ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε113/2023)

 

28 Φεβρουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

I. Z.,

Εφεσείουσα,

 

‑ και‑

 

Γ. Χ.,

Εφεσίβλητου.

___________________

Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

Χρ. Ματθαίου, για Εφεσίβλητο.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.05.2023, με την οποία έκρινε την εφεσείουσα ένοχη παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 13.12.2019, ως επίσης και η απόφαση, ημερομηνίας 19.06.2023, με την οποία της επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ημερών.  Με το εκ συμφώνου διάταγμα, ημερομηνίας 13.12.2019, το οποίο εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η φύλαξη και φροντίδα των δύο ανήλικων τέκνων των διαδίκων, Χ και Α, ανατέθηκε στην εφεσείουσα.  Καθορίστηκε ότι ο τόπος διαμονής των ανηλίκων ήτο ο εκάστοτε τόπος διαμονής της εφεσείουσας, εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με τις υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας να ασκούνται από κοινού από τους διαδίκους.

 

Περαιτέρω, με το πιο πάνω διάταγμα, καθορίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσίβλητου με τα ανήλικα τέκνα του, ως ακολούθως:

 

«4. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑ με το οποίο ο Αιτητής θα έχει   δικαίωμα επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του ως ακολούθως:

 

(α) Κάθε Τετάρτη από η ώρα 1.05 μ.μ. έως η ώρα 7.30 π.μ. της Πέμπτης.

 

(β) Κάθε δεύτερη εβδομάδα, από η ώρα 1.05 μ.μ. της Παρασκευής έως η ώρα 7.30 π.μ. της Δευτέρας, με δικαίωμα διανυκτέρευσης. 

 

Στις πιο πάνω περιπτώσεις,  ως τα στοιχεία 4(α) και (β), ο Αιτητής θα παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα του από το σχολείο και θα τα παραδίδει στο σχολείο το οποίο φοιτούν.

 

(γ) Κάθε Τρίτη από η ώρα 1.05 μ.μ. έως η ώρα 4.00 μ.μ.

 

(δ) Την Παρασκευή που δεν θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας με διανυκτέρευση, ως το στοιχείο 4(β) ανωτέρω, θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας από η ώρα 1.05 μ.μ. έως η ώρα 4.00 μ.μ.

 

Στις περιπτώσεις ως τα στοιχεία 4(γ) και (δ), ο Αιτητής θα παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα του από το σχολείο και θα τα παραδίδει στο [            ] όπου παρακολουθούν μαθήματα γυμναστικής.

 

(ε) Την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τον πρώτο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 9.00 π.μ. της 23ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 8.00 μ.μ. της 28ης Δεκεμβρίου και τον δεύτερο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 8.00 μ.μ. της 28ης Δεκεμβρίου έως η ώρα 8.00 μ.μ. της 3ης Ιανουαρίου, και εναλλάξ κάθε επόμενο χρόνο.

 

Την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς του 2019-2020 ο Αιτητής θα ασκήσει το πιο πάνω δικαίωμα επικοινωνίας του την 2η περίοδο.

 

(στ) Την περίοδο των διακοπών του Πάσχα, τον πρώτο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 9.00 π.μ. της Μεγάλης Τετάρτης έως η ώρα 8.00 μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα και τον δεύτερο χρόνο ισχύος του παρόντος διατάγματος, την περίοδο από η ώρα 8.00 μ.μ. της Κυριακής του Πάσχα έως η ώρα 8.00 μ.μ. της Πέμπτης της Διακαινησίμου, και εναλλάξ κάθε επόμενο χρόνο.

 

Την περίοδο των διακοπών του Πάσχα του 2020 ο Αιτητής θα ασκήσει το πιο πάνω δικαίωμα επικοινωνίας του την 1η περίοδο.

 

(ζ) Την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών κάθε χρόνο, τη 2η εβδομάδα του μηνός Ιουλίου και τη 2η εβδομάδα του μηνός Αυγούστου από η ώρα 9.00 π.μ. έως η ώρα 9.00 μ.μ.

 

Αντίστοιχο δικαίωμα θα έχει κάθε χρόνο και η Καθ' ης η αίτηση, την 3η και 4η εβδομάδα του μηνός Αυγούστου.

 

Η Καθ' ης η αίτηση ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραδίδει στον και να παραλαμβάνει από τον Αιτητή στον τόπο διαμονής της τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ως τα στοιχεία 4(α) και (β) όπου ο Αιτητής θα παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα του από και θα τα παραδίδει στο σχολείο το οποίο φοιτούν και στις περιπτώσεις ως στοιχεία 4(γ) και (δ) που θα παραλαμβάνει τα ανήλικα τέκνα του από το σχολείο και θα τα παραδίδει στο [                  ] όπου παρακολουθούν μαθήματα γυμναστικής.

 

Ο Αιτητής ΔΙΑΤΑΣΣΕΤΑΙ να παραλαμβάνει από και να παραδίδει στην Καθ' ης η αίτηση στον τόπο διαμονής της τα πιο πάνω ανήλικα τέκνα τους τις ημέρες και ώρες, όπως πιο πάνω αναφέρεται, με εξαίρεση τις περιπτώσεις ως τα στοιχεία 4(α) και (β) όπου θα τα παραλαμβάνει από και θα τα παραδίδει στο σχολείο το οποίο φοιτούν και στις περιπτώσεις ως τα στοιχεία 4(γ) και (δ) που θα τα παραλαμβάνει από το σχολείο και θα τα παραδίδει στο [                  ] όπου παρακολουθούν μαθήματα γυμναστικής.» 

 

Το διάταγμα φέρει την εξής οπισθογράφηση:

 

 

«Οπισθογράφηση: Εάν εσείς, οι αναφερόμενοι   Γ.   Χ.       και       Ι.             

Z.,  αμελήσετε  να  συμμορφωθείτε με το διάταγμα αυτό ως ανωτέρω,  σεις  μεν υπόκεισθε σε σύλληψη η δε περιουσία σας σε κατάσχεση.»

 

Το διάταγμα αρχικά λειτούργησε ομαλά, όμως στη συνέχεια, κατ' ισχυρισμό του εφεσίβλητου, η εφεσείουσα παρέλειπε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του με αποτέλεσμα, την 01.06.2022, αυτός να καταχωρίσει αίτηση παρακοής, η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του.  Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι από τις 29.03.2022, ημέρα Τρίτη, μέχρι και την καταχώριση της αίτησης παρακοής,  η εφεσείουσα δεν του επέτρεψε να παραλάβει τα παιδιά κατά τις πιο κάτω ημερομηνίες:

 

«(α) Κάθε Τετάρτη η ώρα 1.05 μ.μ. και συγκεκριμένα στις ημερομηνίες 30/3/22, 6/4/22, 13/4/22, 20/4/22, 27/4/22, 4/5/22, 11/5/22, 18/5/22, 25/5/22 και 1/6/22.

(β) Κάθε Παρασκευή η ώρα 1.05 μ.μ. και συγκεκριμένα στις ημερομηνίες 01/4/22,8/4/22, 15/4/22, 22/4/22, 29/4/22, 6/5/22, 13/5/22, 20/5/22 και 27/5/22.

(γ) Κάθε Τρίτη η ώρα 1.05 μ.μ. και συγκεκριμένα στις ημερομηνίες 29/03/22, 5/4/22, 12/4/22, 19/4/22, 26/4/22, 3/5/22, 10/5/22, 17/5/22, 24/5/22 και 31/5/22.»

 

Ήτο ισχυρισμός του ότι σε όλες τις πιο πάνω ημερομηνίες, η εφεσείουσα, για ετσιθελικούς λόγους, δεν του επέτρεπε να παραλαμβάνει τα παιδιά, με σκοπό να τον απομακρύνει από αυτά. Συγκεκριμένα, τις ημέρες που η παραλαβή των παιδιών θα γινόταν από το σχολείο, η εφεσείουσα μετέβαινε νωρίτερα στο σχολείο τους και τα παραλάμβανε η ίδια, αποστερώντας του το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του. Όπως ενημερώθηκε από το σχολείο, από τις 16.02.2022, η εφεσείουσα δεν έπαιρνε την ανήλικη θυγατέρα του, Α, στο σχολείο, τις ημέρες επικοινωνίας του με βάση το διάταγμα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πρόβλημα, λόγω των πολλών απουσιών της. Σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος δεν προώθησε την αίτηση αναφορικά με την ημερομηνία 01.06.2022.  Ο εφεσίβλητος ανέφερε, επίσης, ότι προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία αναφορικά με όλες τις πιο πάνω ημερομηνίες.

 

Η εφεσείουσα καταχώρισε ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως και ένορκο δήλωση της ιδίας, στην οποία υποστήριξε ότι αποδέκτηκε την έκδοση του διατάγματος κατόπιν πίεσης από λειτουργό του γραφείου ευημερίας και ευελπιστώντας ότι το διάταγμα θα βοηθούσε στην εξομάλυνση των σχέσεων τους.  Ήτο η θέση της ότι το διάταγμα δεν λειτουργούσε προς όφελος των παιδιών και πως ο εφεσίβλητος την απειλούσε ότι θα την φυλάκιζε.  Δήλωσε ότι δεν υπήρχε ανυπακοή από μέρους της και ισχυρίστηκε πως τα παιδιά αρνούντο να επικοινωνήσουν με τον εφεσίβλητο, λόγω της συμπεριφοράς του προς αυτά και, συγκεκριμένα, τους φώναζε, την κατηγορούσε, μύριζε αλκοόλ και κάπνιζε στο αυτοκίνητο, όταν βρισκόταν με αυτά. Κατήγγειλε τον εφεσίβλητο στο ΤΑΕ Λευκωσίας για παράνομη και μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά προς τα παιδιά, καταχώρισε δε αίτηση γονικής μέριμνας για τροποποίηση του υφιστάμενου διατάγματος. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι  από το Δεκέμβριο του 2022, μετά από δική της προτροπή, τα ανήλικα υποχώρησαν και δεν υπήρχε από πλευράς τους πρόβλημα στο να ασκείται η επικοινωνία, αλλά αυτά εξακολουθούσαν να παραπονιούνται ότι το δωμάτιο τους, στο σπίτι του πατέρα τους, μύριζε τσιγάρο και αλκοόλ και ότι πολλές φορές τα άφηνε υπό την επίβλεψη της μητέρας του, της οποίας η ηλικία και η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπαν να τα φροντίζει.

 

Η ακροαματική διαδικασία προχώρησε με αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε, κατ' αρχάς, την αναγκαιότητα για σεβασμό των πολιτών στα δικαστικά διατάγματα, με αναφορά στην Krashias Shoe Factory Ltd. also Trading as "K" Shoes v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 750, όπου λέχθηκε ότι: «Η υπακοή στα διατάγματα του Δικαστηρίου αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου».

 

Το Δικαστήριο, αναφέρθηκε στην Μαυρονικόλα v. Ξάνθου (2011) 1 Α.Α.Δ. 293, όπου τονίστηκαν, σε σχέση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται με βάση τη Διαταγή 42Α των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τα ακόλουθα:

 

«Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής, (βλ. Ηalin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ.424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):

α. Ύπαρξη διατάγματος.

β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.

γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.

δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε ότι αποτέλεσαν μη αμφισβητούμενα γεγονότα η ύπαρξη του εκ συμφώνου διατάγματος, η προσωπική επίδοση του διατάγματος και της αίτησης παρακοής στην εφεσείουσα, καθώς και η ύπαρξη της αναγκαίας οπισθογράφησης και, συνεπώς, ικανοποιήθηκε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις της Διαταγής 42Α των τότε ισχυόντων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στη φύση της διαδικασίας, ως οιονεί ποινικής, και στο ότι το βάρος απόδειξης, σε αιτήσεις τέτοιας φύσεως, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή να αποδείξει την παρακοή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Krashias Shoe Factory Ltd. also Trading as "K" Shoes v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (ανωτέρω), Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309). Επίσης, υπέδειξε πως σε περίπτωση που ο γονέας που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα προβάλλει κάποια δικαιολογία, για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία, να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. K. v. Ξ. (2014) 1 Α.Α.Δ. 922). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι, για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση σε διατάγματα του Δικαστηρίου, θα πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη παρακοή, δηλαδή θα πρέπει να αποδειχθεί όχι μόνο η πράξη της παρακοής, αλλά και η πρόθεση παρακοής.  Καθοδηγητική, ως προς τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση, είναι η απόφαση Μιχαηλίδης v. Poliakova (Αρ. 1), (2011) 1 Α.Α.Δ. 356, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:  

 

«Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Μαύρος v. Στυλιανού κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο Αρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309λέχθηκε με αναφορά στη Μouzouris v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:

 

«...... για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ' ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ' εαυτού δεν αρκεί· πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»

 

Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ'  ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του.  (Δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2)  [1897] Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι το γεγονός της μη συμμόρφωσης με το διάταγμα ήτο δεδομένο, εφόσον, κατά την αντεξέταση της, η εφεσείουσα παραδέχθηκε πως για όσες ημερομηνίες κατηγορείτο ότι παράκουσε το διάταγμα, δεν έλαβε χώρα η επικοινωνία του εφεσίβλητου με τα παιδιά.  Υπέδειξε, ακόμα, ότι η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε ασάφεια των προνοιών του διατάγματος, αλλά αντιθέτως, κατά την αντεξέταση της, είπε ότι γνώριζε τις πρόνοιες του διατάγματος και κατέληξε πως ότι παρέμεινε για εξέταση ήτο το κατά πόσο η παρακοή ήτο ηθελημένη.  

 

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι κατά τις μέρες και ώρες που έπρεπε να παραλάβει τα παιδιά, σύμφωνα με το διάταγμα, μετέβαινε στο σχολείο, όμως η ανήλικη Α δεν βρισκόταν εκεί και την ανήλικη Χ την παραλάμβανε προηγουμένως κάθε φορά η εφεσείουσα, γεγονός που η τελευταία δεν αρνήθηκε.

 

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία της εφεσείουσας, παρατήρησε πως αυτή, στην ένορκη δήλωση της, σε σχέση με την καταγγελία στην Αστυνομία σε βάρος του εφεσίβλητου, έκανε μια γενική αναφορά για «παράνομη και μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά» χωρίς να δίδει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες στο τι συνίστατο αυτή η συμπεριφορά. Το Δικαστήριο, σχολίασε, επίσης, την άγνοια της για το αποτέλεσμα της αίτησης αναστολής του διατάγματος που καταχώρισε, ως ακολούθως:

 

«Η άγνοια της για το τι απέγινε η αίτηση αναστολής του διατάγματος, για λόγους που η ίδια ανήγαγε σε τόσο σοβαρούς που με βάση τα λεγόμενα της οδήγησαν τα παιδιά να μην θέλουν τον πατέρα τους, είναι ασυμβίβαστη με τη σθεναρή της θέση ότι η ίδια επιθυμεί να συμμορφωθεί με το διάταγμα αλλά τα παιδιά είναι που δεν θέλουν. Όπως διαφάνηκε, η αίτηση τελικώς αποσύρθηκε, γεγονός που δεικνύει ότι η δικαιολογία που προβάλλει και που η ίδια της έχει προσδώσει τόση σημασία, δεν ήταν αρκετά σοβαρή για να επιμείνει στο αίτημα της να πετύχει αναστολή του διατάγματος και να προστατέψει με αυτό τον τρόπο τα παιδιά από την όποια συμπεριφορά καταλογίζει στον Αιτητή.»

 

Το Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα ένοχη ηθελημένης παρακοής του διατάγματος, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Αυτό που έκδηλα προκύπτει από τα όσα η ίδια κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι χρησιμοποιεί την άρνηση των παιδιών για να δικαιολογήσει τη δική της πρόθεση να μην επιτρέψει την επικοινωνία του Αιτητή με αυτά, χωρίς να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της. Επαναλαμβάνω ότι η Καθ' ης η αίτηση κατέστησε τον εαυτό της ως το πρόσωπο που φέρει πλέον το βάρος απόδειξης των όσων ισχυρίζεται, κάτι που απέτυχε να πράξει.

 

.....................................

 

Η Καθ' ης η αίτηση καμία μαρτυρία δεν έχει προσκομίσει που να δείχνει τις ενέργειες που έχει κάνει ούτως ώστε να επιτύχει την παράδοση των παιδιών στον Αιτητή ή  να επιτρέψει στον Αιτητή να τα παραλάβει από το σχολείο, όπως προβλέπεται στο διάταγμα. Καμία επίσης αναφορά δεν γίνεται στην κατ' ισχυρισμό άρνηση των παιδιών να ακολουθήσουν τον Αιτητή και στο πως αυτή εκδηλώνεται. Η δε γενεσιουργός αιτία του τρόμου που βιώνουν τα παιδιά, πλην κάποιον γενικών και αόριστων αναφορών,  παραμένει άγνωστη στο Δικαστήριο.

Κατά την αντεξέταση της Καθ' ης η αίτηση διαφάνηκε ότι ακολουθούσε ένα μοτίβο συμπεριφοράς το οποίο επαναλαμβανόταν κάθε φορά που ο Αιτητής έπρεπε να παραλάβει τα παιδιά από το σχολείο. Η συμπεριφορά αυτή είναι παραδεκτή από την Καθ' ης η αίτηση. Προκειμένου να  ματαιωθεί η παραλαβή της Α, η Καθ' ης η αίτηση συστηματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν την μετέφερε στο σχολείο τις ημέρες που σύμφωνα με το διάταγμα θα έπρεπε να την παραλάβει ο Αιτητής. Την ανήλικη Χ την παραλάμβανε η ίδια αμέσως με τη λήξη της σχολικής ημέρας στις 1:05 μ.μ., μη επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στον Αιτητή να την παραλάβει.

 

.....................................

 

Η Καθ' ης  αίτηση με την ενέργεια της να μην μεταφέρει την ανήλικη Α στο σχολείο και να παρευρίσκεται η ίδια στο σχολείο κατά τις ημέρες και ώρες που θα έπρεπε ο Καθ' ου η αίτηση να παραλάβει τα παιδιά, δείχνει ότι εξ' αρχής  η πρόθεση της ήταν να εμποδίσει την παραλαβή των παιδιών από τον Αιτητή. Όπως ήδη ανέφερα, η γενική αναφορά ότι τα παιδιά φοβούνται, δεν είναι επαρκής για να δικαιολογήσει τη στάση αυτή, την οποία η Καθ' ης η αίτηση επέδειξε στις 29.03.2022, 30.03.2022, 05.04.2022, στις 06.04.2022, 08.04.2022,  06.05.2022, 03.05.2022, 06.05.2022, 10.05.2022, 11.05.2022, 13.05.2022, 17.05.2022, 18.05.2022,  20.05.2022 και 27.05.2022.

 

.....................................

 

Όσον αφορά στις περιπτώσεις όπου ο Αιτητής έπρεπε να παραλάβει τα παιδιά από την οικία της Καθ' ης η αίτηση, όπως για παράδειγμα στις 19.04.2022, κρίνεται και πάλι ότι η Καθ' ης η αίτηση θεώρησε δεδομένη την μη παράδοση των παιδιών. Με βάση τα όσα η ίδια ανέφερε, ο Αιτητής της απέστειλε γραπτό μήνυμα η ώρα 1:03 μ.μ. αναφέροντας της ότι βρίσκεται εκεί και περιμένει τα παιδιά και ακολούθως δεύτερο μήνυμα η ώρα 1:04 μ.μ., πληροφορώντας την ότι θα ακολουθήσει άλλη μια υπόθεση ( «ok you like to have one more case»). Η  άμεση απάντηση της Καθ' ης η αίτηση στις 1:05 μ.μ., ένα λεπτό δηλαδή αργότερα, ότι τα παιδιά δεν θέλουν να τον δουν, δεικνύει ακριβώς ότι καμία προσπάθεια δεν κατέβαλε για να καθοδηγήσει τα παιδιά να συναντήσουν τον πατέρα τους. Το γεγονός της φυσικής της παρουσίας στην οικία της την καθορισμένη ώρα της παράδοσης δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη που έχει, όχι μόνο προς τον Αιτητή αλλά και προς τα ίδια τα παιδιά να τα ενθαρρύνει και να προτρέψει να επικοινωνούν με τον πατέρα τους.  Η πρόθεση της να μην τα παραδώσει ήταν ξεκάθαρη.

 

Όπως και στις 20.04.2022, όπου ο Αιτητής της απέστειλε γραπτό μήνυμα με την ίδια να του απαντά ότι τα παιδιά τον φοβούνται. Με βάση τα λεγόμενα της, τα παιδιά βγήκαν στη βεράντα και του φώναξαν ότι δεν θέλουν να τον ακολουθήσουν. Αυτή είναι η μοναδική αναφορά της Καθ' ης η αίτηση σε κάποια εκδήλωση της αντίδρασης των παιδιών, ωστόσο δεν είναι κατά την κρίση μου τέτοια που να την απαλλάσσει από την υποχρέωση της να τηρεί το διάταγμα Δικαστηρίου, εφόσον και πάλι όφειλε να προβεί σε θετικές ενέργειες, έστω και την τελευταία στιγμή και να προτρέψει τα παιδιά να ακολουθήσουν τον πατέρα τους.

 

Αντί αυτού, η Καθ' ης η αίτηση με τη συμπεριφορά της όχι μόνο δεν δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για τη ομαλή εφαρμογή του διατάγματος, αλλά αντίθετα, με το να μεταβαίνει η ίδια στο σχολείο και να παραλαμβάνει την ανήλικη Χ και να μην μεταφέρει την Α στο σχολείο, δημιούργησε τέτοιες προϋποθέσεις, που ήταν εκ προοιμίου αδύνατη η εφαρμογή του διατάγματος, μη αφήνοντας περιθώρια διαφορετικής εξέλιξης των πραγμάτων.

 

Όπως ήδη ανέφερα, η Καθ' ης η αίτηση προβάλλοντας τη δικαιολογία της άρνησης των παιδιών για την αδυναμία της να συμμορφωθεί με το διάταγμα, φέρει και το βάρος απόδειξης  της θέσης αυτής, κάτι που απέτυχε να πράξει. Η απροθυμία των παιδιών προβάλλεται προσχηματικά, χωρίς καμία τεκμηρίωση των όσων ανέφερε.

 

.....................................

 

Οι προφάσεις που η Καθ' ης η αίτηση προβάλλει για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της, όπως έχει διαφανεί από όλα τα ανωτέρω, παρέμειναν μετέωρες. Η παραδοχή της για παρακοή του διατάγματος είναι δεδομένη και επαναλαμβανόμενη και οι όποιες δικαιολογίες έχει προβάλει προς τούτο, υπό τις περιστάσεις δεν γίνονται αποδεκτές. Είναι η κρίση μου ότι η Καθ' ης αίτηση επι σκοπώ, συστηματικά και ηθελημένα παρήκουσε το διάταγμα γονικής μέριμνας, με αποτέλεσμα να μην παραδώσει και σε άλλες περιπτώσεις να μην επιτρέψει την παραλαβή των παιδιών από τον πατέρα τους. Η συνεχής παραβίαση του  διατάγματος γονικής μέριμνας δεν οφείλεται σε αδυναμία συμμόρφωσης από μέρους της, αλλά σε ηθελημένη πρόθεση ανυπακοής.»

 

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε τόσο την απόφαση με την οποία κρίθηκε η ενοχή της, όσο και την επιβληθείσα ποινή, με τους ακόλουθους λόγους έφεσης, ως τροποποιήθηκαν δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφαση του να προσδιορίσει επακριβώς τις ημερομηνίες και ώρες που η εφεσείουσα κατ' ισχυρισμό παρέκουσε το επίδικο διάταγμα και να καθορίσει σε τι ακριβώς συνίστατο η πράξη παρακοής για κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη παρακοής του επίδικου διατάγματος σε όλες τις ημερομηνίες πλην της περιόδου του Πάσχα, δηλαδή της 19/4/2022 και 20/4/2022 καθ' ότι το διάταγμα σε ότι αφορά τις μέρες αυτές είναι αναγνωριστικής και ρυθμιστικής φύσεως, χωρίς να προσδιορίζονται με σαφή τρόπο συγκεκριμένες ενέργειες στα πλαίσια επιτακτικής ή απαγορευτικής πρόνοιας.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη παρακοής την 19/4/2022 καθ' ότι την ημέρα αυτή ο εφεσίβλητος δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας και σε κάθε περίπτωση από το λεκτικό του διατάγματος δεν προκύπτει σαφώς τέτοιο δικαίωμα.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Κατά την σχολική περίοδο τις ημέρες που ήταν αργία, δεν υπήρχε πρόνοια στο διάταγμα ότι η παραλαβή των παιδιών θα γινόταν από τον εφεσίβλητο από το σπίτι της εφεσείουσας ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί παρακοή.

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη παρακοής την 20/4/2022 καθότι με βάση την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση στην οποία καταγράφονταν τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν την κατ' ισχυρισμό παρακοή δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι τα παιδιά θα έπρεπε να παραληφθούν από τον πατέρα από την κατοικία της μητέρας και ότι η μητέρα παρέλειψε να του τα παραδώσει από την κατοικία αυτή ή ότι είχε δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά την ημερομηνία αυτή και γενικά γεγονότα που να στοιχειοθετούν παρακοή από τη μητέρα την ημέρα εκείνη. Ο ισχυρισμός που προβάλλεται είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις της κατ' ισχυρισμό παρακοής, η εφεσείουσα είτε παραλαμβάνει τα παιδιά η ίδια νωρίτερα από την ώρα που καθορίζεται ότι πρέπει να τα παραλάβει ο εφεσίβλητος είτε δεν μεταφέρει την  Ά.  στο σχολείο.

 

ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εφεσείουσα είχε η ίδια το βάρος να αποδείξει ότι η δικαιολογία που η ίδια προέβαλε για τη μη συμμόρφωση με το διάταγμα ήταν εύλογη. Αντίθετα ήταν ο εφεσίβλητος που είχε το βάρος να αποδείξει ότι η επικοινωνία του με τα παιδιά ήταν εφικτή τις ημέρες που επικαλείται.

 

ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την εφεσείουσα σε παρακοή για κάθε μια από τις επίδικες ημερομηνίες καθ' ότι παρέλειψε να εξετάσει σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές αν η παράλειψη παραλαβής των παιδιών από τον εφεσίβλητο ήταν αποτέλεσμα της άρνησης των παιδιών ή οποιουδήποτε από αυτά να το ακολουθήσει και εσφαλμένα δεν κατέληξε στη θέση ότι η παράλειψη οφειλόταν σε αυτό τον λόγο και κατ' επέκταση δεν υφίστατο ηθελημένη παρακοή.

 

ΟΓΔΟΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Ακόμα και αν η εφεσείουσα είχε παρακούσει το διάταγμα σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω ημερομηνίες, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να καταδικάσει την εφεσείουσα σε φυλάκιση έχοντας υπόψη και τους λόγους μη συμμόρφωσης με το διάταγμα.»

 

Θα ξεκινήσουμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε πως η εφεσείουσα ήτο ένοχη παρακοής για όλες τις ημερομηνίες, καθότι το εν λόγω διάταγμα πλην της περιόδου του Πάσχα, δηλαδή 19.04.2022 και 20.04.2022, ήτο αναγνωριστικής και ρυθμιστικής φύσεως και δεν επέβαλλε οποιαδήποτε υποχρέωση στην εφεσείουσα.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε πως το εν λόγω διάταγμα δεν καθορίζει τι είναι αυτό που η εφεσείουσα διατάσσεται να κάνει σε σχέση με τις ημερομηνίες που εμπίπτουν στις παραγράφους 4(α) έως 4(δ) του διατάγματος, για τις οποίες κρίθηκε ένοχη παρακοής.  Όλες οι εν λόγω ημερομηνίες, πλην των  ημερομηνιών 19.04.2022 και 20.04.2022 που ενέπιπταν στις διακοπές του Πάσχα, κατά τις οποίες η εφεσείουσα διετάσσετο να παραδώσει τις ανήλικες στον εφεσίβλητο από τον τόπο διαμονής της, αφορούσαν παραλαβή των ανήλικων, εκ μέρους του εφεσίβλητου, από το σχολείο τους και δεν υπήρχε στο διάταγμα οποιαδήποτε διαταγή προς την εφεσείουσα που να την διατάσσει να παραδώσει τα παιδιά στον εφεσείοντα.  Αναφέρθηκε στις Πετράκη v. Petraki (2002) 1 Α.Α.Δ. 911 και Αναστασίου v. Αναστασίου, Έφεση Αρ. 41/2018, ημερομηνίας 22.04.2020, όπου τονίστηκε πως προκειμένου ένα διάταγμα να είναι επιβλητό, πρέπει να είναι είτε αναγκαστικό, είτε διατακτικό, είτε απαγορευτικό και υποστήριξε πως στην υπό κρίση υπόθεση, δεν είναι επιβλητό σε σχέση με τις ημερομηνίες που εμπίπτουν στις παραγράφους 4(α) έως 4(δ) του διατάγματος και ότι, συνεπώς, η έφεση θα πρέπει να πετύχει. 

 

Αντιθέτως, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της ορθότητας της απόφασης και επεσήμανε πως ισχυρισμός ότι το διάταγμα δεν είναι επιβλητό ουδέποτε προβλήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, και πως η μόνη θέση που προβλήθηκε ήταν η μη ηθελημένη παρακοή, λόγω της άρνησης των παιδιών να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους.

 

Έχουμε διεξέλθει την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει, τα πρακτικά της δίκης, ως επίσης και τη γραπτή αγόρευση του τότε δικηγόρου της εφεσείουσας.  Πράγματι σε κανένα στάδιο δεν εγέρθηκε τέτοιο θέμα, γεγονός που είναι, εξάλλου, παραδεκτό από τον νυν δικηγόρο της εφεσείουσας, ο οποίος, όμως, υποστήριξε ότι το Εφετείο δύναται να το εξετάσει στο στάδιο αυτό, παρόλο που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα, λόγω της φύσης της υπόθεσης. 

 

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι ζήτημα που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα, και δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση.  Υιοθετούμε προς τούτο την Waterworld Holdings Ltd v. Περικλέους κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2015, ημερομηνίας 30.01.2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, ζήτημα που δεν ηγέρθη πρωτόδικα δεν μπορεί να εξεταστεί με την έφεση (Γεν. Εισαγγελέας κ.ά ν. & Pentaliotis & Papapetrou Est. Ltd. Κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1931, 1949, F.H.K. Hotels Holdings Ltd v. A.S. Air Control Ltd (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159, 2165, Οικονόμου Αρχ. & Μηχ. κ.ά. v. Δημητρίου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 853, 858, Αδαμίδη v. Κακουρίδη κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ.640, 650, Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1714, 1720 και Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144, 155).»

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, εισάγεται θέμα που δεν έχει εγερθεί κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Ακολουθώντας την πάγια νομολογία, κρίνουμε ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείται στην έγερση τέτοιου ζητήματος στο Εφετείο.  Η Αναστασίου v. Αναστασίου (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, διακρίνεται από την παρούσα, καθότι εκεί το Εφετείο απεφάνθη ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να εξετάσει θέμα μη επιβλητού του διατάγματος, που αφορούσε τον καθορισμό του τόπου διαμονής ανηλίκων, παρόλο που δεν προσβλήθηκε με αντέφεση και δεν πραγματεύθηκε το θέμα της κατ' έφεση εξέτασης ζητήματος που δεν εγέρθηκε πρωτόδικα.

 

Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.   

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου για ενοχή της εφεσείουσας για παρακοή τη Μεγάλη Τρίτη 19.04.2022, ημέρα κατά την οποία, σύμφωνα με το επιχείρημα, δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας ο εφεσίβλητος και εν πάση περιπτώσει, από το λεκτικό του διατάγματος, δεν προέκυπτε σαφώς τέτοιο δικαίωμα.  Το παράπονο της εφεσείουσας προσδιορίστηκε ως εξής:  Η απόφαση του Δικαστηρίου προέβλεπε ειδική ρύθμιση σε ότι αφορά τις διακοπές του Πάσχα, εναλλάξ κατ' έτος, είτε από τη Μεγάλη Τετάρτη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, είτε από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πέμπτη της Διακαινησίμου, η οποία αναιρούσε τη γενική ρύθμιση επικοινωνίας. Επομένως, αντί να εφαρμόζεται η ρύθμιση των παραγράφων 4(α) έως 4(δ), εφαρμοζόταν η ειδική ρύθμιση του Πάσχα και ο πατέρας δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας τη Μεγάλη Τρίτη 19.04.2022.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, τα διατάγματα θα πρέπει να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια (Βλ. Κ. v. Ξ (ανωτέρω), Ν.Ι. v. Α.Γ., Έφεση Άρ. 4/14, ημερομηνίας 02.06.2017).

 

Στην υπό κρίση έφεση, κανένας ισχυρισμός περί ασάφειας του διατάγματος σε σχέση με την ημερομηνία 19.04.2022 δεν εγέρθηκε, ούτε στους λόγους ένστασης, ούτε στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, ούτε και προέκυψε τέτοια θέση εκ μέρους της, κατά την αντεξέταση της.  Επίσης δεν εγέρθηκε τέτοιο θέμα ούτε στην αγόρευση του τότε δικηγόρου της.  Η όλη ακρόαση διεξήχθη στη βάση ότι στις 19.04.2022 ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά του.

 

Εφόσον, ως προαναφέρθηκε, το ζήτημα της ασάφειας δεν εγέρθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία, δεν μπορεί να απασχολήσει ούτε κατ' έφεση.

 

Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως δεν υπήρχε πρόνοια στο διάταγμα ότι η παραλαβή των παιδιών θα γινόταν από την οικία της εφεσείουσας, κατά τις μέρες της σχολικής περιόδου που ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας και συνέπιπτε με αργία, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί παρακοή.

 

Κρίνουμε πως ο λόγος έφεσης, ως έχει διατυπωθεί, είναι ατελής καθότι δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες ημερομηνίες οι οποίες ενέπιπταν σε αργίες και για τις οποίες, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, δεν θα έπρεπε να είχε καταδικαστεί, ώστε να προσδιοριστεί ποιο ήτο το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συγκεκριμένες ημερομηνίες.

 

Συνακόλουθα, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε πως η εφεσείουσα ήτο ένοχη, στις 20.04.2022, καθότι, στην ένορκο δήλωση του, ο εφεσίβλητος δεν ανέφερε ότι τα παιδιά θα έπρεπε να παραληφθούν από τον ίδιο από την κατοικία της εφεσείουσας, ότι είχε δικαίωμα επικοινωνίας την ημερομηνία αυτή ή ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να του παραδώσει τα παιδιά από την οικία της και ούτε και καταγράφονται γεγονότα που να στοιχειοθετούν παρακοή εκείνη την ημέρα.  Στην αιτιολογία, αλλά και στο περίγραμμα αγόρευσης προβλήθηκε το επιχείρημα ότι, εν πάση περιπτώσει, ο εφεσίβλητος με βάση το διάταγμα, δεν είχε δικαίωμα επικοινωνίας στις 20.04.2022 που ήταν Μεγάλη Τετάρτη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα.

 

Διαπιστώνουμε ότι ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας την πιο πάνω περίοδο με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 13.12.2019 και επεξηγούμε: Ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας τον πρώτο χρόνο ισχύος του διατάγματος τη Μεγάλη Τετάρτη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα, τον δεύτερο χρόνο την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πέμπτη της Διακαινησίμου και εναλλάξ κάθε επόμενο χρόνο.  Το Δικαστήριο καθόρισε πως το Πάσχα του 2020, που είναι και ο πρώτος χρόνος ισχύος του διατάγματος, ο εφεσίβλητος θα είχε δικαίωμα επικοινωνίας την πρώτη περίοδο, δηλαδή από Μεγάλη Τετάρτη μέχρι την Κυριακή του Πάσχα.  Συνεπώς, το 2021 ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας τη δεύτερη περίοδο, δηλαδή Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πέμπτη της Διακαινησίμου και το 2022 Μεγάλη Τετάρτη, δηλαδή 20.04.2022 που είναι και η επίδικη ημερομηνία, μέχρι Κυριακή του Πάσχα. Επομένως, η θέση της εφεσείουσας, περί μη δικαιώματος του εφεσίβλητου για επικοινωνία με τα παιδιά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, δεν ευσταθεί.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος, έκτος και έβδομος λόγος έφεσης αναπτύχθηκαν μαζί στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, και θα εξεταστούν στη συνέχεια.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το Δικαστήριο παρέλειψε να προσδιορίσει επακριβώς τις ημερομηνίες κατά τις οποίες, με βάση την απόφαση, η εφεσείουσα ήταν ένοχη παρακοής και να καθορίσει σε τί ακριβώς συνίστατο η πράξη παρακοής για κάθε μια ημερομηνία.

 

Η αίτηση παρακοής προσδιόριζε επακριβώς ποιες ημερομηνίες ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι παρέλειψε η εφεσείουσα να συμμορφωθεί με το εκδοθέν διάταγμα.  Η εφεσείουσα, ως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δεν αμφισβήτησε ότι ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα επικοινωνίας και παραδέχθηκε ότι σε καμμιά από τις καθορισθείσες ημερομηνίες από τον εφεσίβλητο δεν επιτεύχθηκε επικοινωνία.  Άλλωστε, είναι στη δική της παραδοχή που το Δικαστήριο βασίστηκε για να διαπιστώσει ότι η επικοινωνία δεν πραγματοποιείτο.

 

Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως ήτο ο εφεσίβλητος ο οποίος είχε το βάρος να αποδείξει ότι η επικοινωνία με τα παιδιά ήτο εφικτή, και ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι το βάρος απόδειξης ήτο στους ώμους της εφεσείουσας.

 

Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε ορθά το βάρος απόδειξης. Ορθά επίσης τόνισε πως το βάρος απόδειξης της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το είχε ο εφεσίβλητος, όμως επεσήμανε πως εφόσον υπήρχε υπεράσπιση, το βάρος απόδειξης της αδυναμίας εκτέλεσης το έφερε η εφεσείουσα, η οποία απέτυχε να το αποσείσει, καθότι δεν τεκμηρίωσε ότι πράγματι υπήρχε άρνηση των παιδιών να έχουν επικοινωνία με τον πατέρα τους.

 

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε στη βάση ορθής καθοδήγησης ως προς το βάρος απόδειξης.

 

Συνακόλουθα, ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους ούτε και ο έβδομος λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, σε κάθε μια από τις επίδικες ημερομηνίες, αν η παράλειψη παραλαβής των παιδιών από τον εφεσίβλητο ήταν αποτέλεσμα άρνησης των παιδιών.  Αντιθέτως, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις ημερομηνίες παραλαβής από το σχολείο και προσδιόρισε πού συνίστατο η παρακοή.  Στη συνέχεια καταπιάστηκε με τις ημερομηνίες κατά τις οποίες ο εφεσίβλητος θα παραλάμβανε τα παιδιά από την οικία της εφεσείουσας κατά τις οποίες κατέληξε, στο ορθό συμπέρασμα ότι ηθελημένα η εφεσείουσα παρέβη το διάταγμα.

 

Επομένως, απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης, προωθείται η θέση ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να καταδικάσει την εφεσείουσα σε φυλάκιση και πως θα έπρεπε να λάβει υπόψη του, ως μετριαστικό παράγοντα, τους λόγους που η εφεσείουσα δεν είχε συμμορφωθεί με το διάταγμα, οι οποίοι αφορούσαν την άρνηση των παιδιών να ακολουθήσουν τον πατέρα τους.  Το Δικαστήριο όφειλε, επίσης, να αποδεχθεί τη θέση της εφεσείουσας ότι υπήρξε εκ μέρους της συμμόρφωση και ότι στις περιπτώσεις που δεν υπήρξε, αυτό οφείλετο στην άρνηση των παιδιών να έχουν επικοινωνία με τον εφεσίβλητο, λόγω του ότι αυτός αρνείτο να τα μεταφέρει στις αθλοπαιδιές τους και, επομένως, δεν οφείλετο σε ενέργεια της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο, εσφαλμένα θεώρησε ότι η δήλωση αυτή υποδήλωνε μόνο μερική εφαρμογή του διατάγματος και όχι καθολική, πλην μεμονομένων περιστάσεων, και έλαβε ως δεδομένο ότι τις μέρες που δεν εφαρμόζετο, αυτό συνιστούσε παρακοή. Ήτο επίσης εισήγηση ότι, το Δικαστήριο αν θεωρούσε κρίσιμο το θέμα της νέας κατάστασης πραγμάτων, ως προς τη συμμόρφωση μετά την καταδικαστική απόφαση, τότε θα έπρεπε να ακούσει μαρτυρία ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δεν εφαρμόζεται το διάταγμα για να έχει καλύτερη εικόνα ως προς το πότε και πόσο συχνά επιτυγχάνεται η επικοινωνία.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου στις αγορεύσεις για καθορισμό της ποινής, ανέφερε ότι ακόμα και μετά την καταδικαστική απόφαση η εφεσείουσα συνέχιζε να μην συμμορφώνεται πλήρως με το διάταγμα και ότι συμμορφωνόταν κατά το δοκούν.  Ο δε δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε πως η συμμόρφωση της εφεσείουσας είναι «καθολική», πλην κάποιων περιπτώσεων που ο εφεσίβλητος δεν τα μετέφερε στις αθλοπαιδιές τους και αρνούνταν να τον ακολουθήσουν.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιβάλλοντας την ποινή, έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

 

«Εξέτασα και έλαβα υπόψιν μου όσα οι συνήγοροι των διαδίκων ανέφεραν και όλα τα ενώπιον μου δεδομένα. Μεταξύ αυτών και για σκοπούς μετριασμού της ποινής συνυπολογίζω το λευκό ποινικό μητρώο της Καθ' ης η αίτηση, την ηλικία της και το γεγονός ότι έχει υπό τη φύλαξη της τα δύο ανήλικα τέκνα των διαδίκων.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τον συνήγορο της Καθ' ης η αίτηση για τη συμμόρφωση της με το διάταγμα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου.  Παρά το ότι ο συνήγορος της φαίνεται να υποστηρίζει ότι το διάταγμα εφαρμόζεται πλήρως, η δήλωση του ότι στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται είναι γιατί τα παιδιά δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τον Αιτητή, έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τα όσα ο συνήγορος του Αιτητή αναφέρει, ότι δηλαδή το διάταγμα εφαρμόζεται μερικώς.  Η Καθ' ης η αίτηση θα έπρεπε να βρει τον τρόπο και να προετοιμάσει κατάλληλα τα παιδιά με απώτερο στόχο την πλήρη εφαρμογή του διατάγματος.

 

Σημειώνω περαιτέρω ότι ελαφρυντικοί παράγοντες όπως είναι το λευκό ποινικό μητρώο και η μερική συμμόρφωση της Καθ' ης η αίτηση, έστω και την ύστατη στιγμή, λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής. Δεν είναι όμως τέτοιας έκτασης που να ξεπερνούν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και δεν μπορούν να επηρεάσουν το είδος της ποινής παρά μόνο το ύψος αυτής. 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η μοναδική κατάλληλη ποινή είναι αυτή  της φυλάκισης. Η  σοβαρότητα της ανυπακοής στο Δικαστικό διάταγμα με τον τρόπο που έχει λάβει χώρα όπως πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, σε συνδυασμό με την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, καθιστά αναπόφευκτη την επιβολή ποινής στερητική της ελευθερίας της Καθ' ης η αίτηση.

 

.....................................

 

Στην κρίση μου αυτή συνέτεινε και το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχει συμμορφωθεί πλήρως με το διάταγμα γονικής μέριμνας γεγονός που δεικνύει ότι οι λογικά αναμενόμενες συνέπειες της   ανυπακοής της προς το διάταγμα  δεν επέδρασσαν με θετικό τρόπο στην Καθ' ης η αίτηση.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι η ποινή φυλάκισης των 15 ημερών πρέπει να είναι άμεση.»

 

Στην Μιχαηλίδης v. Poliakova (Αρ. 2) (2011) 1 Α.Α.Δ. 1007, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η νομολογία έχει προδιαγράψει με σαφήνεια, διαχρονικότητα και εξαντλητικά, ότι η παρακοή διαταγμάτων δικαστηρίου καταστρατηγεί την ίδια τη βάση του συστήματος και την καλή και απρόσκοπτη λειτουργία και απονομή της ίδιας της δικαιοσύνης. Υποσκάπτει την εξουσία του Δικαστηρίου γι΄ αυτό και η πρέπουσα, κατά κανόνα, τιμωρία είναι αυτή της ποινής φυλάκισης.»

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ορθά επεσήμανε το Δικαστήριο τα εξής:

 

«Η Καθ' ης η αίτηση με τη συμπεριφορά που επέδειξε παραβίασε κατάφορα το συνταγματικό δικαίωμα του Αιτητή στην οικογενειακή ζωή αλλά και το δικαίωμα της μίας εκ των ανήλικων θυγατέρων της στην εκπαίδευση. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να μην την παραλάβει ο Αιτητής από το σχολείο, ως προβλέπει το διάταγμα γονικής μέριμνας και να μην λάβει χώρα η επικοινωνία του με αυτήν, επέλεξε να μην την μεταφέρει στο σχολείο και να την αφήνει στο σπίτι. Η ενέργεια αυτή της Καθ' ης η αίτηση είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την ίδια.»

 

Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η παρακοή ήτο επαναλαμβανόμενη και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως αναφέρθηκε στην Λοΐζου v. Aστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227: «Η τιμωρία για τη συνεχιζόμενη παρακοή σε διαταγή του δικαστηρίου είναι κατά κανόνα η φυλάκιση. Όταν επέλθει συμμόρφωση παρέχεται η δυνατότητα για επιεικέστερη αντιμετώπιση του παραβάτη, χωρίς να διαγράφεται η σοβαρότητα του αδικήματος». 

 

Είναι παραδεκτό ότι δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με το διάταγμα μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρθηκε, στην απόφαση, παρά το ότι ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι το διάταγμα εφαρμόζεται πλήρως, η δήλωση του, ότι στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται είναι γιατί τα παιδιά δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν τον εφεσίβλητο, δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο πως υπήρξε πλήρης συμμόρφωση. 

 

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε ορθά κάθε σχετικό παράγοντα και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του. Κρίνουμε, συνεπώς, υπό τις περιστάσεις ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αν και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί επιεικής, είναι ορθή.

 

Συνακόλουθα ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.   

 

Η έφεση απορρίπτεται με €1.900,00 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας, και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο