ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 313/2024)
19 Φεβρουαρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
SAKIASI ROKOCIRITANI ROKOVUCAGO
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------------------------------------------------
Α. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα
Α. Δημοσθένους για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, κατηγορούμενος πρωτοδίκως για απόπειρα φόνου [Π.Κ. 214(α)], για βιασμό (Π.Κ. 144) και για επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη (Π.Κ. 243), προσβάλλει με οκτώ λόγους έφεσης την απόφαση του Κακουργοδικείου Αμμοχώστου, ημερ. 16.12.24, με την οποία διέταξε την κράτησή του μέχρι την ορισθείσα στις 10.3.25 ακρόαση, επί τη βάσει του κινδύνου φυγοδικίας.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων και η αυστηρότητα των τυχόν επιβληθησομένων ποινών σε περίπτωση καταδίκης, δεν αμφισβητείτο. Ως προς την πιθανότητα καταδίκης και τους δεσμούς του Εφεσείοντος με τη Δημοκρατία, το Κακουργοδικείο ανέφερε τα εξής:
«Ό,τι οφείλουμε να παρατηρήσουμε από την εξ όψεως και μόνο θεώρηση της μαρτυρίας είναι πως το Κυανούν 104 που αποτελεί την κατάθεση της Παραπονούμενης, σε συνδυασμό με τα όσα καταγράφονται ως ευρήματα στην ιατροδικαστική έκθεση αλλά και στα συμπεράσματα που εκεί σημειώνονται, σε συνάρτηση και με την έκθεση του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής μας οδηγούν στο ότι πράγματι καταδεικνύεται πιθανότητα καταδίκης του Κατηγορούμενου σε σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει, στον περιορισμένο βαθμό που απαιτείται στο στάδιο αυτό. Χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και η λογική προσδοκία αθώωσης στη βάση των όσων ο συνήγορος του Κατηγορουμένου ισχυρίστηκε. Επί τούτου σημειώνουμε πως έχουμε συνεκτιμήσει τη θέση του συνηγόρου του Κατηγορουμένου, πως υπάρχουν αντιφάσεις στη μαρτυρία, ότι χρονικά δεν συνάδουν τα γεγονότα που επικαλείται η Παραπονούμενη καθώς και τα όσα ανέφερε σε σχέση με την απουσία κακώσεων της Παραπονούμενης στη γεννητική και περιγεννητική χώρα, την απουσία κακώσεων στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, αλλά και τα όσα άλλα ανέφερε περί συναινετικής συνουσίας, χωρίς ωστόσο να θεωρούμε πως οι θέσεις αυτές οι οποίες θα αξιολογηθούν επί της ουσίας κατά την ακροαματική διαδικασία, μπορούν να διαγράψουν την πιθανότητα καταδίκης που θεωρούμε πως σαφέστατα καταδεικνύεται υπό τις περιστάσεις, στον περιορισμένο βαθμό που απαιτείται στο στάδιο αυτό.
Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ εφόσον υπολείπεται και η εξέταση των υποκειμενικών παραγόντων και δη του κατά πόσον οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου συνηγορούν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Επί τούτου πρέπει να πούμε πως δεν αμφισβητείται πως ο Κατηγορούμενος βρισκόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Κύπρο για διακοπές, πως έχει ως μόνιμη χώρα διαμονής του την Αγγλία και πως στην Κύπρο το μόνο που ουσιαστικά έχει είναι κάποιους συγγενείς, οι οποίοι και αυτοί διαμένουν στις περιοχές των Βάσεων. Ακόμα δε και αν θεωρήσουμε πως δεν έχει δεσμούς με τα Fiji Islands, ως ήταν η θέση της υπεράσπισης και πάλι οι δεσμοί του με την Κύπρο δεν θεωρούμε ότι είναι τέτοιοι ώστε να εξαλείφεται ο κίνδυνος φυγοδικίας ο οποίος ενυπάρχει, ένεκα και της πιθανότητας καταδίκης που καταδεικνύεται για τα σοβαρά αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει (βλ. Mingxia Hua v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 152). Εν προκειμένω ο κίνδυνος αυτός δεν θεωρούμε πως υπό τις περιστάσεις μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τον τρόπο που εισηγείται η Υπεράσπιση».
Οι αρχές, βάσει των οποίων εξετάζονται αιτήματα κράτησης μέχρι εκδίκασης, είναι πολύ καλώς γνωστές και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε διαταγή κράτησης από πρωτόδικο Δικαστήριο. Ενδεικτικά μόνο, παραπέμπουμε και για τα δύο αυτά θέματα στα όσα είχαμε αναφέρει στην υπόθεση Hajali v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 213/24, ημερ. 30.9.24.
Στην παρούσα περίπτωση, έχουμε εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τόσο τους λόγους έφεσης όσο και το διάγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, καθώς και κάθε τι που έχει λεχθεί εκ μέρους του κατά το στάδιο των αγορεύσεων. Προς διευκόλυνση και καλύτερη κατανόηση, εξετάζουμε αυτούς κατά θέμα και όχι κατά τη σειρά που έχουν στο εφετήριο. Για λόγους που εξηγούμε κατωτέρω δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην όλη διεργασία που ακολούθησε το Κακουργοδικείο. Ούτε διαπιστώνουμε οποιαδήποτε βασιμότητα σε οτιδήποτε προβάλλεται με τους λόγους έφεσης ή την αιτιολογία τους, το οποίο να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην πρωτόδικη απόφαση.
Λόγος Έφεσης αρ. 2
Είναι γεγονός πως η βασική εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ανέκυπτε μέσα από την κατάθεση ενός ατόμου και δη της Παραπονούμενης. Επειδή προβάλλεται σχετικό παράπονο, είμαστε υποχρεωμένοι να επαναλάβουμε, κατ' αναλογίαν, τα όσα αναφέραμε πρόσφατα, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοφή, Ποιν. Έφ. 18/25, ημερ. 4.2.25, καθότι ούτε στην παρούσα έχει οποιαδήποτε σχέση ή σημασία το ότι αυτό που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία, για τα βασικά κατ' ισχυρισμόν περιστατικά, ήταν μόνο η κατάθεση ενός προσώπου. Ποτέ δεν έχει τεθεί ή αναγνωριστεί κανόνας ή προϋπόθεση ότι απαιτείται μαρτυρία περισσότερων προσώπων για την προφυλάκιση κάποιου κατηγορούμενου. Ο παλαιός κανόνας «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς» (unus testis nullus testis) έχει καταργηθεί και εκτός εξαιρέσεων, δεν ισχύει πλέον ούτε καν σε κανονική ακροαματική διαδικασία, πόσω δε μάλλον σε περίπτωση αιτήματος κράτησης μέχρι εμφάνισης στη δίκη (βλ. Παντούρης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 203/22, ημερ. 10.12.24).
Περαιτέρω, στη βάση του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Ν.115(I)/21, υπενθυμίζουμε ότι όλα τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Εφεσείων εντάσσονται στα «αδικήματα βίας κατά γυναίκας», για την απόδειξη των οποίων, ως προβλέπεται πλέον στο Άρθρο 29 του εν λόγω Νόμου, «δεν είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας».
Ασφαλώς λοιπόν και δεν ήταν απαραίτητη η αναζήτηση άλλης μαρτυρίας, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Ούτως ή άλλως όμως υπάρχει και άλλη μαρτυρία, στην οποία είχε παραπέμψει το Κακουργοδικείο και η οποία συνδυαστικά ενίσχυε τη διαπίστωση πιθανότητας καταδίκης.
Σημειώνουμε, πολύ συνοπτικά, πως η Παραπονούμενη στην κατάθεσή της, αφού περιγράφει πρώτα τη γνωριμία της με τον Εφεσείοντα στην Αγία Νάπα στις 31.8.24 τα ξημερώματα και ακολούθως τη μετάβασή τους στο δωμάτιο της για να πάρει μαγιό, εξιστορεί την επιμονή του Εφεσείοντος να έχουν σεξουαλική επαφή, τις λαβές και τα κτυπήματα τα οποία εκείνος κατέφερε εναντίον της, καθώς και τη διακεκομμένη απώλεια αισθήσεων, την οποία η ίδια υπέστη, μέχρι που ο Εφεσείων εγκατέλειψε το δωμάτιο και εκείνη μπόρεσε πλέον εξερχόμενη να αναζητήσει βοήθεια. Ο τεχνικός του ξενοδοχείου, περιγράφει ότι αντιλήφθηκε πρώτος την Παραπονούμενη έξω στο πλατύσκαλο γυμνή, με μαυρισμένο μάτι και αίματα στα χείλη, να τού αναφέρει ότι κάποιος προσπάθησε να τη σκοτώσει και προσθέτει ότι τού ζητούσε ασθενοφόρο. Στοιχεία τα οποία περιγράφει και η καμαριέρα, την οποία αμέσως φέρεται να ενημέρωσε ο προαναφερθείς τεχνικός και η οποία, πέραν του αίματος στο κεφάλι της Παραπονούμενης, αναφέρει και τρία σημεία εντός του δωματίου της Παραπονούμενης στα οποία είδε αίματα (όταν πήγε να τής φέρει κάποιο ρούχο να φορέσει). Παρόμοια κατάσταση περιγράφει και ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ο οποίος αφίχθη στο πλατύσκαλο.
Πέραν των πιο πάνω, η γενετική εξέταση φέρεται να υποστηρίζει την ύπαρξη σπερματικού και άλλου γενετικού υλικού του Εφεσείοντος στον κόλπο της Παραπονούμενης. Η πλευρά του Εφεσείοντος υποστηρίζει ότι αυτά οφείλονται σε συναινετική συνουσία που είχαν, προβάλλοντας επίμονα ενώπιόν μας ότι η ιατροδικαστική έκθεση δεν επιβεβαιώνει ούτε τα περί βιασμού ούτε τα περί απόπειρας ανθρωποκτονίας. Με κάθε σεβασμό, παρατηρούμε, ότι εκ μέρους του Εφεσείοντος δεν αποτυπώθηκαν ορθώς ενώπιόν μας οι επιστημονικές γνώμες. Ο ιατροδικαστής αναφέρει ότι διαπίστωσε 19 ιατροδικαστικά ευρήματα (δερματοστιξίες, οιδήματα, εκχυμώσεις, ερυθρότητες, υπεραιμίες, πετέχειες κ.λπ) σε διάφορα μέρη του σώματος, καταγράφει μεν ως σχόλιο ότι η απουσία κακώσεων στη γεννητική περιοχή δεν αποκλείει αλλά ούτε επιβεβαιώνει τον βιασμό, πλην όμως σημειώνει επίσης ότι η έντονη υπεραιμία στο πρόσωπο και οι πολλαπλές πετέχειες δύνανται να προκληθούν από απόφραξη αεροφόρων οδών ή από προσπάθεια στραγγαλισμού ή από συμπίεση θώρακος ή από φάρμακα. Καταλήγει δε, σε γνώμη ότι το σύνολο των ευρημάτων του είναι συμβατά με όσα ισχυρίστηκε η Παραπονούμενη (σε σχέση με την απόπειρα ανθρωποκτονίας).
Στη βάση πάγιας νομολογίας, επαναλαμβάνουμε πως σε αυτό το στάδιο εξετάζεται μόνον η ύπαρξη πιθανότητας καταδίκης, χωρίς την εξέταση θεμάτων αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων και χωρίς συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα (Τζιοβάννη κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23 κ.ά., ημερ. 18.1.24). Ορθώς στο παρόν στάδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βασιμότητα της εκδοχής του κάθε μάρτυρος ή των πιθανών υπερασπίσεων του Εφεσείοντος (βλ. M.S.A. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 200/22, ημερ. 19.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B362), πράγμα το οποίο αν γινόταν θα προκαταλάμβανε ή θα επηρέαζε θέματα τα οποία φυσιολογικά ανάγονται στη δίκη που θα ακολουθήσει. Δεν θεωρούμε ότι στην παρούσα περίπτωση το μαρτυρικό υλικό στερείτο αποδεικτικής ισχύος ή ότι η ισχύς του είναι έκδηλα φτωχή, κατά τρόπον που θα δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου (Tasev v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 416). Στη βάση των πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 1
Ο 20ετής Εφεσείων, που είναι γιος στρατιωτικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, ευρίσκετο στην Κύπρο από τις 24.8.24 για διακοπές, με τους γονείς του και την αδελφή του. Η μητέρα του αναφέρει στην κατάθεσή της (Κυανούν 56) ότι είχαν αφιχθεί μέσω του (στρατιωτικού) αεροδρομίου στο Ακρωτήρι, από όπου και θα αναχωρούσαν οικογενειακώς την Κυριακή 1.9.24. Η Παραπονούμενη ολοκλήρωσε την πρώτη της κατάθεση στις 31.8.24, στις 18:45 το απόγευμα και την επόμενη μέρα το πρωί, κατόπιν ενεργειών της Αστυνομίας, ο Εφεσείων εντοπίστηκε (με τον πατέρα του) στο αεροδρόμιο Ακρωτηρίου, όπου και συνελήφθη στις 10:35 π.μ. λίγο πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο.
Δεν θα συμφωνήσουμε ότι υπό τις περιστάσεις αυτές έχει οποιαδήποτε σημασία η προβαλλόμενη θέση ότι ο Εφεσείων μετά το «συμβάν» μετέβηκε στον χώρο που διέμενε και «δεν επιχείρησε να φύγει εκ των Βάσεων ή άλλου σημείου επί 2 ημέρες και συνελήφθη προ της προγραμματισμένης πτήσης αυτού». Βέβαια δεν υποστηρίζεται από το υπάρχον υλικό ότι η σύλληψη έγινε είτε δύο είτε τέσσερεις ημέρες μετά το «συμβάν» (όπως προβάλλει ο Εφεσείων), πλην όμως η διάσταση αυτή δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορεί η εμφάνιση κανονικά στο αεροδρόμιο και η όλη ετοιμότητα για αναχώρηση από την Κύπρο εντός ολίγης ώρας να μην συνεκτιμάται με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό.
Πρωτίστως αναφερόμαστε στην απαιτούμενη συνεκτίμηση με τη φερόμενη κατάσταση στην οποία κατ' ισχυρισμόν, όχι μόνο της ίδιας, αλλά και άλλων πολλών μαρτύρων, εξήλθε του δωματίου της η Παραπονούμενη στις 31.8.24 το πρωί. Σημειώνουμε εδώ πως στο μαρτυρικό υλικό περιλαμβάνεται και έκθεση του ιατρού των Πρώτων Βοηθειών, ο οποίος είχε εξετάσει την Παραπονούμενη στις 31.8.24 και ώρα 10:45 π.μ., δηλαδή περί τις δύο ώρες μετά το «συμβάν», (Κυανούν 51), καθώς και σχετικές φωτογραφίες, οι οποίες φέρονται να απεικονίζουν αυτή την κατάστασή της (Κυανούν 106).
Η συνεκτίμηση λοιπόν όλου του μαρτυρικού υλικού δίδει διαφορετική διάσταση στις μεταγενέστερες ενέργειες προσώπου το οποίο ήταν μαζί με την Παραπονούμενη λίγο πριν εκείνη εξέλθει του δωματίου της και ιδίως δίδει άλλη διάσταση στην επιλογή του προσώπου αυτού να εμφανιστεί περίπου 24 ώρες μετά στο αεροδρόμιο έτοιμος για αναχώρηση. Με άλλα λόγια το ίδιο μαρτυρικό υλικό, στη βάση του οποίου διαπιστώθηκε η πιθανότητα καταδίκης, στηρίζει ακριβώς και τη σκέψη ότι εκείνος που ήταν μαζί της είχε γνώση και για την κατάσταση στην οποία την άφησε αλλά παρόλα αυτά θα συνέχιζε το κανονικό του πρόγραμμα αναχωρώντας από την Κύπρο. Υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις πάντως, δεν συμφωνούμε ότι από αυτή την ακολουθία γεγονότων ώφειλε το Κακουργοδικείο να διαπιστώσει ότι δεν είχε επιδειχθεί τάση διαφυγής, ως προβάλλεται στον πρώτο λόγο έφεσης. Ο οποίος επίσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 3
Ούτε βεβαίως συμφωνούμε ότι το Κακουργοδικείο άφησε το γεγονός πως ο Εφεσείων ήταν αλλοδαπός υπήκοος να επηρεάσει την κρίση του. Δεν υπάρχει καμμιά τέτοια αναφορά ή ένδειξη από την οποία να δύναται να συναχθεί κάτι τέτοιο, ακόμα και ως υπόνοια. Είναι εντελώς διαφορετικό το να εξετάζονται τα υφιστάμενα συνολικά στοιχεία μιας περίπτωσης από το να προβάλλεται ισχυρισμός ότι «διετάχθη η κράτησή του επειδή ήταν αλλοδαπός». Στη δεύτερη αυτή περίπτωση η εισήγηση ισοδυναμεί με το ότι υπό τις αυτές περιστάσεις, ως του Εφεσείοντος, δεν θα διετάσσετο η κράτηση εάν αυτός ήταν ημεδαπός και ότι εδώ κρατήθηκε απλώς και μόνο επειδή ήταν αλλοδαπός. Δεν συμφωνούμε ότι εδώ τίθεται τέτοιο ζήτημα. Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 7
Παρομοίως δεν συμφωνούμε ούτε με την εισήγηση ότι το Κακουργοδικείο δεν είχε εξατομικεύσει την εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας. Στο απόσπασμα το οποίο έχουμε παραθέσει υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές του Κακουργοδικείου, οι οποίες αποτυπώνουν και αφορούν την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του Εφεσείοντος, καθώς και τους όποιους δεσμούς του με την Κύπρο. Ούτε βέβαια εντοπίζουμε να έχει μεταφερθεί οποιοδήποτε βάρος στον Εφεσείοντα να αποδείξει ο ίδιος ότι θα προσέλθει στη δίκη του. Κατά συνέπειαν και ο έβδομος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 4
Προβάλλει επίσης ο Εφεσείων ότι το Κακουργοδικείο δεν εξέτασε άλλα ηπιότερα μέτρα αντί της κράτησης. Η εισήγηση επίσης δεν ευσταθεί. Προκύπτει σαφώς πως το Κακουργοδικείο, κατά την εξέταση του κινδύνου φυγοδικίας, δεόντως είχε υπ' όψιν του τα εναλλακτικά μέτρα τα οποία είχε προηγουμένως προτείνει η Υπεράσπιση (εγγύηση ύψους €10.000, καθημερινή εμφάνιση στην Αστυνομία κ.λπ). Η δε κατάληξή του ότι υφίστατο κίνδυνος φυγοδικίας, ως θέμα λογικής πλέον, δεν επέβαλλε την ειδικότερη ενασχόληση με τους προταθέντες όρους. Όπως είχαμε αναφέρει στην Kuenzel v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 259/24, ημερ. 17.12.24 η εξέταση κατάλληλων όρων γίνεται μόνο αφού προηγηθεί κατάληξη ότι η παρουσία κατηγορουμένου στη δίκη δύναται να διασφαλιστεί με όρους (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας v. S.B., Ποιν. Έφ. 174/23, ημερ. 16.8.23). Ως εκ τούτου και ο τέταρτος λόγος έφεσης υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 6
Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των Άρθρων 5 και 6 της ΕΣΔΑ, το ζήτημα κράτησης στην Κύπρο δεν ρυθμίζεται από σαφή και λεπτομερή εθνική νομοθεσία, κατάσταση η οποία αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, ιδιαίτερα εν όψει του ότι η απόφαση για κράτηση επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, οπότε δεν μπορεί ο πολίτης γενικά και ανά πάσα στιγμή να προβλέψει «τι τον περιμένει».
Αυτό το οποίο προκύπτει από τις πρόνοιες της ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ είναι ότι ο εθνικός νόμος ο οποίος επιτρέπει την κράτηση πρέπει να είναι σαφής, ούτως ώστε το μέτρο αυτό να είναι προβλέψιμο σε εύλογο βαθμό, χάριν της ασφάλειας του δικαίου (βλ. «Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», Μ. Μαργαρίτης, 2019, σ. 96). Βασικά η ΕΣΔΑ απαιτεί όπως κάθε στέρηση της ελευθερίας είναι συμβατή με το Άρθρο 5 αυτής και κυρίως να προστατεύει τους πολίτες από κατάχρηση. Όμως κατ' αρχήν εναπόκειται στις εθνικές Αρχές και ιδίως στα Δικαστήρια η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου, διατηρουμένου βέβαια πάντοτε του ελέγχου τον οποίο ασκεί το ΕΔΑΔ για σκοπούς συμμόρφωσης με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ [«Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», (ανωτέρω), σ. 97].
Οι όποιες αιτιάσεις προβάλλονται για την έκταση ή σαφήνεια των ημεδαπών διατάξεων οι οποίες αφορούν ζητήματα κράτησης είναι αβάσιμες. Αυτό, επειδή οι σχετικές εισηγήσεις παραγνωρίζουν, αφενός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει υιοθετήσει, πολύ σύντομα μάλιστα μετά την ανακήρυξη της, την ΕΣΔΑ με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Ν.39/1962 και αφετέρου ότι όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί «[Σ]ύγκριση της κυπριακής νομολογίας με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκαλύπτει ότι οι δύο νομολογίες είναι απόλυτα ταυτισμένες» (βλ. Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109). Όπως εξίσου χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Γεώργιος Μ. Πικής, 2η έκδοση (2013), σ. 74:
«Η κράτηση προσώπου πριν την καταδίκη του είναι κατά νόμον επιτρεπτή κάτω από καλά προσδιορισμένες συνθήκες. Το θέμα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο, όπως και η νομοθεσία γενικά, που κληρονομήθηκε από το αποικιακό καθεστώς, ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των προνοιών του Συντάγματος, στην προκειμένη περίπτωση ιδιαίτερα εκείνων των Άρθρων 11 και 12, όπως και εκείνων του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».
(Έμφαση δοθείσα)
Το όλο θέμα λοιπόν δεν είναι τυπικό. Είναι ζήτημα ουσίας, οπότε δεδομένης της συμμόρφωσης και ταύτισης της ημεδαπής έννομης τάξης με τα προβλεπόμενα στην ΕΣΔΑ, δεν θεωρούμε ότι είναι δίκαιο ή ορθό να τίθενται ζητήματα είτε μεγαλύτερης λεπτομέρειας στην ημεδαπή νομοθεσία είτε για την παρεχόμενη στα Δικαστήρια, εξουσία ερμηνείας ή διακριτική ευχέρεια. Στην πραγματικότητα τα ημεδαπά Δικαστήρια εφαρμόζουν για το θέμα κράτησης απευθείας την ΕΣΔΑ, οπότε κάθε ισχυρισμός για ασάφεια θα στρεφόταν κατά των προνοιών της, πράγμα με το οποίο δεν συμφωνούμε.
Ο λόγος έφεσης αρ. 6 υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 5
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ισχυρισμός ότι η κράτηση του Εφεσείοντος παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ότι αυτό συνιστά αυτοτελή λόγο παραβίασης του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ. Συνιστά όντως γενικώς παραδεκτή αρχή ότι η κράτηση πρέπει να είναι αναγκαία στις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, ήτοι θα πρέπει να υπάρχει σχέση αναλογικότητας μεταξύ σκοπού και μέσου (Stanev v. Bulgaria, Appl. no 36760/06, ημερ. 17.1.12, Ladent v. Poland, Appl. no 11036/03, ημερ. 18.3.08). Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, σκοπός είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δια της διεξαγωγής της δίκης και μέσον είναι η κράτηση για τη διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορούμενου στη δίκη.
Έχουμε ήδη εξηγήσει ότι, κατά την εξέταση του αιτήματος, το Κακουργοδικείο είχε υπ' όψιν του δεόντως, αφενός τις σχετικές αρχές και αφετέρου την ευχέρεια απόλυσης υπό όρους, εάν αυτό δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Με τη διαπίστωση ύπαρξης κινδύνου φυγοδικίας υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εξυπακούεται ότι το Κακουργοδικείο έκρινε πως άλλα, λιγότερο επαχθή μέτρα, δεν ήταν ικανά να διασφαλίσουν την παρουσία του Εφεσείοντος κατά τη δίκη, ως επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον σε τέτοιας σοβαρότητας υποθέσεις. Έχουμε την άποψη πως, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, υφίστατο ευθεία σχέση αναλογικότητας μεταξύ σκοπού και μέσου. Δεν συμφωνούμε ότι δεν υπήρξε ατομική αξιολόγηση της ενώπιον του Κακουργοδικείου περίπτωσης.
Ο πέμπτος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.
Λόγος Έφεσης αρ. 8
Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο παραβίασε την ΕΣΔΑ, τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, το Σύνταγμα και τη νομολογία, κατά τρόπο που επηρέασε γενικά τη διεξαγωγή της δίκαιης δίκης. Πέραν του ότι πρόκειται για γενικό, αόριστο και αναιτιολόγητο λόγο έφεσης, αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός, για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας και όχι σε ένα τέτοιο προκαταρκτικό στάδιο. Το δε βάρος ανήκει στον κατηγορούμενο να πείσει επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι υπέστη δυσμενή επηρεασμό (Kuenzel v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 318/24, ημερ. 13.2.25). Συνεπώς και ο όγδοος λόγος υπόκειται σε απόρριψη.
Στη βάση των πιο πάνω, όλοι οι λόγοι έφεσης, όπως και η έφεση απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.