ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε96/20
17 Φεβρουαρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Prodromou & Markiyiannis Insurance Underwriting
Agencies & Consultants Ltd
Εφεσείουσα - Τριτοδιάδικος
ν.
B & A The Best M.C.C Ltd
Εφεσίβλητη - Εναγομένη
Για εφεσείουσα: κος Χρύσανθος Χρυσάνθου με κα Ελπίδα Κωμοδρόμου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη: κος Λάμπρος Α. Ιωαννίδης
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ενάγουσα, Food Park City F.P.C. Ltd, καταχώρησε την αγωγή 1398A/2018 του Ε.Δ. Λευκωσίας, με την οποία αιτείται αποζημιώσεις λόγω κατ' ισχυρισμό ζημίας που υπέστη σε εξοπλισμό του καφεστιατορίου της κατά την διάρκεια καθαρισμού του χώρου από την εναγόμενη - εφεσίβλητη. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι μετά τη χρήση ακατάλληλης χημικής ουσίας από την εφεσίβλητη, η υποδομή του εστιατορίου και ο εξοπλισμός της κουζίνας του άρχισε να ξεθωριάζει, να αλλοιώνεται η επιφάνεια του και να μεταβάλλονται οι κατασκευαστικές ιδιότητες του. Επίσης από τη χρήση της ακατάλληλης χημικής ουσίας επί του κεραμικού δαπέδου του εστιατορίου, αυτή εξατμίστηκε στην εσωτερική ατμόσφαιρα και στο περιβάλλον των εγκαταστάσεων, προκαλώντας εκτεταμένη οξείδωση όλου του εξοπλισμού του εστιατορίου και εντός του χώρου προετοιμασίας φαγητού και ποτών.
Στην εν λόγω αγωγή, η εφεσίβλητη - εναγομένη καταχώρησε μονομερή αίτηση για την έκδοση άδειας ειδοποίησης τριτοδιαδίκου προς την εφεσείουσα. Αιτείται συγκεκριμένα την κάλυψη και/ή συνεισφορά της απαίτησης της ενάγουσας δυνάμει κατ' ισχυρισμό ασφαλιστικού συμβολαίου με την τριτοδιάδικο. Η ειδοποίηση προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου, επιδόθηκε στην εφεσείουσα, η οποία καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ταυτόχρονα προχώρησε στις 18.3.2019, στην καταχώρηση αίτησης με την οποία αιτείτο την ακύρωση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.
Η εφεσίβλητη καταχώρισε την ίδια ημέρα, στις 18.3.2019, αίτηση με την οποία ζητούσε όπως εκδοθούν οδηγίες σε σχέση με την προώθηση της διαδικασίας τριτοδιαδίκου. Η αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό ιδίας ημερομηνίας, παρέμεινε για οδηγίες, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης ανταλλαγής δικογράφων που καταχώρησε η εφεσίβλητη. Στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης της εφεσίβλητης για ανταλλαγή δικογράφων ημερομηνίας 18.3.2019, εκδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 20.3.2020, η οποία εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση. Με την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση, απορρίφθηκαν οι ενστάσεις της εφεσείουσας για την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου και δόθηκαν οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εναγομένου - τριτοδιαδίκου.
Για σκοπούς ολοκλήρωσης του δικονομικού ιστορικού της υπόθεσης, σημειώνεται ότι εκδικάστηκε στην συνέχεια από άλλη σύνθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και η πιο πάνω αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό και εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση στις 15.10.2021 αφού είχαν ήδη ανταλλαχθεί δικόγραφα σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση. Εσφαλμένα κατά την άποψη μου και καταχρηστικά προωθήθηκε αυτή η αίτηση μετά τις οδηγίες τριτοδιαδίκου. Αυτό γιατί όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, ο κατάλληλος χρόνος για αμφισβήτηση της προσεπίκλησης σύμφωνα με την νομολογία, είναι το στάδιο των οδηγιών τριτοδιαδίκου, στο πλαίσιο της οποίας είχαν εκδικαστεί και αποφασιστεί όλα τα ζητήματα ως προς την νομιμότητα και το αναγκαίο της προσεπίκλησης. Ως εκ τούτου, πολύ ορθά στην απόφαση του ημερομηνίας 15.10.2021, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως Εφετείο ομοβάθμιου Δικαστηρίου και να επανεξετάζει ζητήματα που είχαν ήδη εκδικαστεί υπό άλλη σύνθεση.
Στην εφεσιβαλλόμενη με την παρούσα έφεση απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης οδηγιών τριτοδιαδίκου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην βασική ένσταση της εφεσείουσας, σύμφωνα με την οποία η ίδια δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση δυνάμει του Νόμου περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων του 2016 (Ν.38(Ι)/2016). Αντιθέτως, ισχυρίζεται ότι είναι διαμεσολαβητής (cover holder) στην Κύπρο, του διαμεσολαβητή (broker) των Lloyd's Λονδίνου. Ως εκ τούτου, η προσεπίκληση της ως τριτοδιαδίκου στην αγωγή είναι παράτυπη και αντ' αυτής θα έπρεπε να προσεπικληθεί ως τριτοδιάδικος, η ασφαλιστική εταιρεία Lloyd's.
Προκύπτει από μελέτη του συνόλου του υλικού που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και του Εφετείου, ότι οι ενστάσεις της εφεσείουσας εστιάζονται κυρίως στον ισχυρισμό ότι αυτή ως ασφαλιστική αντιπρόσωπος (Insurance underwriting agents) της Lloyd's δεν έχει συμβατική σχέση με την εφεσίβλητη ώστε να προκύπτει συμβατική της υποχρέωση να καλύψει την ζημιά, στην περίπτωση που αποτύχει η υπεράσπιση της εναγομένης έναντι της ενάγουσας. Περαιτέρω, επικαλέστηκε πρόνοιες του ασφαλιστικού συμβολαίου ώστε να τεκμηριώσει την θέση της ότι οι ζημιές για τις οποίες ζητείται ασφαλιστική κάλυψη, εμπίπτουν σε μία από τις εξαιρέσεις του εν λόγω ασφαλιστικού συμβολαίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή την θέση. Σημείωσε ότι η εναγομένη - εφεσίβλητη, επικαλείται συμβατική σχέση με την τριτοδιάδικο - εφεσείουσα με την οποία ως ισχυρίζεται, δημιουργείται συμβατική υποχρέωση της τριτοδιαδίκου να καλύψει την ζημιά που η ενάγουσα διεκδικεί με την αγωγή της, στην περίπτωση που αποτύχει η υπεράσπιση της εναγομένης και κληθεί να πληρώσει την ζημιά. Σημειώνεται επίσης, η θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα είναι εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρείας Lumen στην οποία κατέχει το 50% του μετοχικού κεφαλαίου η Lloyd's, που ήταν η ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στην εναγόμενη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία, υπέδειξε ότι σε εκείνο το στάδιο, η ευθύνη της εφεσείουσας δεν ήταν ανάγκη να είναι αποδεδειγμένη. Ούτε τίθεται ζήτημα ευθύνης της τριτοδιαδίκου που να πηγάζει αυτόματα ή απευθείας ως συνέπεια της καταχώρησης της απαίτησης της ενάγουσας κατά της εναγόμενης. Αυτό σημείωσε, θα κριθεί στα πλαίσια της αγωγής αφού επιλυθούν τα πραγματικά ζητήματα που εγείρονται από τους διαδίκους. Κρίθηκε εντούτοις ότι η εφεσίβλητη - εναγομένη, έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι δυνατόν να υπάρχει συμβατική υποχρέωση της τριτοδιαδίκου να καλύψει την ζημιά. Στοιχείο που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της Δ.10 θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως προς την προσεπίκληση τριτοδιαδίκου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι υπάρχουν πραγματικά ζητήματα στο πλαίσιο της αγωγής μεταξύ της εναγόμενης και της τριτοδιαδίκου που θα πρέπει να επιλυθούν και τα οποία δεν αφορούν την ενάγουσα όπως επί παραδείγματι, κατά πόσο η συγκεκριμένη ζημιά εμπίπτει στις εξαιρέσεις και δεν καλύπτεται από το συμβόλαιο και κατά πόσο η τριτοδιάδικος θα πρέπει να θεωρηθεί συμβαλλόμενο μέρος ως αντιπρόσωπος της Lloyd's στην Κύπρο.
Τα πιο πάνω ζητήματα κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να ακουσθεί μαρτυρία και χωρίς την αξιολόγηση της, στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας. Όπως το έθεσε, «το τι καλύπτει το συγκεκριμένο ασφαλιστικό συμβόλαιο είναι ζήτημα που θα αξιολογηθεί μόνο στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ώστε να αποφασισθεί κατά πόσο οι εναγόμενοι έχουν ασφαλίσει και τον κίνδυνο να καταχωρηθούν αγωγές εναντίον τους σε σχέση με ζημιά που έχει προκληθεί σε περιουσία που έχει ασφαλιστεί έναντι συγκεκριμένου κινδύνου».
Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία, έκρινε ότι όταν το θέμα της ασφαλιστικής κάλυψης του εναγομένου αμφισβητείται από τον τριτοδιάδικο όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει λόγος αυτό το ζήτημα να μην δικασθεί στην ίδια αγωγή με το ζήτημα της ευθύνης του εναγόμενου έναντι του ενάγοντα.
Δόθηκε ως εκ τούτου άδεια από το πρωτόδικο Δικαστήριο για συμμετοχή της εφεσείουσας - τριτοδιαδίκου στην διαδικασία, με ταυτόχρονες οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εναγομένης και τριτοδιαδίκου.
Η εφεσείουσα - τριτοδιάδικος με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί με τρεις λόγους έφεσης την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν του ότι η ίδια δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση και δεν έχει συμβατική σχέση με την εφεσίβλητη.
Σύμφωνα με την Δ.10 θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο εκδίκασης της πρωτοδίκης διαδικασίας, η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου διατάσσεται όταν σε οποιαδήποτε αγωγή, ο εναγόμενος αξιώνει έναντι οποιουδήποτε προσώπου που δεν είναι ήδη διάδικος στην αγωγή:
(α) Ότι δικαιούται συνεισφορά ή αποζημίωση, ή
(β) Ότι δικαιούται οποιαδήποτε θεραπεία ή αποκατάσταση που σχετίζεται ή συνδέεται με το αρχικό αντικείμενο της αγωγής και ουσιαστικά την ίδια θεραπεία ή αποκατάσταση που αξιώνει ο ενάγων, ή
(γ) Ότι κάθε ζήτημα ή ζήτημα που σχετίζεται ή συνδέεται με το εν λόγω αντικείμενο είναι ουσιαστικά το ίδιο με κάποιο ζήτημα που προκύπτει μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου και θα πρέπει να εκδικάζεται δεόντως όχι μόνο μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου αλλά και μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου και του τριτοδιαδίκου ή μεταξύ οποιουδήποτε ή οποιουδήποτε από αυτούς.
Στην υπόθεση (2001) 1Β Α.Α.Δ 1424, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.10 θ.1:
« Είναι αυτονόητο πως μπορεί να τίθεται θέμα χορήγησης άδειας για έκδοση και επίδοση κλήσης τριτοδιαδίκου αν η περίπτωση εντάσσεται σε μια από τις τρεις που εξειδικεύει η Δ.10 θ.1 (α)(β)(γ). Και είναι σαφές πως, ενώ το θέμα δεν κρίνεται οριστικά σε εκείνο το αρχικό στάδιο, χρειάζεται τουλάχιστον να φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως η περίπτωση είναι τέτοια. Χωρίς εκ πρώτης όψεως διαπίστωση τέτοιας φύσης δεν διανοίγεται δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας αναφορικά με οτιδήποτε άλλο.»
Αφού διαπιστωθεί ότι πληρείται μια εκ των πιο πάνω προϋποθέσεων τότε το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να χορηγήσει την άδεια, λαμβάνοντας υπόψη την αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών και την δημιουργία περαιτέρω εξόδων. Από την άλλη, το Δικαστήριο θα λάβει επίσης υπόψη την πιθανότητα ταλαιπωρίας στον ενάγοντα ή την πρόκληση καθυστέρησης στην υπόθεση. Μπορεί δε δυνάμει της Δ.10 θ.7(1)(γ) να ακυρώσει την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου στο στάδιο της κλήσης οδηγιών για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εναγομένου και τριτοδιαδίκου.
Ως προς την φύση της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, σχετική είναι η υπόθεση (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ 646, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
"Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευση της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10. Η διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Νόμο Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος. Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles (1902) 1 Ch.D. 287). Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιάδικου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπισή του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο. Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο. Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).
Λέχθηκε επίσης στην πιο πάνω υπόθεση ότι σκοπός της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, είναι η αποφυγή πολλαπλότητας αγωγών, η αποφυγή εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιαδίκου με το αποτέλεσμα της αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και η δυνατότητα απόφασης επί του θέματος που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιαδίκου αμέσως μετά την απόφαση στην αγωγή, για να μην είναι αναγκασμένος ο εναγόμενος να περιμένει να αποδείξει την αξίωσή του εναντίον του τριτοδιαδίκου με άλλη αγωγή ενώ ο ενάγων θα έχει την ευκαιρία να εκτελέσει την απόφαση εναντίον του. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε στη σημαντική για την εποχή απόφαση στην υπόθεση [1923] 1 KB 221 στη σελ. 226 και ακολουθήθηκε αργότερα από την υπόθεση [1968] 1 All E.R. 753 και την [1968] 3 All E.R. 357.
Στην παρούσα περίπτωση και σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνω ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις προϋποθέσεις της Δ.10 θ.1 για την έκδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, αφού κατέδειξε εκ πρώτης όψεως απαίτηση για συνεισφορά ή κάλυψη ή αποκατάσταση από την εφεσείουσα σε περίπτωση που διαταχθεί να αποζημιώσει την ενάγουσα. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτοντας τις ενστάσεις της εφεσείουσας και εκδίδοντας οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας.
Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός της προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου που είναι η αποφυγή πολλαπλότητας διαδικασιών και εξόδων, η δέσμευση του τριτοδιαδίκου με το αποτέλεσμα αγωγής μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου και η δυνατότητα απόφασης επί του θέματος που σχετίζεται με τη διαδικασία τριτοδιαδίκου αμέσως μετά την απόφαση στην αγωγή.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ορθή η κατάληξη του ότι δεν θα μπορούσε να αποφασίσει την ουσία της απαίτησης της εφεσίβλητης για ασφαλιστική κάλυψη από την εφεσείουσα αλλά και την φύση της αντιπροσώπευσης των Loyd's από την εφεσείουσα. Πολύ ορθά ως εκ τούτου, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν θα μπορούσε σε εκείνο το στάδιο να αποφασιστεί, τι καλύπτει το συγκεκριμένο ασφαλιστικό συμβόλαιο και κατά πόσον η εφεσείουσα έχει οιανδήποτε συμβατική ευθύνη έναντι της εφεσίβλητης, δυνάμει του εν λόγω ασφαλιστικού συμβολαίου. Τα ζητήματα αυτά, ορθά κρίθηκε ότι θα μπορούσαν να αξιολογηθούν και αποφασιστούν, μόνο στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας και μετά που το Δικαστήριο ακούσει και αξιολογήσει σχετική μαρτυρία.
Ως εκ τούτου ο 1ος λόγος έφεσης, απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Με τον 2ο και 3ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αίτηση της εφεσίβλητης - εναγομένης για έκδοση οδηγιών τριτοδιαδίκου, ήταν παράτυπη και πρόωρη και ότι θα έπρεπε να ακουστεί πρώτα η αίτηση της ιδίας της εφεσείουσας για παραμερισμό της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα έδωσε προτεραιότητα στην εκδίκαση της αίτησης για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εναγόμενης και τριτοδιαδίκου, παραβλέποντας το γεγονός ότι η τριτοδιάδικος εμφανιζόταν υπό διαμαρτυρία και ότι εκκρεμούσε η αίτηση για παραμερισμό της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, στην οποία μάλιστα καταχωρήθηκε ένσταση από την εφεσίβλητη.
Στην αγόρευση του συνηγόρου για την εφεσείουσα, γίνεται παραπομπή στην Δ.16 θ.9 που προνοεί ότι σε περίπτωση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, ο εναγόμενος οφείλει να προβεί στην καταχώριση αίτησης παραμερισμού σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά την εφεσείουσα, στην διαδικασία τριτοδιαδίκου εφαρμόζονται αναλογικά οι πιο πάνω πρόνοιες, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα του τριτοδιαδίκου αφού καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία να αιτηθεί τον παραμερισμό του διατάγματος προσεπίκλησης.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Η υπό κρίση διαδικασία ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, εκδόθηκε δυνάμει των εν ισχύ τότε παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα της Δ.10 θ.1. Είναι αναγκαίο όπως προαναφέρθηκε ότι θα πρέπει να εξεταστεί αρχικά από το Δικαστήριο, κατά πόσον η υπόθεση εμπίπτει σε οιανδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπει η Δ.10. θ.1.
Όμως στο πλαίσιο της αίτησης για οδηγίες που ακολουθεί την έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, το Δικαστήριο θα εξετάσει δυνάμει της Δ.10 Θ.7, την εγκυρότητα της προσεπίκλησης και τυχόν ενστάσεις του τριτοδιαδίκου. Σχετική είναι η υπόθεση (1982) 1 C.L.R 145,163, στην οποία με παραπομπή στο Annual Practice 1960 p. 382 κάτω από τον τίτλο «Discretion» λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τα ζητήματα που εξετάζονται στην διαδικασία οδηγιών τριτοδιαδίκου:
«It is clear, however, from the said notes in the Annual Practice and the authorities referred to therein that questions such as embarrassment or delay to the plaintiff or where the questions at issue cannot be completely disposed in the action, or whether the procedure will be allowed to continue, are matters which will have to be considered on the application for directions and not on the application for leave to issue the notice. It is also presumed that if a prima facie case is made out which would bring the matter within any paragraph of rule 1 and leave to issue a third party notice is granted the court will not, in granting leave, consider the merits of the claim.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρέπον στάδιο για την υποβολή ένστασης από τον τριτοδιάδικο στην έκδοση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, είναι αυτό της κλήσης για οδηγίες δυνάμει της Δ.10 θ.7. Παρόλα αυτά, ο τριτοδιάδικος δεν στερείται του δικαιώματος να καταχωρήσει ξεχωριστή αίτηση για ακύρωση της ειδοποίησης αφού σύμφωνα με την Δ.10 θ.7(3), η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου μπορεί να ακυρωθεί σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας (βλ. ανωτέρω). Στην τελευταία όμως περίπτωση, η καθυστέρηση στην έναρξη της διαδικασίας, πιθανόν να επηρεάσει δυσμενώς την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στην ακύρωση της ειδοποίησης (βλ. (1999) 1Α Α.Α.Δ 323).
Η θέση της εφεσείουσας για την κατ' αναλογία εφαρμογή των προνοιών της Δ.16 θ.9 στην ακύρωση της προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου δεν ευσταθεί. Η Δ.16 θ.9, που ρυθμίζει την ακύρωση της επίδοσης κλητηρίου εντάλματος δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία τριτοδιαδίκου, παρά τις αναλογίες που υπάρχουν μεταξύ της διαδικασίας τριτοδιαδίκου και της αγωγής. Είναι γεγονός ότι η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, υπέχει μορφή αγωγής του εναγομένου προς τον τριτοδιάδικο και επιπλέον σφραγίζεται και επιδίδεται με τον ίδιο τρόπο που σφραγίζεται και επιδίδεται το κλητήριο ένταλμα. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την διαφοροποίηση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου από το κλητήριο ένταλμα. Τόσο ως προς την νομική φύση των δύο αυτών δικογράφων όσο και κυρίως ως προς τις προϋποθέσεις και διαδικασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για ακύρωση ενός εκάστου εξ' αυτών.
Στην υπόθεση (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1583, το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με την δυνατότητα υποκατάστατης επίδοσης της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου σε αντιδιαστολή με το κλητήριο ένταλμα. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα στην σελίδα 1592 της απόφασης σε σχέση με το θέμα:
«Σίγουρα δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Δ.10 ως σύνολο ή επί μέρους που να καθιστά την ειδοποίηση τριτοδιαδίκου κλητήριο ένταλμα πέραν των κοινών συνεπειών τους. Στους θεσμούς δεν δίδεται ορισμός του όρου «κλητήριο ένταλμα», όμως ο ορισμός του όρου action («a civil proceeding commenced by writ or in such other manner as may be prescribed..») δείχνει τη διαφοροποίηση μεταξύ κλητηρίου εντάλματος και άλλων εναρκτήριων διαδικασιών και αν ακόμα η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου εθεωρείτο εναρκτήρια διαδικασία»
Κρίνω ενόψει των πιο πάνω ότι το δικαιοδοτικό πλαίσιο εξέτασης της υπό κρίση ενδιάμεσης αίτησης για ακύρωση της προσεπίκλησης τριτοδιαδίκου, είναι η Δ.10 θ.7 και όχι η Δ.16 θ.9, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της εφεσείουσας.
Το γεγονός ότι το σημείωμα εμφάνισης καταχωρήθηκε υπό διαμαρτυρία δεν αλλάζει το σκηνικό ούτε και καθιστά εφαρμόσιμη τη Δ.16 θ.9. Σε αντίθεση προς τα όσα η Δ.16 θ.9 επιβάλλει για την καταχώριση αίτησης ακύρωσης επίδοσης κλητηρίου όπου δεν χρειάζεται να προηγηθεί σημείωμα εμφάνισης του εναγομένου ή έστω η εμφάνιση να είναι υπό διαμαρτυρία, στο αίτημα για ακύρωση ειδοποίησης τριτοδιαδίκου είναι αναγκαία η καταχώρηση εμφάνισης από τον τριτοδιάδικο σύμφωνα με την Δ.10 Θ.7(1). Όμως όπου τέτοιο σημείωμα έχει ήδη καταχωριστεί, δεν προϋποθέτει αυτό να τελεί υπό αίρεση (conditional appearance). Εξάλλου και με δεδομένο ότι η Δ.10 θ.7(3) προβλέπει πως η αίτηση για την ακύρωση διαδικασίας τριτοδιαδίκου μπορεί να καταχωριστεί καθ' οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, έπεται πως η αίτηση αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από το είδος του σημειώματος εμφάνισης του τριτοδιαδίκου.
Ανεξαρτήτως αν στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της προσεπίκλησης όχι μόνο στο πλαίσιο των οδηγιών τριτοδιαδίκου δυνάμει της Δ.10 θ.7(1) αλλά επιπλέον και με ξεχωριστή αίτηση δυνάμει της Δ.10 θ.7(3), το Πρωτόδικο Δικαστήριο καθηκόντως και πολύ ορθά κατά την κρίση μου, εξέτασε τις ενστάσεις της εφεσείουσας στο στάδιο της κλήσης των οδηγιών τριτοδιαδίκου.
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η εξέταση των ενστάσεων της εφεσείουσας αναφορικά με την προσεπίκληση, κατά την διαδικασία της κλήσης οδηγιών τριτοδιαδίκου, όχι μόνον δεν ήταν πρόωρη αλλά αντιθέτως έγινε στο ενδεδειγμένο στάδιο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες νομολογιακές αρχές. Η επιμονή της εκδίκασης στην συνέχεια και της αίτησης παραμερισμού της εφεσείουσας στην οποία προβάλλονταν τα ίδια ακριβώς θέματα, συνιστά όπως προαναφέρθηκε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και πολύ ορθά απορρίφθηκε από άλλη σύνθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Ενόψει των πιο πάνω, και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 κρίνονται ως ανυπόστατοι και απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.200,00 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Αλ. Παναγιώτου, Π.