ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 244/2018)

 

6 Φεβρουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ

 

LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY (ΗΕ 61907)

(υπό εκκαθάριση) δια του εκκαθαριστή της Μάριου Παναγή

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

 

και

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ

Εφεσίβλητος/Ενάγοντας

------------------------------

Αίτηση ημερομηνίας 18/9/2024

 

Κ. Πανάγος για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Μ. Παναγίδης με Ο. Κκαϊλή για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 -------------------------------

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.:    Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                                      από τον Κονή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.:  Την 20/6/2018 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, μετά από ακροαματική διαδικασία, απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου/ ενάγοντα και εναντίον της εναγόμενης/ εφεσείουσας εταιρείας για το ποσό των €96.211,25 πλέον τόκους και έξοδα ενώ απέρριψε την ανταπαίτηση χωρίς την επιδίκαση οποιωνδήποτε εξόδων λόγω του ότι εκδικάστηκε με την αγωγή («η Απόφαση»).

 

Η εφεσείουσα, η οποία δραστηριοποιείτο στον τομέα της ασφάλισης και δεν έμεινε ικανοποιημένη από την Απόφαση,   καταχώρησε την 31/7/2018  έφεση. Η εκδίκαση της έφεσης εκκρεμεί.

 

Την 21/9/2018 η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης και την 3/12/2018 εκδόθηκε διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης:

 

«Νοουμένου ότι θα κατατεθεί εντός 5 ημερών τραπεζική επιταγή επ΄ ονόματι του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για το ποσό των €137.820,63 το οποίο θα απελευθερωθεί με την έκδοση της απόφασης στην έφεση που αφορά την παρούσα υπόθεση.  Το ποσό των €137.820,63 περιλαμβάνει τόκο μέχρι σήμερα.  Ο Ενάγοντας δηλώνει ότι οποιοδήποτε ποσό προκύψει σε σχέση με τον τόκο θα διεκδικηθεί με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου.  Τα δικηγορικά έξοδα στην αγωγή εξαιρούνται της αναστολής και θα είναι καταβλητέα μόλις υπολογιστούν.  Αντίγραφο της απόδειξης της τραπεζικής επιταγής που θα κατατεθεί να σταλεί στους δικηγόρους των Εναγόντων.»

 

          Η κατάθεση της τραπεζικής επιταγής σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 έγινε την 4/12/2018.

 

Την 29/3/2022 ο Μ. Παναγή διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής της εφεσείουσας ενώ την  10/5/2022 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα δυνάμει του οποίου διορίστηκε ως εκκαθαριστής της εφεσείουσας ο ως άνω αναφερόμενος. Η ειδοποίηση διατάγματος εκκαθάρισης και διορισμού ιδιώτη εκκαθαριστή της εφεσείουσας εταιρείας, δημοσιεύτηκε από την Υπηρεσία Ελέγχου Ασφαλιστικών Εταιρειών την 27/5/2022 και από τον Επίσημο Παραλήπτη την 3/6/2022 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.       

 

Την 18/9/24 η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα αίτηση («η Αίτηση») με την οποία εξαιτείται:

 

«1. Oδηγίες και/ή δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι, το ποσό των €137.820,63 και/ή οιοδήποτε ποσό κατατέθηκε από τους Εφεσείοντες για σκοπούς αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 3/12/2018, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή με αριθμό 6283/2009, θα πρέπει να καταβληθούν και/ή επιστραφούν στην περιουσία των υπό εκκαθάριση Εφεσειόντων και/ή στον εκκαθαριστή των Εφεσειόντων κ. Μάριο Παναγή.

2.  Διάταγμα με το οποίο να διατάζεται ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπως εντός 30 ημερών από την έκδοση του διατάγματος επιστρέψει και/ή καταβάλει στον εκκαθαριστή των Εφεσειόντων κ. Μάριο Παναγή το ποσό των €137.820.63, το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο για σκοπούς αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 3/12/2018, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή με αριθμό 6283/2009.»

 

Η αίτηση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, 3.1(4), 3.1(5), 3.1(8), 3.2, 3.3, 3.4, 3.5, 3.6, 3.7, 3.8, 3.9-3.17, 6.4(β), 6.5(4)-6.5(8), 7.1(1), 8.1-8.9, 10, 12.1, 13.2, 13.3, 14, 22.3, 23.1-23.16, 24, 28, 29.10, 30, 32.15, 32.17, 36.1-36.6, 37.1-37.3, 38.3, 41.1-41.22, 60.1.

 

Στον περί Εταιρειών Νόμο, άρθρα 90-97, 142, 203, 209-232, 233(1)-(3), 233Α, 234(1), (3), (4), (5), 235-239, 239Α, 240-251, 254, 256, 256Α(1)-(5), 264, 277, 286(1)-(3), 290(1)-290(3), 291, 295, 298, 299, 300(1)-300(7), 301-323, 334-344, 352, 362 και 384, στους περί Εταιρειών Κανονισμούς (Companies Rules), Κανονισμοί 1-12, στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς του 1933-1999, Κανονισμοί 4-9, 13, 18-36, 39-77, επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου, στο Δίκαιο της Επιείκειας, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και στη σχετική νομολογία επί του θέματος.

 

Στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/1960), άρθρα 31-47.

 

Στον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2016, Ν.38(Ι)/2016, άρθρα 307-346.

 

Η αίτηση  συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του ως άνω εκκαθαριστή της εφεσείουσας.

 

Ο  ως άνω εκκαθαριστής αναφέρει στην ένορκη δήλωση του ότι την 19/9/2022 εκδόθηκε, κατόπιν αίτησης του, διάταγμα τερματισμού όλων των  ασφαλιστικών συμβολαίων ασφάλισης ζωής, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εφόσον, μεταξύ άλλων,  το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε πως δεν ήταν εφικτή η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου της υπό εκκαθάριση εταιρείας σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση, ούτως ώστε να διασωθούν τα ασφαλιστικά συμβόλαια, παρά τις επανειλημμένες  προσπάθειες. Αναφέρει επίσης ότι η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας ήταν και είναι τραγική, τόσο για την ίδια όσο και για τους πρώην «πελάτες» της  και νυν «πιστωτές» της, αφού δεν ήταν εφικτό να διασωθούν τα ασφαλιστικά συμβόλαια.  Αναφέρει ακόμα ότι η  δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εφεσείουσα είναι τόσο οικονομική όσο και λειτουργική και παραθέτει λεπτομέρειες. Με την πάροδο του χρόνου, σύμφωνα πάντα με τον ενόρκως δηλούντα, η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας δυσχεραίνει, με αποτέλεσμα να  φαίνεται πως αυτή είναι μη αναστρέψιμη και ότι σύμφωνα με τη κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων της εφεσείουσας, προφανώς αυτά δεν θεωρούνται ικανοποιητικά για να μπορέσουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις της. Η εφεσείουσα δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει τους δικαιούχους συμβολαίων ή πρόσωπα που τραυματίστηκαν.  

 

Σύμφωνα επίσης με τον ενόρκως δηλούντα υποβλήθηκε σωρεία επαληθεύσεων χρέους από διάφορα πρόσωπα. Υποστηρίζει ότι όλοι οι πιστωτές που έχουν απαίτηση στηριζόμενη σε ασφαλιστήριο, είναι προνομιούχοι πιστωτές βάσει του άρθρου 327 του περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2016, Ν.38(Ι)/2016 και έχουν προτεραιότητα έναντι του εφεσίβλητου στο παρόν στάδιο που δεν επαλήθευσε το χρέος του ή τουλάχιστον πρέπει να τύχουν ίσης μεταχείρισης εάν είναι και αυτός προνομιούχος πιστωτής. Κατά πάσα πιθανότητα ο εφεσίβλητος δεν είναι προνομιούχος πιστωτής εφόσον διετέλεσε αξιωματούχος της εφεσείουσας.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα καταδεικνύουν, κατά τον ενόρκως δηλούντα, τις εξαιρετικές περιστάσεις που υπάρχουν και προέκυψαν αναφορικά με την εφεσείουσα και την απότομη αλλαγή στην οικονομική της κατάσταση τα τελευταία χρόνια. Με την έναρξη της εκκαθάρισης η εφεσείουσα θεωρείται ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, σε αντίθεση με τον ουσιώδη χρόνο που κατατέθηκε το ως άνω ποσό των €137.820,63. Έξι χρόνια μετά την κατάθεση του ποσού, συνέβησαν όλα τα πιο πάνω και υπάρχουν οι περιστάσεις που επιβάλλουν την επιστροφή του ποσού. Εάν επιστραφεί το ποσό των €137.820,63 θα μπορέσει η εφεσείουσα να πληρώσει τρίτα πρόσωπα ώστε να συνεχιστούν οι προσπάθειες ρευστοποίησης της περιουσίας της εφεσείουσας και θα αυξηθεί το ποσό που θα διαμοιραστεί ανάμεσα στους προνομιούχους πιστωτές της.

 

Οι λόγοι επιστροφής των χρημάτων στην εφεσείουσα είναι, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, ως επί το πλείστο νομικοί.

 

Όταν μια εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε κατάσχεση στα χέρια τρίτου, μεσεγγύηση, κατάσχεση ή εκτέλεση που αρχίζει εναντίον της περιουσίας ή αντικειμένων της εταιρείας μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι εξ ολοκλήρου άκυρη. Τούτο εξυπηρετεί τον βασικό κανόνα που αφορά την εκκαθάριση εταιρειών, εφόσον πρέπει να τηρείται αυστηρά η ισότητα μεταξύ όλων των πιστωτών και μόνο διαδικασίες που ωφελούν γενικά τους πιστωτές επιτρέπεται να αρχίσουν ή να συνεχιστούν.

 

Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζει ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει. Κανένας πιστωτής δεν έχει δικαίωμα να διατηρήσει οποιοδήποτε συμφέρον από εκτέλεση απόφασης, εκτός και αν η εκτέλεση ολοκληρώθηκε πριν την έναρξη της εκκαθάρισης, αντίθετα η περιουσία της εταιρείας επιβάλλεται από τη νoμοθεσία να διαφυλαχθεί και να διανεμηθεί στα πλαίσια της εκκαθάρισης επί ίσοις όροις μεταξύ των πιστωτών της ίδιας κατηγορίας.

 

Η νομοθεσία δεν επιτρέπει σε οποιοδήποτε πιστωτή να προχωρήσει με εκτέλεση δικαστικής απόφασης, μετά την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης εκκαθάρισης, η οποία λογίζεται ως η ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης. Η Απόφαση βρίσκεται υπό αναστολή ως προς την εκτέλεση της και στην ουσία δεν μπορεί να εκτελεστεί διότι η εφεσείουσα συμμορφώθηκε με όρο που επέβαλε το Δικαστήριο, δηλαδή, απέδειξε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο θα ήταν σε θέση να αποπληρώσει το ποσό της Απόφασης. Σε περίπτωση που το ποσό δεν επιστραφεί στην εφεσείουσα και διαμοιραστεί ως προνοεί η νομοθεσία, αλλά επιστραφεί στον εφεσίβλητο, συνεπάγεται ότι, θα επιτραπεί σ' αυτόν να λάβει μέτρο εκτέλεσης  απόφασης μετά την έναρξη της εκκαθάρισης και χωρίς μάλιστα να παρουσιάσει κάποια αιτιολογία ή εξαιρετική περίσταση, κάτι που αντίκειται στις πρόνοιες της νομοθεσίας και τη νομολογία.

 

Πολλοί από τους πιστωτές της εφεσείουσας εξασφάλισαν δικαστική απόφαση εναντίον της, εντούτοις, ουδείς μπορεί πλέον να εκτελέσει την απόφαση, εφόσον τέτοιο δικαίωμα αναστέλλεται με την έναρξη της εκκαθάρισης. Οι πιστωτές με βάση ασφαλιστήρια συμβόλαια, δηλαδή οι πλείστοι από τους πιστωτές της εφεσείουσας, θεωρούνται προνομιούχοι πιστωτές, σε αντίθεση με τον εφεσίβλητο, ο οποίος ασκούσε και καθήκοντα αξιωματούχου της εφεσείουσας, επομένως, ακόμα και αν διατηρούσε ασφαλιστήριο ζωής, δεν θεωρείται προνομιούχος και έπεται σε σειρά προτεραιότητας κατά τον διαμερισμό της περιουσίας της εφεσείουσας. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος θα λάβει προτεραιότητα έναντι όχι μόνο των υπολοίπων πιστωτών της εφεσείουσας που έχουν την ίδια ιδιότητα με αυτόν, αλλά και έναντι των πιστωτών που επιβάλλεται να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με αυτόν. Συνεπώς, ο εφεσίβλητος δεν έχει δικαίωμα επί του κατατεθειμένου στο πρωτοκολλητείο ποσού παρά μόνο η εφεσείουσα και επιβάλλεται να μην αφεθεί ο εφεσίβλητος να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των άλλων πιστωτών της εφεσείουσας  ή να αποκτήσει προνομιακή εξόφληση της απαίτησης του. Ο εφεσίβλητος δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, όπως κάποιο πρόσωπο προς όφελος του οποίου υπάρχει υποθήκη ή ομόλογο κυμαινόμενης επιβάρυνσης.

 

Υποστηρίζει επίσης ο ενόρκως δηλών ότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ο εφεσίβλητος είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, δεν διαφοροποιείται η κατάσταση πραγμάτων. Κάθε επιβάρυνση, κάθε εκχώρηση αυτής και κάθε τροποποίηση ή αλλαγή των  στοιχείων της επιβάρυνσης ή της εκχώρησης αυτής, είναι άκυρη σε ό,τι αφορά τον εκκαθαριστή και οποιοδήποτε πιστωτή της εφεσείουσας, εκτός εάν καταχωρήθηκε εντός 21 ημερών από την ημερομηνία σύστασης της επιβάρυνσης ή της εκχώρησης αυτής ή της τροποποίησης ή της αλλαγής των στοιχείων της. Ο εφεσίβλητος ουδέποτε ενέγραψε την απόφαση αυτή ή την κατάθεση των χρημάτων στον Έφορο Εταιρειών, κατά συνέπεια, η εξασφάλιση αυτή θεωρείται άκυρη έναντι του εκκαθαριστή και των άλλων πιστωτών. Επομένως, το κατατεθειμένο στο πρωτοκολλητείο ποσό πρέπει να επιστραφεί στην εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος έχει δικαίωμα μόνο για αποζημιώσεις έναντι της εφεσείουσας.

 

Σύμφωνα ακόμα με τον ενόρκως δηλούντα, ο Πρωτοκολλητής κατακρατεί το ποσό ούτως ώστε να ήταν βέβαιος ο εφεσίβλητος πως θα είχε λεφτά η εφεσείουσα να τον αποζημιώσει σε περίπτωση που δεν πετύχει η έφεση. Αυτά τα χρήματα όμως δεν του ανήκουν, αλλά στην εφεσείουσα, ειδικότερα στην απουσία ειδικού όρου στην Απόφαση ή στο διάταγμα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Παρόλο που ο εφεσίβλητος θεωρεί τον εαυτό του πιστωτή, δεν επαλήθευσε το χρέος του εντός των προθεσμιών που προνοεί η νομοθεσία. Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί πιστωτής της εφεσείουσας, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της έφεσης. Το ποσό που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Πρωτοκολλητείο, αποτελεί στοιχείο το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη τεχνικών αποθεμάτων και η εφεσείουσα επιθυμεί να το ρευστοποιήσει ώστε να διαμοιραστεί ανάμεσα στους εξ ασφαλίσεως πιστωτές και επομένως επιβάλλεται να επιστραφεί στην εφεσείουσα και υπό τον έλεγχο του διαχειριστή. Το διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της Απόφασης, δεν χωρεί ερμηνείας ότι, το ποσό το οποίο κατατέθηκε στο Πρωτοκολλητείο, διατηρείται προς όφελος του εφεσίβλητου. Ο μοναδικός όρος που αναφέρεται είναι η κατάθεση του ποσού και όχι η κατάθεση του ποσού προς όφελος κάποιου.

 

Εν πάση περιπτώσει, καταλήγει ο ενόρκως δηλών, υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις όπως αναφέρεται πιο πάνω και είναι προς το δημόσιο συμφέρον όπως το Δικαστήριο ασκήσει τη διασκριτική του ευχέρεια υπέρ της εφεσείουσας και των προνομιούχων πιστωτών της. Σε διαφορετική περίπτωση, μεγάλος αριθμός πιστωτών της εφεσείουσας, «οι οποίοι ουδέποτε εμπλέκαν στις υποθέσεις της», θα παραμείνει χωρίς να εισπράξει κάποιο ποσό, ενώ ο εφεσίβλητος θα αποκομίσει όλα τα χρήματα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, χωρίς κάποια αιτιολογία.

 

Ο εφεσίβλητος στην ένσταση του προβάλλει  17 λόγους για τους οποίους η αίτηση δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή  (ο λόγος ένστασης υπ' αρ.7 δεν προωθήθηκε). Κάποιοι από τους λόγους ένστασης είναι συναφείς μεταξύ τους ή επικαλύπτονται από άλλους. Παραθέτουμε τους λόγους ένστασης που αντιπροσωπεύουν όλο  το  φάσμα των θέσεων του εφεσίβλητου.

 

«2.Η υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική και/ή κακόπιστη και/ή καταχωρήθηκε για να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπους και/ή αποσκοπεί στην παρέκκλιση και/ή στον εκτροχιασμό και/ή καθυστέρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή στην παρεμπόδιση του Καθ΄ου η Αίτηση από την απόλαυση των νόμιμων και/ή εξ αποφάσεως δικαιωμάτων του και/ή σε κάθε περίπτωση παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του Καθ΄ου η Αίτηση για διάγνωση των δικαιωμάτων του και/ή να λάβει τα όσα δικαιούται του εντός εύλογου χρόνου και/ή κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος και/ή του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των σχετικών πρωτοκόλλων αυτής,

4. Η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση των εξ αποφάσεως δικαιωμάτων του Καθ΄ου η Αίτηση,

5.    Η έκδοση της πρωτόδικης απόφασης καθιστά τον Καθ΄ου η Αίτηση πιστωτή της Αιτήτριας,

6.      Η προτεινόμενη αίτηση της Αιτήτριας είναι θνησιγενής και/ή είναι άκυρη από την αρχή εφόσον η προτεινόμενη νομική βάση στην οποία αναφέρεται και/ή τα προτεινόμενα άρθρα δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δικαιοδοσία και/ή εξουσία για εξέταση και/ή έκδοση και/ή απόδοση του αιτούμενου και/ή προτεινόμενου διατάγματος,

8.      Το αξιούμενο διάταγμα και/ή θεραπεία που αξιώνεται με την υπό κρίση Αίτηση είναι άγνωστη στο δίκαιο και/ή με βάση την σχετική νομοθεσία, κανονισμούς και νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και/ή σε κάθε περίπτωση η προτεινόμενη νομική βάση και/ή τα προτεινόμενα άρθρα του νόμου που επικαλείται η Αιτήτρια ρυθμίζουν και/ή αφορούν άλλα άσχετα με το υπό εξέταση ζήτηματα και/ή σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπουν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος,

9.      Η επικαλούμενη προτεινόμενη συμφυής εξουσία και/ή το Δίκαιο της επιείκειας και/ή η διακριτική ευχέρεια και/ή εξουσία του Δικαστηρίου από μόνη της και/ή στην απουσία σχετικής νομοθετικής ρύθμισης και/ή ειδικής πρόνοιας σε σχετικό νόμο και/ή κανονισμό, δεν παρέχουν από μόνες τους οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια και/ή εξουσία και/ή δικαιοδοσία στο Δικαστήριο η οποία δεν του έχει δοθεί ρητά όπως προαναφέρεται και/ή δεν παρέχουν οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια και/ή εξουσία και/ή δικαιοδοσία στο Δικαστήριο για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος,

10.    Με την προτεινόμενη αίτηση, στην ουσία επιχειρείται εμμέσως και/ή με   συγκαλυμμένο τρόπο η απαξίωση της πρωτόδικης απόφασης,

11.   Η ένορκη δήλωση του κ. Παναγή είναι ανεπαρκής και/ή δεν είναι ορθά συνταγμένη και/ή περιέχει εικασίες και/ή επιχειρηματολογία και/ή εσφαλμένους προτεινόμενους ισχυρισμούς και/ή σε κάθε περίπτωση, αναφέρεται σε προτεινόμενους και/ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς που δεν συνδέονται με την υπό κρίση υπόθεση,

12.    Σε περίπτωση που η προτεινόμενη παρούσα αίτηση γίνει αποδεκτή, θα επηρεαστούν αρνητικά και/ή δυσμενώς τα συνταγματικά δικαιώματα του Καθ΄ου η Αίτηση, ο οποίος στη βάση των όσων του παρουσιάστηκαν από την Αιτήτρια αναμένει να λάβει τα όσα δικαιούται,

13.    Με την προτεινόμενη αίτηση της η Αιτήτρια αποσκοπεί στην εξασφάλιση δικονομικών πλεονεκτημάτων και/ή αθέμιτου οφέλους έναντι του Καθ΄ου η Αίτηση, πράγμα απαράδεκτο και/ή ανεπίτρεπτο και/ή αντινομικό, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και/ή του συνταγματικού δικαιώματος του Καθ΄ου η Αίτηση για δίκαιη δίκη και/ή εντός εύλογου χρόνου,

14.    Η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει σοβαρούς και/ή βάσιμους λόγους που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος,

15.    Σε περίπτωση έγκρισης του Αιτούμενου Διατάγματος, ελλοχεύει ο κίνδυνος όλες οι εταιρείες να προχωρούν σε αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης και στο μεσοδιάστημα εάν αυτές εκκαθαριστούν, να ζητούν επιστροφή των χρημάτων, καθιστώντας ουσιαστικά άνευ αντικειμένου την έφεση και καταδολιεύοντας ουσιαστικά τους εξ αποφάσεως πιστωτές,

16.    Στην παρούσα περίπτωση, το ποσό που έχει κατατεθεί έγινε με σκοπό την μη λήψη μέτρων εκτέλεσης από τον Καθ΄ου η Αίτηση και σε περίπτωση έγκρισης του Αιτούμενου Διατάγματος θα του έχει στερηθεί το δικαίωμα λήψης μέτρων εκτέλεσης για περίοδο πέριξ των 4 ετών πριν την έκδοση του Διατάγματος εκκαθάρισης και στο τέλος της ημέρας δεν θα εισπράξει τα όσα δικαιούται,

17.    Το Διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφέρει ότι το ποσό που έχει κατατεθεί θα απελευθερωθεί με την έκδοση απόφασης στην παρούσα έφεση και οι Αιτητές δεν αιτούνται την τροποποίηση του εν λόγω Διατάγματος και ως εκ τούτου η Αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και δια τούτο τον λόγο,

18.    Το ποσό που είναι κατατεθειμένο δεν ανήκει στην περιουσία της εταιρείας που διανέμεται αφού έχει δοθεί πολύ πριν αυτή τεθεί σε εκκαθάριση και/ή αρχίσει η διαδικασία εκκαθάρισης.»

 

H ένσταση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, 3.1(3), 3.1(7), 22, 23.1, 23.7-23.16, 32.15, 32.17, 36.1-36.4, 41, 60.1., στον περί Εταιρειών Νόμο (Κεφ.113) Άρθρα 254, 290, 291, 298, 300-302, 384, στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/1960), Άρθρα 31, 32, 33, 42, 45, 47, στη νομολογία, στο κοινοδίκαιο, στις αρχές της επιείκειας, στη διακριτική ευχέρεια, στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου.

 

Ο εφεσίβλητος στην ένορκη δήλωση του παραθέτει αποσπάσματα από την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση ημερομηνίας 21/9/2018 η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2. Σύμφωνα με τα αποσπάσματα αυτά η εφεσίβλητη κατά τον ως άνω χρόνο δήλωνε τη προθυμία της να καταθέσει το εξ αποφάσεως ποσό στο Δικαστήριο ή να παράσχει τραπεζική εγγύηση για το ποσό της Απόφασης ούτως ώστε να καλύψει την οποιαδήποτε απαίτηση του και ότι με τον τρόπο αυτό ο εφεσίβλητος θα είναι σίγουρος ότι θα λάβει το ποσό μόλις εκδοθεί απόφαση στην έφεση, σε περίπτωση που αυτή αποτύχει. Παραθέτει επίσης απόσπασμα από επιστολή των τότε δικηγόρων του ημερομηνίας 27/11/2018 (Τεκμήριο 3) μέσω της οποίας του δίδονταν παρόμοιες διαβεβαιώσεις. Με βάση τα πιο πάνω, συνεχίζει ο εφεσίβλητος, συμφώνησε όπως εκδοθεί το ως άνω αναφερόμενο διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 για αναστολή εκτέλεσης της Απόφασης. Η κατάθεση της τραπεζικής επιταγής σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 έγινε την 4/12/2018.

         

Σύμφωνα πάντα με τον εφεσίβλητο, αφ' ης στιγμής το πιο πάνω χρηματικό ποσό κατατέθηκε σε λογαριασμό του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δεν ανήκει πλέον στην περιουσία της εφεσείουσας και κατ' επέκταση δεν είναι ποσό που διανέμεται σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας. Το ποσό αυτό κατατέθηκε πολύ πριν ξεκινήσουν οι διαδικασίες εκκαθάρισης και δεν ανήκει στην περιουσία που διανέμει ο διαχειριστής.

 

Αποτελεί επίσης θέση του εφεσίβλητου ότι η εφεσείουσα δεν αιτήθηκε την τροποποίηση του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2018, το οποίο διατάσσει όπως τα χρήματα απελευθερωθούν με την έκδοση της απόφασης του εφετείου και ως εκ τούτου η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη. Περαιτέρω αποτελεί θέση του ότι σε περίπτωση απόσυρσης  της έφεσης ή σε περίπτωση απόρριψης της, το πιο πάνω ποσό θα πρέπει να καταβληθεί στον ίδιο ως νόμιμο δικαιούχο και δεν τίθεται θέμα ευνοϊκής μεταχείρισης πιστωτή ή παραβίασης της νομοθεσίας. 

 

Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται επίσης ότι τυχόν έγκριση της υπό κρίση αίτησης, θα οδηγήσει σε ανασφάλεια δικαίου αφού οι εξ αποφάσεως πιστωτές για τους οποίους έχει εκδοθεί διάταγμα αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης θα είναι με τον φόβο να μην λάβουν το εξ αποφάσεως λαβείν τους και να μην έχουν το δικαίωμα να λάβουν μέτρα εκτέλεσης της απόφασης στο μεσοδιάστημα. Περαιτέρω ο ίδιος θα αδικηθεί, αφού συμφώνησε το έτος 2018 να μην λάβει μέτρα εκτέλεσης της απόφασης με την  κατάθεση του πιο πάνω ποσού στον Πρωτοκολλητή.  

 

Είναι ακόμα η θέση του ότι δεν είναι ο ίδιος που προωθεί την παρούσα υπόθεση, ούτως ώστε να υποχρεούται να λάβει άδεια του Δικαστηρίου για συνέχιση της, αλλά η εφεσείουσα.

 

Όταν κατατίθενται χρήματα στο Δικαστήριο κατόπιν διατάγματος, συνεχίζει ο εφεσίβλητος, το εν λόγω ποσό συνιστά εξασφάλιση οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού από τον διάδικο που τα καταθέτει έναντι του άλλου διαδίκου στη διαδικασία. Επίσης το εν λόγω ποσό αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο αναλογικά με τη πληρωμή στο Δικαστήριο και αποτελεί εξασφάλιση ότι ο διάδικος δεν θα αποστερηθεί των χρημάτων που του οφείλονται βάσει δικαστικής απόφασης, ακόμα και σε περίπτωση που μια εταιρεία τεθεί υπό εκκαθάριση. Είναι σαφές ότι αν δεν μεσολαβούσε η κατάθεση των χρημάτων, θα είχε ικανοποιηθεί το εξ αποφάσεως χρέος και η παρούσα αίτηση θα ήταν άνευ αντικειμένου. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό έρεισμα που να υποστηρίζει τη θέση της εφεσείουσας για να τεθεί ο ίδιος σε χειρότερη θέση από κάποιο πιστωτή που είχε απαίτηση το έτος 2018 και αυτή ικανοποιήθηκε.  

 

Η κατάθεση χρημάτων στο Δικαστήριο, αναφέρει περαιτέρω ο εφεσίβλητος, τον καθιστά πιστωτή της εφεσείουσας χωρίς να είναι απαραίτητη η επαλήθευση χρέους. Εξ αυτού η διαδικασία εκκαθάρισης δεν μπορεί να θεωρηθεί αλλαγή περιστάσεων που να δικαιολογεί την επιστροφή των χρημάτων στον εκκαθαριστή της εφεσείουσας. Η αναμονή για λήψη μέτρων για εκτέλεση της απόφασης που προκύπτει λόγω του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2018, δεν επιτρέπεται να του αποστερήσει το εξ αποφάσεως δικαίωμα του για καταβολή των χρημάτων, επειδή αργότερα η εφεσείουσα τέθηκε υπό εκκαθάριση.  Δεν υπάρχει περιορισμός, σύμφωνα με τις αρχές της δόλιας προτίμησης πιστωτών, που να απαγορεύει την προτίμηση ενός πιστωτή έναντι άλλου πιστωτή.

 

Τέλος, ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι ο ενόρκως δηλών στην Αίτηση προσπαθεί να επαναφέρει χρήματα στην εφεσείουσα που δεν της ανήκουν και μάλιστα πουθενά στην ένορκη δήλωση του δεν αναφέρει εάν αυτά τα χρήματα περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις της εφεσείουσας μετά την κατάθεση τους στον Πρωτοκολλητή.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης κρίνουμε σκόπιμο όπως εξετάσουμε πρώτα τη θέση της εφεσείουσας/αιτήτριας ότι στο σώμα της ένστασης δεν εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα διατάγματα που επιζητούνται.

 

Συγκεκριμένα η εφεσείουσα επικαλούμενη τον Κανονισμό 23.7(1)(β) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, αλλά και της παλαιότερης αντίστοιχης Δ.48 Θ.4(1) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και της σχετικής νομολογίας από την οποία μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση.  Παραπονείται ότι οι λόγοι ένστασης δεν επεξηγούνται κατά το ελάχιστο, οι αναφορές που γίνονται στην ένσταση χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία και για αυτό δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Προς υποστήριξη της θέσης της η εφεσείουσα παραπέμπει στις υποθέσεις Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 92 και Οργ. Χρηματ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Χαρίδη (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 825.

 

Στην Σοφοκλέους (ανωτέρω), η οποία αφορούσε αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο εκδόθηκε μονομερώς και στη συνέχεια κατέστη απόλυτο, λέχθηκε ότι:

 

«Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή.  Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιούς ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.»

 

Συμπληρώνουμε ότι το Εφετείο, πέραν της παράθεσης της πιο πάνω αρχής, δεν έδωσε  συνέχεια στο θέμα, αφού δεν υπήρξε αντέφεση για να φέρει το θέμα στο προσκήνιο, ούτε απασχόλησε τη πλευρά του εφεσείοντα στο περίγραμμα της, αφού δεν την απασχόλησε το θέμα. Οι αντιρρήσεις του δικηγόρου των εφεσιβλήτων εντάχθηκαν στο πλαίσιο του ευρύτερου επιχειρήματος του ότι θα έπρεπε να αγνοηθεί οτιδήποτε είναι έξω από το πεδίο ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης.

 

Περαιτέρω στην Οργ. Χρηματ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) λέχθηκε ότι η κανονικότητα  της Ένστασης έπασχε λόγω του γεγονότος ότι στο κυρίως σώμα της Ένστασης δεν εξειδικευόταν κανένας Λόγος Ένστασης, κατά παράβαση της Δ.48, κ.4(1). Σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες της Διαταγής αυτής, κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα έπρεπε  να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και να «εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης». Οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηριζόταν  η ένσταση τα οποία δεν ήταν εμφανή στο φάκελο της διαδικασίας, θα έπρεπε να αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις. «Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στα οποία αυτοί στηρίζονται». Ο συγκεκριμένος δε Τύπος 47 με τον οποίο έπρεπε να συνάδει κάθε Ένσταση, ρητά απαιτούσε την παράθεση εξειδικευμένων λόγων ένστασης. Ο εφεσίβλητος στην υπό εξέταση περίπτωση δεν εξειδίκευσε ή παρέθεσε κανένα λόγο ένστασης παρά μόνο πρόβαλε κάποια γεγονότα και κάποιους ισχυρισμούς που κατέγραψε στο κυρίως σώμα της Ένστασής του. Πέραν όμως  της πιο πάνω επισήμανσης, δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα, επειδή ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης στο πλαίσιο του οποίου έγινε η  πιο πάνω επισήμανση, στρεφόταν εναντίον άλλης πτυχής που αφορούσε την κανονικότητα της Ένστασης ως επίσης επειδή ούτε πρωτόδικα είχε εγερθεί το θέμα αυτό με τον ακριβή τρόπο που επισημάνθηκε από το Εφετείο και έτσι προσεγγίστηκε από το Εφετείο όπως η Σοφοκλέους (ανωτέρω).   

 

Ο Κανονισμός 23.7(1) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 προνοεί τα ακόλουθα:

 

« 23.7. Τι πρέπει να περιλαμβάνεται και να δηλώνεται στην ένσταση:

(1) Στην ένσταση πρέπει να δηλώνονται:

(α) η ένσταση του καθ' ου η αίτηση στο σύνολο ή μέρος της αίτησης·

(β) περιεκτικά οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης· και

(γ) η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια ή ο συγκεκριμένος κανονισμός στα οποία αυτή στηρίζεται.

(2) Η ένσταση υπογράφεται από τον καθ' ου η αίτηση ή τον δικηγόρο του και φέρει επικεφαλίδα με τον τίτλο της διαδικασίας.

(3) Αν ο καθ' ου η αίτηση στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία εμφανίζονται στον φάκελο του δικαστηρίου, τα γεγονότα αυτά πρέπει να αναφέρονται συγκεκριμένα στην ένσταση.

(4) Αν ο καθ' ου η αίτηση στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία παρατίθενται σε γραπτή μαρτυρία, αυτό πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην ένσταση και οι σχετικές ένορκες δηλώσεις ή η γραπτή μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζονται και να επισυνάπτονται στην ένσταση, εκτός αν έχουν ήδη καταχωριστεί στο δικαστήριο στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης.

(5) Η ένσταση πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το Έντυπο αρ.35 ή το Έντυπο αρ.36 κατά περίπτωση.»

 

Παρατηρούμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ένσταση έχει καταχωρηθεί σύμφωνα με το Έντυπο αρ.36. Παρατηρούμε επίσης ότι υπάρχει συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του συγκεκριμένου Κανονισμού και ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λόγων ένστασης, οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι πιο πάνω, δεν αντίκειται σε ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός επιτάσσει. Δεν αποτελεί περίπτωση όπως αυτή στην Οργ. Χρηματ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) όπου ο εφεσίβλητος πρόβαλε στην ένσταση του κάποια γεγονότα και κάποιους ισχυρισμούς χωρίς να εξειδικεύσει ή να παραθέσει οποιοδήποτε λόγο ένστασης.

 

Περαιτέρω δεν διαπιστώνουμε ο τρόπος διατύπωσης των λόγων ένστασης να έχει δημιουργήσει οποιαδήποτε αμηχανία στην πλευρά της εφεσείουσας ως προς τους λόγους ένστασης. Η πλευρά του εφεσίβλητου μέσω των λόγων έκστασης που προβάλλει ως επίσης μέσω των γεγονότων στους οποίους στηρίζονται, τα οποία περιέχονται στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου που συνοδεύει την ένσταση, έχει καταστήσει σαφές στην πλευρά της εφεσείουσας, τους λόγους τους οποίους επικαλείται για απόρριψη της Αίτησης.

 

Με βάση τα πιο πάνω η πιο πάνω εισήγηση απορρίπτεται.

 

Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης παραπέμπουμε στον Κανονισμό 3.1 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που αναφέρεται στις γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου και ειδικότερα στα εδάφια (3), (5), (7) και (8) όπου προνοείται:

 

«(3) Όταν το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα, δύναται:

(α) να θέτει όρους, περιλαμβανομένου όρου κατάθεσης χρηματικού ποσού στο δικαστήριο· και

(β) να καθορίζει τις συνέπειες μη συμμόρφωσης με το διάταγμα ή με τον όρο.

.....................................

(5) Το δικαστήριο δύναται να διατάξει διάδικο να καταθέσει χρηματικό ποσόν στο δικαστήριο αν ο διάδικος αυτός παρέλειψε να συμμορφωθεί, χωρίς εύλογη αιτία, με κανονισμό ή σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο.

......................................

(7) Όταν διάδικος καταθέτει ποσόν χρημάτων στο δικαστήριο κατόπιν διατάγματος, δυνάμει της παραγράφου (3) ή (5), το ποσό χρημάτων συνιστά εξασφάλιση οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού από τον διάδικο αυτό έναντι οποιουδήποτε άλλου διαδίκου στη διαδικασία.

(8) Η εξουσία του δικαστηρίου, δυνάμει των παρόντων κανονισμών προς έκδοση διατάγματος περιλαμβάνει και εξουσία διαφοροποίησης, παραμερισμού ή ακύρωσης του διατάγματος.»

 

    Σύμφωνα με το Μέρος 60 που αναφέρεται στις παλιές δικαστικές διαδικασίες, αναφέρεται στον Κανονισμό 60.1 (Μεταβατική Διευθέτηση) ότι οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 τέθηκαν σε ισχύ από την 3/7/2023, σε σχέση με το Εφετείο το οποίο εγκαθιδρύθηκε δυνάμει των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022, (Ν.33/1964).  Στον Κανονισμό 60.2(1) (Άσκηση Διακριτικής Ευχέρειας) προνοείται ότι:

 

«Όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια από το δικαστήριο σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύoς των παρόντων κανονισμών, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές οι οποίες καθορίζονται στους παρόντες κανονισμούς και, συγκεκριμένα, στο Μέρος 1 (ο πρωταρχικός σκοπός και καθήκον δικαστηρίου να διαχειρίζεται υποθέσεις) και στο Μέρος 30 (Συνήθεις Απαιτήσεις).»

 

(βλ. Artio Designs v. Stephen Van Zutphen κ.ά., Πολ. Έφεση 353/2019 ημερ. 7/9/2023 και Sibylla Hotel Apartments Ltd v. Xαράλαμπου Μουζούρη κ.ά. Πολ. Έφεση 321/2019 ημερ. 31/10/2023).

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το ποσό των €137.820,37  που κατατέθηκε στο Δικαστήριο από την εφεσείουσα προς συμμόρφωση με τους όρους του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2018 συνιστά εξασφάλιση έναντι οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού στον εφεσίβλητο έναντι της εφεσείουσας, μετά την έκδοση απόφασης στην έφεση.  Δεν απαιτείται από αυτόν να προβεί σε επαλήθευση χρέους ούτε εγγραφή στον Έφορο Εταιρειών. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς της εφεσείουσας στερούνται ερείσματος.

 

Η Αγγλική νομολογία επιβεβαιώνει τα πιο πάνω. Στην υπόθεση W A Sherratt Ltd V. John Bromley (Church Stretton) Ltd [1985] 1 All ER 216 το Αγγλικό Εφετείο δέχθηκε την εισήγηση των δικηγόρων των εναγόντων οι οποίοι υποστήριξαν ότι: 

 

". where a defendant pays money into court in satisfaction of the plaintiff's claim, the plaintiff, albeit he has not taken the money out, is nevertheless treated as a secured creditor to the extent of the moneys in court in the ensuing bankruptcy of the defendant.  The proposition, which is stated as still being the law in Williams and Muir Hunter on Bankruptcy (19th edn, 1979) pp 54, 77 and in 3 Halsbury's Laws (4th edn) para 318, is based on a line of cases starting with Re Gordon, ex p Navalchand [1897] 2 QB 516.  That was a case in which, the defendant having been adjudicated bankrupt and his trustees having refused to agree to payment out to the plaintiff of the moneys in court, the plaintiff moved in the Bankruptcy Court for a declaration of his entitlement and for liberty to prove in the bankruptcy for the balance of his debt over and above the sum in court.  Vaughan Williams J said (at 519-520):

'. I am clearly of opinion that if the proof is admitted, or to the extent to which is admitted, the plaintiff is a secured creditor by reason of the payment into court.  The money paid into court, even with a plea denying liability, has become subject to the plaintiff's claim by the act of the defendant, who thereby agrees that the sum paid in shall remain in court subject to the conditions of Order xxii., r.6.'

To the same effect is Re Ford, ex p the trustee [1900] 2 QB 211.  That was in fact not a case of a voluntary payment in, but of a payment under order of the court under Ord 14 as a condition of leave to defend.  Wright J Observed (at 213):

'. it is settled that where money is ordered to be paid into court to abide the event it must be treated as a security that the plaintiff shall not lose the benefit of the decision of the Court in his favour. The very object of such an order is that the plaintiff shall be in as good a position, so far as the money paid in extends, against contingencies such as bankruptcy as if he had got an immediate judgment .' "

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αποτελούν διαδικαστικό κώδικα, πρωταρχικός σκοπός του οποίου είναι η παροχή στο Δικαστήριο δυνατότητας χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος (βλ. Κ.1.2.(1)). Είναι κάτω από αυτό τον φακό που θα πρέπει να αντικριστεί ο σκοπός του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2018 αλλά και η Αίτηση.

 

Το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λευκωσίας στo πλαίσιo της ενεργούς διαχείρισης της υπόθεσης και συγκεκριμένα διευθέτησης του ζητήματος της αναστολής εκτέλεσης της Απόφασης. Το δικαστήριο διέταξε την αναστολή υπό τον όρο ότι η εφεσείουσα θα κατέθετε, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέσω τραπεζικής επιταγής στον Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λευκωσίας το ποσό των €137.820,63 το οποίο θα απελευθερωθεί με την έκδοση της απόφασης στην έφεση. Η εφεσείουσα συμμορφώθηκε με τον πιο πάνω όρο με αποτέλεσμα το διάταγμα αναστολής να παραμείνει σε ισχύ. Ο εφεσίβλητος δεν έχει το δικαίωμα να λάβει μέτρα εκτέλεσης της Απόφασης εναντίον της εφεσείουσας, η δε εφεσείουσα καταθέτει το πιο πάνω ποσό προς εξασφάλιση οποιουδήποτε πληρωτέου ποσού στον εφεσίβλητο με την έκδοση απόφασης στην έφεση.  Το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018 παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ, έξι χρόνια μετά την έκδοση του, εξυπηρετώντας την ενεργή διαχείριση της υπόθεσης κατά τρόπο δίκαιο για τους διαδίκους. Η καταχώρηση της Αίτησης, με τα αιτούμενα διατάγματα, έρχεται να διαταράξει αυτή τη διαχείριση και είναι πρόδηλο ότι βρίσκεται εκτός του πλαισίου του πρωταρχικού σκοπού. Το διάταγμα είναι σαφές και προνοεί την απελευθέρωση του πιο πάνω ποσού μόνο με την έκδοση απόφασης στην έφεση και όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα βρίσκεται σε εκκαθάριση και σε κακή οικονομική κατάσταση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για επιστροφή των χρημάτων στην εφεσείουσα. Στην υπόθεση W A Sherratt Ltd (ανωτέρω) λέχθηκαν από τον Oliver LJ τα ακόλουθα:

 

«In my judgment the principles emerging from the Re Gordon line of cases are still applicable to money paid in under the current rules.  The plaintiff is therefore a secured creditor to the extent of those moneys in the defendant's liquidation and that event, cannot, by itself, constitute a change of circumnstances which can properly be regarded as justifying the court in exercising its discretion to order repayment.  Whilst, therefore, I appreciate the dilemma with which the judge was faced, I am forced to the conclusion that in adopting the starting position that the plaintiffs were unsecured creditors, he misdirected himself.»

 

          H υπόθεση Peal Furniture Co Ltd v. Adrian Share (Interiors) Ltd [1977] 2 All ER 211 την οποία επικαλείται η πλευρά της εφεσείουσας δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση αφού, όπως και η ίδια παραδέχεται, αφορούσε πληρωμή στο Δικαστήριο που στην ουσία ο εναγόμενος αποδεχόταν ευθύνη για την απαίτηση του ενάγοντα αλλά την περιόριζε ή κατέθετε το ποσό προς όφελος του ενάγοντα.  Στην W A Sherratt Ltd (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στην Peal Furniture Co Ltd (ανωτέρω) από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποφασίστηκε ότι δεν έπρεπε να τύχει εφαρμογής αλλά η Re Gordon, ex p Navalchand (ανωτέρω). Το Εφετείο δηλαδή, διαφοροποιήθηκε από την Peal Furniture Co Ltd (ανωτέρω) και έκρινε ότι η ορθή γραμμή της νομολογίας προέκυπτε από την Re Gordon, ex p Navalchand (ανωτέρω) και αυτές που ακολούθησαν (Dessau v. Rowley [1916] WN 238 και Young v. Bristol Aeroplane Co Ltd [1944] 2 All ER 293):

«. there was nothing to displace the long line of authority which clearly established that a plaintiff was a secured creditor to the extent of moneys paid into court».

 

Το σκεπτικό της W A Sherratt Ltd (ανωτέρω) υιοθετήθηκε και στην Flightline Ltd v. Edwards and another [2002] EWHC 1648 (Ch).

 

          Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς της εφεσείουσας δεν γίνονται δεκτές και ειδικότερα οι εισηγήσεις της περί ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες δικαιολογούν την έγκριση της αίτησης. 

 

Ενδεχόμενη έγκριση της Αίτησης θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή ότι η εμπράγματη ασφάλεια ή παροχές ασφάλειας (security interests) και άλλα πραγματικά δικαιώματα που δημιουργήθηκαν πριν από την αδυναμία πληρωμής χρεών της εφεσείουσας δεν επηρεάζονται από την εκκαθάριση της.

 

Στο Σύγγραμμα Principles of Corporate Insolvency Law, Professor R.M. Goode, έκδοση 1990 αναφέρεται:

«Ιn general, a creditor holding a security interest or other real right is unaffected by winding up and may proceed to realise his security or assert other rights of property as if the company were not in liquidation».

 

Επίσης, ενδεχόμενη έγκριση της θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή ότι ο εκκαθαριστής παραλαμβάνει την περιουσία της εταιρείας υποκείμενη (subject) σε όλους τους περιορισμούς και υπερασπίσεις. 

 

Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω Σύγγραμμα:

«In asserting rights in the name of the company the liquidator stands in no better position than the company itself; he takes them as they stand, warts and all".

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, η εφεσείουσα δεν εξαιτείται ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 3/12/2018. Τυχόν έγκριση της Αίτησης και έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα δυο νέα διατάγματα τα οποία θα έρχονται σε αντίθεση με το διάταγμα ημερομηνίας 3/12/2018, πράγμα ανεπίτρεπτο (RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ.571 και Ritchie κ.ά (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 639).    

 

Με βάση τα πιο πάνω, η αίτηση δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου/καθ΄ου η αίτηση και σε βάρος της εφεσείουσας/αιτήτριας.

 

 

                      ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

                           

                                                    ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.       

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο