ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                     (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 23/2021)

 

13 Φεβρουαρίου, 2025

 

              [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                             Εφεσείουσα,                                      

                                                                  v.

 

                                                   ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΤΡΑΚΗ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητoυ.

 

--------------------

    Α. Χρίστου (κα), για ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

   Ξ. Ευγενίου (κα), για Α.Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με απόφασή του ημερομηνίας 22/01/2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την Προσφυγή Αρ. 2/2019, με την οποία o Eφεσίβλητος είχε αιτηθεί τα ακόλουθα:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση με ποινή (α) επιβολή χρηματικού προστίμου και (β) υποβιβασμός στην αμέσως κατώτερη θέση που αποφασίστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΑΗΚ και η οποία στάληκε με επιστολή ημερ. 22.10.18 και η οποία παρελήφθη προσωπικά από τον Αιτητή στις 26/10/18 (Παρτ. Α) πάσχει πολλαπλώς και θα πρέπει να ακυρωθεί παρά την λεγόμενη επιβεβαίωση που περιέχει το Παρτ. Β ημερ. 29.11.2018.

 

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση (Παρτ. Α1) να καταβληθεί στον Αιτητή με βάση την παραίτηση του που υπέβαλε από τη θέση Τεχνικού Δικτύου, ως διαμαρτυρία για τις άδικες και παράνομες πειθαρχικές ποινές που του επιβλήθηκαν αντί των ορθών ποσών εφάπαξ τα ποσά €49.093,52 και €7.240,54 και σύνταξη ως εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη είναι άκυρη και χωρίς νομική ισχύ».

 

 

Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης, τα οποία δεν αμφισβητούνται και τα οποία καταγράφονται στην πρωτόδικη Απόφαση, στον Εφεσίβλητο, ο οποίος κατείχε τη θέση του Τεχνίτη Δικτύου, είχαν απαγγελθεί από την Εφεσείουσα τρεις κατηγορίες σχετιζόμενες με την παράβαση των καθηκόντων του ως υπαλλήλου της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (εφεξής «Αρχή»).  Στις δύο εκ των τριών κατηγοριών, ο Εφεσίβλητος προέβη κατά τη συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 13/09/2018 σε παραδοχή, ενώ για την τρίτη κατηγορία, διεκόπη η δίωξη εναντίον του.  Η απόφαση για επιβολή της πειθαρχικής ποινής χρηματικού προστίμου ύψους αποδοχών τριών μηνών και του υποβιβασμού του Εφεσίβλητου στην αμέσως κατώτερη θέση του Εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη Δικτύου, λήφθηκε κατά τη συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής ημερομηνίας 21/09/2018.  Η πιο πάνω απόφαση γνωστοποιήθηκε στον Εφεσίβλητο με σχετική επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 22/10/2018, την οποία ο Εφεσίβλητος παρέλαβε στις 26/10/2018 και στην οποία αναφερόταν ως έναρξη ισχύος της ποινής του υποβιβασμού του, η 01/10/2018. 

 

Ακολούθησε επιστολή της δικηγόρου του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 30/10/2018, με την οποία ζήτησε όπως η ισχύς του υποβιβασμού του πελάτη της ξεκινήσει από την 01/11/2018, αφότου, όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, έλαβε γνώση των ποινών που τον αφορούσαν.  Την ίδια μέρα, με ξεχωριστή επιστολή του προς την Αρχή, ο Εφεσίβλητος κοινοποίησε την επιθυμία του όπως αποχωρήσει από την Υπηρεσία πρόωρα, ήτοι από την 31/10/2018.

 

 Το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Αρχής, στις 07/11/2018 αποφάσισε όπως η απόφαση του για την επιβολή στον Εφεσίβλητο πειθαρχικής ποινής  παραμείνει ως είχε ληφθεί την 21/09/2018 και ο Εφεσίβλητος πληροφορήθηκε σχετικά με επιστολή της Αρχής απευθυνόμενη στη δικηγόρο του, ημερομηνίας 29/11/2018.  Ακολούθησε επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 05/12/2018 προς τον Εφεσίβλητο, με την οποία πληροφορήθηκε ότι το αίτημα του για πρόωρη αφυπηρέτηση εγκρίθηκε και ότι η τελευταία του ημέρα στην Υπηρεσία της Αρχής θεωρείται η 30/11/2018 αφού, όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, ο Εφεσίβλητος από την 01/11/2018 έως 30/11/2018 δεν παρουσιαζόταν στην εργασία του χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως άδεια του προϊσταμένου του. 

 

Μετά την μεταφορά στον λογαριασμό του των εφάπαξ ποσών, ο Εφεσίβλητος διαμαρτυρήθηκε μέσω της δικηγόρου του με σχετική επιστολή ημερομηνίας 20/12/2018, σημειώνοντας ότι τα λαμβάνει «με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του».  Σημειώνεται ότι τα ποσά που τελικά καταβλήθηκαν στον Εφεσίβλητο κατά την παραίτησή του, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη Απόφαση και δεν αμφισβητείται από την Εφεσείουσα, «για την υπηρεσία του αιτητή μέχρι τις 31.12.2012, υπολογίστηκαν με βάση την τελευταία μισθοδοτική του κλίμακα, όπως αυτή μειώθηκε μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, ενώ τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την υπηρεσία του από 1.1.2013 μέχρι την αφυπηρέτησή του, υπολογίστηκαν στον μέσο όρο μισθού καριέρας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Αρχής και Εξαρτώμενους τους.».

 

 

Επιλαμβανόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο της Προσφυγής, ασχολήθηκε καταρχάς με τις προδικαστικές ενστάσεις που η πλευρά της Εφεσείουσας είχε προωθήσει.  Ειδικότερα, προδικαστικές ενστάσεις που αφορούσαν το έννομο συμφέρον του Εφεσίβλητου προς προώθηση της Προσφυγής του, καθότι με την οικειοθελή παραίτησή του έπαυσε να είναι υπάλληλος της Αρχής, καθώς επίσης και της συμπροσβολής στο ίδιο δικόγραφο μη συναφών πράξεων.

 

Απορρίπτοντας τις προδικαστικές ενστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, έχουν επέλθει ζημιογόνες συνέπειες στον Εφεσίβλητο και επηρεάστηκαν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και αποδοχές συνεπεία της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού καθώς και ότι οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς και διασυνδέονται.

 

 Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση:

«Στην υπό κρίση περίπτωση, ως άλλωστε αναφέρεται και στην ένσταση της καθ' ης η αίτηση, λόγω της επιβληθείσας στον αιτητή πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση του Εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη Δικτύου, τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την περίοδο μέχρι τις 31.12.2012 υπολογίστηκαν με βάση την τελευταία μισθοδοτική του κλίμακα, «όπως αυτή μειώθηκε μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής» (βλ. παράγραφο 15 της ένστασης), ενώ και στην επιστολή της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Α.Η.Κ. προς τον αιτητή, ημερομηνίας 5.12.2018 (παράρτημα 12 στην ένσταση), ρητά αναφέρεται ότι θα απεκόπτετο από τις αποδοχές του αιτητή «μέρος της πειθαρχικής ποινής και δη του προστίμου που σας επέβαλε το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΑΗΚ για πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο διαπράξατε».

 

Συνεπώς, υφίσταται ζήτημα ως προς τις ζημιογόνες συνέπειες που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο αιτητής στα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και τις αποδοχές του, λόγω της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής και οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται παρά τον τερματισμό της υπαλληλικής σχέσης του αιτητή με την καθ' ης η αίτηση, η συνέχιση της οποίας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την διεκδίκηση της δια του αιτητικού Β της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως θεραπείας. Είναι δε δεδομένο ότι τα εν λόγω ωφελήματα και αποδοχές επηρεάστηκαν από την προαναφερθείσα ποινή, αφού υπολογίστηκαν και/ή διαμορφώθηκαν στη βάση του προηγηθέντος υποβιβασμού του αιτητή στην αμέσως κατώτερη θέση, ήτοι αυτήν του Εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη Δικτύου.

 

Διαφορετική, εξάλλου, προσέγγιση επί του πιο πάνω ζητήματος θα προσέκρουε στους ίδιους τους περί περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδικας) Κανονισμούς του 1985 και 1995 και δη στον Κανονισμό 4, σύμφωνα με τον οποίο «Υπάλληλος ο οποίος απέβαλε την υπαλληλική του ιδιότητα με οποιοδήποτε τρόπο δε διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία έχει τυχόν αρχίσει συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου». Τυχόν αποδοχή της θέσης περί έλλειψης της απαιτούμενης νομιμοποίησης του αιτητή προς αμφισβήτηση των εδώ προσβαλλόμενων πράξεων, λόγω της οικειοθελούς αποχώρησής του από την Α.Η.Κ., θα καθιστούσε αδύνατη την έννομη προστασία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος οποιουδήποτε υπαλλήλου της Αρχής, εναντίον του οποίου ξεκίνησε πειθαρχική διαδικασία, πριν από τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι, παρά την οικειοθελή αποχώρησή του από την Αρχή, έχει ο αιτητής το απαιτούμενο έννομο συμφέρον προς προώθηση της παρούσας, εφόσον, ως προκύπτει, έχουν επέλθει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες και/ή έχουν επηρεαστεί τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και/ή οι αποδοχές του συνεπεία της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού.

 

Τα πιο πάνω απαντούν εν πολλοίς και στην έτερη προδικαστική ένσταση που ήγειρε η πλευρά της καθ' ης η αίτηση, σύμφωνα με την οποία απαραδέκτως προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο οι δυο, περιεχόμενες στα αιτητικά Α και Β ανωτέρω, πράξεις, καθότι αυτές δεν έχουν καμία συνάφεια μεταξύ τους.

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959), επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο, όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι δε συναφείς όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. Η δε ημεδαπή νομολογία συμβαδίζει με την Ελληνική νομολογία επί του θέματος (βλ. Σωματείο «Φίλοι της Λευκωσίας» κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 28, Βάσος Χριστοφίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379).

 

Εν προκειμένω, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα, το αναφέρει άλλωστε και η πλευρά της καθ' ης η αίτηση στην ένστασή της, ότι λόγω της επιβληθείσας στον αιτητή πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση του Εργάτη/Βοηθού Τεχνίτη Δικτύου, τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την περίοδο μέχρι τις 31.12.2012 υπολογίστηκαν με βάση την τελευταία μισθοδοτική του κλίμακα, «όπως αυτή μειώθηκε μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής», ενώ και στην επιστολή της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού της Α.Η.Κ. προς τον αιτητή, ημερομηνίας 5.12.2018, ρητά αναφέρεται ότι θα απεκόπτετο από τις αποδοχές του αιτητή μέρος της πειθαρχικής ποινής και δη του προστίμου που του επέβαλε το Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΑΗΚ για πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο είχε διαπράξει.

 

Είναι, συνεπώς, σαφέστατη η διασύνδεση και/ή συνάφεια των δυο προσβαλλόμενων πράξεων, εφόσον το περιεχόμενο της δεύτερης εξ' αυτών αναντίρρητα διαμορφώθηκε και/ή επηρεάστηκε και από το γεγονός την πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε στον αιτητή και τον υποβιβασμό του στην αμέσως κατώτερη θέση. Εύκολα δε καθίσταται αντιληπτό ότι, σε περίπτωση ακύρωσης της πρώτης εκ των δυο προσβαλλόμενων πράξεων, ήτοι της επιβολής της πειθαρχικής ποινής, αναπόφευκτα επηρεάζεται και η δεύτερη εξ' αυτών.».

 

 

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποδέχτηκε τον προβαλλόμενο από τον Εφεσίβλητο λόγο ακύρωσης περί πάσχουσας σύνθεσης και παραβίασης της οικείας νομοθεσίας από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής το οποίο συνεδρίαζε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, καταλήγοντας ως ακολούθως:

 

«Στις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου που αφορούν στο επίδικο θέμα, με ημερομηνίες 23.8.2018, 13.9.2018, 21.9.2018 και 7.11.2018, απουσίαζαν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. και τρία μέλη, η κα Τσολάκη, και οι κ.κ. Κωνσταντινίδης και Κωστή. Παρόντες ήσαν ο Αντιπρόεδρος και άλλα τέσσερα μέλη. Των εν λόγω συνεδριών, ωστόσο, προήδρευσε ένα εκ των τεσσάρων μελών, ο κ. Χ. Αρτέμης. Αναφορικά δε με την αιτιολόγηση της απουσίας των προαναφερθέντων προσώπων, το λεκτικό, σύμφωνα με το πρακτικό κάθε μιας από τις προεκτεθείσες συνεδρίες, παρέμενε ακριβώς το ίδιο: «Κλήθηκαν στη συνεδρία αλλά δεν μπόρεσαν να παραστούν λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος που προέρχεται από επαγγελματική τους υποχρέωση.».

 

Εν πρώτοις, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι σε κάθε μια από τις προαναφερθείσες τέσσερεις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου, που συνεδρίαζε εν προκειμένω ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, απουσίαζαν τα ίδια τέσσερα πρόσωπα (Πρόεδρος και τρία συγκεκριμένα μέλη) και μάλιστα πάντα ανεγράφετο ο ίδιος λόγος απουσίας. Βεβαίως, αυτό, σύμφωνα με την εξήγηση που η ίδια η καθ' ης η αίτηση δίδει, μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου της, μόνο τυχαίο δεν ήταν αφού, ως αναφέρεται, δεδομένης της απουσίας των τεσσάρων μελών του Συμβουλίου από την 1η συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, λόγω ύπαρξης κωλύματος, «η οποιαδήποτε επανεμφάνισή τους αργότερα και για το ίδιο θέμα θα ήταν ευθεία παράβαση από τους ίδιους της πάγιας νομολογιακής αρχής ότι η συζήτηση ενός θέματος (εδώ της πειθαρχικής υπόθεσης του Αιτητή) διεξάγεται με τα ίδια μέλη που συμμετείχαν στην πρώτη συνεδρία».

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση, η οποία αντίκειται στο άρθρο 22 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και στη νομολογία.

 

Στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, λέχθηκαν τα ακόλουθα, άμεσα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα (η υπογράμμιση προστέθηκε) [.]

 

 

Συνεπώς, υπό το φως των πιο πάνω και με αφετηρία την εκ του νόμου υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών του συλλογικού διοικητικού οργάνου στις συνεδρίες αυτού, ακόμη και στις περιπτώσεις που η εξέταση ενός θέματος επεκτείνεται σε περισσότερες της μιας συνεδρίες, υπήρχε εν προκειμένω υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ., και δη των προσώπων που απουσίαζαν από την πρώτη συνεδρία, στις επόμενες συνεδρίες, εφόσον η εξέταση του επίδικου θέματος παρατάθηκε και ολοκληρώθηκε μετά από τέσσερεις συνολικά συνεδρίες, η δε μη συμμετοχή των συγκεκριμένων τεσσάρων προσώπων (Προέδρου και τριών μελών) στις εν λόγω συνεδρίες επάγεται παράνομη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εφόσον στηρίχθηκε στην εσφαλμένη και πεπλανημένη αντίληψη, η οποία ρητά εκφράστηκε από την πλευρά της καθ' ης η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου της, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα συμμετοχής των εν λόγω προσώπων στις συνεδρίες του Συμβουλίου (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, ανωτέρω).

 

Επιπρόσθετα, και παρά την πιο πάνω διαπίστωση, η οποία και σφραγίζει την τύχη της παρούσας, εντοπίζω να υφίσταται και ζήτημα παραβίασης των σχετικών διατάξεων του Νόμου κατά τις συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου, που συνεδρίασε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο και επιλήφθηκε του επίδικου θέματος.

 

 Στο άρθρο 8 του Νόμου, ρυθμίζονται τα θέματα συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Σύμφωνα με το εδάφιο (4) του εν λόγω άρθρου, «Ο Πρόεδρος, ή, σε περίπτωση απουσίας αυτού, ο Αντιπρόεδρος, προεδρεύει των συνεδριών αυτών. Σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου και Αντιπροέδρου τα παρόντα µέλη δύνανται να εκλέξουν από αυτά τον προεδρεύοντα της συνεδρίας.». Δεν παραγνωρίζω, βεβαίως, ότι εν προκειμένω το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής συνεδρίασε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, ωστόσο πουθενά στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδικας) Κανονισμούς του 1985 και 1995 (Κ.Δ.Π. 109/85 και 142/92) δεν έχω εντοπίσει, ούτε και έχει υποδειχθεί από την πλευρά της καθ' ης η αίτηση, οποιαδήποτε ειδικότερη διάταξη, που να ρυθμίζει το ζήτημα των συνεδριών του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ρυθμίζεται στο προαναφερθέν άρθρο 8 του Νόμου. Ισχύουν, συνεπώς, και για τις συνεδρίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου τα όσα προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο, με αποτέλεσμα να υφίσταται σαφής παραβίαση του άρθρου αυτού κατά τις προαναφερθείσες συνεδρίες του Συμβουλίου με ημερομηνίες 23.8.2018, 13.9.2018, 21.9.2018 και 7.11.2018, αφού σε όλες τις υπό αναφορά συνεδρίες, παρόλο που ήταν, σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά, παρών ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κ. Χατζηπαντέλα, προήδρευσε αυτών το μέλος Αρτέμης.».

 

 

Με τρεις Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1 προβάλλεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον καθότι έχουν επέλθει ζημιογόνες συνέπειες και επηρεάστηκαν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα συνεπεία του υποβιβασμού του. 

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι υπήρχε υποχρέωση συμμετοχής όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. και δη των προσώπων που απουσίαζαν από την πρώτη συνεδρία, στις επόμενες συνεδρίες και εσφαλμένα έκρινε ότι η μη συμμετοχή τους επάγεται παράνομη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. 

 

Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης Αρ. 3 είναι ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκαν τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 8 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ.171) καθότι, παρόλο που ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ήταν παρών, των επίδικων συνεδριών προήδρευσε ένας εκ των μελών του Συμβουλίου.

 

Η πλευρά του Εφεσίβλητου υπεραμύνεται της ορθότητας της πρωτόδικης Απόφασης και απορρίπτει τα όσα η Εφεσείουσα προβάλλει.

 

Έχουμε εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις. 

 

Αναφορικά με τον Λόγο Έφεσης Αρ.1, δεν συμφωνούμε με τη θέση της Εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαμόρφωσε την κρίση του περί ύπαρξης εννόμου συμφέροντος του Εφεσίβλητου προς προώθηση της Προσφυγής του, στη βάση μόνο των ισχυρισμών του Εφεσίβλητου και όχι από τα ενώπιόν του γεγονότα. 

 

Καταρχάς διαπιστώνεται ότι, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος, το οποίο είχε τεθεί πρωτόδικα από την Εφεσείουσα, είχε διασυνδεθεί με την οικειοθελή παραίτηση του Εφεσίβλητου και με το επακόλουθο γεγονός, ότι με αυτήν έπαυσε να είναι υπάλληλος της Αρχής και όχι υπό τη διάσταση που τίθεται κατ' έφεση από την Εφεσείουσα.  Εφόσον όμως το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης, θα εξεταστεί γενικότερα.

 

Επιλαμβανόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο του ζητήματος, όπως αυτό είχε τεθεί από την Εφεσείουσα και με παραπομπή σε σχετική νομολογία (βλ. Δανάη Μαυρίδου ν. Δημοκρατίας (1991), 4 Α.Α.Δ. 4243) έκρινε ότι, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του Εφεσίβλητου και οι αποδοχές του επηρεάστηκαν συνεπεία της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού και επήλθαν ζημιογόνες συνέπειες, κατά τρόπο ώστε αυτός διατηρούσε το έννομο του συμφέρον, παρά την οικειοθελή αποχώρησή του από την Αρχή.  Για να καταλήξει στο συμπέρασμα του αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στο περιεχόμενο της Ένστασης της Εφεσείουσας (παράγραφος 15 του Πίνακα Β στην Ένσταση, σελ.20 των πρακτικών), στο οποίο αναφέρονται τα εξής:

«Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του Αιτητή, για την υπηρεσία του, μέχρι τις 31.12.2012, υπολογίστηκαν με βάση την τελευταία μισθοδοτική του Κλίμακα, όπως αυτή μειώθηκε μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, ενώ τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την υπηρεσία του, από την 1η Ιανουαρίου 2012, μέχρι την αφυπηρέτησή του, υπολογίστηκαν στο μέσο όρο μισθού καριέρας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Εξαρτώμενους τους».

 

Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε σχετική νομολογία (βλ. Stoyanov ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων, Α.Ε. 147/2012, ημερομηνίας 02/07/2018), σύμφωνα με την οποία, όταν καταφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία προκλήθηκε από την προσβαλλόμενη πράξη, ο επηρεαζόμενος δικαιούται να αξιώσει την ακύρωση της διοικητικής πράξης, η οποία είναι απαραίτητη για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

 

Διαπιστώνουμε ότι, δεν αφίστανται είτε από τα στοιχεία του φακέλου είτε από τη νομολογία τα ευρήματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε και παραμένουν μετέωρα τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται από την Εφεσείουσα.  Δεν υπήρξε διαφωνία ή αντίλογος ότι, συνεπεία του υποβιβασμού του Εφεσίβλητου μειώθηκαν και τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και απολαβές.  Αντίθετα, αυτό επιβεβαιώνεται, όχι μόνο από τα πιο πάνω αναφερόμενα στην Ένσταση της Εφεσείουσας, αλλά και από το Επεξηγηματικό υπόμνημα της Εφεσείουσας που κατατέθηκε από κοινού με τους δικηγόρους του Εφεσίβλητου (κατόπιν οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου) και σύμφωνα με το οποίο, για την περίοδο υπηρεσιών από 01/01/1987-31/12/2012 «τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα επηρεάστηκαν αρνητικά λόγω της επιβολής της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση.»

Ισχυρίζεται επίσης η Εφεσείουσα, ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσίβλητος αποδέχθηκε τις κατηγορίες και την επιβολή της ποινής του από το Πειθαρχικό Συμβούλιο αφού, έχοντας πλήρη γνώση, ζήτησε όπως η ισχύς του υποβιβασμού του αρχίζει από την 01/11/2018 και όχι από την 01/10/2018. 

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, ο Εφεσίβλητος στην επιστολή του ημερομηνίας 30/10/2018 (Παράρτημα 8 στην Ένσταση), είχε ζητήσει μέσω της δικηγόρου του, όπως διορθωθεί το κείμενο της επιστολής της ΑΗΚ ημερομηνίας 22/10/2018, με τρόπο ώστε η ισχύς του υποβιβασμού του να αρχίζει από την 01/11/2018 και όχι από την 01/10/2018, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται, έλαβε γνώση του υποβιβασμού του στις 26/10/2018.  Η εν λόγω επιστολή συνοδεύεται με την ένδειξη «ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ», γεγονός που υποδηλοί ότι ο Εφεσίβλητος εξέφρασε την επιφύλαξή του για την απόφαση της Εφεσείουσας όπως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 22/10/2018, ήτοι της επιβολής χρηματικού προστίμου ύψους αποδοχών τριών μηνών και του υποβιβασμού του στην αμέσως κατώτερη θέση. 

 

Επιφύλαξη εξέφρασε επίσης ο Εφεσίβλητος, με επιστολή του ημερομηνίας 20/12/2018, όταν διαπίστωσε το ύψος των εφάπαξ ποσών που μεταφέρθηκαν στον λογαριασμό του, τα οποία έλαβε «ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ» και «με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του».  Κατ' επέκταση διαπιστώνεται ότι, δεν υπήρξε ανεπιφύλακτη αποδοχή της πράξης η οποία αποστέρησε το έννομο συμφέρον του Εφεσίβλητου για προσφυγή.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της πράξης στερεί από τον αιτούντα του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται δημόσια δικαιώματα (βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ (1996) 3 Α.Α.Δ.1, Παπαγιώργης Δ.Α. ν. ΑΗΚ (1996) 3 Α.Α.Δ.563, Δαμιανού ν. ΡΙΚ (1999) 3 Α.Α.Δ.129).

 

Χωρίς να παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης του Δικαστηρίου, με το κατά πόσο εν προκειμένω από την πράξη θίγεται δημόσιο δικαίωμα, είναι αρκετό να λεχθεί ότι ο Εφεσίβλητος δεν αποδέχτηκε την πράξη ανεπιφύλακτα.  Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδοση 1997 του Ε. Σπηλιωτόπουλου, παρ.458, συνοψίζει την ορθή νομική προσέγγιση σε σχέση με την «αποδοχή» της πράξης:

«Η αποδοχή πρέπει:  i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ 480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970), ή όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»

Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται επίσης, ότι επειδή ο Εφεσίβλητος παραδέχτηκε τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν, στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την ποινή του. 

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του ζητήματος.  Είναι γνωστό ότι, γενικά σε μια πειθαρχική δίκη ισχύουν αναλογικά οι ίδιες αρχές της ποινικής δίκης.  Η θέση αυτή συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Παναγιώτης Κατσαντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 35/2018, ημερομηνίας 26/06/24:

«Δεν υφίσταται βεβαίως διαφωνία πως η πειθαρχική δίκη είναι στη φύση της - και έτσι δέον να αντιμετωπίζεται - ως ποινικού χαρακτήρα παρέχουσα τα ίδια δικαιώματα που παρέχει το Σύνταγμα σε πρόσωπο που διώκεται ποινικά, χωρίς να εξομοιώνεται πλήρως (βλ. Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Α.Ε. 47/14, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71 και Δημοκρατία ν. Ζαχαρίογλου, ΕΔΔ104/18, 25.1.2024).

 

Ορθό είναι επίσης πως το ΄Αρθρο 6 της ΕΣΔΑ καλύπτει και διοικητικές διαδικασίες που επιβάλλουν ποινικού τύπου κυρώσεις (βλ. Grande ν. Stevens v. Italy, Application Nos. 18640/10, 18647/10, 18663/10 et. al. Jud. 4.3.2014,  Φιλιππίδου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ΑΕ 7/16, 10.5.2023), ECLI:CY:AD:2023:C163, ECLI:CY:AD:2023:C163.

 

Συνεπώς, είναι ορθό πως η πειθαρχική διαδικασία πρέπει να είναι δίκαιη, αμερόληπτη και ακριβοδίκαιη.».

 

 

Εν προκειμένω, μετά την παραδοχή από τον Εφεσίβλητο των δύο εκ των τριών κατηγοριών και τη διακοπή από την κατηγορούσα αρχή της τρίτης κατηγορίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο επεφύλαξε την απόφασή του για επιβολή ποινής (συνεδρία ημερομηνίας 13/09/2018).  Ακολούθησε η συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21/09/2018, στην οποία αναφέρθηκε ότι, τα πολύ σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο διωκόμενος «θα τύχουν της ανάλογης αντιμετώπισης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο» και ότι «Οι μετριαστικοί παράγοντες που δικαιούται ο πειθαρχικά διωκόμενος, περιορίζονται στην άμεση παραδοχή του και ότι στο παρελθόν, δεν του είχε γίνει οποιαδήποτε πειθαρχική δίωξη ούτε είχε διαταχθεί πειθαρχική έρευνα εναντίον του».  Αναφέρεται επίσης, ότι λήφθηκαν σοβαρά υπόψη τα όσα λέχθηκαν κατά την προηγούμενη συνεδρία από τη δικηγόρο του Εφεσίβλητου «για μετριασμό της ποινής του». 

 

Είναι επομένως σαφές ότι, η παραδοχή από τον Εφεσίβλητο των εναντίον του κατηγοριών, δεν οδήγησε αυτόματα στην επιβολή των συγκεκριμένων ποινών.  Αποτέλεσε δε μετριαστικό παράγοντα που λήφθηκε υπόψη για την επιβολή των συγκεκριμένων ποινών, το ύψος και η αυστηρότητα των οποίων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου, τις οποίες αμφισβήτησε ο Εφεσίβλητος επικαλούμενος τους λόγους ακύρωσης που προώθησε πρωτόδικα, επιδιώκοντας να αποδείξει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καλής πίστης, δικαιώματος ακρόασης, κακής σύνθεσης.  Πρόσθετα σημειώνουμε ότι, ο Καν. 6 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου) Κανονισμών του 1985 (ΚΔΠ 109/85) όπως τροποποιήθηκε (Κ.Δ.Π.142/95), ενσωματώνουν τη διακριτική ευχέρεια του Πειθαρχικού Συμβουλίου («Αι ακόλουθοι πειθαρχικοί ποιναί δύνανται να επιβληθώσι [.]»), να επιβάλλει τις ποινές που προβλέπονται.

 

Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με την νομολογία, δεν ελέγχεται η αυστηρότητα της επιβληθείσας ποινής, εκτός όπου διαπιστώνεται κατάχρηση ή κακή χρήση διακριτικής ευχέρειας ή πλάνη περί τα πράγματα.  Εφόσον η ποινή είναι εντός της αρμοδιότητας του πειθαρχικού οργάνου το οποίο ενήργησε εντός των ακραίων της ορίων, τηρουμένης και της αρχής της αναλογικότητας, δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης (βλ. Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ.508, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ.515). 

 

Με το πιο πάνω δεδομένο, ότι δηλαδή για τα πειθαρχικά παραπτώματα που διέπραξε ο Εφεσίβλητος, η επιλογή και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου, το οποίο είχε τη δυνατότητα να συνυπολογίζει μετριαστικούς παράγοντες, φαίνεται να διαφοροποιούν την περίπτωση από την Ρούσος κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1990) 3 Α.Α.Δ.1271 (Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση), την οποία η πλευρά της Εφεσείουσας επικαλείται.

 

Στη βάση των προαναφερθέντων, απορρίπτεται ο Λόγος Έφεσης Αρ.1.

 

Σε σχέση με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 που αφορά τη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, παρατηρούμε τα εξής:

 

Υποστηρίζει η Εφεσείουσα ότι, τα απουσιάζοντα από τις συνεδρίες μέλη αιτιολόγησαν πλήρως τη μη παρουσία τους «αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα συμμετοχής τους στις συνεδρίες του Συμβουλίου» και το κώλυμά τους είναι ρητά διατυπωμένο ότι προέρχεται από επαγγελματική τους υποχρέωση.  Κατ' επέκταση, ότι υφίσταται επαρκής αιτιολογία για την απουσία τους.  Υποστηρίζει επίσης, ότι η ακρόαση πειθαρχικής υπόθεσης διεξάγεται όπως η ακρόαση μιας ποινικής υπόθεσης, όπου το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να καλεί μάρτυρες και  να απαιτεί την προσέλευσή τους, να ζητά την προσαγωγή εγγράφων σχετιζόμενων με τη κατηγορία και «Κατ' επέκταση δεν είναι νοητό υπό αυτές τις συνθήκες και με διαδικασίες ανάλογες προς ποινικές τοιαύτες, να παρατηρείται το φαινόμενο της σταδιακής αποχώρησης και/ή προσέλευσης μελών».

 

Παρατηρούμε ότι, σε όλες τις συνεδρίες που αφορούσαν το επίδικο ζήτημα απουσίαζαν ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΗΚ και τα ίδια τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.  Αναγραφόταν δε σε κάθε συνεδρία ότι κλήθηκαν «αλλά δεν μπόρεσαν να παραστούν λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος που προέρχεται από επαγγελματική τους υποχρέωση».

 

Πρωτόδικα είχαν υποστηριχθεί από την Εφεσείουσα στη γραπτή της αγόρευση (σελ. 54 των πρακτικών) τα ακόλουθα, τα οποία σημειώθηκαν και  από το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Με δεδομένη την απουσία τριών μελών του Συμβουλίου από τη 1η συνεδρία του Πειθαρχικού Συμβουλίου (Παράρτημα 4), λόγω ύπαρξης κωλύματος, η οποιαδήποτε επανεμφάνισή τους αργότερα και για το ίδιο θέμα θα ήταν ευθεία παράβαση από τους ίδιους της πάγιας νομολογιακής αρχής ότι η συζήτηση ενός θέματος (εδώ της πειθαρχικής υπόθεσης του Αιτητή) διεξάγεται με τα ίδια μέλη που συμμετείχαν στην πρώτη συνεδρία.

 

Προφανώς τα όσα αναφέρουν οι συνάδελφοι μας στη σελ. 9 της αγόρευσής τους είναι ως κι αν προκαλούν την Καθ'ης να παρανομήσει με το να επανεμφανίσει για το ίδιο θέμα μέλη που απείχαν από την πρώτη συνεδρία και δεν θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τις αποφάσεις των προηγούμενων συνεδριών.».

    (η έμφαση ήταν στο κείμενο)

 

 

 

Σε αυτή την αναφορά βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να αποφανθεί ότι η σύνθεση των επίδικων συνεδρίων της Αρχής ήταν παράνομη, λόγω της πεπλανημένης αντίληψής της, όπως αυτή εκφράστηκε στη γραπτή της αγόρευση, ότι εφόσον μέλη απουσίαζαν από την πρώτη συνεδρία, δεν νομιμοποιούντο να συμμετάσχουν και στις επόμενες συνεδρίες.

 

Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, αλλά και τις πρόνοιες του Άρθρου 22 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων όσο και του Άρθρου 8 του Κεφ. 171, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, δεν απαγορεύεται η απουσία μελών από συνεδρίες, εφόσον αυτά αποδεδειγμένα κλήθηκαν να παραστούν (βλ. Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ιωάννη Λακκοτρύπη, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 208/2019, ημερομηνίας 20/11/2024) και η απουσία τους αιτιολογείται στα πρακτικά (βλ. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ε. Κωνσταντινίδου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 112/2014, ημερομηνίας 2/11/2020, ECLI:CY:AD:2020:C375), τα οποία είναι ο μόνος αυθεντικός οδηγός ως προς τη νομιμότητα ή μη της σύνθεσης (Α & Χ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΛΤΔ ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας (2017) 3 Α.Α.Δ. 872).

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, παρά την ίδια διατύπωση της αιτιολογίας για την απουσία όλων των απόντων μελών σε όλες τις συνεδρίες, αυτή η αιτιολογία καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας και νομιμότητας και εναπόκειτο στον Εφεσίβλητο να αποδείξει παρανομία σε σχέση με αυτή την αιτιολογία, με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο, κάτι το οποίο απέτυχε να πράξει, αφού είναι νομολογημένο ότι οι ισχυρισμοί σε αγόρευση δεν επαρκούν (βλ. Δημοκρατία ν. D.J. KARAPATAKIS & SONS LTD CONSORTIUM (2015) 3 A.A.Δ. 406).

 

Συνεπώς, δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η πιο πάνω αναφορά στη γραπτή αγόρευση της Εφεσείουσας του επέτρεπε να κρίνει τη νομιμότητα της σύνθεσης με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο από τα ίδια τα πρακτικά, αφού σύμφωνα με τη νομολογία, δεν συνιστούν αιτιολογία τα περιεχόμενα των δικογράφων και οι γραπτές αγορεύσεις (βλ. Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων (1998) 3 Α.Α.Δ.270).  Προς επίρρωση των πιο πάνω, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 Α.Α.Δ. 242:

«Στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 10.10.2005 καταγράφεται μόνο το γεγονός της αποχώρησης του κ. Ευθυβούλου από τη συνεδρία χωρίς να εξηγείται ο λόγος της αποχώρησης. Η εξήγηση ότι η αποχώρηση του κ. Ευθυβούλου οφειλόταν σε «αδυναμία να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία πριν τη λήψη σχετικών αποφάσεων» απαραδέκτως προβλήθηκε για πρώτη φορά στην αγόρευση του δικηγόρου της εφεσίβλητης και από εκεί προφανώς πεπλανημένα, μεταφέρθηκε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση.».

 

 

Επιπλέον, αν και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 22 του Νόμου 158(I)/1999 η σύνθεση του συλλογικού οργάνου, αν και κατά κανόνα στη διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη, μπορεί να μεταβληθεί χωρίς να επηρεάζεται η νομιμότητά της, αν το απουσιάζον μέλος στην  επόμενη συνεδρία ενημερωθεί πλήρως για όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη λήψη της απόφασης.  Εντούτοις αυτό δεν ισχύει, ως έχει νομολογιακά ξεκαθαρίσει, όταν η απόφαση επί της καταδίκης έχει ήδη ληφθεί και απομένει το στάδιο της επιβολής της ποινής. 

 

Εν προκειμένω, επεβλήθη η καταδίκη στον Εφεσίβλητο στη βάση της παραδοχής του στις δύο από τις τρεις κατηγορίες (η τρίτη κατηγορία απεσύρθη από την κατηγορούσα αρχή) και όχι μόνο κρίνεται εξ αντικειμένου δικαιολογημένη η απουσία των μελών, αλλά και επιβαλλόμενη στο στάδιο της επιβολής της ποινής.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ (2014) 3 Α.Α.Δ 117), είναι σχετικό:

«Έπεται να εξετασθεί άλλος λόγος ακύρωσης που αφορά τη σύνθεση της ΑΡΚ. Το μέλος της ΑΡΚ κ. Παπαμιχαήλ απουσίαζε κατά τη συνεδρία της ΑΡΚ ημερομηνίας 25.1.2006 κατά την οποία η ΑΡΚ αποφάσισε ότι υπήρξαν παραβάσεις των Κανονισμών (ΚΔΠ 10/2000) εκ μέρους της Εφεσίβλητης-Αιτήτριας, ενώ κατά τη συνεδρία της 10.5.2006, κατά την οποία και επεβλήθη η ποινή για τις παραβάσεις, αν και ήταν παρών, απεχώρησε λόγω του ότι απουσίαζε από την προηγούμενη συνεδρία. Τούτο, εισηγείται η Εφεσίβλητη-Αιτήτρια, επηρέαζε τη νομιμότητα της σύνθεσης της ΑΡΚ κατά τη συνεδρία της 10.5.2006 καθ' όσον, σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, ο κ. Παπαμιχαήλ θα έπρεπε να συμμετείχε στη συνεδρία αυτή, έστω και αν απουσίαζε από την προηγούμενη συνεδρία, αφού ενημερώνετο σχετικά.

 

Η απάντηση της Εφεσείουσας-Καθ' ης η Αίτηση είναι ότι η αρχή της εν λόγω υπόθεσης δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση που η απουσία ήταν κατά το στάδιο της λήψης απόφασης επί της ενοχής και το μόνο το οποίο απομένει είναι η επιβολή της ποινής, στο στάδιο της οποίας δεν μπορεί να επιτρέπεται η συμμετοχή σε μέλος που δεν ήταν παρών κατά τη διαπίστωση της ενοχής.

Φρονούμε ότι η Εφεσείουσα-Καθ' ης η Αίτηση έχει δίκαιο. Η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας αφορούσε απουσία σε στάδιο προηγούμενο της καταδίκης, οπότε και μπορούσε να εγίνετο ενημέρωση προς περαιτέρω συμμετοχή στη διαδικασία λήψης απόφασης επί της ουσίας. Παρά λοιπόν τη γενικότητα της διατυπωθείσας αρχής ότι «. τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη», στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία η απόφαση επί της καταδίκης είχε ήδη ληφθεί, δεν θα είχε νόημα η ενημέρωση του κ. Παπαμιχαήλ, για τη δεδομένη πλέον απόφαση στη λήψη της οποίας ο ίδιος δεν μετείχε και την οποία η όποια ενδεχομένη διαφορετική άποψη του δυνατό να είχε επηρεάσει, ούτε βεβαίως μπορεί να τίθεται θέμα επανάληψης της διαδικασίας μετέχοντος και του ιδίου προς λήψη νέας απόφασης. Σε αυτές τις συνθήκες η απουσία του κ. Παπαμιχαήλ στο στάδιο της ποινής κρίνεται εξ αντικειμένου  δικαιολογημένη αλλά και επιβαλλόμενη. Η κατάληξη αυτή συνάδει κατ΄αναλογία με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53, στην οποία εκρίθη ότι η απουσία στο στάδιο της ποινής μέλους το οποίο ήταν παρών στο στάδιο της καταδίκης επηρέαζε τη νομιμότητα της σύνθεσης. Καθ' όσον η ποινή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καταδίκη, επιβάλλεται όπως η σύνθεση στα δύο στάδιο παραμένει η ίδια.».

 

 

 

Συνεπώς, γίνεται αποδεκτός ο Λόγος Έφεσης Αρ.2 και η πρωτόδικη απόφαση ως προς το σημείο αυτό παραμερίζεται.

 

 

Σε σχέση με τον Λόγο Έφεσης Αρ.3, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι παραβιάζεται το Άρθρο 8 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου (Κεφ.171).  Και τούτο διότι, πουθενά στον Πειθαρχικό Κώδικα της Εφεσείουσας δεν προνοείται ότι σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου, αυτός θα πρέπει να αντικατασταθεί υποχρεωτικά από τον Αντιπρόεδρο και όχι από κάποιο άλλο μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου.  Όπως υποδεικνύει, το πιο πάνω Άρθρο του σχετικού Νόμου αφορά σε συνεδρίες του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και όχι όταν αυτό ενεργεί ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, η λειτουργία του οποίου διέπεται από τον Πειθαρχικό Κώδικα.  Κατά παραδοχή δε της Εφεσείουσας, στον Πειθαρχικό Κώδικα δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια ως προς το ποιος προεδρεύει των συνεδριών του Πειθαρχικού Συμβουλίου σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 8 του Πειθαρχικού Κώδικα, αν καταγγελθεί γραπτώς «εις την Διεύθυνσιν της Αρχής» ότι υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, τότε διεξάγεται έρευνα «κατά τον καθωρισμένον τρόπον και ενεργεί ως προνοείται  εν τω άρθρω 10» (Καν.8(β)).  Όπως προνοείται στον Καν. 10, όταν η έρευνα συμπληρωθεί και αποκαλυφθεί η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος «η Διεύθυνσις παραπέμπει αμέσως το ζήτημα εις τον Πρόεδρον της Αρχής» και του αποστέλλει όλα τα σχετικά στοιχεία.   Η «Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον της Αρχής άρχεται διά της διαπυπώσεως της κατηγορίας [.]» (Καν.10(2)) και «Η ακρόασις της υποθέσεως ενώπιον της Αρχής διεξάγεται και συμπληρούται κατά τον καθωρισμένον τρόπον [..]» (Καν.10(4)).

 

 

Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Κεφ.171, ερμηνεύεται ότι ο όρος « «Αρχή» σημαίνει την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου που ιδρύεται βάσει του άρθρου 3».  Κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 3 του Κεφ. 171, ιδρύεται η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ως νομικό πρόσωπο με διαρκή διαδοχή και με εξουσία, μεταξύ άλλων να «κάνει οτιδήποτε το οποίο είναι απαραίτητο για τους σκοπούς του Νόμου αυτού».  Στο Άρθρο 5 προνοείται η συγκρότηση του σώματος και στο Άρθρο 8 η λειτουργία του, ως ακολούθως:

 

«Συvεδρία της Αρχής

8.-(1) Ο Πρόεδρoς ή, σε περίπτωση απoυσίας αυτoύ, o Αvτιπρόεδρoς συγκαλεί τα μέλη της Αρχής σε συvεδρία [.]

(2) Αv o Πρόεδρoς ή, αvάλoγα με τηv περίπτωση, o Αvτιπρόεδρoς δεv συγκαλέσει συvεδρία σύμφωvα με τo πρoηγoύμεvo εδάφιo [.]

(3) Τέσσερα από τα παρόvτα μέλη μάζι με τov πρoεδρεύovτα της συvεδρίας απoτελoύv απαρτία για τη διεξαγωγή oπoιασδήπoτε εργασίας.

(4) Ο Πρόεδρoς, ή, σε περίπτωση απoυσίας αυτoύ, o Αvτιπρόεδρoς, πρoεδρεύει τωv συvεδριώv αυτώv. Σε περίπτωση απoυσίας τoυ Πρoέδρoυ και Αvτιπρoέδρoυ τα παρόvτα μέλη δύvαvται vα εκλέξoυv από αυτά τov πρoεδρεύovτα της συvεδρίας.

(5) Οι απoφάσεις επί όλωv τωv ζητημάτωv ή θεμάτωv πoυ πρoκύπτoυv ή αvαφύovται στις συvεδρίες λαμβάvovται με πλειoψηφία [.]».

 

 

Δεδομένης της απουσίας ειδικής πρόβλεψης στον Πειθαρχικό Κώδικα σε σχέση με το ζήτημα των συνεδριών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και της ταυτόχρονης ύπαρξης νομοθετικής πρόνοιας στο πιο πάνω Άρθρο 8 του Κεφ.171, το οποίο καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας των συνεδρίων της Αρχής, κρίνεται ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τις συνεδρίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου ισχύουν τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 8 του Κεφ.171, με αποτέλεσμα να υφίσταται σαφής παραβίαση του πιο πάνω Άρθρου του Νόμου κατά τις επίδικες συνεδρίες του Συμβουλίου, στις οποίες παρά το ότι σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά ήταν παρών ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, προήδρευσε αυτών ένας εκ των μελών του Συμβουλίου.

 

Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι, η λειτουργία του συλλογικού οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα συνιστά «παράβαση ουσιώδους τύπου». Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου,  Έκδοση 1993, σελίδες 476-477 παρ. 499, 501:

 

«499.  Όπως έχει ήδη εκτεθεί (ανωτ. Αριθ. 154 επ.) οι κανόνες της διοικητικής διαδικασίας καθορίζουν τις ενέργειες των διοικητικών οργάνων ή και των διοικουμένων που είναι αναγκαίες για την έκδοση της διοικητικής πράξης.  Απ' αυτές, οι διαδικαστικές ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβούν τα διοικητικά όργανα, αναφέρονται ως τύποι, τόσο από τη νομοθεσία όσο και από τη νομολογία και τη θεωρία σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων.

 

.................................

 

501.  Έτσι έχει κριθεί ότι αποτελούν ουσιώδεις τύπους:

Α)  Η τήρηση των κανόνων για την νόμιμη: i) σύνθεση και iiλειτουργία των συλλογικών οργάνων που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα».

 

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται παράβαση  ουσιώδους τύπου που οδηγεί σε ακύρωση την προσβαλλόμενη πράξη.  Κατά συνέπεια κρίνεται αβάσιμος ο Λόγος Έφεσης Αρ.3 και απορρίπτεται.

 

Παρά την επιτυχία του Λόγου Έφεσης Αρ. 2, η αποτυχία του Λόγου Έφεσης Αρ. 3 οδηγεί στην διατήρηση του ακυρωτικού πρωτόδικου αποτελέσματος, με αποτέλεσμα την απόρριψη της Έφεσης.  Επιδικάζονται 3.500 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει) υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

 

 

 

                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο