ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 168/2019)

 

25 Φεβρουαρίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

v.

 

ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Ε. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Δ. Μιχαηλίδης για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Ο εφεσείοντας προσέφυγε,  με αγωγή, σε πρωτόδικο Δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι η απόφαση του Νομικού Συμβουλίου - στο εξής οι εφεσίβλητοι - με την οποία αρνήθηκαν την εγγραφή του στο Μητρώο των Ασκούμενων Δικηγόρων, είναι παράνομη και αυθαίρετη, εκδόθηκε δε κατά παράβαση των προνοιών του Περί Δικηγόρων Νόμου Κεφ. 2, αλλά και του ευρωπαϊκού κεκτημένου.  Ζήτησε, με την αγωγή του, θεραπείες για εγγραφή του στο Μητρώο των Ασκούμενων Δικηγόρων, καθώς και αποζημιώσεις, λόγω της άρνησης των εφεσίβλητων να τον εγγράψουν στο προαναφερόμενο μητρώο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τέθηκε η υπόθεση, κατέληξε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, ότι η απόφαση των εφεσίβλητων πως ο εφεσείοντας δεν πληρούσε τη βασική προϋπόθεση του Άρθρου 4(δ) του Κεφ. 2, αφού αυτός δεν ήταν κάτοχος πτυχίου νομικής εν τη εννοία του Νόμου, ήταν εύλογα επιτρεπτή και επιβεβλημένη, ως εκ τούτου, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα.  Διαζευκτικά, το Δικαστήριο σημείωσε πως, ακόμη και αν η αγωγή είχε επιτυχή κατάληξη, η επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού αποζημίωσης δεν θα ήταν δυνατή, καθ' ότι ο κλάδος σπουδών που ο εφεσείοντας ακολούθησε ήταν προϊόν δικής του επιλογής και οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προβεί, προς τον εφεσείοντα, σε οποιαδήποτε παράσταση για αυτό το θέμα.  Όσον αφορά στην αξίωση για απώλεια εισοδημάτων, κρίθηκε ότι οι θέσεις του εφεσείοντα ήταν αόριστες και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού.

 

Ο εφεσείοντας, με τρεις λόγους έφεσης, επιζητεί την ανατροπή της πιο πάνω, πρωτόδικης, εκκαλούμενης, απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση του Νόμου, και καθοδηγούμενο από πλάνη, κατέληξε ότι το πτυχίο του εφεσείοντα δεν ήταν πτυχίο εν τη εννοία του Νόμου, όμως τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα, αφού οι εφεσίβλητοι απαίτησαν από τον εφεσείοντα να προσκομίσει βεβαίωση από το Law Society της Αγγλίας ότι, αυτός, θα μπορούσε, με βάση το πτυχίο του, να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέδωσε λανθασμένη απόφαση, καθ' ότι δεν κατανόησε πλήρως τα επίδικα ζητήματα του Νόμου και τα πράγματα, ως εκ τούτου, δεν έστρεψε την προσοχή του στην ουσία της αγωγής, που ήταν κατά πόσο ορθά οι εφεσίβλητοι δεν ενέγραψαν τον εφεσείοντα στο Μητρώο Ασκούμενων Δικηγόρων.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας θεωρεί εσφαλμένη την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν δικαιολογούνταν η επιδίκαση οποιωνδήποτε αποζημιώσεων, έστω και αν πετύχαινε η αγωγή, αγνοώντας το γεγονός ότι ο εφεσείοντας είχε υποστεί ζημιές, λόγω της μη άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου, ταλαιπωρία και απώλεια μισθών.

 

Είναι χρήσιμο να αναφερθεί, ως ουσιώδες μέρος του ιστορικού της υπόθεσης ότι, ως προκύπτει από τα μη αφισβητούμενα γεγονότα, οι εφεσίβλητοι απέρριψαν την αίτηση του εφεσείοντα για εγγραφή στο Μητρώο Ασκούμενων Δικηγόρων λόγω του ότι έκριναν πως το πτυχίο που παρουσίασε δεν ήταν πτυχίο νομικής εν τη εννοία του Νόμου, και τούτο, κατόπιν ζητηθέντων στοιχείων τα οποία, όμως, ο εφεσείοντας, είτε δεν προσκόμισε είτε δεν πληρούσε. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείοντας (α) δεν προσκόμισε βεβαίωση ότι το πτυχίο του αναγνωρίζεται από το Law Society για να μπορεί να ασκήσει δικηγορία στην Αγγλία, και (β) με επιστολή του, προς τον πρόεδρο των εφεσίβλητων, ανέφερε ότι δεν μπορούσε να ασκήσει δικηγορία στην Αγγλία, καθ' ότι δεν είχε εξετασθεί, κατόπιν δικής του επιλογής, στα μαθήματα της ακίνητης ιδιοκτησίας (Land Law) και των αρχών της επιείκειας (equity).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πριν την εξαγωγή των συμπερασμάτων του, αναφέρθηκε στο Άρθρο 4 του Κεφ. 2 (Ο Περί Δικηγόρων Νόμος) και ειδικότερα στην παράγραφο (δ).  Το εν λόγω Άρθρο προνοεί περί των προϋποθέσεων ούτως ώστε ένα πρόσωπο να δικαιούται να λάβει, από το Νομικό Συμβούλιο - εφεσίβλητους -, πιστοποιητικό ότι δικαιούται να εγγραφεί ως δικηγόρος.  Ό, τι απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν (α) κατά πόσο το πτυχίο του εφεσείοντα ήταν πτυχίο εν τη εννοία του Νόμου και (β) κατά πόσο το Νομικό Συμβούλιο τελούσε σε πλάνη περί τα πράγματα, επειδή απαίτησε από τον εφεσείοντα να προσκομίσει βεβαίωση, από το Law Society, ότι αυτός θα μπορούσε να ασκήσει τη δικηγορία στην Αγγλία, αφού, ως ήταν η θέση του εφεσείοντα, κάτι τέτοιο ήταν άσχετο με την εξέταση της αίτησης του.  Για τους λόγους που εξήγησε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η κρίση των εφεσίβλητων πως το πτυχίο που κατέθεσε ο εφεσείοντας δεν ήταν πτυχίο νομικής, εν τη εννοία του Νόμου, ήταν ορθή. Επίσης, κατέληξε ότι η απαίτηση του Νομικού Συμβουλίου, όπως ο εφεσείοντας προσκομίσει βεβαίωση, από το Law Society, ότι μπορούσε να ασκήσει δικηγορία στην Αγγλία, ήταν εύλογη και επιβεβλημένη, εντασσόμενη στο πλαίσιο της έρευνας κάθε πτυχής της υπόθεσης, ούτως ώστε το Νομικό Συμβούλιο να διαπιστώσει κατά πόσο το πτυχίο του εφεσείοντα αναγνωριζόταν ως πτυχίο νομικής από το κράτος - πανεπιστήμιο του κράτους - από όπου εξασφαλίστηκε.

 

Δεδομένου του περιεχομένου των λόγων έφεσης, κρίνουμε χρήσιμο, στο παρόν στάδιο, να παραθέσουμε μέρος των προνοιών του Άρθρου 4Α, πρώτα (παρ' ότι ακολουθεί του Άρθρου 4) και του Άρθρου 4(β) - (δ) του Κεφ. 2 (ο Περί Δικηγόρων Νόμος), ως αυτά ίσχυαν πριν τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τους Ν. 83(Ι)/2020, Ν. 99(Ι)/2023 και Ν. 17(Ι)/2024, τα οποία προνοούσαν τα ακόλουθα:

 

Άρθρο «4Α.-(1) Πρόσωπo πoυ άρχισε vα ασκείται στo γραφείo δικηγόρoυ πoυ ασκεί τo επάγγελμα τoυ, ή στo γραφείo τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέα της Δημoκρατίας, σύμφωvα με τηv παράγραφo (ε) τoυ άρθρoυ 4 (τo oπoίo στo εξής στo άρθρo αυτό και στo επόμεvo άρθρo 4Β θα αvαφέρεται ως "ασκoύμεvoς") oφείλει όπως όχι αργότερo από τριάvτα ημέρες από τότε πoυ άρχισε vα ασκείται στo γραφείo αυτό, υπoβάλει αίτηση vα εγγραφεί ως ασκoύμεvoς σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ.

(2) Η αίτηση ασκoυμέvωv για εγγραφή υπoβάλλεται από τov εvδιαφερόμεvo στo Νoμικό Συμβoύλιo, και σε αυτή παρέχεται τo όvoμα τoυ δικηγόρoυ πoυ ασκεί τo επάγγελμα, στo γραφείo τoυ oπoίoυ άρχισε vα ασκείται ή, αvάλoγα με τηv περίπτωση, εκτίθεται τo γεγovός ότι αυτός άρχισε vα ασκείται στo γραφείo τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέα της Δημoκρατίας, και παρέχovται επίσης η ημερoμηvία έvαρξης της άσκησης η oπoία και απoδεικvύεται σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ εδαφίoυ (3), καθώς και άλλα καθoρισμέvα στoιχεία· και αv τo Νoμικό Συμβoύλιo πειστεί ότι αυτός κατέχει τα πρoσόvτα πoυ αvαγράφovται στις παραγράφoυς (β), (γ) και (δ) τoυ άρθρoυ 4, εγγράφει τo όvoμα τoυ σε βιβλίo τo oπoίo τηρείται από τov Αρχιπρωτoκoλλητή και τo oπoίo καλείται "Μητρώo Ασκoυμέvωv".

(3)   ................................

(4) ................................ (5) ................................ (6) ................................ (7)   .................................»

 

...................................

 

 Άρθρο «4. Κάθε πρόσωπo θα δικαιoύται vα λάβει από τo Νoμικό Συμβoύλιo πιστoπoιητικό ότι δικαιoύται vα εγγραφεί ως δικηγόρoς αv ικαvoπoιήσει τo Νoμικό Συμβoύλιo-

(α) ότι έχει συμπληρωμέvo τo εικoστό πρώτo έτoς της ηλικίας τoυ και

(β) ότι είvαι καλoύ χαρακτήρα και δεv είvαι ακατάλληλo πρόσωπo vα γίvει δεκτό ως δικηγόρoς λόγω oπoιασδήπoτε συμπεριφoράς η oπoία θα δικαιoλoγoύσε τo Πειθαρχικό Συμβoύλιo vα λάβει μέτρα εvαvτίov τoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ 17 και

(γ) ότι είναι -

(i) πολίτης της Δημοκρατίας ή

(ii) πολίτης άλλου κράτους μέλους ή

(iii) σύζυγος ή τέκνον πολίτη της Δημοκρατίας ή

(iv) σύζυγος ή τέκνον πολίτη άλλου κράτους μέλους۬

και έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία۬ και

(δ) ότι κατέχει oπoιoδήπoτε από τα ακόλoυθα πρoσόvτα, δηλαδή-

(i) είvαι κάτoχoς πτυχίoυ ή διπλώματoς Νoμικής, τo oπoίo απoκτήθηκε με άλλo τρόπo ή με αλληλoγραφία, oπoιoυδήπoτε από τα Παvεπιστήμια της Ελλάδας ή της Τoυρκίας, ή

(ii) είvαι Barrister-at-Law της Αγγλίας, Βoρείoυ Iρλαvδίας ή της Δημoκρατίας της Iρλαvδίας ή δικηγόρoς της Σκωτίας, ή

(iii) είvαι κάτoχoς πτυχίoυ Νoμικής πoυ απoκτήθηκε με άλλo τρόπo ή με αλληλoγραφία, oπoιoυδήπoτε από τα Παvεπιστήμια τoυ Ηvωμέvoυ Βασιλείoυ της Μεγάλης Βρετταvίας και Βoρείoυ Iρλαvδίας ή της Δημoκρατίας της Iρλαvδίας:

Νoείται ότι τo πτυχίo Νoμικής για εξωτερικoύς σπoυδαστές τoυ Παvεπιστημίoυ τoυ Λovδίvoυ θα θεωρείται ως πτυχίo πoυ απoκτήθηκε με άλλo τρόπo ή με αλληλoγραφία, ή

(iv) είvαι κάτoχoς τέτoιoυ πτυχίoυ ή διπλώματoς Νoμικής, τo oπoίo απoκτήθηκε με άλλo τρόπo ή με αλληλoγραφία, oπoιoυδήπoτε άλλoυ Παvεπιστημίoυ ή Iδρύματoς, ως τo Νoμικό Συμβoύλιo δύvαται από καιρό σε καιρό vα καθoρίσει με γvωστoπoίηση πoυ δημoσιεύεται στηv Επίσημη Εφημερίδα της Δημoκρατίας:

Νoείται ότι τo Νoμικό Συμβoύλιo δε θα καθoρίζει oπoιoδήπoτε τέτoιo πτυχίo ή δίπλωμα oπoιoυδήπoτε τέτoιoυ Παvεπιστημίoυ ή Iδρύματoς εκτός αv αυτό είvαι ισότιμo με τα πρoσόvτα και τα Παvεπιστήμια ή Iδρύματα τα oπoία αvαγράφovται στις υπoπαραγράφoυς (i), (ii) και (iii) και

(ε) .................................

(στ) .................................»

 

(Οι τονισμοί με έντονα γράμματα έγιναν από το παρόν Εφετείο)

 

Εξετάζοντας τον πρώτο λόγο έφεσης με αναφορά στην αιτιολογία που τον υποστηρίζει, προκύπτει ότι η θέση του εφεσείοντα είναι πως το πτυχίο το οποίο προσκόμισε, ενώπιον των εφεσίβλητων, ήταν πτυχίο νομικής, αφού αυτό αναγραφόταν στον τίτλο του, και αυτό επιβεβαίωσε και η ΜΕ2, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε ερμηνεία του όρου «πτυχίο Νομικής» σε λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, καταλήγοντας σε ερμηνεία απρόσφορη, περιττή και αντινομική, υιοθετώντας ορισμό «καθαρού νομικού πτυχίου» ο οποίος δεν προνοείται από το Νόμο.  Παραγνώρισε δε ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε αξιολόγησαν το πτυχίο του εφεσείοντα.

 

Έχουμε αξιολογήσει καθετί που έχει τεθεί ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων, με αναφορά στα πρακτικά της δίκης και τα τεκμήρια που προσάχθηκαν.

 

Κατ' αρχάς, δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι δεν αξιολόγησαν το πτυχίο του. Αντιθέτως, προκύπτει ότι προέβηκαν σε αξιολόγηση στη βάση των δεδομένων που ο εφεσείοντας έθεσε ενώπιον τους.  Ειδικότερα, το ίδιο το πτυχίο αλλά και την τοποθέτηση του εφεσείοντα, μετά που του ζητήθηκαν τα μαθήματα που διδάχθηκε, αλλά και την έλλειψη βεβαίωσης, από το Law Society, περί της δυνατότητας του να ασκήσει δικηγορία στην Αγγλία, οπότε αυτός ανέφερε ότι δεν είχε εξετασθεί στα μαθήματα της Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Land Law) και των Αρχών της Επιείκειας (Equity). Είναι προφανές ότι ο τίτλος που έφερε το πτυχίο του εφεσείοντα (Bachelor of Arts Combined Studies (Law)) δεν ικανοποιούσε τους εφεσίβλητους, στην προσπάθεια τους δε να ερευνήσουν μήπως μπορούσε να του δοθεί η δυνατότητα εγγραφής στο Μητρώο των Ασκούμενων Δικηγόρων του ζήτησαν τα πιο πάνω στοιχεία. Η τελευταία αναζήτηση σκοπό είχε, ουσιαστικά, να διαπιστωθεί αν το πτυχίο του εφεσείοντα ήταν ομόβαθμο με πτυχίο νομικής, και να ενταχθεί εντός της προϋπόθεσης του Άρθρου 4 (δ)(iii) του Κεφ. 2.  Συνεπώς, ορθά κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εν λόγω ενέργεια του Νομικού Συμβουλίου δεν ήταν εσφαλμένη αλλά ορθή και επιτρεπτή.

 

Αναφορικά με τον πιο ουσιαστικό ισχυρισμό του εφεσείοντα, ότι το πτυχίο του ήταν πτυχίο νομικής, εν τη εννοία του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στον τίτλο του πτυχίου το οποίο αναγράφει «Bachelor of Arts Combined Studies (Law)» - Τεκμήριο 1, επί του οποίου επισυνάφθηκε κατάλογος των μαθημάτων που παρακολούθησε ο εφεσείοντας.  Έκρινε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι για τον όρο «πτυχίο νομικής», στην απουσία εξειδικευμένου ορισμού στο Νόμο - Κεφ. 2, μπορούσε να ανατρέξει στο λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη όπου ερμηνεύεται η λέξη «νομική» «ως η επιστήμη με αντικείμενο μελέτης το Δίκαιο και τους νόμους· τα νομικά», και κατέληξε ότι η αναφορά, επί του Άρθρου 4(δ) του Κεφ. 2, σε πτυχίο νομικής αφορά σε καθαρά νομικό πτυχίο.

 

Με δεδομένο τον σεβασμό μας στην πρωτόδικη Δικαστή, η παραπομπή, για το υπό συζήτηση θέμα, στο λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη δεν είναι πρόσφορη καθοδήγηση.  Οφείλουμε, ωστόσο, ταυτόχρονα, να επισημάνουμε πως το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι το πτυχίο του εφεσείοντα δεν ήταν «καθαρά νομικό πτυχίο», ήταν, υπό τις περιστάσεις που βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου, ορθό, αφού, εκτός από την παραπομπή στο λεξικό Μπαμπινιώτη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατανοήσει τα επίδικα ζητήματα, έλαβε υπόψη του και (α) τον τίτλο του ίδιου του πτυχίου, (β) την αναφορά - μαρτυρία του εφεσείοντα ο οποίος αποδέχθηκε ότι το πτυχίο του ήταν μικτό πτυχίο και (γ) τη μαρτυρία της ΜΕ2 (από το British Council), την οποία είχε κλητεύσει ο εφεσείοντας, η οποία μαρτύρησε ότι το πτυχίο του εφεσείοντα «Είναι τίτλος πτυχίου θεωρητικού χαρακτήρα, δηλαδή Bachelor of Arts, το οποίο είναι συνδυασμός σπουδών με νομική».  Υπό αυτά τα δεδομένα δεν διαπιστώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο βρισκόταν σε «πλάνη περί τα πράγματα», ως είναι η θέση του εφεσείοντα.  Κρίνουμε το πρωτόδικο συμπέρασμα ορθό.  Η πρόνοια του Άρθρου 4(δ)(iii) του Κεφ. 2, ως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις με τους Ν.83(Ι)/2020 και Ν.17(Ι)/2024, αφορούσε σε καθαρά νομικό πτυχίο και όχι πτυχίο από συνδυασμό μαθημάτων νομικής με μαθήματα άλλης επιστήμης.  Δεν παραγνωρίζουμε ότι 8 από τα 14 μαθήματα του πτυχίου του εφεσείοντα σχετίζονται με τη νομική, ωστόσο το ίδιο το πανεπιστήμιο που εξέδωσε το πτυχίο του εφεσείοντα, ως προκύπτει από τον τίτλο του, δεν το θεωρεί αμιγώς πτυχίο νομικής.

 

Συνακόλουθα, ορθά κρίθηκε ότι ο τίτλος του πτυχίου του εφεσείοντα, σε συνδυασμό με τα μαθήματα που αυτός παρακολούθησε, δεν συνιστούσαν αμιγές πτυχίο νομικής, ως ήταν και ο σκοπός του Νόμου, ούτως ώστε οι εφεσίβλητοι να υποχρεούνταν να τον εγγράψουν στο Μητρώο Ασκουμένων.  Αν ο νόμος αναγνώριζε ως ικανοποιητικό στοιχείο ένα μικτό πτυχίο νομικής με μαθήματα άλλης επιστήμης, θα το προνοούσε ρητά.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Δεδομένης της αποτυχίας των δύο πρώτων λόγων έφεσης, η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου και άσκηση επί ματαίω, ως εκ τούτου τον απορρίπτουμε.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση απορρίπτεται.  Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον του εφεσείοντα, για το ποσό των €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο