ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2024)

 

28 Φεβρουαρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

 ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΑΛΦΡΕΔΟΥ,

Εφεσείων

v.

 

1. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD

2. CNP ASFALISTIKI LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Εφεσείων αυτοπροσώπως

Θ. Καουτζάνη (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1

Κ. Γεωργιάδης για Chrysses Demetriades & Co LLC για Εφεσίβλητους 2

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αγωγή (945/2014) την οποία ο εφεσείων καταχώρισε αυτοπροσώπως, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, εν μέσω της ακροαματικής της διαδικασίας, αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα από τον εφεσείοντα, με ειδοποίηση, ημερομηνίας 26.11.2021, η οποία τιτλοφορείτο «Ειδοποίηση Απόσυρσης Αγωγής». Η ειδοποίηση αυτή, ως είναι κοινώς αποδεκτό, υπογράφηκε από τον εφεσείοντα αλλά και τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων 1 και 2 - εναγομένων 1 και 2 στην αγωγή - με τη δήλωση ότι δεν έφεραν ένσταση και δεν ζητούσαν έξοδα. Η επακόλουθη απόρριψη της αγωγής επεσυνέβη στις 29.11.2021.

 

Με αίτηση, ημερομηνίας 13.3.2024, ο εφεσείων, αντιπροσωπευόμενος από δικηγόρο, καταχώρισε αίτηση επαναφοράς της αγωγής και παραμερισμό της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του. Η αίτηση αυτή βασίστηκε στις Δ.33, Δ.17 και Δ.26 των, σε ισχύ τότε, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στην αίτηση αυτή, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 έφεραν ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του, ημερομηνίας 26.4.2024, αναφέρθηκε στις περιπτώσεις που οι ως άνω δικονομικές πρόνοιες αφορούν και, αφού υπέδειξε ότι ο εφεσείων δεν αρνείτο την υπογραφή της ειδοποίησης απόσυρσης, κατέληξε ότι «οι λόγοι για τους οποίους ισχυρίζεται ότι οδηγήθηκε στην ενέργεια αυτή, αφορούν ισχυρισμούς οι οποίοι τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω της παρούσας αίτησης τριάμισι χρόνια μετά την απόσυρση της αγωγής, χωρίς να μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας εφόσον η νομική βάση της αίτησης δεν παρέχει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσία ή δικαιοδοσία για να εξετάσει το αίτημα του Ενάγοντα επί της ουσίας των όσων προβάλλει». Συνακόλουθα, απέρριψε την αίτηση ως στερούμενη νομικού ερείσματος, επιδικάζοντας τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

Είναι αυτή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεση. Κατά την ημερομηνία ορισμού της έφεσης για προδικασία, διαπιστώθηκε ότι η αναφερόμενη, στην Ειδοποίηση Έφεσης, ως ημερομηνία της εκκαλούμενης απόφασης ήταν λανθασμένη. Δεδομένης της ορθής αναφοράς της ημερομηνίας απόφασης στην επόμενη καταχώριση στην ειδοποίηση, αλλά και της σύμφωνης θέσης των συνηγόρων των εφεσιβλήτων 1 και 2, το ζήτημα έληξε, με την άρση της διαφαινόμενης παρατυπίας.

 

Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων 1   και 2, όμως, ήγειραν, ως προδικαστικό ζήτημα, ότι η παρούσα έφεση είναι προδήλως αβάσιμη. Επικαλούμενοι το Μέρος 41.9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, μας παρέπεμψαν στο Τμήμα 5 της Ειδοποίησης Έφεσης (Λόγοι Έφεσης), όπου αναφέρεται ότι το τι επικαλείται ο εφεσείων είναι, γενικά και αόριστα, ότι «δεν τηρήθηκε το συμβατικό δίκαιο και πολλά άλλα». Περαιτέρω δε, στο Τμήμα 6 της Ειδοποίησης, αναφέρεται ότι ζητείται «Να εξεταστεί εκ νέου από το ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου η αγωγή 945/14». Παράλληλα, στο Τμήμα 8 της Ειδοποίησης, τα όσα καταγράφονται αφορούν την ουσιαστική, στην αγωγή, διαφορά. Στη βάση αυτή, οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων 1 και 2 ζήτησαν την απόρριψη της έφεσης, ενώ δήλωσαν ότι, εφόσον η έφεση κριθεί και δεν προχωρήσει περαιτέρω, δεν απαιτούν έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

Επί του εγερθέντος ζητήματος, καθηκόντως, ακούσαμε τον εφεσείοντα, ο οποίος, όμως, δεν ανέφερε οτιδήποτε εις ό,τι αφορά στο υπό κρίση θέμα. Τουναντίον, αναφέρθηκε σε ισχυρισμούς του που αφορούν στις συνθήκες απόσυρσης της αγωγής, αλλά και την ουσία της αγωγής.

 

Σύμφωνα με το Μέρος 41.9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, το Εφετείο δύναται, κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα, να διαγράψει/απορρίψει ειδοποίηση έφεσης, εν όλω ή εν μέρει, μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο. Επιτακτικός λόγος για απόρριψη της έφεσης, σύμφωνα με το εδάφιο (3), υπάρχει όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς τον σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.

 

Είχαμε την ευκαιρία, πολύ πρόσφατα, στην DICKRAN HOVSEPIAN v. OLYMPIC INSURANCE CO LTD υπό Εκκαθάριση διά των Εκκαθαριστών της Επίσημου Παραλήπτη και Παύλου Νακούζη, Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2018, ημερομηνίας 21.2.2025, να αναφερθούμε στο υπό κρίση θέμα, εξηγώντας ότι:

 «Όπως αναφέρθηκε στην Σεκέρσαββας κ.ά. v. Τουρκική Δημοκρατία, Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 31.10.2024:

 

«Προσομοιάζουσα πρόνοια, υπήρχε στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Συνεπώς, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετιζόταν με τον εν λόγω κανονισμό είναι απόλυτα σχετική.»

 

 Στη Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621).»

Στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), Πολιτική Έφεση Ε66/2020, ημερομηνίας 12.1.2023 λέχθηκε ότι:

 

«...έφεση δυνατόν να απορριφθεί  ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β)  την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.»  Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν».

 

Στην Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της Εταιρείας Unibrand Secretarial Services Limited από τη Λευκωσία για Εκκαθάριση της Εταιρείας Tricor Limited v. Eurobank (Cyprus) Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2016, ημερομηνίας 18.4.2024, επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Έφεση, θεωρείται ότι είναι προδήλως αβάσιμη όταν διαπιστώνεται, εξ αρχής, ότι αυτή στερείται αντικειμένου ή όταν στην πορεία και πριν από την περάτωση της, με τελική απόφαση, καταλήγει να έχει απωλέσει το αντικείμενο της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της παρούσας δικαιοδοσίας του, ήτοι ως Εφετείο,  επιλαμβάνεται εφέσεων κατά αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων.  Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον διαπιστώνει την ύπαρξη εφέσεων οι οποίες, εξ αντικειμένου, είναι   προδήλως αβάσιμες, προβαίνει άμεσα στην απόρριψη τους.  Έχει υποχρέωση ως προς τούτο, με βάση το Άρθρο 163.2(β)[1] του Συντάγματος. Η υποχρέωση αυτή εμπίπτουσα στο δικονομικό πεδίο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  προβλέπεται και στον Κ.10(i) του  περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (4/1996).»»

 

          Τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων 1 και 2 έχουν εντοπίσει και προβάλει είναι ορθά. Όντως, δεν εντοπίζεται να εξειδικεύονται και αιτιολογούνται συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης που να αφορούν και προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση, ενώ είναι προφανές ότι ζητούμενο, για τον εφεσείοντα, το οποίο προβάλλεται ως ο λόγος της αόριστης έφεσης, είναι η εξέταση, εκ νέου της αγωγής του. Εξ ου και το τι προβάλλεται αφορά αποκλειστικά την ουσία της αγωγής.

 

          Υπό αυτά τα δεδομένα, αναπόφευκτο συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι άλλο από το ότι η παρούσα έφεση δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Καθιστώντας αναπόφευκτη την απόρριψη της, ως προβλέπεται στο ως άνω Μέρος 41.9(3), ως προδήλως αβάσιμη.

 

          Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

          Τηρουμένης της δήλωσης αμφοτέρων των συνηγόρων των εφεσιβλήτων 1 και 2, αναφορικά με τα έξοδα, ουδεμία διαταγή για τα έξοδα της έφεσης εκδίδεται.

 

 

                                                            Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.   

 

 

                                                          

                                                           Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.    

    

 

 

                                                           Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο