ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 2/2024 i‑justice)
27 Φεβρουαρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΗΣΤΟΣ Γ. ΧΡΥΣΙΚΟΣ
Εφεσείων
v.
1. ΑΝΔΡΕΑ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗ
2. ΣΙΜΟΥ Α. ΑΓΓΕΛΙΔΗ
Εφεσιβλήτων
----------------------------------------------------
Εφεσείων αυτοπροσώπως
Σ. Α. Αγγελίδης, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για τους Εφεσίβλητους
Μ. Καλογήρου, για Χρίστο Τριανταφυλλίδη, για Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, στηριζόμενος στον κ. 41.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και χρησιμοποιώντας το Έντυπο αρ. ΕΕ64 (το οποίο αφορά Ειδοποίηση Εφεσείοντος για μικρές απαιτήσεις), καταχώρισε την παρούσα έφεση, προσβάλλοντας με τρεις λόγους έφεσης την άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (εφεξής «Π.Σ.Δ.») ημερ. 4.7.24, να δώσει άδεια για προώθηση της καταγγελίας, την οποία ο ίδιος είχε υποβάλει στις 12.2.24. Συγκεκριμένα το Π.Σ.Δ. είχε κρίνει ότι από τα ενώπιόν του στοιχεία «...δεν δικαιολογείται η παραπομπή των υπό διερεύνηση δικηγόρων σε απευθείας δίκη ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου στη βάση του Κανονισμού 4 των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 2005 και 2008». Με την καταγγελία του ο Εφεσείων απέδιδε στους δύο Εφεσίβλητους δικηγόρους παραλείψεις τους σε σχέση με προσφυγή την οποίαν είχαν καταχωρίσει εκ μέρους του στο ΕΔΑΔ και η οποία, σύμφωνα με την καταγγελία, απερρίφθη λόγω αυτών των παραλείψεων.
Οι Εφεσίβλητοι, συμμορφούμενοι με την επιλογή του Εφεσείοντος, καταχώρισαν στις 26.7.24 Ειδοποίηση Εφεσίβλητου, χρησιμοποιώντας το Έντυπο αρ. EE65. Προέβαλαν τρεις προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες εκ της φύσεως και σημασίας τους για την περαιτέρω πορεία της έφεσης απασχόλησαν στο στάδιο της προδικασίας. Ας σημειωθεί πως το ίδιο το Π.Σ.Δ. δεν έχει συμπεριληφθεί ως διάδικο μέρος από τον Εφεσείοντα, πλην όμως έλαβε γνώση για την ύπαρξη της έφεσης όταν ο Πρωτοκολλητής ζήτησε τη διαβίβαση του τηρηθέντος φακέλου, οπότε εκπροσωπήθηκε κατά την προδικασία, εκφράζοντας την άποψή του, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των υπολοίπων διαδίκων και σχετικής άδειάς μας.
Η ουσιωδέστερη των προδικαστικών ενστάσεων είναι η πρώτη εξ αυτών, η οποία αποκρυσταλλώνεται στη θέση των Εφεσιβλήτων ότι η αποκαλούμενη «απόφαση» ημερομηνίας 4.7.24 του Π.Σ.Δ. δεν είναι απόφαση εν τη εννοία του Άρθρου 17 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2. Η συνακόλουθη εισήγηση είναι ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης εναντίον της πιο πάνω κρίσης του Π.Σ.Δ.
Με ισχύ από τις 24.10.23 ο τροποποιητικός Ν.99(I)/23 επέφερε κάποιες αλλαγές στον περί Δικηγόρων Νόμο και μεταξύ αυτών και την αντικατάσταση του Άρθρου 17 («Πειθαρχικά Αδικήματα και Διαδικασία»). Το παλαιό εδ. (2) του εν λόγω άρθρου έχει αναριθμηθεί πλέον σε εδ. (3) πλην όμως είναι σαφές ότι δεν έχει διαφοροποιηθεί σε ό,τι αφορά την ουσία του. Εξακολουθεί να απαριθμεί τους ίδιους όπως και προηγουμένως τρόπους με τους οποίους αρχίζει η πειθαρχική διαδικασία. Μεταξύ αυτών είναι και «με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει παράπονο από τη διαγωγή δικηγόρου, κατόπιν άδειας του Πειθαρχικού Συμβουλίου» (έμφαση δοθείσα).
Σύμφωνα με το Άρθρο 17(9)(α) σε περίπτωση έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας το Π.Σ.Δ. μεριμνά αμέσως, εάν τούτο δικαιολογείται, όπως διεξαχθεί έρευνα, σύμφωνα με διαδικασία η οποία καθορίζεται με Κανονισμούς και ενημερώνει σχετικά τον υπό διερεύνηση δικηγόρο. Εάν από την έρευνα προκύψει ότι ο υπό διερεύνηση δικηγόρος δυνατόν να είναι ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, τότε σύμφωνα με το Άρθρο 17(9)(β), αφού πληροφορηθεί γραπτώς για την εναντίον του υπόθεση, τού παρέχεται η ευκαιρία να ακουστεί. Σύμφωνα με τους υφιστάμενους περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμούς του 2005, ως έχουν τροποποιηθεί το 2008, (Κ.Δ.Π. 299/05, Κ.Δ.Π. 159/08) και ειδικότερα τον κ. 5(6), το Π.Σ.Δ. αποφασίζει, υπό το φως των ενώπιόν του καταθέσεων, στοιχείων και πληροφοριών κατά πόσο δικαιολογείται η παραπομπή του υπό διερεύνηση δικηγόρου σε δίκη για να αποφασιστεί κατά πόσον είναι ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος. Βάσει του Άρθρου 17(9)(γ) του περί Δικηγόρων Νόμου η ακρόαση διεξάγεται σύμφωνα με τη διαδικασία η οποία καθορίζεται σε Κανονισμούς. Είναι δε μια τέτοια τυχόν απόφαση που σύμφωνα με το Άρθρο 17(5) του ίδιου Νόμου έχει το δικαίωμα να εφεσιβάλει ο Γενικός Εισαγγελέας, ο καταδικασθείς ή ο παραπονούμενος, εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, στο Εφετείο.
Αυτό το οποίο διαπιστώνουμε είναι ότι, όπως και στην υπόθεση Χαραλαμπίδου v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Πειθ. Έφ. 1/23, ημερ. 31.10.23, έτσι και στην παρούσα, είναι σαφές ότι το Π.Σ.Δ. δεν έδωσε άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας και ότι το μοναδικό ερώτημα είναι κατά πόσον μια τέτοια απόφαση είναι εφέσιμη. Επαναλαμβάνουμε και στην παρούσα ότι αυτό απαντάται αρνητικά μέσα από πάγια νομολογία πολλών ετών η οποία συνοψίζεται επαρκέστατα στην Ιάσωνος v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Πειθ. Έφ. 1/22, ημερ. 14.12.22 ως εξής:
«Εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγηση, είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της επιστολής 30.12.2021 ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο όχι μόνο δεν έδωσε άδεια για την έναρξη διαδικασίας, όπως απαιτείται από το Νόμο, αλλά θεωρεί ότι τέτοια καταγγελία δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Συνακόλουθα, η απόφαση δεν είναι εφέσιμη και, προς τούτο, παρέπεμψε σε νομολογία.
Συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου, η οποία συνάδει και με τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε.
Στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 ΑΑΔ 384, η οποία αφορούσε υπόθεση όπου επίσης δεν είχε δοθεί άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κρίθηκε ότι η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την απαιτούμενη από το Άρθρο 17(2)(δ) του Νόμου άδεια, δεν αποτελεί «απόφαση» εντός της εννοίας του Άρθρου17(4) και, συνεπώς, δεν είναι εφέσιμη. Όπως παρατήρησε στην απόφασή του ο Πρόεδρος Πικής, όπως ήταν τότε, «το δικαίωμα έφεσης που παρέχει το Άρθρο 17(4) του Νόμου περιορίζεται σε αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου επί της ουσίας παραπόνων των οποίων επιλαμβάνεται. Δεν εκτείνεται σε αποφάσεις που σχετίζονται με την παραπομπή παραπόνων στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δυνάμει του Άρθρου 17(2)(δ)».
Η απόφαση αυτή ακολουθήθηκε και εφαρμόστηκε στην Παττίχης ν. Κ.Κ. Δικηγόρου (2006) 1 ΑΑΔ 957, στην οποία ζητήθηκε από το Δικαστήριο να αποκλίνει από την προηγούμενη απόφαση Γεωργίου, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Στην υπόθεση Αλέκα Παπακόκκινου ν. Ι.Μ. κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 1162, που ακολούθησε, υιοθετήθηκε η ίδια προσέγγιση.
Και στην παρούσα περίπτωση, ακολουθώντας τη νομολογία, καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εφέσιμη».
Όπως καταληκτικά είχαμε αναφέρει στην υπόθεση Χαραλαμπίδου (ανωτέρω):
«Το ουσιώδες είναι ότι ελλείπει απόφαση επί της ουσίας παραπόνου, η οποία είναι και η μόνη για την οποία προνοείται δικαίωμα έφεσης από τον Νόμο. Η αποδοχή της εισήγησης θα εσήμαινε ότι το Εφετείο εισαγάγει δικαίωμα έφεσης εκεί που ο Νόμος δεν το έχει χορηγήσει, πράγμα ανεπίτρεπτο. Μια τέτοια διεύρυνση δε, θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τη δυνατότητα προσβολής με έφεση ακόμα και της πιο απλής και τυπικής απόφασης ή ρύθμισης του Π.Σ.Δ. πράγμα το οποίο δεν θεωρούμε πως συνιστούσε πρόθεση του Νομοθέτη».
Τα πιο πάνω ισχύουν κατ' αναλογίαν και στην παρούσα περίπτωση.
Εν όψει της ως άνω κατάληξής μας, η οποία σφραγίζει την τύχη της έφεσης, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων προδικαστικών ενστάσεων. Κρίνουμε όμως ορθό, για σκοπούς μελλοντικής καθοδήγησης, να σημειώσουμε ότι ενόσω παραμένει σε ισχύ ο περί Δικηγόρων (Εφέσεις εις Πειθαρχικάς Υποθέσεις) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1980 (E.E.Δ. 1643, 14.11.80), ο ορθός τύπος για την καταχώριση έφεσης θα είναι ο καθοριζόμενος στο Άρθρο 4 αυτού «Τύπος Ειδοποιήσεως Εφέσεως εξ Αποφάσεως Πειθαρχικού Συμβουλίου», ως έχει τροποποιηθεί κατά το 2023 από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Εν όψει της κατάληξής μας παρέλκει επίσης η ενασχόλησή μας αφενός με το γεγονός ότι η έφεση δεν στράφηκε εναντίον του ίδιου του Π.Σ.Δ. και αφετέρου με την επιμονή του Εφεσείοντος να συνεχίζει μια τέτοια προσωποπαγή, τιμωρητικής φύσης διαδικασία, εναντίον του αποβιώσαντος Εφεσίβλητου 1, η οποία είναι οιονεί δικαστική διαδικασία (βλ. Αναφορικά με Θ.Κ. κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 186).
Στη βάση όλων των πιο πάνω η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα συν Φ.Π.Α. υπέρ του Εφεσίβλητου 2 και εις βάρος του Εφεσείοντος.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.