ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 228/2018)

 

12 Φεβρουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΣΑΠΗΣ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΡΕΤΑΙΕΙΟΝ ΙΑΤΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Α. Ευσταθίου (κα) για κ.κ. Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κ. Μάνουλος για κ.κ. Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε. και κ.κ. Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Αποτελεί κοινό έδαφος, μεταξύ των διαδίκων της παρούσας έφεσης, ότι οι εφεσίβλητοι ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιατρικό κέντρο το οποίο παρείχε υπηρεσίες συναφείς και/ή υποστηρικτικές προς υπηρεσίες ιατρικής φύσεως πάσης μορφής.  Στις 04.01.2007 παρείχαν, μεταξύ άλλων, ιατρικές υπηρεσίες αγγειοπλαστικής στον εφεσείοντα.  Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός πως, παρ' ότι η Κυπριακή Δημοκρατία κάλυψε οικονομικά άλλες υπηρεσίες και επέμβαση που παρασχέθηκαν στον εφεσείοντα, την ίδια περίοδο που βρισκόταν στο ιατρικό κέντρο των εφεσίβλητων, η επίμαχη επέμβαση, αγγειοπλαστικής, δεν καλύφθηκε από το κράτος και ούτε ο εφεσείοντας πλήρωσε, στους εφεσίβλητους, το ποσό των €6.014,27, ως αυτό αναφέρεται σε σχετικό τιμολόγιο, το οποίο εξέδωσαν οι εφεσίβλητοι. Ως εκ τούτου οι τελευταίοι καταχώρισαν εναντίον του εφεσείοντα αγωγή, η οποία εκδικάστηκε από κατώτερο Δικαστήριο, το οποίο, στις 31.05.2018, εξέδωσε απόφαση, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα, για το ποσό των €6.014,27 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.   Η έκδοση της απόφασης στηρίχθηκε στη μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι, αφού οι τέσσερεις (4) μάρτυρες που κατέθεσαν γι' αυτούς κρίθηκαν αξιόπιστοι.  Αντίθετα, το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε ότι η εκδοχή του εφεσείοντα στερούνταν πειστικότητας και δεν την αποδέχθηκε.   

 

Ο εφεσείοντας αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με πέντε (5) λόγους έφεσης.  Ειδικότερα, προβάλλει τις θέσεις ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της εύλογης αμοιβής, καθότι τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε δικογραφηθεί και δεν ήταν επίδικο θέμα, ως εκ τούτου δεν μπορούσε να του επιληφθεί (πρώτος λόγος έφεσης), ότι, ανεξάρτητα του πρώτου λόγου έφεσης, το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους σχετικά με την εύλογη αμοιβή, χωρίς μαρτυρία και μόνο στη βάση ενός τιμολογίου (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι το εύρημα - συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως ο εφεσείοντας ουδέποτε, είτε πριν είτε μετά την επέμβαση, έλαβε διαβεβαίωση από τους εφεσίβλητους ότι τα έξοδα του καθετηριασμού θα καλυφθούν από τη Δημοκρατία είναι λανθασμένο (τρίτος λόγος έφεσης), ότι το εύρημα του Δικαστηρίου πως οι εφεσίβλητοι δικαιούνται να πληρωθούν το ποσό της απαίτησης τους, €6.014,27, ως εύλογη αμοιβή στερείται νομικού ερείσματος, είναι αυθαίρετο και δεν υποστηρίχθηκε από καμία σχετική μαρτυρία (τέταρτος λόγος έφεσης), και ότι εσφαλμένα, το Δικαστήριο, αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους (πέμπτος λόγος έφεσης).

 

Έχοντας διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή το περιεχόμενο της παρούσας έφεσης, καθώς και τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, φρονούμε πως είναι χρήσιμο να παραθέσουμε, από τα δικόγραφα των διαδίκων, μέρος των ουσιωδών με την παρούσα έφεση δικογραφημένων ισχυρισμών τους.  Σ' ότι αφορά στους εφεσίβλητους, στις παραγράφους 3, 4 και 5 της έκθεσης απαίτησης τους αυτοί ισχυρίζονται τα ακόλουθα:

 

«3.  Κατά ή περί την 4/1/2007, κατόπιν παράκλησης του Εναγόμενου και/η συμφωνίας μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγομένου οι Ενάγοντες προσέφεραν σε αυτόν όλες τις απαραίτητες και/η ζητηθείσες υπηρεσίες και εξέδωσαν σχετικό τιμολόγιο με αριθμό ΙΝ/07/6575 δια ποσό Ευρώ €6.014,27σεντ (ΛΚ3520,00).

 

          Περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με τα εις τη παράγραφο 3 ανωτέρω αναφερόμενα θα δοθούν κατά την δικάσιμο.

 

4.      Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ότι ο Εναγόμενος θα πλήρωνε το ποσό του ρηθέντος τιμολογίου αμέσως και/η εντός εύλογου χρόνου από την έκδοση του και, σε αντίθετη περίπτωση, το τιμολόγιο θα φέρει τον εκάστοτε νόμιμο τόκο.

 

5.      Οι Ενάγοντες επιφυλάσσονται να αναφερθούν στο πλήρες νόημα και σημασία της εν λόγω συμφωνίας και/η στο σχετικό τιμολόγιο κατά την δικάσιμο.»

 

Σ' ότι αφορά στον εφεσείοντα, στις παραγράφους 3, 4 και 5 της υπεράσπισης του, αυτός  προέβαλε τους πιο κάτω ισχυρισμούς:

 

«3)    Ο Εναγόμενος αρνείται και απορρίπτει την παράγραφο 2 της Εκθέσεως Απαιτήσεως και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπήρξε πελάτης ή οφειλέτης των Εναγόντων αλλά ήταν ασθενής και νοσηλευθείς στα υποστατικά των Εναγόντων απεσταλμένος του Υπουργείου Υγείας κατόπιν γραπτής εγκρίσεως του εν λόγω Υπουργείου το οποίον και ήταν ο πελάτης και ή ο τυχόν οφειλέτης των Εναγόντων.

 

4)      Ο Εναγόμενος αρνείται και δεν παραδέχεται την παρ. 3 της Εκθέσεως Απαιτήσεως των Εναγόντων και ότι ουδέποτε έλαβεν το αναφερόμενο τιμολόγιο ή οποιονδήποτε τιμολόγιο από τους Ενάγοντες.

Περαιτέρω και σχετικά με την αναφερόμενη παράγραφο ο Εναγόμενος ισχυρίζεται:

 

(α) ότι μετά την εγχείριση την οποίαν υπέστη ως απεσταλμένος του Υπουργείου Υγείας από τον Δρα Θέμη Κωμοδρόμο στα υποστατικά των Εναγόντων, τόσο αυτός όσον και η παρούσα θυγατέρα του Εναγομένου κατόπιν ερωτήσεως τους προς τον εν λόγω ιατρό τους εδήλωσε ότι δεν θα κατέβαλλαν οποιονδήποτε ποσό και ή δεν χρωστούσαν οποιονδήποτε ποσό.

 

(β)  Ουδέποτε από το 2007 μέχρι τον Φεβρουάριο 2010 οι Ενάγοντες ανέφεραν ή εζήτησαν ή αξίωσαν οποιονδήποτε ποσό από τον Εναγόμενο.

 

(γ) Κατά ή περί τον Φεβρουάριο και ή αρχάς Μαρτίου 2010 ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο ιατρός Δρ. Άρης Μεγάλεμος -με τον οποίο είχε συνεργασία μετεγχειρητικά και τον πλήρωνε κανονικά τοις μετρητοίς και προσωπικά για όσες φορές τον επισκεπτόταν, αλλά για λόγους οικονομικούς διέκοψεν την συνεργασία μαζί του και συνέχισε με ιατρούς του δημοσίου-του τηλεφώνησε και του ανάφερε ότι χρεωστεί δήθεν υπηρεσίες προς αυτόν ή στους Ενάγοντες και ο Εναγόμενος αρνήθηκε, επιμένοντας ότι ουδέν ποσό όφειλε σ' αυτόν ή στους Ενάγοντες και θυμωμένος ο εν λόγω ιατρός του εδήλωσε ότι θα του σταλεί επιστολή από τον Δικηγόρο του.

 

(δ)  Κατά ή περί τα μέσα Μαρτίου 2010 ο Εναγόμενος πράγματι έλαβε επιστολή ημερ. 12/3/10 από τους Δικηγόρους των Εναγόντων στην οποία αναφερόταν ότι δήθεν χρωστούσε σ' αυτούς το ποσό των €6.014,28 για δήθεν αμοιβή του χειρούργου ιατρού του Δρα Θέμη Κωμοδρόμου για νοσηλεία, φάρμακα και αναλώσιμα και σε άμεση τηλεφωνική επικοινωνία του Εναγόμενου με αυτόν του εδηλώθη ότι ουδέν ποσό του όφειλε ή του οφείλει.

 

5)      Ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει την Υπεράσπιση του και δηλώνει ότι αγνοεί και απορρίπτει περαιτέρω τις παρ. 4, 5, 6 και 7 ως νομικά αβάσιμες, οχλητικές, ψευδείς και εκδικητικές αιτούμενος την αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών των Εναγόντων.»

 

Προς εξέταση των λόγων έφεσης, έχουμε μελετήσει, με κάθε δυνατή προσοχή, τα δικόγραφα των διαδίκων, τα πρακτικά της δίκης, τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων που τέθηκαν ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου με τις τελικές εισηγήσεις των διαδίκων, καθώς, και τα περιγράμματα αγόρευσης που καταχωρίστηκαν ενώπιον μας.

 

Το περιεχόμενο των λόγων έφεσης κρίνουμε ότι επιβάλλει να μην ακολουθήσουμε την αριθμημένη σειρά με την οποία, οι λόγοι έφεσης, προβάλλονται επί της ειδοποίησης έφεσης.

 

Αρχίζοντας από τον τρίτο λόγο έφεσης, γίνεται αντιληπτό ότι το περιεχόμενο του είναι συνυφασμένο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Με την αξιολόγηση συνδέεται και το παράπονο του εφεσίβλητου ότι η αγωγή κινήθηκε εναντίον του 3 χρόνια και 3 μήνες μετά την επίμαχη επέμβαση, ωστόσο, δόθηκαν εξηγήσεις, μέσα από τη μαρτυρία, των εφεσίβλητων, η οποία έγινε αποδεκτή.  Η κατάληξη των Δικαστηρίων σε ευρήματα είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης που προηγείται.  Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν αμφισβητείται ή δεν προσβάλλεται με κάποιον άλλο λόγο έφεσης, καταλήγουμε ότι δεν παρέχονται οποιαδήποτε περιθώρια επιτυχίας του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Είναι, επίσης, αντιληπτό, από την έκθεση απαίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι στήριξαν την απαίτηση τους σε συμφωνία για παροχή ιατρικών υπηρεσιών προς τον εφεσείοντα.  Είναι, ακόμη, κοινώς αποδεκτό, και κατανοητό, ότι το κατώτερο Δικαστήριο έκρινε πως δεν συνάφθηκε οποιαδήποτε συμφωνία, μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με το ύψος της χρέωσης των υπηρεσιών αγγειοπλαστικής που οι εφεσίβλητοι παρείχαν στον εφεσείοντα.  Ακολούθως, το Δικαστήριο, εξέτασε κατά πόσο η απαίτηση των εφεσίβλητων μπορούσε να αποδειχθεί στη βάση της εύλογης αμοιβής.  Η κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, επί του υπό συζήτηση θέματος, εκφράστηκε μέσα από αποσπάσματα, τα οποία κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε στη συνέχεια, και τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Από την πλευρά των Εναγόντων, δεν υπήρξε βεβαίως μαρτυρία ότι με τον Εναγόμενο συμφώνησαν εκ των προτέρων την αμοιβή τους για τις υπηρεσίες που θα προσέφεραν σε αυτόν.  Η αξίωση επομένως της Ενάγουσας, όπως εκφράζεται σε ποσό στην έκθεση απαίτησης της, πρέπει να θεωρηθεί ότι ζητείται ως αποτελούσα την εύλογη αμοιβή.  Η αρχή της εύλογης αμοιβής υιοθετείται από τη νομολογία μας, ως φαίνεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, σελίδα 485 που υιοθετείται στην υπόθεση Βασιλαράς κ.α. v Α/φοι Θράσου & Συνεργάτες (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1754:

 

«Where a person renders service to another in circumstances showing that it is to be paid for although no particular remuneration has been specified, the law will infer a promise to pay quantum meruit, i.e. a reasonable sum».

 

Περαιτέρω σχετικά με το θέμα αυτό στην Χ'Παναγιώτου v. Cyprus Airways (Duty Free Shops) Ltd (2009) 1Α Α.Α.Δ. 173, όπου λέχθηκε ότι όταν πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες σε άλλο, υπό περιστάσεις που δείχνουν ότι θα το έπραττε επ' αμοιβή αν και δεν έχει συμφωνηθεί συγκεκριμένο ύψος αμοιβής, τότε τεκμαίρεται ότι υπάρχει υπόσχεση πληρωμής εύλογου ποσού (quantum meruit).  Το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει, σύμφωνα με τη μαρτυρία, λογική αμοιβή και θα πρέπει να κάμει ό,τι μπορεί να καταλήξει σε ποσό το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης.»

 

Έχουμε εξετάσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα που προώθησε ο εφεσείοντας προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, ωστόσο δεν έχουμε πεισθεί ότι νομιμοποιούμαστε να παρέμβουμε.  Η πρωτόδικη κρίση ήταν, υπό τις περιστάσεις που εξήγησε το Δικαστήριο, ορθή.  Όπως υπέδειξε το κατώτερο Δικαστήριο, στην παρούσα περίπτωση, ήταν σαφές, και αδιαμφισβήτητο, ότι οι εφεσίβλητοι θα προέβαιναν στη συγκεκριμένη επέμβαση επ' αμοιβή και όχι χαριστικά.  Το γεγονός αυτό ουδέποτε αμφισβητήθηκε, η δε θέση του εφεσείοντα, και η αντίληψη του, ήταν πως την αμοιβή θα κατέβαλλε το κράτος, θέση την οποία όμως το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε.

 

Σημειώνουμε πως δεν εντοπίζεται νομολογία η οποία να υπαγορεύσει πως η εξέταση και ο καθορισμός, από το Δικαστήριο, της θεραπείας της εύλογης αμοιβής προϋποθέτει οπωσδήποτε τη ρητή δικογράφηση της.  Αρκεί και έμμεση αναφορά η οποία να κατευθύνει το Δικαστήριο προς τον καθορισμό εύλογης αμοιβής.  Συνεπώς, έστω και αν δεν δικογραφείται τέτοια αξίωση, αν από τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει υπόβαθρο για τον καθορισμό εύλογης αμοιβής, για παροχή υπηρεσιών, τότε είναι επιτρεπτό, και επιβαλλόμενο, για το Δικαστήριο να την καθορίσει προκειμένου να αποδώσει δικαιοσύνη. Η θέση αυτή, εξάλλου, θεωρούμε ότι βρίσκεται σε αρμονία με τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400 όπου αναφέρθηκε πως:

 

«Στη Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, κρίθηκε ότι οι κυπριακοί δικονομικοί θεσμοί προσαρμοσμένοι στους παλιούς δικονομικούς θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δεν καθιστούν απαραίτητο, επιθυμητό όσο και αν είναι, τον επακριβή προσδιορισμό της θεραπείας η οποία επιδιώκεται, ούτε αποκλείουν την παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη η οποία επιζητείται. Εφόσο στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της έκθεσης απαιτήσεως για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί ν' αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί (βλ. επίσης Re Vandervell's Trusts (No.2) [1974] 3 All E.R. 205, και Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437). Η θέση αυτή επαναβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην Αριστοδήμου ν. Χαραλάμπους, Πολ. Έφεση 6831, αποφασίστηκε στις 11/5/90 και θα δημοσιευθεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ.. Όπως επισημαίνεται στην τελευταία απόφαση, η υποχρέωση για αποκάλυψη περιορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.19 Θ.4 στα ουσιώδη γεγονότα, και δεν επεκτείνεται στη μαρτυρία η οποία τα υποστηρίζει ή τις νομικές συνέπειες που συνεπάγεται η ύπαρξη τους. Το Εφετείο επαναβεβαίωσε ότι μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη. Κρίθηκε ότι παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την απόδοση της.»

 

Χρήσιμα για τον καθορισμό εύλογης αμοιβής (quantum meruit), κρίνουμε ότι αποτελούν και τα όσα αναφέρθηκαν σε πρόσφατη νομολογία, στην υπόθεση Κυριάκου κ.α. v. Α/ΦΟΙ Μ & Κ ΜΙΧΑΗΛ, Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2015, ημερομηνίας 01.02.2024 (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την εφετειακή του αρμοδιότητα), μέσα από τα οποία εξηγούνται, με πληρότητα, οι περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η διεργασία υπολογισμού εύλογης αμοιβής, και τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Με δεδομένο λοιπόν ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες που ανέλαβαν με βάση την επίδικη Συμφωνία, δεν θα μπορούσε να επιδικασθεί προς όφελος τους η αμοιβή που είχε συμφωνηθεί με βάση την επίδικη Συμφωνία. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν προσφέρετο για quantum meruit γιατί η «απαίτηση εδράζεται σε συμφωνία, ήτοι 4% επί του τελικού κόστους, δηλαδή, του κόστους που οι ενάγοντες υπολόγισαν βάσει της συμφωνίας τους με τους εναγόμενους, δηλαδή την τιμή μονάδος ανά m2», με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθή. Ακριβώς το αντίθετο ίσχυε στην προκείμενη περίπτωση. Δεδομένης της μερικής εκπλήρωσης των εργασιών που οι Εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει με βάση την επίδικη Συμφωνία ένεκα της διάρρηξης της από τους Εφεσείοντες, προσφέρετο η θεραπεία του quantum meruit. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι στην προκείμενη περίπτωση υφίστατο Συμφωνία, θεώρησε ότι αυτή δεν προσφέρετο για quantum meruit με το σκεπτικό ότι «η αρχή του quantum meruit τυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου οι προσφερθείσες υπηρεσίες δεν διέπονται από συμφωνία». Αυτό δεν ήταν ακριβές ενόψει του ότι το quantum meruit μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ως μέρος του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκεί δηλαδή όπου δεν υπήρξε σύμβαση μεταξύ των μερών αλλά και σε συμβατικό πλαίσιο.  Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Π. Πολυβίου, Τόμος Τέταρτος, σελ.1670-1671, κάποιες από τις κύριες περιπτώσεις στις οποίες το quantum meruit μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι (1) εκεί όπου δεν υπήρξε οποιαδήποτε σύμβαση των μερών, (2) εκεί όπου επιτελέστηκε έργο ή προσφέρθηκαν υπηρεσίες από το ένα μέρος στο άλλο στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης (void contract), (3) σε υποθέσεις όπου υπήρχε ή υπάρχει σύμβαση μεταξύ των μερών στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων αναλαμβάνει να προσφέρει ή να εκτελέσει κάποιο έργο, χωρίς, όμως, να καθοριστεί η αμοιβή και (4) εκεί όπου υπήρχε σύμβαση μεταξύ των μερών και το ένα μέρος παραβίασε αυτήν ουσιαστικά ή αρνήθηκε να εκτελέσει τα όσα είχε υποσχεθεί στο άλλο μέρος, ενώ το άλλο μέρος είχε αρχίσει την προσφορά εργασίας ή υπηρεσιών στο πλαίσιο του συμβολαίου. Η υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα εμπίπτει στην υπό το στοιχείο (4) πιο πάνω αναφερθείσα περίπτωση. Σε τέτοια περίπτωση το αναίτιο μέρος έχει δικαίωμα είτε να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις στο πλαίσιο της σύμβασης, επιδιώκοντας σημαντικές αποζημιώσεις και κάνοντας χρήση των κριτηρίων του Νόμου, είτε να εγείρει διαδικασία για quantum meruit, επιδιώκοντας εύλογη αποζημίωση για την εργασία που επιτελέστηκε ή τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν, στο χώρο του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού και της αποκατάστασης (restitution)[7]

 

Στη βάση των προαναφερόμενων, η παρούσα περίπτωση, ως γίνεται αντιληπτό, εμπίπτει στην περίπτωση (3) (ανωτέρω), καθ' ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, στο πλαίσιο της οποίας οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν να παράσχουν υπηρεσίες στον εφεσείοντα, χωρίς όμως να καθοριστεί η αμοιβή.  Αυτό διαπίστωσε, ορθά, και το κατώτερο Δικαστήριο, το δε σχετικό του εύρημα δεν προσβάλλεται.

 

Κατ' επέκταση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι, παρ' ότι δεν υπήρχε σχετική ευθεία δικογράφηση, στην έκθεση απαίτησης για εύλογη αμοιβή, ορθά το κατώτερο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η απαίτηση των εφεσίβλητων θα μπορούσε να αποδειχθεί στη βάση της εύλογης αμοιβής, η οποία, σημειωτέον, δεν συνιστά αιτία αγωγής αλλά μέθοδο θεραπείας ή αποκατάστασης, και/ή τρόπο καθορισμού της θεραπείας ή της αποκατάστασης. 

 

Ενόψει των προλεγόμενων και ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά στην κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν, ενώπιον του, την απαίτηση τους, στη βάση της εύλογης αμοιβής, έχουμε καταλήξει πως, ενόψει των όσων στοιχείων προκύπτουν από την πρωτόδικη διαδικασία, και των όσων τέθηκαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δύναται να επιτύχει, κυρίως, λόγω της γραμμής υπεράσπισης που ο εφεσείοντας υιοθέτησε, μέσα από το δικόγραφο του, τη στάση του κατά την ακροαματική διαδικασία πρωτοδίκως, αλλά και το κείμενο της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου που τον εκπροσωπούσε πρωτοδίκως.  Πιο συγκεκριμένα, όπως υπέδειξε και το κατώτερο Δικαστήριο, προκύπτει ότι:

 

1.  Στην υπεράσπιση του, ο εφεσείοντας, δεν έθεσε ισχυρισμό περί υπερβολικής χρέωσης ή αυξημένης ή υπέρμετρης αμοιβής.  Αντίθετα, ως διαφαίνεται, ο πυρήνας της υπερασπιστικής του γραμμής ήταν πως την αμοιβή, για τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν, θα την κατέβαλλε, και την όφειλε το κράτος.  Τα περί δήλωσης ή λεγομένων προς τον εφεσείοντα, εκ μέρους του ιατρού Κωμοδρόμου, και δη ότι ο εφεσείοντας δεν όφειλε τίποτα για την επίμαχη επέμβαση, δεν έγιναν αποδεκτά πρωτοδίκως, και, ως προαναφέρθηκε, η αξιολόγηση των μαρτύρων της πρωτόδικης δίκης, περιλαμβανομένου του εφεσείοντα, δεν εφεσιβάλλεται.  Εν πάση περιπτώσει, η κάρτα νοσηλείας την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείοντας δεν αναγράφει οτιδήποτε που να υποχρέωνε, άνευ άλλου τινός, τους εφεσίβλητους για παροχή υπηρεσιών προς τον εφεσείοντα χωρίς να τον χρεώσουν, αλλά και να διεκδικήσουν την αμοιβή τους από το κράτος. 

 

2.  Μέσα από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι, αφενός το επίμαχο τιμολόγιο - Τεκμήριο 6 - κατατέθηκε στη δίκη χωρίς οποιαδήποτε ένσταση, αφετέρου, το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου δεν έτυχε αμφισβήτησης, αλλά ούτε και οποιαδήποτε υποβολή υπήρξε με την οποία να αμφισβητείται το ύψος της αμοιβής που χρέωσαν οι εφεσίβλητοι.

 

3.  Μέσα από το κείμενο της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντα, πρωτοδίκως, καμιά αναφορά ή ισχυρισμός ή επιχείρημα προωθήθηκε η οποία να σχετιζόταν με το ύψος της αμοιβής που χρέωσαν οι εφεσίβλητοι. 

 

Υπό τις πιο πάνω ειδικές περιστάσεις, σωρευτικά συντρέχουσες, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως η αμοιβή που αναφερόταν επί του τιμολογίου, για τις προσφερθείσες στον εφεσείοντα υπηρεσίες ήταν εύλογη, είναι ορθό.  Εν πάση περιπτώσει, θα προσθέταμε άλλωστε, πως η πληρωμή και αποδοχή των υπόλοιπων τιμολογίων που εκδόθηκαν από τους εφεσίβλητους, αναφορικά με παρεμφερείς υπηρεσίες προς τον εφεσείοντα και για μεγαλύτερο ποσό από το επίδικο, αποτελούσε σοβαρή ένδειξη του ευλόγου της αμοιβής που χρεώθηκε η επίμαχη επέμβαση, αφού το κράτος πλήρωσε τα υπόλοιπα τιμολόγια που του παρουσιάστηκαν, χωρίς να αμφισβητήσει το ύψος των χρεώσεων.  Η δε άρνηση του κράτους για πληρωμή, του επίμαχου τιμολογίου, υπήρξε επειδή η συγκεκριμένη επέμβαση δεν καλυπτόταν καθ' ότι αυτή μπορούσε να διενεργηθεί σε κρατικά νοσηλευτήρια, και όχι επειδή δεν ήταν εύλογη η αμοιβή.

 

Συνακόλουθα, ο εφεσείοντας δεν νομιμοποιείται να παραπονείται ενώπιον του Εφετείου για το ύψος της αμοιβής που διεκδίκησαν οι εφεσίβλητοι εφόσον αυτός προγενέστερα ουδέποτε το αμφισβήτησε.

 

Εν' όψει των πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος έφεσης, καθώς επίσης, αβάσιμος κρίνεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά στο ίδιο ουσιαστικά, τελικό, συμπέρασμα του κατώτερου Δικαστηρίου και δεν απαιτείται να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω. Υπήρξε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν το τιμολόγιο το οποίο ο εφεσείοντας αποδέχθηκε και, έμμεσα, με τη στάση του στη δίκη, αποδέχθηκε, και το ύψος της αμοιβής.  Άλλη ήταν η υπερασπιστική του γραμμή, η οποία απορρίφθηκε, για λόγους που δεν εφεσιβλήθηκαν.

 

Συμφώνως των προλεγόμενων και ο πέμπτος λόγος έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους, κρίνεται αβάσιμος. 

 

Κατ' επέκταση όλων των πιο πάνω, εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €1.900,00, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης, υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο