ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/2021)
27 Φεβρουαρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Χρ. Θ. Χριστάκη, δικηγόρος για ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Θ. ΧΡΙΣΤΑΚΗ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.
Π. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
Β. Χατζηχάννας, δικηγόρος για Ενδιαφερόμενο Μέρος.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την Προσφυγή του Αρ. 116/2016 ο Εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της προαγωγής (εφεξής η «επίδικη απόφαση»), από την 1.11.2015, του ενδιαφερόμενου προσώπου Α. Ι. Καρή στη μόνιμη θέση Προϊστάμενου Υγειονομικής Υπηρεσίας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, θέση πρώτου διορισμού/προαγωγής (εφεξής η «επίδικη θέση»). Η επίδικη απόφαση αμφισβητήθηκε και από άλλα πρόσωπα με τις Προσφυγές Αρ. 1657/2015 και Αρ. 15/2016 και, ως εκ τούτου, οι πιο πάνω προσφυγές έτυχαν συνεκδίκασης.
Με την απόφαση του ημερομηνίας 30.3.2021 επί των προαναφερθεισών προσφυγών, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, καταρχάς, τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν στην (μικρότερη σε αριθμό) Προσφυγή Αρ. 1657/2015. Έκρινε ότι, «. ο λόγος ακυρώσεως για έλλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση ότι ο αιτητής Κουμούρης δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας με βάσει (sic) το πτυχίο του στην (sic) Χημική Μηχανική γίνεται δεκτός.». Παρά το πιο πάνω αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και στην εξέταση δύο εκ των λόγων ακυρώσεως που αναπτύχθηκαν στην Προσφυγή Αρ. 15/2016, αποδεχόμενο τον πρώτο, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η απόφαση της ΕΔΥ να μην πιστώσει στον αιτητή Χρίστου το πλεονέκτημα βάσει της βεβαίωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, που πιστοποιούσε ότι ολοκλήρωσε μετά από 6 έτη την διδακτορική του διατριβή στην Ιατρική, πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, καθώς και των προνοιών του σχεδίου υπηρεσίας για το προσόν πλεονέκτημα.
Με βάσει τα όσα έχουν αναλυθεί ανωτέρω σε σχέση με την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, σε συνάρτηση με τα δεδομένα ενώπιον της ΕΔΥ, ο λόγος αυτός ακυρώσεως γίνεται δεκτός. Η εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής προς απόκτηση του διδακτορικού τίτλου, αποτελεί μετεκπαίδευση και η ΕΔΥ δεν φαίνεται να διαφωνεί σε αυτό. Εξετάζοντας το ζήτημα σε σχέση με τον αιτητή Χρίστου και το σχετικό προσόν αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι στον Προσωπικό Φάκελο του Χρίστου, που τηρείται στο Γραφείο της Επιτροπής, υπάρχει καταχωρημένη βεβαίωση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης ότι ο Χρίστου έχει ολοκληρώσει Διδακτορική Διατριβή και ότι εκκρεμεί η υποστήριξή της. Επίσης, στην εν λόγω βεβαίωση αναφέρεται ότι έχει ήδη γίνει αποδεκτή μια δημοσίευσή του. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να παρατηρήσει ότι ο Χρίστου δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε βεβαίωση, βάσει της οποίας να τεκμηριώνεται η λήψη του εν λόγω Διδακτορικού Διπλώματος.»
Συμφωνώ με τους δικηγόρους του αιτητή Χρίστου, ότι ελλείπει από την απόφαση της ΕΔΥ η δέουσα έρευνα προς τα αρμόδια όργανα, δηλαδή το Υπουργείο Παιδείας, κατά πόσο η βεβαίωση του Πανεπιστημίου Κρήτης μπορούσε να θεωρηθεί «πιστοποιητικό» εν τη εννοία της πρόνοιας 3(5) του σχεδίου υπηρεσίας, σε σχέση με μετεκπαίδευση, δεδομένου ότι παρέμενε η δημόσια υποστήριξη κατά την έκδοση της βεβαίωσης της διατριβής.
Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός ακυρώσεως γίνεται δεκτός.»
Και πάλιν παρά το πιο πάνω αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπεισήλθε και στην εξέταση λόγων ακυρώσεως, τους οποίους προώθησε ο Εφεσείων με την Προσφυγή Αρ. 116/2016, κρίνοντας ως ακολούθως (οι υπογραμμίσεις είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι τονισμοί δικοί μας):
«Ο ίδιος λόγος ακυρώσεως που έθεσε ο αιτητής Χρίστου και έγινε ήδη δεκτός, σε σχέση με την μετεκπαίδευση προς απόκτηση διδακτορικού τίτλου, προβάλλεται και από τον αιτητή Χατζηγεωργίου. Υποστηρίζει και αυτός ότι κατά πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς δέουσα έρευνα δεν του πιστώθηκε το πλεονέκτημα και με βάση την διδακτορική διατριβή του η οποία είχε ολοκληρωθεί με την παρουσίαση και τριών εργασιών και παρέμενε η δημόσια υποστήριξη ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής. Προς τούτο παρουσιάστηκε βεβαίωση του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία δεν αποτέλεσε ικανοποιητικό στοιχείο για την ΕΔΥ, ώστε να πιστώσει στον αιτητή το πλεονέκτημα βάσει μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και απόκτησης πιστοποιητικού. Παρατίθεται απόσπασμα από το Πρακτικό:
«Επίσης, η Επιτροπή έλαβε γνώση του περιεχομένου επιστολής ημερομηνίας 14.10.2015, που προσκόμισε ο υποψήφιος Χατζηγεωργίου Ανδρέας και με την οποία πληροφορεί την Επιτροπή ότι έχει ολοκληρώσει όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, ώστε η διδακτορική διατριβή του να θεωρείται ολοκληρωμένη και ότι έχει συμβάλει στη δημοσίευση τεσσάρων πρωτότυπων άρθρων. Επίσης, η Επιτροπή έλαβε γνώση βεβαίωσης που έχει εξασφαλίσει ο υποψήφιος από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου αναφέρεται ότι εκκρεμεί η βεβαίωση από τον ΔΟΑΤΑΠ καθώς και η δημόσια υποστήριξη της διατριβής του. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι ο εν λόγω υποψήφιος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτοχος Διδακτορικού τίτλου.»
Ενόψει της επιτυχίας του πιο πάνω λόγου ακυρώσεως για τον αιτητή Χρίστου, για τους ίδιους λόγους, ο λόγος αυτός ακυρώσεως γίνεται δεκτός και για τον αιτητή Χατζηγεωργίου.
Σημειώνεται βεβαίως, ότι σχετικά με τα τρία αυτά προσόντα των Κουμούρη, Χρίστου και Χατζηγεωργίου, η ΕΔΥ παρέλειψε να αιτιολογήσει κατά πόσο σε αυτά δόθηκε συγκεκριμένη βαρύτητα ως πρόσθετα προσόντα, αφού στην αιτιολογία παρέχεται αόριστη αναφορά ότι «... ως εκ τούτου τους απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, ανάλογα με τον βαθμό σχετικότητάς τους με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης». Η αναφορά αυτή είναι αόριστη και απουσιάζει η απόφαση της ΕΔΥ ως προς τον βαθμό σχετικότητας (για τους Χρίστου και Χατζηγεωργίου) και κατά πόσο τους προσδόθηκε συγκεκριμένη βαρύτητα ως πρόσθετα προσόντα (και για τους τρεις αιτητές).
Άλλος κύριος λόγος ακυρώσεως του αιτητή Χατζηγεωργίου, ότι το Ε/Μ δεν κατείχε το απαραίτητο προσόν, ειδικότερα επειδή η αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ δόθηκε στο Ε/Μ μετά τον ουσιώδη χρόνο στον οποίο επιβαλλόταν να κατέχονται τα προσόντα για την θέση, δηλαδή την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης της θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα, δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καθότι αυτό που αποκλειστικά εξετάζεται για να κριθεί η πλήρωση απαραίτητου προσόντος του σχεδίου υπηρεσίας είναι αν το προσόν κατέχετο πριν την λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και όχι αν αυτό αναγνωρίστηκε από το ΚΥΣΑΤΣ πριν από την ημερομηνία αυτή. Η αναγνώριση του ΚΥΣΑΤΣ ανατρέχει βεβαίως κατά το έτος που απονεμήθηκε ο τίτλος. Αντίθετη προφανώς θεωρώ πως θα ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου, εάν ρητά στο σχέδιο υπηρεσίας γινόταν αναφορά στις πρόνοιες του για ακαδημαϊκούς τίτλους αναγνωρισμένους από το ΚΥΣΑΤΣ, κάτι που δεν θα μπορούσε παρά να ερμηνευτεί ότι η αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ θα πρέπει να είναι ήδη εξασφαλισμένη πριν την υποβολή της αίτησης για διεκδίκηση της θέσης.»
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις πιο πάνω υποθέσεις είχε ως εξής (οι τονισμοί είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου):
«Ενόψει της κατάληξής του Δικαστηρίου για ακύρωση της επίδικης πράξης, για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, δεν θα επεκταθώ σε περαιτέρω εξέταση πρόσθετων λόγων ακυρώσεως, ενόψει των κρίσιμων ζητημάτων που έχουν κριθεί και οδήγησαν σε ακύρωση και αφορούν την κατοχή προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι τρεις προσφυγές επιτυγχάνουν με €1300 έξοδα στην κάθε προσφυγή, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.»
Παρά την επιτυχία του στην Προσφυγή Αρ. 116/2016, ο Εφεσείων άσκησε, την υπό εξέταση Έφεση, ισχυριζόμενος ως ακολούθως:
«Λόγος Έφεσης 1
Εσφαλμένα, υπό πλάνη, χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία και αντίθετα στη Νομολογία και στο Ν. 1/90 απέρριψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο τον προβληθέντα από τον Εφεσείοντα/Αιτητή λόγο ακύρωσης ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε το απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας με δεδομένο ότι η αναγνώριση του σχετικού προσόντος του ενδιαφερόμενου προσώπου από το ΚΥΣΑΤΣ έγινε μετά τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο έπρεπε να κατέχονται τα απαιτούμενα προσόντα για τη διεκδίκηση της θέσης.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτό που εξετάζεται αποκλειστικά για να κριθεί η πλήρωση απαιτούμενου προσόντος του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι αν το προσόν κατεχόταν πριν τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων και όχι αν αυτό αναγνωρίσθηκε από το ΚΥΣΑΤΣ πριν από την ημερομηνία αυτή, είναι κρίση πεπλανημένη, αντίθετη στο Ν. 1/90 και την Νομολογία, αναιτιολόγητη και/ή εμπεριέχουσα ελαττωματική αιτιολογία.
Λόγος Έφεσης 2
Εσφαλμένα και χωρίς αιτιολογία και/ή με ελαττωματική αιτιολογία και/ή αντιφατικά και/ή αντίθετα στη νομολογία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε περαιτέρω εξέταση των άλλων προβληθέντων από τον Εφεσείοντα/Αιτητή λόγων ακύρωσης, ήτοι των λόγων που αναπτύσσονται στις παραγράφους με αρ. 2.2., 2.3. και 2.4. στην πρωτοδίκως καταχωρηθείσα γραπτή αγόρευση του.
Αιτιολογία
Τούτο γιατί οι ως άνω νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή/Εφεσείοντα ήταν ουσιωδέστατοι και η εξέταση τους και η επ' αυτών κρίση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σημαντική αφού κατά την (sic) νομολογία η επανεξέταση διενεργείται πάντα με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η δε μη εξέταση τους δημιουργεί κατά τη νομολογία δεδικασμένο σε βάρος του Αιτητή και/ή δημιουργεί ζήτημα δέσμευσης προς βλάβη του Εφεσείοντα. Συνεπώς, για να τύχει δικαίωσης ο Αιτητής/Εφεσείων, το Εφετείο πρέπει, αποδεχόμενο την παρούσα έφεση, είτε να εξετάσει το ίδιο όλους τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης, είτε να παραπέμψει την υπόθεση για εξέταση τους επί της ουσίας στο Πρωτόδικο Δικαστήριο.»
Η Εφεσίβλητη, με το περίγραμμα αγόρευσης της, ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι «. ο Εφεσείοντας, ως επιτυχών διάδικος, δεν νομιμοποιείται, υπό τις περιστάσεις και τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, να ασκεί την παρούσα Έφεση και συνεπώς αυτή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.»
Σύμφωνα με την Εφεσίβλητη, η Δημοκρατία δεν άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, αλλά προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης και έκδοση νέας, την οποία ο Εφεσείων εκ νέου πρόσβαλε- με παρόμοιους ισχυρισμούς ως στην εδώ πρωτόδικη διαδικασία- και η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια, στη βάση του εν λόγω γεγονότος, ο Εφεσείων καμία απολύτως ζημιά ή βλάβη δεν έχει υποστεί. Κατά την Εφεσίβλητη, επιτυχών διάδικος έχει, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία παραπέμπει, δικαίωμα να ασκήσει έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης, εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πάντα κατά την Εφεσίβλητη «.είναι ξεκάθαρο και σαφές από τα ενώπιον του Σεβαστού Εφετείου δεδομένα ότι ο Εφεσείοντας δεν επιδιώκει με την παρούσα Έφεση την ανατροπή ζητημάτων υπό τον ισχυρισμό ότι κρίθηκαν προς βλάβη του από το Διοικητικό Δικαστήριο. Αυτό το οποίο φαίνεται εκ πρώτης όψεως να επιδιώκει από απλή ανάγνωση των λόγων έφεσης είναι κρίση του Εφετείου ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αποφάνθηκε επί των συγκεκριμένων λόγων ακυρότητας/ζητημάτων που ανέπτυξε πρωτοδίκως.». Η Εφεσίβλητη σημειώνει, συναφώς και ότι, κατά τον ισχυρισμό της, ο Εφεσείων δεν επιχειρηματολόγησε ως προς τους λόγους που θεωρεί ότι ως επιτυχόντας διάδικος δικαιούται να εγείρει την παρούσα έφεση και ούτε επιχειρηματολόγησε «.πως και γιατί η μη εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο των υπό κρίση λόγων/ζητημάτων που αναπτύσσονται στους δύο λόγους Έφεσης δεσμεύουν τον ίδιο επί των ζητημάτων αυτών με τρόπο που του προκαλούν βλάβη, ώστε να δύναται το Εφετείο να κρίνει αν τα όποια εναπομείναντα προς απόφανση θέματα θα πρέπει να παραπεμφθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο για τα σχετικά.». Είναι η θέση της Εφεσίβλητης ότι «.ο Εφεσείοντας δεν πληροί τις προϋποθεσής (sic) άσκησης της Έφεσης. Από την πρωτόδικη διαδικασία, είναι η θέση μας, ότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε ζήτημα δέσμευσης, επί οποιουδήποτε θέματος, προς βλάβη του, και επαναλαμβάνεται ούτε υπήρξε τέτοιος ισχυρισμός από τον Εφεσείοντα.».
Ο Εφεσείων, παραπέμποντας και αυτός, κατά το μάλλον ή ήττον, στην ίδια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του θέματος, υποστηρίζει την αντίθετη θέση, ήτοι ότι η υπό εξέταση Έφεση πληροί τις νομολογιακά τιθέμενες προϋποθέσεις έγερσης και εξέτασης της.
Εξετάσαμε τα εγειρόμενα- με τους λόγους Εφέσεως- ζητήματα με προσοχή, αφού
μελετήθηκαν όλα τα ενώπιον μας στοιχεία.
Καταρχάς, είχαμε την ευκαιρία ήδη στην απόφαση μας ημερομηνίας 19.9.2024 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2021 ΔΡ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΑΒΡΙΗΛ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ να παραθέσουμε το σχετικό νομολογιακό πλαίσιο, το οποίο, κατά την αντίληψη μας, αφορά στο ζήτημα. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
«Αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Δρ. Σωτήρης Χατζηγεωργίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2018, ημερομηνίας 6/3/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Κατά πάγια και σταθερή νομολογία, η άσκηση αναθεωρητικής έφεσης από πρωτοδίκως επιτυχόντα διάδικο (όπως ο Εφεσείων) είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή. Αυτό, όχι ασφαλώς για να αμφισβητηθεί η ακύρωση της απόφασης την οποία ο όποιος εφεσείων ή εφεσείουσα εξασφάλισε, αλλά για να διαπιστωθεί, όπου υφίσταται επίδικο ζήτημα το οποίο δεν έτυχε εξέτασης και προηγείται του λόγου ακύρωσης που έγινε δεκτός (και εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα ή της εφεσείουσας), να κριθεί αν τα όποια εναπομείναντα προς απόφανση θέματα θα πρέπει να παραπεμφθούν στο πρωτόδικο δικαστήριο για τα σχετικά (Ιακώβου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Δημοκρατία και Άλλων ν. Γεωργίου και Άλλων (2017) 3 Α.Α.Δ. 410, 416, Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, 84, Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, 45, Θεοδούλου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796, 800-803).»
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης άρτιου πρακτικού, και έτσι η επανεξέταση όφειλε να λάβει χώραν εξ υπαρχής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που είχαν προβληθεί. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που, εκ της φύσεως του, ανατρέχει στην ρίζα της αφορώσας διοικητικής διαδικασίας. Ο Εφεσείων δεν κατέδειξε ότι υπέστηκε οποιαδήποτε βλάβη ως εκ της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικώς προς λόγους ακύρωσης που προηγούνταν του λόγου για τον οποίο η Προσφυγή έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Εκ του λόγου αυτού, δεν υπάρχει αντικείμενο προς εφετειακή αναθεώρηση.».
Έχοντας υπαγάγει τα ενώπιον μας δεδομένα και επιχειρήματα στις απαιτήσεις της ανωτέρω νομολογίας, αποφαινόμαστε ότι, η Εφεσίβλητη ορθά εγείρει την ως άνω προδικαστική ένσταση, ως προς τον δεύτερο λόγο Έφεσης. Αυτό διότι, ως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα ζητήματα, τα οποία είχαν κριθεί στις συνεκδικασθείσες, πρωτόδικα, προσφυγές, είναι κρίσιμα, αφού αφορούσαν την κατοχή των προσόντων (συγκεκριμένων εξ αυτών) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνοντας εσφαλμένη τη περί τούτων κρίση τόσο της Συμβουλευτικής, όσο και της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Είναι, προσθέτουμε, τα κριθέντα ζητήματα θεμελιακά στην επίδικη διοικητική διαδικασία, αφού την ακυρώνουν ήδη από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η νομιμότητα της εξέτασης της περαιτέρω διοικητικής διαδικασίας, όσον αφορά σε πρόσθετα ζητήματα που εγέρθηκαν και τα οποία ο Εφεσείων, με τον δεύτερο λόγο Έφεσης, παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε επιπροσθέτως να εξετάσει, παρέλκει και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμο να επεκταθεί σ' αυτά. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, ουδείς εξ αυτών των λόγων ακυρώσεως που, με το δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι εγέρθηκαν πρωτοδίκως και δεν εξετάσθηκαν (και, όντως, δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο), προηγείται στην επίδικη διοικητική διαδικασία αυτών που κρίθηκαν (βλ. ανωτέρω νομολογία), ούτε έχει παραχθεί σε σχέση μ' αυτά οποιοδήποτε δεδικασμένο, το οποίο να εμποδίζει την εξέταση αυτών από το Δικαστήριο στα πλαίσια της νέας προσφυγής, την οποία ο Εφεσείων άσκησε εναντίον της απόφασης επανεξέτασης που ακολούθησε την πρωτόδικη κρίση (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα- το αν, εν τέλει, δύναται να εξετασθούν τέτοιοι λόγοι ακυρώσεως υπάγεται, βεβαίως και σε άλλες προϋποθέσεις, όπως λ.χ. να έχουν εγερθεί και προωθηθεί (δεόντως) στην προηγούμενη διαδικασία και να είναι δεόντως δικογραφημένοι).Συνεπώς, συνοψίζοντας, ουδεμία βλάβη έχει αποδείξει ο Εφεσείων από τη μη εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως που πρόβαλε πρωτοδίκως και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος Έφεσης, ως εκ των προαναφερθέντων, απορρίπτεται στη βάση των ανωτέρω λεχθέντων.
Διαφορετικά είναι τα δεδομένα σε σχέση με τον πρώτο λόγο Έφεσης. Ο πρώτος λόγος Έφεσης στρέφεται εναντίον ζητήματος, για το οποίο εκφράστηκε πρωτοδίκως απορριπτική κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι, ως περιέγραψε, «.το Ε/Μ δεν κατείχε το απαραίτητο προσόν, ειδικότερα επειδή η αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ δόθηκε στο Ε/Μ μετά τον ουσιώδη χρόνο στον οποίο επιβαλλόταν να κατέχονται τα προσόντα για την θέση, δηλαδή την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης της θέσης στην Επίσημη Εφημερίδα..». Συνεπώς, εκφράστηκε δικαστική κρίση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, το οποίο δημιουργεί (ουσιαστικό) δεδικασμένο και θα στερούσε από τον Εφεσείοντα, αν δεν το αμφισβητήσει (επιτυχώς) με την παρούσα Έφεση, τη δυνατότητα να επαναφέρει μελλοντικά το ζήτημα, σε περίπτωση που κατά την επανεξέταση η διοίκηση εξέδιδε νέα απόφαση προαγωγής του ίδιου Ενδιαφερόμενου μέρους (ως, τελικώς, έγινε, βλ. ανωτέρω).
Ως λέχθηκε, χαρακτηριστικά και σχετικά πρόσφατα στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 4.10.2024 στις Εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 57/2019 & 66/2019 MILTIADES- ERMON J.V. ν. 1. ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, 2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ:
«Είναι βεβαίως ορθό ότι ο επιτυχών διάδικος έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει την πρωτόδικη διαδικασία εφόσον δι' αυτής προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί του θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα. (Βλ. Χ΄Γεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ.82, Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους Γεωργίου (2017) 3Α Α.Α.Δ.410).
Όπως λέχθηκε στη Θεοδοσίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 A.A.Δ.64:
«Η έφεση που ασκήθηκε από την εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η οποία ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους παρά το γεγονός ότι η προσφυγή της εφεσείουσας πέτυχε. Το δικαίωμα επιτυχόντος διαδίκου να προσβάλει με έφεση αρνητική γι' αυτόν κρίση του Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται, εφόσον παραμένει ζήτημα προς ζημία του, (Χατζηγεωργίου ν. ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 344, Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 796, Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293)».»
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος Έφεσης θα τύχει εξέτασης επί της ουσίας του.
Διευκρινίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε στη γενικότητα του τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι στο Ενδιαφερόμενο Μέρος λανθασμένα πιστώθηκε το απαιτούμενο προσόν, αλλά μόνο ως προς την παράμετρο ότι, αυτό δεν έπρεπε να του πιστωθεί, επειδή η αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ δόθηκε μετά τον- κατά τον Εφεσείοντα- ουσιώδη χρόνο (βλ. απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ανωτέρω).
Είναι, καταρχάς, ορθό, ότι ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων, απαιτούμενων, πρόσθετων ή πλεονεκτήματος- στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας είναι η προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων. Αυτό σε αντίθεση με μη προβλεπόμενα επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία είναι νόμιμο, όπως τυγχάνουν συνεκτίμησης μέχρι την ημέρα λήψης της επίδικης απόφασης. Ως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570:
«Ο διορισμός των δύο ενδιαφερομένων προσώπων προσεβλήθη. Και, στις 8 Σεπτεμβρίου 1994, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ' αρ. 321/93 της υποψήφιας Άντρης Ιωσήφ. Με αυτή την εξέλιξη, η παράλληλη προσφυγή υπ' αρ. 266/93 του εφεσείοντος Ευάγγελου Ευαγγέλου απορρίφθηκε αφού απώλεσε το αντικείμενό της. Ο λόγος ακύρωσης των διορισμών ήταν ότι ενώ η αναφερθείσα αιτήτρια κατείχε επιπρόσθετο προσόν μη προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας - τίτλο ειδικότητας στη Γενική Ιατρική - αυτό δεν λήφθηκε υπόψη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε θεωρήσει, όπως το ίδιο με τη σειρά της και η Ε.Δ.Υ., ότι το εν λόγω προσόν δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη διότι αποκτήθηκε μετά τη λήξη του χρόνου για την υποβολή αιτήσεων. Επρόκειτο βέβαια περί εσφαλμένης νομικής θεώρησης. Ο εν λόγω χρόνος ισχύει για προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας - απαιτούμενα, πρόσθετα ή πλεονεκτήματα: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Pericleous & Others (1984) 3 C.L.R. 577. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα επιπρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα. Τα οποία, καθώς υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Δημοκρατία & άλλοι ν. Ανδρέου & άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, (στη σελ. 159) "..... είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι της ημέρας λήψης της απόφασης».
Στην παρούσα περίπτωση δεν επιδέχεται αμφισβήτησης ότι, το προσόν, βάσει του οποίου το Ενδιαφερόμενο Μέρος κρίθηκε ότι πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 3(1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, είχε αποκτηθεί χρονικά πολύ πριν την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων για την επίδικη θέση. Αυτό είναι και το ζητούμενο, ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω).
Απαιτείτο να υπήρχε και αναγνώριση του εν λόγω ακαδημαϊκού προσόντος από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ και, μάλιστα, πριν την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων; Η απάντηση μας είναι αρνητική, ευθυγραμμιζόμενοι με τα αποφασισθέντα περί τούτου, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Καταρχάς, ως εύστοχα υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από πουθενά στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση αναγνώρισης του κατεχόμενου προσόντος από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ, αλλά, προσθέτουμε, ούτε και από τα Άρθρα 34(15)(α), 35(2)(β), 31 (γ) ή 33(15) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90, τα οποία ο Εφεσείων επικαλέστηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του. Η απαίτηση είναι για κατοχή του προσόντος, το οποίο, ως προαναφέρθηκε, το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπικουρούμε την ορθότητα και της πρόσθετης παρατήρησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αλλιώς θα ήταν τα δεδομένα και ενδεχομένως η απόφαση, εάν, επί παραδείγματι, τέτοια αναγνώριση απαιτείτο ρητώς στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας. Σε τέτοια περίπτωση σαφώς τέτοια αναγνώριση θα έπρεπε να συνυπήρχε ή προϋπήρχε χρονικά με την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων (υπενθυμίζουμε ότι, στην παρούσα περίπτωση το Ενδιαφερόμενο Μέρος προσκόμισε τέτοια αναγνώριση μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων και πριν την χρονική στιγμή λήψης της επίδικης απόφασης).
Υπενθυμίζουμε τη νομολογία περί του θέματος:
- Το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. είναι μεν το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή συναφών θεμάτων, αλλά δεν αποτελεί βοηθητικό όργανο είτε της ΕΕΥ είτε της ΕΔΥ για διερεύνηση προσόντων, οι οποίες έχουν και το καθήκον να ερμηνεύουν το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και να εξετάζουν αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από αυτό προσόντα. Η διαδικασία αναγνώρισης τίτλων σπουδών αρχίζει με αίτηση του ίδιου του ενδιαφερόμενου κατόχου τίτλου (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία v. Σωτήρη Χατζηγεωργίου (2008) 3 ΑΑΔ 100), ενώ σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την κατοχή του προσόντος, το διορίζον όργανο εξαντλεί την έρευνα του με το να λάβει την παροχή πιστοποιητικού αναγνώρισης σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο όμως θα προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο (βλ. Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247). Ως αναφέρθηκε, χαρακτηριστικά στην απόφαση του (τότε) Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 1.2.2022 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015 ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΔΗΜΟΣ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ (παραπέμπουμε στο σύνολο του πιο κάτω αποσπάσματος με ιδιαίτερη έμφαση στην τελευταία πρόταση της απόφασης, την οποία παραθέτουμε με δικό μας τονισμό και υπογράμμιση):
«.Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του λόγου ακύρωσης που αναφερόταν στη μη διενέργεια δέουσας έρευνας, αφού επεσήμανε ότι ο προσδιορισμός της καταλληλότητας των προσόντων είναι έργο του αρμοδίου διορίζοντος οργάνου - υπό την έννοια ότι αρμοδιότητα για την εξέταση των προσόντων του Εφεσείοντα και αν αυτά ανταποκρίνονταν στα απαιτούμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας ανήκει στο διορίζον όργανο - με δεδομένη τη δυνατότητα ανάθεσης της αξιολόγησης των προσόντων σε συμβουλευτικό όργανο, απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα, όπως αρχικώς την είχε διατυπώσει, ότι ο Εφεσίβλητος όφειλε να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ αναφορικά με τα προσόντα του. Και τούτο στη βάση του ότι η αρμοδιότητα του ΚΥΣΑΤΣ δεν ενεργοποιείται παρά μόνο μετά από αίτηση του κατόχου του τίτλου σπουδών και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν αποτελεί βοηθητικό του Εφεσίβλητου για διερεύνηση τίτλου σπουδών.
Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη σχετική επί του θέματος νομολογία.
Εν πρώτοις σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, καθήκον του αρμοδίου οργάνου είναι να ερμηνεύει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και να εξετάζει αν οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα από αυτό προσόντα. Με αυτό ως δεδομένο επέμβαση του Δικαστηρίου, όπως είναι πάγια νομολογημένο, χωρεί μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή ή ότι υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της εξουσίας του διορίζοντος οργάνου (Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 102, Παπαδοπούλου ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362, Χατζηχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 192 και Παπαστεργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2015, ημερ. 14/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:C6, ECLI:CY:AD:2022:C6). Η υιοθέτηση των μέσων για την πιο πάνω εξέταση (κατοχής των απαιτούμενων προσόντων) ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου, με δεδομένη τη δυνατότητα του να εναποθέσει τη διεξαγωγή έρευνας σε βοηθητικό όργανο. Η έρευνα, η οποία εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης, τεκμαίρεται ότι είναι πλήρης, εφόσον το αρμόδιο όργανο έχει ενώπιόν του όλα τα σχετικά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 247 στην οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, «εναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης και να εξετάσει ταυτόχρονα κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Σε περίπτωση αμφιβολιών όμως ως προς την κατοχή του προσόντος, το διορίζον όργανο εξαντλεί την έρευνα του με το να λάβει την παροχή πιστοποιητικού αναγνώρισης σπουδών από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., στο οποίο όμως θα προσφύγει ο ίδιος ο υποψήφιος και όχι το διορίζον όργανο.».
Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Παντζαρή - Ελισσαίου ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 113/2015, ημερ. 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:C69, ECLI:CY:AD:2021:C69 επαναλήφθηκε ότι:
«Όπως έχει καθορισθεί από τη νομολογία, το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων, δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΔΥ για διερεύνηση προσόντων. Λέχθηκε σχετικά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γρουτίδης κ.ά., Α.Ε. 88/2013, 103/2013, ημερ. 16/7/2019:
«Με υπόβαθρο τα ως άνω γεγονότα που ήσαν υπόψη της ΕΔΥ, η έρευνα, στην οποία προέβη αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ΕΜ, το οποίο θεωρήθηκε ως «μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», θεωρείται επαρκής. Δεν συνέτρεχε λόγος ή ανάγκη που επέβαλλε την περαιτέρω διερεύνηση ή απαίτηση προσκόμισης πιστοποιητικού αναγνώρισης από το ΚΥΣΑΤΣ. Το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της ΕΕΥ για διερεύνηση προσόντων (Μικελλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και xxx Ξενοφώντος κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C380, Α.Ε. Αρ. 73/11, 74/11 και 75/11, 26.10.2017).»»
Στη βάση των πιο πάνω ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα, ότι δεν είχε προβεί ο Εφεσίβλητος σε δέουσα έρευνα επειδή δεν παρέπεμψε το θέμα των προσόντων του στο ΚΥΣΑΤΣ, ήτο άνευ ερείσματος. Καμία υποχρέωση δεν είχε ο Εφεσίβλητος να παραπέμψει το θέμα των προσόντων του Εφεσείοντα στο ΚΥΣΑΤΣ. Εναπόκειτο στον ίδιο τον Εφεσείοντα, αν επιθυμούσε, να προσκομίσει ανάλογο πιστοποιητικό.
Εν πάση περιπτώσει, όπως εύστοχα επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ό,τι ήταν υπό εξέταση στην προκείμενη περίπτωση ήταν κατά πόσο το πτυχίο του Εφεσείοντα με βάση το περιεχόμενο σπουδών του πληρούσε ή όχι τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας και όχι κατά πόσο ο Εφεσείων κατείχε αναγνωρισμένο πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου.»
-Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν έχει υποχρέωση, αλλά έχει το δικαίωμα, ως έχει κριθεί νομολογιακά, να απαιτεί, στα πλαίσια της διαδικασίας παραγωγής της απόφασης του και της έρευνας του για τη διακρίβωση της κατοχής των προσόντων των υποψηφίων, από υποψήφιο, όπως προσκομίσει πιστοποιητικό αναγνώρισης από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ (βλ. Άννα Λοϊζίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 991/07, ημερ. 15.1.09, Άντρη Νικολαΐδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1246/07, ημερ. 18.5.09, στην υπόθεση, Δημήτρης Νικολάου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 970/07, ημερ. 19.5.09.). Έπεται τούτου, προσθέτουμε, ότι αφού τέτοιο πιστοποιητικό αναγνώρισης νόμιμα, σύμφωνα με τη νομολογία, αναζητείται, εξασφαλίζεται και προσκομίζεται, εκ των πραγμάτων, σε χρόνο μεταγενέστερο της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων, νομίμως λαμβάνεται και υπόψη, μέχρι τη λήψη της απόφασης του διορίζοντος οργάνου. Και αυτό, είτε τέτοια αναγνώριση ζητήθηκε από το διορίζον όργανο, είτε προσκόμισε αυτή αυτόβουλα ο υποψήφιος. Τονίζουμε, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, θα αντέβαινε στις αρχές δικαίου και καλής πίστης, εάν το διορίζον όργανο απέκλειε υποψήφιο, λόγω μη προσκόμισης αναγνώρισης του προσόντος του από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα προσκόμισης τέτοιας αναγνώρισης, αν τέτοια έκρινε το διορίζον όργανο ότι απαιτείτο (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σάββα Σαββίδη (2011) 3 ΑΑΔ 43).
Τα πιο πάνω λεχθέντα οδηγούν σε απόρριψη και τον πρώτο λόγο Έφεσης και, εν τέλει, της Έφεσης συνολικά.
Στο σημείο αυτό είναι ορθό να ειπωθεί ότι, οι διάδικοι έφεραν υπόψη μας και το γεγονός ότι σε μεταγενέστερο χρόνο έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, η απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ αναγνώρισης του προσόντος του Ενδιαφερόμενου Μέρους ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο (βλ. Προσφυγή Αρ. 1354/2017, απόφαση ημερ. 12.2.2024, λόγω μη κατάθεσης του διοικητικού φακέλου και αδυναμίας άσκησης του δικαστικού ελέγχου), υπήρξε επανεξέταση, με έκδοση νέας- ίδιας στο περιεχόμενο της απόφασης και ανατρέχουσας στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της ακυρωθείσας-, εναντίον της οποίας ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή, η εκδίκαση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Οι ενδεχόμενες επιπτώσεις από το πιο πάνω γεγονός στην παρούσα υπό κρίση απόφαση της Εφεσίβλητης δεν δύνανται να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο, αφού δεν έχει οποιοσδήποτε σχετικός λόγος Έφεσης δικογραφηθεί (η αναφορά στην Προσφυγή Αρ. 1354/2017 γίνεται πρώτη φορά στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα), δεν έχει ζητηθεί η προσθήκη σχετικού λόγου έφεσης από τον Εφεσείοντα, ούτε το θέμα είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, αυτεπάγγελτα εξεταζόμενο και δευτεροβάθμια.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €3000 εναντίον του Εφεσείοντα και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.