ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2019)

 

12 Φεβρουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΕΛΕΠΗΣ

 

Εφεσείοντας/Εναγόμενος

 

και

 

NICHROPA DEVELOPERS LTD

 

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων

 

-----------------------------

 

Γεώργιος Κουκούνης για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Αδάμος Χ'' Χριστοδούλου για Αδάμος Χ'' Χριστοδούλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

    δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντα με την οποία αξίωναν από αυτόν το ποσό των €61.784,91 στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή και στη βάση ανταλλάγματος το οποίο απέτυχε πλήρως ή και ως αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από 21.12.2011.

 

Συγκεκριμένα οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι στις 17.11.1993 πώλησαν στον εφεσείοντα ένα διαμέρισμα στο Παραλίμνι για το ποσό των €46.132,24. Ο εφεσείοντας πλήρωσε όλο το συμφωνηθέν ποσό και παρέλαβε την κατοχή του διαμερίσματος το οποίο συνεχίζει να χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα.

   

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης τον Δεκέμβριο του 2006 ο εφεσείοντας χρειάστηκε δάνειο για δικούς του σκοπούς αλλά λόγω του ότι δεν είχε εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος για το διαμέρισμα, δεν μπορούσε να το υποθηκεύσει. Παρακάλεσε έτσι τους εφεσίβλητους να εκδώσουν εγγυητική επιστολή για το ποσό για το οποίο είχε αγοράσει το διαμέρισμα ως εξασφάλιση για να μπορέσει να πάρει ισόποσο δάνειο από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας. Όντως οι εφεσίβλητοι για να τον διευκολύνουν εξέδωσαν εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Κύπρου για το ποσό των Λ.Κ. 27.000 πλέον τόκους στις 29.12.2006 η οποία θα ίσχυε μέχρι 20.11.2007 και ακολούθως θα ανανεωνόταν αυτόματα από χρόνο σε χρόνο και θα έληγε στις 20.11.2011.

   

Τον Δεκέμβριο του 2011 ο εφεσείοντας υπέβαλε στην τράπεζα απαίτηση για πληρωμή της εγγυητικής και παρά το ότι οι εφεσίβλητοι έστειλαν επιστολή στις 8.12.2011 με την οποία τον καλούσαν να ζητήσει ανανέωση της εγγυητικής και να αποσύρει την απαίτηση για πληρωμή, δεν το έπραξε με αποτέλεσμα η Τράπεζα Κύπρου τιμώντας την εγγυητική να καταβάλλει στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας για τον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των €61.784,91, μαζί με τόκους.

  

Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι πάρα του ότι ζήτησαν από τον εφεσείοντα την πληρωμή του ποσού αυτός δεν τους το κατέβαλε, γεγονός που τον κατέστησε πλουσιότερο άδικα και αδικαιολόγητα αφού το ποσό κατατέθηκε στον δικό του λογαριασμό δανείου στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας, χωρίς όμως οι εφεσίβλητοι να του όφειλαν οποιονδήποτε ποσό.

 

Ο εφεσείοντας με την Υπεράσπισή του ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις και καταχώρισε και ουσιαστική υπεράσπιση στην αγωγή. Με την πρώτη προδικαστική ένσταση ισχυριζόταν ότι η αγωγή πάσχει νομικά αφού δεν συνενώθηκαν σε αυτήν όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και συγκεκριμένα όλοι οι πωλητές με βάση τη συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος, ενώ με τη δεύτερη προδικαστική του ένσταση προβάλλει τη θέση ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων είναι εντελώς αβάσιμη και ανυπόστατη.

 

Σε ό,τι αφορά την Υπεράσπισή του στην αγωγή, ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι αγόρασε το επίδικο διαμέρισμα για την τιμή που αναφέρεται αλλά μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της Υπεράσπισής του δεν είχε ακόμα εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας του διαμερίσματος για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τους πωλητές του ακινήτου, και ανέφερε ότι το σχετικό πωλητήριο έγγραφο, το κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου. Ήταν η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι και οι υπόλοιποι πωλητές ζήτησαν, ως αιτητές, και έλαβαν από την Τράπεζα Κύπρου σχετική εγγυητική επιστολή για το ποσό των €46.132,24 με δυνατότητα ανανέωσης και ημερομηνία πλήρους λήξης της την 20.11.2011. Συμφώνως αυτής, η Τράπεζα Κύπρου ανέλαβε να πληρώσει το ποσό που την αφορά στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας, στο δικαιούχο πρόσωπο, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση από τους πωλητές, αμέσως μόλις γίνει γραπτή απαίτηση από το δικαιούχο πρόσωπο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ήταν επίσης η θέση του ότι εφόσον οι πωλητές δεν είχαν εκδώσει ξεχωριστό τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος και δεν το μεταβίβασαν στο όνομα του εφεσείοντα, με βάση το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής και των όρων της, το δικαιούχο πρόσωπο ζήτησε και έλαβε το ποσό, άρα οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνται να αιτιούνται τον εφεσείοντα γιατί είναι οι ίδιοι που δεν πλήρωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις της εγγυητικής και συνεπεία του γεγονότος αυτού η εγγυητική πληρώθηκε με βάση τους όρους της και συνεπώς οι εφεσίβλητοι εμποδίζονται και δεν δικαιούνται να απαιτούν ως η αγωγή τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του καταγράφει τα παραδεκτά και/ή αναντίλεκτα γεγονότα όπως και τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του από τρεις συνολικούς μάρτυρες.

 

Η βασική θέση του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν ακόμα εκδώσει τίτλο ιδιοκτησίας και δεν του έχουν μεταβιβάσει το διαμέρισμα και ότι η αγωγή τους είναι αβάσιμη και ο ίδιος δεν έχει πλουτίσει άδικα και αδικαιολόγητα. Το ποσό της εγγυητικής εισπράχθηκε νόμιμα σύμφωνα με τους όρους της, αφού δεν εκδόθηκε ξεχωριστός τίτλος και δεν του είχε μεταβιβαστεί το διαμέρισμα μέχρι την ημερομηνία λήξης της. Προέβαλε τη θέση ότι η εγγυητική δεν δόθηκε για εξόφληση δανείου που ο ίδιος ζήτησε, αλλά ο όρος που τέθηκε σε αυτήν ήταν όπως ο πωλητής εγγράψει το διαμέρισμα στο όνομά του, εφόσον ο τίτλος ιδιοκτησίας εκδιδόταν από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο. Δεν υπήρξε συμμόρφωση των εφεσιβλήτων με τους όρους της εγγυητικής και το δικαιούχο πρόσωπο άσκησε το δικαίωμα για απαίτηση και είσπραξή της. Αρνήθηκε ότι η εγγυητική έγινε για να εξυπηρετήσει τον ίδιο ως πελάτη των εφεσιβλήτων, ο ίδιος δεν ήταν το δικαιούχο πρόσωπο της εγγυητικής, δεν την κατείχε ούτε και την είσπραξε και ισχυρίστηκε ότι δεν επωφελήθηκε ο ίδιος το ποσό της εγγυητικής ούτε και πλούτισε άδικα και αδικαιολόγητα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τους μάρτυρες των εφεσιβλήτων ανέφερε ότι του έχουν κάνει πολύ καλή εντύπωση αφού κατέθεσαν με θετικό τρόπο δίνοντας άμεσες και σαφείς απαντήσεις και δεν έχει καμία αμφιβολία ότι ανέφεραν την αλήθεια, σχολιάζοντας ότι η μαρτυρία τους συμφωνεί επί της ουσίας της και υπάρχει συνοχή και λογική και με τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Σημείωσε επίσης ότι η μαρτυρία τους δεν έχει κλονιστεί καθόλου λόγω της αντεξέτασης τους και έτσι την αποδέχτηκε. Αντίθετα, αξιολογώντας τον εφεσείοντα ανέφερε ότι δεν έχει καμία αμφιβολία ότι αυτός δεν ήταν ειλικρινής και προσπάθησε να αποκρύψει την αλήθεια για τον λόγο που οδήγησε στην έκδοση της εγγυητικής. Η θέση του ότι το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας το 2006 έτσι ξαφνικά και επειδή ο ίδιος ήταν πελάτης τους, έκανε διευθετήσεις για να πάρει την εγγυητική για να είναι καλυμμένος, αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έχει καμία λογική. Διερωτήθηκε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο, γιατί, εάν η εγγυητική που δόθηκε ήταν για να είναι καλυμμένος ο ίδιος και δεν αφορούσε δική του εξασφάλιση δανείου, στην εγγυητική δικαιούχος ήταν το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας και όχι ο ίδιος ο εφεσείοντας, και τι σχέση θα μπορούσε να έχει το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας με εγγυητική που δόθηκε για κάλυψη του ιδίου.

 

Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων που έζησαν προσωπικά τα γεγονότα και μαζί τους μιλούσε ο εφεσείοντας, δεν αμφισβητήθηκαν καθόλου ως προς τη θέση τους ότι ο εφεσείοντας ζήτησε την εγγυητική για να μπορεί να τη δώσει ως εξασφάλιση για να λάβει δάνειο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνοντας και άλλα σημεία από τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναφέρει: «Εν πάση περιπτώσει τα πράγματα θεωρώ πως μιλούν από μόνα τους και το Δικαστήριο βρίσκει ότι το ποσό που εισπράχθηκε από το Συνεργατικό μπήκε σε δάνειο του εναγόμενου για το οποίο είχε δοθεί ως εξασφάλιση ή εγγυητική». (Σχετική είναι η σελ. 14 της πρωτόδικης απόφασης). Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα της πρωτόδικης απόφασης, το Δικαστήριο αναφέρει ότι βασικές θέσεις του εφεσείοντα δεν δικογραφήθηκαν, αλλά και το γεγονός ότι πολλές από τις θέσεις του ακούστηκαν για πρώτη φορά στη δική του μαρτυρία και δεν τέθηκαν στους μάρτυρες των εφεσιβλήτων για σχολιασμό.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα συμπεράσματά του ως αυτά προέκυψαν μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ακολούθως, παραπέμποντας στη σχετική νομοθεσία και συγκεκριμένα στο άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και νομολογία, ασχολήθηκε με την αξίωση των εφεσιβλήτων στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Παρέπεμψε προς τούτο στις αποφάσεις Παναγιώτης Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077, Ismini Kyriacou Hgiloizi & others v. Irini Ioan (1963) 2 CLR 11, Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ, κ.α. v. Δημητρίου Κάκαβου (2015) 1 Α.Α.Δ.2195.

 

Κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες για να διευκολύνουν τον εναγόμενο κατόπιν παράκλησης του τελευταίου έχοντας υπ' όψιν ότι δεν είχε εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας για το διαμέρισμα προκειμένου ο εναγόμενος να μπορεί να το υποθηκεύσει για δάνειο, έδωσαν την εγγυητική για να μπορεί να τη βάλει ως εξασφάλιση για να πάρει δάνειο. Δεν το έπραξαν χαριστικά. Εξάλλου έχει σημασία να αναφερθεί εδώ πως η συμφωνία τεκμήριο 4 δεν προνοούσε την παροχή εγγυητικής. Το Συνεργατικό εις το οποίο έγινε το δάνειο με βάση τους όρους της εγγυητικής ζήτησε και την εισέπραξε. Τα χρήματα πήγαν στο δάνειο και κάλυψαν υποχρέωση που θα έπρεπε να διευθετήσει ο εναγόμενος, άρα ο εναγόμενος αποκόμισε όφελος. Οι ενάγοντες ουδεμία σχέση είχαν με τις υποχρεώσεις ή το δάνειο του εναγόμενου».

 

Δεν διαφεύγουν οι όροι της εγγυητικής και δεν αμφισβητείται ότι το Συνεργατικό ενήργησε με βάση αυτούς για να εισπράξει την εγγυητική. Όμως από την άλλη δεν διαφεύγει ότι ο εναγόμενος την ίδια στιγμή που «σφυρίζει αδιάφορα» για την είσπραξη της εγγυητικής και προσπαθεί να παραπλανήσει λέγοντας ότι δεν ξέρει πού πήγαν τα χρήματα που εισπράχθηκαν, δεν έχει τερματίσει τη συμφωνία Τεκμήριο 4, ούτε εξέφρασε τέτοια πρόθεση και συνεχίζει να διαμένει και να χρησιμοποιεί με την οικογένεια του το διαμέρισμα. Επιπλέον δεν ήγειρε οποιαδήποτε ανταπαίτηση εναντίον των εναγόμενων, πάρα μόνο επιφύλαξη ως αναφέρει στο δικόγραφό του τα δικαιώματά του:

 

«Με τα δεδομένα της υπόθεσης συνεπώς ως έχουν ενώπιον μου βρίσκω ότι είναι άδικο να επωφεληθεί ο εναγόμενος κατ' αυτό τον τρόπο. Για λόγους δε φυσικής δικαιοσύνης το Δικαστήριο θα αποδώσει στους ενάγοντες την αιτούμενη θεραπεία».

 

Προχώρησε έτσι και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €61.784,91 πλέον νόμιμο τόκο από 21.12.2011 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προφανώς και δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα ο οποίος την εφεσίβαλε προβάλλοντας οκτώ λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά το γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε εσφαλμένα αφού διέλαθε του πρωτόδικου Δικαστηρίου η βασική αρχή ότι υπάρχει αυτοτέλεια σε μια εγγυητική επιστολή και ότι μια εγγυητική επιστολή που εκδίδεται από τραπεζικό ίδρυμα αποτελεί τη βάση σαφούς νομολογίας ανέκκλητης επιβεβαίωσης ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της. Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση του εφεσείοντα ότι η αγωγή και η απαίτηση των εφεσιβλήτων ήταν πρόωρη και δεν νομιμοποιείται στην έγερση της ή στην αξίωση τους και με βάση αυτή προχώρησε και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη, κατά τον εφεσείοντα, κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθούν στους δικαιούχους, τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που ήταν πωλητές στο πωλητήριο έγγραφο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την εισήγηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στηρίχθηκε στις αρχές του αδικαιολόγητου πολιτισμού για την έκδοση της απόφασής του εναντίον του εφεσείοντα, ενώ είναι γνωστό ότι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δεν αποτελεί αυτόνομη αιτία αγωγής αλλά εντάσσεται στις θεραπείες που δημιουργούνται από το δίκαιο της επιείκειας και εφόσον ήταν υπαίτιο μέρος και ο εφεσείοντας το αθώο μέρος, δεν δικαιούνται να επικαλούνται ή να θεμελιώσουν αξίωση με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντικείμενο του πέμπτου λόγου έφεσης είναι η λανθασμένη κατά τον εφεσείοντα εισαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας στο περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση εναντίον του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσιβλήτων ενώ οι εφεσίβλητοι δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους με βάση την εγγυητική επιστολή και δεν εξέδωσαν ξεχωριστό τίτλο ιδιοκτησίας. Ο έβδομος λόγος έφεσης αναφέρεται σε λανθασμένη έκδοση απόφασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της εγγυητικής επιστολής η οποία εξασφαλίστηκε ή τελούσε μετά από ρητή απαίτηση και συνεπώς οι εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα αποκατάστασης, ενώ ο όγδοος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε ποσό και τόκο και έξοδα επί του ποσού της εγγυητικής προς όφελος των εφεσιβλήτων χωρίς επαρκή ή και καθόλου αιτιολογία, κρίνοντας εσφαλμένα και άνευ αιτιολογίας ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεσή τους εναντίον του. 

 

Ακολούθησε η καταχώριση εμπεριστατωμένων περιγραμμάτων αγόρευσης και από τους δύο συνηγόρους των διαδίκων, τα οποία υιοθετήθηκαν ενώπιον μας κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, αναφορά στα οποία θα γίνει στην παρούσα απόφαση όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Βασική θέση του εφεσείοντα είναι ότι οι εφεσίβλητοι λόγω παράλειψης τους να εκδώσουν τον ξεχωριστό τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος το οποίο αγόρασε από αυτούς, εξασφάλισαν από την Τράπεζα Κύπρου και παρέδωσαν στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας εγγυητική επιστολή για το ποσό των Λ.Κ. 27.000 πλέον τόκους με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο ήταν τότε 4,05% πλέον 2,45% περιθώριο από την ημερομηνία έκδοσης της εγγυητικής μέχρι την 20.11.2007, που οι πωλητές θα ενέγραφαν/μεταβίβαζαν το διαμέρισμα ελεύθερο από οποιαδήποτε υποθήκη και/ή άλλη επιβάρυνση στο όνομα του αγοραστή.

 

Η εγγυητική επιστολή δεν είχε ανανεωθεί περαιτέρω από τους εφεσίβλητους, έληξε πλήρως στις 20.11.2011 και οι πωλητές μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, αλλά μέχρι και σήμερα, κατά παράβαση των όρων του πωλητηρίου εγγράφου ημερ.17.11.1993, παραλείπουν και/ή αμελούν και/ή αδυνατούν να εκδώσουν τον ξεχωριστό τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος. Λόγω της μη συμμόρφωσης των πωλητών με τους όρους της εγγυητικής επιστολής, ο εφεσείων, ως το δικαιούχο πρόσωπο, ζήτησε την πληρωμή της, εφόσον οι όροι της δεν εκπληρώθηκαν, και η Τράπεζα Κύπρου που εγγυήθηκε την πληρωμή της εγγυητικής πλήρωσε το ποσό της πλέον τόκους.

 

Είναι περαιτέρω η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι παρόλο που δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους της εγγυητικής, όπως ούτε και με τους όρους του πωλητηρίου εγγράφου και βρίσκονται σε παράβαση των όρων αυτών, εντούτοις καταχώρισαν την αγωγή 506/12 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εναντίον του εφεσείοντα και αξίωναν από αυτόν το ποσό των €61.784,91 βάσει των αρχών του άδικου πλουτισμού και/ή βάσει ανταλλάγματος το οποίο απέτυχε πλήρως και/ή ως αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από 21.12.2011 πλέον έξοδα πλέον ΦΠΑ. Δηλαδή το ποσό της εγγυητικής επιστολής που πλήρωσε η Τράπεζα Κύπρου προς τον εφεσείοντα. Είναι βασική του θέση ότι η εγγυητική επιστολή είχε δοθεί για συγκεκριμένο λόγο και υπό τους όρους που αναφέρονται σε αυτή και ότι η πληρωμή της έγινε νόμιμα σύμφωνα με τους όρους της, και κανένα δικαίωμα δεν έχουν οι εφεσίβλητοι εναντίον του εφεσείοντα ως εκ της πληρωμής της.

 

Οι εφεσίβλητοι από την άλλη, όπως έχει ήδη αναφερθεί, έχουν μία εντελώς διαφορετική εκδοχή για τον λόγο που εκδόθηκε η εν λόγω εγγυητική και συγκεκριμένα είναι η θέση τους ότι τον Δεκέμβριο του 2006, 13 χρόνια μετά την αγορά του διαμερίσματος, ο εφεσείων χρειάστηκε δάνειο για δικούς του σκοπούς και λόγω του ότι δεν είχε εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος για το διαμέρισμα που αγόρασε από τους εφεσίβλητους, δεν μπορούσε να το υποθηκεύσει. Γι' αυτό και παρακάλεσε τους εφεσίβλητους να εκδώσουν εγγυητική επιστολή ως εξασφάλιση για το ποσό των 27.000 Λιρών Κύπρου (το αντίστοιχο σε ευρώ είναι €46.132,20) για να μπορέσει να πάρει ισόποσο δάνειο από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας. Πράγματι, οι εφεσίβλητοι για να τον διευκολύνουν εξέδωσαν στις 29.12.2006 εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Κύπρου για το εν λόγω ποσό πλέον τόκους, η οποία ίσχυε μέχρι 20.11.2007 και θα ανανεωνόταν αυτόματα από χρόνο σε χρόνο και θα έληγε πλήρως στις 20.11.2011. Τον Δεκέμβριο του 2011, ο εφεσείων υπέβαλε στην τράπεζα απαίτηση για πληρωμή της εγγυητικής και παρά την επιστολή των εφεσίβλητων με την οποία τον καλούσαν να ζητήσει ανανέωση της εγγυητικής και να αποσύρει την απαίτηση για πληρωμή, αυτός παρέλειψε να το πράξει και η Τράπεζα Κύπρου στις 21.12.2011 κατέβαλε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας για τον εφεσείοντα το συνολικό ποσό των €61.784,91 μαζί με τους τόκους.

 

Ήταν η θέση τους ότι με την πληρωμή του πιο πάνω ποσού ο εφεσείων κατέστη πλουσιότερος άδικα και αδικαιολόγητα για το εν λόγω ποσό και παρά το ότι του ζήτησαν επανειλημμένα να επιστρέψει το ποσό, αυτός απέρριψε την αξίωση τους. Καταχώρισαν έτσι την αγωγή 506/12 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου διεκδικώντας απόφαση για το εν λόγω ποσό στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή βάσει ανταλλάγματος, το οποίο απέτυχε πλήρως και/ή ως αποζημιώσεις πλέον νόμιμο τόκο από 21.12.2011 και το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου τους δικαίωσε εκδίδοντας σχετικά απόφαση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του και στη σελίδα 12 μέχρι και 15 της πρωτόδικης απόφασης παραθέτει τους λόγους που το οδήγησαν να αποδεχτεί τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσιβλήτων και να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντα πέραν των σημείων που αυτή συνάδει με την κατάθεση εγγράφων. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 κατέληξε ότι ο εφεσείοντας δεν ήταν ειλικρινής και προσπάθησε να αποκρύψει την αλήθεια για τον λόγο που εκδόθηκε η εγγυητική. Περαιτέρω, σημείωσε ότι η μαρτυρία των εφεσιβλήτων και κυρίως του Μ.Ε.2 που έζησε προσωπικά τα γεγονότα και ήταν μαζί του που μιλούσε ο εφεσείοντας, δεν αμφισβητήθηκε ως προς το ότι ο εφεσείοντας ζήτησε την εγγυητική για να μπορέσει να τη δώσει ως εξασφάλιση για δάνειο. Αναφέρει περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείοντας που βασίζει ουσιαστικά την Υπεράσπιση του στο περιεχόμενο και τους όρους της επίδικης εγγυητικής επιστολής, δεν έχει δώσει καμία λογική εξήγηση για την αναφορά που υπάρχει στο κείμενο της εγγυητικής, η οποία ξεκινά ως ακολούθως «Σε αντάλλαγμα της συμφωνίας σας να παρέχεται δάνειο στον κύριο Παναγιώτη Τσελεπή (ο αγοραστής) έτσι ώστε αυτός να δυνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του κάτω από τη σύμβαση πώλησης ημερ. 17.11.1993... ». Ούτε και παρουσίασε κάποια μαρτυρία για να δείξει ότι το συγκεκριμένο μέρος της εγγυητικής δεν ισχύει. Σημειώνει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο εφεσείοντας δέχτηκε στη μαρτυρία του ότι είχε δάνειο στο Συνεργατικό αλλά επέλεξε να μην παρουσιάσει καμία μαρτυρία ούτε στοιχεία, για το εν λόγω δάνειο και τις εξασφαλίσεις που δόθηκαν σε σχέση με αυτό ή/και την πληρωμή του και να αφήσει τα πράγματα στο σκοτάδι.

Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει αξιολογώντας τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι:

 

«Η όλη προσπάθεια του να αποκρύψει την αλήθεια και να παραπλανήσει φάνηκε ξεκάθαρα και από το γεγονός ότι ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει πού πήγε το ποσό της εγγυητικής που εισπράχθηκε. Με λίγα λόγια, ισχυρίστηκε ότι το Συνεργατικό, ως δικαιούχος του ποσού της εγγυητικής που δόθηκε, κατά τα άλλα σύμφωνα με τα λεγόμενα του για να είναι καλυμμένος o ίδιος και όχι ως εξασφάλιση δανείου, εισέπραξε το ποσό και το κατακράτησε χωρίς o ίδιος να γνωρίζει τι έγινε αυτό το ποσό... »

 

Αναφέρει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείοντας πρόσθεσε γραμμή υπεράσπισης στη δική του μαρτυρία η οποία ούτε δικογραφημένη ήταν ούτε και τέθηκε στους μάρτυρες των εφεσιβλήτων για σχολιασμό. Αυτοί οι ισχυρισμοί αφορούσαν ότι του ανάφερε το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας και τον παρότρυνε ουσιαστικά να αποταθεί για εγγυητική προκειμένου να είναι καλυμμένος με την αλλαγή της νομοθεσίας που έγινε αναφορικά με τις οικοδομές και τη μη δυνατότητα πλέον να εγγραφεί επ' ονόματι του μεριδίου γης.

 

Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων που κατέληξε με βάση αυτή, αναφέρει στα συμπεράσματα του τα εξής (σελ.16):

«Ευρήματα

 

Έχοντας υπόψη την αξιολόγηση της μαρτυρίας πιο πάνω καθώς επίσης όσα σημειώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα σε άλλο σημείο ανωτέρω, τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι τα εξής:

 

1. Oι ενάγοντες είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα το Παραλίμνι και ασχολούνται με την ανάπτυξη ακινήτων.

 

2. O εναγόμενος είναι κάτοικος Παραλιμνίου.

 

3. Οι Ενάγοντες και κάποια άλλα πρόσωπα (XXXXX, XXXXX, XXXXX, XXXXX και XXXXX Μάρκου) ως πωλητές, με την σύμβαση πώλησης ημερ. 17/11/93 (τεκμ.4) πώλησαν στον εναγόμενο το διαμέρισμα, για το ποσό των Λ.Κ.27.000 (€46.132,24). Ο εναγόμενος δε κατέβαλε περί τον Νοέμβριο του 1993 ολόκληρο το συμφωνηθέν ποσό και παρέλαβε την κατοχή του διαμερίσματος το οποίο συνεχίζει να χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα. 

 

Σημειώνεται πως το κτιριακό συγκρότημα που βρισκόταν το διαμέρισμα ανεγέρθη σε τεμάχιο μετά από συμφωνία με τους αρχικούς ιδιοκτήτες του και λόγω του ότι κατά την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης με τον εναγόμενο (τεκμ.4) δεν είχε μεταβιβασθεί το μέρος του τεμαχίου που έπαιρνε η ενάγουσα εταιρεία, προστέθηκαν στη σύμβαση πώλησης και τα ονόματα των αρχικών ιδιοκτητών του τεμαχίου ήτοι XXXXX, XXXXX, XXXXX, XXXXX και XXXXX Μάρκου για να καταστεί δυνατή η κατάθεση της επίδικης σύμβασης στο κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Το επίδικο διαμέρισμα όμως ανήκε εξ' ολοκλήρου στην ενάγουσα εταιρεία, η οποία και εισέπραξε ολόκληρο το τίμημα πώλησης. 

 

4. Το 2006, ο εναγόμενος πληροφόρησε τους ενάγοντες ότι είχε άμεση ανάγκη για σύναψη δανείου για δικούς του σκοπούς και λόγω του ότι δεν είχε εκδοθεί τίτλος για το διαμέρισμα δεν μπορούσε να το υποθηκεύσει. Έτσι τους παρακάλεσε να δώσουν εγγυητική επιστολή για να χρησιμοποιηθεί ως εξασφάλιση για το δάνειο που θα έπαιρνε. Κατόπιν τούτου οι ενάγοντες, για να τον βοηθήσουν και διευκολύνουν, χωρίς χαριστική πρόθεση, αποδέχθηκαν και κατόπιν αίτησης τους (βλ. τεκμ.11 και 12) εκδόθηκε από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρία Λτδ η εγγυητική επιστολή υπ'αρ. XXXXX4046 ημερ.29/12/06, τεκμ.8.

 

Ο αιτητής στο τεκμ.8 ήταν οι ενάγοντες και δικαιούχος το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας, το οποίο παρείχε το δάνειο στον εναγόμενο. Εδόθη δε για το ποσό των Λ.Κ.27.000.- (€46.132,24) πλέον τόκους.

 

Με βάση αυτήν δε η Τράπεζα Κύπρου ανέλαβε να πληρώσει το πιο πάνω ποσό στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας ως δικαιούχο πρόσωπο, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση από τον πωλητή, αμέσως μόλις γίνει γραπτή απαίτηση από το δικαιούχο πρόσωπο με συστημένη επιστολή ή με παράδοση δια χειρός στα γραφεία της η οποία θα δηλώνει ότι :

 

(α) ο πωλητής δεν έχει μέχρι την 20/11/2007 εγγράψει το πιο πάνω ακίνητο στο όνομα του αγοραστή, ή ο πωλητής μεταβιβάσει τον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου στον αγοραστή χωρίς να δώσει γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον 30 ημερών στο εν λόγω δικαιούχο πρόσωπο μέσω της ρηθείσας εκδότριας τράπεζας για την προκειμένη μεταβίβαση, και

(β) απαιτείται πληρωμή κάτω από την εγγυητική αυτή.

 

Η εγγυητική προνοεί επίσης μέχρι πότε θα πρέπει να υποβληθεί απαίτηση για να θεωρείται εμπρόθεσμη, καθώς επίσης ότι αν δεν εκδοθεί τίτλος ιδιοκτησίας μέχρι 20/11/2007 και δεν έχει εν τω μεταξύ υποβληθεί απαίτηση ως προνοείται σε άλλο σημείο ανωτέρω, τότε η εγγυητική θα ανανεώνεται αυτόματα από χρόνο σε χρόνο για περίοδο ενός χρόνου κάθε φορά κάτω από τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις με ανάλογη αναπροσαρμογή στις ημερομηνίες και θα λήξει πλήρως στις 20/11/2011.

 

5. Οι ενάγοντες ή και οι πωλητές, που είχαν με βάση τη συμφωνία τεκμ.4 υποχρέωση να εκδώσουν ξεχωριστό τίτλο για το διαμέρισμα του εναγόμενου και να του το μεταβιβάσουν, μέχρι τον Νοέμβριο του 2011 δεν εξέδωσαν ξεχωριστό τίτλο, ενώ σημειώνεται πως τέτοιος τίτλος δεν έχει εκδοθεί ούτε μέχρι σήμερα.

 

6. Περί τις αρχές Δεκεμβρίου 2011, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Καρπασίας, με βάση τους όρους της εγγυητικής και έχοντας υπόψη τη μη έκδοση τίτλου ως ανωτέρω αναφέρεται, υπέβαλε στην Τράπεζα Κύπρου απαίτηση για πληρωμή της εγγυητικής.

 

Οι ενάγοντες τότε με την επιστολή των δικηγόρων τους ημερ.08/12/11 προς τον εναγόμενο (τεκμ.6) ζήτησαν την απόσυρση της απαίτησης και όπως γίνει ανανέωση της εγγυητικής για να συνεχίσει το δάνειο του να είναι εξασφαλισμένο. Πέραν της επιστολής του δικηγόρου του ημερ. 19/12/11 τεκμ.14, ο εναγόμενος δεν προέβη σε άλλη ενέργεια και έτσι και η Τράπεζα Κύπρου την 21/12/11 κατέβαλε στο εν λόγω Συνεργατικό ποσό €61.784,91.- (βλ. και τεκμ.5) που αφορούσε το ποσό της εγγυητικής μαζί με τους τόκους μέχρι την ημερομηνία αυτή, χρεώνοντας ανάλογα το λογαριασμό των εναγόντων.

 

7. Οχλήσεις των εναγόντων ακολούθως για να τους επιστραφεί το ποσό της εγγυητικής και να εκδώσουν νέα εγγυητική προς όφελος του εναγόμενου δεν βρήκαν ανταπόκριση (βλ. και την επιστολή του δικηγόρου των εναγόντων ημερ.19/01/12, τεκμ.7).»

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφαση του το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, την αρχή δηλαδή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως και τη σχετική νομολογία στη βάση της οποίας ερμηνεύεται. Καταλήγει, να αποδώσει στους ενάγοντες την αιτούμενη θεραπεία μετά από το σκεπτικό που παρατίθεται στην παρούσα απόφαση στη σελίδα 8 ανωτέρω.

Θεωρούμε ότι η προσέγγιση των νομικών θεμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο έγινε ορθά, με εύστοχη παραπομπή στη νομολογία. Συναφώς δικαιολογείται η πρωτόδικη απόφαση με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου όπως αυτά προέκυψαν συνεπεία της αξιολόγησης της μαρτυρίας του. Σημειώνουμε ότι αν και δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να αναφέρεται συγκεκριμένα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που δικαιολογούν τη νομική του προσέγγιση προέκυψαν συνεπεία της αξιολόγησης της μαρτυρίας και δη της αποδοχής της μαρτυρίας για τους εφεσίβλητους και την απόρριψη με απόλυτο τρόπο της μαρτυρίας του εφεσείοντα, υπενθυμίζουμε ότι εν πάση περιπτώσει το Εφετείο είναι με φειδώ που παρεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από πρωτόδικα δικαστήρια.

 

Όπως έχουμε αναφέρει πρόσφατα στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024


«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

 

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

Σε σχέση με το αξίωμα και/ή τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, παραπέμπουμε στα όσα έχουμε αναφέρει στην απόφαση μας BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED v. VAIMICUS ESTATES LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. E79/18, 24.11.2023:


«
Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minerve Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρμογής των αρχών του δικαίου των συμβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συμβατικού πλαισίου ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.


Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόμος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 με τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση (
Unjust Enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις με τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόμη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιημένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.

Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου προνοεί ως ακολούθως:

 

«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»

Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος που προκύπτει από το άρθρο 70 και έχουν εκτεθεί οι τέσσερις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:

 

«On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfilment of the conditions is a question of fact in each case.»

  

Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust)(βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση.»

 

Επίσης στην ίδια απόφαση αναφερθήκαμε και στην υπόθεση ΑΡΧΙΠΠΕΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΛΤΔ και άλλη v. Δημητρίου Κακαβού (2015) 1 Α.Α.Δ. 2195, επισημαίνοντας ότι:

«Όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι θεραπείες στη βάση Αδικαιολόγητου Πλουτισμού δίνονται κατ' εξαίρεση και στην απουσία σύμβασης ή διάρρηξης αυτής, οι θεραπείες του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης βασίζονται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας και ότι σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά η αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο,... »

...
 
«Στην παλαιότερη υπόθεση Νάκης Θεοχαρίδης v. Ιωάννη Ιωάννου κ.α. (2012) 1Α.Α.Δ. 1311, έχει αναφερθεί από την πλειοψηφία ότι:

 

«Για να ισχύει η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις: Α) ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους, β) το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε εις βάρος του ενάγοντα και γ) θα πρέπει να είναι άδικο να επιτρέπει στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.»

 

Στην υπόθεση Μιχάλης Ζένιος Λτδ και Touch Properties & Investments Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 484/2012, ημερ. 10 Ιουνίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A225, ECLI:CY:AD:2019:A225, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές που αφορούν την αξίωση για αποζημιώσεις στη βάση του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, στις αρχές της υπόθεσης ΑΡΧΙΠΠΕΑ (ανωτέρω) και πρόσθεσε ότι η βασική αρχή που εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία είναι ότι μία αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται ως αξίωση για αποζημίωση για απώλεια, αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος με έξοδα του ενάγοντα, με παραπομπή στην υπόθεση Benedetti v. Sawiris (2013) 3WLR 351

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο με τη σειρά του στη νομολογία, όπως έχει πιο πάνω αναφερθεί, ορθά κατέληξε στα συμπεράσματα του, ότι δηλαδή με τα δεδομένα της υπόθεσης ως έχουν τεθεί ενώπιον του είναι άδικο να επωφεληθεί ο εφεσείοντας κατά αυτό τον τρόπο και προσέγγισε το θέμα με βάση και τους λόγους της φυσικής δικαιοσύνης, γι' αυτό απέδωσε στους εφεσίβλητους τη θεραπεία που ζητούσαν.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4‑7 οι οποίοι συνολικά καλύπτουν όλο το φάσμα των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης, δεν έχουν εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης με βάση την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υπογραμμίζουμε εδώ ότι μεγάλη σημασία για την κατάληξη του Δικαστηρίου στα ευρήματα του ήταν το γεγονός ότι δεν πίστεψε καθόλου τον εφεσείοντα και αυτή η θέση του Δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλεται με ξεχωριστό λόγο έφεσης.

 

Επομένως οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 4‑7 απορρίπτονται.

 

Ερχόμαστε να εξετάσουμε τον τρίτο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά ξεχωριστή θέση. Συγκεκριμένα με αυτό προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως μη απαραίτητη τη συμπερίληψη του δικαιούχου προσώπου που ήταν αυτό που εισέπραξε το ποσό της εγγυητικής ως αναγκαίου διαδίκου στην αγωγή και εσφαλμένα οι εφεσίβλητοι δεν ήγειραν τις αξιώσεις τους εναντίον του, ως επίσης εσφαλμένα δεν συμπεριέλαβαν και τα λοιπά ενδιαφερόμενα πρόσωπα, οι οποίοι ήταν πωλητές στο πωλητήριο έγγραφο.


            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με τα θέματα αυτά αναφέρει ότι ο εφεσείοντας με την Υπεράσπιση του είχε εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη προδικαστική ένσταση αφορούσε ισχυρισμό ότι η αγωγή πάσχει νομικά, αφού δεν συνενώθηκαν όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και συγκεκριμένα όλοι οι πωλητές με βάση τη συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος. Αυτή η προδικαστική ένσταση καλύπτεται εν μέρει από τον λόγο έφεσης 3. Επί αυτής της θέσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι:

 

«Τα επίδικα θέματα στην παρούσα είναι τέτοια ώστε να μην τίθεται θέμα μη συμπερίληψης στην παρούσα όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των λοιπών προσώπων που αναφέρονται ως πωλητές στο Τεκμήριο 4, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει με τη μαρτυρία προκύπτει να μπήκαν τυπικά στη συμφωνία. Ούτε επηρεάζονται καθ' οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του Συνεργατικού Καρπασίας. Κρίνω συνεπώς ότι ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου οι αναγκαίοι διάδικοι και πως τα εγειρόμενα θέματα μπορούν να αποφασιστούν κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων.»

Δεν βρίσκουμε κανένα λάθος προσέγγισης στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε το θέμα. Όντως δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των άλλων μερών από τη μη συμπερίληψη τους στην παρούσα διαδικασία. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε τις νομικές αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αλλά ούτε και ότι υπήρξε οποιαδήποτε προσέγγιση λανθασμένη επί των νομικών ζητημάτων.

Συνεπώς όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.

 

Επιδικάζονται έξοδα €3.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.


 

          ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

            Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                           

                                              ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο