ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 411/2019)

10 Φεβρουαρίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]

                  

Progressive Insurance Co Ltd

Εφεσείουσα

ν.

1.   S. Kaniklides (Cyprus) Ltd

2.    Δημήτρης Τσαγκάρη

 

Για εφεσείουσα:  κα Στέλλα Ερωτοκρίτου για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητη 1: κος Μάριος Χριστοφόρου με κ. Ανδρέα Μουζάλα για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητο 2: κος Μιχάλης Ραφαήλ για Γλαύκος Ν. Ραφαήλ & Σία ΔΕΠΕ.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εφεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας. Με την εν λόγω αγωγή, επιζητείτο απόφαση του Δικαστηρίου που να δηλώνει ότι ο εφεσίβλητος 2 δεν καλυπτόταν από τους όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου που εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμο του 2000 (Ν.96(Ι)/2000. Το εν λόγω ασφαλιστικό συμβόλαιο αφορούσε μεταξύ άλλων και το όχημα KQJ475 ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης 1, το οποίο η εφεσίβλητη 1 ασφάλισε στην εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία. Επιζητείτο δηλαδή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να δηλώνεται ότι ο εφεσίβλητος 2, που κατά τους επίδικους χρόνους εργοδοτείτο στην εφεσίβλητη 1, δεν καλυπτόταν και/ή εξαιρείτο της ασφαλιστικής κάλυψης για την οδήγηση του οχήματος της εφεσίβλητης 1, υπ' αρ. εγγραφής KQJ475, το οποίο να σημειωθεί, ανήκε στην τάξη Γ - Γ1 των βαρέων οχημάτων.

Είναι παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος 2 ενεπλάκη σε αυτοκινητιστικό ατύχημα οδηγώντας το πιο πάνω όχημα της εφεσίβλητης 1 και ότι έχουν καταχωρηθεί δικαστικές διαδικασίες εναντίον των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις, από πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημιές, ως αποτέλεσμα του εν λόγω ατυχήματος. Η εφεσείουσα κατά την πρωτόδικη διαδικασία της παρούσας υπόθεσης, απέσυρε αιτήματα για άλλες δηλωτικές αποφάσεις, με τις οποίες ζητούσε την επανάκτηση από τους εφεσίβλητους οιωνδήποτε ποσών ήθελαν επιδικασθεί υπέρ των εναγόντων στις πιο πάνω διαδικασίες και τα οποία πιθανόν να αναγκαζόταν να πληρώσει, δυνάμει του επίδικου ασφαλιστηρίου εγγράφου. Επέμενε όμως στην απαίτηση της για δηλωτική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος 2 δεν καλυπτόταν κατά τους επίδικους χρόνους, από το υπό κρίση ασφαλιστικό συμβόλαιο.

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, στη συμφωνία ασφάλισης προβλεπόταν εξαίρεση με βάση την οποία δεν παρεχόταν κάλυψη, εφόσον ο οδηγός του οχήματος δεν κατείχε άδεια οδήγησης για περίοδο δύο ετών. Ο εφεσίβλητος 2 κατά την εφεσείουσα, εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, με συνέπεια να μην καλύπτεται από το συμβόλαιο. Επειδή όμως το συμβόλαιο αφορούσε περιεκτική κάλυψη και λόγω των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, δυνατόν η εφεσείουσα να κληθεί να καταβάλει αποζημιώσεις. Ως εκ τούτου, αιτήθηκε πρωτοδίκως της έκδοση της πιο πάνω δηλωτικής απόφασης.

Οι εφεσίβλητοι πρωτοδίκως, προέβαλαν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η εφεσείουσα δεν μπορεί να εγείρει την υπό κρίση αγωγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 96(Ι)/2000 που προνοεί την υποχρεωτική ασφάλιση για ευθύνη έναντι τρίτου. Ισχυρίστηκαν με παραπομπή σε νομολογία ότι πριν την έκδοση απόφασης στις αγωγές που καταχωρήθηκαν για το επίδικο ατύχημα δεν είναι δυνατή η εξέταση του κατά πόσον ο εφεσίβλητος 2, καλυπτόταν από το επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο. Αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του Νόμου 96(Ι)/2000, δημιουργείται σύμφωνα με τους εφεσίβλητους μόνον εφόσον εκδοθεί απόφαση στις αγωγές για αποζημιώσεις και εφόσον η εφεσείουσα υποχρεωθεί να καταβάλει ένεκα αυτών, οιονδήποτε ποσό. Κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

Επί της ουσίας της αγωγής, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι είναι λανθασμένη η ερμηνεία του ασφαλιστικού συμβολαίου που προβάλλει η εφεσείουσα. Ισχυρίστηκαν συγκεκριμένα ότι κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, ο εφεσίβλητος 2 κατείχε άδεια οδηγού για την κατηγορία στην οποία ανήκε το συγκεκριμένο όχημα. Επίσης κατείχε άδεια οδηγού για πάνω από δύο χρόνια για άλλο τύπο οχήματος. Ανεξαρτήτως του αν η άδεια για πάνω από δύο χρόνια ήταν για τετράκυκλο όχημα (κατηγορία Β/Β1), και όχι για βαρέο όχημα (κατηγορία Γ/Γ1) όπως ήταν το επίδικο, η θέση των εφεσιβλήτων είναι ότι ο συνδυασμός των δύο πιο πάνω αδειών, καλύπτει τις προϋποθέσεις του ασφαλιστικού συμβολαίου. Εν ολίγοις, ισχυρίστηκαν ότι όπως ήταν διατυπωμένο το συμβόλαιο, δεν ήταν αναγκαία η κατοχή αδείας Γ/Γ1 για δύο χρόνια. Αρκούσε η άδεια Β/Β1 για περίοδο πέραν των δύο χρόνων και η κατοχή άδειας Γ/Γ1 κατά τον επίδικο χρόνο του ατυχήματος, κάτι που ίσχυε στην περίπτωση του εφεσίβλητου 2.

Επιπλέον, η εφεσίβλητη 1 προέβαλε ανταπαίτηση στην αγωγή. Αναφέρει  ότι επειδή το εν λόγω όχημα ήταν ασφαλισμένο με περιεκτική κάλυψη, ανταπαιτεί  το ποσό των εξόδων, τα οποία υπέστη ένεκα των ζημιών του οχήματος KQJ475, στο επίδικο τροχαίο ατύχημα.

Πέραν του περιορισμού της αξίωσης της εφεσείουσας για έκδοση μόνο της αιτούμενης δηλωτικής απόφασης, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, δηλώθηκαν τα εξής αναφορικά με την ανταπαίτηση:

«Έχουμε συμφωνήσει ότι η ζημιά που υπέστη το όχημα με αριθμό εγγραφής KQJ475, κατά το επίδικο στην αγωγή ατύχημα, ανέρχεται σε €13.000. Έχουμε επίσης συμφωνήσει και δηλώνουμε ότι στην περίπτωση που αποφασιστεί στο πλαίσιο της αγωγής ότι το όχημα με αριθμούς εγγραφής KQJ475, καλύπτετο συμβατικά από περιεκτική ασφαλιστική κάλυψη από την Ενάγουσα Εταιρεία, σε σχέση με το επίδικο ατύχημα, οι Εναγόμενοι 1 θα δικαιούνται απόφαση στην ανταπαίτησή τους, εναντίον των Εναγόντων, για το ως άνω ποσό των €13.000- , πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξόφλησης».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, πολύ ορθά επιλήφθηκε αρχικά των προδικαστικών ενστάσεων των εφεσιβλήτων. Έκρινε επί του προκειμένου ότι δεν ήταν άνευ σημασίας, ο περιορισμός της αξίωσης της εφεσείουσας και ότι η εφεσείουσα εγκατέλειψε τα θέματα που αφορούν άλλες αγωγές, περιοριζόμενη στην ερμηνεία του επίδικου ασφαλιστικού συμβολαίου.

Επομένως, ως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι κατέστη απαραίτητη η ενασχόληση του με το ζήτημα της δηλωτικής απόφασης, με πιθανά αποτελέσματα είτε την ικανοποίηση της αξίωσης και, κατά συνέπεια, την απόρριψη της ανταπαίτησης, είτε την μη ικανοποίηση της αξίωσης και, κατά συνέπεια, την έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση, το ποσό της οποίας είχε συμφωνηθεί.

Επισημάνθηκε επί του προκειμένου από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι μοναδικό επίδικο θέμα, παρέμεινε η ερμηνεία συγκεκριμένου όρου του ασφαλιστηρίου ως προς την κάλυψη του εφεσίβλητου 2. Έκρινε δε ότι όπως είχαν εξελιχθεί τα επίδικα θέματα με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση, καθίστατο εμφανές ότι το ως άνω ζήτημα ερμηνείας δεν ήταν θεωρητικό. Αντιθέτως, προέκυψε η ουσιαστική άρνηση από τους εφεσίβλητους, της ισχυριζόμενης από την εφεσείουσα ερμηνείας, με προβολή ισχυρισμού αντίθετης ερμηνευτικής εκδοχής, η οποία μάλιστα θα καθόριζε το αποτέλεσμα της ανταπαίτησης.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ουσία της αγωγής. Πολύ ορθά επεσήμανε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των διαδίκων στα πραγματικά γεγονότα και ότι η υπόθεση θα κρινόταν από την ερμηνεία του επίδικου ασφαλιστικού συμβολαίου. Επί του προκειμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι στα μη αμφισβητούμενα παραδεκτά γεγονότα, συμπεριλαμβανόταν και το ότι ο εφεσίβλητος 2 κατά την ημερομηνία του ατυχήματος ήταν άνω των 25 ετών, και κατείχε άδεια οδήγησης για οχήματα κατηγορίας Β/Β1 από 5.12.2002 και για οχήματα κατηγορίας Γ/Γ1 από 11.12.2006. Επίσης, το επίδικο ασφαλιστήριο κάλυπτε το όχημα KQJ475 με περιεκτική κάλυψη.

Είναι επίσης παραδεκτό ότι η ρήτρα 91 του ασφαλιστηρίου, προνοούσε ότι το ασφαλισμένο όχημα δεν θα οδηγείται από οποιοδήποτε πρόσωπο που μεταξύ άλλων είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών, δεν είναι κάτοχος άδειας οδηγού για περίοδο δύο ετών και είναι ηλικίας  πέραν των 70 ετών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει αρχικά στην απόφαση του ότι ο όρος για υποχρέωση κατοχής άδειας οδηγού για δύο χρόνια δεν είναι αρκετά σαφής και επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών. Όπως το έθεσε, «αφενός, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η αναφορά σε άδεια οδήγησης αναφέρεται σε άδεια οδήγησης για οποιαδήποτε κατηγορία οχημάτων. Αφετέρου, θα μπορούσε να λεχθεί ότι άδεια οδήγησης σημαίνει άδεια για τη συγκεκριμένη κατηγορία οχήματος.».  

Ερμηνεύοντας την εν λόγω ρήτρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε έμφαση στην επικεφαλίδα της, η οποία φέρει τον τίτλο «Μαθητευόμενοι και/ή άπειροι και/ή νεαροί και/ή ηλικιωμένοι οδηγοί». Με παραπομπή σε νομολογία ως προς την ερμηνεία εγγράφων και συμφωνιών, έκρινε ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, επιζητείται να αποκλειστούν οι ως άνω κατηγορίες οδηγών, ήτοι των άπειρων και ηλικιωμένων.

Ως προς την έννοια του έμπειρου οδηγού, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αν η πρόθεση των μερών ήταν να προνοείται υποχρέωση για διετή κατοχή άδειας οδηγού για συγκεκριμένης κατηγορίας όχημα, τότε τα μέρη θα έπρεπε να αναφέρουν ακριβώς αυτό, λέγοντας ότι θα πρέπει ο οδηγός να είναι κάτοχος άδειας οδηγού της κατηγορίας για δύο χρόνια στην οποία εμπίπτει το εκάστοτε όχημα. Η γενική αναφορά σε οποιαδήποτε άδεια οδηγού για δύο χρόνια σε συνδυασμό με τον τίτλο της ρήτρας, καταδεικνύει κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η πρόθεση των μερών, ήταν να παρέχεται κάλυψη για όχημα όταν αυτός που οδηγεί είναι κάτοχος άδειας οδηγού για τη συγκεκριμένη κατηγορία οχήματος και να είναι έμπειρος οδηγός, ήτοι να είναι άνω των 25 ετών και να είναι κάτοχος άδειας οδηγού ανεξαρτήτως κατηγορίας για δύο χρόνια. Κάτι που ίσχυε στην περίπτωση του εφεσιβλήτου 2.

Ενόψει αυτής της κατάληξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της εφεσείουσας για την αιτούμενη δηλωτική απόφαση και αποδέχθηκε την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1, εκδίδοντας απόφαση εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης 1 για το συμφωνηθέν ποσόν των €13.000,00 πλέον τόκους και έξοδα.

Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κοινή συνισταμένη όλων των λόγων έφεσης, αποτελείται από την θέση της εφεσείουσας για λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο της πιο πάνω ρήτρας. Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε όπως προαναφέρθηκε, αντέφεση στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην απορρίψει την αγωγή της εφεσείουσας ως πρόωρη και καταχρηστική.

Θα επιληφθούμε πρώτα της αντέφεσης της εφεσίβλητης 1, που άπτεται του αγωγίμου δικαιώματος της εφεσείουσας να καταχωρήσει την υπό κρίση αγωγή.

Παρόμοια ζητήματα ως προς το δικαίωμα καταχώρησης αγωγής για δηλωτική απόφαση, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Cyproman Services Ltd ν. Μartin John Coward Πολ. Έφεση 140/2012, ημ. 4.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A162. Έγινε επί του προκειμένου παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου στην υπόθεση Andrenal Shipping Company Ltd κά ν. Compania Naviera Iris S.A. κ.ά, (2016) 1 Α.Α.Δ 1859, το οποίο υιοθετώντας την Αγγλική προσέγγιση υπέδειξε, μεταξύ άλλων ότι: 

«Το έννομο συμφέρον στη διεκδίκηση δηλωτικής θεραπείας θεμελιώνεται όταν υφίσταται μεταξύ των διαδίκων πραγματική και υφιστάμενη διαφορά αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση νομικού δικαιώματος. Δεν απαιτείται ο ενάγων να έχει υφιστάμενο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγόμενου.»[3]

Ειδικά για δηλωτικές αποφάσεις ως προς την εμβέλεια κάλυψης ασφαλιστικού συμβολαίου, η εφεσίβλητη 1 με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Βλάχου κ.α Πολ. Έφεση 194/2013 ημερ, 25.10.2019, Αλεξάνδρου ν. Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ, Πολ. Έφεση 34/2013 ημερ. 4.2.2019), ECLI:CY:AD:2019:A32, προέβαλε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε αγώγιμο δικαίωμα υπέρ της εφεσείουσας. Ως αποτέλεσμα, ισχυρίστηκε ότι η καταχώρηση της αγωγής ήταν πρόωρη και συνιστούσε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Στήριξε την πιο πάνω θέση της στις πρόνοιες των Άρθρων 14 και 15 του Νόμου 96(Ι)/2000 που πραγματεύονται τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για καταβολή αποζημίωσης από ασφαλιστική εταιρεία. Στις πιο πάνω υποθέσεις, λέχθηκε ότι η υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρείας για κάλυψη ζημιάς από ατύχημα, δημιουργείται μόνο μετά από δικαστική απόφαση. Στην παρούσα περίπτωση δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση για το επίδικο ατύχημα και ως εκ τούτου η εφεσίβλητη 1 ισχυρίστηκε ότι η αγωγή για δηλωτικό διάταγμα ως προς την ασφαλιστική κάλυψη, ήταν πρόωρη και έπρεπε να απορριφθεί.

Στην μεταγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Άδμητου Πιτσιλλίδη, Πολ. Έφεση 32/2015 ημ. 31.5.2024, αποφασίστηκαν επίσης ζητήματα παρόμοια με αυτά που τέθηκαν στην παρούσα. Η πρωτόδικη αγωγή αφορούσε αίτημα για δηλωτική απόφαση, ως προς το κατά ποσόν η εφεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία, υποχρεούτο να αποζημιώσει τον εφεσίβλητο για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικασθεί σε άλλη δικαστική διαδικασία, στην βάση των όρων ασφαλιστικού συμβολαίου και του Νόμου 96(Ι)/2000. Εξετάζοντας το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, η αγωγή, καθώς και οι αιτούμενες μέσω αυτής θεραπείες, ήταν πρόωρες στη βάση του ότι κατά το στάδιο καταχώρησης της αγωγής, δεν είχε γεννηθεί και αποκρυσταλλωθεί αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας εναντίον του εφεσίβλητου.

Στην έφεση που ακολούθησε, το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία (Progressive Insurance Co Limited v. Λουκά Πίττακου κ.ά., Πολ. Έφεση 377/2014, ημερ. 22/5/2023 και Rolls - Royce PLL v. Unite the Union (2009) EWCA Civ. 3870), ανέφερε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση δηλωτικής και/ή αναγνωριστικής θεραπείας, είναι διακριτική. Πρέπει να υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου, μια πραγματική και παρούσα διαφορά μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με την ύπαρξη ή έκταση νομικού δικαιώματος. Παρατέθηκε επίσης το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Bullen and Leake Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 384, όπου συνοψίζεται και αναλύεται η σχετική αγγλική νομολογία και οι αρχές που αναπτύχθηκαν αναφορικά με την έκδοση δηλωτικών αποφάσεων:

"The action for a declaration is a useful and important procedural method for ascertaining and determining the legal right of parties, or for the determination of a point of law or the construction of a document and for the determination of the validity of orders or decisions of inferior courts or tribunals.

Accordingly, the action for a declaration may be used in a great variety of circumstances, and may be accompanied by other claims for ancillary or specific or alterative relief or remedies....

..on the other hand an action for a declaration only lies for a declaration of legal right and only against a defendant who has asserted a right or formulated a claim against the plaintiff or controverted the claim of the plaintiff to his legal right (see Re Clay [1911] 1 Ch. 66)."

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, το Ανώτατο Δικαστήριο τονίζει στην υπόθεση Άδμητου Πιτσιλλίδη (ανωτέρω) με παραπομπή και στο σύγγραμμα Zamir and Woolf the Declaratory Judgment (4η έκδοση 2011) σελ. 151-152), ότι για να ενδείκνυται η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης, το εγερθέν ερώτημα θα πρέπει να είναι πραγματικό (real) και όχι υποθετικό (hypothetical) ή αφηρημένο (abstract). Στην συνέχεια, το Ανώτατο Δικαστήριο αφού υπέδειξε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης Βλάχος (ανωτέρω), ήταν διαφορετικά αφού αφορούσαν παραβίαση από πλευράς του εφεσίβλητου, του ασφαλιστικού συμβολαίου, έκρινε ότι  το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας για ανάκτηση καταβληθέντων ποσών είτε δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης είτε δυνάμει του Νόμου 96(Ι)/2000, θα αποκρυσταλλώνετο εάν είχαν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις στις αγωγές που καταχωρήθηκαν για το επίδικο ατύχημα και η εφεσείουσα είχε καταβάλει στους δικαιούχους, τα επιδικασθέντα ποσά.

Προκύπτει από την παράθεση της πιο πάνω νομολογίας ότι δηλωτική απόφαση παρότι αποτελεί χρήσιμη και σημαντική δικονομική μέθοδο για την εξακρίβωση και τον προσδιορισμό των νόμιμων δικαιωμάτων των διαδίκων, εντούτοις δεν εκδίδεται αν το εγερθέν ζήτημα είναι υποθετικό ή αφηρημένο. Αντιθέτως, προκειμένου να εκδοθεί δηλωτική απόφαση αναγνωριστική δικαιωμάτων, θα πρέπει να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, πραγματικά ζητήματα και μια γνήσια και υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με την ύπαρξη ή την έκταση του νομικού δικαιώματος.

Στην υπό κρίση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση των ισχυρισμών της εφεσίβλητης 1 για πρόωρη αγωγή,  θεώρησε ως σημαντική εξέλιξη την καταχώριση ανταπαίτησης από αυτήν και την συμφωνία των διαδίκων ως προς το ύψος της ζημιάς που επιδιώκεται με την ανταπαίτηση. Έκρινε δε ότι όπως έχουν εξελιχθεί τα επίδικα θέματα με την ανταπαίτηση, καθίσταται εμφανές ότι το ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης που ήταν αναγκαίο για την έκδοση δηλωτικής απόφασης, δεν ήταν θεωρητικό και έπρεπε να αποφασιστεί προκειμένου να εξεταστεί η ανταπαίτηση.

Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από την στιγμή που η εφεσίβλητη 1 καταχώρησε ανταπαίτηση στην αγωγή, το ζήτημα της εμβέλειας της ασφαλιστικής κάλυψης, έπαψε να είναι θεωρητικό. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις των διαδίκων ότι στην περίπτωση που αποφασιστεί ότι το επίδικο όχημα και ο εφεσίβλητος 2 καλύπτονταν από περιεκτική ασφαλιστική κάλυψη σε σχέση με το υπό κρίση ατύχημα, η εφεσίβλητη 1 θα δικαιούτο σε απόφαση στην ανταπαίτησή της για το ποσόν των €13.000,00 πλέον τόκους.

Τα γεγονότα της παρούσας διακρίνονται από τα γεγονότα της υπόθεσης Άδμητου Πιτσιλλίδη (ανωτέρω) όπου κρίθηκε ότι η αγωγή για δηλωτική απόφαση ως προς την ερμηνεία ασφαλιστικού συμβολαίου, ήταν πρόωρη επειδή δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση αναφορικά με το επίδικο ατύχημα. Όπως πολύ σωστά υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την πιο πάνω δικονομική εξέλιξη της αγωγής και προκειμένου να αποφασιστεί η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης 1, ήταν αναγκαίο να εξεταστεί η ρήτρα 91 του επίδικου συμβολαίου και η εμβέλεια της ασφαλιστικής κάλυψης.

Κατά συνέπεια, η απαίτηση στην αγωγή για δηλωτική απόφαση ως προς την ερμηνεία του όρου 91 της ασφαλιστικής σύμβασης δεν ήταν θεωρητικής φύσης. Η αγωγή για δηλωτική απόφαση όχι μόνον δεν ήταν πρόωρη αλλά με την δικονομική εξέλιξη της υπόθεσης, είναι σαφές ότι τέθηκαν πραγματικά ζητήματα και δημιουργήθηκε μια γνήσια και υφιστάμενη διαφορά μεταξύ των διαδίκων, που ήταν αναγκαίο να αποφασιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Ενόψει των πιο πάνω, η αντέφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Θα προχωρήσουμε στην συνέχεια στην εξέταση των λόγων έφεσης, οι οποίοι όπως προαναφέραμε περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό για λανθασμένη ερμηνεία της ρήτρας 91 του επίδικου συμβολαίου.

Οι αρχές ερμηνείας συμβάσεων και γενικότερα εγγράφων καθορίστηκαν μέσα από πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου κα (1997) 1 Α.Α.Δ. 576, αποφασίστηκε ότι η ερμηνεία ενός εγγράφου είναι ζήτημα νομικό και έργο του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν ανήκει στους διαδίκους ή τους μάρτυρες τους, ο προσδιορισμός της έννοιας ή της φύσης του. Πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η με αντικειμενικό τρόπο διαπιστωθείσα πρόθεση των συμβαλλομένων, προς αναζήτηση της οποίας συνυπολογίζεται ολόκληρο το περιεχόμενο της σύμβασης.

Στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου "Το Δίκαιο των Συμβάσεων" τόμος Β, σελ. 455, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστή Sedley στην υπόθεση Wasa International Insurance Co Ltd v. Lexdington Insurance Co [2008] Bus. L.R. 1029, παρατίθενται τα πιο κάτω:

« Καταρχάς, είναι φανερό ότι, σε τελική ανάλυση, η ερμηνεία των συμβάσεων, που αποτελεί αναγκαίο στάδιο στην εφαρμογή τους, είναι αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων, πρέπει να υπάρχει κάποιο όργανο που να αποφασίζει τελεσίδικα για την ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ των μερών και να επιλύει τα προβλήματα που έχουν προκύψει. Η ανάθεση του έργου αυτού στην δικαστική εξουσία, αποτελεί μέρος του ιδίου του κράτους δικαίου, καθότι είναι μόνο κάποιο θεσμικά κατοχυρωμένο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο της πολιτείας που έχει το δικαίωμα να επιλύει νομικές διαφορές μεταξύ πολιτών. Αυτό το όργανο δεν μπορεί να είναι άλλο από το Δικαστήριο. Επομένως όπως έχει λεχθεί, η ερμηνεία κάποιας σύμβασης, είναι η ερμηνεία που έχει επιλεγεί από το ίδιο το Δικαστήριο, στο οποίο τα μέρη έχουν προσφύγει.»

Στην συνέχεια γίνεται εκτενής αναφορά στο ίδιο σύγγραμμα, στις μεθόδους ερμηνείας μιας σύμβασης από το Δικαστήριο και στις διάφορες προσεγγίσεις που προκύπτουν από την νομολογία. Η συνήθης ερμηνευτική προσέγγιση του κοινοδικαίου, όπως γίνεται αποδεκτή και από την Κυπριακή νομολογία, είναι με επικέντρωση στο κείμενο της συμφωνίας αλλά και στις φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η υπόθεση Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ 518 όπου λέχθηκε ότι βασικό κριτήριο, είναι η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων της σύμβασης και ότι αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτως ώστε να αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Η προσέγγιση αυτή είναι γνωστή και ως «γραμματική ερμηνεία» της σύμβασης (literal construction).

Όσον αφορά την γραμματική ερμηνεία, έχει λεχθεί στην Κυπριακή υπόθεση Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1 Α.Α.Δ. 217 ότι ο κάθε όρος μιας σύμβασης δεν θα πρέπει να διαβάζεται απομονωμένα από το όλο πνεύμα της συμφωνίας και της πρόθεσης των συμβαλλομένων. Η ερμηνεία που δίδεται σε μια σύμβαση πρέπει να είναι λογική και να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο εξεταζόμενο ως ένα σύνολο, χωρίς να απομονώνεται οποιαδήποτε φράση.

Αναφορά γίνεται στο πιο πάνω σύγγραμμα του Π. Πολυβίου "Το Δίκαιο των Συμβάσεων" τόμος Β στην σελίδα 456, και σε μια πιο σύγχρονη ερμηνευτική προσέγγιση που υιοθέτησαν τα Αγγλικά Δικαστήρια, στην οποία διαπιστώνεται προσπάθεια απαγκίστρωσης από το λεκτικό των μερών και επικέντρωσης σε ευρύτατη ερμηνεία, με βάση τις εμπορικές πραγματικότητες της περίπτωσης και στο πλαίσιο εξέτασης όλων των γεγονότων και δεδομένων της συναλλαγής. Σχετική επί του προκειμένου, είναι η απόφαση του Δικαστή Hoffman στην υπόθεση Mannai Investment Co Ltd v. Eagle Star Assurance Society Ltd [1997] AC 749.

Στην απόφαση Αλεξάνδρου ν. Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ (ανωτέρω) στην οποία γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση, επαναλαμβάνεται η πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ερμηνεία των συμβατικών όρων, επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου και ότι είναι μια άσκηση με αμιγώς νομικό χαρακτήρα. Γίνεται επίσης παραπομπή στην υπόθεση Liberty Life Insurance Ltd v. Άντρης Μιχαήλ κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ 471, όπου αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την ερμηνεία σύμβασης:

«Υπάρχει δε, συναφώς, πάντοτε κατά νου ότι μια γραπτή συμφωνία περιέχει τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά το χρόνο σύναψής της· αντανακλούν την κοινή πρόθεσή τους αναφορικά με το αντικείμενό της. Όταν, στη συνέχεια, κατά την εκτέλεση της συμφωνίας, προκύψει διαφορά ως προς τη σημασία κάποιων όρων της, κριτής αυτής είναι ο ουδέτερος αναγνώστης του κειμένου της.  Εφόσον δε η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστής, εφαρμόζοντας καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας εγγράφων συμφωνιών.  Ο συνήθης κανόνας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει, στους επίδικους όρους μιας συμφωνίας, οποιαδήποτε ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη της σημασίας τους, συνίσταται στην απόδοση σ' αυτούς της συνήθους λεξικολογικής σημασίας, δηλαδή της σημασίας την οποία αυτοί φέρουν όταν χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, (βλ. Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630∙ Pell Frischmann Cons. Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33∙ Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058 και Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1156).»

 Ειδικότερα για την ερμηνεία των ασφαλιστικών συμβάσεων, σχετική είναι η υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Eurolife Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 242. Στην εν λόγω υπόθεση τονίστηκε ότι καθήκον των ασφαλιστών είναι να εξαιρούν την ευθύνη τους για ασφαλιστική κάλυψη, με καθαρές και σαφείς πρόνοιες. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα στη σελ. 246:

 «Έχοντας τα πιο πάνω  υπόψη αλλά και το ότι το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο αφορά ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι, παρά τη φαινομενική της γενικότητα, η πρόνοια για την εξαίρεση είναι ασαφής.  Στο σύγγραμμα Ivamy, General Principles of Insurance Law, 2η έκδοση στη σελ. 225, αναφέρεται ότι επειδή οι εξαιρέσεις εισάγονται στο συμβόλαιο κυρίως για να απαλλάξουν τους ασφαλιστές από ευθύνη για απώλεια, που κατά τα άλλα θα καλυπτόταν από το ασφαλιστήριο, αυτές ερμηνεύονται εναντίον των ασφαλιστών με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα. Είναι, όπως αναφέρεται, καθήκον των ασφαλιστών να εξαιρούν την ευθύνη τους με καθαρές και σαφείς πρόνοιες. Αν εδώ πρόθεση ήταν να εξαιρούνται τέτοιες περιπτώσεις, έστω κι αν προέρχονταν από ατύχημα και τραυματισμό, τούτο θα αναμενόταν να προνοείται σαφώς και ρητώς.»

Στην παρούσα περίπτωση, η εν λόγω ρήτρα που φέρει τίτλο «Μαθητευόμενοι και/ή άπειροι και/ή νεαροί και/ή ηλικιωμένοι οδηγοί» προνοεί ότι το ασφαλισμένο όχημα δεν θα οδηγείται από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο:

                     i.        είναι ηλικίας κάτω των 25 ετών,

                    ii.        είναι κάτοχος άδειας μαθητευόμενου οδηγού,

                   iii.        δεν είναι κάτοχος άδειας οδηγού για περίοδο δύο ετών εκτός από άδεια μαθητευόμενου οδηγού,

                   iv.        είναι ηλικίας πέραν των 70 ετών.

Εφαρμόζοντας την προσέγγιση της γραμματικής ερμηνείας, διαπιστώνεται ξεκάθαρα ότι στο επίδικο ασφαλιστικό συμβόλαιο, η πρόθεση των μερών ήταν να εξαιρέσουν από την ασφαλιστική κάλυψη, τους άπειρους και τους ηλικιωμένους οδηγούς. Αυτό δεν προκύπτει μόνον από τον τίτλο αλλά και από το ίδιο το περιεχόμενο της ρήτρας όπου καθορίζει την ηλικία του οδηγού μεταξύ 25 και 70 ετών αλλά και για κατοχή αδείας για περίοδο δύο ετών. Το πρόβλημα ερμηνείας που προκύπτει, είναι ως προς το είδος της άδειας οδηγού που ο ασφαλισμένος θα πρέπει να κατέχει για περίοδο 2 ετών. Αυτό δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι ο εφεσίβλητος 2 κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, ήτοι την 8.7.2008, ήταν άνω των 25 ετών, και κατείχε άδεια οδήγησης για οχήματα κατηγορίας Β/Β1 από 5.12.2002 και για οχήματα κατηγορίας Γ/Γ1 από 11.12.2006. Είχε δηλαδή άδεια οδήγησης Β/Β1 για πάνω από δύο χρόνια, αλλά για το επίδικο όχημα παρότι κατείχε άδεια οδήγησης Γ/Γ1 κατά το ατύχημα, εντούτοις αυτή δεν ήταν πέραν των δύο χρόνων.

Είμαστε της άποψης ότι η ορθή ερμηνεία της υπό κρίση ρήτρας 91, είναι ότι αφορά άδεια οδήγησης δύο χρόνων για οποιονδήποτε τύπο οχημάτων και όχι για τον τύπο οχημάτων Γ/Γ1, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το επίδικο όχημα, όπως ισχυρίζεται η εφεσείουσα. Με αυτό τον τρόπο, καθορίζεται η πρόθεση των μερών να αποκλείσουν από την ασφαλιστική κάλυψη άπειρους οδηγούς, η οποία διευκρινίζεται πλην της ηλικίας του οδηγού πέραν των 25 ετών και με την οριοθέτηση για κατοχή άδειας οδήγησης οχήματος για δύο τουλάχιστον χρόνια.

Σημειώνεται επιπλέον ότι στον όρο για κατοχή αδείας για δύο χρόνια, εξαιρείται η μαθητική άδεια, προφανώς για να ικανοποιηθεί η πρόθεση των μερών να αποκλείσουν ως άπειρους, τους οδηγούς που έχουν άδεια πέραν των δύο ετών όμως αυτή δεν είναι κανονική άδεια αλλά μαθητική. Έπεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ως έμπειρο οδηγό που καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση, αυτόν που κατέχει οιανδήποτε άδεια οδηγού και όχι αυτό που κατέχει άδεια για το επίδικο όχημα.   

Έχουμε την άποψη σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αν τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση να συμπεριλάβουν στους άπειρους οδηγούς και αυτούς που δεν κατέχουν ειδική άδεια οδήγησης για δύο χρόνια για το συγκεκριμένο είδος οχήματος, θα το ανέφεραν ρητώς στην ρήτρα 91 του επίδικου ασφαλιστικού συμβολαίου και δεν θα αναφέρονταν γενικά σε κατοχή άδειας οδηγού για δύο χρόνια.

Συμφωνούμε επίσης με την θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την διαπίστωση αυτή, συνηγορεί και το λεκτικό στο πιστοποιητικό ασφάλισης του υπό κρίση οχήματος (τεκμ. 4), που επίσης αποτελεί μέρος της μεταξύ των μερών συμφωνίας, και στο οποίο η προϋπόθεση που τίθεται στον όρο 6, είναι ο οδηγός να κατέχει άδεια Γ/Γ1 που να του επιτρέπει να οδηγεί το εν λόγω μηχανοκίνητο όχημα, χωρίς να καθορίζεται οποιοδήποτε χρονικό διάστημα για την απόκτηση αυτής της άδειας.

Είναι ορθή υπό τας περιστάσεις η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρόθεση των μερών ήταν να παρέχεται κάλυψη για το επίδικο όχημα όταν αυτός που το οδηγεί είναι κάτοχος άδειας για τη συγκεκριμένη κατηγορία οχήματος και να είναι έμπειρος οδηγός, ήτοι να είναι άνω των 25 ετών και να είναι κάτοχος άδειας οδηγού για δύο χρόνια για οποιαδήποτε κατηγορία οχήματος.

Με βάση τα πιο πάνω, συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 2 κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος, καλυπτόταν  ασφαλιστικά με βάση τους όρους του επίδικου ασφαλιστικού συμβολαίου να οδηγεί το όχημα με αρ. εγγραφής KQJ475, το οποίο είχε ασφαλιστεί από την εφεσείουσα με περιεκτική κάλυψη. Αυτό δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν κατά την 8.7.2008 άνω των 25 ετών, ήταν κάτοχος άδειας οδηγού για οχήματα κατηγορίας Β/Β1 για περίοδο πέραν των δύο ετών ήτοι από 5.12.2002, και επιπλέον κατείχε άδεια οδηγού που του επέτρεπε να οδηγεί το επίδικο  μηχανοκίνητο όχημα με αριθμό εγγραφής KQJ475, κατηγορίας Γ/Γ1 από 11.12.2006.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολο της.

Λόγω της απόρριψης τόσο της έφεσης της εφεσείουσας όσο και της αντέφεσης της εφεσίβλητης 1, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα μεταξύ εφεσείουσας και εφεσίβλητης 1.

Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου 2 και εναντίον της εφεσείουσας, τα έξοδα της παρούσας έφεσης που καθορίζονται στο ποσόν των €2000,00 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

Στ. Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Ιφ. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο