ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 202/24)

 

25 Φεβρουαρίου 2025

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

            

GHASAN YOUSOR

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-------‑‑‑‑‑‑‑‑‑---------------

 

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα

Μ. Κουτσόφτας με Α. Λαούρη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων (Κατηγορούμενος 1 πρωτόδικα), μετά την αναστολή των λοιπών κατηγοριών που αντιμετώπιζε, παραδέχτηκε την διάπραξη του αδικήματος του Απαγορευμένου Μετανάστη που βρέθηκε στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (Κατηγορία 1). Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή 2ετούς φυλάκισης, και ειδικότερα  προβάλλονται οι θέσεις ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο: (i) Εσφαλμένα επέβαλε στον Εφεσείοντα την ίδια ποινή με τον συγκατηγορούμενο γιο του παρά τη μειωμένη ευθύνη που ο Εφεσείων είχε στη διάπραξη του αδικήματος (Λόγος Έφεσης 1), (ii) Δεν έλαβε υπόψη το γεγονός της μη δίωξης των υπολοίπων που επέβαιναν στην ίδια βάρκα με τον Εφεσείοντα, οι οποίοι ήσαν επίσης απαγορευμένοι μετανάστες, ο δε Εφεσείων δεν έπραξε οτιδήποτε περισσότερο σε σχέση με αυτούς οι οποίοι δεν διώχθηκαν (Λόγοι Έφεσης 2 και 3), (iii) Επέβαλε  στον Εφεσείοντα υπερβολική ποινή, μη λαμβάνοντας υπόψη τους μετριαστικούς του παράγοντες (Λόγος Έφεσης 4), και (iv) Εσφαλμένα έκρινε ότι δεν διαπιστώνεται κάμψη στην τέλεση παρόμοιας φύσης αδικημάτων (Λόγος Έφεσης 5).

 

        Σημειώνουμε ότι ο άλλος κατηγορούμενος στην υπόθεση ήταν ο 19χρονος γιος του Εφεσείοντα (Κατηγορούμενος 2) ο οποίος παραδέχθηκε επιπλέον την κατηγορία 3 για παροχή συνδρομής ή βοήθειας σε απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία, στην οποία του επιβλήθηκε συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δύο ετών. Από τα πρακτικά και την Πρωτόδικη Απόφαση προκύπτει ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, στον βαθμό που αφορούν την παρούσα, έχουν ως εξής:

 

·               Στις 21.1.2024, περί ώρα 03:15, εντοπίστηκε στο ραντάρ της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας βάρκα με παράτυπους μετανάστες σε απόσταση 4,5 ναυτικών μιλίων από το Ακρωτήριο Κάβο Γκρέκο. Σε αυτήν επέβαιναν 28 άτομα, εκ των οποίων τα 13 ανήλικα, όλα Συριακής καταγωγής. Άκατοι της Λιμενικής Αστυνομίας περισυνέλεξαν τους μετανάστες και τους μετέφεραν με ασφάλεια στο Λιμάνι της Λάρνακας. Η ρυμούλκηση της βάρκας δεν κατέστη δυνατή λόγω της κακής της κατάστασης.

·               Διαπιστώθηκε ότι καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τη βάρκα πλοηγούσε ο γιος του Εφεσείοντα, Κατηγορούμενος 2, ενώ ο Εφεσείων παραδέχτηκε, ανακρινόμενος προφορικά, ότι είχε συμφωνήσει με διακινητή στη Συρία να ταξιδέψει από τη Συρία προς την Κύπρο χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού, με αντάλλαγμα την πλοήγηση της βάρκας από τον γιο του.

·               Οι δύο κατηγορούμενοι συνελήφθησαν για αυτόφωρο αδίκημα στις 21.1.2024 και ώρα 17:40 και κατόπιν ενταλμάτων  σύλληψης στις 20:40 και 20:43 αντίστοιχα. Αμφότεροι είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

        Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι για το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων, στο Άρθρο 19(2) του Κεφ. 105 προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι 10 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €50.000 ή και οι δύο αυτές ποινές. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι για το συγκεκριμένο αδίκημα, είχε προηγηθεί αύξηση ποινών, ήτοι με τον Ν.46(Ι)/21 η προβλεπόμενη ποινή αυξήθηκε από αυτήν της φυλάκισης μέχρι 3 έτη  ή πρόστιμο μέχρι €8.543 σε ποινή φυλακίσεως μέχρι 10 έτη και πρόστιμο μέχρι €50.000, γεγονός που δείχνει και την αυξημένη σοβαρότητα την οποία ο Νομοθέτης ήθελε να προσδώσει σε αδικήματα τέτοιας φύσης.

 

        Επαναλαμβάνουμε την καλά νομολογημένη αρχή ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, απλώς εξετάζει το κατά πόσο αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

        Δεν θα συμφωνήσουμε με τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου για τον Εφεσείοντα ότι έχει εκλείψει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για αδικήματα τέτοιας φύσης καθότι, ως εισηγήθηκε, το πρόβλημα αυξημένης ροής μεταναστών με βάρκες από τον Λίβανο έχει επιλυθεί μετά την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου. Τέτοια διαπίστωση δεν υποστηρίζεται από τον αριθμό των υποθέσεων που τίθενται καθημερινώς ενώπιον των Δικαστηρίων. Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε γνώση ως προς τη συχνότητα διάπραξης παρόμοιας φύσης αδικημάτων από τις καταχωρίσεις ποινικών υποθέσεων ενώπιον του.

 

        Θεωρούμε το επιχείρημα άστοχο αφού το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης μαστίζει την χώρα μας, ενώ οι εισηγήσεις της συνηγόρου τέθηκαν χωρίς να συνοδεύονται από οποιοδήποτε στοιχείο.

 

        Ο Πέμπτος Λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

        Όσον αφορά στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος, πρωτοδίκως η συνήγορος είχε αναφέρει ότι αυτός είναι 49 ετών και ότι εκτός του προαναφερθέντος 19χρονου γιου είναι επίσης πατέρας μιας ανήλικης θυγατέρας, η δε σύζυγος του είναι καρκινοπαθής. Η οικία τους στη Συρία γκρεμίστηκε σε σεισμό. Τόνισε τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους αλλά και την οικονομική του εξαθλίωση λόγω της εμπόλεμης κατάστασης.

 

        Το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη όλα τα πιο πάνω, τα οποία και ρητώς κατέγραψε στην Απόφαση. Ταυτόχρονα τόνισε την ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιας φύσης αδικημάτων καθώς και ότι, με βάση τη Νομολογία, οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις σε τέτοιες υποθέσεις «δεν έχουν παρά μόνο μικρή βαρύτητα στην επιμέτρηση της ποινής».

 

        Η προσέγγιση αυτή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως εξάλλου λέχθηκε στην Mohamed El Feky κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166 ενόψει του μεγέθους του προβλήματος, καθοριστικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής είναι η αποτροπή. Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Άριστου Ευαγόρου (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 285 επισημάνθηκαν οι σοβαρές συνέπειες που προκαλούνται στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου από αδικήματα που σχετίζονται με παράνομη μετανάστευση.

 

        (Βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερ. 15.9.2023).

 

        Δεν συμφωνούμε, συναφώς πως εκ των προσωπικών περιστάσεων του Εφεσείοντα και μόνο η ποινή που επιβλήθηκε είναι υπερβολική. Ο Λόγος Έφεσης 4 απορρίπτεται.

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 θα εξεταστούν μαζί ένεκα του ότι όλοι περιστρέφονται γύρω από την αρχή της ίσης μεταχείρισης του Εφεσείοντα, είτε σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, είτε σε σχέση με τους λοιπούς μετανάστες που επέβαιναν στην βάρκα αλλά δεν διώχθηκαν.

 

        Ενώπιον του Κακουργοδικείου είχε τεθεί και δεν αμφισβητήθηκε, ότι ο Εφεσείων έπραξε απλώς ότι έπραξαν και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες στη βάρκα, οι οποίοι όμως δεν διώχθηκαν, εισήγηση που επαναλήφθηκε από τη συνήγορο του και ενώπιον μας. Αποτελεί γεγονός ότι ο Εφεσείων αντιμετώπισε τελικά μόνο την κατηγορία του Απαγορευμένου Μετανάστη, η οποία δεν προσήφθη εναντίον των λοιπών 26 ατόμων που επέβαιναν στη βάρκα. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι ο Εφεσείων επωφελήθηκε του ότι ταξίδεψε χωρίς πληρωμή ένεκα του ότι ο γιος του πλοηγούσε τη βάρκα, εξέλιξη την οποία ο Εφεσείων είχε προσυμφωνήσει με τον διακινητή μεταναστών. Κατ' επέκταση, η περίπτωση του δεν είναι ακριβώς η ίδια με τους λοιπούς επιβαίνοντες στη βάρκα.

 

        Παρά την πιο πάνω διαφοροποίηση, όμως, η μη δίωξη των λοιπών επιβαινόντων στη βάρκα δημιουργεί δικαιολογημένο αίσθημα αδικίας στον Εφεσείοντα, αφού οι αρμόδιες αρχές του Κράτους οφείλουν να προσάγουν ενώπιον του Δικαστηρίου όλους τους παραβάτες. Αυτό υπαγορεύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης που προβλέπεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και η οποία περιλαμβάνει και τη μεταχείριση των παραβατών από τις εισαγγελικές αρχές (βλ. Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 35/22, ημερ. 25.1.2023 και Φλώρος ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 595). Ούτε και δόθηκε από μέρους της Εφεσίβλητης κάποια εξήγηση ως προς το λόγο για τη διαφορετική μεταχείριση του Εφεσείοντα από τους λοιπούς μετανάστες.

 

        Όπως λέχθηκε στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, σε ό,τι αφορά την επιβολή ποινής, η υποχρέωση του Δικαστηρίου συνίσταται στην υποχρέωση να μεταχειρίζεται με ομοιόμορφο τρόπο όλους όσοι βρίσκονται στην ίδια θέση (βλ. και Λοϊζου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546).

 

        Στην Κάττου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498 αναφέρονται τα εξής:

 

        «Η εφαρμογή της αρχής της ισότητας στη μεταχείρηση των παραβατών δε διαγράφει το αδίκημα ούτε απαμβλύνει τις συνέπειες του εγκλήματος. Ότι αποφασίστηκε και επαναβεβαιώθηκε στην Παναγή είναι ότι η αρχή της ίσης μεταχείρησης των παραβατών δεν περιορίζεται μόνο στο μέτρο της τιμωρίας των καταδικασθέντων αλλά επεκτείνεται και στη μεταχείρηση όλων που συνήργησαν στο έγκλημα, περιλαμβανομένης και της μη δίωξης ενός ή περισσοτέρων από αυτούς.

 

        Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανόμενης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση. Η ισότητα στη μεταχείρηση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος».

 

        Όπως τονίστηκε στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141 η θεώρηση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωκτικές αρχές ως μετριαστικού παράγοντα δεν επιφέρει την εξίσωση αλλά μετριάζει τα αισθήματα αδικίας και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού. Η δε Δικαιοσύνη «.μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεση της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου».

 

        Το Κακουργοδικείο, παρά το ότι κατέγραψε τις πιο πάνω αρχές, κατέληξε ότι η «.μη δίωξη των υπόλοιπων 26 επιβαίνοντων στη βάρκα, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε διαφοροποίηση στον ρόλο του κατηγορούμενου 1 από τους υπόλοιπους 26, η αρχή της ισότητας, επενεργεί μετριαστικά στην επιμέτρηση της ποινής». Η κατάληξη του αυτή, όμως, δεν αντανακλάται στην ποινή, αφού επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα η ίδια ποινή στην Πρώτη Κατηγορία όπως και στον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος είχε σαφώς αυξημένη ευθύνη και ρόλο στην μεταφορά των απαγορευμένων μεταναστών στην Κύπρο από τους υπόλοιπους, περιλαμβανομένου του Εφεσείοντος.

 

        Επιπλέον, εκείνο που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι η επιβολή της ίδιας ποινής στον Κατηγορούμενο 2 για το αδίκημα της παροχής συνδρομής σε απαγορευμένο μετανάστη να εισέλθει στη Δημοκρατία. Ενώ το Κακουργοδικείο διαπιστώνει ότι ο εν λόγω Κατηγορούμενος 2 παρείχε συνδρομή σε ένα μη ευκαταφρόνητο αριθμό μεταναστών να εισέλθουν παράνομα στη Δημοκρατία λαμβάνοντας έναντι τούτου το  οικονομικό όφελος της μη καταβολής κάποιου αντιτίμου στον Σύριο διακινητή, εντούτοις η διαπίστωση παραμένει απλώς λεκτική, αφού στην Κατηγορία 3 επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2 η ίδια ποινή όπως αυτή που επιβλήθηκε σε αμφότερους τους Κατηγορούμενους για την Κατηγορία 1. Ούτε και παρέχεται κάποια αιτιολογία στην Πρωτόδικη Απόφαση ως προς το γιατί δεν διαφοροποιήθηκε η περίπτωση του Κατηγορούμενου 2 από αυτήν του Εφεσείοντα. Θα έπρεπε να υπάρξει συσχετισμός μεταξύ των επιβληθεισών στις Κατηγορίες 1 και 3 ποινών και το ύψος αυτών να αντανακλά τη σοβαρότητα των γεγονότων που περιβάλλουν έκαστη. Αντί τούτου το Κακουργοδικείο εξίσωσε την συμπεριφορά των δύο Κατηγορουμένων, αφήνοντας να πλανάται η εντύπωση ότι δεν είχε οποιαδήποτε σημασία το ότι είχε ανασταλεί για τον Εφεσείοντα η κατηγορία 3, που αφορούσε τη συνδρομή στη διακίνηση. Όμως η ποινή έπρεπε να επιβληθεί σε σχέση με τα γεγονότα της κατηγορίας την οποία είχε παραδεχθεί.

 

        Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να σχολιάσουμε το γεγονός ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2 για την Κατηγορία 3 δεν εφεσιβλήθηκε, έχοντας υπόψιν τις ποινές που επιβάλλονται για τέτοιας φύσης αδικήματα όπως προκύπτουν από τη Νομολογία. Εν όψει, όμως, της μη ύπαρξης έφεσης προς τούτο, δεν θα προβούμε σε οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά. Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι, με δεδομένη πλέον την ποινή που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2 το Εφετείο υποχρεούται να κρίνει την ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα υπό το φως της πιο πάνω Νομολογίας προς άρση οποιουδήποτε αισθήματος αδικίας.

 

        Τονίζεται ότι από μόνη της ιδωμένη η ποινή που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα δεν θα ήταν έκδηλα υπερβολική. Εντούτοις, ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, επιβάλλεται η μείωση αυτής προς άρση του αισθήματος αδικίας που δικαιολογημένα προκαλείται στον Εφεσείοντα.

 

        Η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή της 2ετούς φυλακίσεως παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλακίσεως 18 μηνών.

 

 

 

                                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο