ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε175/22)

24 Φεβρουαρίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

                  

Μ.E.S.C.O LIMITED

Εφεσείουσα

ν.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Για εφεσείουσα: κ. Νεκτάριος Λαζάρου με κα Νίκη Αντωνιάδου για  Αντωνάκης Σωτηρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε

Για εφεσίβλητο: κ. Ανδρέας Ποιητής με κ. Κωνσταντίνο Κότροφο  για Δρ. Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (το πρωτόδικο Δικαστήριο), αίτηση εργατικής διαφοράς με την οποία ζητούσε από την εφεσείουσα στην οποία εργοδοτείτο, αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης. Επιζητούνταν επίσης αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού παρότι το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (το Ταμείο) δεν συμπεριλήφθηκε από τον εφεσίβλητο στην διαδικασία ως καθ΄ ου η αίτηση. Παρότι η αίτηση επιδόθηκε δεόντως στην εφεσείουσα, αυτή δεν καταχώρησε απάντηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση ερήμην της. Στην εν λόγω απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε εναντίον της εφεσείουσας το ποσόν των €27.229,00 για παράνομη απόλυση, που αντιστοιχούσε σε απολαβές 52 εβδομάδων. Διατάχθηκε επίσης ότι ένα επιπλέον ποσόν αποζημίωσης ύψους €12.305,78 να πληρωθεί από το Ταμείο δυνάμει του Άρθρου 3.2 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24(Ι)/67 που καθορίζει ότι το επιπλέον επιδικασθέν ποσόν αποζημίωσης για παράνομη απόλυση που υπερβαίνει τα ημερομίσθια ενός έτους, καταβάλλεται όχι από τον εργοδότη αλλά από το Ταμείο.

Η εφεσείουσα καταχώρησε στην συνέχεια, αίτηση παραμερισμού της πιο πάνω απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της και στην απουσία της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τους δύο διαδίκους, εξέδωσε την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απέρριψε την αίτηση παραμερισμού. Η εν λόγω απόφαση, είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Πρωτοδίκως, η εφεσείουσα στην αίτηση της για παραμερισμό της απόφασης ενώ δέχθηκε ότι δεν εμφανίστηκε στην κυρίως αίτηση, υποστήριξε ότι αυτό οφειλόταν σε ψευδείς παραστάσεις που δέχθηκε από τον εφεσίβλητο. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος της έδωσε την εντύπωση ότι η διαδικασία αφορούσε αποζημίωση από το Ταμείο Πλεονασμού και όχι την κατ' ισχυρισμό παράνομη απόλυση του από την ίδια. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παραμερισμού που υπογράφει ο διευθυντής της εφεσείουσας, αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος ζητούσε για αρκετό χρονικό διάστημα να απολυθεί λόγω πλεονασμού. Παρά τους ενδοιασμούς της, η εφεσείουσα αποδέχθηκε τελικά να απολύσει τον εφεσίβλητο λόγω πλεονασμού, μετά που ο τελευταίος πίεζε συνέχεια για αυτό. Η εφεσείουσα συμφώνησε να προβεί στην απόλυση λόγω πλεονασμού, μετά που ο εφεσίβλητος ανέλαβε την γραπτή δέσμευση να μην διεκδικήσει αποζημιώσεις από την ίδια, εάν το Ταμείο απέρριπτε την αίτηση του για αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο εφεσείων απολύθηκε την 19.12.2018 από την εφεσείουσα για λόγους πλεονασμού. Στην συνέχεια σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αίτησης παραμερισμού, ο εφεσίβλητος υπέγραψε βεβαίωση ημερ. 14.1.2019 (τεκμ. Ζ), με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Διά της παρούσης μετά την αίτηση μου για πλεονασμό, δηλώνω ότι σε περίπτωση μη έγκρισης δεν θα έχω όποιες απαιτήσεις από την εταιρεία που εργοδοτούμουν». Σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, στράφηκε εναντίον της όταν το αίτημα του για πλεονασμό δεν πληρώθηκε από το Ταμείο.

Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση της αίτησης παραμερισμού ότι ο εφεσίβλητος δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο πριν την έκδοση της απόφασης, την πιο πάνω δήλωση του και δεν προώθησε την πρωτόδικη διαδικασία εναντίον του Ταμείου. Η εφεσείουσα δεν εμφανίστηκε στην πρωτόδικη διαδικασία αφού παρέμεινε με την εντύπωση ότι αυτή αφορούσε αίτημα του εφεσίβλητου για αποζημίωση λόγω πλεονασμού από το Ταμείο, το οποίο δεν την αφορούσε. Ο διευθυντής της εφεσείουσας, αντιλήφθηκε ότι εκδόθηκε η υπό κρίση απόφαση μετά που ειδοποιήθηκε σχετικά από τον δικαστικό επιδότη. Προσπάθησε να μιλήσει με τον εφεσίβλητο αλλά αντιλήφθηκε ότι αυτός άλλαξε γνώμη και δεν αναγνώριζε πλέον τη δήλωση του. Ο διευθυντής της εφεσείουσας επικοινώνησε τότε με τον δικηγόρο του και έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης παραμερισμού. Υποστήριξε επί του προκειμένου ότι η παράλειψη της εφεσείουσας να εμφανιστεί στο Δικαστήριο δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη συμπεριφορά ή ασέβεια προς τη διαδικασία, αλλά ήταν αποτέλεσμα παραπλάνησης από τον εφεσίβλητο.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση στον παραμερισμό της απόφασης. Υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση εκ μέρους της εφεσείουσας, σε σημείο που να συνιστά καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Αναφέρει επίσης ότι όχι μόνο δεν αποδείχθηκε ουσιαστική υπεράσπιση από την εφεσείουσα αλλά οι ισχυρισμοί της, συνιστούν την διάπραξη ποινικού αδικήματος εκ μέρους της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, αφού αναφέρθηκε στην Δ.17 θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ήταν σε ισχύ κατά τους επίδικους χρόνους και σε σχετική νομολογία, απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης παρότι έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση από την εφεσείουσα. Ο ισχυρισμός για γραπτή αποποίηση του εφεσείοντα του δικαιώματος παράνομης απόλυσης από την εφεσείουσα, συνιστούσε κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, στην απαίτηση του εφεσίβλητου για αποζημιώσεις λόγω παράνομης απόλυσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε όμως ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε επαρκή δικαιολογία γιατί δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο. Η θέση ότι πίστευε ότι δεν την αφορούσε η αίτηση εργατικής διαφοράς που της επιδόθηκε, δεν έγινε αποδεκτή αφού αυτή στρεφόταν εναντίον της. Επιπλέον, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εφεσείουσα καθυστέρησε αδικαιολόγητα να αποταθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Δεν έγινε δεκτή η θέση ότι η εφεσείουσα έλαβε γνώση για την απόφαση από την επιστολή του επιδότη η οποία παραλήφθηκε τον Απρίλιο του 2022, ήτοι περί των δύο μηνών από την καταχώρηση της αίτησης. Έγινε αναφορά σε έρευνα στον πρωτόδικο φάκελο από την εφεσείουσα στις 30.3.2022. Γεγονός που καταδεικνύει ότι η εφεσείουσα γνώριζε από τότε για την έκδοση της απόφασης. Λέχθηκε επίσης ότι από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι η τελευταία αλληλογραφία των μερών έλαβε χώρα στις 17.5.2022, δηλαδή περί τον ενάμιση μήνα πριν την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης. Διάστημα που κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερβολικό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι παρότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, η μη παροχή ικανοποιητικών εξηγήσεων για την παράλειψη εμφάνισης της εφεσείουσας και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση από την πλευρά της να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την θέση της εφεσείουσας ότι η απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae χωρίς άσκηση διακριτικής ευχέρειας, λόγω του ότι ο εφεσίβλητος δεν αποκάλυψε στην διαδικασία έκδοσης της ερήμην απόφασης, την πιο πάνω γραπτή δήλωση του ότι δεν θα διεκδικήσει αποζημιώσεις από την εφεσείουσα. Κρίθηκε συναφώς ότι η εκδοθείσα απόφαση δεν πάσχει από θεμελιακό ελάττωμα για να παραμεριστεί ex debito justitiae.

Η εφεσείουσα με 6 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παραμερισμού της εκδοθείσας ερήμην της απόφασης.  

Με τους λόγους έφεσης 1 και 2, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ερήμην απόφαση δεν θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae. Προέβαλε ότι η απόκρυψη από τον εφεσίβλητο της έγγραφης διαβεβαίωσης ότι δεν θα ζητήσει αποζημιώσεις από την εφεσείουσα, συνιστούσε παράβαση της αρχής καλής πίστης. Το πιο πάνω στοιχείο κατά την εφεσείουσα, αποτελούσε σημαντικό γεγονός και η απόκρυψη του είχε ως αποτέλεσμα, η εκδοθείσα ερήμην απόφαση να πάσχει από θεμελιακό ελάττωμα (1ος λόγος έφεσης).

Επίσης, η ερήμην απόφαση όφειλε να παραμεριστεί ex debito justitiae ενόψει της αντικανονικότητας στη διαδικασία, καθότι ο εφεσίβλητος δεν συμπεριέλαβε το Ταμείο Πλεονασμού ως αναγκαίο διάδικο στην αίτηση του, δεδομένου ότι ο λόγος απόλυσης του οφειλόταν σε πλεονασμό (2ος λόγος έφεσης). Συγκεκριμένα, ενώ στο περιεχόμενο της αίτησης γίνεται αναφορά από τον εφεσίβλητο σε απόλυση και αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού, στην αίτηση εργατικής διαφοράς δεν συμπεριλήφθηκε το Ταμείο ως αναγκαίος διάδικος. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν την έκδοση της απόφασης, κάλεσε αυτεπάγγελτα το Ταμείο ως αναγκαίο διάδικο, με αποτέλεσμα η εκδοθείσα απόφαση να πάσχει.

Ως εκ των πιο πάνω θεμελιακών ελαττωμάτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε κατά την εφεσείουσα να παραμερίσει την ερήμην εκδοθείσα απόφαση ex debito justitiae, χωρίς δηλαδή να εξετάσει την αίτηση παραμερισμού, υπό το πρίσμα της διακριτικής του ευχέρειας.

Με τους υπολοίπους 4 λόγους έφεσης (λόγοι έφεσης 3, 4, 5 και 6), η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ δέχθηκε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, απέρριψε την αίτηση παραμερισμού, καταλήγοντας στο εύρημα ότι η εφεσείουσα δεν δικαιολόγησε την παράλειψη της να εμφανιστεί στο Δικαστήριο και παρουσίασε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού.

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση με την οποία προσβάλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Με την αιτιολογία του μοναδικού λόγου αντέφεσης, ο εφεσίβλητος αναφέρει ότι δεν θα μπορούσε με δήλωσή του να αποποιηθεί των δικαιωμάτων που του προσφέρει ο Νόμος.

Θα εξετάσουμε πρώτα την αντέφεση του εφεσιβλήτου αφού αν αποδειχθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εφεσείουσα έχει καλή υπεράσπιση, αυτό θα είναι καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία της έφεσης.

Ο εφεσίβλητος στο περίγραμμα αγόρευσης του, παρέπεμψε στο Άρθρο 20Α του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967, το οποίο καθορίζει το αναπαλλοτρίωτο της πληρωμής λόγω πλεονασμού. Ισχυρίστηκε ότι δεν νοείται αποποίηση των δικαιωμάτων του για αποζημίωση από τον πλεονασμό ώστε να προβάλλεται ως υπεράσπιση.

Η πιο πάνω θέση του εφεσίβλητου δεν ευσταθεί. Είναι σωστή επί του προκειμένου η θέση του συνηγόρου για την εφεσείουσα ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας. Το Άρθρο 20Α πραγματεύεται περιπτώσεις συμφωνίας εκχώρησης ή επιβάρυνσης της πληρωμής λόγω πλεονασμού καθώς και περιπτώσεις στις οποίες πτωχεύσας δικαιούχος, εκχωρεί το δικαίωμα του σε πληρωμή. Στην παρούσα υπόθεση, το έγγραφο που κατ' ισχυρισμό υπογράφτηκε από τον εφεσίβλητο, αποτελεί αποποίηση και όχι  εκχώρηση ή επιβάρυνση. Ως αποτέλεσμα, η πιο πάνω νομοθετική διάταξη δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

Αντιθέτως, είναι ξεκάθαρο από την νομολογία ότι δεν είναι παράνομη η απεμπόληση ή παραίτηση από το δικαίωμα αποζημίωσης δυνάμει του Νόμου 24/67. Σχετική είναι η απόφαση Χατζηστυλλή ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ 989, όπου κρίθηκε ότι ο εφεσείων κωλυόταν να προωθήσει τη διαδικασία, αφού είχε απεμπολήσει ή παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή της. Λέχθηκε επίσης ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι τα έγγραφα απαλλαγής που υπογράφηκαν, αφορούσαν μόνο την πρόωρη αφυπηρέτηση του και το Ταμείο Προνοίας, δεν υποστηριζόταν και ουδόλως εύρισκε έρεισμα στο λεκτικό των υπό εξέταση εγγράφων. Αντίθετα, γινόταν σαφής αναφορά σε οποιαδήποτε διαφορά οποιασδήποτε φύσης, καθώς και σε δικαστικές ή άλλες διαδικασίες, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων.

Στην μεταγενέστερη υπόθεση Διάνας ν. Κυπριακές Αερογραμμές (2016) 1 Α.Α.Δ 1235, εξετάστηκε το κατά πόσον το έγγραφο απαλλαγής  και η αποδοχή της πληρωμής που υπέγραψε ο εφεσείων, αποτελούσε εμπόδιο ώστε να μη νομιμοποιείτο να στραφεί εναντίον της εφεσίβλητης 1 και να διεκδικήσει περαιτέρω αποζημιώσεις  από τον τερματισμό της εργοδότησης του, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν οφειλόταν σε πλεονασμό. Επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο εφεσείων απεμπόλησε κάθε δικαίωμα να διεκδικεί επιπρόσθετη πληρωμή από την εφεσίβλητη εργοδότρια του. Τονίστηκε ιδιαίτερα ότι δεν υπάρχει κάποια γενική διάταξη που να απαγορεύει ρητώς την παραίτηση μισθωτού από την άσκηση των δικαιωμάτων του.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, κρίνω ως ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέδειξε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης. Δεν αποφασίζεται βέβαια στο στάδιο αυτό κατά πόσον ισχύει επί της ουσίας, η εν λόγω υπεράσπιση.  Είναι όμως σαφές ότι σε περίπτωση εκδίκασης της ουσιαστικής εργατικής διαφοράς, αν ο ισχυρισμός της εφεσείουσας για αποποίηση από τον εφεσίβλητο του δικαιώματος  αποζημίωσης αποδειχθεί, αυτός δεν θα δικαιούται σε καμία αποζημίωση από την εφεσείουσα.

Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε μόνο αποποίηση από τον εφεσίβλητο, του δικαιώματος αποζημίωσης. Την συνέδεσε με κατ' ισχυρισμό συμφωνία να απολυθεί λόγω πλεονασμού και να αποζημιωθεί μόνο από το Ταμείο, ενώ η ίδια δεν θεωρούσε ότι ήταν πλεονάζον προσωπικό και αρνείτο για αρκετά χρόνια να συναινέσει σε σχετικές εισηγήσεις του. Κάτι για το οποίο συναίνεσε στην συνέχεια και απέλυσε τον εφεσίβλητο λόγω πλεονασμού μόνο μετά που αυτός αποποιήθηκε γραπτώς κάθε απαίτηση αποζημίωσης από την ίδια. Δεν διαφεύγει της προσοχής ότι αν αποδειχθούν αυτοί οι ισχυρισμοί, καταδεικνύεται η διάπραξη ποινικού αδικήματος από τους δύο διαδίκους, κατά παράβαση του Άρθρου 27 του του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, απαίτηση από το Ταμείο που στηρίζεται σε ψευδή στοιχεία, συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή £450 και/ή σε φυλάκιση 6 μηνών.

Αυτή η διάσταση της υπόθεσης δεν σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο όμως δεν θα μπορούσε να μείνει απαθές, μπροστά σε ισχυρισμούς που προβάλλονται ενώπιον του για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τους διαδίκους. Ως εκ τούτου, δίδονται οδηγίες όπως αντίγραφο της παρούσας υπόθεσης, αποσταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης της πιθανότητας διάπραξης ποινικών αδικημάτων και από τους δύο διαδίκους, κατά παράβαση του Άρθρου 27 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967.

 Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να σημειωθεί ότι το πιο πάνω στοιχείο της πιθανότητας διάπραξης ποινικών αδικημάτων, δεν επηρεάζει την ύπαρξη συζητήσιμης υπεράσπισης από την εφεσείουσα στο παρόν στάδιο. Ανεξαρτήτως της πιθανότητας διάπραξης του αδικήματος των ψευδών απαιτήσεων από το Ταμείο, η προβολή της θέσης για αποποίηση του δικαιώματος αποζημίωσης εκ μέρους του εφεσιβλήτου, συνιστά για τους λόγους που προανέφερα συζητήσιμη υπεράσπιση για την εφεσείουσα, επί της ουσίας της εργατικής διαφοράς.

Ως εκ τούτου, η αντέφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Θα εξετάσω στην συνέχεια την έφεση, η οποία όπως προαναφέρθηκε, στηρίζεται σε 6 λόγους έφεσης.

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν ισχυρισμούς για θεμελιακό ελάττωμα της πρωτόδικης διαδικασίας, το οποίο θα έπρεπε κατά την εφεσείουσα να οδηγήσει σε ακύρωση της ερήμην απόφασης, ex debito justitiae χωρίς να εξεταστεί το αίτημα παραμερισμού στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.17 θ.10. Στον 1ο λόγο έφεσης, γίνεται αναφορά σε κακή πίστη του εφεσίβλητου που δεν αποκάλυψε την γραπτή αποποίηση του δικαιώματος αποζημίωσης, ενώ στον 2ο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι η μη συμπερίληψη του Ταμείου στην αίτηση εργατικής διαφοράς, συνιστά θεμελιακό ελάττωμα που καθιστά αντικανονική την διαδικασία. Στην υπόθεση Τρύφωνος ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 411/2011, 27/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:A132 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Το Ανώτατο Δικαστήριο επαναβεβαίωσε πρόσφατα την εγρήγορση και την ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζει δικαστικές πράξεις που πάσχουν από θεμελιακό ελάττωμα ώστε να πρέπει να παραμεριστούν, άνευ ετέρου, ex debito justitiae, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα διάσωσης τους δια της Δ.64

Σύμφωνα με την νομολογία, σε υποθέσεις παραμερισμού ερήμην εκδοθείσας απόφασης, η υπόθεση κρίνεται χωρίς την άσκηση διακριτικής ευχέρειας στην βάση της αρχής ex debito justitiae, όταν διαπιστώνεται παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν δεν υπάρχει κανονική ή καθόλου επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, ο οποίος δεν γνωρίζει για τις διαδικασίες που έχουν καταχωριστεί εναντίον του. Σειρά νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταδεικνύει ότι σε περιπτώσεις κακής επίδοσης της αγωγής ή ακόμα όπου ο εναγόμενος δεν είχε καθόλου λάβει γνώση για την αγωγή ή την πορεία της υπόθεσης, η απόφαση θα πρέπει να παραμερίζεται χωρίς να τίθεται θέμα διακριτικής εξουσίας.

Οι εν λόγω αρχές επιβεβαιώνονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Banc De Binary Limited ν. Philip Lalor Πολ. Έφεση E41/2018 ημ. 31.10.2023 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία υιοθέτησε την αντίληψη του αγγλικού δικαίου πως κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης. Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του»

 Στην θεμελιακή επί του θέματος απόφαση Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αντικανονική επίδοση εκθεμελιώνει τη διαδικασία. Παραθέτω το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη σελίδα 250 της πιο πάνω απόφασης:

«Από τη στιγμή  που η επίδοση κρίθηκε κακή και η διαπίστωση αυτή ήταν ορθή κατά τη γνώμη μας, (βλ. Δ.5 θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας), το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ex debito justitiae να παραμερίσει την απόφαση και δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (βλ. Άρθρο 30.3 (α) και (β) του Συντάγματος).»

Στη μεταγενέστερη υπόθεση Κτηματικές Επιχειρήσεις Μάκης Αυξεντίου Λτδ ν. Ιωάννης Κυριακίδης κ.α(2000) 1 Α.Α.Δ 601, λέχθηκε ότι η πιο πάνω απόφαση Γιωργαλλίδης δεν διατυπώνει γενική αρχή ότι η διαπίστωση οιασδήποτε αντικανονικότητας, οδηγεί πάντα σε παραμερισμό της απόφασης ex debito justitiae. Η υπόθεση αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη γραπτή αίτηση και παράλειψη επίδοσης της έκθεσης απαίτησης. Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, η αντικανότητα αφορούσε διαδικαστικό θέμα και όχι την ουσία. Έτσι δεν ετίθετο ζήτημα επηρεασμού της άλλης πλευράς όπως συμβαίνει στην περίπτωση κακής επίδοσης, που άπτεται θεμελιακής παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων.

Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα στην αγόρευση του συνηγόρου της, παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση Kyriaki Demetriou Kyriacou v. Irini Petrou Panayi (1987) JSC 271, στην οποία αναφέρεται ότι εκτός από την κακή επίδοση, μια ερήμην εκδοθείσα απόφαση μπορεί να ακυρωθεί μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται κακοπιστία από τον ενάγοντα. Έγινε επί του προκειμένου παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 26, παράγραφος 559:

« When a judgment in default of appearance or defence has been entered before the proper time, or there has been no service or no sufficient service, or it has been entered for a greater amount than is due, or there has been a breach of good faith it will be set aside ex debito justitiae, apart from any consideration as to whether there is a good defence on the merits, and the plaintiff is usually ordered to pay the costs occasioned by the judgment or order»

Στην παρούσα περίπτωση, η παράλειψη του εφεσίβλητου να αναφερθεί κατά την διαδικασία της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, στο έγγραφο αποποίησης του δικαιώματος του να ζητήσει αποζημιώσεις, έχει κριθεί πρωτοδίκως ότι συνιστά καλή υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης. Αυτή όμως η συμπεριφορά δεν συνιστά κατά την κρίση μου κακοπιστία σε τέτοιο βαθμό, που να δικαιολογεί ισχυρισμό για παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης ούτε και άπτεται θεμελιακής παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσείουσας.

Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό της μη συμπερίληψης του Ταμείου στην διαδικασία εργατικής διαφοράς που καταχώρησε ο εφεσίβλητος. Η επιλογή του εφεσίβλητου να περιορίσει το αίτημα του για αποζημιώσεις στην εφεσείουσα και να μην συμπεριλάβει το Ταμείο, αποτελεί διαδικαστικό θέμα και όχι ζήτημα ουσίας. Έτσι δεν τίθεται ζήτημα επηρεασμού της εφεσείουσας ούτε προκαλείται θεμελιακό ελάττωμα στην ερήμην εκδοθείσα απόφαση ώστε να πρέπει να παραμεριστεί άνευ ετέρου, ex debito justitiae.

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείτο η απόρριψη της αίτησης ex debito justitiae. Αντιθέτως όπως πολύ ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αίτηση θα έπρεπε να αποφασιστεί στην βάση της διακριτικής του ευχέρειας, δυνάμει της Δ.17.θ.10.

Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται. Θα εξετάσω στην συνέχεια τους λόγους έφεσης 3 έως 6 που αφορούν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η Δ.17 θ. 10, και ιδιαίτερα την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παράλειψη δικαιολόγησης της μη εμφάνισης και της καθυστέρησης στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού.    

Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση δυνάμει της Δ.17 θ.10. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξηγείται η παράλειψη εμφάνισης όπως και ο χρόνος στον οποίο ο εναγόμενος προέβηκε στο διάβημα παραμερισμού και να παρέχονται στοιχεία για εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο για παραμερισμό της απόφασης (βλ. Evans v Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 (H.L.), Phylactou v Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine & Quarry Services Ltd v Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26).

Στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 1Α Α.Α.Δ. 291 λέχθηκε ότι:

« Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ' όψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών. Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγους για την απόρριψη της αίτησης.»

Το πιο σημαντικό στοιχείο που το Δικαστήριο εξετάζει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Αν δεν αποδειχθεί το στοιχείο αυτό, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Όμως ακόμα και στην περίπτωση που αποδειχθεί καλή υπεράσπιση, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση. Αυτό όμως, μόνο στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή πλήττει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, με την έννοια ότι είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που δεν δικαιολογείται η παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο ή ο αιτητής αδικαιολόγητα καθυστερεί να κινηθεί για παραμερισμό της απόφασης. Η εν λόγω αρχή αποτυπώνεται με σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, 897:

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ.941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1101

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αιτητής απέδειξε συζητήσιμη υπεράσπιση στην υπόθεση. Αυτή συνίσταται σε κατ' ισχυρισμό αποποίηση εκ μέρους του εφεσιβλήτου, του δικαιώματος του να διεκδικήσει αποζημιώσεις από την εφεσείουσα. Έκρινε εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση, ότι η συμπεριφορά της εφεσείουσας ήταν τέτοια, που καταδείκνυε την πλήρη αδιαφορία της για την υπόθεση. Συγκεκριμένα λέχθηκε ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο ενώ ταυτόχρονα καθυστέρησε αδικαιολόγητα να προωθήσει το αίτημα για παραμερισμό της απόφασης.

Αναφορικά με την μη εμφάνιση στην υπόθεση, σημειώνεται ότι αυτή δικαιολογήθηκε από την εφεσείουσα, στην βάση της πιο πάνω κατ' ισχυρισμό συμφωνίας των μερών. Υποστηρίχθηκε συγκεκριμένα ότι η εφεσείουσα στηριζόμενη στην διαβεβαίωση του εφεσίβλητου, θεώρησε ότι η αίτηση που της επιδόθηκε δεν αφορούσε την ίδια αλλά το Ταμείο.

Με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν με βρίσκει σύμφωνο η όλη προσέγγιση του θέματος από μέρους του. Κατ' αρχάς, κρίνω ως εσφαλμένη την πρωτόδικη θεώρηση ότι το πιο πάνω επιχείρημα της εφεσείουσας δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης της.

Η κρίση αυτή  του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι με όλο το σέβας αντιφατική με το προηγούμενο εύρημα του ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση από την εφεσείουσα. Σημειώνεται ότι η προβληθείσα υπεράσπιση της εφεσείουσας, ταυτίζεται απόλυτα και δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την δικαιολογία που δόθηκε για την μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο. Αμφότερες στηρίζονταν σε κατ' ισχυρισμό διαβεβαίωση ότι ο εφεσίβλητος θα επεδίωκε αποζημιώσεις μόνο από το Ταμείο. Από την στιγμή που έγινε αποδεκτό και ορθά, ότι η πιο πάνω θέση της εφεσείουσας συνιστά καλή υπεράσπιση, είναι λογικό επόμενο ότι θα δικαιολογεί και την μη εμφάνιση της εφεσείουσας, η οποία θεώρησε ότι η αίτηση που της επιδόθηκε δεν την αφορούσε αλλά αφορούσε μόνο αποζημιώσεις από το Ταμείο, όπως κατά τους ισχυρισμούς της συμφώνησε με τον εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο γεγονός ότι στην αίτηση που επιδόθηκε, αναφερόταν το όνομα της εφεσείουσας ως εργοδότριας - καθ' ης η αίτηση. Παραγνωρίζοντας όμως όλα τα υπόλοιπα πιο πάνω γεγονότα και μη λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι στην ίδια την επιδοθείσα αίτηση, γινόταν αναφορά και για αποζημιώσεις λόγω πλεονασμού. Ήταν λογικό και αναμενόμενο για την εφεσείουσα, στηριζόμενη στην πιο πάνω γραπτή διαβεβαίωση του εφεσίβλητου, να θεωρήσει ότι η αίτηση για αποζημιώσεις δεν αφορούσε την ίδια, αλλά μόνο το Ταμείο.

Εν όψη όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προέκυπτε σαφώς ότι δόθηκε επαρκής αιτιολογία για την μη εμφάνιση της εφεσείουσας στο Δικαστήριο, η οποία συνδέεται ευθέως με την προβληθείσα υπεράσπιση της, που έγινε πρωτόδικα αποδεκτή.

Δεν με βρίσκει επίσης σύμφωνο, και το άλλο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εφεσείουσας να αποταθεί στο Δικαστήριο για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αίτησης παραμερισμού, η πληροφόρηση της εφεσείουσας για την έκδοση της απόφασης έγινε τον Απρίλιο του 2022, όταν παρέλαβε σχετική επιστολή από τον δικαστικό επιδότη.  Αμέσως, ο διευθυντής της εφεσείουσας επισκέφθηκε το Δικαστήριο, προκειμένου να λάβει αντίγραφο της δικογραφίας και αποτάθηκε στους δικηγόρους του αιτητή, που επίσης τον ενημέρωσαν για την απόφαση. Προσπάθησε δε σε πρώτο στάδιο να μεταπείσει τον εφεσίβλητο ώστε να τηρήσει την γραπτή διαβεβαίωση του, ο οποίος όμως επέμενε στην εκτέλεση της ερήμην απόφασης εναντίον της εφεσείουσας.

Στην ίδια την πρωτόδικη απόφαση, γίνεται αναφορά στο τεκμήριο Η της ένορκης δήλωσης στην αίτηση παραμερισμού, σύμφωνα με το οποίο οι δικηγόροι του εφεσίβλητου ενημέρωσαν την εφεσείουσα για την απόφαση στις 28.4.2022, οπόταν και ζήτησαν την καταβολή του επιδικασθέντος ποσού. Επιπλέον σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, από το ίδιο το τεκμήριο Η προκύπτει ότι η τελευταία αλληλογραφία των μερών έγινε στις 17.5.2022, ήτοι περί τον ενάμιση μήνα πριν την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, που έγινε στις 30.6.22.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη του για μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού, κάνει αναφορά στην καταχώρηση της μετά την πάροδο σχεδόν ενός έτους από την έκδοση της απόφασης και ειδικά μετά την πάροδο πέντε μηνών από την ημερομηνία που φέρει η επιστολή του επιδότη στην εφεσείουσα. Όμως η σημαντική ημερομηνία, είναι αυτή κατά την οποία η εφεσείουσα έλαβε γνώση της απόφασης και όχι αυτή της έκδοσης της απόφασης την οποία η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε. Σύμφωνα δε με το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα έλαβε γνώση για την επιστολή του επιδότη, δύο μήνες πριν την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, ήτοι τον Απρίλιο του 2022. Παραγνωρίζεται επιπλέον στην πρωτόδικη απόφαση, ότι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, η εφεσείουσα δεν έμεινε άπραγη αλλά αποτάθηκε τόσο στο Δικαστήριο, όσον και στον εφεσίβλητο και τον δικηγόρο του, με τον οποίο είχε αλληλογραφία μέχρι τις 17.5.22, ήτοι ενάμιση μήνα πριν την αίτηση παραμερισμού.

Η πάροδος χρονικού διαστήματος ενάμιση μηνός από την τελευταία επικοινωνία των μερών, έως την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης παραμερισμού, δεν καταδεικνύει από μόνη της, συμπεριφορά της εφεσείουσας ασυγχώρητα περιφρονητικής, μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του εφεσιβλήτου, ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, παρά την απόδειξη καλής υπεράσπισης.  Αντιθέτως, το γεγονός ότι η εφεσείουσα μέσω του διευθυντή της προέβηκε σε όλες αυτές τις ενέργειες μόλις πληροφορήθηκε την έκδοση της υπό κρίση απόφασης, καταδεικνύει ακριβώς ότι δεν επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την υπόθεση που να δικαιολογεί συμπέρασμα περιφρόνησης των διαδικασιών.

Κρίνεται ενόψει όλων των πιο πάνω, λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε επαρκής δικαιολόγηση της παράλειψης εμφάνισης της εφεσείουσας και καθυστέρηση της προώθησης της αίτησης για παραμερισμό, της ερήμην εκδοθείσας απόφασης εναντίον της.  

Ως αποτέλεσμα, δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, το οποίο δύναται να διατάξει τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, δυνάμει του Μέρους 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σύμφωνα με το οποίο το Εφετείο διατηρεί κατά την εκδίκαση της έφεσης, όλες τις εξουσίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι έφεσης 3 έως 6 επιτυγχάνουν. Η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση στην αίτηση για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης ημ. 26.9.2022 περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται. Η ερήμην της εφεσείουσας εκδοθείσα απόφαση ημερομηνίας 19.7.2021 στην αίτηση εργατικής διαφοράς με αρ. 222/22 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας, παραμερίζεται στο σύνολο της μαζί με την διαταγή για τα έξοδα.

Η πιο πάνω πρωτόδικη αίτηση εργατικής διαφοράς, επιστρέφεται στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών Λάρνακας για εκδίκαση επί της ουσίας.

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλήτου €2500,00 έξοδα της παρούσας έφεσης πλέον Φ.Π.Α. Καμία διαταγή για έξοδα στην αντέφεση, η οποία συνεκδικάστηκε μαζί με την έφεση.

Για τους λόγους που προανέφερα, δίδονται οδηγίες όπως αντίγραφο της παρούσας υπόθεσης, αποσταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης της πιθανότητας διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τους διαδίκους, κατά παράβαση του Άρθρου 27 του του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο