ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 18/2025)
4 Φεβρουαρίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Εφεσιβλήτου
-------------------------------------------
Σ. Χρυσοστόμου για Γενικόν Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα
Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Ε.Δ. Πάφου ημερομηνίας 22.1.2025, με την οποία απερρίφθη αίτημα προσωποκράτησης του Εφεσίβλητου επί τω ότι δεν κατεδείχθη η ύπαρξη εύλογης και γνήσιας υπόνοιας για διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και ο κίνδυνος επηρεασμού του ανακριτικού έργου.
Αντικείμενο των υπό διερεύνηση αδικημάτων είναι καταγγελία κατά αστυφύλακα περί του ότι ζήτησε και έλαβε από εμπλεκόμενη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ποσόν €600 για να διευθετήσει κατ' ισχυρισμόν ζημιά σε πινακίδα παρακείμενου καταστήματος. Εναντίον του διερευνώνται αδικήματα αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους, δεκασμού δημοσίου λειτουργού, κλοπής υπό δημοσίου λειτουργού, κατάχρησης εξουσίας, δόλου και κατάχρησης εμπιστοσύνης, καθώς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Με βάση την ένορκη μαρτυρία, στην κατάθεσή της η Παραπονούμενη ανέφερε εν ολίγοις: (i) Ότι μετά το δυστύχημα και κατόπιν δύο τηλεφωνημάτων από τον Ύποπτο, εν τέλει πήγε στον Σταθμό για κατάθεση στις 9.1.25, (ii) Ότι στο δεύτερο τηλεφώνημά του ο Ύποπτος τής είχε πει, μεταξύ άλλων, ότι η ίδια κατά το δυστύχημα είχε προκαλέσει ζημιά σε πινακίδα παρακείμενου καταστήματος, (iii) Ότι όταν πήγε στον Σταθμό, έδωσε και υπέγραψε την κατάθεσή της για το δυστύχημα, ο Ύποπτος επανέλαβε τα περί ζημιάς, οπότε η ίδια τον ρώτησε αν γνώριζε το ύψος της (ζημιάς) και παίρνοντας την απάντηση ότι αυτή ανέρχεται σε €600 τού είπε ότι θα μετέβαινε σε τράπεζα να φέρει χρήματα για να κανονίσει ο ίδιος να πληρωθεί το κατάστημα, (iv) Ότι πάνω στο γραφείο του είδε και άσπρη κόλλα στην οποίαν αναγραφόταν ο αριθμός «600», (v) Ότι αυθημερόν πήγε στην τράπεζα και επέστρεψε στον Σταθμό, όπου και άφησε πάνω στο γραφείο του Υπόπτου το ποσόν των €600 και αποχώρησε, αφού προηγουμένως ο ίδιος τής είπε ότι «θα το κανονίσει», και τέλος (vi) Ότι το συμβάν το ανέφερε αργότερα σε συγγενικό της πρόσωπο.
Από έλεγχο που έγινε στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας, εντοπίστηκε σε αυτό καταχώρηση από τον Ύποπτο για το δυστύχημα χωρίς οποιαδήποτε καταχώρηση για τυχόν πρόκληση ζημιάς σε ξένη περιουσία. Άλλη μαρτυρία αναφερόταν στο ότι, μετά την καταγγελία της Παραπονούμενης, η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας διαπίστωσε αφενός ότι ο Ύποπτος εργαζόταν στον Σταθμό και τις δύο μέρες για τις οποίες είχαν διευθετήσει τις συναντήσεις και αφετέρου ότι ούτε είχε προκληθεί οποιαδήποτε ζημιά σε πινακίδα του παρακείμενου καταστήματος ούτε είχε υποβληθεί τέτοιο παράπονο. Ανακρινόμενος δε προφορικά ο Ύποπτος, είπε ότι στη σκηνή του δυστυχήματος ο ίδιος πήγε μετά την παραλαβή των οδηγών από ασθενοφόρο και ότι άγνωστος παρευρισκόμενος εκεί άντρας τού είχε πει ότι το όχημα της Παραπονούμενης κτύπησε σε πινακίδα του Συμβουλίου Κισσόνεργας, προκαλώντας ζημιά αλλά ο ίδιος (ο Ύποπτος) δεν εντόπισε τέτοια ζημιά.
Η κράτηση του Υπόπτου, σύμφωνα με το αίτημα της Αστυνομίας, καθίστατο αναγκαία ένεκα του εναπομείναντος ανακριτικού έργου και του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, καταστροφής τεκμηρίων και διαφυγής στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Σε ό,τι αφορά το εναπομείναν ανακριτικό έργο, είχαν ληφθεί τρεις και αναμενόταν η λήψη άλλων 12 περίπου καταθέσεων, συμπεριλαμβανομένων κάποιων καταθέσεων από το οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον του Υπόπτου. Επιπλέον θα λαμβάνονταν καταθέσεις από πρόσωπα που παρευρέθηκαν στη σκηνή του δυστυχήματος, από αρμόδια πρόσωπα για να διαπιστωθεί εάν υπήρχαν τοποθετημένες πινακίδες στη σκηνή του δυστυχήματος και αν υπέστησαν οποιεσδήποτε ζημιές, καθώς και ανακριτική κατάθεση από τον Ύποπτο. Επίσης, θα παραλαμβάνονταν τα δεδομένα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του Αστυνομικού Σταθμού που εργαζόταν ο Ύποπτος κατά τον ουσιώδη χρόνο για να διαφανούν οι κινήσεις της Παραπονούμενης και του ιδίου. Περαιτέρω θα γίνονταν εξετάσεις στο τραπεζικό ίδρυμα, στο οποίο κατ' ισχυρισμόν μετέβη η Παραπονούμενη και παρέλαβε χρήματα, αίτηση για την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης των λογαριασμών που διατηρεί ο Ύποπτος και αίτηση για την έκδοση διατάγματος τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.
Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι: (α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφήρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας, καθότι διαπίστωσε ότι από τη μαρτυρία της Παραπονούμενης είναι δυνατόν να προκύπτουν «απλές υπόνοιες», οι οποίες και καλόπιστες να είναι δεν επαρκούν. Τούτο κατά τον Εφεσείοντα αποτελεί ανεπίτρεπτο συμπέρασμα αξιοπιστίας της Παραπονούμενης, (β) Από τη μαρτυρία προέκυπτε εύλογη υπόνοια για ανάμειξη του Υπόπτου στα υπό διερεύνηση αδικήματα, (γ) Παραγνωρίστηκε ο όγκος του υπολειπόμενου ανακριτικού έργου και η αναγκαιότητα της κράτησης ένεκα του εύλογου φόβου επηρεασμού μαρτύρων, τα οποία δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος 8ήμερης προσωποκράτησης, (δ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ακόμη και αν δικαιολογείτο η κράτηση, αυτή δεν θα υπερέβαινε τη μια μέρα.
Παρότι μέχρι την ακρόαση της έφεσης είχαν ήδη παρέλθει έξι ημέρες από την εκκαλούμενη απόφαση, ο συνήγορος του Εφεσείοντος ζήτησε όπως εκδοθεί από το Εφετείο διάταγμα προσωποκράτησης για άλλες δυο ημέρες, εν όψει του ότι η προσωποκράτηση πρωτοδίκως ζητήθηκε για οκτώ ημέρες. Σε ερώτηση του Εφετείου για το εναπομείναν ανακριτικό έργο, ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε ότι μέχρι εκείνης της στιγμής λήφθηκαν 11 καταθέσεις και αναμένετο να ληφθούν άλλες επτά, καθώς και ανακριτική κατάθεση από τον Ύποπτο. Στις ληφθείσες καταθέσεις περιλαμβάνεται η κατάθεση του αστυφύλακα που ήταν παρών κατά τον χρόνο που η Παραπονούμενη συνάντησε τον Ύποπτο στον Αστυνομικό Σταθμό. Εκ των επτά που υπολείπονται οι τέσσερεις αφορούν πρόσωπα που ήταν στη σκηνή του δυστυχήματος, μια από το οικογενειακό, μια από το επαγγελματικό περιβάλλον του Υπόπτου και μια από αρμόδιο λειτουργό του Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε βάσιμη εξήγηση ως προς το γιατί οι καταθέσεις αυτές δεν λήφθηκαν στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την προσωποκράτηση υπόπτου εξηγήθηκαν και αναλύθηκαν σε πληθώρα δικαστικών αποφάσεων. Συνοψίζονται στην Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 330 όπου αναφέρεται ότι για να διαταχθεί προσωποκράτηση:
«(α) Θα πρέπει να υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει τη διάπραξη κάποιου αδικήματος.
(β) Η μαρτυρία αυτή θα πρέπει να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ή υποψία πως ο ύποπτος εμπλέκεται στο αδίκημα.
(γ) Οι αστυνομικές ανακρίσεις θα πρέπει να βρίσκονται σε εξέλιξη, και
(δ) Η κράτηση του υπόπτου θα πρέπει να είναι αναγκαία για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων».
(βλ. και Αριστοδήμου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 667).
Για το εύλογο των υπονοιών εις χείρας της Αστυνομίας άμεσα σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση του Πική Π., στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160:
«Όπως εξηγείται στην Stamataris, πρώτο, οι υποψίες της Αστυνομίας πρέπει να είναι γνήσιες. Δε γίνεται ποτέ ανεκτή η χρήση της εξουσίας για αλλότριους σκοπούς. Δεύτερο, οι υπόνοιες πρέπει να είναι εύλογες. Είναι εύλογες εφόσον πηγάζουν από τα στοιχεία στη διάθεση της Αστυνομίας και δικαιολογούνται από αυτά.
Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητά τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία, κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα».
Προς υποστήριξη της πρωτόδικης απόφασης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα επικαλέστηκε την απόφαση του ΕΔΑΔ στην Fox, Cambell and Hartley v. The United Kingdom (1991) 13 EHRR 157, στην οποία αναφέρθηκε πως τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η υπόνοια πρέπει να ικανοποιούν τον αντικειμενικό παρατηρητή ότι το εμπλεκόμενο πρόσωπο δυνατόν να διέπραξε το αδίκημα. Η εν λόγω αρχή αποτελεί μέρος και της ημεδαπής νομολογίας. Υπενθυμίζουμε προς τούτο, το λεχθέν στην υπόθεση Ζανέττου κ.ά. v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652, ότι «. το αντικείμενο διερεύνησης από το Δικαστήριο είναι κατά πόσον η μαρτυρία που τίθεται ενώπιόν του δημιουργεί εξ αντικειμένου εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος ενέχεται στο αδίκημα που διερευνάται».
Στην υπόθεση Συμιλλίδης (ανωτέρω) τονίζεται και το περιορισμένο πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εξής:
«Κριτής του εύλογου των υπονοιών της Αστυνομίας, για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα, είναι το Δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται της αίτησης για την κράτησή του. Δεν είναι έργο του Εφετείου η αποτίμηση των στοιχείων αυτών. Η διακριτική ευχέρεια για τη διαπίστωση του εύλογου ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Εφόσον τα στοιχεία είναι σχετικά και θα μπορούσαν να θεμελιώσουν εύλογες υπόνοιες το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο διέταξε την κράτηση».
(Έμφαση δοθείσα)
Η ίδια αρχή έχει επαναληφθεί στη Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 267/18, ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B399, από τον Οικονόμου Δ.:
«Περί διακριτικής ευχέρειας ο λόγος. Σε περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις σωστές αρχές δικαίου και δεν παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα, το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Σχουρή v. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56). Η έφεση δεν παρέχει το μέσο και δεν αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα τους οποίους εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νοουμένου ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα ορθά πλαίσια. Παραπέμπουμε συναφώς και στην Μαυρομιχάλη v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 62/2014, ημερ. 9.4.2014, όπου τονίστηκε πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου», αλλά «όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της».
Συνάγεται λοιπόν από τις υποθέσεις Συμιλλίδης και Στυλιανού (ανωτέρω) ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνον εάν κριθεί είτε ότι έχουν ληφθεί υπ' όψιν γεγονότα ή στοιχεία μη σχετικά με τα επίδικα θέματα είτε ότι έχουν παραγνωριστεί οι παράγοντες ή τα κριτήρια που καθιέρωσε η νομολογία μας είτε ότι η διακριτική ευχέρεια πρωτοδίκως έχει ασκηθεί χωρίς να ληφθούν υπ' όψιν οι σωστές αρχές δικαίου ή έξω από τα νομολογηθέντα ορθά πλαίσια ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία [βλ. και Αντωνίου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240, Ζανέττου κ.ά. v. Αστυνομίας, (ανωτέρω)].
Με κάθε σεβασμό προς τις αντίθετες ενώπιόν μας εισηγήσεις, έχουμε τη γνώμη πως η παρούσα είναι από τις περιπτώσεις στις οποίες παρατηρείται ένας συνδυασμός λόγων από τους πιο πάνω για τους οποίους θα δικαιολογείτο η παρέμβαση του Εφετείου στην πρωτόδικη κρίση. Πριν όμως από τον οποιονδήποτε περαιτέρω σχολιασμό εκ μέρους μας και για σκοπούς τεκμηρίωσης της πιο πάνω κρίσης μας, θεωρούμε απαραίτητη την παράθεση του ουσιώδους αποσπάσματος από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο έχει ως εξής:
«Αυτό που η Αστυνομία έχει στα χέρια της, είναι βασικά μόνον η κατάθεση ενός προσώπου, της παραπονούμενης, την 21.01.2025, αρκετές ημέρες μετά από την ημερομηνία κατά την οποία η ίδια υποτίθεται πως άφησε πάνω στο γραφείο του υπόπτου €600, χωρίς να θυμάται και οτιδήποτε άλλο σχετικά, όπως ανέφερε κατά την αντεξέτασή του ο Λοχ.0009 (sic) επειδή κατά τη θέση της ο ύποπτος της είπε ότι υπάρχει ζημιά σε πινακίδα που πρέπει να πληρωθεί, χωρίς τελικά να υπάρχει, άφησε πάνω στο γραφείο του €600. Οι κινήσεις που έγιναν προς διερεύνηση της σοβαρότητας και της εκ πρώτης όψεως βασιμότητας αυτής της καταγγελίας [..] δεν ήταν ουσιαστικές, για να μπορέσει να συγκεντρωθεί μαρτυρικό υλικό, από το οποίο να προκύπτει η διάπραξη των υπό διερεύνηση σοβαρών αδικημάτων και της εμπλοκής του υπόπτου σε αυτά. Από τη μαρτυρία της παραπονούμενης είναι δυνατόν να προκύπτουν απλές υπόνοιες. Ακόμη και καλόπιστες να είναι, όπως ήδη λέχθηκε, δεν επαρκούν. Κατά την κρίση μου η Αστυνομία βεβιασμένα προχώρησε, χωρίς οποιεσδήποτε εσωτερικές διερευνητικές πράξεις που να δίνουν στοιχεία, να εκθέσει τον ύποπτο σε ένα κατάλογο τόσο σοβαρών αδικημάτων, και να προχωρήσει με παρεμβατικά μέτρα, περιλαμβανομένης της αίτησης αυτής, για την προσωποκράτηση του. Ενδεχομένως και η απλή υπόνοια περί ενεργειών της Αστυνομίας που παραπέμπουν σε διαφθορά να δημιουργεί την ανάγκη να επιδειχθεί ζήλος, για την εξωτερίκευση της μη ανοχής και της ανάγκης για πάταξη. Ωστόσο, η ελευθερία του ατόμου δεν περιορίζεται με απλές κουβέντες και υπόνοιες».
(Έμφαση δοθείσα)
Αρχής γενομένης από την καταληκτική, εν είδει γενικής διακήρυξης, ρήση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα πρέπει να πούμε πως θεωρούμε τουλάχιστον ατυχές, το κατά τα άλλα σαφές υπονοούμενο, ότι η κατάθεση της Παραπονούμενης ήταν «απλές κουβέντες». Για σκοπούς ενός τέτοιου σταδίου ως «κουβέντες» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οποιεσδήποτε τυχόν διαδόσεις, φήμες ή και προφορικοί ενδεχομένως ισχυρισμοί κάποιου, χωρίς προοπτική γραπτής κατάθεσης. Εδώ όμως η εκδοχή της Παραπονούμενης είχε υπερβεί αυτό το επίπεδο. Η κατάθεσή της ήταν γραπτή, απέδιδε σοβαρά αδικήματα σε μέλος της Αστυνομίας μετά από την εμπλοκή της ίδιας σε τροχαίο, η καταγγελία της διερευνάτο από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας ενώ τόσον το Άρθρο 18 του περί Σύστασης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομίας Ν.3(I)/18 όσον και το Άρθρο 115 του Ποινικού Κώδικος, προβλέπουν σοβαρές ποινικές κυρώσεις για όποιον παρέχει ψευδή στοιχεία ή δίδει ψευδή κατάθεση στα πλαίσια έρευνας ή ανάκρισης.
Ούτε βέβαια είχε οποιαδήποτε σχέση ή σημασία το ότι αυτό που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία ήταν «μόνον η κατάθεση ενός προσώπου». Ποτέ δεν έχει τεθεί ή αναγνωριστεί τέτοιος κανόνας ή προϋπόθεση για την παραπομπή υπόπτου σε αστυνομική κράτηση. Όπως έχουμε εξηγήσει πρόσφατα, ο παλιός κανόνας «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς» έχει καταργηθεί και εκτός εξαιρέσεων, δεν ισχύει πλέον ούτε καν σε κανονική ακροαματική διαδικασία, πόσω δε μάλλον σε μια διαδικασία προσωποκράτησης (βλ. Παντούρης v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 203/22, ημερ. 10.12.24).
Με κάθε σεβασμό, έχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω καταγεγραμμένες αντιλήψεις επηρέασαν την κρίση της πρωτόδικης Δικαστού. Σε βαθμό μάλιστα που προχώρησε σε αξιολογικές κρίσεις τόσο της μαρτυρίας όσο και της αξιοπιστίας της Παραπονούμενης, ασφαλώς ανεπίτρεπτες σε ένα τέτοιο στάδιο. Τέτοιες είναι κατ' αρχάς η, (με παραπομπή στην Παραπονούμενη), αναφορά της πρωτόδικης Δικαστού ότι «η ίδια υποτίθεται πως άφησε πάνω στο γραφείο του υπόπτου €600» και κατά δεύτερον η αμέσως επόμενη φράση ότι η Παραπονούμενη έλεγε το πιο πάνω «χωρίς να θυμάται και οτιδήποτε άλλο σχετικά». Μάλιστα η τελευταία αυτή φράση είχε ως βάση, όχι κάτι το οποίο παρατήρησε η ίδια η πρωτόδικη Δικαστής αλλά, διαπίστωση του υποστηρίξαντος ενόρκως την αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, λοχία της Αστυνομίας.
Αλλά και από τη συνέχεια της πρωτόδικης απόφασης αποκομίζει κάποιος την εντύπωση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνωρίζει ότι, σύμφωνα με την καταγγελία, η Παραπονούμενη έδωσε τα χρήματα που τής είπε ο Ύποπτος, μη γνωρίζοντας η ίδια, όταν το έπραττε, ότι δεν υπήρξε ζημιά σε πινακίδα. Αναφέρει η πρωτόδικη Δικαστής πως επειδή, κατά τη θέση της Παραπονούμενης, ο Ύποπτος τής είπε «ότι υπάρχει ζημιά που πρέπει να πληρωθεί, χωρίς τελικά να υπάρχει, άφησε πάνω στο γραφείο του €600». Η ίδια εντύπωση δίδεται και από την τελική κατάληξη όταν η πρωτόδικη Δικαστής, απορρίπτοντας εισήγηση για κίνδυνο διαφυγής, αποφαίνεται ότι «δεν προκύπτει λογικά ότι ο ύποπτος θα διαφύγει... επειδή μια γυναίκα ανέφερε ότι του έδωσε €600 στη βάση πληροφόρησης ότι υπήρχε ζημιά σε πινακίδα που δεν υπήρχε».
Όμως ο πυρήνας της καταγγελίας στην παρούσα συνίστατο ακριβώς στο ότι κάποιο μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, εν τη ασκήσει των καθηκόντων του, σε δύο περιπτώσεις ανέφερε σε πολίτη ότι αυτή ήταν υπαίτια ζημιάς και ο ίδιος εισέπραξε ποσόν €600, δήθεν για αστική αποζημίωση τέτοιας ζημιάς, ενώ καμμιά τέτοια ζημιά δεν είχε προκληθεί, αναφερθεί ή καταχωρηθεί. Η αιχμή της καταγγελίας ήταν κατ΄ ισχυρισμόν η απαίτηση και η είσπραξη των χρημάτων επί ανύπαρκτου υποβάθρου. Το μοναδικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν να εξετάσει κατά πόσον αντικειμενικά μια τέτοια μαρτυρία δημιουργούσε εύλογη υπόνοια περί διάπραξης του αδικήματος και περί εμπλοκής του Υπόπτου σε αυτό. Η πρωτόδικη Δικαστής φαίνεται να δέχθηκε την ύπαρξη υπονοιών, τις οποίες όμως υποβάθμισε σε «κουβέντες», χαρακτηρίζοντας τις και στις δύο περιπτώσεις ως «απλές».
Πέραν των πιο πάνω, η πρωτόδικη Δικαστής έθεσε ως προϋπόθεση το ότι έπρεπε να διερευνηθεί η σοβαρότητά τους με τη συγκέντρωση μαρτυρικού υλικού «από το οποίο να προκύπτει η διάπραξη των [...] αδικημάτων και της εμπλοκής του υπόπτου σε αυτά» ενώ και η Αστυνομία έπρεπε να προχωρήσει σε διερεύνηση με «πράξεις που να δίνουν στοιχεία». Με όλο τον σεβασμό αυτό ήταν το ζητούμενο μέσω της αίτησης προσωποκράτησης. Να διαταχθεί η κράτηση προς διευκόλυνση του ανακριτικού έργου. Τέτοιου είδους αδικήματα δεν είθισται να διαπράττονται στην παρουσία μαρτύρων ή καμερών ή αφήνοντας εύκολα αποδείξεις ενοχής. Η παρούσα όμως δεν ήταν η περίπτωση στην οποίαν δεν υπήρχαν στοιχεία, ούτως ώστε να δικαιολογείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφέρεται σε προωρότητα του αιτήματος κράτησης. Η γραπτή κατάθεση της Παραπονούμενης, με τα στοιχεία που περιείχε πληρούσε τα καθιερωμένα κριτήρια για έγκριση της αίτησης. Η αντίθετη απόφαση εξέφευγε κάθε ορθού πλαισίου εξέτασης τέτοιων αιτήσεων.
Δεν θα συμφωνήσουμε ούτε με την πρωτόδικη εκτίμηση ότι στην περίπτωση έγκρισης της αίτησης ο αναγκαίος χρόνος κράτησης δεν θα υπερέβαινε τη μια μέρα. Έχουμε την άποψη πως χρόνος τριών ημερών θα ήταν αναγκαίος και ικανοποιητικός ταυτόχρονα για τη διερεύνηση υπό τις περιστάσεις τις οποίες είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Σήμερα όμως, ευρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικές συνθήκες. Ενώπιόν μας υπήρξε εισήγηση να εγκρίνουμε την κράτηση για δύο ημέρες, όχι ως την αρχική δικαιολογημένη περίοδο αλλά ως το υπόλοιπο των οκτώ ημερών που είχαν ζητηθεί με την αίτηση, δεδομένου ότι μέχρι την ακρόαση της έφεσης είχαν ήδη παρέλθει οι έξι μέρες. Εννοείται βέβαια ότι μια τέτοια εισήγηση είναι εκ των πραγμάτων απορριπτέα, με δεδομένη την κρίση μας ότι εξαρχής δεν δικαιολογείτο χρόνος οκτώ ημερών.
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, σημειώνουμε ότι, έχοντας υπ' όψιν τα λεχθέντα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σιαηλή κ.ά. (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 930, λάβαμε κατά τις αγορεύσεις ενημέρωση για την ούτως ή άλλως πρόοδο του ανακριτικού έργου κατά το ενδιάμεσο διάστημα, μέχρι την ακρόαση της έφεσης. Θεωρούμε πως το εναπομείναν ανακριτικό έργο θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί εντός του χρόνου που θα δικαιολογείτο αρχικώς και πως εν πάση περιπτώσει δεν παρίσταται οποιαδήποτε ανάγκη ούτε εξυπηρετεί σε οτιδήποτε πλέον η παραπομπή σήμερα σε αστυνομική κράτηση.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εν όψει των όσων εξηγήσαμε δεν εκδίδεται οποιαδήποτε άλλη διαταγή.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.