ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 252/2024) 

 

25 Φεβρουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

AHMED KAMERAN RASHID

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-------------------------------------------------------

 

Κ. Μαραβελάκη (κα) για Ν. Παπαθεοχάρους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Μ. Κουτσόφτας για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες, ήτοι για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου (Π.Κ. 337, 339) και για πλαστοπροσωπία (Π.Κ. 360). Με τους δύο λόγους έφεσής του προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολικές τις ποινές δέκα και εννέα μηνών φυλάκισης αντίστοιχα, τις οποίες τού επέβαλε το E.Δ. Πάφου.

 

        Σύμφωνα με τα πρωτοδίκως εκτεθέντα γεγονότα στις 18.8.24 ο Εφεσείων, προερχόμενος αεροπορικώς από το Αμάν Ιορδανίας, κατά τον διαβατηριακό έλεγχο στο αεροδρόμιο Πάφου παρουσίασε στον αρμόδιο λειτουργό διαβατήριο της Ελληνικής Δημοκρατίας επ' ονόματι «Νίκος Κουλορίδας» με ημερομηνία γέννησης «4.5.88» και τη δική του φωτογραφία. Με τον τρόπο αυτό παρέστησε ψευδώς και επί σκοπώ καταδολίευσης ότι ήταν το εν λόγω πρόσωπο από την Ελλάδα ενώ στην πραγματικότητα είναι Ιρακινός ηλικίας 25 ετών. Συνελήφθη για αυτόφωρο και ανακρινόμενος ομολόγησε ενοχή, δηλώνοντας αργότερα σε γραπτή κατάθεση ότι είχε προμηθευτεί το πλαστό διαβατήριο από ομοεθνή του στο Ιράκ, καταβάλλοντας του ποσόν €500.

 

        Προς μετριασμό της ποινής η τότε συνήγορός του επικαλέστηκε το λευκό μητρώο, τη μεταμέλεια, τη συνεργασία και τη νεαρή ηλικία του, καθώς και το ότι είχε φύγει από το Ιράκ, με παράνομο μεν τρόπο αλλά το έπραξε για να σωθεί, διαφεύγοντας μέσω της Δημοκρατίας, διότι κινδύνευε η ζωή του. Όπως είχε εξηγήσει περαιτέρω, στο Ιράκ ο Εφεσείων είχε δεχθεί κτύπημα με μαχαίρι από συγγενή κοπέλας με την οποία είχε συνάψει ερωτική σχέση. Δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες σε εκείνο το στάδιο.

 

        Είναι καλώς γνωστή η αρχή ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με σκοπό να επαναλάβει τη διεργασία σκέψης η οποία πρωτοδίκως έχει συντελεστεί και να επιβάλει την ποινή η οποία θα φαινόταν ορθή στα ίδια τα μέλη του Εφετείου (Ντεκερμετζιάν v. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1378). Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

        «Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται εάν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

        Συνάγεται επίσης από τη νομολογία μας ότι η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο το οποίο οριοθετεί η νομολογία για παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

 

        Τονίζεται επίσης ότι οι παλαιότερες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, πλην όμως δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, επειδή η ποινή η οποία επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της και των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/20 κ.ά. ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B304).

 

Λόγος Έφεσης αρ. 1

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής «παρέλειψε να λάβει υπόψη του και ή στον απαιτούμενο βαθμό υπόψη του τους μετριαστικούς παράγοντες όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον του».

 

        Θα πρέπει να σημειώσουμε ευθύς εξαρχής ότι δεν παρατίθεται οποιαδήποτε υποστηρικτική του λόγου έφεσης αιτιολογία. Δηλαδή ενώ προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν ή και δεόντως υπ' όψιν όσα μετριαστικά στοιχεία τέθηκαν ενώπιόν του, εντούτοις δεν υποδεικνύεται συγκεκριμένα κάποιο τεθέν πρωτοδίκως στοιχείο το οποίο να μην ελήφθη υπ' όψιν. Ασφαλώς η εξήγηση είναι απλή και συνίσταται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πραγματικότητα συνεκτίμησε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες οι οποίοι τέθηκαν ενώπιόν του.

 

        Βέβαια έχουμε αντιληφθεί από το διάγραμμα και την αγόρευση του Εφεσείοντος, ότι το παράπονο του εστιάζεται στις «συνθήκες υπό τις οποίες εγκατέλειψε τη χώρα του» χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο. Πλην όμως ισχύει και για αυτές το ίδιο. Ο πρωτόδικος Δικαστής κατέγραψε ρητώς πως λαμβάνει προς όφελος του Εφεσείοντος υπ' όψιν «[Τ]ις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, οι οποίες όπως έχουν τεθεί, δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσουν όμως τη σοβαρότητα των αδικημάτων που έχει διαπράξει». Εννοείται πως δεν ήταν άκρως επιβεβλημένη σε μια ex tempore απόφαση η επανάληψη των λεχθέντων με πάσα λεπτομέρεια. Ίσως ήταν προτιμότερη η κάπως  ειδικότερη ενασχόληση με το γεγονός το οποίο προέβαλε ο Εφεσείων ως αιτία για την παράνομη ενέργειά του αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής επιβάλλοντας τις ποινές δεν έλαβε υπ' όψιν του όσα προ ολίγου εν συντομία είχαν τεθεί ενώπιόν του.

 

        Προκύπτει όμως ένα άλλο ζήτημα, το οποίο χρήζει σχολιασμού. Τα όσα παρατίθενται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης περιέχουν σωρηδόν πρωτογενή γεγονότα, τα οποία δεν είχαν τεθεί με αυτή τη μορφή και σίγουρα όχι τόσο αναλυτικά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλεται ειδικότερα: (i) Ότι η παράνομη ενέργεια της έλευσης στην Κύπρο με πλαστό έγγραφο ήταν ο μοναδικός τρόπος διαφυγής από χώρα στην οποία αποδεδειγμένα υφίστατο δίωξη με σοβαρό κίνδυνο της ζωής του, (ii) Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τον Εφεσείοντα ο οποίος έφερε πρόσφατα τραύματα από τέμνον όργανο στην κοιλιακή χώρα και στον μηρό, (iii) Ότι υπήρχε επείγουσα ανάγκη αποφυγής εντοπισμού του από τον στρατιωτικό αδελφό της συντρόφου του, προκειμένου να προστατεύσει τη ζωή του, (iv) Ότι η διάπραξη των αδικημάτων ήταν η μοναδική, έσχατη αναγκαία, έκτακτη, απεγνωσμένη λύση και η μοναδική «σανίδα σωτηρίας του».

 

        Θα πρέπει να επισημάνουμε πως η ίδια τακτική, ήτοι της προσθήκης γεγονότων που δεν είχαν τεθεί πρωτοδίκως, συνεχίστηκε τόσο στο διάγραμμα αγόρευσης όσο και κατά την προφορική αγόρευση ενώπιόν μας. Μας προκαλεί δε ιδιαίτερη εντύπωση ότι στο διάγραμμα όχι μόνον αναλύονται τα προστεθέντα αυτά γεγονότα αλλά προσκομίζεται, σημειούμενη μάλιστα ως «Έγγραφο 1», και Ιατρική Βεβαίωση του Ιρακινού Νοσοκομείου ημερ. 13.11.22 σε σχέση με τα τραύματα που ο Εφεσείων είχε υποστεί στις 8.11.22 με μαχαίρι στην κοιλιά, στον μηρό και στο χέρι. Προφορικώς η κα Μαραβελάκη ανέλυσε ενώπιόν μας τη θέση: (α) Ότι ενόσω ο Εφεσείων νοσηλεύετο κατά την περίοδο 8.11.22 έως 13.11.22, τον επισκέφθηκε ο παππούς της κοπέλας «ο οποίος τον προειδοποίησε ότι έπρεπε να φύγει από την πόλη του, το Κιρκούκ, σε διαφορετική περίπτωση, η οικογένεια της κοπέλας θα ολοκλήρωνε την επίθεσή της», (β) Ότι ο Εφεσείων τότε όντως μετακόμισε για δύο έτη σε συγγενείς στην ενδοχώρα, πλην όμως νοσταλγώντας την οικογένεια του, επέστρεψε κατά τον Ιούλιο του 2024 στο Κιρκούκ, οπότε έλαβε νέες απειλητικές προειδοποιήσεις από τον παππού της κοπέλας και για να ξεφύγει από τον αδελφό της που είναι στρατιωτικός, είδε ως μόνη διέξοδό του την εξασφάλιση πλαστού διαβατηρίου και την οριστική αποχώρησή του από το Ιράκ στις 18.8.24.

 

        Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι η αποτίμηση των ελαφρυντικών παραγόντων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257). Εξ ου και υφίσταται καθήκον για ενημέρωση του Δικαστηρίου περί των πραγματικών γεγονότων τα οποία δυνατόν να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής, το οποίο καθήκον «... το έχει τόσο η πλευρά του κατηγορούμενου, όσο και της Κατηγορούσας Αρχής» (Μιχαήλ v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 243, Κρυβούς v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 71/23, ημερ. 21.7.23). Την ίδια υποχρέωση έχουν και σε σχέση με όλες τις παραμέτρους των επιχειρημάτων τους, περιλαμβανομένης της νομολογίας επί της οποίας εδράζονται (Robb v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 201).

 

        Η συνέπεια της προαναφερθείσας δικαστικής ευχέρειας, καθώς και των πιο πάνω εκατέρωθεν καθηκόντων και υποχρεώσεων είναι πως ελαφρυντικός παράγων ή παράμετρος η οποία δεν ετέθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση (Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466). Διαφορετικό είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, το ζήτημα σε σχέση με μετριαστικά στοιχεία τα οποία ανεφύησαν μετά την επιβολή ποινής (Λούτσιου v. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 343), ή όταν πρωτοδίκως δεν υπήρχε συνήγορος υπεράσπισης (Ζησιμίδη v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 269, Lungu κ.ά. v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 545, Νικολάου v. Στέγες Πέργολες Λόκατζιης Λτδ (2009) 2 Α.Α.Δ. 400) ή όταν πρόκειται για προβλήματα υγείας που έχουν επιδεινωθεί μετά την ποινή και τούτο για ανθρωπιστικούς λόγους (Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 487). Όπως είχε λεχθεί στην Κουφού v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95 στοιχείο το οποίο θεωρείται από την Υπεράσπιση ως ελαφρυντικό πρέπει να τίθεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να ζυγίζεται σε συνάρτηση με όλα τα άλλα περιστατικά της υπόθεσης και «[Μ]όνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μάλιστα σε ό,τι αφορά γεγονότα που δεν προϋπήρχαν, θα πρέπει να αναμένεται ότι μπορεί κάτω από τις ειδικές περιπτώσεις της κάθε υπόθεσης να γίνονται δεκτά από το Εφετείο».

 

        Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων εκπροσωπείτο δεόντως από δικηγόρο. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε δυσκολία και αναμένετο να είχαν τεθεί όλα τα ζητήματα είτε γεγονότων είτε επιχειρημάτων ενώπιον του αρμόδιου να επιμετρήσει την ποινή πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεπώς δεν συμφωνούμε ότι συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις για εξέταση για πρώτη φορά κατ' έφεσιν οποιουδήποτε στοιχείου το οποίο μπορούσε να τεθεί υπ' όψιν του πρωτόδικου Δικαστή και δεν έχει τεθεί, όπως έπρεπε.

 

        Πάρα την ως άνω διαπίστωσή μας, αισθανόμαστε ότι θα ήταν χρήσιμος ο (έστω και σύντομος) σχολιασμός των εισηγήσεων ενώπιόν μας. Εν πρώτοις, σημειώνουμε πως, ούτως ή άλλως, ο ουσιώδης ισχυρισμός ότι ο Εφεσείων ένιωσε ότι κινδύνευε και ότι έφυγε για να σωθεί, είχε τεθεί πρωτοδίκως και ελήφθη υπ' όψιν. Κατά δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι κατά την έκθεση των γεγονότων, στις 19.9.24, ο πρωτόδικος Δικαστής είχε ενώπιόν του τραύματα (που είχαν προκληθεί δύο έτη σχεδόν προηγουμένως, στις 8.11.22) και παρέλειψε να αποδώσει σε αυτά κάποια ιδιαίτερη σημασία δεν είναι καθόλου πειστικός. Πέραν του ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά να είχε αναφερθεί οτιδήποτε σχετικό, ακόμα και στην Ιατρική Βεβαίωση, που προσκομίστηκε ενώπιόν μας, καταγράφεται ότι έτυχε (της αναγκαίας) θεραπείας μέχρι τις 13.11.22, εξ ου και έλαβε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Τρίτον, και ουσιωδέστερο όλων, είναι το ότι η πολυαναφερόμενη «επείγουσα, μοναδική, έσχατη, έκτακτη, απεγνωσμένη λύση» της εξόδου από το Ιράκ έχει μεν τη σημασία της και ορθώς λαμβάνεται υπ' όψιν, πλην όμως από την άλλη πλευρά πρέπει να είναι κατανοητό ότι δεν φτάνει μέχρι το σημείο να συνιστά ικανοποιητική εξήγηση ή βάσιμη δικαιολογία για την επίδειξη του πλαστού διαβατηρίου στον αρμόδιο λειτουργό της Κυπριακής Δημοκρατίας ή για την πλαστοπροσωπία, η οποία με αυτό τον τρόπο διεπράχθη ενώπιον του εν λόγω λειτουργού. Με άλλα λόγια, μετά τη διαφυγή του Εφεσείοντος από το Ιράκ και την άφιξή του πλέον στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο στόχος του είχε επιτευχθεί. Δεν τον κυνηγούσε κάποιος, είχε σωθεί και δεν υφίστατο πλέον λόγος να συνεχίζει τη χρήση του πλαστού διαβατηρίου ή να εξακολουθεί να παριστάνει ψευδώς ότι είναι κάποιος άλλος. Μάλιστα, αφήνοντας σαφώς να νοηθεί ότι εάν δεν γινόταν αντιληπτός, θα συνέχιζε την πορεία του, ως άλλο πρόσωπο, σε άλλες χώρες.

 

        Αυτό, το προαναφερθέν πιο πάνω τρίτο στοιχείο, συνιστά ταυτόχρονα και την πολύ βασική διαφορά με την υπόθεση Emeline v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 246, την οποία επικαλείται ο Εφεσείων. Εκεί το Εφετείο μείωσε μεν την ποινή εννέα μηνών φυλάκισης κατά τρόπον που η Εφεσείουσα απελύθη αυθημερόν (μετά από έκτιση φυλάκισης 2,5 μηνών φυλάκισης) αλλά το έπραξε επειδή διαπίστωσε ότι:

 

        «Η πλαστογράφηση του διαβατηρίου της από την εφεσείουσα αποτελούσε το μοναδικό τρόπο διαφυγής από τη χώρα της ‑ όπου η ίδια και η οικογένειά της υφίσταντο καταδίωξη με σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα ‑ με σκοπό να μεταβεί στην Αγγλία, όπου ήδη δύο αδέλφια της έτυχαν πολιτικού ασύλου. Στην προσπάθειά της αυτή έφθασε στην Κύπρο, όπου και υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Όπως έχουμε εξηγήσει, στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων δεν επέλεξε την ίδια πορεία. Αυτό είναι αυταπόδεικτο από τα αδικήματα τα οποία κατά παραδοχή του διέπραξε άμα τη αφίξει του στην Κύπρο.

 

        Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση και την επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα, έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες έχουν επικυρωθεί ή επιβληθεί ποινές φυλάκισης που κυμαίνονται από εννέα έως 15 μήνες (βλ. Ματούρ κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36, Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324, Khalife v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 315, Bhatti v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 661, William v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 431). Έχει δε τονιστεί ότι η αποτροπή τέτοιων αδικημάτων στην περίπτωση της Κύπρου, έχει ιδιαίτερη σημασία. Όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου και του λόγου για τον οποίον ο Εφεσείων κατέφυγε στην παρανομία, είχαν συνυπολογιστεί και συνεκτιμηθεί δεόντως στην ορθή τους διάσταση. Δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα περίπτωση η φυλάκιση 10 μηνών την οποία επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού διαβατηρίου, αφίσταται του μέτρου τιμωρίας υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Τουναντίον, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ήταν και επιεικής. Κατά συνέπειαν δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας.

 

        Εκεί που διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι στο ύψος της ποινής την οποία επέβαλε στο αδίκημα της πλαστοπροσωπίας. Η επιβολή φυλάκισης 10 μηνών στο αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι 10 έτη αντανακλούσε το μέτρο κρίσης του Δικαστηρίου για τη συγκεκριμένη κατηγορία (Τραλαλάς v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 323), αν και πάντοτε λαμβάνεται υπ' όψιν και το σύνολο των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, ως προς τον καθορισμό της ποινής στη σοβαρότερη κατηγορία. Απόρροια της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» (nulla poena sine lege), είναι και το ότι η ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς ποινής είναι έργο του Νομοθέτη. Καθήκον του Δικαστηρίου παραμένει η πρόσδοση της δέουσας βαρύτητας σε αυτή την ταξινόμηση του Νομοθέτη (Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264). Είναι επίσης γνωστή η αρχή ότι η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε πως δεν είχε ληφθεί υπ' όψιν η ταξινόμηση του Νομοθέτη όσον αφορά τη βαρύτητα των δύο αδικημάτων, χωρίς να είχε δοθεί αιτιολογία προς τούτο. Με δεδομένο ότι στο σοβαρό αδίκημα για το οποίο προνοείται φυλάκιση μέχρι 10 έτη (κακούργημα) είχε επιβληθεί φυλάκιση 10 μηνών, κρίνουμε πως στο ελαφρύτερο αδίκημα για το οποίο προνοείται φυλάκιση 3 ετών (πλημμέλημα) δεν θα έπρεπε να επιβληθεί φυλάκιση 9 μηνών αλλά κατ' αναλογίαν χαμηλότερη ποινή. Ως προς αυτό το σημείο κρίνουμε βάσιμη την έφεση και ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής εναπόκειται στο Εφετείο.

 

Λόγος Έφεσης αρ. 2

 

        Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι κατά την άφιξή του και ενώ ευρίσκετο στον χώρο του Αεροδρομίου Πάφου, εγγράφως αιτήθηκε διεθνή προστασία. Κατά την εισήγηση, αυτό όχι μόνο δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή αλλά η Κατηγορούσα Αρχή είχε πει ότι τα στοιχεία του δεν εντοπίζοντο στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, πράγμα που εσφαλμένα δεν αντικρούστηκε από την τότε συνήγορο υπεράσπισης. Κατά την εισήγηση επίσης, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του το γεγονός αυτό τότε θα επεδείκνυε και την ανάλογη επιείκεια. Συνακόλουθα ο Εφεσείων παραπονείται για τη μη τήρηση των προθεσμιών καταχώρισης της αίτησής του και παραπομπής της στην Υπηρεσία Ασύλου για εξέταση, όπως αυτές οι προθεσμίες προνοούνται στο Άρθρο 11(2) του περί Προσφύγων Ν.6(I)/2000 (maximum 10 ημέρες). Επικαλούμενος δε την υπόθεση Akter v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 86, ο Εφεσείων εισηγείται ότι και η περίπτωσή του «είναι τέτοια που θα ήταν ορθή και δίκαιη η κατά τον ίδιο τρόπο επέμβαση» του Εφετείου, ήτοι η μείωση της ποινής του. Εκεί η εφεσείουσα αλλοδαπή οικιακή βοηθός είχε καταδικαστεί σε 5μηνη φυλάκιση για κλοπή υπό υπαλλήλου. Το Εφετείο, θεωρώντας προφανές ότι οι αρμόδιες Αρχές θα αναθεωρούσαν την άδεια εργασίας της με αποτέλεσμα τον τερματισμό της εργοδότησής της, την επιστροφή της στην πατρίδα της και ότι θα υπήρχαν καταλυτικές οικονομικές συνέπειες στην ίδια και στην οικογένειά της, μείωσε την ποινή σε τόση έκταση ώστε να αφεθεί αυθημερόν ελεύθερη.

 

        Εν πρώτοις θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν ήταν εσφαλμένο αυτό το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή είχε δηλώσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπό την έννοια ότι όντως δεν είχε καταχωριστεί έγκαιρα η αίτηση του Εφεσείοντος. Όπως και στην αιτιολογία του λόγου έφεσης παρατίθεται, τα στοιχεία του Εφεσείοντος «δεν εντοπίζονταν στο Μητρώο της Υπηρεσίας Ασύλου ένεκα της αμέλειας και ή παράλειψης της συνηγόρου υπεράσπισης του...».

 

        Όμως, δεν ευσταθούν τα προβαλλόμενα περί του ότι ο Εφεσείων «κατά την άφιξη» ή «κατά την είσοδο» του στη Δημοκρατία αιτήθηκε διεθνούς προστασίας. Έχουμε εξηγήσει προηγουμένως τη σειρά των γεγονότων, η οποία σε άλλο σημείο καταγράφεται ορθώς στο διάγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, ήτοι ότι «συμπλήρωσε και παρέδωσε την αίτηση του στον χώρο κράτησης του» και συγκεκριμένα «αμέσως μόλις παραδέχθηκε ενώπιον των Αστυνομικών Οργάνων».

 

        Το ουσιώδες όμως είναι ότι η παρούσα περίπτωση διακρίνεται σαφώς και από τα γεγονότα της υπόθεσης Akter (ανωτέρω). Η προσεκτική εξέταση της υπόθεσης εκείνης καταδεικνύει ότι το κρίσιμο στοιχείο το οποίο επέδρασε στη μείωση της ποινής ήταν η αναμενόμενη απώλεια εργασίας της εφεσείουσας και οι καταλυτικές οικονομικές συνέπειες που θα είχε ο τερματισμός εργοδότησής της τόσο στην ίδια όσο και στην οικογένεια της (στα μέλη της οποίας απέστελλε μέρος του μισθού της). Στην πραγματικότητα η εκεί εφεσείουσα θα έχανε ωφελήματα τα οποία είχε ήδη και αυτό συνιστούσε εξωδικαστηριακή τιμωρία, η οποία ελήφθη ιδιαιτέρως υπ' όψιν από το Εφετείο. Στην παρούσα περίπτωση δεν υφίστανται στοιχεία εξωδικαστηριακής τιμωρίας υπό την πιο πάνω έννοια, δεδομένου ότι ο Εφεσείων δεν είχε αποκτήσει οποιαδήποτε άδεια ή έγκριση την οποία θα έχανε. Ούτε βέβαια η επιβολή μικρότερης ποινής φυλάκισης από το Δικαστήριο θα στήριζε ή ενίσχυε την αίτησή του, αφού και πάλι θα ήταν φυλάκιση για τα συγκεκριμένα αδικήματα.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω και με εξαίρεση το ύψος της ποινής στην κατηγορία 2, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

        Η ποινή στην κατηγορία 2 αντικαθίσταται με φυλάκιση 3 μηνών, η οποία παραμένει συντρέχουσα με τη φυλάκιση 10 μηνών στην κατηγορία 1.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο