ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 312/2018)
14 Φεβρουαρίου, 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
και
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗΣ
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος
-----------------------------
Γ. Πασιάς για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα.
Α. Κορομίας για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.
-----------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 24.10.2009 επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού στη Λευκωσία, μεταξύ του ενάγοντα ο οποίος διασταύρωνε την εν λόγω λεωφόρο και του εναγόμενου που οδηγούσε το ιδιωτικό αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής KHM143, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής 5507/10. Συγκεκριμένα, ο ενάγων είχε ισχυριστεί ότι συνεπεία του δυστυχήματος είχε υποστεί υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες για τις οποίες διεκδικούσε αποζημιώσεις, από τον εναγόμενο, υποστηρίζοντας ότι ήταν αμελής και είχε την αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος.
Ο εναγόμενος στην Υπεράσπιση του αρνήθηκε όλα όσα ο ενάγων του καταλόγιζε ως και τις συνέπειες του δυστυχήματος, σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές. Προέβαλε τη θέση ότι ο ενάγων είχε αποκλειστική και/ή συντρέχουσα ευθύνη για το δυστύχημα και ανταπαίτησε αποζημιώσεις για τις υλικές ζημιές τις οποίες είχε υποστεί και o ίδιος, συνεπεία του δυστυχήματος.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε δηλωθεί από τους συνηγόρους ότι επί πλήρους ευθύνης το ποσό που ο ενάγων τυχόν δικαιούται ως ειδικές αποζημιώσεις είναι €17.847,70 πλέον τόκους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, αποφασίζοντας ότι ο εναγόμενος δεν υπέδειξε αμέλεια και δεν φέρει καμία ευθύνη για το δυστύχημα, την οποία απέδωσε στον ενάγοντα. Απέρριψε επίσης την Ανταπαίτηση του εναγόμενου, που ήταν μόνο για ειδικές ζημιές, αφού δεν παρουσίασε καμία απόδειξη ή τεκμηρίωση. Επιδίκασε δε τα έξοδα της αγωγής υπέρ του εναγόμενου και εναντίον του ενάγοντα και τα έξοδα της Ανταπαίτησης υπέρ του ενάγοντα και εναντίον του εναγόμενου.
Ο εφεσείων (ενάγοντας) αμφισβητεί την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβάλλοντας 4 λόγους έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι η εσφαλμένη, κατά τον εφεσείοντα, κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός είχε την ευθύνη για το επίδικο δυστύχημα, λαμβάνοντας υπόψη του μαρτυρία που δόθηκε από τον εναγόμενο (εφεσίβλητο) και τον Μ.Κ. 1 o οποίος μετέφερε στο Δικαστήριο τα όσα του είχαν πει άλλοι μάρτυρες και χωρίς ο ίδιος να ερευνήσει τη θέση που προβλήθηκε ότι ο εφεσείων, την ώρα που διασταύρωνε, καλυπτόταν από άλλο όχημα. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη αποδοχή ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, καθώς και της μάρτυρας Παναγιώτας Πόντου, οι οποίες, είναι η θέση του, ότι περιείχαν αντιφάσεις και κενά. Ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ειδικότερα τη λανθασμένη, κατά τον εφεσείοντα, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δεχτεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και να απορρίψει τη δική του μαρτυρία. Συναφής με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά την κατά τον εφεσείοντα εσφαλμένη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του δικού του ανεξάρτητου μάρτυρα Μάριου Παπαϊωάννου, με την αιτιολογία ότι ήρθε να βοηθήσει τον εφεσείοντα με τον οποίο γνωρίζονταν.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών καταχώρισαν στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία και υιοθέτησαν στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης ενώπιον μας και ενδιέτριψαν επί διαφόρων σημείων που θεωρούσαν σημαντικά.
Η ακρόαση πρωτόδικα διεκπεραιώθηκε με την κατάθεση 5 μαρτύρων για την πλευρά του ενάγοντα και 3 μαρτύρων για την πλευρά του εναγόμενου. Ειδικότερα, για την υπόθεση του ενάγοντα δόθηκε μαρτυρία από τον ίδιο, τον Αστ.1865 Α. Χαραλάμπους που ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης, τον αυτόπτη μάρτυρα Μάριο Παπαϊωάννου, τον Δρ Α. Τάνο ορθοπεδικό χειρούργο και τον διπλωματούχο μηχανολόγο οχημάτων και εκτιμητή μηχανοκίνητων οχημάτων Άριστο Γεωργίου.
Για να προωθήσει την Υπεράσπιση του και να αποδείξει την Ανταπαίτηση του, κατέθεσε ο ίδιος ο εναγόμενος, ο οποίος κάλεσε ως μάρτυρες, την Παναγιώτα Πόντου, αυτόπτη μάρτυρα, και τον Άγγελο Αγαθαγγέλου, διπλωματούχο μηχανολόγο οχημάτων και εκτιμητή μηχανοκίνητων οχημάτων.
Πέραν της προφορικής μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων, κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγγραφη και πραγματική μαρτυρία και ειδικά το πρόχειρο και το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος, Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα, οι γραπτές καταθέσεις που δόθηκαν στην Αστυνομία από την Παναγιώτα Πόντου και τον εναγόμενο, Τεκμήρια 3 και 26 αντίστοιχα, διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά, μία βεβαίωση που εκδόθηκε από την ΑΗΚ που είναι ο εργοδότης του ενάγοντα, όπως και έκθεση για την εκτίμηση του κόστους επιδιόρθωσης των ζημιών στο όχημα του ενάγοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, προέβηκε σε ορθή αναφορά της νομολογίας που αφορά τόσο τις αξιώσεις για αποζημιώσεις, όσο και το κατά πόσο ένας οδηγός θα κριθεί υπεύθυνος για αμελή οδήγηση και αναφέρθηκε ειδικά στις περιπτώσεις τροχαίων δυστυχημάτων όπου μεταξύ των εμπλεκομένων συμπεριλαμβάνεται και πεζός. Ανάλογη παραπομπή έγινε και στη νομολογία που αφορά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων στις περιπτώσεις που αποδεικνύονται σωματικές βλάβες, αλλά και στο ζήτημα της απώλειας μελλοντικών απολαβών. Έλαβε δε υπόψη του τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, τόσο προφορική, αλλά και πραγματική και τα διάφορα Τεκμήρια και αξιολόγησε τους μάρτυρες αναφέροντας την εικόνα που άφησαν έκαστος αυτών στο Δικαστήριο. Επίσης, παρόλο που αποφάσισε να απορρίψει την αγωγή προχώρησε και εξέτασε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την πλευρά του ενάγοντα προς τον σκοπό απόδειξης των αξιώσεων του για αποζημιώσεις. Ομοίως εξέτασε και την Ανταπαίτηση.
Το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος, το οποίο ετοιμάστηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης αστυφύλακα 1865 Α. Χαραλάμπους στη βάση της πραγματικής μαρτυρίας που εντοπίστηκε επιτόπου, αλλά και στη βάση του πρόχειρου σχεδιαγραφήματος της σκηνής που έγινε επιτόπου, Τεκμήριο 1, και το οποίο σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2, παρέμεινε αναντίλεκτο όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με τη νομολογία, το σχεδιαγράφημα δίδει πληροφορίες μεταξύ άλλων για την πορεία των οχημάτων που κινούνταν στη λεωφόρο τη δεδομένη στιγμή, την πορεία του πεζού (ενάγοντα), την τελική θέση του οχήματος του εναγόμενου, καθώς και για το σημείο σύγκρουσης. Αποτελεί σημαντικό οδηγό για τη διαπίστωση κρίσιμων γεγονότων και παρέχει στο Δικαστήριο τη βάση για να κριθεί η αξιοπιστία και η ακρίβεια της υπόλοιπης μαρτυρίας που έχει προσαχθεί. (βλ. Κονναρής v. Κυριάκου (1996) (1 (Α) Α.Α.Δ. 267, 270, Κυριάκου v. Δημητρίου (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1362 και Conway v. Ηλία (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 540, 546).
Στην εκκαλούμενη απόφαση, σχετικές είναι οι σελίδες 10 και 11, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμήριο 2) παρουσιάζει την εξής εικόνα: Στο σημείο όπου συνέβηκε το δυστύχημα, η λεωφόρος είναι διπλής κατεύθυνσης και διαθέτει, εκατέρωθεν, πεζοδρόμια πλάτους 2 μ. Έκαστο. Στο τμήμα αυτό της λεωφόρου δεν υπάρχει χαραγμένη διάβαση πεζών ούτε διασταύρωση ούτε φωτεινοί σηματοδότες ούτε οιαδήποτε άλλη πινακίδα σχετική με την τροχαία κίνηση. Οι δύο κατευθύνσεις της λεωφόρου διαχωρίζονται με συνεχόμενη γραμμή. Επί των πεζοδρομίων υπάρχουν πάσσαλοι με λαμπτήρες οδικού φωτισμού. Η κατεύθυνση της λεωφόρου προς την περιοχή που είναι γνωστή ως «Φώτα Γαβριηλίδη» διαθέτει τρεις (3) λωρίδες κυκλοφορίας, συνολικού πλάτους 9,60μ., οι οποίες διαχωρίζονται με διακεκομμένες γραμμές. Η κατεύθυνση της λεωφόρου προς την περιοχή που είναι γνωστή ως «Φώτα Κτενά» διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, συνολικού πλάτους 5,90 μ. Ο εναγόμενος οδηγεί κανονικά το αυτοκίνητο επί της λεωφόρου, με κατεύθυνση προς τα «Φώτα Κτενά», ευρισκόμενος στην εξωτερική λωρίδα κυκλοφορίας (πλησίον του πεζοδρομίου). Η λωρίδα εντός της οποίας πορεύεται ο εναγόμενος έχει πλάτος 3,30 μ. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και το αυτοκίνητο υπ΄αριθμόν εγγραφής KQB 618, το οποίο, όμως, ευρίσκεται στην εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας. Ο ενάγων, διασχίζει τη λεωφόρο πεζός, από τα δεξιά προς τα αριστερά, ως η πορεία του αυτοκινήτου. Η πορεία που ακολουθεί ο ενάγων δεν είναι χαραγμένη ως διάβαση πεζών. Αφού διέσχισε τις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς τα «Φώτα Γαβριηλίδη», συνολικού μήκους 9,60 μ., καθώς και την εσωτερική λωρίδα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς τα «Φώτα Κτενά» πλάτους 2,60 μ. Και ευρισκόμενος εντός της λωρίδας στην οποίαν εκινείτο το αυτοκίνητο ο ενάγων κτυπήθηκε από αυτό. Ο ενάγων κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο, ενώ ευρίσκετο στο μέσον περίπου της λωρίδας αυτής, σε απόσταση 1,60 μ. Από το πλησιέστερο πεζοδρόμιο.
Κατά την κυρίως εξέτασή του ο αστυφύλακας XXX5 XXXXX Χαραλάμπους (Μ.Ε.1) προσέθεσε τα εξής: Κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή περί τις 2:00 της 24.10.2009, ο φωτισμός της λεωφόρου ήταν αρκετός, ο δε εναγόμενος οδηγούσε έχοντας τα φώτα του αυτοκινήτου αναμμένα. Μετά το δυστύχημα ο εναγόμενος υπεβλήθηκε σε σχετική δοκιμή και η ένδειξη ύπαρξης οινοπνεύματος στον οργανισμό του ήταν μηδενική. Επί του οδοστρώματος δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου. Από δε τις καταθέσεις που έλαβε προκύπτει πως ο εναγόμενος δεν φρέναρε. Η ορατότητα του εναγόμενου σε ευθεία γραμμή, ως η πορεία του, ήταν απεριόριστη. Όμως, η ορατότητά του, εν σχέσει με τον ενάγοντα, ήταν περιορισμένη. Όταν επεσκέφθηκε τη σκηνή, το αυτοκίνητο ευβρίσκετο στην τελική του θέση και παρουσίαζε ζημίες στο μπροστινό μέρος. Συγκεκριμένα, υπήρχαν βουλώματα στο σκέπαστρο της μηχανής (καπό) και τον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου. Κατά την αντεξέτασή του, ο αστυφύλακας XXX5 XXXXX Χαραλάμπους (Μ.Ε.1) επανέλαβε την κεντρική του θέση πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ορατότητα του εναγομένου προς την πλευρά του ενάγοντος ήταν μειωμένη. Διευκρίνισε πως αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως, αμέσως πριν κτυπηθεί από τον εναγόμενο, ο ενάγων διεσταύρωνε μπροστά από το αυτοκίνητο υπ΄αριθμόν εγγραφής XXXXX18 το οποίο τον εκάλυπτε. Ο μάρτυς συνέχισε λέγοντας πως το γεγονός αυτό καθιστά και το αυτοκίνητο υπ΄αριθμόν εγγραφής XXXXX18 ως αυτοκίνητο «εμπλεκόμενο» στο δυστύχημα. Τέλος, ο μάρτυς ανέφερε πως, δεδομένου του περιεχομένου των καταθέσεων που έλαβε και δεδομένων των ευρημάτων του, εισηγήθηκε όπως ο εναγόμενος μην διωχθεί ποινικώς.»
Το εύρημα αυτό του εξεταστή της υπόθεσης, ότι η ορατότητα του εναγόμενου σε σχέση με τον ενάγοντα ήταν περιορισμένη, γεγονός που οφειλόταν στο ότι αμέσως πριν χτυπηθεί από τον εναγόμενο ο ενάγων διασταύρωνε μπροστά από το αυτοκίνητο υπ' αριθμό εγγραφής KQB 618, το οποίο τον κάλυπτε και οδηγείτο από την Παναγιώτα Πόντου, αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ο εφεσείων ότι αυτή η διαπίστωση του εξεταστή της υπόθεσης, αποτελεί μαρτυρία που άκουσε ο αστυφύλακας χωρίς o ίδιος να γνωρίζει πραγματικά πώς έγινε το δυστύχημα, ούτε και έκανε σχετική έρευνα. Εφόσον, είναι η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα, όταν επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος ο εξεταστής, το όχημα του εναγόμενου είχε μετακινηθεί από την τελική του θέση, δεν θα μπορούσε να γνωρίζει αν όντως κάλυπτε τον εφεσείοντα. Επίσης, θεωρούν ότι από τη στιγμή που το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Παναγιώτα Πόντου με αριθμό εγγραφής KQB 618 είδε τον εφεσείοντα, ελάττωσε ταχύτητα για να περάσει και αφού αυτός πέρασε, συνέχισε κανονικά την πορεία του και δέχτηκε χτύπημα από το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, ενώ βρισκόταν περίπου στο μέσο της λωρίδας στην οποία κινείτο ο εφεσίβλητος, ήταν λανθασμένο. Προωθούν επίσης τη θέση ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας, ως o ίδιος ανέφερε, ήταν απλώς ο εξεταστής της υπόθεσης και δεν είχε την εξειδίκευση να διερευνά ατυχήματα και να προβαίνει σε πορίσματα.
Η πιο πάνω θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Ειδικότερα, η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι το όχημα KQB 618 που ήταν στα δεξιά του και γύρω στα 5‑6 μέτρα μπροστά του, φρέναρε απότομα και με το που φρέναρε, o ίδιος είδε μπροστά του να περνά ένα άτομο και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει τον χτύπησε με το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του στα δεξιά. Ήταν ειδικά η θέση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων ξεπρόβαλε μπροστά από το αυτοκίνητο του αστραπιαία, αναφέροντας χαρακτηριστικά «. τον είδα μόνο την ώρα που ήρθε μπροστά, δεν πάτησα φρένα και ούτε έκανα οποιαδήποτε κίνηση για να τον αποφύγω». Αυτή του τη θέση, την οποία ο εναγόμενος‑εφεσίβλητος είχε αναφέρει και στη γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία, την επανέλαβε στο Δικαστήριο αρνούμενος και απορρίπτοντας τις θέσεις της συνηγόρου του εφεσείοντα ότι οδηγούσε με υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα και υπήρξε αμελής και απρόσεχτος με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως τον ενάγοντα και να μην τον αποφύγει, ενώ θα μπορούσε. Απέρριψε επίσης τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι χτύπησε αυτόν κατά τρόπο πολύ βίαιο με αποτέλεσμα να εκτιναχθεί σε απόσταση 20 μέτρων.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η αυτόπτης μάρτυρας Παναγιώτα Πόντου, που ήταν η οδηγός του οχήματος με αριθμό εγγραφής KQB 618, υιοθέτησε τη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, σύμφωνα με την οποία την επίδικη ημερομηνία και ώρα οδηγούσε το όχημα της με ταχύτητα γύρω στα 30‑40 ΧΑΩ, υπήρχε τροχαία κίνηση τόσο μπροστά της όσο και απέναντι της. Σε κάποιο σημείο του δρόμου είδε έναν άνθρωπο να διασταυρώνει τον δρόμο από τα δεξιά της προς τα αριστερά της ως η πορεία της. Το μόνο που έκανε ήταν να ελαττώσει ταχύτητα με σκοπό να περάσει από μπροστά της. Μόλις πέρασε από μπροστά της, η ίδια συνέχισε και αφού πέρασε από δίπλα της και εισερχόταν στη διπλανή λωρίδα, τον είδε ξαφνικά να πετάγεται κάτω στην άσφαλτο. Αμέσως κατάλαβε πως τον χτύπησε το αυτοκίνητο που ερχόταν από πίσω της, στη διπλανή λωρίδα. Ανέφερε ότι ο πεζός διασταύρωνε τον δρόμο χωρίς να ελέγχει τον δρόμο, και η ίδια μόλις που πρόλαβε να μην τον χτυπήσει. Ήταν η θέση της ότι ο εφεσείων δεν έλεγξε καθόλου την αριστερή λωρίδα ως η πορεία της. Τα πιο πάνω γεγονότα που αναφέρει στην κατάθεση της, η Πόντου, τα επανέλαβε και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι αυτό που αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατά την αντεξέταση δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια της Πόντου όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα. Η ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα δεν υπέβαλε στη μάρτυρα τίποτε αντίθετο από όσα ανάφερε στη γραπτή κατάθεση της στην Αστυνομία, αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου. Σημειώνει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι την ειλικρίνεια και τα κίνητρα της Παναγιώτας Πόντου δεν αμφισβήτησε η πλευρά του ενάγοντα.
Υπήρχε επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου η εκδοχή του εφεσείοντα και του αυτόπτη μάρτυρα Μάριου Παπαϊωάννου, που o ενάγοντας κάλεσε, η οποία, όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι σε αντίθεση με αυτά που αναφέρουν η Πόντου και ο εναγόμενος. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι έλεγξε τον δρόμο και όταν είδε ότι δεν έρχονταν αυτοκίνητα από τα δεξιά άρχισε να διασταυρώνει πολύ προσεκτικά και αργά. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου, εκεί που έχει άσπρη γραμμή. Μόλις διασταύρωσε τις τρεις λωρίδες και κοίταξε ξανά στα αριστερά του και είδε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής KQB 618, περίμενε και όταν είδε ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου σταμάτησε για να περάσει, συνέχισε την πορεία του. Ενώ βρισκόταν στην τελευταία λωρίδα και λίγα βήματα πριν το πεζοδρόμιο, δέχτηκε χτύπημα από το όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος. Ο Παπαϊωάννου ανέφερε τα ίδια γεγονότα όπως και ο εφεσείων και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτός γνωρίζει τον εφεσείοντα αρκετά χρόνια μέσω κοινών φίλων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη μαρτυρία και τις εκατέρωθεν θέσεις που τέθηκαν ενώπιον του, αποφάσισε ότι η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης Αντώνη Χαραλάμπους και της Παναγιώτας Πόντου που είναι ανεξάρτητοι μάρτυρες και των οποίων την αξιοπιστία δεν έχει αμφισβητήσει η πλευρά του εφεσείοντα, είναι ευθυγραμμισμένη με τα όσα δήλωσε ο εφεσίβλητος και ότι η μαρτυρία και των τριών αυτών προσώπων συνάδει και με τα όσα το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής παρουσιάζει. Έκρινε συνεπώς την εν λόγω μαρτυρία ως έχουσα λογική συνοχή, ως αληθή και αξιόπιστη. Αντίθετα, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του Μάριου Παπαϊωάννου ως ανακριβή, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εφεσείοντα.
Επομένως, λανθασμένα οι συνήγοροι του εφεσείοντα αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε μόνο ότι ο εφεσείων καλυπτόταν από άλλο όχημα την ώρα που διασταύρωνε. Αντίθετα, φαίνεται ότι ολόκληρη η εκδοχή του εφεσείοντα απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού η μαρτυρία της Πόντου ότι οδηγούσε με ταχύτητα 30‑40 χιλιόμετρα ανά ώρα, είδε τον εφεσείοντα να διασχίζει τη λεωφόρο χωρίς να ελέγχει τον δρόμο, η ίδια χαμήλωσε ταχύτητα για να του επιτρέψει να περάσει και μόλις που πρόλαβε να μην τον χτυπήσει, ενώ ο εφεσείων δεν έλεγξε καθόλου την αριστερή λωρίδα ως η πορεία της Πόντου, παρέμειναν ενώπιον του Δικαστηρίου αδιαμφισβήτητα. Η θέση του εφεσίβλητου ότι εξ αντικειμένου δεν είχε τη δυνατότητα να δει τον ενάγοντα εγκαίρως, αφού καλυπτόταν από το αυτοκίνητο KQB 618, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως και η θέση του εφεσίβλητου ότι για πρώτη φορά είδε τον εφεσείοντα όταν αυτός ξεπρόβαλε μπροστά του.
Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος παντελώς και απορρίπτεται.
Οι επόμενοι λόγοι έφεσης άπτονται καθαρά, όπως και ο πρώτος λόγος έφεσης εν μέρει, της αξιοπιστίας των μαρτύρων που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεπεία της αξιολόγησης που έγινε από αυτό.
Υπενθυμίζουμε την πάγια αρχή της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν και είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τις αντιδράσεις τους, την εν γένει συμπεριφορά τους και να κρίνει τις απαντήσεις τους και τη στάση τους καθ' όλη τη δικαστική διαδικασία. Το Εφετείο πολύ σπάνια παρεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια και τούτο, μόνον όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που η νομολογία έχει καθορίσει. Στην πρόσφατη απόφαση Αντώνης Αντωνίου κ.α. ν. Ανδρούλλας Ονουφρίου Πολ. Έφ. 444/2019 ημερ.30.10.2024, συνοψίζοντας τη νομολογία, έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:
«Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί: «Η αξιολόγηση ενός μάρτυρα αν είναι αξιόπιστος ή όχι, είναι καθαρά θέμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα». Σχετική είναι η απόφαση Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 353. Όπως έχει σαφέστατα καθοριστεί σε πληθώρα αποφάσεων, η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει ενώπιόν του τους μάρτυρες και μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καταλήγει στα συμπεράσματα του. Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας. Παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση Πολιτική Έφεση 366/18 AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ ημερ. 31.1.2024, όπου έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Τούτο το αναγνωρίζουν και οι συνήγοροι παραθέτοντας και οι δύο νομολογία από την υπόθεση Αντωνίου Νίκος v. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1Α.Α.Δ. 317 στην οποία μνημονεύεται η αρχή ότι:
«... η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει όμως την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, να παρέμβει και να παραγκωνίσει τα ευρήματα περί αξιοπιστίας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Κασιέρη κ.ά. v. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1246, Φράγκος v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39».
Αυτό το αυστηρό κριτήριο επέμβασης από το Εφετείο στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία, έχει υπογραμμιστεί σε πληθώρα νομολογίας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις υποθέσεις Σενέκκης Πανίκος v. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 417, NAT JANGO FASHION LTD v. Α.Κ. ΠΟΧΤΖΕΛΙΑΝ & ΥΙΟΙ (ΔΙΑΝΟΜΕΙΣ) ΛΤΔ Πολιτική Έφεση αρ. 105/2014, ημερ.18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A443, ECLI:CY:AD:2018:A443.»
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και της Παναγιώτας Πόντου. Αναφέρουμε ξανά το ουσιαστικό γεγονός που σημειώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, ότι η αξιοπιστία και η ειλικρίνεια της Παναγιώτας Πόντου δεν αμφισβητήθηκαν πρωτόδικα, όπως δεν είχε αμφισβητηθεί και η αξιοπιστία του εξεταστή της υπόθεσης Αντώνη Χαραλάμπους. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, αφού την αξιολόγησε ως ευθυγραμμισμένη με τα όσα δήλωσαν οι Παναγιώτα Πόντου και Αντώνης Χαραλάμπους, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής:
«Εξέταση της μαρτυρίας οδηγεί στη διαπίστωση πως τα όσα κρίσιμα εδήλωσαν ενόρκως ο αστυφύλακας XXX5 XXXXX Χαραλάμπους (Μ.Ε.1) και η XXXXX Πόντου (Μ.Υ.1), μάρτυρες ανεξάρτητοι, των οποίων την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία δεν αμφισβήτησε η πλευρά του ενάγοντος, είναι ευθυγραμμισμένα με τα όσα αντίστοιχα εδήλωσε ο εναγόμενος XXXXX Τριφταρίδης (Μ.Υ.2). Η μαρτυρία των τριών αυτών προσώπων, η οποία συνάδει και με τα όσα το συμμετρικό σχεδιαγράφημα της σκηνής (τεκμήριο 2) παρουσιάζει, κρίνεται ως έχουσα λογική συνοχή, ως αληθής και αξιόπιστη. ...»
Ειδικά για τη μαρτυρία της Παναγιώτας Πόντου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει επίσης τα ακολούθα:
«Aς σημειωθεί πως, κατά την αντεξέταση, δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια της εκδοχής την οποίαν η XXXXX Πόντου (Μ.Υ.1) ανέφερε όσον αφορά στα ουσιώδη γεγονότα. Η ευπαίδευτη συνήγορος του ενάγοντος δεν υπέβαλε στη μάρτυρα ο,τιδήποτε το αντίθετο από όσα αυτή ανέφερε στη γραπτή κατάθεσή της στην Αστυνομία (τεκμήριο 3) καθώς και ενώπιον του Δικαστηρίου. Η XXXXX Πόντου (Μ.Υ.1) υπήρξε άμεση, σταθερή και θετική στις απαντήσεις της. Πρόκειται για ανεξάρτητη μάρτυρα και διαπιστώνεται πως τα όσα αυτή ανέφερε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου αποδίδουν τα γεγονότα ως αυτά, πράγματι, έχουν εξελιχθεί. Άλλωστε, την ειλικρίνεια και τα κίνητρα της XXXXX Πόντου (Μ.Υ.1) δεν αμφισβήτησε η πλευρά του ενάγοντος.»
Σε ό,τι αφορά τον εναγόμενο, και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει τα ακολούθα στη σελίδα 13 της απόφασης του:
«Ενώπιον του Δικαστηρίου ο εναγόμενος XXXXX Τριφταρίδης (Μ.Υ.2), άνδρας νεαρής ηλικίας, με λόγο ήρεμο, σταθερό, άμεσο, απλό και κατανοητό επανέλαβε τα ανωτέρω και αρνήθηκε και απέρριψε αντίθετες εκδοχές γεγονότων ως αυτές του είχαν υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο του ενάγοντος. Ιδίως, ο εναγόμενος XXXXX Τριφταρίδης (Μ.Υ.2) αρνήθηκε και απέρριψε τις θέσεις της κας Στυλιανού σύμφωνα με τις οποίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγούσε με υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα και υπήρξε αμελής και απρόσεκτος με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί εγκαίρως το ενάγοντα και να μην τον αποφύγει, ενώ θα μπορούσε. Αρνήθηκε, επίσης, και απέρριψε τη θέση πως το αυτοκίνητο κτύπησε τον ενάγοντα κατά τρόπον πολύ βίαιο με αποτέλεσμα αυτός να εκτιναχθεί σε απόσταση 20 μ.»
Πέραν των πιο πάνω, από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ισχύουν τα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα αναφέρουν ως κενά και/ή συγκρουόμενα γεγονότα αναφορικά με τις συνθήκες σύγκρουσης. Τόσο η θέση του εξεταστή της υπόθεσης, όσο και της Παναγιώτας Πόντου αλλά και του εφεσίβλητου, ήταν ότι ο εφεσείων διασταύρωνε τον δρόμο από τα δεξιά προς τα αριστερά ως η πορεία της Πόντου, ξεπρόβαλε ξαφνικά χωρίς να ελέγξει τον δρόμο, η Πόντου ελάττωσε ταχύτητα έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ο εφεσείοντας διασταύρωνε τον δρόμο χωρίς να ελέγχει τον δρόμο και παραδεχόμενη ότι και η ίδια μόλις πρόλαβε πριν να μην τον χτυπήσει και ήταν σταθερή στη θέση της ότι ο εφεσείων δεν έλεγξε καθόλου την αριστερή λωρίδα ως η πορεία της.
Προκύπτει από την κοινή τους θέση, η οποία έμεινε σταθερή, ότι η Πόντου είδε τον εφεσείοντα αιφνίδια όταν ξεπρόβαλε μπροστά από το αυτοκίνητο της και μόλις που πρόλαβε να μην τον χτυπήσει, ενώ ο εφεσίβλητος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το κατά πόσο η Πόντου ελάττωσε ταχύτητα, ενώ ο εφεσίβλητος ανάφερε ότι φρέναρε απότομα (στην κατάθεση του) ή ελάττωσε απότομα (κατά την προφορική του μαρτυρία), δεν δικαιολογεί την εισήγηση των συνηγόρων του εφεσείοντα περί μη σωστής αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων, Παναγιώτας Πόντου και εφεσίβλητου, από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του κατέληξε στα εξής:
«... Το καθήκον του εναγομένου, ως οδηγού, να επιδεικνύει τη δέουσα παρατηρητικότητα (proper lookout) δεν επεκτείνεται στην υποχρέωση να αντιληφθεί εγκαίρως πεζό ο οποίος διασταυρώνει απρόσεκτα μίαν πολυσύχναστη λεωφόρο, περνά μπροστά από εν κινήσει αυτοκίνητα, τα οποία τον καλύπτουν, και εμφανίζεται αιφνιδίως μπροστά του. Το γεγονός πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο φωτισμός στην λεωφόρο ήταν αρκετός δεν δημιουργεί ευθύνη για τον εναγόμενο. Παρά την ύπαρξη φωτισμού, ο εναγόμενος, εξ αντικειμένου, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί ενωρίτερα τον ενάγοντα αφού αυτός, διερχόμενος μπροστά από το αυτοκίνητο υπ΄αριθμόν εγγραφής KQB 618, ήταν καλυμμένος (δείτε, για ανάλογη εφαρμογή, τις αποφάσεις Ιωάννου v. Στυλιανού (ανωτέρω), Κόκκινος v. Θεοδώρου (2013) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2264, Χριστοφόρου v. Τρύφωνος (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1516 και Παναγρίτη v. Χαραλάμπους (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 439). Ο εναγόμενος ενήργησε, υπό τις περιστάσεις, ως ο μέσος, ικανός, λογικός και συνετός οδηγός. Συνεπώς, ο εναγόμενος ουδεμία αμέλεια επέδειξε και ουδεμία ευθύνη φέρει για το δυστύχημα. Επισημαίνεται πως το μέτρο αξιολόγησης της οδικής συμπεριφοράς του εκάστοτε εναγομένου δεν είναι ο «τέλειος οδηγός», πως η αδυναμία αποφυγής σύγκρουσης μεταξύ αυτοκινήτου και πεζού δεν σημαίνει πάντοτε αμέλεια εκ μέρους του οδηγού του αυτοκινήτου και πως το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη μέτρων προς αποφυγή κινδύνου μη ευλόγως προβλεπτού (Ξυπτερά v. Κυπριανού (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1996, 1705).»
Ενόψει των πιο πάνω, πέραν του ότι δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα η αξιοπιστία και ειλικρίνεια της Παναγιώτας Πόντου, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, η μαρτυρία της ήταν ευθυγραμμισμένη με τα όσα δήλωσε ο εφεσίβλητος και υποστηρίζονταν από τα πραγματικά ευρήματα στη σκηνή του δυστυχήματος.
Επομένως ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου από το πρωτόδικο Δικαστήριο και την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι η εκδοχή των δύο ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη και συνεπώς η αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου δεν άφηνε στο πρωτόδικο Δικαστήριο περιθώριο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Με βάση το γεγονός ότι η μαρτυρία της Παναγιώτας Πόντου δεν είχε αμφισβητηθεί και κρίθηκε ως αξιόπιστη μαρτυρία, η εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή του εφεσείοντα ότι η Παναγιώτα Πόντου σταμάτησε εντελώς το αυτοκίνητο της ώστε να περάσει ο ίδιος από μπροστά, ότι διασταύρωνε προσεκτικά τον δρόμο και έλεγξε τον δρόμο προτού εισέλθει στη λωρίδα που οδηγούσε η Παναγιώτα Πόντου και έλεγξε ξανά τον δρόμο προτού εισέλθει στη λωρίδα του εφεσίβλητου, δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές θέσεις από το Δικαστήριο, αφού έτσι θα κατέληγε σε εντελώς παράλογο αποτέλεσμα ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος.
Ως προς τη θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής και δεν έλαβε μέτρα για αποφυγή του δυστυχήματος, επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Πόντου, αλλά και του εφεσίβλητου, ότι όλα έγιναν αστραπιαία, δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα.
Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.
Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η μη αποδοχή της μαρτυρίας του Μάριου Παπαϊωάννου, μάρτυρα που κάλεσε η πλευρά του εφεσείοντα με την αιτιολογία ότι ήρθε να βοηθήσει τον εφεσείοντα και αναφέρουν ακόμη ότι το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να γνωρίζει κάποιο άλλο πρόσωπο, δεν αποτελεί λόγο για να θεωρηθεί η μαρτυρία του αναξιόπιστη.
Λανθασμένα οι συνήγοροι του εφεσείοντα αποδίδουν στο Δικαστήριο ότι απέρριψε τη μαρτυρία του Μάριου Παπαϊωάννου γιατί γνώριζε τον εφεσείοντα. Ο λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Μάριου Παπαϊωάννου, όπως και του εφεσείοντα, ήταν ότι κρίθηκε ανακριβής, η οποία αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εφεσείοντα.
Σημειώνουμε επίσης το γεγονός ότι ο Μάριος Παπαϊωάννου, o οποίος είχε δηλώσει ότι γνώριζε τον ενάγοντα αρκετά χρόνια μέσω κοινών φίλων, δεν είχε δώσει γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία και το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να κρίνει, όπως με τους άλλους τρεις μάρτυρες, την αξιοπιστία του και σε σχέση με την προηγούμενη δήλωση του που έγινε είτε την ίδια μέρα του δυστυχήματος, είτε σε ημερομηνία κοντινή με αυτό. Και του εν λόγω προσώπου, δηλαδή του Μάριου Παπαϊωάννου, η μαρτυρία, εφόσον ήταν ευθυγραμμισμένη με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως εκ διαμέτρου αντίθετη με τη μαρτυρία της Παναγιώτας Πόντου και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, τις οποίες είχε αποδεχθεί το Δικαστήριο. Έτσι, όχι μόνο η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι ο λόγος απόρριψης της μαρτυρίας του Μ. Παπαϊωάννου ήταν η σχέση του με τον εφεσείοντα δεν ευσταθεί, αλλά η απόρριψη και της δικής του μαρτυρίας ήταν το λογικό απότοκο της αποδοχής της μαρτυρίας της Παναγιώτας Πόντου, του εφεσίβλητου, αλλά και του εξεταστή της υπόθεσης.
Έτσι και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.000,00 πλέον ΦΠΑ.
Σημειώνουμε ότι δεν υπήρχε λόγος έφεσης που να αφορά τις διαταγές εξόδων που έχουν γίνει από το πρωτόδικο Δικαστήριο, γι' αυτό και η προφορική αναφορά του σημείου αυτού από τους συνηγόρους του εφεσίβλητου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.