ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 359/2018)
21 Φεβρουαρίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
E. & F. LOGISTICS SOLUTIONS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
THEMIS PORTFOLIO (S1) MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Κ. Πόλεως, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Πατσαλίδου (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία και Βελάρης & Βελάρης, για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, στο πλαίσιο αγωγής, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που καταχώρισαν οι πρώτοι, και απέρριψε ανταπαίτηση των εφεσειόντων. Η απαίτηση των εφεσίβλητων ήταν για το ποσό των €29.459,52 το οποίο, ως αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσε την αξία εμπορευμάτων (ελαστικά μηχανοκίνητων οχημάτων) τα οποία οι εφεσίβλητοι τοποθέτησαν, κατόπιν συμφωνίας παρακαταθήκης, σε αποθήκη αποταμίευσης των εφεσειόντων.
Συνοπτικά, η εκδοχή των εφεσίβλητων, η οποία, πρωτοδίκως, έγινε αποδεκτή, συνίσταται στο ότι, κατόπιν συμφωνίας, αυτοί παρέδωσαν στους εφεσείοντες για να φυλάγουν, ως θεματοφύλακες, αριθμό ελαστικών μηχανοκίνητων οχημάτων που εισάχθηκαν στην Κύπρο, από πελάτες τους, και τους οποίους οι εφεσίβλητοι είχαν δανειοδοτήσει. Η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων επήλθε στη βάση υπογραφής και παράδοσης διαφόρων εγγράφων, τα οποία προέβλεψαν, μεταξύ άλλων, για τους όρους φύλαξης, και παράδοσης των εμπορευμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην έκδοση απόφασης, εναντίον των εφεσειόντων, αφού έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία δύο μαρτύρων που κατέθεσαν για λογαριασμό των εφεσίβλητων, ενώ δεν έκρινε αξιόπιστο τον διευθυντή της εταιρείας M. Paporis (Tyre Experts) Ltd, η οποία είχε εισαγάγει τα ελαστικά μηχανοκίνητων οχημάτων στην Κύπρο, με τη δανειοδότηση των εφεσίβλητων. Η μαρτυρία του ΜΥ2, Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, έγινε αποδεκτή, ως τυπική. Αφορούσε στην κατάθεση κάποιων τεκμηρίων από τον φάκελο της αγωγής 3407/2010.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης. Ειδικότερα, προσβάλλεται ως «Εσφαλμένη η αξιολόγηση μαρτυρίας ως προς το εύρημα στον καθορισμό του Τεκμηρίου 1 ως έγκυρη σύμβαση» (πρώτος λόγος έφεσης), ως «Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας ως προς το Τεκμήριο 1 κατά πόσο αυτό είναι σύμβαση παρακαταθήκης και/ή σύμβαση κάλυψης (indemnity) με παράλογα αποτελέσματα» (δεύτερος λόγος έφεσης), και ως «Λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς το κατά πως η Ενάγουσα έχει υποστεί ζημιά από οποιαδήποτε συμπεριφορά της Εναγόμενης» (τρίτος λόγος έφεσης).
Προς εξέταση των λόγων έφεσης έχουμε διεξέλθει, με την επιβαλλόμενη προσοχή, το περιεχόμενο όλων των τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κυρίως του Τεκμηρίου 1, τα δικόγραφα της αγωγής, τα πρακτικά της δίκης, το κείμενο της πρωτόδικης, εκκαλούμενης, απόφασης καθώς και το περιεχόμενο των περιγραμμάτων αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων.
Η εξειδίκευση του πρώτου λόγου έφεσης γίνεται με την αιτιολογία πως το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το Τεκμήριο 1 είναι έγκυρη σύμβαση, είναι αυθαίρετο, καθ' ότι, η δήλωση που υπογράφηκε από τους εφεσείοντες εμπεριέχει όρους κατά τους οποίους διαφαίνεται πως τα μέρη δεν έχουν συμβατική σχέση και/ή αντάλλαγμα και/ή πως αν είναι σύμβαση κατά πόσο αυτή πάσχει ένεκα αοριστίας, αφού κατά τον χρόνο σύνταξης δεν υπήρχε υποχρέωση, η όποια υποχρέωση ήταν μελλοντική και/ή δεν μπορούσε να είχε προβλεφθεί από τους εφεσείοντες. Η όποια δε ευθύνη, κατά τους εφεσείοντες, αν υπήρχε, από αυτούς προς τους εφεσίβλητους, εδράζεται επί του αστικού αδικήματος της αμέλειας το οποίο αναφέρεται στο ίδιο το Τεκμήριο 1 και δη «. resulting from negligent or unlawful use.».
Είναι σημαντικό, σ' αυτό το στάδιο, να αναφερθούμε στο περιεχόμενο - δικόγραφο - της υπεράσπισης που καταχώρισαν οι εφεσείοντες, το οποίο συνόψισε η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, και έχει ως ακολούθως:
«Η Εναγόμενη αντέδρασε με την καταχώρηση Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Ως εξηγεί στην Έκθεση Υπεράσπισης , η Ενάγουσα ενήργησε παράνομα τόσο κατά τον χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας ως και καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της ισχύος της, εξηγώντας ότι χρέωνε παράνομα και συμβατικά με τόκους, έξοδα, δικαιώματα και άλλα ποσά την Εναγόμενη, ότι παρέλειψε να παραδώσει στην Εναγόμενη πρωτότυπο ή αντίγραφο της συμφωνίας, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο καταπιεστικά και κατά παράβαση των συναλλαγματικών ηθών, ενώ περαιτέρω θεωρεί ότι έχει εξοφληθεί κάθε οικονομική υποχρέωση της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα και τα αξιούμενα ποσά αποτελούν παράνομες και συμβατικές χρεώσεις, καταλήγοντας ότι ουδέν ποσό οφείλουν στην Ενάγουσα προβάλλοντας επικουρικά και τη θέση ότι η επίδικη συμφωνία είναι άκυρη και στερημένη νόμιμου αποτελέσματος. Διεκδικεί παράλληλα με την ανταπαίτηση της δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία είναι παράνομη και στρέφεται κατά των συναλλαγματικών ηθών, αλλά και δήλωση ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στην Ενάγουσα.».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία - Τεκμήριο 1 - που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι συνιστά έγκυρη συμφωνία παρακαταθήκης, συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο απόσπασμα, από την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο έδωσε την ετυμηγορία του, αναφορικά με το Τεκμήριο 1, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Το λεκτικό του κειμένου είναι σαφές και υποστηρίζει την θέση της Ενάγουσας. Η Εναγομένη υπογράφοντας το Τεκμήριο 1 αποδέχτηκε και συμφώνησε ότι θα δεσμεύεται από τους όρους που αναγράφονται σε αυτό. Οι ουσιώδεις όροι που αφορούν την υπό εξέταση περίπτωση είναι ο όρος που προνοεί ότι η κυριότητα των αγαθών που θα κατατίθεντο στην αποθήκη αποταμίευσης θα παρέμειναν στην Ενάγουσα εκτός και εάν ρητώς και γραπτώς παρελάμβαναν από την Ενάγουσα κείμενο περί του αντιθέτου και ο όρος ότι η Εναγομένη δεν θα παρέδιδε εμπορεύματα που είχε κατατεθειμένα εκτός και εάν παραλάμβαναν σχετικό διατακτικό παράδοσης των εμπορευμάτων από την Ενάγουσα υπογραμμένο από δύο υπαλλήλους ή πιστό αντίγραφο αυτού. Ουσιώδης είναι και ο όρος ότι η Εναγόμενη αποδέχτηκε ευθύνη για οποιαδήποτε απώλεια ή ζημία των εμπορευμάτων η οποία θα προκύπτει από οποιεσδήποτε παράνομες πράξεις των υπαλλήλων ή των αντιπροσώπων τους ή προερχόμενες από οποιουδήποτε τρίτο μέρος.
Σε σχέση με την ανάλυση του εγγράφου, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Ενάγουσα εισηγείται ότι το λεκτικό του εγγράφου φανερώνει μία υπόσχεση από την Εναγομένη να πληρώσει την Ενάγουσα σε περίπτωση που υπάρξει απώλεια εμπορευμάτων, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο δέσμευση για την αποζημίωση από απώλεια των αγαθών ανεξάρτητη από τις υποχρεώσεις της εταιρείας M. Paporis (Tyre Experts) Ltd, προς την Ενάγουσα γνωστή ως "indemnity". Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου με βρίσκει σύμφωνη. Η Εναγόμενη υπογράφοντας το Τεκμήριο 1 αποδέχτηκε να ενεργεί ως παρακαταθέτης εμπορευμάτων για την Ενάγουσα και ταυτόχρονα παρείχε υπόσχεση στην Ενάγουσα να την αποζημιώσει σε περίπτωση απώλειας των αγαθών που θα αποθήκευε στο όνομά της.»
Έχοντας διεξέλθει το κείμενο του Τεκμηρίου 1 συμμεριζόμαστε πλήρως το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πιο πάνω ετυμηγορία, δεδομένου ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε σ' αυτήν, αναφερόμενο στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, το οποίο παρέθεσε αυτούσιο, ερμηνεύοντας το κατά τρόπο που ήταν επιτρεπτό, και δη, ως διαφαίνεται, με βάση τη γραμματική ερμηνεία αλλά και στο σύνολο του (βλέπε υποθέσεις (1) Λίλλης v. Ξενή (2009) 1 Α.Α.Δ. 217, (2) Liberty Life Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 471 και (3) Progressive Insurance Co Ltd v. S. Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση 411/2019, ημερομηνίας 10.02.2025). Δεν συμφωνούμε με τον συνήγορο των εφεσειόντων ότι το Τεκμήριο 1 συνιστούσε σύμβαση κάλυψης, ως αυτή προνοείται στο Άρθρο 82 του Κεφ. 149. Ουδεμία πρόνοια του Τεκμηρίου 1 υποδείχθηκε ως ικανή να στοιχειοθετήσει σύμβαση κάλυψης. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να υποδείξουμε την αντιφατικότητα στις θέσεις των εφεσειόντων, αφού, από τη μια ισχυρίζονται ότι μέσα από το Τεκμήριο 1 διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει συμβατική σχέση των διαδίκων, ενώ, από την άλλη, ισχυρίζονται ότι συνάφθηκε σύμβαση κάλυψης. Περαιτέρω δε, σύγχυση και αντιφατικότητα προκύπτει ευθέως όταν διαπιστώνουμε ότι οι εφεσίβλητοι, στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης τους, επικαλούνται τη σύναψη συμφωνίας παρακαταθήκης και οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 3 της υπεράσπισης τους, παραδέχονται ότι σύναψαν την επίδικη συμφωνία.
Όσον αφορά στη φράση «.resulting from negligent or unlawful use.» που επικαλούνται οι εφεσείοντες, ισχυριζόμενοι ότι το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το αστικό αδίκημα της αμέλειας, διαπιστώνουμε, επίσης, ότι αυτή δεν περιέχεται, επ' ακριβώς, έτσι επί του Τεκμηρίου 1. Παραθέτουμε, ως εκ τούτου, τον ακριβή όρο που συμφωνήθηκε από τους διάδικους όπου οι εφεσείοντες ανέλαβαν την ακόλουθη υποχρέωση: «We shall be responsible for all loss or damage to the goods resulting from the negligent or unlawful acts of any of our servants, agents or third parties». Στην έκθεση απαίτησης τους οι εφεσίβλητοι, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκαν ότι απουσίαζε αριθμός ελαστικών λόγω παράνομων και/ή αντισυμβατικών πράξεων των εφεσειόντων. Η απουσία, κατά τον έλεγχο, των ελαστικών από την αποθήκη χωρίς εντολή των εφεσίβλητων προφανώς συνιστούσε αντισυμβατική πράξη, για την οποία, ουσιαστικά, οι εφεσείοντες δεν έδωσαν, σε επίπεδο μαρτυρίας, οποιαδήποτε εξήγηση. Τα περί αμέλειας δεν είχαν σχέση με την εκδοχή των εφεσίβλητων, και επομένως, ορθά δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα, δεδομένης και της απουσίας δικογραφημένου ισχυρισμού, από τους εφεσείοντες, ο οποίος να σχετίζεται με αμέλεια, είτε εκ μέρους τους, είτε εκ μέρους των εφεσειόντων.
Επιπλέον, τονίζεται πως, οι εφεσείοντες, καμία μαρτυρία προσκόμισαν για απόδειξη των δικογραφημένων ισχυρισμών τους, και δη, για πληρωμή τόκων, εξόδων, δικαιωμάτων ή πληρωμή άλλων ποσών για την αξία των ελαστικών. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στους υπόλοιπους δικογραφημένους ισχυρισμούς. Υιοθετούμε μέρος από το πρωτόδικο σχόλιο ότι «.η υπεράσπιση της Εναγόμενης ως έχει δικογραφηθεί προσεγγίζει την απαίτηση ωσάν να πρόκειται για απαίτηση που αφορούσε την πληρωμή λογαριασμού που προκύπτει από σύμβαση δανείου». Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε δε πως, ο μόνος ουσιαστικός μάρτυρας των εφεσειόντων ήταν ο ΜΥ1, ο οποίος δεν κρίθηκε αξιόπιστος και η εν λόγω κρίση δεν προσβάλλεται. Στην απουσία μαρτυρίας από τους εφεσείοντες για υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η συμφωνία παρακαταθήκης ήταν άκυρη, το πρωτόδικο συμπέρασμα, περί της εγκυρότητας της, ήταν ορθό, βασισμένο στην αποδεκτή μαρτυρία που έθεσαν ενώπιον του οι εφεσίβλητοι.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του, αφορά στην απόφανση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το Τεκμήριο 1 αποτελεί σύμβαση παρακαταθήκης. Θεωρούμε ότι μέρος των όσων έχουμε προαναφέρει, κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, καλύπτει και αυτόν τον λόγο έφεσης. Προκύπτει δε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του σε ορθό νομικό πλαίσιο (Άρθρο 106 του Κεφ. 149), στο οποίο υπαγόρευαν οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των εφεσίβλητων, αλλά και η προσαχθείσα μαρτυρία τους, μετέπειτα αποδεκτή κατόπιν αξιολόγησης, καθώς και σε σχετική νομολογία και αυθεντίες (βλέπε, Hamade v. Άνθιμος Δημητρίου Λτδ κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 443, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol.2, par. 1801). Ως αποτέλεσμα, έχοντας εντάξει τα ευρήματα του στο ουσιαστικό νομικό πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε, θεωρούμε, στο ορθό συμπέρασμα, ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση παρακαταθήκης. Είναι δε πολύ σημαντικό να υπενθυμίσουμε και να επισημάνουμε πως, η αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσίβλητων αλλά και η σύνταξη των εγγράφων - τεκμηρίων, που προσάχθηκαν εκ μέρους τους, και τα οποία αποδεικνύουν την παράδοση των ελαστικών μηχανοκινήτων οχημάτων, δεν προσβάλλονται ενώπιον μας. Ούτε και η επιλογή, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΥ1, διευθυντή της εταιρείας M. Paporis (Tyre Experts) Ltd, που εισήγαγε τα ελαστικά, προσβάλλεται με λόγο έφεσης.
Ως αποτέλεσμα των προλεγόμενων, δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε, από όσα προβάλλουν οι εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους, το οποίο να προσδίδει βασιμότητα στον δεύτερο λόγο έφεσης.
Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.
Τέλος, σ' ότι αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, ομοίως κρίνουμε ότι δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης μας στο τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την απόδειξη της ζημιάς των εφεσίβλητων, με το οποίο, εν τέλει, εκδόθηκε απόφαση για μικρότερο ποσό από τη ζημιά, κατόπιν δήλωσης του συνηγόρου των εφεσίβλητων. Ειδικότερα, ως εξηγείται στο σχετικό σκεπτικό, του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι το ποσό των €30.204,50 αντικατόπτριζε, με βάση τα κιβωτολόγια, την τιμολογιακή αξία των εμπορευμάτων που οι εφεσίβλητοι είχαν καταθέσει στην αποθήκη των εφεσειόντων. Στο εν λόγω συμπέρασμα κατέληξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού, πριν, έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση απώλειας αγαθών , όπως η παρούσα το βάρος απόδειξης πέφτει στους ώμους του θεματοφύλακα σε περίπτωση που ισχυριστεί ότι τα αγαθά δεν απωλέσθηκαν ή δεν απωλέσθηκαν υπαιτιότητας του. (βλ. British Road Services Ltd v Arthur V. Crutchley &Co Ltd [1968] 1 All ER 811 και Piper v Hales [2013] All ER 257) Αν και η πλευρά της Εναγομένης προσπάθησε ακροθιγώς να υπαινιχθεί ότι τα αγαθά δεν απωλέσθηκαν κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της Ενάγουσας, κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε στα πλαίσια της Ακρόασης. Σε περίπτωση συμβάσεων για τη παρακαταθήκη αγαθών υπάρχει ειδική μνεία σε σχέση με τις αποζημιώσεις στο σύγγραμμα Chitty on Contracts (32nd edition Sweet & Maxwell) στην παράγραφο 33-051 κάτω από τον τίτλο Damages :
"Where the bailee is liable for loss of the chattel, the bailor can recover as damages the actual value of the chattel but he can recover further damages for consequential loss only if it was within the reasonable completion of the parties at the time the bailment was made."
Μάλιστα τα Αγγλικά Δικαστήρια επί τούτου έχουν αναφέρει ότι λόγω του δικαιώματος σε αποζημίωση που έχει ο παρακαταθέτης , ο θεματοφύλακας αποκτά δικαίωμα ασφάλισης προς όφελός του των παρακατατεθειμένων εμπορευμάτων για το πλήρες ποσό της αξίας του και σε περίπτωση εισαγωγής εμπορευμάτων για το πλήρες ποσό της τιμολογιακής αξίας εισαγωγής τους. (βλ. Ramco (UK) v International Insurance Company of Hanover [2004] EWCA civ 675)
Κρίνω ότι η κατάθεση των Κιβωτολογίων και των Εγγράφων Φορτωτικής με τα οποία φαίνονται οι αξίες των εισαχθέντων εμπορευμάτων σε σχέση με τα πιστοποιητικά αποταμίευσης 72/2007, 76/2007, 82/2007 και 84/2007 καταδεικνύουν και την αξία των εμπορευμάτων τα οποία κατατέθηκαν στην αποθήκη αποταμίευσης της Εναγομένης και για τα οποία δικαιούται να αποζημιωθεί σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου 1 . Από τα εν λόγω πιστοποιητικά αποταμίευσης αν αφαιρεθούν αξίες των εμπορευμάτων τα οποία αποσύρθηκαν από την αποθήκη της Εναγομένης με βάση το διατακτικό παράδοσης εμπορευμάτων («Delivery Order») υπ' αρ. 0196107, δυνάμει του οποίου η Εναγόμενη παρέδωσε προς την εταιρεία M. Paporis (Tyre Experts) Ltd 130 ελαστικά μηχανοκίνητων οχημάτων διαφόρων τύπων,( τα οποία σχετίζονταν με το Πιστοποιητικό Αποταμίευσης («Certificate of Deposit») υπ' αρ. 72/2007) και αφαιρουμένων των αξιών των ελαστικών που ανευρέθηκαν από τους ελέγχους της Ενάγουσας στην αποθήκη της Εναγομένης δημιουργούν διαφορά της τάξης των €30.204,50 που αντικατοπτρίζει βάση τα κιβωτολόγια την τιμολογιακή αξία των εμπορευμάτων που η Ενάγουσα κατέθεσε σε σχέση με την εταιρεία M. Paporis (Tyre Experts) Ltd στην αποθήκη της Εναγομένης.»
Φρονούμε πως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας, στη βάση των στοιχείων και γεγονότων που είχε ενώπιον του. Υπό αυτά δε τα δεδομένα η θέση των εφεσειόντων, η οποία αναπτύσσεται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, και δη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι απέδειξαν, με θετική μαρτυρία, ότι λόγω της συμπεριφοράς των εφεσειόντων προκλήθηκε πραγματική ζημιά στους εφεσίβλητους, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ζημιά των εφεσειόντων προέκυπτε από την αξία των ελαστικών και ορθά έπραξε. Η αποδεκτή μαρτυρία αυτό υπαγόρευσε στο Δικαστήριο. Τέλος, σ' ότι αφορά έτερο παράπονο των εφεσειόντων, το οποίο αντανακλά στη θέση ότι οι εφεσίβλητοι πέτυχαν απόφαση για την αξία των επίδικων ελαστικών και εναντίον των M. Paporis (Tyre Experts) Ltd, στο πλαίσιο της αγωγής 3407/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, θεωρούμε πως ούτε αυτή η θέση είναι δυνατό να επιτύχει. Κατ' αρχάς τέτοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε στην υπεράσπιση των εφεσειόντων και συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν όφειλε να τον εξετάσει, όπως δεν οφείλει ούτε το Εφετείο να λάβει υπόψη του τα σχετικά με αυτόν επιχειρήματα. Ανεξάρτητα όμως, διαπιστώνουμε ότι η απόφαση στην αγωγή 3407/2010, Τεκμήριο 16, στην πρωτόδικη διαδικασία αφορά σε ποσό €636.117,45 πλέον τόκους αλλά και άλλα ποσά των €93.973,08 και €41.359,10 ενώ δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα ελαστικά της παρούσας υπόθεσης. Είναι γι' αυτόν τον λόγο που τέτοιος ισχυρισμός θα έπρεπε να είχε δικογραφηθεί και να εξειδικευθούν οι θέσεις περί εξόφλησης ή ότι η αξία των συγκεκριμένων ελαστικών αποτέλεσε αντικείμενο άλλης αγωγής. Εξάλλου, υπενθυμίζεται πως στην παρούσα υπόθεση δεν απουσίαζαν όλα τα ελαστικά, αντικείμενο της παρακαταθήκης, αλλά μέρος αυτών. Σημειώνουμε δε και το γεγονός πως οι εφεσείοντες δεν ήταν διάδικοι στην αγωγή 3407/2010, ούτε συμβαλλόμενοι στη συμφωνία χρηματοδότησης των M. Paporis (Tyre Experts) Ltd. Εν πάση περιπτώσει, η δήλωση της συνηγόρου των εφεσίβλητων, ως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, ημερομηνίας 17.04.2018, ότι «.σε περίπτωση έκδοσης απόφασης στην παρούσα αγωγή υπέρ των Εναγόντων, δηλώνω ότι η Τράπεζα δεν θα προβεί σε είσπραξη οποιουδήποτε ποσού εις διπλούν», δύναται να αξιοποιηθεί κατά τον χρόνο της εκτέλεσης, είτε της εκκαλούμενης απόφασης είτε της απόφασης επί της αγωγής 3407/2010, και αναλόγως να τύχει της κατάλληλης αντιμετώπισης.
Εν΄ όψει των προλεγόμενων κρίνεται αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, εφ' όσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη, εκκαλούμενη, απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €2.400,00, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.