ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 95/2023)

 

27 Φεβρουαρίου, 2025

 

             [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

BOLARNINWA EMMANUEL JOHNSON

                                                                              Εφεσείων,                                      

                                                                  v.

 

               ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                  Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Τ. Μπετίτο, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ, για Εφεσείοντα.

   Μ. Φιλίππου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 19/07/2023 στην Προσφυγή Αρ. 4694/2022, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 6/07/2022, η οποία απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία.

 

Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων κατάγεται από τη Νιγηρία και στις 05/02/2020 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.  Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 10/05/2022, η αίτησή του απερρίφθη. Την απορριπτική απόφαση πληροφορήθηκε ο Εφεσείων στις 06/07/2022.  Ο Εφεσείων στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Σημειώνεται ότι, της τελικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προηγήθηκε ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12/06/2023, με την οποία απερρίφθη αίτηση του Εφεσείοντα ημερομηνίας 17/03/2023 για προσαγωγή μαρτυρίας.

 

Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται με έξι Λόγους Έφεσης. 

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1 ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι, η ενδιάμεση απόφαση ημερoμηνίας 12/6/2023 είναι λανθασμένη, καθότι εκδόθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι)2018), σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε μεταγενέστερα αυτής.    Προβάλλεται με τον Λόγο Έφεσης Αρ.2, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής έρευνα από την Εφεσίβλητη.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.3, ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωση του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή/και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.   Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.4, ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο λειτουργό κατά παράβαση του Άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί γενικότητας και αοριστίας των προβαλλόμενων από τον Εφεσείοντα λόγων ακύρωσης αποτελεί τον Λόγο Έφεσης Αρ.5.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ.6 ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην ΚΔΠ 166/2023, ότι η χώρα καταγωγής του είναι ασφαλής χώρα.

 

Σχετικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1, ο οποίος αφορά την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12/6/2023 για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι σημαντικό να αναφερθούν τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων αιτήθηκε όπως του δοθεί άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης.  Όπως αναγράφεται στην ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα που συνοδεύει την αίτηση, η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει «είναι αναγκαία στο να ξεκαθαρίσει τις θέσεις του, να παρουσιάσει τα στοιχειώδη γεγονότα που έλαβαν χώρα αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης (της) στη χώρα καταγωγής του, τον θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζει εκεί και/ή τη δίωξη που θα υποστεί [.]».  Όλα τα ανωτέρω κατά τον ενόρκως δηλούντα «θα καταδείξουν ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν έλαβαν επαρκή γνώση όλων των σχετικών και ουσιωδών παραγόντων γεγονότων και περιστατικών και ότι η απόφαση τους δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και κατόπιν δέουσας έρευνας αλλά και το δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας θα έχει ορθή κρίση της νομιμότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και να αποφασίσει επί αυτής».

 

Στην ένορκη δήλωση, επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α, η συνομιλία μέσω μηνυμάτων, που ο Εφεσείων αντάλλαξε με τη μητέρα του το 2020 και αφορά την κατ' ισχυρισμό συμμετοχή του πατέρα του Εφεσείοντα στη μυστικιστική αδελφότητα, η οποία όπως υποστηρίζει,  έχει χαρακτηριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Νιγηρίας σε απόφασή του, η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Β, ως σατανική.  Επισυνάπτεται επίσης ως Τεκμήριο Γ δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο, είναι αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση, το να είσαι μέλος μυστικιστικής  αδελφότητας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης, αφού αναφέρθηκε στο νομικό πλαίσιο που διέπει τις αρμοδιότητες του Διοικητικού Δικαστηρίου  Διεθνούς Προστασίας γενικότερα, αλλά και ειδικότερα των βασικών κανόνων που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία σε σχέση με αιτήσεις του είδους, σημείωσε σε σχέση με τα επισυναπτόμενα στην αίτηση Τεκμήρια, τα εξής:

 

Ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της Νιγηρίας ημερομηνίας 2/6/2000 είναι «απόφαση που δεν αφορά προσωπικά» τον Εφεσείοντα και ότι από το στιγμιότυπο από οθόνη κινητού τηλεφώνου με την κατ' ισχυρισμό συνομιλία του Εφεσείοντα με τη μητέρα του «δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα των προσώπων».  Κατέληξε δε ως ακολούθως:

«Σε πρώτο στάδιο προκύπτει ότι ο ομνύοντας, κος Πιερίδης, στην Ένορκη του Δήλωση δεν έχει προσδιορίσει επαρκώς και με την απαιτούμενη λεπτομέρεια το τί πρόκειται να προσκομιστεί για να τύχει αξιολόγησης από το Δικαστήριο. Αναφέρει γενικά και αόριστα ότι σκοπός της αίτησης είναι η παρουσίαση μαρτυρίας για να ξεκαθαριστούν οι θέσεις του Αιτητή που αφορούν τις συνθήκες διαβίωσης στη χώρα καταγωγής του, τον θανάσιμο κίνδυνο και την δίωξη που θα υποστεί. Συνεχίζει, τονίζοντας την σημασία αποδοχής της παρούσας αίτησης καθότι θα είναι αδύνατο για τον Αιτητή να αποδείξει τους ισχυρισμούς του. Επομένως, μόνο από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καθίσταται αδύνατη η αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου που μπορεί να βοηθήσει στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Ούτε με την προτεινόμενη ένορκη δήλωση του Αιτητή και τα στοιχεία επί αυτής ικανοποιείται η προϋπόθεση ότι η μαρτυρία που ζητείται να παρουσιαστεί δεν ήτο διαθέσιμη κατά την πρωτοβάθμια εξέταση τις αίτησης του. Η αίτηση ασύλου του Αιτητή υποβλήθηκε στις 05/02/20, η απόφαση επί του αιτήματος του λήφθηκε στις 05/07/22 και η προσφυγή του ορίστηκε για έκδοση οδηγιών στις 18/10/22. Η δε κατ΄ ισχυρισμό επιστολή του δικηγόρου του φέρει ημερομηνία 15/07/22 το δε επισυναπτόμενο αντίγραφο απόφασης Δικαστηρίου της Νιγηρίας φέρει ημερομηνία 02/06/00, το στιγμιότυπο από οθόνη κινητού τηλεφώνου κατ΄ ισχυρισμό συνομιλίας μεταξύ Αιτητή και της μητέρας αυτού δεν φέρει ημερομηνία, το δε φωτοαντίγραφο δημοσιεύματος σε ιστοσελίδα παραπέμπει σε στοιχεία/αποφάσεις προ 10ετίας.

 

Ούτε η προτεινόμενη μαρτυρία αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Τα έγγραφα που παρουσιάζει ο αιτούντας άσυλο αξιολογούνται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του και (α) κατά πόσο είναι συναφή με το αίτημα ασύλου, (β) ζήτημα ύπαρξης του τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) περιεχόμενο των εγγράφων/ συμβατότητας με τις δηλώσεις του αιτούντος και πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (δ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων, (ε) εάν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (στ) τύπος/τυποποιημένη μορφή για συγκεκριμένους τύπους εγγράφων επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς του[1]. Δεν υπάρχει επαρκής σύνδεση της προτεινόμενης μαρτυρίας με το προσωπικό βίωμα και/ή αφήγημα του Αιτητή (για το οποίο κρίθηκε αναξιόπιστος) ούτε πληρούνται οι προϋποθέσεις/κριτήρια για εξέταση/αξιολόγηση των εν λόγω εγγράφων. Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί, αφού εξέτασε με προσοχή την επιχειρηματολογία των δικηγόρων και τα ενώπιον του στοιχεία, ότι η προσαγωγή μαρτυρίας ενισχύει με οιονδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του Αιτητή ή την αποδεικτικότητα οποιουδήποτε επίδικου θέματος».

 

 

Δεν διακρίνεται οτιδήποτε το μεμπτό στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα Τεκμήρια που συνοδεύουν την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δεν τεκμηριώνουν οποιοδήποτε από τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Εφεσείων και δεν έχουν κάποια αποδεικτική αξία.

 

Συναφώς η θέση του Εφεσείοντα ότι η κρίση του Δικαστηρίου επηρεάστηκε από το αν ήταν ή όχι διαθέσιμη η μαρτυρία κατά την εξέταση της αίτησης του από τη διοίκηση ή από τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσδιορίστηκε επακριβώς στην αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας το τι πρόκειται να προσκομιστεί, δεν επηρεάζουν και δεν διαφοροποιούν το γεγονός ότι, τα όσα ο Εφεσείων επικαλείται στην αίτησή του για προσαγωγή μαρτυρίας τελικά έτυχαν εξέτασης και στάθμισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε εύλογα συμπεράσματα, τόσο σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό συνομιλία του Εφεσείοντα με τη μητέρα του όσο και με την απόφαση του Δικαστηρίου της Νιγηρίας.

Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ 236) δικαιολογείται η εφετειακή επέμβαση σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Σε τελική δε ανάλυση αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε, δεν χωρεί επέμβαση από το Εφετείο, το οποίο, υπενθυμίζουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι δικαστήριο εξέτασης της ουσίας, αλλά (μόνο) της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.  Με το δεδομένο δε ότι, όπως λέχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2024, ημερομηνίας 10/09/2024 «οι εξουσίες του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός», δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασής μας υπό τα δεδομένα της εξεταζόμενης περίπτωσης.

Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης Αρ.1

 

Εξετάζοντας ακολούθως κατά λογική προτεραιότητα τον Λόγο Έφεσης Αρ. 4, ο οποίος άπτεται της κατ' ισχυρισμό αναρμοδιότητας του λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (εφεξής «EYYA»), παρατηρούμε τα εξής:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο του πιο πάνω ισχυρισμού του Εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:

«Με βάση το Άρθρο 13 (1Α) περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.[.]. Υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/09/19 με την Κ.Δ.Π.297/2019 για συνδρομή εμπειρογνωμόνων από την ΕΥΥΑ, ο δε ισχυρισμός του Αιτητή ότι η συμμετοχή του λειτουργού της ΕΥΥΑ στις συνεντεύξεις θα πρέπει να συνοδεύεται με συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα της πρόνοιας του Νόμου και/ή της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), συνεπώς απορρίπτεται.

 

Απορρίπτεται και η θέση ότι αναρμοδίως οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ προβαίνουν σε εισηγήσεις/εκθέσεις προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στην υπόθεση με Υποθ. Αρ.453/21 M.P.Bv Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.10/01/2022, επί παρόμοιου ισχυρισμού επί αυτού του θέματος αποφασίστηκαν τα ακόλουθα, τα οποία και υιοθετούνται για σκοπούς της παρούσας απόφασης: 

 

«Αρχικά σημειώνω ότι στα πλαίσια συμφωνημένης παροχής βοήθειας από την EASO προς την Κυπριακή Δημοκρατία, οι εξουσιοδοτημένοι λειτουργοί της EASO βοηθούν στην εξέταση της υπόθεσης. Οι λειτουργοί της EASO ενεργούν για την Υπηρεσία Ασύλου και η απόφαση λαμβάνεται από την κυπριακή Υπηρεσία Ασύλου.

[.]

Περαιτέρω, σημειώνω ότι η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται ή από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.

Επί τούτου παραπέμπω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, ο οποίος και αποτελεί πηγή δικαίου στην Κυπριακή έννομη τάξη δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος. Παραθέτω το περιεχόμενο των Άρθρων 10, 13, 14 και 18 του Κανονισμού 439/2010 τα οποία και παραθέτω:

[.]

 

Άρθρο 18

Επιχειρησιακό σχέδιο

1.    Ο εκτελεστικός διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο, όπου καθορίζονται με ακρίβεια οι συνθήκες αποστολής των ομάδων υποστήριξης για το άσυλο. Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει:

[.]

δ)την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων που έχουν την άδεια να συμβουλεύονται, καθώς και τον εξοπλισμό που δύνανται να χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος και,

ε)τη σύνθεση των ομάδων.

2. Για οποιεσδήποτε τροποποιήσεις ή προσαρμογές του επιχειρησιακού σχεδίου απαιτείται η συμφωνία του εκτελεστικού διευθυντή και του αιτούντος κράτους μέλους. Η Υπηρεσία Υποστήριξης αποστέλλει πάραυτα αντίγραφο του τροποποιημένου ή προσαρμοσμένου επιχειρησιακού σχεδίου στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.»

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης της EASO στο έδαφος του συμμετέχοντα κράτους μέλους ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο.»

 

Υπάρχει σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο για την χρονική περίοδο του 2020[1], για την χρονική περίοδο 2021[2] όπως επίσης και για την χρονική περίοδο 2022-2024[3] μεταξύ ΕΥΥΑ και Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Αιτητή και της ημερομηνίας ετοιμασίας έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο. Συνεπώς, η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EΥΥΑ στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της ΕΥΥΑ και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ούτε από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ δεν μπορούν να διεκπεραιώνουν συνεντεύξεις και εισηγήσεις/εκθέσεις επί αιτημάτων ασύλου, ούτε δε τους έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αιτήσεων ασύλου, η οποία λαμβάνεται από εξουσιοδοτημένο, από τον Υπουργό Εσωτερικών,  πρόσωπο. Όπως δε προκύπτει από την Ένσταση και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.») η απόφαση και/ή η έγκριση της έκθεσης για απόρριψη της αίτησης λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη που είναι εγκύρως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό για να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και/ή να προχωρεί σε έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας με βάση την σχετική εξουσιοδότηση 09/06/22 [.]

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000). Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη κατάρτισης των λειτουργών, καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ. Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου».

 

 

Προβάλλει ο Εφεσείων ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 13Α(1Α) του N.6(I)/2000, με σαφήνεια διατυπώνεται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου (εν προκειμένω της ΕΥΥΑ), επιτρέπεται «να συμμετέχει» στη διενέργεια της συνέντευξης.  Συναφώς, δεν επιτρέπεται επέκταση του πεδίου εφαρμογής, έτσι ώστε να καλύπτει και τις περιπτώσεις που ο λειτουργός διεκπεραιώνει συνεντεύξεις μόνος του.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.  Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/09/2019 εξέδωσε διάταγμα (ΚΔΠ 297/2019) δυνάμει του Άρθρου 13Α(1Α), το οποίο προνοεί ότι, λόγω του μεγάλου αριθμού αιτήσεων διεθνούς προστασίας, για την εξέταση των οποίων η Υπηρεσία Ασύλου αδυνατεί «να διεξάγει» εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας της κάθε μιας αίτησης, επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ εμπειρογνώμονες, οι οποίοι μπορούν να «διεξάγουν τις συνεντεύξεις» για όσο διάστημα βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΕΥΥΑ το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμώνων «για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».  Μεταφέρεται το περιεχόμενο του σχετικού διατάγματος:

«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας την εξουσία που του χορηγεί το άρθρο 13Α(1Α) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2019, εκδίδει το ακόλουθο διάταγμα.

Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».

 

 

Κατ' επέκταση δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι, οι λειτουργοί που επιστρατεύονται από την ΕΥΥΑ απλώς συμμετέχουν στις συνεντεύξεις.  Ούτε έχει προβληθεί από τον Εφεσείοντα ισχυρισμός πρωτόδικα, ότι η πιο πάνω δευτερογενής νομοθεσία έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης ως ultra vires, έτσι ώστε να παρήχετο η δυνατότητα εφετειακής παρέμβασης στην πρωτόδικη κρίση.

 

Ισχυρίζεται πρόσθετα ο Εφεσείων ότι, το διάταγμα της ΚΔΠ 297/2019, δεν εξουσιοδοτεί τους λειτουργούς της ΕΥΥΑ να προβαίνουν σε εκθέσεις-εισηγήσεις.

 

Θεωρούμε ότι τα λεχθέντα επί των πιο πάνω από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτουν το ζήτημα στην ορθή του διάσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 2010 για την ίδρυση της ΕΥΥΑ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο και κατά τον επίδικο χρόνο της συνέντευξης του Εφεσείοντα και της ετοιμασίας της έκθεσης/εισήγησης από τον λειτουργό της ΕΥΥΑ, υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.

 

Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος, δεδομένου ότι στο Άρθρο 18 του πιο πάνω Κανονισμού προνοείται ότι, «Ο εκτελεστικός Διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο [..]» το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων [.]».

 

Ούτε επίσης τα όσα προβάλλονται σε σχέση με την ταυτότητα και τα προσόντα του λειτουργού που διενήργησε  τη συνέντευξη θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αφού στη βάση του τεκμηρίου της κανονικότητας, του οποίου επίκληση έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι η διοίκηση λειτούργησε σύμφωνα με τον Νόμο.  Δεν έχει δε υποδειχθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να ανατρέψει το πιο πάνω τεκμήριο.

Κατά συνέπεια απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης Αρ. 4.

 

Οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης είναι συναφείς και θα τύχουν κοινής εξέτασης. 

Αναφορικά με το βάσιμο της αίτησης του Εφεσείοντα για διεθνή προστασία σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του για ελλιπή έρευνα και αιτιολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέφερε τις δηλώσεις του Εφεσείοντα αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τον λειτουργό στην έκθεση/εισήγησή του, σημείωσε τα ακόλουθα σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα για τις πιέσεις που δέχτηκε από τον πατέρα του για να ενταχθεί σε αδελφότητα:

«Δεν έγινε αποδεκτός όμως, ο ισχυρισμός του που αφορούσε τις πιέσεις που δέχτηκε από τον πατέρα του να ενταχθεί σε αδελφότητα καθώς κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος (ερυθρά 82 & 81, Δ.Φ.) Εντοπίστηκε αριθμός αντιφάσεων, ανακριβείς απαντήσεις και αοριστίες στους ισχυρισμούς του Αιτητή που οδήγησαν τον λειτουργό σε απόρριψη τους. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την αδελφότητα, ενώ τα όσα ήξερε, ήταν αυτά που του είπε η μητέρα του, η οποία βάσει των ισχυρισμών του δεν ήξερε πολλές λεπτομέρειες (ερυθρό 37/2Χ, Δ.Φ.). Δεν γνώριζε ο Αιτητής πληροφορίες σχετικά με την λειτουργία της αδελφότητας, ούτε τον ρόλο και την θέση του πατέρα του (ερυθρό 40/5Χ, Δ.Φ.) ή/και του παππού του (ερυθρά 39/1Χ & 40/6Χ, Δ.Φ.) μέσα στην αδελφότητα. Πέραν τούτου, σημειώνεται η έλλειψη στην παροχή πληροφοριών από πλευράς Αιτητή, σε σχέση με τις απειλές που δεχόταν από κόσμο στον δρόμο  (ερυθρά 38/3Χ & 42/1Χ, Δ.Φ.) αλλά και για το περιστατικό όπου ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του τον κλείδωσε στο σπίτι και τον απείλησε για να ενταχθεί στην αδελφότητα (ερυθρά 39/4Χ & 42/1Χ, Δ.Φ.). Τέλος, ο λειτουργός κρίνει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να δώσει επαρκείς πληροφορίες για το εάν διατρέχει τον οποιαδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στην Νιγηρία. Σημειώνεται επίσης ότι διατηρεί επαφή με τον πατέρα του, και όταν επικοινωνούν τηλεφωνικώς, δεν γίνεται κάποια αναφορά στην αδελφότητα (ερυθρό 41/3Χ, Δ.Φ.).

 

Πέραν των πιο πάνω σημαντικό αποτελεί και το γεγονός καθυστέρησης υποβολής της αίτησης του, καθότι ο Αιτητής ενώ βρισκόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία με το καθεστώς φοιτητή από το 2013, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών το 2017 επέστρεψε - όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του - στην χώρα του, επέλεξε δε να υποβάλει αίτηση ασύλου το 2020 (ερυθρά 43/3Χ, 64-57 Δ.Φ.). Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματός ασύλου χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθότι η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας Αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει. Χωρίς να είναι καθοριστικό κριτήριο, θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει ο συγκεκριμένος Αιτητής (Βλέπε Υποθ. Αρ. 1669/2011 Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22/03/2013, Υποθ. Αρ. 2319/06 Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, ημερ. 16/07/2008, Υποθ. Αρ. 2051/06 Forhad Molla v. Δημοκρατίας, ημερ. 19/03/2008, Υποθ.Αρ. 571/07 Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, ημερ. 08/05/2008, Υποθ. Αρ.1458/2009 Postolachi Konstαntin v. Δημοκρατίας, ημερ.25/02/2011)

 

Με βάση τα πιο πάνω καθίσταται σαφές ότι ο Αιτητής δεν έδωσε αναγκαίες και/ή ικανοποιητικές πληροφορίες στα ζητήματα τα οποία θα αναμενόταν να γνωρίζει με λεπτομέρεια. Οι ισχυρισμοί του θα πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες (Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν. 6(Ι)/2000). Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. Ούτε τα έγγραφα που ζητήθηκαν να προσκομιστούν μέσω αίτησης (απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 12/06/23) θα μπορούσαν να ενισχύσουν και/ή να τεκμηριώσουν ισχυρισμούς/γεγονότα που αναφέρει - για τα οποία κρίθηκε αναξιόπιστος».

 

 

 

 

Αναφορικά με το ζήτημα του ενδεχόμενου φόβου δίωξης ή κινδύνου να υποστεί ο Εφεσείων σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:

«Ούτε οι παραπομπές του δικηγόρου του Αιτητή στο Σημείωμα Καθοδήγησης της EASO για την Νιγηρία του 2021, ενισχύουν τους ισχυρισμούς του[4]. Τα όσα αναφέρονται σε εξωτερικές πηγές, ήτοι ότι η απάντηση των υπηρεσιών ασφαλείας της Νιγηρίας είναι ανεπαρκής στην βία αδελφοτήτων και/ή ένοπλων συγκρούσεων συμμοριών[5] και ότι άτομα στοχοποιούνται από μαθητικές αδελφότητες (και/ή εκτίθενται σε πράξεις τόσο σοβαρής φύσης που ισοδυναμούν με δίωξη)[6] δεν μπορούν να ανατρέψουν, ως η ανωτέρω ανάλυση, το στοιχείο εσωτερικής αναξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή. Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτητή (Βλέπε §204[7] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Σύμφωνα με τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (Βλέπε §37-38[8] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Συνεπώς, η έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και η επακόλουθη κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, υπάρχει κίνδυνος δίωξης της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία, επίσης, καταδεικνύεται ότι ο λειτουργός αξιολόγησε μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του ήτοι καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται, ούτως ώστε να δικαιούται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρό 78-76 Δ.Φ.). Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, στην περιφέρεια Lagos, όπου βρίσκεται ο τελευταίος τόπος διαμονής του σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED[9] (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα 23/06/22 έως 23/06/23 έχουν καταγραφεί μόνο 197 περιστατικά χρήσης βίας με συνολικά 57 θύματα. Πιο συγκεκριμένα, από τα 197 περιστατικά τα 55 είναι διαδηλώσεις χωρίς (καταγεγραμμένους) θανάτους, τα 49 είναι ταραχές με 12 (καταγεγραμμένους) θανάτους, τα 52 είναι περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών με 23 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 12 είναι στρατηγικές εξελίξεις χωρίς (καταγεγραμμένους) θανάτους και 29 είναι μάχες με 29 (καταγεγραμμένους) θανάτους. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός του Lagos είναι γύρω στα 12 εκατομμύρια[10].

 

Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές- ενδεικνύει το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο κινδύνου αδιάκριτης βίας σε βάρος αμάχων της περιοχής Lagos της Νιγηρίας. Ούτε προκύπτει ότι στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή υφίσταται κάποια εσωτερική ένοπλη σύρραξη και άσκηση αδιάκριτης βίας ώστε να αποτελεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής του λόγω της παρουσίας του και μόνο στη συγκεκριμένη περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Ούτε στην περίπτωση του Αιτητή έχουν τεκμηριωθεί οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία που να υποδηλώνουν και να καταδεικνύουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

 

Το ίδιο δε Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

Λαμβάνω δε υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών με την Κ.Δ.Π.166/2023 ημερομηνίας 26/05/2023 καθόρισε την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας και δεν τεκμηρίωσε με τους ισχυρισμούς του ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

 

Εν προκειμένω, από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι προβαλλόμενοι από τον Εφεσείοντα ισχυρισμοί δεν τεκμηριώνονται.  Αναλύει και επεξηγεί την πιο πάνω κρίση του και δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στην κατάληξή του,  έτσι ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας στα ευρήματα και συμπεράσματα του.

 

Επομένως δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα των δεδομένων της περίπτωσης του Εφεσείοντα, ούτε επίσης ευσταθεί η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαμόρφωσε τη κρίση του περί ασφαλούς χώρας καταγωγής του Εφεσείοντα μόνο επειδή η Νιγηρία περιλαμβάνεται, σύμφωνα με την ΚΔΠ 166/2023, στις ασφαλείς χώρες.  Αντίθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην κατάσταση ασφαλείας της χώρας παραπέμποντας σε επίσημες πηγές πληροφόρησης και εν πάση περιπτώσει δεν έχει τεθεί από τον Εφεσείοντα οτιδήποτε ικανό προς ανατροπή του πιο πάνω τεκμηρίου.  Eπιπρόσθετα αναφέρεται ότι, ως Δικαστήριο ελέγχου ουσίας/ορθότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη του την ΚΔΠ 166/2023 παρά το ότι είναι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

 

Εφόσον ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να του παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή του για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση.  Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου.  Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση. 

Κατά συνέπεια απορρίπτονται οι Λόγοι Έφεσης Αρ. 2,3,5 και 6.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.  Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                                               

                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο