μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα του εφεσείοντα, ότι μοναδικός σκοπός της διαδικασίας ήταν να υποβοηθηθεί η μητέρα της να συνεχίζει να εμφανίζεται ως ιδιοκτήτρια της εταιρείας και να συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την εταιρεία για δικό της όφελος επηρεάζοντας την δυσμενώς, ότι με βάση τις διατάξεις του Κεφ. 62 η απόφαση ημερομηνίας 30/3/2018 είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ο εφεσείοντας και πάλι ιδιοκτήτης των μετοχών και να ακυρωθούν όλες οι πράξεις που έγιναν σε σχέση με την αποξένωση των μετοχών χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από μέρους οποιουδήποτε προσώπου ή από μέρος της Eταιρείας, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και ότι σε κάθε περίπτωση το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Η ένσταση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα στην οποία υποστήριζε τους πιο πάνω λόγους ένστασης. Σημειώνουμε επίσης ότι μετά από άδεια του Δικαστηρίου η εφεσίβλητη προχώρησε στην καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης σε σχέση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα.
Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθηκε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριζαν την Αίτηση και την ένσταση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τη νομική πτυχή που διέπει το όλο θέμα, κατέληξε ότι πληρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32. Έκρινε επίσης ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας σαφέστατα έκλινε υπέρ της εφεσίβλητης. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί απόκρυψης γεγονότων εκ μέρους της εφεσίβλητης, που εγέρθηκε στον πρώτο λόγο ένστασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το όλο ζήτημα κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν παρέβηκε το καθήκον αποκάλυψης και προχώρησε στην απόρριψη του σχετικού λόγου ένστασης. Το ίδιο έπραξε και σε σχέση με τον δεύτερο λόγο ένστασης όπου η πλευρά του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.
Συνακόλουθα, το Δικαστήριο προχώρησε στην οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων καθώς και στην έκδοση προσωρινού διατάγματος ως η παράγραφος Γ της Αίτησης επιδικάζοντας υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της διαδικασίας.
Ο εφεσείοντας ο οποίος προφανώς δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση την προσέβαλε αρχικά με επτά λόγους έφεσης τους οποίους στη συνέχεια περιόρισε σε πέντε.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ακυρώσει τα διατάγματα λόγω παράβασης της υποχρέωσης της εφεσίβλητης για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και εσφαλμένα έκρινε ότι δεν υπήρχε τέτοια παράλειψη. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε τη θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη δεν προσήλθε με καθαρά χέρια και εσφαλμένα δεν απέρριψε την αίτηση για αυτό το λόγο. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείοντας είχε υποχρέωση να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα για να καταχωρηθεί ο ίδιος στο μητρώο μελών της Εταιρείας ή θα έπρεπε να γίνει άλλη διόρθωση του μητρώου πέραν της απόφασης που είχε εκδοθεί από το Δικαστήριο με την οποία είχε ακυρωθεί ως δόλια και εικονική η μεταβίβαση των μετοχών από τον εφεσείοντα στο όνομα της μητέρας της εφεσίβλητης. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 και εσφαλμένα έκρινε ότι το ζήτημα αυτό δεν είχε εγερθεί από μέρους του εφεσείοντα. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε την διακριτική του ευχέρεια με βάση το ισοζύγιο της ευχέρειας υπέρ της οριστικοποίησης των διαταγμάτων που εκδόθηκαν μονομερώς και της έκδοσης διατάγματος με βάση το αιτητικό Γ της Αίτησης.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά το ζήτημα της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων, η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη στην ένορκη δήλωση της πρόβαλε την εκδοχή της μητέρας της σε σχέση με την μεταβίβαση των 3000 μετοχών που μεταβιβάστηκαν στο όνομα της, ότι δηλαδή η μεταβίβαση αυτή έγινε το έτος 2006 έναντι νομίμου ανταλλάγματος και σε καμιά περίπτωση δεν τίθετο θέμα δόλου. Η εκδοχή όμως αυτή είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 30/3/2018. Στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο κατέγραψε με λεπτομέρεια την εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τη διαδικασία με βάση την οποία είχε γίνει μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της μητέρας της εφεσίβλητης όπως προέκυπτε από την ένορκη δήλωση του που συνόδευε την ένσταση του. Σύμφωνα με την εκδοχή του ο ίδιος είχε υπογράψει τον Οκτώβριο 2012, λίγο πριν την έκδοση απόφασης στην οποία ήταν εναγόμενος και μετά από συμβουλή του παππού και θείου της εφεσίβλητης που είναι δικηγόροι, έντυπο μεταβίβασης και καταπιστεύματος προς όφελος της μητέρας της εφεσείουσας. Τα έντυπα αυτά είχαν ετοιμαστεί από τα πιο πάνω πρόσωπα τα οποία φρόντισαν να βεβαιωθούν από κοινοτάρχη έτσι ώστε σε αυτά να τεθεί ημερομηνία υπογραφής τους η 10/5/2006. Τα έντυπα αυτά ήταν συνεπώς πλαστά. Στη συνέχεια μετά την υπογραφή τους οι μετοχές του εφεσείοντα μεταβιβάστηκαν στο όνομα της μητέρας της εφεσίβλητης. Η μεταβίβαση έγινε με σκοπό την καταδολίευση του ενάγοντα στην εκκρεμούσα αγωγή.
Η εφεσίβλητη, συνεχίζει ο εφεσείοντας, γνώριζε ποια ήταν η δική του εκδοχή στη διαδικασία και ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/3/2018 στην αίτηση για δόλια μεταβίβαση όπου καταγραφόταν αναλυτικά και γιατί το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την εκδοχή της μητέρας της εφεσίβλητης ως επίσης ότι είχε προβεί σε θετικό εύρημα ότι η μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της μητέρας της έγινε χωρίς νόμιμο αντάλλαγμα με πρόθεση την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή. Η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε στη συμπληρωματική απαντητική της ένορκη δήλωση ότι ήταν σε θέση να εξασφαλίσει την εν λόγω απόφαση. Έτσι η εφεσίβλητη απέκρυψε από το Δικαστήριο την εκδοχή του πατέρα της ενώ ήταν γνωστή στην ίδια, δεν προμήθευσε το πρωτόδικο Δικαστήριο με το περιεχόμενο της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου και παρουσίασε μόνο την εκδοχή της μητέρας της παρουσιάζοντας την ως αναντίλεκτη παραλείποντας να αποκαλύψει ότι αυτή η εκδοχή είχε απορριφθεί από το Δικαστήριο στην διαδικασία της εν λόγω αίτησης. Αρκέστηκε μόνο να παρουσιάσει το σχετικό διάταγμα αλλά και την έφεση κατά της απόφασης παραλείποντας να προμηθεύσει το Δικαστήριο με το σκεπτικό της απόφασης.
Τα πιο πάνω σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα ήταν σημαντικό να αποκαλυφθούν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο γιατί στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30/3/2018 καταγραφόταν η εκδοχή του εφεσείοντα αλλά και το σκεπτικό του Δικαστηρίου με το οποίο είχε απορριφθεί η εκδοχή της μητέρας της ως αναληθής αλλά και γιατί το Δικαστήριο έδωσε τη νομική απάντηση στην κεντρική νομική θέση της εφεσίβλητης στο πλαίσιο της Αίτησης, ότι δηλαδή η απόφαση του Δικαστηρίου για ακύρωση της μεταβίβασης δεν δέσμευε την ίδια ή τη μητέρα της. Η θέση όμως του Δικαστηρίου ήταν ότι η ακύρωση της μεταβίβασης του αυτοκινήτου και κατ΄ επέκταση των μετοχών στο όνομα της μητέρας της συμπαρέσυρε ως δόλια και την μεταβίβαση του αυτοκινήτου και άρα και των μετοχών στο όνομα της ίδιας, ανεξάρτητα αν η μητέρα της δεν ήταν εξ αποφάσεως πιστωτής του αιτητή. Παράλληλα ήταν προφανές από το σκεπτικό της απόφασης ημερομηνίας 30/3/2018 ότι το Δικαστήριο είχε την πρόθεση όπως η απόφαση να είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την επανεγραφή των μετοχών στο όνομα του εφεσείοντα χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους της Εταιρείας ή της μητέρας της εφεσίβλητης που το Δικαστήριο θεωρούσε ότι συνέχιζε να είναι η ιδιοκτήτρια των μετοχών αφού η μητέρα της εφεσίβλητης και η ίδια η εφεσίβλητη παρέλειψαν να ενημερώσουν το Δικαστήριο για το γεγονός ότι είχε ακολουθήσει μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα της εφεσίβλητης. Έτσι η εφεσίβλητη σκόπιμα παραπλάνησε το Δικαστήριο παραθέτοντας ένα ιστορικό της διαδικασίας ως αυτό να ήταν αναντίλεκτο αποκρύβοντας την εκδοχή του εφεσείοντα ως επίσης ότι η εκδοχή αυτή είχε τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου και είχε απορριφθεί. Παράλληλα η εφεσίβλητη απέκρυψε από το Δικαστήριο τις νομικές αρχές τις οποίες στηρίχθηκε το Δικαστήριο στην διαδικασία της αίτησης δόλιας μεταβίβασης με βάση τις οποίες η απόφαση για ακύρωση μεταβίβασης στο όνομα της μητέρας της εφεσίβλητης συμπαρέσυρε και σε ακυρότητα την μεταγενέστερη μεταβίβαση στο όνομα της εφεσίβλητης χωρίς να χρειάζεται άλλη διαδικασία.
Τα ζητήματα αυτά, καταλήγει η πλευρά του εφεσείοντα, είναι ουσιώδη και θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η απόκρυψη τους ήταν σκόπιμη. Η εφεσίβλητη είχε την ευκαιρία στη συμπληρωματική της ένορκη δήλωση να αντικρούσει τη θέση αυτή όμως δεν το έπραξε. Υποστηρίζει επίσης ότι το Δικαστήριο είναι δεσμευμένο από τη νομολογία να προχωρήσει σε ακύρωση του διατάγματος και δεν παρέχεται σε αυτό η διακριτική ευχέρεια να μην προχωρήσει σε ακύρωση του, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε περίπτωση που το Δικαστήριο κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μη αποκάλυψη ήταν αθώα και είχε γίνει εκ παραδρομής. Τα γεγονότα όμως δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα με αναφορά στις νομικές αρχές που το διέπουν και στη συνέχεια ανέφερε τα ακόλουθα:
«Έχοντας παραθέσει τις βασικές νομικές αρχές και εξετάζοντας ιδιαίτερα τις θέσεις του καθ' ου η αίτηση κρίνω ότι η αιτήτρια δεν απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί ως συνάγεται μέσα από τις θέσεις της το αγώγιμο δικαίωμα της, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εδράζεται στο γεγονός ότι ο καθ' ου η αίτηση δεν είναι εγγεγραμμένος μέτοχος στο μητρώο μελών της εταιρείας και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ενεργεί ως μέτοχος. Περαιτέρω η βάση της αγωγής της εδράζεται στο γεγονός ότι ο καθ' ου η αίτηση ενεργεί ως μέτοχος, συγκαλώντας έκτακτη γενική συνέλευση κατά παράβαση του εκδοθέντος διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο δεν κατέστησε μέτοχο για να ενεργεί ως τέτοιο αλλά τον κατέστησε μέτοχο με σκοπό την πώληση των μετοχών του. Τέλος η βάση της αγωγής της εδράζεται στο δόλο εφόσον ο καθ' ου η αίτηση ενεργεί κατά παράβαση του Διατάγματος σε συνάρτηση με το γεγονός ότι μέχρι στιγμής, μετά την παρέλευση ενός και πλέον έτους, δεν λήφθηκε οποιοδήποτε μέτρο για την πώληση των μετοχών του.
Μέσα στα πλαίσια αυτά η αιτήτρια αποκάλυψε, ως όφειλε το τελικό Διάταγμα του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 30/3/18 το οποίο εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Αποκάλυψε μάλιστα στο Δικαστήριο ότι αυτό με την απόφαση του ακύρωσε τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας που έλαβε χώρα το 2012 επ' ονόματι της μητέρας της και διέταξε όπως οι μετοχές πωληθούν. Επομένως δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονός ότι η θέση της αιτήτριας, η οποία είναι ακριβώς η ίδια με τη θέση της μητέρας της όπως τέθηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας απορρίφθηκε από το Δικαστήριο και ότι αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη. Σημασία είχε και έχει το λεκτικό του Διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο αυτό αποκαλύφθηκε από την αιτήτρια στο Δικαστήριο. Η αξίωση της δεν σχετίζεται με την εκδοχή της μητέρας της. Δεν θεωρώ επίσης ότι η αιτήτρια με το να μην αποκαλύψει στο Δικαστήριο αυτούσια την απόφαση προσπάθησε να το παραπλανήσει και να παρουσιάσει μία πλασματική εικόνα γεγονότων. Θεωρώ ότι υπό το σύνολο των περιστάσεων και έχοντας λάβει υπόψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα και αντιπαραβάλλοντας τα με τις αξιώσεις της αιτήτριας θεωρώ εν κατακλείδι ότι αυτή δεν παρέβη το καθήκον αποκάλυψης. Συνεπακόλουθα ο 1ος λόγος ένστασης απορρίπτεται.»
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα όσα έχουμε αναπτύξει οι δικηγόροι των δύο πλευρών στο πλαίσιο των περιγραμμάτων αγόρευσης τους αλλά και τα όσα διευκρινιστικά ανέφεραν ενώπιον μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το ζήτημα αυτό στις σελίδες 29-30 της απόφασης του και αφού έκρινε ότι πληρούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960 ως επίσης ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας σαφέστατα έκλεινε υπέρ της εφεσίβλητης. Η νομική πτυχή την οποία παραθέτει είναι ικανοποιητική και επαρκής σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της πλήρους αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων (βλ. Harvardskiy Prumyslovy Holding A.S. v. Daventree Resources Ltd κ.ά (2008)1(B) Α.Α.Δ. 801, Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Ltd (2015) 1(A) A.Α.Δ. 386). Προσθέτουμε ότι όταν αιτητής προσέλθει ενώπιον του Δικαστηρίου και, στην απουσία του αντιδίκου του, κατά παρέκκλιση της αρχής "audi alteram partem", ζητά θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, τότε έχει υποχρέωση προς το Δικαστήριο να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς προσωρινού διατάγματος. Ο αιτητής σε τέτοιες περιπτώσεις έχει υποχρέωση να δείξει καλή πίστη, αφού η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου. Είναι άσχετο αν η παράλειψη αποκάλυψης είναι εσκεμμένη ή έγινε χωρίς πρόθεση εξαπάτησης και μη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής ενδεχομένως να σημαίνει την ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς. Το Δικαστήριο εξετάζοντας μια αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων που επιδρούν στην άσκηση της. Για αυτό και είναι σημαντικό η αποκάλυψη να είναι ειλικρινής και πλήρης. Στην υπόθεση Brink's-MAT Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 Αll ΕR 188, η οποία υιοθετήθηκε στην Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. (ανωτέρω), τονίστηκε ότι η αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων θα πρέπει να είναι πλήρης, δίκαιη και ότι τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα που καθορίζονται από τον δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων. Η υποχρέωση δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα. (Σύγγραμμα «Διατάγματα, Injunctions», των Γιώργου Ερωτοκρίτου και Πέτρου Αρτέμη σελ. 163-165, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1333, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002) 1(B) A.A.Δ. 938, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(A) A.A.Δ. 82 και Interpartemental Concern "Uralmetrom" v. Besuno Ltd (2004) 1(A) A.A.Δ. 557).
Κρίνουμε ότι παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε ορθά τις αρχές που διέπουν το θέμα της το ζήτημα της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων που αφορούν την υπόθεση, παρέλειψε να τις εφαρμόσει ορθά στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποβάθμισε τη σημασία των όσων δεν αποκαλύφθηκαν αφού, αντικειμενικά κρινόμενη, αυτή η παράλειψη αποκάλυψης της εκδοχής του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου που εκδίκασε την αίτηση δόλιας μεταβίβασης αλλά και του σκεπτικού της απόφασης του ημερομηνίας 30/3/2018 με την οποία έκρινε την μητέρα της εφεσίβλητης καθώς και την εκδοχή της αναξιόπιστη θα μπορούσε να επηρεάσει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κατά το μονομερή στάδιο της αίτησης. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω το Δικαστήριο εξετάζοντας μια αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων.
Περαιτέρω, κρίνουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων μετά που αποφάσισε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και εξέτασε το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Δεν μας διαφεύγει ότι ο τρόπος συγγραφής δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί παράδειγμα της δικαστικής ανεξαρτησίας και του αυτόνομου της δικαστικής κρίσης που αφήνει ευρύ πεδίο της εφαρμογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Στην υπόθεση L. Papaphilippou & Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, λέχθηκαν τα ακολούθα:
«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Στυλιανού v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646, Ευσταθίου και Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682).»
(βλ. επίσης Φουτάς ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 730 και Κρεοπωλείο Α. Κούντουρος Λίμιτεδ ν. Γεωργιάδης κ.ά., Πολ. Έφεση 121/2019, ημερ. 6/12/2024).
Στην παρούσα υπόθεση ακριβώς λόγω της φύσης του ζητήματος της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να το εξετάσει πρώτο (ήταν εξάλλου ο πρώτος λόγος ένστασης) και ακολούθως να εξετάσει κατά πόσο πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και το ισοζύγιο της ευχέρειας. Έπρεπε δηλαδή να εξετάσει και να αποφασίσει το ζήτημα αυτό το οποίο ήταν πρωτεύον και ακολούθως να προχωρήσει στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 και του ισοζυγίου της ευχέρειας, αφού, επαναλαμβάνουμε, το Δικαστήριο όταν εξετάζει αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων που επενεργούν στην άσκηση της.
Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά μη ενδεδειγμένο τρόπο, προχώρησε στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και του ισοζυγίου της ευχέρειας και αφού κατέληξε ότι οι προϋποθέσεις πληρούνταν και το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της εφεσίβλητης, προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων. Άσκησε δηλαδή τη διακριτική του ευχέρεια, ειδικότερα κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης δηλαδή κατά πόσο θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και στο θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας και στη συνέχεια εξέτασε το ζήτημα της αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων.
Για σκοπούς πληρότητας αναφέρουμε ότι η έφεση κατά της απόφασης σε σχέση με την αίτηση δόλιας μεταβίβασης έχει εκδικαστεί. Το Εφετείο στην υπόθεση Καρυδά κ.ά. ν. Λυκούργου Πολ. Έφεση 182/18 ημερ. 17/5/2024, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε σχέση με την ακύρωση της μεταβίβασης των μετοχών από τον Καθ΄ου η αίτηση 1 στην πρωτόδικη διαδικασία (εφεσείων στην παρούσα) και του διατάγματος πώλησης τους ενώ τροποποίησε διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου διατάσσοντας τον Έφορο Εταιρειών «όπως ενεργήσει σύμφωνα με το Άρθρο 91 Δ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 για να εγγραφούν στο μητρώο το οποίο τηρεί επ' ονόματι του Καθ' ου η Αίτηση 1 οι μετοχές που αναφέρονται στα Αιτητικά Γ. 1 και 2 εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης των διαταγμάτων.»
Παράλληλα διέταξε την επανεκδίκαση της αίτησης στο βαθμό που αφορούσε το επίδικο όχημα.
Με βάση τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και ως εκ τούτου γίνεται δεκτός.
Λόγω της επιτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Συνακόλουθα η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης τόσο πρωτόδικα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή όσο και κατ΄ έφεση ύψους €3.100 πλέον Φ.Π.Α..
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.