ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 193/18)
12 Φεβρουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΤΙΝΑ
Εφεσείοντας/Εναγόμενος
και
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
-----------------------------
Αντρέας Δημητρίου για Αντρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Κατερίνα Πατσαλίδου (κα) για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η έκδοση απόφασης υπέρ των εναγόντων‑εφεσίβλητων και εναντίον του εναγόμενου‑εφεσείοντα για το ποσό των €211.720,74 συν τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού €82.495,25 από 17.9.2016 μέχρι εξόφλησης και διαταγμάτων για πώληση μετοχών και εξουσιοδότησης τρίτου προσώπου να υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο για σκοπούς πώλησης των εν λόγω μετοχών με τη συνεπακόλουθη οδηγία του Δικαστηρίου ότι οποιοδήποτε ποσό τυχόν εισπραχθεί από την εν λόγω πώληση αφαιρουμένων εξόδων, να συνυπολογιστεί έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της υπό κρίση έφεσης από τον εφεσείοντα.
Όπως προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί και βρίσκονται εντός του φακέλου, οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρίσει αγωγή εναντίον του εφεσείοντα διεκδικώντας την έκδοση απόφασης για ποσό €224.410,16 πλέον τόκο 13% ετησίως, όπως και των διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί, στη βάση της κατ' ισχυρισμό συμμετοχής του εφεσείοντα σε σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού δυνάμει συμφωνίας ημερ.12.5.1999 και το συνακόλουθο άνοιγμα τρεχούμενου χρεωστικού λογαριασμού, καθώς και σχετικό έγγραφο ενεχυρίασης αξιών προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων τις οποίες παρείχαν στον εφεσείοντα.
Ήταν η θέση των εφεσίβλητων ότι λόγω της μη τήρησης του απαιτούμενου ποσοστού εξασφάλισης του λογαριασμού, τερμάτισαν τη λειτουργία του στις 27.1.2003, με αποτέλεσμα να καταστεί οφειλόμενο το πιο πάνω ποσό, το οποίο ήταν το χρεωστικό υπόλοιπο του.
Ο εφεσείοντας στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του παραδέχεται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, και ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα τερματισμού του επίδικου λογαριασμού, όχι όμως χωρίς να τον ειδοποιήσουν. Ανταπαιτούσε επίσης το ισόποσο της αξίωσης των εφεσιβλήτων, όπως και δήλωση ότι οι αναφερόμενες αξίες ανήκουν στον ίδιο ελεύθερες παντός ενεχύρου ή άλλης επιβάρυνσης. Προέβαλε τη βασική θέση ότι οι ενεχυριάσεις μετοχών που έγιναν προς όφελος των εφεσίβλητων έγιναν παράνομα και ότι το παρουσιαζόμενο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι εφεσίβλητοι επέτρεπαν σε θυγατρική τους εταιρεία να ενεργεί κατά παράβαση της συμφωνίας και του πληρεξουσίου εγγράφου που είχε παραχωρήσει ο εφεσείων, o οποίος υπέστη ζημιά συνεπεία αυτής της συμπεριφοράς.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με 5 λόγους έφεσης. Αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή της νομολογίας που αφορά τον τερματισμό τρεχούμενου λογαριασμού και/ή λογαριασμού παρατραβήγματος και λανθασμένα και αντινομικά και κατά παράβαση των νομολογιακά καθορισμένων αρχών, έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τον επίδικο λογαριασμό και/ή τις πιστωτικές διευκολύνσεις. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα και μη εφαρμόζοντας τη νομολογία και ερμηνεύοντας λανθασμένα αυτή αναφορικά με τον τερματισμό τρεχούμενων λογαριασμών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μεταγενέστερες επιστολές που αποστάλθηκαν από τους εφεσίβλητους συνιστούσαν ενδεδειγμένο τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και/ή των πιστωτικών διευκολύνσεων. Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έκδοση απόφασης για συγκεκριμένο ποσό με τόκο 9% από 17.9.2016 μέχρι εξόφλησης, αφού είναι η θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία με την οποία μπορούσε να καταλήξει στο πραγματικό, τυχόν, οφειλόμενο ποσό. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αδικαιολόγητα και χωρίς να έχει ενώπιον του ικανή και αξιόπιστη μαρτυρία, κατέληξε ότι αποδείχθηκαν ενώπιον του οι όροι της επίδικης συμφωνίας, ενώ ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης πραγματεύεται το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συγκεκριμένες επιστολές, τα Τεκμήρια 19 και 20, πληρούσαν τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία για να δημιουργηθεί το μαχητό τεκμήριο ότι μία επιστολή που αποστάληκε μέσω ταχυδρομείου παραλήφθηκε από το άτομο στο οποίο αναφέρεται και ότι το γεγονός αυτό συνιστούσε επαρκή τερματισμό των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή λογαριασμού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα ευρήματα και ακολούθως στην εκκαλούμενη απόφαση του, άκουσε μαρτυρία από 7 συνολικά μάρτυρες, όλοι εκ των οποίων κλήθηκαν από πλευράς των εφεσίβλητων, ενώ ο εφεσείων δεν πρόσφερε μαρτυρία. Παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο συνοπτικά τη μαρτυρία του κάθε ενός από τους 7 αυτούς μάρτυρες, τους οποίους και αξιολογεί για να καταλήξει στα ευρήματα του. Αναφέρει ότι κατά την τελική αγόρευση του εφεσείοντα δεν προωθήθηκαν θέσεις περί αναξιοπιστίας οποιουδήποτε μάρτυρα. Παραθέτει ακολούθως τις εισηγήσεις που προωθήθηκαν από τις δύο πλευρές, καταγράφοντας τα αμφισβητούμενα πραγματικά και νομικά ζητήματα στη βάση των οποίων προχώρησε στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.
Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 6 της απόφασης του, οι θέσεις του εφεσείοντα πρωτόδικα ήταν ότι δεν αποδείχθηκαν i) οι όροι της συμφωνίας μεταξύ των μερών και ποιος από αυτούς παραβιάστηκε, ii) η εξουσιοδότηση διορισμού εμπιστευματοδόχου, iii) ότι οι συναλλαγές έγιναν με οδηγίες του εφεσείοντα και iv) ότι τερματίστηκε δεόντως η συμφωνία και ο λογαριασμός με αποτέλεσμα να μην έχει καθοριστεί ή προσδιοριστεί η οφειλή που θα καθιστούσε το υπόλοιπο του λογαριασμού απαιτητό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας τις γραμμές της νομολογίας για την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ανάφερε ότι αποκόμισε θετική εικόνα για όλους τους μάρτυρες, τους οποίους θεώρησε αξιόπιστους και ότι αυτοί προσπάθησαν έντιμα να παραθέσουν με ειλικρίνεια τη δική τους γνώση για την υπόθεση. Σημειώνει ότι δεν υπήρξαν ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία τους και αναφέρει ότι στην πραγματικότητα η μαρτυρία τους παρέμεινε αναντίλεκτη.
Οι διαπιστώσεις αυτές του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσίβλητων, αλλά και για το γεγονός ότι η μαρτυρία τους ουσιαστικά παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν αποτελούν αντικείμενο λόγου έφεσης.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο εφεσείων είχε υποβάλει αίτηση για να συμμετέχει στο «Σχέδιο Investor Account» της Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, παλαιάς επωνυμίας των εφεσίβλητων, η οποία και εγκρίθηκε από τους εφεσίβλητους στις 12.5.1999 με όριο ΛΚ 20.000 (€34.172).
Ο εφεσείων πριν να υπογραφεί η συμφωνία ημερ.12.5.1999, υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας με το οποίο διόρισε την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ (ΕΤΕ) αντιπρόσωπο του να διενεργεί για λογαριασμό του αγοραπωλησίες μετοχών και άλλων αξιών και να δίνει οδηγίες αναφορικά με τη λειτουργία του λογαριασμού.
Αναφέρεται επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στους όρους της συμφωνίας ημερ.12.5.1999, αλλά και σε άλλο έγγραφο που υπέγραψε ο εφεσείων την ίδια μέρα και συγκεκριμένα το «Έγγραφο Ενεχυρίασης Μετοχών / Δικαιωμάτων / Χρεογράφων», το οποίο έγινε προς εξασφάλιση των εφεσίβλητων για τις πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν εγκριθεί. Αναφέρθηκε ακολούθως στο άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού επ' ονόματι του εφεσείοντα και τη λειτουργία αυτού. Σημειώνει ότι αργότερα κατέστη αναγκαία και η υπογραφή της εξουσιοδότησης διορισμού εμπιστευματοδόχου, η οποία επίσης υπεγράφη από τον εφεσείοντα. Δέχτηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων είχε την απαραίτητη επικοινωνία με τους χρηματιστές της ΕΤΕ δίδοντας τους τις οδηγίες που επιθυμούσε καθώς και πλήρη γνώση για την τυχόν εκτέλεση τους, την εκάστοτε αξία του χαρτοφυλακίου του, και γενικά τη διακίνηση του λογαριασμού του. Κατέληξε επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων συνομολόγησε σύμβαση με τους εφεσίβλητους, δια της οποίας οι εφεσίβλητοι παρείχαν πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού με τους βασικούς όρους της σύμβασης να καταγράφονται στο πίσω μέρος της αίτησης (Τεκμήριο 4).
Ακολούθως, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείων παραβίασε τους όρους της συμφωνίας και μάλιστα τον ουσιώδη όρο αναφορικά με την κάλυψη του χαρτοφυλακίου του, ο οποίος παρείχε στους ενάγοντες το δικαίωμα τερματισμού.
Το πρώτο θέμα το οποίο απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να τερματίσουν τη συμφωνία, και τον λογαριασμό δεόντως ή επαρκώς ως ήταν υποχρέωση τους. Με αναφορά στη νομολογία και ειδικά στην υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238, η οποία αφορούσε επίσης τη λειτουργία επενδυτικού λογαριασμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι με βάση τη μεταξύ των μερών συμφωνία δεν υπήρχε πρόνοια ότι αυτή θα έπρεπε να τερματιστεί γραπτώς. Κάνει επίσης αναφορά στον όρο 4 της σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσίβλητοι είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν οποτεδήποτε τον λογαριασμό χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση προς τον εφεσείοντα. Αυτό το δικαίωμα είχε απασχολήσει το Δικαστήριο στο πλαίσια της υπόθεσης Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, στην οποία με βάση τα γεγονότα της είχε κριθεί ότι η απουσία μαρτυρίας για τερματισμό είχε καταλυτικές συνέπειες για την αξίωση της τράπεζας, η οποία πρωτοδίκως απέτυχε και το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επικυρώσει την απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση διέκρινε την εν λόγω υπόθεση από την υπόθεση που είχε ενώπιον του, αναφέροντας ότι στην ενώπιον του υπόθεση υπήρξε μαρτυρία και αντίστοιχο εύρημα περί τερματισμού της συμφωνίας, και ειδικότερα λήφθηκε απόφαση για τερματισμό του λογαριασμού στις 27.1.2003 και το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα αργότερα, και συγκεκριμένα στις 12.8.2003, με το Τεκμήριο 19. Αναφέρει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Τεκμήριο 19, σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, στάληκε στον εφεσείοντα δια ταχυδρομείου. Παρουσιάστηκε μάρτυρας ενώπιον του, o οποίος αναγνώρισε τις επιστολές τερματισμού, οι οποίες είχαν σταλεί συστημένες σε διεύθυνση που είχε δηλώσει ο εφεσείων σε διάφορα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν τον λογαριασμό του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδέχτηκε ότι οι επιστολές αυτές είχαν ταχυδρομηθεί ως συστημένες και πως για αυτές λειτουργεί, χωρίς να έχει κλονιστεί, το τεκμήριο λήψης τους στη βάση των γνωστών νομολογιακών αρχών, δεδομένου ότι δεν είχε τεθεί θέμα πιθανής επιστροφής τους εφαρμόζοντας τις αρχές της υπόθεσης Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν όπως έχει ήδη αναφερθεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τον τερματισμό του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού.
Στη σελίδα 26 της εκκαλούμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με βάση τη συμφωνία των μερών δεν υπήρχε πρόνοια ότι αυτή έπρεπε να τερματιστεί γραπτώς και ότι οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν το δικαίωμα να τερματίσουν τον λογαριασμό χωρίς προειδοποίηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, διαπίστωσε ότι προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία προς απόδειξη του τερματισμού του λογαριασμού, παραπέμποντας στην υπόθεση Καλλικάς (ανωτέρω). Ειδικότερα, αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν απόφαση στις 27.1.2003 για τερματισμό του εν λόγω λογαριασμού (Τεκμήριο 18 στην πρωτόδικη διαδικασία) και στις 12.8.2003 κοινοποίησαν αυτή τους την απόφαση στον εφεσείοντα, σχετικό είναι το Τεκμήριο 19, αν και δεν είχαν τέτοια συμβατική υποχρέωση.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργοποιήθηκε το τεκμήριο λήψης συστημένης επιστολής προς τον εφεσείοντα, δεδομένου ότι δεν είχε τεθεί θέμα επιστροφής της. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι στο Τεκμήριο 19 ημερ.12.8.2003, γίνεται αναφορά στην προηγούμενη επιστολή των εφεσίβλητων ημερ.27.1.2003, Τεκμήριο 18.
Στην υπόθεση Καλλικάς (ανωτέρω) έχουν λεχθεί τα ακολούθα σε σχέση με τον τερματισμό συμφωνίας (για πανομοιότυπο όρο με αυτό του Τεκμηρίου 4):
«Είναι σαφές ότι με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, δεν υπάρχει πρόνοια ότι η συμφωνία θα πρέπει να τερματιστεί γραπτώς. Παρά ταύτα, η συμφωνία τερματίστηκε γραπτώς. Η Τράπεζα με 2 επιστολές της, ημερομηνίας 11.11.2000 και 1.2.2001, προειδοποίησε τον Εφεσείοντα ότι αν δεν καλύψει τις υπερβάσεις του, δεν θα έχει άλλη επιλογή από του να τερματίσει τη συμφωνία. Στις 24.9.2001 τον πληροφόρησε ότι έχει προχωρήσει στο κλείσιμο του λογαριασμού και του ζήτησε για τελευταία φορά να εξοφλήσει κάθε υπόλοιπο και ότι αν παρέλειπε να το πράξει, θα προχωρούσαν σε πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών και λήψη νομικών μέτρων εναντίον του. Αυτό κατ' ακρίβεια σήμαινε τερματισμό της συμφωνίας, εφόσον το επόμενο στάδιο ήταν η λήψη δικαστικών μέτρων. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η συμφωνία προέβλεπε για τερματισμό της συμφωνίας, χωρίς προειδοποίηση. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε όχι μόνο ικανοποιητική προειδοποίηση, αλλά και τερματισμός. Από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου στοιχεία, το εύρημα ότι το χρέος κατέστη απαιτητό, είναι απόλυτα ορθό. Φαίνεται ότι ο δικηγόρος του Εφεσείοντος όντως συγχέει τις περιπτώσεις εγγυητών. Εκεί η Τράπεζα καθιστά το χρέος του πρωτοφειλέτη απαιτητό, σύμφωνα με τη μεταξύ τους συμφωνία. Όμως για τον εγγυητή εφαρμόζονται διαφορετικοί όροι, εφόσον μεταξύ τους υπάρχει ξεχωριστή συμφωνία, αναφορικά με τον τερματισμό και πότε το χρέος καθίσταται απαιτητό.
Το γεγονός ότι στην έκθεση απαίτησης αναφερόταν ως ημερομηνία τερματισμού η 24.9.2001, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να βρει ότι ο τερματισμός έγινε σε άλλη ημερομηνία, αν κάτι τέτοιο προέκυπτε από τη μαρτυρία.»
Στην υπόθεση Christakis Ioannou Merkis Services Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 126/12, ημερ.10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A345, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες αμφισβητούν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία ημερ. 30.3.1998 τερματίστηκε νόμιμα και με επιστολές ημερ. 14.6.2004, Τεκμ. 8 και 1.9.2005, Τεκμ. 9, στις 14.6.2004 και ότι αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία. Περαιτέρω το εύρημα αυτό σύμφωνα με τους εφεσείοντες, είναι αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία και Έκθεση Απαιτήσεως.
Η παράγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης έχει ως ακολούθως:
"9. Οι Ενάγοντες δυνάμει των όρων της μεταξύ των συμφωνίας ετερμάτισαν τον πιο πάνω λογαριασμό δια επιστολής τους ημερομηνίας 2/3/2001 και δια συστημένων επιστολών των ημερομηνίας 14/6/2004 και 1/9/2005 προς όλους τους Εναγόμενους και εκάλεσαν αυτούς να εξοφλήσουν το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Περαιτέρω πληροφόρησαν όλους τους Εναγομένους για την αλλαγή του χρεωστικού επιτοκίου με βάση τον πιο πάνω Νόμο στον 9 και στο 10,50% σταθερό από 14/6/2004 ως επίσης και για τον τρόπο υπολογισμού του τόκου και την κεφαλαιοποίηση τούτου δύο φορές ετησίως και τη χρέωση του την 30η Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους και κατέστησαν απαιτητόν παν οφειλόμενον ποσόν και κάλεσαν τους Εναγομένους όπως εξοφλήσουν παν οφειλόμενο υπόλοιπο πλέον τόκων."
Το εύρημα δε του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτό αναγράφεται στη σελ. 17 της απόφασης του είναι ότι:
"Όσον αφορά τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας, από το περιεχόμενο των επιστολών ημερομηνίας 14.6.2004 (Τεκμήριο 8) και 1.9.2005 (Τεκμήριο 9) είναι πρόδηλο ότι έγινε στις 14.6.2004. Το γεγονός αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία και το Δικαστήριο δεν εμποδίζεται να προβεί σε τέτοιο εύρημα παρόλο που στην έκθεση απαίτησης αναφέρεται ως ημερομηνία τερματισμού η 2.3,2001 (βλ. Σχετικά Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Εφ. Αρ. 21/2008 ημερομηνίας 14.7.2010). Συνεπώς οι ενάγοντες απέσεισαν το βάρος απόδειξης της απαίτησής τους βάσει των πιο πάνω δεδομένων."
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων ότι το "εύρημα είναι αντίθετο με τον δικογραφημένο ισχυρισμό της παραγράφου 9 της Έκθεσης Απαίτησης όπου αναφέρεται ότι ο επίδικος λογαριασμός τερματίστηκε με επιστολή ημερ. 14.6.2004 και 1.9.2005 και οι Ενάγοντες κάλεσαν τους Εναγομένους να εξοφλήσουν την οφειλή τους".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απομόνωσε από την παράγρ. 9 ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας έγινε στις 2.3.2001. Η ορθή ανάγνωση της άνω παραγράφου είναι ότι ο τερματισμός επήλθε ξεχωριστά και με τις τρεις επιστολές. Όπως όμως πολύ ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, από το περιεχόμενο των επιστολών ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) και 1.9.2005 (Τεκμ. 9) προκύπτει αβίαστα ότι το τερματισμός επήλθε στις 14.6.2004 με την επιστολή ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) όπου ρητά αυτό αναφέρεται. Η επιστολή ημερ. 2.3.2001, όπως αυτή είναι διατυπωμένη, κατέστησε όλο το οφειλόμενο ποσό απαιτητό χωρίς όμως να γίνεται αναφορά σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Αντίθετα, η επιστολή ημερ. 14.6.2004 (Τεκμ. 8) ρητά αναφέρεται σε τερματισμό του επίδικου λογαριασμού. Η επιστολή ημερ. 1.9.2005 (Τεκμ. 9) παραπέμπει στις δύο προηγούμενες επιστολές και ρητά αναφέρεται στον τερματισμό του λογαριασμού από 14.6.2004.
Παρόλο που η δικογράφηση της παραγρ. 9 της Έκθεσης Απαίτησης δεν είναι η καλύτερη, εντούτοις, ο τρόπος που είναι καταγραμμένη, επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αχθεί στο εύρημα στο οποίο ήχθη και το οποίο είναι ορθό σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του. Ως αποτέλεσμα ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.»
Η υπόθεση Lombard Natwest v. Λαζαρίδη (ανωτέρω), έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης. Σε εκείνη την υπόθεση έλειπε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο λογαριασμός είχε τερματιστεί ή ότι είχε υποβληθεί οποιαδήποτε αξίωση προς τον πρωτοφειλέτη (ή τον εγγυητή) για την αποπληρωμή του χρέους και με βάση τον όρο 3 της συμφωνίας στην εν λόγω υπόθεση, το κυρίαρχο στοιχείο στη στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης αποπληρωμής ήταν μόνο ο τερματισμός του λογαριασμού, όχι όμως και η υποχρέωση ειδοποίησης προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή. Η έλλειψη μαρτυρίας για τον τερματισμό του λογαριασμού συνιστούσε, σε εκείνη την υπόθεση, ανυπέρβλητο εμπόδιο στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης των εφεσειόντων.
Όπως όμως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, ανεξάρτητα από την ημερομηνία του τερματισμού, το πραγματικό γεγονός είναι ότι ο λογαριασμός έκλεισε, το χρέος κατέστη απαιτητό και ο εφεσείων ουδέν έπραξε σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί αγωγή εναντίον του. Σημειώνουμε επίσης ότι στην παρούσα περίπτωση η ημερομηνία κοινοποίησης του τερματισμού λήφθηκε υπόψη κατά το στάδιο του υπολογισμού του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο και παραπέμπουμε σχετικά στη σελίδα 28 της πρωτόδικης απόφασης. Ουδείς δυσμενής επηρεασμός θέσης ή των δικαιωμάτων του εφεσείοντα από τη μη παραλαβή της πρώτης επιστολής (ημερ.27.1.2003) ή το εύρημα του Δικαστηρίου αναφορικά με τον χρόνο τερματισμού, έχει συμβεί στην παρούσα υπόθεση. Ο εφεσείων ουδέποτε τέθηκε προ εκπλήξεως. Αντίθετα, είχε την ευκαιρία και να αντεξετάσει τους μάρτυρες των εφεσίβλητων και επί των τεκμηρίων που κατέθεσαν και να προσφέρει και o ίδιος μαρτυρία σε σχέση με το γεγονός του τερματισμού, αν και επέλεξε να μην το κάνει.
Ενόψει των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία που να αποδεικνύει το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία των μαρτύρων για τους εφεσίβλητους, όπως και τα πλείστα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκε η λεπτομερής κατάσταση του λογαριασμού του εφεσείοντα, όπως και αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού και τα αναλυτικά πινακίδια των συναλλαγών. Δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες οι οποίοι εξήγησαν επαρκώς και με πειστικότητα, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όλα τα ζητήματα που αφορούσαν οι καταστάσεις λογαριασμού, η οποία μαρτυρία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά χωρίς να αμφισβητηθεί, και υπενθυμίζουμε ότι δεν υπάρχει λόγος έφεσης που να αφορά την αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε επίσης ότι η απαίτηση των εφεσίβλητων είχε περιοριστεί σημαντικά στη βάση των αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 21‑23 της πρωτόδικης απόφασης παρέθεσε τη δια ζώσης μαρτυρία, αλλά και τα Τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον του. Έκρινε ότι για μία αγορά δεν προσκομίστηκε πινακίδιο συναλλαγής και την αφαίρεσε από το εξ αποφάσεως ποσό, ενώ για το υπόλοιπο ποσό, λαμβάνοντας υπόψη τον περαιτέρω περιορισμό της απαίτησης λόγω της καθυστέρησης της κοινοποίησης του τερματισμού στον εφεσείοντα, κατέληξε στο ποσό για το οποίο έκδωσε την απόφαση του τεκμηριωμένα και με πλήρη αναφορά στα Τεκμήρια.
Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι δεν αποδείχθηκαν οι όροι της επίδικης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Η θέση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του καταγράφει τις παραδοχές που έγιναν από τον εφεσείοντα, ειδικά για τη συνομολόγηση σύμβασης, της οποίας οι βασικοί όροι καταγράφονται στο πίσω μέρος της αίτησης, Τεκμήριο 4. Αναγνώρισε επίσης ο εφεσείοντας ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους όπως οι εφεσίβλητοι του παρέχουν πιστωτικές διευκολύνσεις μέσω του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού, αλλά και το έγγραφο ενεχυρίασης. Στο πίσω μέρος της αίτησης, Τεκμήριο 4, αναγράφονται οι βασικοί όροι της σύμβασης, μεταξύ των οποίων ο όρος 6, σύμφωνα με τον οποίο:
«6. Ουσιώδης όρος του Σχεδίου είναι ότι ο Investor υποχρεούται να συνεισφέρει εξασφαλίσεις υπό μορφή μετρητών ή άλλων ισάξιων αξιών του Κυπριακού Χρηματιστηρίου σε ποσοστό 25% πέραν του εγκεκριμένου ορίου του Investor Account.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει δε στη σελίδα 24 και 25 της πρωτόδικης απόφασης του τα ακολούθα:
«Η αξία χαρτοφυλακίου του Εναγόμενου από €52.470 στις 16.2.01 μειώθηκε στις €16.935 στις 8.1.02 και ακολούθησε πτωτική πορεία μέχρι τις 27.1.03 που έφθασε στις €14.331 και στις 12.8.03 ήταν €11.452. Αυτά σε συνδυασμό με το αυξηθέν όριο του λογαριασμού και το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες καταδεικνύει πως δεν υφίστατο ούτε η αρχικώς συμφωνηθείσα κάλυψη του 25% ούτε και η μεταγενέστερα καθορισθείσα κάλυψη του 40%, αφού για κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υπάρχει αξία χαρτοφυλακίου τέτοια που να υπερέβαινε το άθροισμα του χρεωστικού υπολοίπου με το 25% (ή το 40%) επί του ορίου. Έπεται πως υπήρξε παραβίαση όρου και μάλιστα συμφωνηθέντος ως ουσιώδους όρου, η οποία αναμφίβολα παρείχε στους Ενάγοντες το δικαίωμα τερματισμού.»
Ενόψει των ανωτέρω, ούτε και ο τέταρτος λόγος έφεσης έχει πιθανότητες επιτυχίας, αντίθετα απορρίπτεται.
Παραμένει προς εξέταση ο πέμπτος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ενεργοποίησης του Τεκμηρίου παραλαβής των επιστολών, Τεκμηρίων 19 και 20, από τον εφεσείοντα. Σύμφωνα με τη νομολογία υπάρχει Τεκμήριο ότι επιστολή η οποία έχει αποδειχθεί να έχει ταχυδρομηθεί στην τελευταία γνωστή διεύθυνση και να μην έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη για την παράδοση της στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Theodorou v. Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9 και Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1895.
Περαιτέρω στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Reissue, Τόμος 17(1) σελ.393, παρ.882 αναφέρονται τα ακολούθα σχετικά με την απόδειξη ταχυδρόμησης:
«882. Proof of posting. The posting of a letter may be proved by the person who posted it, or by showing facts from which posting may be presumed. Thus, evidence of posting may be given by proving that a letter was delivered to an employee who in the ordinary course of business would have posted it, or that it was put into a box which was cleared every day by the postman. The fact that a letter has been copied into a letter book is evidence against the person keeping the book that the letter was posted.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαφοροποίησε τα Τεκμήρια 19 και 20 από τα Τεκμήρια 15‑18, αναφέροντας ότι πρόκειται για συστημένες επιστολές που ταχυδρομήθηκαν στη διεύθυνση που o ίδιος ο εφεσείων είχε δηλώσει χωρίς να τεθεί ζήτημα επιστροφής τους. Η ταχυδρόμηση τους αποδείχθηκε από τα Τεκμήρια 26 και 27, αλλά και τη δια ζώσης μαρτυρία του Μ.Ε.3 που εργάζεται στο Τμήμα Αλληλογραφίας των εφεσίβλητων, στα οποία καταγράφονται οι ημερομηνίες, οι αριθμοί των συστημένων επιστολών και η διεύθυνση του εφεσείοντα. Επομένως ενεργοποιήθηκε το τεκμήριο λήψης‑παραλαβής των επιστολών και ο εφεσείοντας είχε το βάρος να το καταρρίψει προσφέροντας μαρτυρία που να δεικνύει ότι οι εν λόγω επιστολές είχαν επιστραφεί χωρίς να τις παραλάβει, κάτι το οποίο δεν έπραξε, όπως και δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία στην υπόθεση.
Επομένως ούτε και ο πέμπτος ο λόγος έφεσης επιτυγχάνει, αντίθετα απορρίπτεται.
Συνεπεία των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας που ανέρχονται στο ποσό των €4.000 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.