ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 300/2018)
12 Φεβρουαρίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΑΝΤΙΑ ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
1. ΜΑΝΩΛΗ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗ,
2. OLYMPIC INSURANCE COMPANY LTD,
Εφεσιβλήτων.
___________________
Α. Δημητριάδης για Ανδρέας Χρ. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.
Ε. Δημητρίου για Μιχαλάκη, Πιτσιλίδου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 19.09.2008, ώρα 15:40, στον κύριο δρόμο Κισσόνεργας-Πάφου, με εμπλεκόμενους την εφεσείουσα, ηλικίας, τότε, 23 ετών, η οποία ήτο πεζή και το διπλοκάμπινο όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1. Η εφεσίβλητη 2 ήτο ασφαλιστική εταιρεία η οποία κάλυπτε την ασφαλιστική ευθύνη του εφεσίβλητου 1. Το ατύχημα συνέβη όταν η εφεσείουσα διασταύρωνε τον πιο πάνω κύριο δρόμο. Αμέσως προηγουμένως, η εφεσείουσα είχε εξέλθει από μπροστινή αριστερή πόρτα λεωφορείου το οποίο είχε σταθμεύσει στα αριστερά του δρόμου, σε καθορισμένη στάση λεωφορείων και πέρασε από μπροστά του για να διασταυρώσει. Στο σημείο δεν υπήρχε διάβαση πεζών. Τόσο το όχημα του εφεσίβλητου 1, όσο και το εν λόγω λεωφορείο, είχαν κατεύθυνση την Πάφο.
Η εφεσείουσα καταχώρισε αγωγή με την οποία ισχυρίστηκε ότι ενώ διασταύρωνε νόμιμα και κανονικά τον δρόμο, ο εφεσίβλητος 1 οδηγός την παρέσυρε και την τραυμάτισε. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το ατύχημα οφείλετο στην «αποκλειστική αμέλεια και/ή κατά παράβαση των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων» του εφεσίβλητου 1 και ζήτησε γενικές αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία, ανικανότητα και μείωση της εισοδηματικής της ικανότητας, απώλεια ανέσεων, απώλεια μελλοντικών απολαβών και για μελλοντικές χειρουργικές επεμβάσεις και €10.495,68 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους και έξοδα. Οι εφεσίβλητοι, στην υπεράσπισή τους, ισχυρίστηκαν πως το επίδικο ατύχημα προκλήθηκε εξαιτίας «της αποκλειστικής αμέλειας και/η παράβασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων και υποχρεώσεων» της εφεσείουσας.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία έδωσαν μαρτυρία για την εφεσείουσα, εκτός από την ίδια (Μ.Ε.5), ο Χ.Σ. (Μ.Ε.1) ο οποίος κατέθεσε ως ειδικός εκτιμητής-εμπειρογνώμονας ζημιών οχημάτων και εξειδικευμένος στις έρευνες ατυχημάτων και συγκρούσεων οχημάτων, ο Γ.Χ. (Μ.Ε.2) οδηγός του λεωφορείου, οι ιατροί Γ.Μ. (Μ.Ε.3), Α.Χ. (Μ.Ε.4), Α.Χ. (Μ.Ε.6), Γ.E. (Μ.Ε.7), Χ.Γ. (Μ.Ε.8), E.Α. (Μ.Ε.9) ψυχίατρος και ο Δ.Π. σύζυγος της εφεσείουσας (Μ.Ε.10). Για τους εφεσίβλητους, έδωσαν μαρτυρία ο εφεσίβλητος 1 (Μ.Υ.1) και οι ιατροί Η.Γ. (Μ.Υ.2) και Χ.Λ. (Μ.Υ.3).
Η εφεσείουσα, στη γραπτή κατάθεση της, κατά την ακροαματική διαδικασία, ανέφερε ότι κατέβηκε από το λεωφορείο το οποίο είχε σταθμεύσει σε καθορισμένη στάση λεωφορείων, πέρασε μπροστά από το λεωφορείο και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Πριν διασταυρώσει, κοίταξε δεξιά και αριστερά κατά μήκος του δρόμου και εφόσον δεν είδε αυτοκίνητο να έρχεται, άρχισε να διασταυρώνει τον δρόμο με γοργό βήμα. Εάν υπήρχε αυτοκίνητο στον ορίζοντα, κάτι που δεν θυμόταν να υπήρχε, αυτό πρέπει να ήταν πολύ μακριά και θεώρησε ότι μπορούσε να διασταυρώσει με ασφάλεια. Όταν είχε σχεδόν διασχίσει τη λωρίδα του δρόμου, αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 στα δεξιά, σε απόσταση 2‑3 μέτρων, να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος της και να συγκρούεται μαζί της. Μετά το κτύπημα δεν θυμόταν τίποτε, εκτός του γεγονότος ότι αντιλήφθηκε κάποια στιγμή άτομα από πάνω της και μετά βρέθηκε στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου.
Ο εφεσίβλητος 1, στη γραπτή κατάθεση του κατά την ακροαματική διαδικασία, ανέφερε ότι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα το όχημα του, στο οποίο επέβαιναν άλλα δύο άτομα. Ενώ το όχημα του βρισκόταν παράλληλα και/ή στο μέσο του σταματημένου, σε καθορισμένη στάση, λεωφορείου, ξαφνικά αντιλήφθηκε, σε ενάμιση μέτρο απόσταση από το όχημα του, την εφεσείουσα να ξεπροβάλλει τρέχοντας μπροστά από το σταματημένο λεωφορείο για να διασταυρώσει τον δρόμο, χωρίς προηγουμένως να κοιτάξει ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. O ίδιος, αμέσως μετά, ενστικτωδώς, για να αποφύγει τη σύγκρουση με την εφεσείουσα, έστριψε το τιμόνι του οχήματος του δεξιά, μπαίνοντας στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και συνεπεία αυτής της αντίδρασης του, το όχημα του δεν συγκρούστηκε με την εφεσείουσα. Η εφεσείουσα, μόλις είδε το όχημα του, ξαφνιάστηκε, έχασε την ισορροπία της, γλίστρησε και έπεσε στο έδαφος, λίγο πριν φτάσει στη συνεχή διαχωριστική άσπρη γραμμή στο κέντρο του δρόμου. Η εφεσείουσα φορούσε σανδάλια και, όπως έτρεχε να διασταυρώσει τον δρόμο, κόπηκε το σάνδαλο της, γλίστρησε και έπεσε στο έδαφος. Ακολούθως, ο ίδιος ειδοποίησε ασθενοφόρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, σημείωσε ότι οι μετρήσεις, με βάση το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος (Τεκμήριο 3), το οποίο σχεδιάστηκε από τον αστυφύλακα Α.Χ. δεν αμφισβητήθηκαν και με βάση αυτό, το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
«......................................
(γ) Ο δεξιός τροχός του λεωφορείου με αριθμούς εγγραφής TCAD206 όταν στάθμευσε στη στάση λεωφορείων απείχε από την άκρια του δρόμου 0,9 μέτρα.
.....................................
(ε) Το συνολικό πλάτος του δρόμου ήταν 6,20 μέτρα και χωριζόταν σε δύο λωρίδες με αντίθετες κατευθύνσεις πλάτους 3,10 μέτρα έκταση.
(στ) Το ισχυριζόμενο σημείο σύγκρουσης της Ενάγουσας που ήταν πεζή και του εμπλεκόμενου οχήματος είναι 2 μέτρα από την άκρη του δρόμου εντός της λωρίδας αυτού με κατεύθυνση την Πάφο.»
Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε η αστυνομική έκθεση (Τεκμήριο 2) με βάση την οποία τη μέρα του δυστυχήματος ο καιρός ήταν αίθριος, και η άσφαλτος στεγνή, ότι ήταν μέρα και ο φωτισμός ήταν ικανοποιητικός και πως ο δρόμος ήτο επίπεδος, με καλή ορατότητα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας με βάση το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και άντλησε καθοδήγηση από την απόφαση Φοινικαρίδης κ.α. v. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Αυτά, κατά εναρμονισμό προς το θεμελιωμένο ότι η αμέλεια ως πραγματικό γεγονός συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Συναφώς, θα υπενθυμίζαμε πως, γενικά, εφόσον η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια.»
Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, δεν πίστεψε την εκδοχή της εφεσείουσας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν παραβίασε το καθήκον επιμέλειας που είχε ως συνετός οδηγός απέναντι στην εφεσείουσα, απέδωσε δε την ευθύνη για το ατύχημα στην εφεσείουσα και απέρριψε την αγωγή της.
Η εφεσείουσα δεν έμεινε ικανοποιημένη με την απόφαση και καταχώρισε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας τους ακόλουθους έξι λόγους έφεσης:
«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους της Ενάγουσας.
.............................................................................................................
2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την επιζήμια παραδοχή του Εναγόμενου 1, η οποία περιέχεται στην κατάθεση του προς την Αστυνομία και η οποία έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα από το δυστύχημα, ότι κατά το χρονικό διάστημα του δυστυχήματος οδηγούσε το όχημα του με ταχύτητα 55 χιλιόμετρα την ώρα, ως αποδεχτή για την απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της.
.............................................................................................................
3ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απεφάνθη ότι ο ΜΕ 2 ήταν αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων και μάρτυρας της αλήθειας, αποφάσισε ότι στοιχεία της μαρτυρίας του ήταν αμιγώς υποκειμενικά και ότι δεν μπορούν να εκληφθούν δεδομένα ως ορθά και απέρριψε την μαρτυρία του επί των στοιχείων αυτών, η οποία μαρτυρία εστιάζεται επί της ουσίας της αντιδικίας.
.............................................................................................................
4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Τα ευρήματα του Σεβαστού Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
.............................................................................................................
5ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την μαρτυρία και τα ευρήματα του ΜΕ1 εμπειρογνώμονα, και απέρριψε την μαρτυρία του ως αναξιόπιστη.
.............................................................................................................
6ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μαρτυρία της Ενάγουσας συγκρούεται με το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης της που έδωσε στην αστυνομία στις 21.09.08 και παρουσιάστηκε ως μέρος της μαρτυρίας της σαν Τεκμήριο 4(2).
.........................................................................................................»
Όπως διαφαίνεται από τους πιο πάνω λόγους έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ουσιαστικά για τα ευρήματα αξιοπιστίας και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παραπέμπουμε στην απόφαση Χ"Λουκάς κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2016 ημερομηνίας 17.07.2024, όπου τονίστηκαν τα εξής:
«Επειδή και στους τρεις πιο πάνω λόγους γίνεται αναφορά σε κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και/ή γεγονότων, θα αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η αξιολόγηση τους είναι έργο των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Διάδικος ο οποίος προσβάλλει ενώπιον Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν σε αξιοπιστία μαρτύρων, έχει να επιτελέσει ένα πολύ δύσκολο έργο (Φρουταρία Το Πανέρι Λίμιτεδ κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 426/2011, ημερ. 29.11.2017 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024).»
Θα ξεκινήσουμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την επιζήμια παραδοχή του εφεσίβλητου 1 στην κατάθεση του στην αστυνομία, ότι οδηγούσε το όχημα του με ταχύτητα 55 χιλιόμετρα την ώρα. Σημειώνουμε ότι το Δικαστήριο δέχθηκε σε γενικές γραμμές τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ως αξιόπιστη, εντόπισε όμως κάποιες αδυναμίες οι οποίες, κατά την κρίση του, δεν επηρέαζαν την αξιοπιστία του.
Το Δικαστήριο υπέμνησε ότι ο εφεσίβλητος ανέφερε στην κατάθεση του στην αστυνομία ότι οδηγούσε με 55 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ στη δια ζώσης μαρτυρία του, ότι οδηγούσε με 45-50 χιλιόμετρα την ώρα. Ακολούθως, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε πως τυχόν αποδοχή της θέσης του εφεσίβλητου 1 με την οποία ουσιαστικά πιθανολογείτο το ύψος της ταχύτητας που κινείτο το όχημα που οδηγούσε κατά το χρόνο του επίδικου ατυχήματος, θα ισοδυναμούσε με έκφραση γνώμης εμπειρογνωμοσύνης από μέρους του Δικαστηρίου, το οποίο είναι ανεπίτρεπτο. Η θέση αυτή του Δικαστηρίου είναι ορθή. Θα προσθέταμε στο σημείο αυτό ότι, κατ' εξαίρεση, είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο, προκειμένου να αποκλείσει ή επιβεβαιώσει εκδοχή οδηγού ως προς την ταχύτητα, να καταφύγει στην απλή λογική και εμπειρία για να καταλήξει σε συμπέρασμα (βλ. Χρίστου v. Χρίστου κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2015). Όμως, στην εκκαλούμενη απόφαση δεν θα μπορούσε να ισχύσει η εξαίρεση. Ο εφεσίβλητος 1 δεν ήτο σταθερός ως προς το ύψος της ταχύτητας του. Ούτε και παρουσιάστηκε αποδεκτή μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ασφαλές εύρημα της ταχύτητας του οχήματος του εφεσίβλητου 1. Επιπλέον, δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το όριο ταχύτητας, δεν υπήρχε δηλαδή ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο υπόβαθρο, έτσι ώστε να προχωρήσει σε περαιτέρω εύρημα για τυχόν υπέρβαση του ορίου ταχύτητος εκ μέρους του εφεσίβλητου 1. Συνεπώς, ακόμη και η ταχύτητα των 55 χιλιομέτρων την ώρα, από μόνη της, δεν θα οδηγούσε σε συμπέρασμα αμέλειας.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έκρινε τον Μ.Ε.2, οδηγό του λεωφορείου, μάρτυρα της αλήθειας, απεφάσισε ότι ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας του ήταν αμιγώς υποκειμενικά και απέρριψε τη μαρτυρία του επ' αυτών.
Ο Μ.Ε. 2, στη γραπτή κατάθεση του κατά την ακροαματική διαδικασία, ανέφερε ότι όταν σταμάτησε στην καθορισμένη στάση λεωφορείων, η εφεσείουσα κατέβηκε, πέρασε μπροστά από το λεωφορείο, στάθηκε στην άκρη του δρόμου μπροστά από το λεωφορείο, κοίταξε αριστερά και δεξιά στον δρόμο και προχώρησε να διασταυρώσει με γοργό βήμα. Λίγο πριν φτάσει στη συνεχή άσπρη διαχωριστική γραμμή στο κέντρο του δρόμου, σταμάτησε απότομα, γλίστρησε και έπεσε κάτω στην άσφαλτο. Όλα έγιναν γρήγορα, σε κλάσματα δευτερολέπτου και δεν ήτο σίγουρος αν γλίστρησε από μόνη της, ή αν κτυπήθηκε από το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1. Το κτύπημα ήτο στο δεξί πόδι της εφεσείουσας από το μπροστινό αριστερό μέρος του οχήματος. Με δεύτερο κτύπημα, ο αριστερός τροχός κτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της εφεσείουσας. Ο εφεσίβλητος 1, προτού κτυπήσει την εφεσείουσα, έκανε προσπάθεια να την αποφύγει, κάνοντας ελιγμό προς τα δεξιά. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, ο ίδιος είχε δει από τον δεξιό καθρέφτη του λεωφορείου το όχημα του εφεσίβλητου 1 το οποίο ερχόταν σε απόσταση πέραν των 50 μέτρων. Τη στιγμή εκείνη η εφεσείουσα βρισκόταν στην άκρη του δρόμου και ετοιμαζόταν να διασταυρώσει. Δεν πρόλαβε να της φωνάξει και εκείνη ξεκίνησε να διασταυρώνει τον δρόμο. Το όχημα θα βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από την εφεσείουσα, αν και ο ίδιος δεν το είδε την ώρα εκείνη. Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι το όριο ταχύτητας ήτο 50 χιλιόμετρα και πως η εφεσείουσα θα είχε ορατότητα πέραν των 100 μέτρων. Επίσης, αντεξεταζόμενος, σε σχετική ερώτηση για την ταχύτητα του οχήματος του εφεσίβλητου 1, είπε: «Χωρίς να είμαι απόλυτος, απλά εμπειρικά, πιστεύω ότι θα κινείτουν μεταξύ 50 με 65 χιλιόμετρα».
Ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε ότι ο Μ.Ε.2, σε γενικές γραμμές, του δημιούργησε καλή εντύπωση και απεδέχθη τα όσα αυτός ανέφερε σε σχέση με το ότι η εφεσείουσα εξήλθε του λεωφορείου το οποίο οδηγούσε ο ίδιος και το οποίο είχε σταματήσει σε στάση λεωφορείων, ότι είδε την εφεσείουσα να διασταυρώνει με γοργό ρυθμό, ότι λίγο πριν φτάσει στην άσπρη διαχωριστική γραμμή στο κέντρο του δρόμου σταμάτησε απότομα, γλίστρησε και έπεσε και ότι ο εφεσίβλητος 1, παρά τον ελιγμό του προς τα δεξιά για να αποφύγει την εφεσείουσα, την κτύπησε. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι το γεγονός πως το όχημα του εφεσίβλητου 1 κτύπησε την εφεσείουσα στο δεξί πόδι της και στο πίσω μέρος της κεφαλής της, επιβεβαιώθηκε και από τους ιατρούς Μ.Ε.3, Μ.Ε.4 και Μ.Υ.2. Επεσήμανε, όμως, σημεία της μαρτυρίας του τα οποία αφορούσαν υποκειμενική άποψη και τα οποία δεν ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένων μετρήσεων ή εμπειρογνωμοσύνης και γι' αυτό το λόγο τα απέρριψε, όπως η αναφορά του Μ.Ε.2 ότι (i) από το δεξιό καθρέφτη του λεωφορείου λίγο πριν το ατύχημα, πρόσεξε ότι το όχημα του εφεσίβλητου 1 βρισκόταν σε απόσταση 50 μέτρων, (ii) η ταχύτητα του οχήματος του εφεσείοντα κυμαινόταν από 50 μέχρι 65 χιλιόμετρα ανά ώρα, (iii) ο εφεσίβλητος δεν οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, (iv) η εφεσείουσα θα μπορούσε να διασταυρώσει με ασφάλεια αν το όχημα του εφεσίβλητου κινείτο στο επιτρεπόμενο όριο της ταχύτητας. Το Δικαστήριο απέρριψε, επίσης, τη θέση του Μ.Ε.2 ότι η εφεσείουσα κοίταξε δεξιά και αριστερά πριν διασταυρώσει, με το σκεπτικό ότι αν ίσχυε η εκδοχή του, τότε η εφεσείουσα θα έπρεπε να προσέξει το επίδικο όχημα που ερχόταν από τα δεξιά της, έχοντας υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο δρόμος ήτο ευθύς και υπήρχε ορατότητα πέραν των 100 μέτρων.
Κατ' αρχάς, τονίζουμε πως δεν είναι επιλήψιμο, με βάση τη νομολογία, μέρος μαρτυρίας ενός μάρτυρα να γίνεται αποδεκτό, ενώ άλλο να απορρίπτεται. Θα πρέπει όμως να προηγείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του η οποία κρίνεται αξιόπιστη, αλλά υπάρχουν στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία (βλ. Παυλίδης v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 01.11.2023). Περαιτέρω, βρίσκουμε πως η κατάληξη του Δικαστηρίου να μην στηριχθεί στην προαναφερόμενη μαρτυρία ήταν εύλογη και δεν παρέχεται περιθώριο για δική μας παρέμβαση.
Ως εκ των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απεδέχθη τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Μ.Ε.1 εμπειρογνώμονα. Ο Μ.Ε.1 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ατύχημα ήτο το αποτέλεσμα αμέλειας του εφεσίβλητου 1, ο οποίος, είχε τη δυνατότητα να ακινητοποιήσει το όχημα του με ασφάλεια, για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Ο Μ.Ε.1 επισκέφθηκε τη σκηνή του ατυχήματος δύο φορές, οκτώ περίπου χρόνια μετά το ατύχημα. Μελέτησε και αξιολόγησε μαρτυρικό υλικό που περιήλθε στην κατοχή του, όπως το ημερολόγιο ενεργείας του υπαστυνόμου Χ.Λ. (Τεκμήριο 1), την έκθεση γεγονότων του αστυφύλακα Α.Χ. (Τεκμήριο 2), το σχεδιάγραμμα της σκηνής του ατυχήματος (Τεκμήριο 3), δέσμη γραπτών καταθέσεων στην Αστυνομία (Τεκμήριο 4(1)‑4(6)) και την αστυνομική έκθεση (Τεκμήριο 5). Επίσης, επιθεώρησε όχημα ιδίου τύπου και αμαξώματος με το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1, από το οποίο μέτρησε το ύψος του προφυλακτήρα από το έδαφος και το ταύτισε με το ύψος των τραυμάτων της εφεσείουσας στο δεξί της πόδι. Προέβη σε αναπαράσταση του ατυχήματος και χρονομέτρηση των κινήσεων της εφεσείουσας και χρησιμοποίησε φόρμουλα ταχύτητας κίνησης πεζού από την πτυχιακή εργασία των Γεώργιου Μπόζνου και Δημοσθένη Θωμαΐδη (Τεκμήρια 6 και 8). Παραθέτουμε απόσπασμα από τα συμπεράσματα του Μ.Ε.1, όπως καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση:
«(α) ότι η ορατότητα σε αμφότερες τις κατευθύνσεις στο σημείο του δυστυχήματος είναι 250 μ.,
(β) ότι η Ενάγουσα ήταν ορατή από τον Εναγόμενο 1 όταν εμφανίστηκε μπροστά από το λεωφορείο επειδή βρισκόταν σε απόσταση 1 μ. από αυτό,
(γ) ότι ο χρόνος που η Ενάγουσα χρειάστηκε να καλύψει την απόσταση από την άκρια του λεωφορείου μέχρι το σημείο σύγκρουσης ήταν 6,17 δευτερόλεπτα,
(δ) ότι ο Εναγόμενος 1 διάνυσε απόσταση 50 μ. σε 0,91 δευτερόλεπτα και επομένως η ταχύτητα του ήταν 54,95 χιλιόμετρα ανά ώρα μέχρι το σημείο σύγκρουσης και εφόσον δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης η ταχύτητα αυξήθηκε μετέπειτα,
(ε) ότι με τέτοια ταχύτητα η Ενάγουσα ήταν ορατή από τον Εναγόμενο 1 στα 94,14 μ. από το σημείο σύγκρουσης χωρίς όμως ο τελευταίος να λάβει έγκαιρα οποιοδήποτε μέτρο για να αποφύγει τη σύγκρουση,
(στ) ότι η σύγκρουση του οχήματος του Εναγόμενου 1 με την Ενάγουσα επήλθε όταν αυτή ήταν όρθια,
(ζ) ότι τα τραύματα που η Ενάγουσα υπέστη στο κεφάλι συνάδουν με τη γραπτή αναφορά στο Τεκμήριο 4(1) του οδηγού του λεωφορείου πως ο πισινός αριστερός τροχός του επίδικου οχήματος είχε "πατήσει" την Ενάγουσα στο κεφάλι όταν αυτή είχε πέσει στο έδαφος.»
Ο πρωτόδικος Δικαστής κατέγραψε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Μ.Ε.1. Όσον αφορά τις μετρήσεις που έκανε ο Μ.Ε.1 για να δείξει ότι το ύψος του τραύματος της εφεσείουσας το επέφερε ο εφεσίβλητος 1, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν προσκομίστηκε ικανή μαρτυρία ώστε να πεισθεί ότι πράγματι χρησιμοποιήθηκε όχημα ιδίου τύπου. Επίσης, το Δικαστήριο, σημείωσε τη δήλωση του Μ.Ε.1, κατά την αντεξέταση, ότι δεν γνώριζε το αμάξωμα του επίδικου οχήματος και πως αν αυτό είχε τροποποιημένο αμάξωμα, δεν ίσχυε το συμπέρασμά του.
Όσον αφορά την ταχύτητα του επίδικου ατυχήματος, το Δικαστήριο σημείωσε πως ο Μ.Ε.1 την υπολόγισε με βάση τη μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου (Μ.Ε.2) ο οποίος ανέφερε ότι είδε το επίμαχο όχημα από τον καθρέφτη του λεωφορείου σε απόσταση 50 μέτρων, και με βάση το χρόνο σε δευτερόλεπτα που η εφεσείουσα κάλυψε ως πεζή από την άκρη της ασφάλτου μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Ο χρόνος, σύμφωνα με τον Μ.Ε.1, επιβεβαιώθηκε από τη χρήση της φόρμουλας σε πίνακα ταχύτητας κίνησης πεζού από τον Γεώργιο Μπόζνου. Ως προς τη φόρμουλα του πίνακα ταχύτητας κίνησης πεζού στην οποία βασίστηκε ο Μ.Ε.1, το Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
«Σε ότι αφορά τη φόρμουλα του πίνακα ταχύτητας κίνησης πεζού που ο εν λόγω πραγματογνώμονας αποδίδει στον επικαλούμενο μελετητή και εμπειρογνώμονα Γεώργιο Μπόζνου, τον οποίον θεωρεί αυθεντία στον τομέα αυτό και ο ΜΕ1 χρησιμοποίησε για να ελέγξει τη διαδικασία ελέγχου χρονομέτρησης που έκανε, η ορθότητά της δεν μπορεί να ελεγχτεί. Όπως καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 8, το οποίο ομιλεί από μόνο του, ο Γεώργιος Μπόζνος, στον οποίον ο Μ.Ε.1 έχει πιστώσει ότι ανήκει η φόρμουλα του πίνακα ταχύτητας κίνησης πεζού, δεν είναι μελετητής και εμπειρογνώμονας που αναληθώς και παραπλανητικά παρουσίασε ο Μ.Ε.1. Το άτομο αυτό είναι ένας φοιτητής που μαζί με άλλο φοιτητή (κάποιο Δημοσθένη Θωμαΐδη) υπό την επίβλεψη κάποιου Γεώργιου Τσακατάρα χρησιμοποίησαν τη συγκεκριμένη φόρμουλα στα πλαίσια ετοιμασίας της πτυχιακής τους εργασίας με τίτλο «Συγκρούσεις Οχημάτων με Πεζούς» τον Οκτώβριο 2012 στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Καβάλας. Ο Μ.Ε.1 χρησιμοποίησε φόρμουλα ενός πίνακα που δεν γνώριζε αν ήταν ορθή και εφαρμόσιμη στην προκειμένη περίπτωση, την οποίαν δανείστηκε από την πτυχιακή ενός φοιτητή που δεν γνωρίζουμε τι κατάληξη αυτή είχε. Η εκ των υστέρων διαφοροποίηση του Μ.Ε.1 ότι η φόρμουλα του εν λόγω πίνακα είναι πλέον των Eberhart/Himbert χωρίς να είναι σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, είναι μία απέλπιδα πλην όμως ανεπιτυχής προσπάθεια του εν λόγω μάρτυρα να μην εκτεθεί ως εμπειρογνώμονας μετά που αποκαλύφτηκε η πραγματική ιδιότητα του Γεώργιου Μπόζνου.»
Κρίνουμε πως η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.1 ήταν το αποτέλεσμα εύλογης αξιολόγησης, εφόσον η βάση στην οποία στηρίχθηκε ο ΜΕ1 για να καταλήξει στο συμπέρασμα του, ήτο ακροσφαλής. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας.
Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται πως το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η δια ζώσης μαρτυρία της συγκρούεται με το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 21.09.2008.
Η μαρτυρία της εφεσείουσας δεν έπεισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εντόπισε διαφορές ως προς τα γεγονότα τα οποία περιέγραψε στην κατάθεση της στην αστυνομία στις 21.09.2008 και στη δια ζώσης μαρτυρία της. Θεωρούμε κατάλληλο σημείο να μεταφέρουμε απόσπασμα από την κατάθεση της εφεσείουσας στην αστυνομία:
«Εγώ κατέβηκα κάτω από το λεωφορείο και μπήκα πεζή στον Κ/Δ Κισσόνεργας-Πάφου με σκοπό να διασταυρώσω και να πάω απέναντι που είναι το ξενοδοχείο PAFIAN SUN. Όταν προχώρησα λίγο είδα ένα αυτοκίνητο να έρχεται πάνω μου με κατεύθυνση την Πάφο και μετά δεν θυμούμαι τίποτε. Σε κάποια στιγμή θυμούμαι ότι βρισκόμουν ξαπλωμένη κοντά στην στάση λεωφορείου και υπήρχε αρκετός κόσμος από πάνω μου. Πριν εισέλθω στον δρόμο δεν μπορούσα να κοιτάξω δεξιά αν ερχόταν αυτοκίνητο, επειδή στα δεξιά μου ήταν το λεωφορείο που στάθμευσε λίγο πριν την στάση έτσι αναγκάστηκα να μπω λίγο μέσα στον δρόμο για να έχω καλή ορατότητα. Το αυτοκίνητο το είδα μόλις εισήλθα στον δρόμο και σε απόσταση από εμένα 3 μέτρα περίπου. Μετά όπως σας ανέφερα και πριν δεν θυμούμαι τι ακολούθησε δηλαδή αν συγκρούστηκα με το αυτοκίνητο ή όχι.»
Το Δικαστήριο, κατέγραψε τις αντιφάσεις της εφεσείουσας μεταξύ της κατάθεσης στην αστυνομία και τη δια ζώσης μαρτυρία της, ως ακολούθως:
«(α) Ενώ στο Τεκμήριο 4(2) η Ενάγουσα αναφέρει ότι εισήλθε στον κύριο δρόμο χωρίς να προβεί σε σχετική κατόπτευση εξηγώντας ότι έπραξε κάτι τέτοιο επειδή η θέση του σταθμευμένου λεωφορείου από το οποίο είχε εξέλθει ήταν τέτοια που την εμπόδιζε από το να κοιτάξει προς τα δεξιά της προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει, στη δια ζώσης μαρτυρία της διαφοροποιείται τονίζοντας ότι προτού διασταυρώσει είχε κοιτάξει δεξιά και αριστερά.
(β) Ενώ στο Τεκμήριο 4(2) η Ενάγουσα αναφέρει ότι αναγκάστηκε να εισέλθει λίγο μέσα στο δρόμο για να έχει καλή ορατότητα και τότε είδε ένα όχημα σε απόσταση 3 μέτρων περίπου από την ίδια, στη δια ζώσης μαρτυρία της διαφοροποιείται λέγοντας πως μετά την κατόπτευση του δρόμου παρατήρησε πως δεν υπήρχε διερχόμενο όχημα και γι' αυτό άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο όταν σε κάποια στιγμή και αφού είχε σχεδόν διασχίσει τη λωρίδα του δρόμου αντιλήφθηκε όχημα που βρισκόταν στα δεξιά της σε απόσταση 2-3 μέτρων από αυτήν να κινείται προς το μέρος της.
(γ) Ενώ στο Τεκμήριο 4(2) η Ενάγουσα αναφέρει ότι δεν θυμάται αν συγκρούστηκε ή όχι με το εμπλεκόμενο όχημα αφού η μνήμη της σταματά όταν αντιλήφθηκε το εμπλεκόμενο όχημα να έρχεται προς το μέρος της, στη δια ζώσης μαρτυρία της διαφοροποιείται λέγοντας πως το όχημα την είχε κτυπήσει και ότι είχε αισθανθεί το κτύπημα.
.....................................
Ερχόμενος στη διαφοροποιημένη εκδοχή της Ενάγουσας σχετικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το επίδικο περιστατικό, όπως αυτή προβάλλεται μέσα από τη δια ζώσης μαρτυρία της, αυτό που αβίαστα προκύπτει είναι η αναφορά της Ενάγουσας ότι προτού διασταυρώσει τον κύριο δρόμο Κισσόνεργας-Πάφου προέβηκε σε κατόπτευση του εν λόγω δρόμου από το σημείο 'ΒΒ' επί του Τεκμηρίου 3, μέσα από τον οποίον έλεγχο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε στο δρόμο διερχόμενο όχημα από τα δεξιά της. Αυτό την ώθησε να επιχειρήσει να διασταυρώσει τον επίμαχο δρόμο με γοργό βήμα. Ωστόσο οι εν λόγω αναφορές της Ενάγουσας δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την επίσης δήλωση της για επαφή που είχε με το εμπλεκόμενο όχημα. Από τα λεγόμενα της η εκδοχή της Ενάγουσας στερείται αληθοφάνειας. Η εκδοχή της ότι κατόπτευσε το δρόμο τόσο δεξιά όσο και αριστερά και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε όχημα να έρχεται από τα δεξιά, όπου ο δρόμος από την πλευρά αυτή ήταν ευθύς (όπως καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 3) με πεδίο ορατότητας πέραν των 100 μέτρων (δυνάμει αποδεκτής μαρτυρίας), αλλά όταν ευθύς ξεκίνησε να διασταυρώνει το δρόμο με γοργό βήμα αφού διάνυσε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων, αν ληφθεί υπόψη ότι το ισχυριζόμενο σημείο σύγκρουσης 'χχ' επί του Τεκμηρίου 3 απέχει μόλις 2 μέτρα από το σημείο 'ΒΒ' της κατόπτευσης, εμφανίστηκε ξαφνικά σε απόσταση 2 μέτρων περίπου από αυτήν το εμπλεκόμενο όχημα να κινείται με πορεία προς τα δεξιά της, καθιστά την προβαλλόμενη αυτή εκδοχή ένα σενάριο εκτός λογικής πραγματικότητας.
.....................................
Αυτό που μπορεί εδώ να λεχθεί είναι ότι η εκδοχή της Ενάγουσας, η οποία αναδύεται μέσα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4(2) φαντάζει περισσότερο λογικοφανή. Η ίδια η Ενάγουσα αναφέρει ότι εισήλθε στον επίμαχο κύριο δρόμο χωρίς να προβεί σε σχετική κατόπτευση της τροχαίας κίνησης σ' αυτό. Η Ενάγουσα ξεκίνησε να διασταυρώνει τον επίμαχο δρόμο αμέσως όταν προσέγγισε την άκρη του μετά που εξήλθε και πέρασε μπροστά από το σταθμευμένο σε σχετική στάση λεωφορείο χωρίς να κοιτάξει είτε δεξιά είτε αριστερά της προκειμένου να ελέγξει αν κάποιο όχημα ερχόταν προς το μέρος της. Στο ότι επιδείχτηκε τέτοια στάση από την Ενάγουσα συνηγορούν αδιαμφισβήτητα δεδομένα που καθορίζουν την κατάσταση του δρόμου. Επρόκειτο για δρόμο ευθύ με πεδίο ορατότητας πέραν των 100 μέτρων. Η ξαφνική είσοδος της Ενάγουσας εντός του δρόμου δικαιολογεί την αντίληψη του επιδίκου οχήματος από την ίδια σε απόσταση μόλις τριών μέτρων περίπου από αυτήν μετά που είχε διανύσει σχεδόν 2 μέτρα. Την ίδια στιγμή δικαιολογεί την παρέκκλιση της πορείας του επιδίκου οχήματος που κατευθυνόταν προς το μέρος της Ενάγουσας προς τα δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του εν λόγω οχήματος, χωρίς να υπάρχουν ίχνη τροχοπέδησης.
Βέβαια η εξήγηση που η Ενάγουσα έδωσε προκειμένου να δικαιολογήσει τη ξαφνική είσοδο της στο δρόμο χωρίς προηγουμένως να προβεί σε κατόπτευση δεν κρίνεται πειστική και ως εκ τούτου δεν αποδέχομαι. Αυτό που ανάφερε είναι ότι ενέργησε με αυτόν τον τρόπο επειδή η θέση του σταθμευμένου λεωφορείου από το οποίο είχε εξέλθει ήταν τέτοια που την εμπόδιζε από το να κοιτάξει προς τα δεξιά της προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει. Το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 3) αφήνει εκτεθειμένη την εν λόγω αναφορά της Ενάγουσας. Όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 3, η δεξιά μπροστινή άκρη του σταθμευμένου λεωφορείου απείχε 0,90 μέτρα από την άκρη του δρόμου. Πρόκειται για απόσταση που επιτρέπει σε κάποιον να σταθεί μπροστά από το σταθμευμένο λεωφορείο και να κοιτάξει δεξιά και αριστερά προτού επιχειρήσει να διασταυρώσει τον επίμαχο δρόμο. Για τους λόγους που μόνο η ίδια γνωρίζει, η Ενάγουσα δεν έπραξε κάτι τέτοιο.
.....................................
Στην προκειμένη περίπτωση η Ενάγουσα επιχείρησε να διασταυρώσει ένα κύριο δρόμο από σημείο που δεν ήταν διάβαση πεζών χωρίς να προβεί στη δέουσα κατόπτευση της τροχαίας κίνησης. Η ίδια πέρασε μπροστά από σταθμευμένο λεωφορείο σε στάση λεωφορείων που υπήρχε κατά μήκος του κυρίου δρόμου και παρόλο ότι θα μπορούσε να είχε σταματήσει στην άκρη του δρόμου που απείχε σχεδόν ένα μέτρο από τον μπροστινό τροχό του σταθμευμένου οχήματος για να ελέγξει την τροχαία κίνηση του δρόμου εντούτοις δεν το έπραξε. Ενώ θα μπορούσε να είχε προβεί σε σχετική κατόπτευση του δρόμου όπου το πεδίο ορατότητας ήταν πέραν των 100 μέτρων και οι καιρικές συνθήκες πολύ καλές με καλό φωτισμό, στεγνό οδόστρωμα, αγνόησε κάτι τέτοιο και ξαφνικά και απρόσμενα για τους άλλους εισήλθε στο δρόμο βαδίζοντας με γοργό βήμα με σκοπό να τον διασταυρώσει. Το όχημα του Ενάγοντα ακολουθούσε με απόσταση ασφαλείας το λεωφορείο προτού αυτό σταθμεύσει.
Το ότι η Ενάγουσα είχε εξέλθει από το σταθμευμένο λεωφορείο δεν ήταν γνωστό αλλά ούτε και ορατό στον Εναγόμενο 1. Ούτε όμως ορατή ήταν στον Εναγόμενο 1 και η πορεία της Ενάγουσας μπροστά από το σταθμευμένο λεωφορείο. Ούτε όμως και μπορούσε να ήταν ορατή η πιο πάνω έξοδος της Ενάγουσας καθώς και η πορεία αυτής προς την άκρια του δρόμου. Ούτε όμως υπήρχαν ενδείξεις ότι η Ενάγουσα ερχόταν προς την άκρια του δρόμου με σκοπό να τον διασταυρώσει. Συνεπώς ο κίνδυνος να διασταυρώσει η Ενάγουσα το δρόμο δεν ήταν προβλεπτός. Ξαφνικά και απρόσμενα η Ενάγουσα τίθεται απέναντι από την πορεία του οχήματος του Εναγομένου 1. Όταν η Ενάγουσα γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή από τον Εναγόμενο 1 η απόσταση τους ήταν 2-3 μέτρα. Είχε τότε διανύσει μόλις 2 μέτρα. Εκείνη τη στιγμή η Ενάγουσα από μόνη της βρέθηκε στο έδαφος. Από τη μία η ξαφνική και απρόσμενη εμφάνιση της Ενάγουσας στο δρόμο και από την άλλη η πίεση του πολύ μικρού χρονικού διαστήματος που ο Εναγόμενος 1 είχε στη διάθεση του να ενεργήσει λόγω της πολύ μικρής απόστασης που τους χώριζε, δεν του επέτρεψαν να χρησιμοποιήσει τα φρένα του οχήματος του. Κάτω από την αγωνία της στιγμής ο Εναγόμενος 1 αντέδρασε ενστικτωδώς κάνοντας ελιγμό της πορείας του οχήματος του προς τα δεξιά μπαίνοντας στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Παρά την πιο πάνω ενστικτωδώς οδική αντίδραση η σύγκρουση με την Ενάγουσα δεν αποφεύχθηκε. Η μη αποφυγή της σύγκρουσης δεν εξυπακούει αμέλεια (Παππάς v. Ναθαναήλ και άλλης (2000) 1Α Α.Α.Δ. 275). Ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει που να καταδεικνύει ότι η ταχύτητα του ενεχόμενου οχήματος ήταν αυτή που προκάλεσε ή έστω συνέβαλε στη πρόκληση του επιδίκου περιστατικού. Περιθώριο διαφορετικής αντίδρασης από μέρους του Εναγομένου 1 δεν υπήρχε. Υπό τις περιστάσεις ο Εναγόμενος 1 δεν προλάβαινε να χρησιμοποιήσει τα φρένα του οχήματος του.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 1 δεν παραβίασε το καθήκον επιμέλειας που είχε ως συνετός οδηγός απέναντι στην Ενάγουσα. Κατ' επέκταση ο Εναγόμενος 1 δεν υπήρξε αμελής και δεν ευθύνεται για την πρόκληση βλαβών και/ή ζημιών στην Ενάγουσα. Γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η ενέργεια της Ενάγουσας να μην σταματήσει στην άκρη του δρόμου για να κατοπτεύσει την τροχαία κίνηση προτού επιχειρήσει να τον διασταυρώσει αλλά ξαφνικά και απρόσμενα να εισέλθει εντός αυτού.
Η ανυπαρξία ευθύνης αμέλειας στον Εναγόμενο 1 ταυτόχρονα απαλλάσσει την Εναγόμενη 2 από ευθύνη που θα είχε ως η ασφαλιστική εταιρεία που εξέδωσε πιστοποιητικό ασφάλειας του οχήματος που ο Εναγόμενος 1 οδηγούσε.»
Κρίνουμε πως το Δικαστήριο ορθά χρησιμοποίησε τη γραπτή κατάθεση της εφεσείουσας στην αστυνομία για σκοπούς δοκιμασίας της αξιοπιστίας της. Το Δικαστήριο, αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας και εξήγησε γιατί απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας την οποία προώθησε στη δια ζώσης μαρτυρία της, ότι κατόπτευσε το δρόμο δεξιά και αριστερά και ότι δεν είδε αυτοκίνητο να έρχεται. Η ορατότητα της εφεσείουσας προς την κατεύθυνση από όπου ερχόταν ο εφεσίβλητος 1, κατά κοινή αποδοχή, ήταν μεγαλύτερη των 100 μέτρων, ο δρόμος ήτο ευθύς και η εφεσείουσα θα μπορούσε να αντιληφθεί τον εφεσίβλητο 1, αν πράγματι κοίταζε προς τα δεξιά. Το ότι η εφεσείουσα εξήλθε του λεωφορείου και πέρασε μπροστά από αυτό, με σκοπό να διασταυρώσει, δεν ήταν αντιληπτό και προβλεπτό στον εφεσίβλητο 1. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ξαφνικά και απρόσμενα βρέθηκε στην πορεία του οχήματος του εφεσίβλητου 1 και ότι για πρώτη φορά έγινε αντιληπτή από τον εφεσίβλητο σε απόσταση 2-3 μέτρων από αυτή, είναι εύλογο, λαμβανομένης υπόψη της αποδεκτής από το Δικαστήριο μαρτυρίας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Οδυσσέως v. Χατζηλουκά (2000) 1 Α.Α.Δ. 185, η οποία αφορούσε διασταύρωση δρόμου από πεζή:
«Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί φαίνεται ότι το ατύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της παράλειψης της εφεσίβλητης να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντος στο δρόμο. Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Nicolaides v. Economides (1963) 2 C.L.R 78, στην οποία εξεταζόταν η αμέλεια οδηγού που παρέσυρε πεζό που διεσταύρωνε το δρόμο,
"Assuming he looked back, as he said he did, before he started to cross the street he failed to observe the car which was plainly approaching. This was the effective cause of the collision. Failure to see what is plainly visible is negligence. As a reasonable person he ought not to have advanced in the path of the on-coming car."»
Επομένως, ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας. Στην αιτιολογία αυτού, υποστηρίζεται ότι εφόσον στην απόφαση αναφέρεται ως παραδεκτό γεγονός ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 1 ενεπλάκη σε δυστύχημα με την εφεσείουσα η οποία ήταν πεζή, το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους εφεσίβλητους να αποδείξουν ότι δεν ευθύνονται για το ατύχημα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η εφαρμογή του αξιώματος του res ipsa loquitur (τα πράγματα μιλούν από μόνα τους) που εκαλέστηκε η εφεσείουσα, εφόσον δεν στερείτο γνώσης των περιστατικών που οδήγησαν στο συμβάν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε. Μόνο, εάν εφαρμόζετο η αρχή του res ipsa loquitur, το βάρος απόδειξης θα μεταφερόταν στον εφεσίβλητο 1 για να δώσει μία λογική εξήγηση ότι δεν ήτο αμελής. Κάτι το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογιακή αρχή ότι το βάρος απόδειξης σε πολιτική δίκη βρίσκεται, γενικά, στους ώμους του ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Baloise Insurance Co Ltd ν. Xαράλαμπου Kατωμονιάτη και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 1275).
Όπως τονίστηκε, επίσης, στην Σοφοκλέους v. Καλογήρου (1997) 1 Α.Α.Δ. 369, η οποία αφορούσε τροχαίο ατύχημα: «Σε αγωγή για αμέλεια το βάρος απόδειξης το φέρει ο ενάγοντας».
Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, είναι παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος έστριψε το τιμόνι δεξιά για να αποφύγει τη σύγκρουση, μόλις αντιλήφθηκε την εφεσείουσα να διασταυρώνει το δρόμο. Ο εφεσίβλητος 1 δεν είδε και δεν μπορούσε να είχε δει την εφεσείουσα προηγουμένως. Σωστά υπέμνησε το Δικαστήριο ότι η μη αποφυγή σύγκρουσης δεν εξυπακούει αμέλεια. Το βάρος της απόδειξης ότι ο εφεσίβλητος 1 έφερε ευθύνη για τη σύγκρουση βρισκόταν στους ώμους της εφεσείουσας, η οποία παρέλειψε να προσκομίσει ικανοποιητικά στοιχεία για να αποδείξει αμέλεια.
Το Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά, κατά την κρίση μας, τις αρχές που διέπουν την απόδειξη της αμέλειας και λειτούργησε στη βάση ορθής καθοδήγησης ως προς το βάρος απόδειξης.
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα αναφέρει ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος είναι ανυπόστατα. Στην αιτιολογία αυτού, αναφέρεται σε κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας, του εφεσίβλητου 1 και του Μ.Ε.2, είτε σε επιμέρους σημεία τα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν καταλυτική σημασία, είτε σε θέματα τα οποία έχουν ήδη απαντηθεί με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και για το λόγο αυτό δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω.
Συνακόλουθα, και ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας €2.400,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.