ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2019)

 

 

21 Φεβρουαρίου, 2025

 

 

 [ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 


ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΣΕΔΙΠΕΣ) 

Εφεσείοντες /Πιστωτές

και

ΕΙΡΗΝΗ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ 

Εφεσίβλητη /Χρεώστιδα

 


---------------------------

 

Μαρία Παναγιώτου για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ειρήνη Ευριπίδου, Εφεσίβλητη.

 

 ------------------------------

 

         

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

          ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η οφειλέτιδα/εφεσίβλητη υπέβαλε στις 31.10.2016 αίτηση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για έκδοση Διατάγματος Απαλλαγής Χρεών (εφεξής ΔΑΟ) δυνάμει του άρθρου 20 του  περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Ν.65(Ι)/2015. Κατ' ακολουθία τούτου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 21.3.2018 ΔΑΟ απαλλάσσοντας την εφεσίβλητη από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού υπολοίπου σπουδαστικού δανείου που είχε λάβει, μαζί με άλλο πρόσωπο, από το τότε Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, ανερχόμενο κατά τον χρόνο εκείνο σε €6.940,70. Οι πιστωτές, εμφανίστηκαν στη συνέχεια στη διαδικασία και καταχώρησαν Ένσταση στις 20.3.2019. Η πεμπτουσία της Ένστασης τους ήταν ότι εσφαλμένα εκδόθηκε το ΔΑΟ, αφού η επίδικη συμφωνία δανείου ουδέποτε τερματίστηκε και συνακόλουθα το συνολικό οφειλόμενο ποσό δεν ήταν άμεσα πληρωτέο - κάτι που σύμφωνα με τους πιστωτές, αποτελεί νομοθετική προϋπόθεση για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος.  

 

Μετά από ακρόαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.29.5.2019, αφού παρέθεσε, στάθμισε και εφάρμοσε τις τότε νομοθετικές προϋποθέσεις έκδοσης ενός ΔΑΟ, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: (σελ.6-7)

 

«Οι πιστωτές δεν έχουν τερματίσει την εν λόγω συμφωνία δανείου. Έχω όμως την άποψη ότι το κατά πόσο το χρέος είναι άμεσα πληρωτέο, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί στενά και μόνο σε συνάρτηση με τα όσα προβλέπει η συμφωνία δανείου. Θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι τα όσα προβλέπει η συμφωνία περί δικαιώματος της τράπεζας για τερματισμό της συμφωνίας και απαίτησης του ποσού, ρυθμίζουν κατά κύριο λόγο τον τρόπο με τον οποίο δύναται η τράπεζα να ανακτήσει το χρέος για σκοπούς της μεταξύ τους συμφωνίας.

 

Για σκοπούς όμως ερμηνείας και εφαρμογής του Νόμου, υπό του οποίου εξετάζεται η ένσταση των πιστωτών, είμαι της άποψης ότι η αναφορά σε χρέος που είναι πληρωτέο άμεσα, δεν αφορά μόνο χρέος το οποίο ο πιστωτής ήδη ζήτησε την πληρωμή του.

 

Είμαι της άποψης ότι, η αναφορά στο άρθρο 10 σε χρέος το οποίο είναι άμεσα πληρωτέο, περιλαμβάνει και χρέος το οποίο, ενόψει της ύπαρξης καθυστερήσεων, ο χρεώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να ζητηθεί η άμεση πληρωμή του από τους πιστωτές, όπως και στην προκειμένη περίπτωση.

 

Συνεπώς, η πρόνοια για χρέος το οποίο είναι άμεσα πληρωτέο, θεωρώ ότι περιλαμβάνει δάνειο, η πληρωμή του οποίου δύναται να ζητηθεί άμεσα από τους πιστωτές αλλά και δάνειο το οποίο λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των δόσεων ο χρεώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με την απαίτηση για άμεση πληρωμή από τον πιστωτή.

 

Το ότι η τράπεζα ως έχει δικαίωμα το οποίο δεν άσκησε, να τερματίσει το δάνειο και να ζητήσει την άμεση πληρωμή του, ενόψει των απλήρωτων δόσεων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα και μετά την αναδιάρθρωση του δανείου, δεν μπορεί να καταστεί εμπόδιο για τη χρεώστιδα για να επωφεληθεί από τις πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες σκοπό έχουν την ανακούφιση ορισμένων οφειλετών, νοουμένου ότι εκπληρώσουν τα προκαταρκτικά κριτήρια τα οποία σχετίζονται με την οικονομική τους κατάσταση.

 

Θεωρώ ότι αντίθετη προσέγγιση και ερμηνεία του Νόμου, υπό το φως του όλου πνεύματος και σκοπού του, θα οδηγούσε στην μη αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, ο οποίος όπως αναφέρεται στο Προοίμιο αφορά «μια σειρά από έκτακτα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθεί η οξεία οικονομική κρίση».

 

Όπως επίσης αναφέρεται στο Προοίμιο του Νόμου, η θέσπιση του Νόμου έγινε και για τους ακόλουθους λόγους:

 

«Επειδή, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ σε σχέση με τους χρεώστες, στο πλαίσιο ιδιαίτερα της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της κρίσης αυτής στους χρεώστες οι οποίοι έχουν πληγεί ιδιαιτέρως από την κρίση αυτή, επιβάλλεται η λήψη μέτρων για τη επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών με τη θέσπιση δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής, για τη διαφύλαξη επίσης των δικαιωμάτων τρίτων, οι οποίοι πρέπει να διατηρηθούν ως ενεργά από οικονομικής άποψης πρόσωπα, για σκοπούς επανεκκίνησης της οικονομίας· και

 

Επειδή, οι χρεώστες επηρεαζόμενοι από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από δάνεια που έχουν συνάψει και περιέρχονται ή κινδυνεύουν να περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας· και

 

Επειδή, θα πρέπει να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία·»

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τον ιδιαίτερο σκοπό του Νόμου, θεωρώ ότι αντίθετη ερμηνεία θα έθετε τους πιστωτές σε πλεονεκτικότερη θέση, εξακολουθώντας να χρεώνουν το λογαριασμό με τόκους υπερημερίας και άλλα δικαιώματα χωρίς να τερματίζουν το λογαριασμό με αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο χρεώστης να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Νόμου για την έκδοση ΔΑΟ. Η διαπίστωση μου αυτή συνάδει και με την πρόνοια του Νόμου ότι χρέη μέχρι του ποσού των €25.000.- μπορούν να διαγραφούν, αποκλείοντας έτσι την ανεξέλεγκτη εφαρμογή του Νόμου για πολύ μεγαλύτερα ποσά.»

 

          (η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

Στη συνέχεια, αφού απέρριψε και τους υπόλοιπους λόγους ένστασης των πιστωτών, προχώρησε στη συνολική απόρριψη της Ένστασης, επικυρώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το εκδοθέν ΔΑΟ ημερ.21.3.2018. 

 

Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένους τους πιστωτές (σήμερα ΚΕΔΙΠΕΣ/εφεσείοντες), οι οποίοι την προσέβαλαν με δύο λόγους έφεσης. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έχει ερμηνεύσει το άρθρο 20 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Ν.65(Ι)/2015, ως να παραπέμπει μόνο στο άρθρο 11 για τα κριτήρια επιλεξιμότητας ενός χρεώστη, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το άρθρο 10 και συγκεκριμένα τον όρο «χρέος». Η ορθή ερμηνεία του Νόμου προϋποθέτει και/ή επιβάλλει την ικανοποίηση των προνοιών των άρθρων 20, 11 και 10, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης του άρθρου 10 ότι το χρέος πρέπει να είναι πληρωτέο άμεσα ώστε να αποτελέσει αντικείμενο ΔΑΟ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το χρέος και/ή μέρος αυτού δεν ήταν πληρωτέο άμεσα, οπόταν δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ΔΑΟ. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι είναι εσφαλμένη η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου (σελ.5-7) ότι ο όρος «πληρωτέο άμεσα» ως αναφέρεται στο άρθρο 10 περιλαμβάνει δάνειο του οποίου η πληρωμή δύναται να ζητηθεί άμεσα από τους πιστωτές, αλλά και την περίπτωση δανείου όπου ο χρεώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να ζητηθεί η άμεση πληρωμή του από τους πιστωτές. Η ορθή ερμηνεία είναι ότι μόνο τα ποσά που είναι άμεσα πληρωτέα, ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο οι ληξιπρόθεσμες δόσεις (ανερχόμενες στο ποσό των €547.14) μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ΔΑΟ.

 

Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία τα διάδικα μέρη υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους. Η εφεσίβλητη, σημειώνεται, εμφανίστηκε και χειρίστηκε την υπόθεση μόνη της. Επιβεβαίωσε ότι συνεχίζει να βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, ταλαιπωρείται, και ζήτησε όπως επικυρωθεί ως «ορθή και δίκαιη» η πρωτόδικη απόφαση. Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων επέμενε ότι το χρέος δεν ήταν άμεσα πληρωτέο και δεν μπορούσε έτσι να εκδοθεί το ΔΑΟ. Μας παρέπεμψε επί του προκειμένου και σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου όπου επιβεβαιώνεται η αρχή αυτή.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης μολονότι βάσιμος, δεν οδηγεί στην κατάδειξη οποιουδήποτε ουσιαστικού σφάλματος από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε τη θέση ότι στο άρθρο 20(3) όπου προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους καθορισμένος πιστωτής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της έκδοσης ενός ΔΑΟ, δεν γίνεται αναφορά στο άρθρο 10 και δη στον εκεί προσδιορισμό του τι αποτελεί «χρέος». Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατύπωσε τη θέση ότι η υποβολή ένστασης, περί του ότι ένας χρεώστης δεν πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας δυνάμει του άρθρου 20(3)(α), παραπέμπει μόνο στα όσα προβλέπονται στο άρθρο 11(2).

 

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι μεν ορθές, πλην όμως αυτές δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά την εξέταση μιας ένστασης υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 20(3) δεν τυγχάνει εφαρμογής το ερμηνευτικό άρθρο 10 ή ότι καθορισμένος πιστωτής δεν μπορούσε να υποστηρίξει ότι το χρέος για το οποίο εκδόθηκε το ΔΑΟ δεν ήταν «πραγματικά εξακριβωμένο» ή ότι δεν ήταν «πληρωτέο άμεσα»  κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ως προϋπόθετε το τότε άρθρο 10. Με άλλα λόγια, όπως ορθά υποδεικνύουν οι εφεσείοντες με τον λόγο έφεσης 1, τα άρθρα 20, 11 και 10 θα πρέπει να διαβάζονται, να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συνδυαστικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, παρά τη διατύπωση της πιο πάνω θέσης, στην πράξη, ενήργησε ορθά, αφού εφάρμοσε και ερμήνευσε την έννοια του «χρέους» συμφώνως του άρθρου 10 κατά την εξέταση της υποβληθείσας ένστασης. Η δε ερμηνεία και κατάληξη του είναι αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης.

   

Στη βάση των πιο πάνω, ο πρωτός λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος, αλλά ατελής ως μη προσβάλλοντας οποιαδήποτε ουσιαστική και καθοριστική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διατηρεί ωστόσο τη σημασία του αφού συναρτάται με τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Ο δεύτερος και καθοριστικός λόγος έφεσης αφορά στο κατά πόσο το χρέος για το οποίο εκδόθηκε το ΔΑΟ ήταν «άμεσα πληρωτέο».

 

Το άρθρο 10 του Νόμου 65(1)/2015 τροποποιήθηκε με τον Νόμο 85(1)/2018 ημερ.13.7.2018. Στη σημερινή του μορφή προβλέπει ότι, ««χρέος» σε σχέση με χρεώστη σημαίνει χρέος για εκκαθαρισμένο ποσό το οποίο, κατά την ημερομηνία αίτησης, έχει καταστεί πληρωτέο». Κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτής της υπόθεσης (ο οποίος ήταν το 2016 που υποβλήθηκε η αίτηση) το άρθρο 10 προέβλεπε τα εξής:

 

«χρέος» σε σχέση ΅ε χρεώστη, ση΅αίνει χρέος για πραγ΅ατικά εξακριβω΅ένο ποσό το οποίο, κατά την η΅ερο΅ηνία αίτησης, είναι πληρωτέο ά΅εσα.»

 

Το ότι το χρέος ήταν για εξακριβωμένο ποσό, αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο δεν προσβάλλεται με την έφεση. Εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί και το γεγονός ότι η συμφωνία δανείου δεν τερματίστηκε λόγω παράβασης των προνοιών της από μέρους της οφειλέτιδας, ώστε να καταστεί, υπό την έννοια της αρχής του Δικαίου των Συμβάσεων, άμεσα πληρωτέο το συνολικό ποσό του δανείου. Ούτε και υποβλήθηκε τέτοια απαίτηση από μέρους των πιστωτών.

 

Κατά την υποβολή της αίτησης ωστόσο, το δάνειο δεν εξυπηρετείτο κανονικά αφού υπήρχε καθυστέρηση καταβολής πέραν των τριών δόσεων. Το συνολικό ποσό των καθυστερημένων δόσεων ανερχόταν σε €547,14. Με δεδομένο ότι δεν υπήρξε τερματισμός, θα έπρεπε να εξεταστούν οι επιμέρους πρόνοιες της δανειακής σύμβασης ώστε να κριθεί αν οι καθυστερήσεις καθιστούσαν αυτομάτως ολόκληρο το χρέος ληξιπρόθεσμο και «άμεσα πληρωτέο».

 

Σχετικοί είναι οι όροι 6 και 9 της δανειακής σύμβασης.

 

Ο όρος 6 αναφέρει,

 

«Ανεξαρτήτως οποιασδήποτε άλλης πρόνοιας της παρούσας συμφωνίας καθυστέρηση καταβολής τριών (3) δόσεων δίδει το δικαίωμα στο Ταμιευτήριο αφού δώσει προς το Χρεώστη τριάντα (30) ημέρες έγγραφο προειδοποίηση για συμμόρφωση να τερματίσει την παρούσα συμφωνία δανείου και ολόκληρο το ποσό του δανείου να καταστεί άμεσα απαιτητό.»

 

Ο όρος 9 αναφέρει,

 

 

 «Μόλις το δάνειο ή μέρος αυτού ζητηθεί από το Ταμιευτήριο δυνάμει της συμφωνίας αυτής, το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα μετά τη λήξη της προκαθορισμένης από τον Περί Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2010 ειδοποίησης να απαιτήσει άμεση πληρωμή του δανείου και κάθε οφειλόμενο ποσό από το Χρεώστη δυνάμει της παρούσας συμφωνίας θα καθίσταται οφειλόμενο και πληρωτέο και ο Χρεώστης θα υποχρεούται να πληρώσει αμέσως κάθε ποσό που οφείλει στο Ταμιευτήριο συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου, του Βασικού Επιτοκίου, του Περιθωρίου, του τόκου υπερημερίας, δικαιωμάτων, δαπανών, ζημιών και άλλων εξόδων. Παράλειψη του Χρεώστη να το πράξει αμέσως θα συνεπάγεται χρέωση του με τόκους υπερημερίας από τη μέρα της ζήτησης του δανείου και το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει δικαστικά ή με άλλο τρόπο την πληρωμή του χρέους πλέον τόκους, δικαστικά και άλλα έξοδα οποιασδήποτε φύσης ως την πλήρη και τέλεια εξόφληση».

 

Είναι πρόδηλο από τους πιο πάνω όρους, ιδιαιτέρως από τον  ευκρινέστερο όρο 6, ότι, η καθυστέρηση καταβολής τριών δόσεων (αφού δοθούν και 30 ημέρες προειδοποίηση), παρέχει στους πιστωτές το δικαίωμα να τερματίσουν τη συμφωνία, οπότε ολόκληρο το ποσό του δανείου καθίσταται άμεσα απαιτητό. Η καθυστέρηση καταβολής όμως τριών δόσεων ουδόλως καθιστά αυτομάτως και χωρίς άλλο το συνολικό ποσό του δανείου άμεσα απαιτητό, πόσο μάλλον «άμεσα πληρωτέο». Επί του προκειμένου, συμφωνούμε και παραπέμπουμε στις αποφάσεις Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ) v. Νικόλα Πολ. Έφεση 157/2019, ημερ.29.11.2024 και Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ (ΣΕΔΙΠΕΣ) v. Μαλλιώτη Πολ. Έφεση 228/19, ημερ.4.2.2025 - οι οποίες πραγματεύονται  πανομοιότυπου ζητήματος.

 

          Μολονότι μπορούμε να κατανοήσουμε, αλλά και να ασπαστούμε ως θεώρηση, την επιθυμία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ανθρωποκεντρική προσέγγιση, με σεβασμό, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ερμηνεία που έχει δώσει. Από μόνο του, το δυνητικό δικαίωμα που παρέχει η σύμβαση για τερματισμό που συνάμα καθιστά ολόκληρο το ποσό του δανείου άμεσα απαιτητό - στην απουσία άσκησης αυτού του δικαιώματος - δεν το καθιστά αφ' εαυτού «άμεσα πληρωτέο». Ούτε βέβαια και οι κίνδυνοι, στους οποίους αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο σε περίπτωση που διαιωνίζεται η κατάσταση (η ανέλεγκτη δηλαδή προσθήκη τόκων και άλλων χρεώσεων), χωρίς οι πιστωτές να προχωρούν σε τερματισμό, είναι δυνατό να διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Τα Δικαστήρια εφαρμόζουν και ερμηνεύουν τους Νόμους. Είναι για τον Νομοθέτη να θεσπίζει Νόμους που εξυπηρετούν πραγματικά και ουσιαστικά το δημόσιο καλό. Η συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου φρονούμε είναι σαφής και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή παρερμηνεία. Το χρέος πρέπει να είναι «άμεσα πληρωτέο», δηλαδή ευθέως και πάραυτα εισπρακτέο.

 

Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης μόνο το ποσό των €547,14 που αντιστοιχούσε στις τότε καθυστερημένες δόσεις ήταν «άμεσα πληρωτέο» και άρα επιλέξιμο για την έκδοση ΔΑΟ συμφώνως και του άρθρου 10. Έπεται ότι ο λόγος έφεσης 2 γίνεται δεκτός.

 

Ενόψει των πιο πάνω η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ημερ.29.5.2019 παραμερίζεται. Παράλληλα παραμερίζεται το ΔΑΟ ημερ.21.3.2018 που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και αντικαθίσταται με ΔΑΟ για ποσό €547,14.

 

Δεν προσβάλλεται η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα, ούτε και θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρξει από μέρους μας οποιαδήποτε παρέμβαση στην πρωτόδικη διαταγή, ενόψει κυρίως της ιδιαιτερότητας της διαδικασίας, αλλά και της αυτοπρόσωπης εμφάνισης και χειρισμού της υπόθεσης από τη οφειλέτιδα.

 

Ως προς τα έξοδα της έφεσης, επιδικάζεται ποσό €2000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο