ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 183/2019)

 

25 Φεβρουαρίου 2025

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.        ΣΤΑΘΗΣ ΜΑΤΟΛΗΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ

2.        ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΟΛΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΜΑΤΟΛΗ

3.        ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗΣ

 

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι

v.

 

SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LTD

 

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες

 

-----------------------------

 

Ο. Λάμπρου (κα), για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη, για τους εφεσείοντες.

Μ. Πανταζή (κα), για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

         ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία εκδόθηκε εναντίον τους και υπέρ της εφεσίβλητης τράπεζας, για χρεωστικό υπόλοιπο, στη βάση συμφωνίας για παροχή τρεχούμενου λογαριασμού παρατραβήγματος.

 

Με τον πρώτο και πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παραβιάσθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 12 του  περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου του 2003, («Νόμος»), το οποίο προβλέπει:

 

«12. (1) Σε κάθε σύμβαση εγγύησης, ο πιστωτής υποχρεούται να ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση και γραπτώς τον εγγυητή με επιστολή του στη διεύθυνσή του που καταγράφηκε στη συμφωνία δανείου ή στην τελευταία γνωστή στον πιστωτή διεύθυνσή του για κάθε καθυστέρηση καταβολής τριών τουλάχιστον δόσεων ή αθέτηση από τον πρωτοφειλέτη οποιασδήποτε άλλης υπόσχεσης ή υποχρέωσής του δυνάμει της συμφωνίας δανείου ή άρση ή μεταβολή οποιασδήποτε επιβάρυνσης που είχε τεθεί στην περιουσία του προς όφελος του πιστωτή για τους σκοπούς της συμφωνίας δανείου.

.............................

(3) Παράλειψη εκτέλεσης από τον πιστωτή, οποιασδήποτε υποχρέωσης που του επιβάλλεται κατά τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου : -

(α) θεωρείται παράλειψη τέλεσης πράξης που επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του πιστωτή προς τον εγγυητή μέσα στην έννοια του άρθρου 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, και απαλλάσσει τον εγγυητή σε περίπτωση που συνεπεία αυτής παραβλάπτεται, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η τελική ικανοποίηση του ιδίου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη,

(β) συνιστά εν πάση περιπτώσει, παραβίαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εγγύησης από τον πιστωτή, σε σχέση με την οποία παρέχονται στον εγγυητή και πιστωτή, οι θεραπείες, οι υπερασπίσεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που παρέχονται δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου σε σχέση με παραβίαση ουσιώδους όρου σύμβασης από αντισυμβαλλόμενο.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Το Άρθρο 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, προβλέπει τα εξής:

 

«97. Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται.»

 

Υποστηρίζεται από τους εφεσείοντες, ότι δεν έγιναν ενημερώσεις από την εφεσίβλητη τράπεζα προς του εφεσείοντες-εγγυητές, ως προς τις υπερβάσεις του επίδικου λογαριασμού παρατραβήγματος, γεγονός που θεωρούν ότι συνιστά παράβαση ενημέρωσης εν τη εννοία του Άρθρου 12 του Νόμου. Υποστηρίζουν συνακόλουθα, ότι συνεπεία της κατ' ισχυρισμό παράβασης του Άρθρου 12 του Νόμου, ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 97 του Κεφ. 149, και ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε αναπόδραστα να απαλλάξει τους εφεσείοντες-εγγυητές από τις επίδικες εγγυήσεις.  

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί εφαρμογής του Άρθρου 12 του Νόμου. Η συζήτηση του ζητήματος αυτού, θα ήταν ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος επειδή, όπως θα αναλύσουμε πιο κάτω, οι θέσεις των εφεσειόντων περί απαλλαγής τους, εν όψει της, κατά τους ίδιους, εφαρμογής του εν λόγω Άρθρου 12 του Νόμου, στερούνται πραγματικού υποβάθρου. Είναι συναφώς, καίριο, να τονίσουμε στο σημείο αυτό, ότι οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν καμία απολύτως μαρτυρία κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Δεν κάλεσαν κανένα μάρτυρα και δεν κατέθεσαν κανένα έγγραφο. Εξ ου και υποστηρίζουν με την αγόρευση τους ενώπιόν μας, ότι δεν όφειλαν να αποδείξουν ότι παραβλάφθηκαν τα δικαιώματά τους, για να απαλλαχθούν από τις επίδικες εγγυήσεις, δυνάμει των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων που επικαλούνται. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, εισηγούνται με τη γραπτή αγόρευσή τους, τα εξής:

 

«Δυνάμει της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας των γεγονότων, ήταν εμφανές ότι συνεπεία της μη γραπτής ή άλλως ενημέρωσης των Εφεσειόντων-Εναγομένων 2 και 3 από τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες αλλά και συνεπεία της τόση καθυστέρησης, αυξήθηκαν τα ποσά και οι υποχρεώσεις των Εφεσειόντων-Εναγομένω 2 και 3 σε τέτοιο βαθμό που συνιστούσε ξεκάθαρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους, όπως τα άρθρα 12 του Ν.197(Ι)/2003 και 97 του Κεφ.149 προνοούν και καθορίζουν

 

Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε με την πιο πάνω θέση των εφεσειόντων. Είναι προφανές, κατά την άποψή μας, ότι δυνάμει του Άρθρου 97 του Κεφ. 149, οι εγγυητές απαλλάσσονται, μόνο αν αποδειχθεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι συνεπεία της όποιας, κατ' ισχυρισμό παράλειψης κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 12 του Νόμου, «παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη.»

 

Προκύπτει, ότι η πιο πάνω ρητή εξειδίκευση του είδους της βλάβης, την οποία φέρει το βάρος ο εγγυητής να αποδείξει ότι υπέστη, βάσει των Άρθρων 12 και Άρθρου 97 (ανωτέρω), σαφώς δεν καλύπτεται από τη γενικότητα της θέσης των εφεσειόντων, περί αποδεδειγμένης εμφανούς παραβίασης των δικαιωμάτων τους. Ουδεμία μαρτυρία δόθηκε σε σχέση με την εν λόγω προβλεπόμενη στη νομοθεσία βλάβη, ούτε και θα μπορούσε να εξαχθεί ένα τέτοιο εύρημα περί βλάβης απλώς και μόνο εκ της επικαλούμενης αύξησης του οφειλόμενου ποσού.

 

Επισημαίνουμε ότι το Άρθρο 97 του Κεφ.149, αντιστοιχεί στο Άρθρο 139 του Indian Contract Act. Στο σύγγραμμα Pollock & Mulla on Indian Contract and Specific Relief Acts, Volume 2, 16th edition, στη σελίδα 1436, αναφέρονται τα εξής υποστηρικτικά της πιο πάνω ερμηνείας του Άρθρου 97 του Κεφ.149, βασιζόμενα σε ινδική νομολογία:

 

«In order to attract the provisions of this section, there must not only be an act inconsistent with the rights of the surety, or the omission to do an act which is in the creditor's or employer's duty to do, but it is essential that thereby, the eventual remedy of the surety is impaired.A surety, for instance, will be released if the creditor, due to what he has done, cannot, on payment by the surety, give him the securities in exactly the same condition as the formerly stood in their his hands.»

 

 

Εν όψει της παντελούς έλλειψης μαρτυρίας επί του απαιτούμενου, εκ των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών, στοιχείου της βλάβης των εφεσειόντων-εγγυητών, η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων, στερείται πραγματικού ερείσματος.

 

Περαιτέρω, οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η κατ' ισχυρισμό παράλειψη ενημέρωσης, αποτελούσε παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης εν τη εννοία του Άρθρου 12(3)(β) του Νόμου, «πράγμα που απαλλάσσει τον εγγυητή».

 

Υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί παράλειψης ενημέρωσης κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Νόμου. Η συζήτηση της πτυχής αυτής της απόφασης θα ήταν μόνο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, και για τον πιο κάτω επιπλέον λόγο. Το νομικό επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η κατ' ισχυρισμό συνακόλουθη παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, απαλλάσσει τον εγγυητή, δεν είναι απλώς εσφαλμένο, αλλά είναι και κατάφορα αντίθετο με τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Οι  αρχές του δικαίου των συμβάσεων, αναφορικά με τις συνέπειες της παράβασης ουσιώδους όρους σύμβασης, συνοψίζονται στην υπόθεση XENOS TRAVEL LTD ν. PANASOFT AE, Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2011, 21/2/2017:

 

«Με διαπιστωμένη την παράβαση του όρου 14, η οποία κρίθηκε ως ουσιώδης, παρείχετο το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος, εδώ εφεσείοντα, να τερματίσει τη σύμβαση. Η  σύμβαση, όμως, δεν τερματίζεται με την παράβασή της. Η εφεσείουσα δεν άσκησε το δικαίωμα που είχε και δεν προχώρησε σε τερματισμό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρεί ότι έχει αποδεσμευτεί από τη σύμβαση και απαλλαγεί των δικών της υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά. ν. L. K. Globalsoft Co Ltd (2007) 1 AAΔ 54:

 

 «Στην ανάλυση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνούμε:-

 

 «Αποτελεί κοινό τόπο στο δίκαιο των συμβάσεων ότι το αναίτιο μέρος έχει διάφορες επιλογές: είτε να θεωρήσει την παράβαση από το υπαίτιο μέρος ως τερματίζουσα τη σύμβαση, να αποδεχθεί τον τερματισμό εκ μέρους του υπαίτιου μέρους και να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις, οπότε και οι δύο πλευρές απαλλάσσονται από την περαιτέρω εκτέλεση και επιπλέον αποζημιώσεις για τυχόν ζημιά που προέκυψε από την αργοπορία στην εκτέλεση

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Στην παρούσα υπόθεση, ούτε αποδείχτηκε τερματισμός της σύμβασης εγγύησης ούτε και οι εφεσείοντας απαίτησαν αποζημιώσεις από την εφεσίβλητη τράπεζα λόγω παράβασης ουσιώδους όρου.  Τα δικαιώματα που προκύπτουν από παράβαση ουσιώδους όρου είναι, επαναλαμβάνουμε, τα πιο πάνω αναφερόμενα στην XENOS TRAVEL, (ανωτέρω) και όχι η αυτόματη απαλλαγή του εγγυητή, όπως υποστηρίζει η συνήγορος των εφεσειόντων.

 

Περαιτέρω, προς υποστήριξη τη θέσης της ότι η κατ' ισχυρισμό παράβαση ουσιώδους όρου, απαλλάσσει τον εγγυητή, η συνήγορος των εφεσειόντων, μας παρέπεμψε στην αγγλική υπόθεση UNITED DOMINIONS TRUST (COMMERCIAL), LTD. V. EAGLE AIRCRAFT SERVICES, LTD, [1968] 1 WLR 74, αναφέροντας ότι σε αυτή, το αγγλικό Εφετείο απάλλαξε εγγυητή από υποχρεώσεις του όταν διαπίστωσε ότι υπήρχαν ουσιώδεις παραβιάσεις της συμφωνίας εγγύησης. Ανέφερε περαιτέρω ότι ο εναγόμενη στην εν λόγω υπόθεση, είχε εγγυηθεί υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη σε συμφωνία ενοικιαγοράς. Μελετήσαμε την πιο πάνω υπόθεση. Τα γεγονότα δεν έχουν ως τα περιγράφει η ευπαίδευτη συνήγορος. Ούτε το σκεπτικό και η κατάληξη του αγγλικού Εφετείου υποστηρίζει τις θέσεις της.

 

Στην πιο πάνω υπόθεση, η εναγόμενη πώλησε αεροσκάφη στην ενάγουσα εταιρεία χρηματοδότησης (finance company), η οποία βάσει συμφωνίας ενοικιαγοράς (hire purchase agreement) τα ενοικίασε σε τρίτη εταιρεία. Υπήρχε όρος στη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων (πωλητή και αγοραστή) βάσει του οποίου σε περίπτωση που η συμφωνία ενοικιαγοράς θα τερματιζόταν, η εναγόμενη (ο πωλητής), θα αγόραζε η ίδια τα αεροπλάνα από την ενάγουσα. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εξυπακούομενος όρος στην εν λόγω συμφωνία, ο οποίος ήταν «condition precedent», και προέβλεπε ότι, η ενάγουσα όφειλε εντός εύλογου χρόνου από τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς, να απαιτήσει από την εναγόμενη να αγοράσει τα εν λόγω αεροσκάφη, πράγμα που δεν έγινε. Λόγω της μη εκπλήρωσης αυτού του condition precedent, δεν ενεργοποιήθηκε η συμβατική υποχρέωση της εναγόμενης να αγοράσει τα επίδικα αεροπλάνα.

Είναι θεωρούμε σαφές, ότι το σκεπτικό της Dominion, (ανωτέρω), δεν έχει καμία σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται βάσει των Άρθρων 12 του Νόμου και 97 του Κεφ.149, στα γεγονότα της παρούσας. Στην Dominion, ο συμβαλλόμενος δεν είχε υποχρέωση να τηρήσει όρο συμφωνίας, επειδή ο αντισυμβαλλόμενος του, είχε προβεί σε παράβαση «condition precedent» (αναιρετικού όρου). Στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω επικαλούμενα Άρθρα της κυπριακής νομοθεσίας, δεν κάνουν λόγο για «condition precedent» (αναιρετικό όρο).

 

Η έννοια του «condition precedent» είναι πιο εξειδικευμένη από την έννοια του «ουσιώδη όρου». Επεξηγήθηκε στην XENOPOULOS ν. THOMAS NELSON (1982) 1 CLR 674:

 

«When the acceptance of a contract of insurance is subject to a condition, there is no contract until the condition is performed

 

 

Τονίζεται, εν πάση περιπτώσει, ότι ακόμη και αν η  επικαλούμενη υποχρέωση ειδοποίησης αποτελούσε condition precedent, και πάλι, η θέση των εφεσειόντων περί απαλλαγής τους δεν ευσταθεί για τους πιο κάτω λόγους:

 

Σε περίπτωση μη πλήρωσης ενός condition precedent, το αναίτιο μέρος δεν απαλλάσσεται αυτόματα, αλλά θα πρέπει να επιλέξει να τερματίσει τη σύμβαση. Στην GEORGHIOS HADJIANNIS ν. ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC (1970) 1 CLR 32, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Compliance with a particular stipulation in a contract may be waived by agreement or conduct (see Halsbury's Laws, 3rd edition, volume 8, page 175, paragraph 299). At page 198 of the same volume, paragraph 335, reads as follows:—

 

" 335. Failure to perform condition precedent. The failure of the one party to perform a condition precedent only operates as a discharge of the contract if the other party elects to treat the contract as at an end. He has the option of treating the contract as being still open for further performance, and if he elects to do this he will be taken to have waived the performance of the condition precedent, and can only rely on it as a breach of warranty which entitles him to damages. If, after leading the party in default reasonably to suppose that the contract was not to be treated as at an end notwithstanding the failure to perform the condition, the other party wishes to avoid the contract for breach of the condition he must, if he is not precluded by his conduct from avoiding the contract, give to the party in default a reasonable opportunity after notice to remedy the default."

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)

 

Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία περί τερματισμού της σύμβασης από τους εφεσείοντες, στοιχείο, που όπως προκύπτει από την GEORGHIOS HADJI YIANNIS, (ανωτέρω), είναι απαραίτητο μετά την παράβαση αναιρετικού όρου, ώστε να μην ενεργοποιηθεί η σύμβαση, όσων αφορά τις υποχρεώσεις του αναίτιου μέρους.

 

Εν όψει των πιο πάνω, το νομικό επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η παράβαση ουσιώδους όρου θα επέφερε, εν προκειμένω, την απαλλαγή των εφεσειόντων εγγυητών, είναι έκθετο σε απόρριψη εφόσον στερείται πραγματικού και νομικού ερείσματος.

 

Εν όψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο πρώτος και πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Η απόρριψη του πρώτου λόγου και πέμπτου λόγου έφεσης, συμπαρασύρει τον δεύτερο και έκτο λόγο έφεσης με τους οποίους  προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εφαρμογή του Άρθρου 12, (ανωτέρω), διότι εσφαλμένα θεώρησε ότι το ζήτημα δεν είχε δικογραφηθεί. Αμφότεροι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών, οι οποίες κατατέθηκαν ως τεκμήριο 14, απέδειξαν το ποσό για το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση.

 

Με την αιτιολογία αυτού, υποστηρίζεται ότι από την αντεξέταση της ΜΕ1, διαφάνηκε ότι το εν λόγω τεκμήριο καταρτίστηκε από αυτή, όμως δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο από την ίδια. Κατατέθηκε από την ΜΕ2 η οποία δεν είχε προσωπική γνώση της κατάρτισής του. Ως εκ των ανωτέρω, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε  να εφαρμόσει τα λεχθέντα στην υπόθεση Δημητρίου Aθηνούλλα Γ. ν. Tράπεζας Kύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782.

 

Κατ' αρχάς η πιο πάνω περιγραφή της μαρτυρίας αναφορικά με την κατάρτιση του εν λόγω τεκμηρίου δεν ευσταθεί. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η ΜΕ2, στην προφορική μαρτυρία της, διευκρίνισε ότι η ίδια προσωπικά προέβη στην ετοιμασία της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, τεκμήριο 14, επιπλέον της προγενέστερης ετοιμασίας αυτού και από τη ΜΕ1. Εξήγησε, περαιτέρω ότι η πρακτική της εφεσίβλητης τράπεζας ήταν να γίνεται από ένα άτομο η διεργασία της κατάρτισης των αναδομημένων καταστάσεων και μετά, ακριβώς η ίδια διεργασία, να γίνεται από δεύτερο άτομο, εν προκειμένω την ίδια την ΜΕ2 που κατέθεσε το σχετικό τεκμήριο.

 

Εν όψει των πιο πάνω, εκ προοιμίου, εξαιτίας της ανακριβούς αναφοράς των εφεσειόντων στις περιστάσεις που περιβάλλουν την κατάθεση του τεκμηρίου 14, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Θεωρούμε όμως χρήσιμο να τονίσουμε ότι και η επίκληση της υπόθεσης Δημητρίου Aθηνούλλα, είναι εσφαλμένη. Τα εκεί λεχθέντα, δεν τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, επειδή αφορούσαν συνοπτική απόφαση και την εφαρμογή της  Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως προς τη προσωπική γνώση του προσώπου που ορκίζεται σε ένορκη δήλωση στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

 

Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, ως αποτέλεσμα λανθασμένης αξιολόγησης ή και ελλιπούς ερμηνείας του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και λανθασμένης εφαρμογής της νομολογίας ή και ως αποτέλεσμα λάθους ή και αβλεψίας ή λανθασμένης μελέτης των πρακτικών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 35 ότι τα τεκμήρια 10 και 14 αποτελούσαν μέρος του αρχείου της εφεσίβλητης τράπεζας. Με την αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν ηγέρθηκε ένσταση στην κατάθεση των τεκμηρίων 10 (αρχική κατάσταση λογαριασμού) και 14 (αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού), ενώ τέτοια ένσταση είχε εγερθεί με τον ισχυρισμό ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 35.

 

Μελετήσαμε τα πρακτικά της υπόθεσης. Όσον αφορά την κατάθεση του τεκμηρίου 10 δεν έγινε καμία απολύτως ένσταση και όσον αφορά την κατάθεση του τεκμήριου 14, η μόνη ένσταση που τέθηκε ήταν η εξής, αυτολεξεί:

 

«Δεν υπάρχει ένσταση. Με την επιφύλαξη κύριε Πρόεδρε ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της

 

Το περιεχόμενο της πιο πάνω ένστασης της συνηγόρου των εφεσειόντων δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου,  το οποίο έκανε ρητή και ορθή αναφορά σε αυτό.

 

Επισημαίνουμε ότι, ενώ η ευπαίδευτη συνήγορος είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, με τη γραπτή της αγόρευση ενώπιον μας, περιέγραψε με ανακρίβεια τα γεγονότα όσον αφορά το ζήτημα της κατάθεσης των εν λόγω τεκμηρίων. Παραθέτουμε αυτολεξεί την περιγραφή του τι, σύμφωνα με την ίδια, συνέβη σχετικά με το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό ένστασης της πλευράς των εφεσειόντων, κατά την κατάθεση των τεκμηρίων:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση και παρά την έγερση ένστασης στην κατάθεση των τεκμηρίων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεσή τους για σκοπούς πληρότητας στην εικόνα της μαρτυρίας και την απόδοση της σχετικής αποδεικτικής βαρύτητας και αξίας κατά στο στάδιο της αξιολόγησης

 

Επομένως, όπως και σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης, η περιγραφή των γεγονότων από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσειόντων είναι ανακριβής και ως εκ τούτου και μόνον, ο παρών λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

Εντούτοις, θεωρούμε σημαντικό να προσθέσουμε ότι η  εφαρμογή του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της σχετικής με το εγερθέν ζήτημα νομολογίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα ενώπιον του δεδομένα, είναι ορθή. Ως προς τη νομική πτυχή του ζητήματος υπενθυμίζουμε όσα λέχθηκαν στην υπόθεση ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗΣ v. SOCIETE GENERALE BANK - CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 362/19, 10/7/2024.

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τα νομολογηθέντα στην υπόθεση ΧΑΡΗ ΦΩΤΙΟΥ κ.ά. v. ALPHA BANK CYPRIS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.39/2012, 3/5/2018, όπου επεξηγήθηκε ότι το Άρθρο 35 του Νόμου, αφορά στην αποδεκτότητα αρχείου ως μαρτυρία και όχι την αποδεικτική του αξία, δύο θέματα που είναι ξεχωριστά. Από τη στιγμή δε που έγγραφο κατατίθεται άνευ ενστάσεως, το Άρθρο 35 του Νόμου δεν τυγχάνει εφαρμογής, με την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξετάσει κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για αποδοχή του ως τεκμηρίου. 

 

Τονίζουμε παράλληλα, ότι εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η κατάθεση αναδομημένων λογαριασμών, περιόρισε την απαίτηση της εφεσίβλητης, με υπολογισμό των τόκων με σταθερό επιτόκιο, αφαιρώντας τον τόκο υπερημερίας που περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις (τραπεζικό βιβλίο) που κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Όπως αναφέραμε στην Λοφίτης v. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση 304/2018, 19/1/2024, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομική αρχή που να απαγορεύει στον ενάγοντα να περιορίσει την απαίτηση του προς όφελος του εναγομένου. Κατά την άποψή μας, ο περιορισμός της απαίτησης της εφεσίβλητης θα μπορούσε να γίνει με την απόδειξη του οφειλόμενου ποσού με αποδεκτή και ικανή μαρτυρία περί τούτου, η οποία να συναρτάται με τα ήδη κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία. Οι αναδομημένες καταστάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τέτοιο περιορισμό, εφόσον επεξηγούνται ως προς τον επαναϋπολογισμό της αξίωσης, σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα ως τεκμήριο τραπεζικά βιβλία, δεν είναι απαραίτητο να πληρούν τις προϋποθέσεις των Άρθρων 35 και 22 του Νόμου. Αυτό προκύπτει και από τα πιο κάτω λεχθέντα στην ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ v. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.75/2013, 28/3/2019:

 

«Όσον αφορά το ζήτημα του ποσού που αποδόθηκε πρωτοδίκως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ανατροπής της εκδοθείσας απόφασης με δεδομένο ότι το Τεκμήριο Α8 ήταν όντως πιστοποιητικό κατατεθέν δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε. Η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να παρουσιάσει τη λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού και το έπραξε με την κατάθεση του σχετικού ως άνω Τεκμηρίου στο οποίο επισυνάφθηκαν οι σχετικές καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν καταχωρήσεις σε τραπεζικό βιβλίο στην έννοια του άρθρου 22 του εν λόγω Νόμου.»

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της και η πρωτόδικη απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων επικυρώνεται.

 

          Επιδικάζονται έξοδα €5.200, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως.

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΏΤΟΥ, Π.

 

                                                                   

                                                                    Μ. ΑΜΠΊΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΊΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο