ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 13/2022, 14/2022, 15/2022,

16/2022, 17/2022 & 18/2022)

 

25 Φεβρουαρίου, 2025

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 13/22)


ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων


v -


ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΕΑ

Εφεσίβλητου



                                                            (Ποινική Έφεση Αρ.: 14/22)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων


v -


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΥΡΑ

Εφεσίβλητου


(Ποινική Έφεση Αρ.: 15/22)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων


v -


ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΥ

Εφεσίβλητου

 


                                                                 (Ποινική Έφεση Αρ.: 16/22)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων


v -


ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ ΧΛΩΡΑΚΙΩΤΗ

        Εφεσίβλητου


                                                                 (Ποινική Έφεση Αρ.: 17/22)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ       

Εφεσείων


v -


ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

Εφεσίβλητης


(Ποινική Έφεση Αρ.: 18/22)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσείων


v -


DETIERO ENTERPRISES LTD

Εφεσίβλητης

 

 

------------------------------

 

 

Πολίνα Ευθυβούλου (κα) με τον Ζαχαρία Κούμουρου για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα (σε όλες)      
Γιώργος Παπαϊωάννου για Γ. Α. Παπαϊωάννου Δ.Ε.Π.Ε.,
για τον Εφεσίβλητο (στη 13/22)
Πέτρος Σταύρου για Π. Σταύρου Δ.Ε.Π.Ε.
, για τον Εφεσίβλητο (στη 14/22 & 15/22)           
Άντρος Πελεκάνου με Χάρη Γεωργίου για Πελεκάνος και Πελεκάνος Δ.Ε.Π.Ε.,  για τον Εφεσίβλητο (στη 16/22)

Ηλίας Στεφάνου με Αγγελική Αριστοδήμου (κα) ασκούμενη δικηγόρο, για Η. Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη (στην 17/22)
Καμία εμφάνιση,
για την Εφεσίβλητη (στην 18/22)       

Οι Εφεσίβλητοι είναι απόντες.

 -------------------------------

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Στην πολύκροτη ποινική υπόθεση 12881/18 (γνωστή ως η υπόθεση του Συνεργατισμού), το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, μετά από χρονοβόρα και επίπονη ακροαματική διαδικασία που διήρκησε πέραν του ενός έτους με την προφορική κατάθεση 61 μαρτύρων, την παρουσίαση πέραν των 480 γραπτών τεκμηρίων, αλλά και την κατάθεση σωρείας παραδεκτών γεγονότων, με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.16.12.2021, απάλλαξε και αθώωσε όλους τους κατηγορούμενους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.

 

Οι κατηγορούμενοι της υπόθεσης ήταν δέκα, επτά φυσικά πρόσωπα (κατηγορούμενοι 1-7) και τρία νομικά (κατηγορούμενοι 8-10). Οι κατηγορίες ήταν 48 και αφορούσαν αδικήματα (1) συνωμοσίας προς καταδολίευση (κατηγορίες 1-3, 27, 29, 31 και 33), (2) απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις  (κατηγορίες 11, 18, 21, 28, 30, 32 και 41), (3) πλαστογραφίας (κατηγορίες 4, 5, 8, 12, 15, 19, 22, 24, 34, 35 και 38), (4) κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατηγορίες 6, 9, 13, 16, 20, 23, 25, 36 και 39), (5) ψευδών λογαριασμών (κατηγορίες 7, 10, 14, 17, 37 και 40), (6) αθέμιτης κτήσης περιουσιακού οφέλους (κατηγορία 26), (7) κατάχρησης εξουσίας (κατηγορίες 42 και 43) και (8) συγκάλυψης (κατηγορίες 44- 47) και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 48).

 

 Ο καταμερισμός των κατηγοριών είχε ως ακολούθως:

 

Κατηγορίες:

κατηγορούμενος 1                     1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13,                 

(εφεσίβλητος στην 15/22)    14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 27,28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 44, 45, 46,  47 και 48.

κατηγορούμενος 2               1, 2, 3, 4, 5, 6, 8, 9, 11, 12, 13,15, 16,

(εφεσίβλητος στην 16/22)        18, 19, 20, 21, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 41, 42, 45, 46, 47 και 48.

κατηγορούμενη 3                      1, 2, 3, 4, 5, 6, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 21, 27, 28, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 41, 45, 46 και 48.

κατηγορούμενη 4                      1, 4, 5, 6, 8, 9, 11 και 44.

κατηγορούμενη 5                 2, 3, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20

(εφεσίβλητη στην  17/22)         και 21. 

κατηγορούμενος 6               2, 12, 13, 18 και 43.

(εφεσίβλητος στην 14/22)       

κατηγορούμενος 7               2 και 18.

(εφεσίβλητος στην 13/22)       

κατηγορούμενη 8                 2, 3, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 21 και

(εφεσίβλητη στην 18/22)          45.

κατηγορούμενη 9                      1, 2, 3, 4, 5, 6, 8, 9, 11, 12, 13, 15, 16, 18, 19, 20, 21, 33, 34, 35, 36, 38, 39, 4, 45 και 48.

κατηγορούμενη 10                    27, 28 και 46.

 

          Προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση ότι όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στο πλαίσιο ή σχετίζονταν με τις διαδικασίες συνομολόγησης επτά συνολικά δανείων που παραχωρήθηκαν από την τότε ΣΠΕ Στροβόλου προς διάφορα πρόσωπα. Πιο συγκεκριμένα, δυο δάνεια παραχωρήθηκαν στην κατηγορούμενη 8, ένα στην κατηγορούμενη 4 και τέσσερα στον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (ΜΚ10), ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είχε καμία ουσιαστική ανάμειξη, ενεργώντας απλώς ως «αχυράνθρωπος» του κατηγορούμενου 2.  Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που λήφθηκαν ως αποτέλεσμα των δανείων, πάντα κατά την Κατηγορούσα Αρχή, χρησιμοποιήθηκε από τους κατηγορούμενους 2, 3 και 9 για την αγορά ακινήτων, την εξόφληση άλλων δανείων ή για τη μείωση υπερβάσεων σε τρεχούμενους λογαριασμούς τους. Το ακόλουθο εισαγωγικό απόσπασμα από τη σελ.2 της εκκαλούμενης απόφασης είναι διαφωτιστικό των τεκταινομένων:

 

«Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα αδικήματα προέκυψαν κατά την σύναψη 7 δανείων από την ΣΠΕ Στροβόλου. Από τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, προκύπτει ως θέση της κατηγορούσας αρχής ότι οι κατηγορούμενοι είτε ως αξιωματούχοι και υπάλληλοι είτε ως συνεργάτες ή πελάτες της Σ.Π.Ε. Στροβόλου, συνωμότησαν προκειμένου να συναφθούν παράνομα δάνεια από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, υπέρ συγκεκριμένων προσώπων. Στα πλαίσια αυτά, κατάρτησαν και κυκλοφόρησαν πλαστά έγγραφα, ήτοι πλαστές αιτήσεις δανείου, πλαστές εκθέσεις αξιολόγησης για σύσταση δανείου καθώς επίσης προέβησαν σε αλλοίωση πρακτικών χορήγησης δανείων. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν αγαθό δυνάμενο να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, δηλαδή μέσω των πλαστογραφημένων αιτήσεων και αποφάσεων παροχής δανείου, πέτυχαν την παράνομη λήψη από την Σ.Π.Ε Στροβόλου, συγκεκριμένων ποσών που αναφέρονται στο κατηγορητήριο.»

 

Στη διαδρομή προς την τελική του ετυμηγορία, το Κακουργιοδικείο παραθέτει στην απόφαση του τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης, συνοψίζει την προσαχθείσα μαρτυρία την οποία χωρίζει σε διακριτές ενότητες, και την αξιολογεί με βάση τις καθιερωμένες αρχές αξιολόγησης (σελ.119 -138). Τη συντριπτική πλειοψηφία της μαρτυρίας την αποδέχεται ως αξιόπιστη. Συγκεκριμένα, αποδέχεται τη μαρτυρία των αστυνομικών/ανακριτών της υπόθεσης (ΜΚ1, 2, 3, 18, 21, 23, 25, 27, 30, 57 και 60), των λειτουργών της ΣΠΕ Στροβόλου (ΜΚ9, 12-14, 16, 17, 19, 20, 24, 29, 31-33, 35-37, 41, 43-47, 51-53 και 56) αλλά και του υπαλλήλου της Τράπεζας Κύπρου (ΜΚ48). Σημειώνεται ότι ειδικά για τον ΜΚ16, για τον οποίο υπήρχε το ενδεχόμενο η μαρτυρία του να θεωρηθεί «μαρτυρία συναυτουργού» όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες, το Κακουργιοδικείο κρίνει ότι δεν είναι τέτοια και την αξιολογεί κανονικά. Αποδεκτή ως αξιόπιστη έγινε και η μαρτυρία των μελών της Επιτροπής της ΣΠΕ Στροβόλου (ΜΚ15 και 58), των λειτουργών της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών -ΥΕΑΣΕ (ΜΚ4, 6, 8, 28 και 50), όπως και της λειτουργού αναδιαρθρώσεων της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας (ΜΚ55). Αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία των ΜΚ49 (λειτουργός κτηματολογίου), ΜΚ11 και 42 (λειτουργοί ΑΗΚ), ΜΚ39 και 40 (Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας), ΜΚ10 (Κώστας Κωνσταντίνου), ΜΚ54 (πιστοποιών υπάλληλος) και ΜΚ61 (Γεώργιος Γεωργίου).

 

Αποδεκτή ως αξιόπιστη έγινε από το Κακουργιοδικείο και η μαρτυρία του ΜΚ7 (Γιώργου Καϊσή), με εξαίρεση την αναφορά του ότι η αγοραία αξία δύο επίδικων ακινήτων που πώλησε στον κατηγορούμενο 2 κατά το 2007 ήταν 3.5 εκατομμύρια λίρες. Αυτό, διότι το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο μάρτυρας δεν ήταν εκτιμητής ακινήτων, ούτε δόθηκε μαρτυρία ως προς την πείρα του στον τομέα των αξιών ακίνητης περιουσίας, ώστε να θεωρείτο πραγματογνώμονας και κατ' επέκταση να δικαιούτο να εκφράσει άποψη ως προς την αγοραία αξία ακινήτων (σελ.138 της απόφασης). Τέλος, αποδεκτή έγινε και η μαρτυρία των πραγματογνωμόνων (ΜΚ5, 26 και 38).

 

      Οι μόνες ουσιαστικές επιφυλάξεις του Κακουργιοδικείου σχετικά με την προσαχθείσα μαρτυρία αφορούσαν τους πραγματογνώμονες (ΜΚ22, 34 και 59). Ειδικά για τη ΜΚ59 (εκτιμήτρια του Κτηματολογίου), το Κακουργιοδικείο ήταν ιδιαιτέρως αρνητικό στο να αποδεχθεί τη μαρτυρία της. 

 

      Πιο συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο με αναφορά στο περιεχόμενο της μαρτυρίας των εν λόγω πραγματογνωμόνων, εντόπισε «σημαντικές διαφορές και αποκλίσεις» σε ό,τι αφορά την αξία επιδίκων ακινήτων, χαρακτηρίζοντας εν τέλει την επί τούτου προσφερθείσα μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως «αντιφατική». Ειδικά για τη ΜΚ59 καυτηρίασε το γεγονός ότι υπάρχει τεράστια απόκλιση (πέραν των £2.000.000) μεταξύ των εκτιμήσεων που ετοίμασε το 2017 και των εκτιμήσεων που ετοίμασε το 2021 και παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου. Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, το Κακουργιοδικείο έκρινε ως μη ικανοποιητική τη δικαιολογία της μάρτυρος ότι έγινε λάθος στις εκτιμήσεις του 2017, το οποίο έπρεπε να διορθωθεί με νέες εκτιμήσεις. Το Κακουργιοδικείο, στηλιτεύει το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις του 2021 «δεν έγιναν με δική της πρωτοβουλία, αλλά κατόπιν εντολών των προϊσταμένων της που εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις εκτιμήσεις στις οποίες η ίδια προέβηκε το 2017». Πήρε οδηγίες να ετοιμάσει τις νέες εκτιμήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα στοιχεία που της υποδείχθηκαν. Κατά το Κακουργιοδικείο δεν θα ετίθετο ποτέ θέμα ετοιμασίας νέων εκτιμήσεων, αν δεν διαφωνούσαν με τις εκτιμήσεις του 2017 οι προϊστάμενοι της. Συναφώς, το Κακουργιοδικείο με πρόδηλα αρνητική χροιά, σημειώνει το γεγονός ότι η μάρτυρας δεν έκανε καμία αναφορά στην κυρίως εξέταση στην αρχική της κατάθεση ημερ.4.12.2017, με την οποία υιοθετεί τις εκτιμήσεις της του 2017 όπως και το γεγονός ότι το ζήτημα αναδείχθηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της από τον συνήγορο Υπεράσπισης του κατηγορούμενου 7. Για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση προέβαλε και τον ισχυρισμό περί λάθους και αναγκαιότητας διόρθωσης.

 

      Για τους λόγους αυτούς το Κακουργιοδικείο απέρριψε τις εκτιμήσεις της ΜΚ59 του 2021 (τεκμήρια 475 έως 478) που παρουσίαζαν την αξία των δύο ακινήτων κατά τον επίδικο χρόνο παραχώρησης του επίδικου δανείου των £2.000.000, δηλαδή τον Μάιο του 2007, ως σημαντικά μειωμένη (€2.240.000) συγκριτικά με τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του 2017, αλλά και με την εκτίμηση του κατηγορούμενου 7 (€7.603.000). Ομοίως, απέρριψε ως αντιφατικό και αντικρουόμενο το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή μέσω των εκτιμήσεων των ΜΚ22, 34 και 59. Η απόρριψη αυτής της μαρτυρίας, ως θα αναλυθεί στη συνέχεια, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην απόρριψη σημαντικών κατηγοριών της υπόθεσης.   

 

Στη συνέχεια της απόφασης του, το Κακουργιοδικείο αναφέρεται στις γραπτές καταθέσεις των κατηγορουμένων και στην ανώμοτη δήλωση της κατηγορούμενης 5, η οποία ήταν η μόνη που δεν άσκησε το δικαίωμα της σιωπής κατά τη δίκη. Έπειτα, στις σελ.149-162 της απόφασης, προβαίνει σε ευρήματα στη βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας, (αξιολογηθείσας και παραδεκτής) για να προχωρήσει στη σελ.162 και επόμενες στην εξέταση των επιμέρους κατηγοριών, αναλύοντας με περισσή λεπτομέρεια τα συστατικά στοιχεία των αντίστοιχων αδικημάτων, προβαίνοντας συνάμα σε σύζευξη αυτών των στοιχείων με την αποδεχθείσα μαρτυρία της υπόθεσης. Μετά τη δικαστική αυτή διεργασία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν απεδείχθη καμία κατηγορία, αθωώνοντας και απαλλάσσοντας όλους τους κατηγορούμενους.

 

      Ο Γενικός Εισαγγελέας με έξι ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 (15/22 - 9 λόγοι έφεσης), κατηγορούμενο 2 (16/22 - 9 λόγοι έφεσης), κατηγορούμενη 5 (17/22 - 5 λόγοι έφεσης), κατηγορούμενο 6 (14/22 - 3 λόγοι έφεσης), κατηγορούμενο 7 (13/22 - 4 λόγοι έφεσης) και κατηγορούμενη 8 εταιρεία (18/22 - 3 λόγοι έφεσης). Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με τους κατηγορούμενους 3, 4, 9 και 10.

 

Ως προκύπτει από την πιο πάνω περιγραφή, είναι πολλές οι εφέσεις που θα εξεταστούν μαζί και ακόμα περισσότεροι οι προβαλλόμενοι λόγοι εφέσεις. Κάποιοι λόγοι έφεσης βέβαια είναι κοινοί ή παρουσιάζουν κοινά στοιχεία και έτσι αναλόγως του ευχερέστερου και προσφορότερου εξ απόψεως κατανόησης της κρίσης του Δικαστηρίου, είτε θα εξετάζονται μαζί είτε το αιτιολογικό αποτέλεσμα επί ενός ή περισσοτέρων λόγων έφεσης, θα συμπαρασέρνει λόγο ή λόγους έφεσης άλλων εφέσεων.

 

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των εφέσεων και των επιμέρους λόγων έφεσης, προέχει να προβούμε σε κάποια σχόλια σε σχέση με τη δομή και το περιεχόμενο της Ειδοποίησης Έφεσης (εφετήριο). Κατόπιν, θα παραθέσουμε τις αρχές που διέπουν  την εν γένει παραδεκτότητα έφεσης και/ή επιμέρους λόγων έφεσης με βάση το άρθρο 137(1)(a) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155. Το ζήτημα αυτό είναι ουσιώδες σε όλες τις εφέσεις, καθ' ότι οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν με θέσεις και επιχειρηματολογία το υπό τις περιστάσεις, δικαίωμα άσκησης έφεσης από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Η κρίση για την παραδεκτότητα ή μη, εκ των πραγμάτων, θα διαπλέκεται με τα σχόλια μας για την ουσία των παραπόνων του Γενικού Εισαγγελέα ως αυτή αναφύεται μέσα από το περιεχόμενο των επιμέρους λόγων έφεσης.

 

          Δομή/Περιεχόμενο Ειδοποίησης Έφεσης

 

          Σύμφωνα με το άρθρο 138 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 κάθε Ειδοποίηση Έφεσης, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εκθέτει πλήρως τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 144, το Εφετείο (προηγουμένως το Ανώτατο Δικαστήριο), ακούει και κρίνει την έφεση μόνον επί των λόγων που εκτίθενται στην Ειδοποίηση Έφεσης. Ομοίως σύμφωνα με το άρθρο 137(3), κάθε έφεση που ασκείται από τον Γενικό Εισαγγελέα επί αθωωτικής απόφασης, θα πρέπει να εκθέτει πλήρως τους λόγους στους οποίος στηρίζεται. Για σκοπούς αναφοράς και μόνον να σημειώσουμε ότι στην Αγγλία με βάση τα Criminal Procedure Rules 2020, κατ' ανάλογο τρόπο, ο εφεσείων οφείλει συμφώνως της παραγράφου 39.3(2) να συμμορφωθεί, μεταξύ άλλων, με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

 

         «.

(b) in each ground of appeal identify the event or decision to which the ground relates.

(c) in each ground of appeal summarise the facts relevant to that ground, but only to the extent necessary to make clear what is in issue.

(d) concisely outline each argument in support of each ground.»

 

          Οι λόγοι έφεσης επί του εφετηρίου χωρίζονται σε δύο τμήματα, τον «λόγο έφεσης» και την «αιτιολογία». Στον «λόγο έφεσης», με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο προσδιορίζεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Με τον τρόπο αυτό, το Εφετείο δύναται με ευκολία να εντοπίσει και να κατανοήσει το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση, να το εξετάσει και να δώσει απάντηση. Στην «αιτιολογία» σε απόλυτη και περιοριστική συνάφεια με τον «λόγο έφεσης», χωρίς αχρείαστους πλατειασμούς, παρατίθενται οι λεπτομέρειες του «λόγου έφεσης». Ως προδιαγράφει και ο υπότιτλος, δίνεται η αιτιολογία του λόγου έφεσης με παραπομπή σε σχετικά γεγονότα, σε επίμαχες αναφορές στην εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και σε βοηθητική νομολογία όπου χρειάζεται. Δεν επιτρέπεται στην «αιτιολογία» η έγερση, επέκταση ή ανάπτυξη θεμάτων που δεν καλύπτονται από τον «λόγο έφεσης», ο οποίος αποτελεί το μόνο και μοναδικό υπόβαθρό προς εξέταση. Όπου γίνεται τούτο, οι αναφορές αγνοούνται από το Εφετείο. Στην Alkis H. Hadjikyriacos (Frou Biscuits) Public Ltd v. Ευσταθιάδης Πολ. Έφεση 322/2013, ημερ.16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A305, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

 

«.Όπως είναι νομολογημένο, ένα θέμα που δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο έφεσης, όπως στο προκείμενο, αλλά παρείσφρησε ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης, δεν εξετάζεται. (Βλ. Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης αποτελούν το περιοριστικό πλαίσιο της έφεσης. Δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται, και είναι απαραίτητο όπως με την αιτιολογία προσδιορίζονται τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης που καθιστούν μια απόφαση τρωτή. (Βλ. Προκοπίου v. Ryan κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).»

 

Στη Θεοχάρους v. Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. Πολ. Έφεση 285/2014, ημερ.27.2.2024 λέχθηκαν τα εξής πολύ σημαντικά:

 

«Παρεμβάλλουμε, ότι ο κατά τα άλλα εναργής λόγος έφεσης 3, φαίνεται να διευρύνεται, σε τέτοια μεγάλη έκταση στη συνοδευτική αιτιολογία στο εφετήριο, που κατ' ελάχιστον, να προξενεί σύγχυση και τέτοιο πλατειασμό ώστε να αναιρεί - και αυτό όχι ως ζήτημα τύπου ή φορμαλισμού αλλά ουσίας - το καθήκον για συγκεκριμενοποίηση του όποιου λόγου έφεσης ταυτόχρονα με τη συνοδό και άμεσα σχετική αιτιολογία του, η οποία πρέπει να συγκροτεί, ακριβώς, εκείνο που ο λόγος έφεσης αποδίδει και όχι να περικλείει συγκεκαλυμμένα πρόσθετους λόγους έφεσης (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Tricor Limited, Π.Ε. 28/23, ημ. 6.7.23, ECLI:CY:AD:2023:D98 [Ολομέλεια])».

 

          Περαιτέρω, στην «αιτιολογία» δεν πρέπει να υπάρχει εκτενής ανάπτυξη επιχειρηματολογίας. Τούτο γίνεται στα διαγράμματα που ακολουθούν, αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Στη Σαμουρίδης v. Inzeyannis Πολ. Έφεση 326/14, ημερ.18.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:A133, λέχθηκε πως «τα συστατικά στοιχεία των λόγων έφεσης συντίθενται, πρώτον, από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα και χωρίς το ένα ή το άλλο ο λόγος έφεσης είναι ατελής (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112).»

 

Σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης, όπως θα αναλυθεί στην επόμενη ενότητα, έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα, χωρεί μόνον στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 137(1)(a) του Κεφ.155 . Όταν δε ασκείται τέτοια έφεση, ο Γενικός Εισαγγελέας οφείλει να προσδιορίσει σε ποια κατηγορία του εδαφίου (1)(α) εμπίπτει η έφεση ή ο λόγος έφεσης. Για παράδειγμα, «ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε» (υποπαράγραφος (ii)) ή ότι «ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων» (υποπαράγραφος (iii)). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι στον «λόγο έφεσης» ο μόνος προσδιορισμός που πρέπει να γίνει είναι η κατάταξη σε μια από τις εν λόγω κατηγορίες. Αντίθετα, αφού προσδιορισθεί η κατηγορία, θα πρέπει επιπρόσθετα με περιεκτικό, συνοπτικό και στοχευμένο τρόπο, όπως υποδεικνύει η Νομολογία, να εξειδικεύεται επακριβώς ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων παραπονιέται. Η διεργασία αυτή είναι απαραίτητη όχι μόνον για να μπορεί το Εφετείο με ευκολία να εντοπίζει και να κατανοεί το παράπονο του εφεσείοντος και με ανάλογη στόχευση να δίνει απάντηση, αλλά και για να μπορεί να γίνεται η σύζευξη «λόγου έφεσης» και «αιτιολογίας» όπως τη σκιαγραφήσαμε ανωτέρω. 

   

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουν τηρηθεί τα ανωτέρω με αποτέλεσμα, οι πλείστοι λόγοι έφεσης να είναι πανομοιότυποι. Για παράδειγμα στην Ποινική Έφεση 16/20, στους επτά από τους εννέα λόγους έφεσης, επαναλαμβάνεται ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων», χωρίς διάκριση ή  αναφορά στον τρόπο που φέρεται να έγινε τούτο σε κάθε περίπτωση.  Ο προσδιορισμός γίνεται στην «αιτιολογία» του κάθε λόγου έφεσης, κατά τρόπο όμως ετεροχρονισμένο, αχαρτογράφητο και αφειδώλευτο, με εκτεταμένες αναφορές σε κατ' ισχυρισμό σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δυσχεραίνοντας με τον τρόπο αυτό το εγχείρημα επακριβούς προσδιορισμού του παραπόνου, αλλά και στοχευμένης απάντησης. Παράλληλα, με την επιγραμματική γενικότητα του «λόγου έφεσης» αδρανοποιείται η υποχρέωση του εφεσείοντος για περιοριστική συνάρτηση «αιτιολογίας» και «λόγου έφεσης». Η πρακτική αυτή θα πρέπει να αποφεύγεται, ανεξαρτήτως του ποιος καταχωρεί την έφεση.

 

Παρόλο ταύτα, συναισθανόμενοι τη σημασία της έφεσης για τα διάδικα μέρη και παρά τη δυσχέρεια και σύγχυση που προκύπτει, θα προχωρήσουμε με εξέταση της.

 

          Αρχές παραδεκτότητας έφεσης από Γενικό Εισαγγελέα

 

Όπως προαναφέραμε, το δικαίωμα άσκησης έφεσης από μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου, καθορίζεται και περιορίζεται στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, σύμφωνα με το οποίο: 

 

«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

(i) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε      εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη   θεμελίωση της απόφασης αυτής

(ii) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε

(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων

(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας»

 

Εξαιρετικά κατατοπιστική σε σχέση με την εφαρμογή και εμβέλεια του άρθρου 137 είναι η σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας v. Παπανικόλα, Ποινική Έφεση 214/2021, ημερ.20.12.2023, όπου στις σελ.7 και επόμενες αναφέρονται τα εξής:

 

«. Είναι γεγονός ότι το θέμα της εμβέλειας του Άρθρου 137 είναι δικαιοδοτικό. Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να εφεσιβάλει αθωωτικές αποφάσεις μόνον επί θεμάτων τα οποία προνοεί το πιο πάνω άρθρο, δηλαδή νομικών. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151:

 

«Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων»

 

                    .

 

Ως προς το νόημα του όρου «γεγονότα», στην ως άνω υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Σωφρονίου, προστέθηκαν τα εξής:

 

«Η παράγραφος (iii) του Άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά». 

 

Καθίσταται ήδη αντιληπτό πως το υπόβαθρο επί του οποίου εξετάζεται ένας τέτοιος λόγος έφεσης είναι τα γεγονότα τα οποία εξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε στη βάση μη αμφισβήτησης είτε στη βάση αξιολόγησης της αμφισβητούμενης μαρτυρίας. Στην εν λόγω υπόθεση πρωτοδίκως το Δικαστήριο, παρότι έκρινε ως πλαστές κάποιες γραπτές δηλώσεις, εντούτοις αξιολογώντας εμπειρογνώμονες δέχθηκε ότι ήταν αβέβαιο κατά πόσον υπέγραψε ο κατηγορούμενος ή ο πατέρας του. Η προσβολή αυτής της αξιολόγησης ήταν εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii).

 

Στη μεταγενέστερη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217 το προσβληθέν ήταν η άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε γραπτές καταθέσεις παραπονούμενων κοπέλων, οι οποίες δεν είχαν προσέλθει να καταθέσουν ενόρκως και βεβαίως κρίθηκε πως τα περιεχόμενα των κειμένων αυτών δεν συνιστούσαν «γεγονότα» σε σχέση με τα οποία να είχε εφαρμοστεί πλημμελώς ο Νόμος, αφού ουσιαστικά ήταν ισχυρισμοί υποκείμενοι σε αξιολόγηση.

 

Την απάντηση σε ό,τι απασχολεί στην παρούσα θεωρούμε ότι παρέχει ευκρινώς και τελεσίδικα η απόφαση της Ολομέλειας (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ευσταθίου κ.ά (2010) 2 Α.Α.Δ. 94, σε απόσπασμα στο οποίο γίνεται και ανασκόπηση της νομολογίας ως εξής:

 

«Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο», όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο Άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος. Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτή. Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί αλλά και, ειδικότερα, εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων». 

                   .........................................................................................................

«Ενώ, σε σχέση με την (iii), στην (iv)δεν αναφερόμαστε γιατί δεν έχουμε εδώ κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή αντικανονικότητα διαδικασίας, για το ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Είναι συναφώς χρήσιμο να ανατρέξουμε στη νομολογία αναφορικά με το πώς, αυτή η δυνατότητα, εφαρμόστηκε. Στην The Attorney General of the Republic v. Takis Herodotou (1969) 2 C.L.R.10, η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε επειδή, αντίθετα προς την αποτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία, στην πραγματικότητα, αποδείκνυε τη διάπραξη του αδικήματος. Όπως ακριβώς και στις Δήμος Λευκωσίας v. Hopeland Enterprises Ltd κ.ά (1996) 2 Α.Α.Δ.21 και Γεν. Εισαγγελέας v. Χρυσοστόμου (Αρ.1) (2002) 2 Α.Α.Δ 473. Στην The Attorney General of the Republic v. Kyriacos Chrysanthou Petrou (1972) 2 C.L.R.81, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηριxτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της παραπονούμενης. Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία, από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγησή της, να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία. Δεν αναφέρθηκε σ' αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το Άρθρο 137(1)(α)(iii) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων. Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση. Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξ αιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπ' όψιν αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Τελικά, στην Attorney General v. Panayiotides (1983) 2 C.L.R. 253, η αθώωση παραμερίστηκε, μεταξύ άλλων, ως το αποτέλεσμα απόδοσης μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία».  

 

Αναμφίβολα είναι συναφή με τα πιο πάνω και τα όσα είχαν αναφερθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου κ.ά (2012) 2 Α.Α.Δ. 851. Εκεί τέθηκε το ερώτημα κατά πόσον ο όρος «νόμος» περιορίζεται στο ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο ποινικοποιεί το συγκεκριμένο εκδικαζόμενο αδίκημα ή επεκτείνεται στο σύνολο των εφαρμοστέων αρχών δικαίου και δόθηκε η ακόλουθη απάντηση:

 

«Επ' αυτού δεν έχουμε τον παραμικρό ενδοιασμό να πούμε ότι ο όρος «νόμος» όντως περιλαμβάνει κάθε εφαρμοστέα στην περίπτωση νομική πρόνοια αλλά και νομολογιακή αρχή, όπως είναι οι αρχές που διέπουν την κρίση του δικαστηρίου ως προς την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ούτε μας παρατέθη (sic) ούτε έχουμε υπ' όψη μας οποιαδήποτε αυθεντία που να αντιστρατεύεται αυτή την αντίληψη». 

                                        

 Η ως άνω Γ.Ε. v. Δράκου ήταν επίσης απόφαση της Ολομέλειας (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχει τη δική της σημασία η κρίση ότι οι σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii) συνιστούν «... τη δυνατότητα του Γενικού Εισαγγελέα να επιδιώξει αποκατάσταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης σε περίπτωση πλημμέλειας στην εφαρμογή του νόμου, που είναι η κατ' εξοχήν ενέργεια του δικαστηρίου ως κριτή της νομικής υπαγωγής των γεγονότων στον νόμο».

 

 Όλες οι πιο πάνω αρχές έχουν συνοψιστεί και στην υπόθεση Corina Snacks Ltd v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/15, ημερ. 29.5.18, όπου τονίστηκε ξανά πως: «Η έννοια του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων».

 .

Ως προς τη διάκριση μεταξύ «πρωτογενών γεγονότων», αφενός και «συμπερασμάτων» αφετέρου, πολύτιμη βοήθεια παρέχει η υπόθεση Λοϊζίδης κ.ά v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 965 (συνεκδικασθείσα με εφέσεις του Γ.Ε.), στην οποία μάλιστα όλη η προηγούμενη νομολογία χαρακτηρίστηκε ως καθιερωθέν «δεσμευτικό προηγούμενο». Παρατηρήθηκε δε πως η δικαστική εργασία προϋποθέτει αξιολόγησή της μαρτυρίας και στη συνέχεια την εξαγωγή ευρημάτων, τα οποία απολήγουν στη διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των πρωτογενών ή αληθών, κατά την κρίση του, γεγονότων, τα οποία αυτά ευρήματα (γεγονότων) υπαγάγονται στον νόμο και με αυτό τον τρόπο οδηγούν στα καταληκτικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ενοχής. Τονίστηκε ακριβώς πως ό,τι εκεί τέθηκε προς κρίση ήταν τα συμπεράσματα (του Κακουργιοδικείου) και όχι τα πρωτογενή ευρήματα επί των γεγονότων, πορεία που καλύπτεται από το Άρθρο 137(1)(α)(iii) επισημαίνοντας ότι: «Το Εφετείο στην περίπτωση διατύπωσης συμπερασμάτων, είναι στην ίδια καλή θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα δικά του συμπεράσματα που προκύπτουν από τα πρωτογενή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου» (Γενικός Εισαγγελέας v. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207).

 

Ο Εφεσίβλητος επικαλέστηκε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 176/21, ημερ. 7.2.23, ECLI:CY:AD:2023:D41 στην οποία το Εφετείο έκρινε αφενός ότι ο εφεσείων εκεί προσέβαλλε τη δικανική διεργασία (εκτίμησης) των στοιχείων της περιστατικής μαρτυρίας διά της οποίας το Κακουργιοδικείο είχε καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα (ότι δεν μπορούσε να πειστεί για την ενοχή) και αφετέρου ότι συνεπώς εξέφευγε της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α)(iii). Το ζήτημα δεν έχει συζητηθεί βέβαια εκτενώς ενώπιον μας πλην όμως αισθανόμαστε με κάθε σεβασμό ότι η εν λόγω απόφαση δεν αντανακλά την προαναφερθείσα σταθερή νομολογία της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από την οποία δεν μας έχει ζητηθεί να αποστούμε με επίκληση κάποιου από τους νομολογιακά καθιερωθέντες λόγους απόκλισης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις [Νικολάου κ.ά v. Νικολάου κ.ά (Αρ.2) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1338, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Ρόναλντ Γούοτς κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401].

 

Επιστρέφοντας στην παρούσα περίπτωση θεωρούμε ότι αρκεί απλώς η παραπομπή στην αιτιολογία της έφεσης ούτως ώστε να καταδειχθεί ότι δεν ευσταθεί η εισήγηση του Εφεσίβλητου. Προβάλλεται εκεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς έκρινε ότι η μαρτυρία δεν οδηγούσε στην απόδειξη των αδικημάτων και ότι αδικαιολόγητα δεν είχε ληφθεί υπ' όψιν το σύνολο της μαρτυρίας. Στο διάγραμμα του Εφεσείοντος εξηγείται αρχικά πως το θέμα στην ουσία είναι κατά πόσον τα ευρήματα στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα (σ. 2) και καταληκτικά ότι το γενετικό υλικό με την υπόλοιπη μαρτυρία έπρεπε να οδηγήσει σε καταδίκη (σ. 11). Εξετάσαμε με προσοχή όλες τις θέσεις του Εφεσείοντος, γραπτές και προφορικές. Σε κανένα σημείο δεν ζητείται από το Εφετείο είτε η επέμβαση στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτυρίας είτε η διαφοροποίηση πρωτόδικων ευρημάτων επί γεγονότων. Αντιθέτως, είναι με την υφιστάμενη αξιολόγηση ως υπόβαθρο που μας ζητείται να ελέγξουμε την εφαρμογή των νομικών αρχών και την πρωτόδικη εκτίμηση περί αποτυχίας απόδειξης στη βάση των διαπιστωθέντων γεγονότων. Δεν έχουμε καμμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για έλεγχο ο οποίος εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(iii)

 

(Όπου υπογράμμιση, έγινε από εμάς για σκοπούς τονισμού αρχών που έχουν αντανάκλαση στην παρούσα υπόθεση)

 

Ανάλυση των εφαρμοστέων αρχών γίνεται και στη Γενικός Εισαγγελέας v. Γρηγορίου Ποινική Έφεση 191/2021, ημερ.29.1.2024 την οποία επικαλέστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος κα Ευθυβούλου στην ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία.

 

          Εξέταση λόγων έφεσης

 

Έχοντας κατά νου αυτές τις αρχές, ερχόμαστε στις υπό εξέταση εφέσεις, έχοντας ως εφαλτήριο και βαρόμετρο την Έφεση 16/20 που αφορά τον κατηγορούμενο 2. Τούτο, διότι η έφεση αυτή (μαζί με την 15/22) έχει τους περισσότερους λόγους έφεσης, κάποιοι εκ των οποίων είναι όμοιοι ή σχεδόν όμοιοι με λόγους έφεσης, άλλων, μικρότερης εμβέλειας, εφέσεων.

 

      Ο πρώτος λόγος έφεσης αναφέρει γενικά ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».

 

      Από την «αιτιολογία» προκύπτει ότι ο λόγος αφορά πρωτίστως τις κατηγορίες της Πλαστογραφίας και ειδικά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες αιτήσεις δανείου δεν είναι πλαστογραφημένες. Συγκεκριμένα αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προσέγγισε τη μαρτυρία μικροσκοπικά και απομόνωσε επουσιώδη και/ή μη σχετική μαρτυρία, την ανήγαγε σε ουσιώδη και αγνόησε ουσιώδη και/ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, καταλήγοντας έτσι σε εσφαλμένα συμπεράσματα.

 

      Στη συνέχεια απαριθμούνται έξι στοιχεία της μαρτυρίας που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διεργασία της αξιολόγησης, γίνεται σύζευξη των συμπερασμάτων που θα έπρεπε να είχαν εξαχθεί (με βάση την αποδεχθείσα αυτή μαρτυρία) με τα συστατικά στοιχεία της Πλαστογραφίας, όπως τα αντιλαμβάνεται η πλευρά του εφεσείοντος, με την τελική υποβολή ότι οι κατηγορίες αυτές έχουν αποδειχθεί. Επιπλέον γίνεται αναφορά στα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, τα οποία περιλαμβάνονται στην «έκθεση αδικήματος» των κατηγοριών, με την εισήγηση ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν συναυτουργός με βάση τα άρθρα αυτά, στοιχείο που δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τέλος, «ανοίγεται μια παρένθεση» και γίνεται αναφορά στο στοιχείο της «βλάβης» με την εισήγηση ότι αποδείχτηκε και αυτό. Τούτο σε αντίθεση με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. 

 

      Κατά την κρίση μας, ο πιο πάνω λόγος έφεσης, παρά τη γενική επίκληση που γίνεται στον «λόγο έφεσης», εκφεύγει των παραμέτρων και της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(a)(iii). Για να ήταν εντός των παραμέτρων, θα έπρεπε, κατά βάση, να γινόταν δεκτή η αξιολόγηση της μαρτυρίας από τα πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και η συνακόλουθη αναγωγή της σε ευρήματα επί των γεγονότων, με τη διαφωνία να διατηρείται και να διατυπώνεται ως προς το νομικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη στοιχειοθέτηση συστατικού ή συστατικών στοιχείων του αδικήματος της Πλαστογραφίας. Τότε, θα ήταν δεκτός προς εξέταση ο λόγος, ως εγείροντας και αναδεικνύοντας, καθαρά νομικό θέμα (βλ. Παπανικόλα (ανωτέρω)). Αντ' αυτού, ο εφεσείων «βάλλει» κατά της αξιολόγησης που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδίδοντας του ότι κακώς ανήγαγε σε ουσιώδη, μαρτυρία που στην πραγματικότητα ήταν επουσιώδη ή άσχετη. Ομοίως, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι προέβη σε λανθασμένα ευρήματα επί των γεγονότων, ενώ αν προσέγγιζε και αποτιμούσε την αξία της προσκομισθείσας μαρτυρίας σωστά, θα έπρεπε να προβεί σε άλλα ευρήματα επί των γεγονότων, κάτι που θα έπρεπε συνακόλουθα να το οδηγούσε στην εξαγωγή των σωστών νομικών συμπερασμάτων. Επί του προκειμένου, υπενθυμίζεται ότι δεν επιτρέπεται η υποβολή έφεσης κατά της αξιολόγησης ή οποιουδήποτε συναφούς θέματος, αλλά ούτε για προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Σωφρονίου (ανωτέρω) που μνημονεύεται στην Παπανικολάου). Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αυτό ουσιαστικά επιχειρείται.

 

Κλείνοντας με τον λόγο έφεσης αυτό, υπό μορφή παρένθεσης, σημειώνουμε και τα εξής:

 

Στη γενικότητα της, είναι ορθή η θέση ότι η μαρτυρία θα πρέπει να αντικρίζεται και να προσεγγίζεται σφαιρικά, ώστε το Δικαστήριο να διατηρεί επαφή με την πραγματική εικόνα που εκπέμπεται και να μπορεί έτσι να εξαγάγει λογικά συμπεράσματα και να καταλήγει σε ορθολογιστική ετυμηγορία. Οι κατηγορίες αδικημάτων που προσάπτονται όμως σε κατηγορούμενους, εξετάζονται μικροσκοπικά, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο θα πρέπει, θέτοντας πολύ υψηλό πήχη, να ικανοποιηθεί ότι κάθε επιμέρους συστατικό στοιχείο έχει στοιχειοθετηθεί στον απαιτούμενο βαθμό, προτού να προχωρεί σε κατάληξη ενοχής.

 

Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στο βάρος απόδειξης. Ούτε Δικαστήριο νομιμοποιείται να ακολουθήσει προσεγγίσεις του τύπου - αφού υπάρχουν στοιχεία και μαρτυρία  που καταδεικνύουν αξιόμεπτη συμπεριφορά σε ό,τι αφορά τη γενική αντίληψη περί Πλαστογραφίας και/ή Απόσπασης χρημάτων, άρα οι κατηγορούμενοι μπορούν να καταδικαστούν στις ομώνυμες ή και σε συναφείς κατηγορίες. 

 

      Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, χωρίς να εξετάζεται η ουσία του παραπόνου, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. Με την κατάληξη αυτή, συμπαρασύρεται σε απόρριψη και ο πανομοιότυπος λόγος έφεσης 1 των Εφέσεων 15/22 και 17/22.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, προσδιοριστικά, επίσης περιορίζεται στο ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων».

 

Από την «αιτιολογία» του λόγου αυτού, προκύπτει ότι άπτεται των κατηγοριών Πλαστογραφίας και Κυκλοφορίας των τριών πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής της ΣΠΕ Στροβόλου (κατηγορίες 8, 9, 15, 16, 38 και 39), στρεφόμενος κυρίως κατά του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως καταγράφεται στη σελ.178 της απόφασης του ότι «...όλη η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής, κατέδειξε ότι το δάνειο αυτό όπως και τα υπόλοιπα επίδικα δάνεια, εγκρίθηκαν νόμιμα με την υπογραφή της σχετικής αίτησης από τρεις Επιτρόπους».

 

Στο πλαίσιο της «αιτιολογίας», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «λανθασμένα και αποσπασματικά, έκρινε ότι η ΜΚ26 κατέθεσε ότι όταν υπήρχε πλειοψηφία στη λήψη μιας απόφασης τότε θεωρείτο και τακτική η συνεδρία». Αυτή η θέση, κατά τον εφεσείοντα, ήταν της Υπεράσπισης και ουδέποτε η ΜΚ26, συμφώνησε ή υιοθέτησε αυτή τη θέση. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.130, παρ.2 της απόφασης του, αξιολογώντας τη ΜΚ26 αναφέρει «Υπήρξε εντούτοις ειλικρινής, αναφέροντας ταυτόχρονα στην αντεξέταση ότι αν παρακάθονταν 3 Επίτροποι, υπήρχε πλειοψηφία και τότε θεωρείτο τακτική η συνεδρία».

 

          Στην «αιτιολογία» γίνεται αναφορά επίσης στη μαρτυρία των ΜΚ13 και 15 και ιδιαίτερα στο κατ' ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιλέξει «αποσπασματικά από το σύνολο της μαρτυρίας - ιδιαίτερα του ΜΚ15 - μια συγκεκριμένη αναφορά.», ώστε να δικαιολογήσει το συμπέρασμα του ότι τα δάνεια εγκρίθηκαν νομότυπα. Τούτο, σε παραγνώριση, άλλης σχετικής μαρτυρίας που καταδείκνυε το αντίθετο, στην οποία ο εφεσείων παραπέμπει στην «αιτιολογία» του λόγου έφεσης.

 

Φρονούμε ότι και στην περίπτωση του    λόγου έφεσης 2 τα πράγματα βοούν. Ο εφεσείων αντιτίθεται στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε γενικά την προσκομισθείσα μαρτυρία και ειδικά τη μαρτυρία των ΜΚ26 και 15. Για τη ΜΚ26 του αποδίδεται ότι παρερμήνευσε τα λεγόμενα της και μάλιστα επί ενός καίριου σημείου για την κατάληξη του, ενώ για τον ΜΚ15 απομόνωσε μια και μόνο αναφορά του - επίσης επί ενός καίριου σημείου για την κατάληξη του - και αγνόησε άλλη σχετική μαρτυρία. Στη συνέχεια της «αιτιολογίας» γίνεται αναφορά σε νομικούς συλλογισμούς και συνειρμούς και στο πώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων αυτών. Στο επίκεντρο όμως του λόγου έφεσης είναι η αξιολόγηση των μαρτύρων που προαναφέραμε, αλλά και της μαρτυρίας γενικά.

 

Όπως υποδείξαμε ανωτέρω, στο κεφάλαιο «αξιολόγηση» για σκοπούς του άρθρου 137, έχει δοθεί από τη Νομολογία ευρεία έννοια, ώστε να περιλαμβάνει και κάθε συναφές θέμα, αλλά και τα συνακόλουθα ευρήματα που προκύπτουν από αυτή. Για οτιδήποτε αφορά άμεσα ή έμμεσα αυτά τα ζητήματα, δεν επιτρέπεται έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα. Ούτε και η πλέξη αυτών των θεμάτων με νομικά ζητήματα, όπως έγινε εδώ, είναι δυνατό να οδηγήσει σε αντίθετο αποτέλεσμα.

 

      Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, ο λόγος έφεσης 2, εκφεύγοντας κατά την κρίση μας του πλαισίου του άρθρου 137(1)((α)iii), απορρίπτεται. Μαζί απορρίπτεται ο συναφής λόγος έφεσης 2 των Εφέσεων 15/22 και 17/22.

 

      Ο τρίτος λόγος έφεσης  είναι ο ίδιος, «το Δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Από την «αιτιολογία» προκύπτει ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της «πρόθεσης καταδολίευσης» που άπτεται, μεταξύ άλλων, των κατηγοριών Πλαστογραφίας και Απόσπασης Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις (αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης). Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο με μικροσκοπική, αντί σφαιρική προσέγγιση, κατέληξε αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι η πλειάδα των πράξεων και παραλείψεων που καταδείχθηκε από την προσαχθείσα, αποδεχθείσα μαρτυρία (στην οποία ο εφεσείοντας παραπέμπει), δεν συνιστούν παρανομίες και δεν υπάρχει δόλος και πρόθεση καταδολίευσης. Αντίθετα, ήταν διάχυτη η πρόθεση του εφεσίβλητου προς καταδολίευση της ΣΠΕ Στροβόλου και των υπαλλήλων της, υποστηρίζει ο εφεσείοντας.

 

      Στην «αιτιολογία» ο εφεσείων δεν διαφωνεί με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση οποιουδήποτε συγκεκριμένου μάρτυρα, αλλά καυτηριάζει την εν γένει προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αναφέρεται σε νόμους, θεσμούς, εγκυκλίους, αλλά και σε αποδεχθείσα μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρεται να παραγνώρισε. Εκτενής αναφορά σε μέρη της μαρτυρίας που φέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραγνώρισε και που στοιχειοθετεί το αδίκημα γίνεται και στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος.

 

      Φρονούμε ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης πληροί το κριτήριο του «αμιγώς νομικού λόγου» και εμπίπτει έτσι στο πλαίσιο του άρθρου 137(1)(a)(iii). Δύναται έτσι να εξεταστεί επί της ουσίας του.  

 

      Ένα βασικό επιχείρημα που αναπτύσσεται στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος σε σχέση με τον λόγο έφεσης αυτό, είναι ότι τα Δικαστήρια [γενικά] καλούνται να διαπιστώσουν αν παραβιάστηκαν νόμοι (πρωτογενείς/δευτερογενείς), (σελ.63). Στην προκειμένη περίπτωση, συνεχίζει το επιχείρημα, παραβιάστηκαν νόμοι, θεσμοί και εγκύκλιοι με αποτέλεσμα οι δανεισμοί να ήταν παράνομοι, στοιχείο που αναγνωρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να μπει στη βάσανο να συνυπολογίσει το ουσιαστικό αυτό ζήτημα, στη διαπίστωση πρόθεσης καταδολίευσης. 

 

      Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι μέρος της αποστολής ενός Δικαστηρίου είναι και η διαπίστωση παραβιάσεων νομοθετημάτων και κανονισμών πάσης φύσεως. Η έκταση και η σημασία όμως αυτής της διαπίστωσης συναρτάται άμεσα με τη φύση και το πλαίσιο της υπόθεσης που έχει ενώπιον του. Συνεπώς, σε μια ποινική υπόθεση, όπως την υπό συζήτηση, που είχε στο επίκεντρο συγκεκριμένα αδικήματα, το κάθε ένα με τα δικά του διακριτά, συστατικά στοιχεία, το πρώτιστον και μέγιστον ζήτημα προς εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν η στοιχειοθέτηση ή μη των αποδιδόμενων αυτών αδικημάτων.    

     

      Σε αυτό επικεντρώθηκε το Κακουργιοδικείο και σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης, λαμβάνοντας υπόψη του την προσκομισθείσα και συσχετιζόμενη με το στοιχείο αυτό μαρτυρία, όχι γενικά και αόριστα, αλλά όπως ακριβώς αποδιδόταν μέσα από τις λεπτομέρειες των αντίστοιχων κατηγοριών. Η παραβίαση νόμων, κανονισμών και εγκυκλίων, οι παρατυπίες και παρεκκλίσεις των διαδικασιών ακόμα και έκδηλες αυθαιρεσίες, είτε γενικά είτε ειδικά σε σχέση με τους εφεσίβλητους, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε και σχολίασε, ουδόλως στοιχειοθετούσαν από μόνες τους το συστατικό αυτό στοιχείο, ούτε ήταν κατ' ανάγκη καθοριστικές ως προς τη στοιχειοθέτηση του. Ενδεχομένως να προέκυπταν άλλα ζητήματα ως εκ των παραβιάσεων και αυθαιρεσιών αυτών - πειθαρχικά, εργασιακά ίσως και άλλης φύσεως, ποινικά. Αυτό όμως δεν ήταν στο επίκεντρο της υπόθεσης του Κακουργιοδικείου, ώστε να διαδραματίσει ρόλο πέραν και έξω από το θεσμικό, κεντρικό καθήκον που είχε στην προκειμένη περίπτωση, όπως το προδιαγράψαμε πιο πάνω.  

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με τη νομική πτυχή του αδικήματος της Πλαστογραφίας στις σελ.169-174 της απόφασης του με εύστοχες παραπομπές στη νομολογία. Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης, ορθά υποδεικνύεται, με αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι δεν συνδέεται μόνον με την πρόκληση οικονομικής ζημιάς. Ούτε και χρειάζεται συγκεκριμένο και στοχευμένο αποδέκτη η πρόθεση καταδολίευσης. Αρκεί η πρόθεση να καταδολιευτεί κάποιος γενικά, νοουμένου όμως, ότι δυνητικά, υφίσταται ένα τέτοιο πρόσωπο (βλ. Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65). Δεν μπορεί δηλαδή η πρόθεση καταδολίευσης να πλανάται αφηρημένα - in abstracto. Σύμφωνα με το άρθρο 334 πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται οποτεδήποτε υπάρχει συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι που δύναται να καταδολιευτεί με το έγγραφο. Πρώτιστο αντικείμενο της πρόθεσης καταδολίευσης είναι το προσωπικό όφελος και όχι κατ' ανάγκη η πρόκληση ζημιάς στο θύμα.

 

          Συναρτώντας τις αρχές αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο καταλήγει στη σελ.177 στο εξής συμπέρασμα:

 

«Επιπλέον, από την μαρτυρία που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής δεν έχει στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης των κατηγορουμένων 1, 2, 3, 4 και 9 από το γεγονός και μόνο ότι στις αιτήσεις αυτές, υπάρχουν κάποιες ανακριβείς ή αναληθείς καταγραφές. Επίσης, ιδιαίτερα για τους κατηγορούμενους 2, 3, 4 και 9 δεν υπάρχει καμία μαρτυρία που να τους συνδέει με την κατάρτιση και κυκλοφορία των εν λόγω εγγράφων αφού σύμφωνα με την μαρτυρία, ήταν ο κατηγορούμενος 1 που συμπλήρωσε και παρουσίασε τις εν λόγω αιτήσεις δανείου για έγκριση στην Επιτροπή της ΣΠΕ Στροβόλου.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας, είναι καθοριστική για την έκβαση των κατηγοριών της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, αναφορικά με τις πιο πάνω αιτήσεις δανείου, καθότι απαραίτητη προϋπόθεση απόδειξης των εν λόγω κατηγοριών, είναι η ύπαρξη πλαστού εγγράφου.»

 

          Στην ίδια κατάληξη έφτασε σε σχέση με τα τρία πρακτικά της Επιτροπής της ΣΠΕ Στροβόλου - αντικείμενο των κατηγοριών 8, 9, 15, 16, 38 και 39 (σελ.177-178), σχολιάζοντας το γεγονός ότι σε αντίθεση με τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι τα πρακτικά είναι πλαστογραφημένα γιατί παρουσιάζουν ψευδώς ότι τα δάνεια εγκρίθηκαν σε συνεδρία της Επιτροπής, η μαρτυρία κατέδειξε ότι οι αιτήσεις δανείων υπεγράφησαν από τους τρεις επιτρόπους εκτός συνεδρίασης της Επιτροπής.

 

          Σε σχέση ειδικά με το δάνειο ύψους £70.000 προς την κατηγορούμενη 4 (κατηγορίες 8 και 9) και την κατ' ισχυρισμό αλλοίωση των πρακτικών ημερ.30.10.2007 που αναφέρεται σε έγκριση αυτού του δανείου, το Κακουργιοδικείο σημειώνει ότι το δάνειο αυτό εγκρίθηκε νόμιμα υπό την έννοια ότι τη σχετική αίτηση την υπέγραψαν τρεις επίτροποι. Συνεπώς, το άγνωστο της ημερομηνίας έγκρισης, αλλά και το γεγονός ότι τα χρήματα εκταμιεύτηκαν πριν την ημερομηνία του σχετικού πρακτικού, δεν αποδείκνυε ότι το πρακτικό αναφερόταν ψευδώς στην έγκριση του δανείου. Δεν ήταν ασύνηθες, σημειώνει το Κακουργιοδικείο να εκταμιεύονται δάνεια, χωρίς αξιολόγηση της αίτησης και συμπερίληψης στα πρακτικά, με μόνον την υπογραφή των αιτήσεων από τρεις επιτρόπους.  Τα ίδια έκρινε σε σχέση με το δάνειο ύψους €830.000 προς τον ΜΚ10 (κατηγορίες 38 και 39) και την κατ' ισχυρισμό αλλοίωση του πρακτικού ημερ.13.1.2009, αλλά και για τις κατηγορίες 15 και 16 που αφορούσαν υποτιθέμενο δάνειο ύψους £200.000 προς την κατηγορούμενη 8 και την κατ' ισχυρισμό αλλοίωση του πρακτικού ημερ.19.6.2007. Δεν αποδείχθηκε αλλοίωση αυτών των πρακτικών, ούτε και πρόθεση καταδολίευσης  (σελ.180). Τέλος, το ίδιο καταλήγει σε σχέση με τα αδικήματα Πλαστογραφίας και Κυκλοφορίας των εκθέσεων αξιολογήσεων των αιτήσεων δανείων (κατηγορίες 22-25). Παρά την ύπαρξη μαρτυρίας για την αναγραφή λανθασμένων ημερομηνιών, χρειαζόταν, αλλά εξέλειπε μαρτυρία, για πρόθεση καταδολίευσης (σελ.180-181).

 

          Με κάθε εκτίμηση προς τον εφεσείοντα και στις θέσεις που αναπτύσσει και τη μαρτυρία που παραθέτει στο διάγραμμα αγόρευσης του, δεν θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω κατάληξη του, με βάση πάντα τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, αλλά και το αυξημένο βάρος απόδειξης ενός εκάστου των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, στην προκειμένη περίπτωση της πρόθεσης καταδολίευσης. Επί τούτου να σημειώσουμε ότι η μη καταγραφή ή/και αναφορά σε πτυχή δοθείσας μαρτυρίας σε μια δικαστική απόφαση, ακόμα και σημαντική, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο την αγνόησε. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας που προσκομίστηκε και/ή που παραλείφθηκε να προσκομιστεί, δικαιολογείτο η κατάληξη του Δικαστηρίου, και τούτο παρά την ύπαρξη έντονης ή και δικαιολογημένης υποψίας περί της τέλεσης κάποιας ατασθαλίας.

 

          Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.  Συμπαρασύρεται σε απόρριψη ο συναφής λόγος έφεσης 3 των Εφέσεων 14/22 και 17/22, αλλά και ο λόγος έφεσης 4 της Έφεσης 15/22 και ο λόγος έφεσης 2 της Έφεσης 18/22.

 

          Ερχόμαστε στον τέταρτο λόγο έφεσης. Ο «λόγος έφεσης» ακολουθεί το ίδιο μοτίβο - «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Από την «αιτιολογία»   φαίνεται ότι ο λόγος αφορά τις κατηγορίες Απόσπασης Αγαθών δια Ψευδών Παραστάσεων (κατηγορίες 11,18, 21, 28, 30, 32 και 41). Υποδεικνύεται, ότι οι τρείς επίτροποι υπέγραψαν τις αιτήσεις δανείων εκτός συνεδρίας της Επιτροπής, άρα δεν ήταν νομότυπη η έγκριση αφού δεν έγινε από την Επιτροπή, κάτι που αν γνώριζαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ δεν θα προχωρούσαν στη συνέχεια στην εκταμίευση των χρημάτων. Επί του προκειμένου, ο εφεσείοντας υποστηρίζει ότι η μη κλήση των επιτρόπων για να καταθέσουν στο Δικαστήριο (οι δύο φαίνεται να είχαν αποβιώσει πριν την έναρξη της διαδικασίας), δεν άφησε κενό στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης, αφού το συστατικό στοιχείο της «απόσπασης» που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η εξασφάλιση του δανείου και του αντίστοιχου χρηματικού ποσού, επιτυγχάνεται την ώρα της εκταμίευσης των χρημάτων και όχι την ώρα που εγκρίνεται το δάνειο (από την Επιτροπή), ως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η απόσπαση, υποστηρίζει ο εφεσείοντας, έγινε από τους λειτουργούς της ΣΠΕ Στροβόλου που χειρίστηκαν τις αιτήσεις.

 

          Το κριτήριο του «αμιγώς νομικού λόγου» και συνακόλουθα εμπίπτον στο πλαίσιο του άρθρου 137(1)(a)(iii), ικανοποιείται. Δεν αμφισβητείται με τον λόγο έφεσης αυτό η αξιολόγηση που έγινε από το Κακουργιοδικείο, ούτε και τα ευρήματα στα οποία συνακόλουθα κατέληξε. Είναι η κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη σύζευξη αυτών των ευρημάτων με τις νομικές επιταγές της κατηγορίας που αναδεικνύεται. Δύναται συνεπώς να εξεταστεί και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται με ευστοχία τη νομική πτυχή του αδικήματος αυτού στις σελ.182-184 της απόφασης του. Το αδίκημα εδράζεται στο άρθρο 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.155, το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:

 

«Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

Είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων»

 

Ο όρος «ψευδής παράσταση» ερμηνεύεται στο άρθρο 297 ως ακολούθως:

 

«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

 

          Ως προκύπτει, τα συστατικά στοιχεία είναι τρία, (1) η προβολή ψευδούς παράστασης με γνώση του ψεύδους ή αδιαφορία ως προς την αλήθεια του, (2) η απόκτηση περιουσίας (3) και η πρόθεση καταδολίευσης.

 

Σε ό,τι αφορά την επίδραση της ψευδούς παράστασης στο μυαλό του θύματος, αυτή συνήθως αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία, αν και κατ' εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτή περιστατική μαρτυρία, νοουμένου όμως ότι η επίδραση προκύπτει ως ακαταμάχητο συμπέρασμα - irresistible inference (βλ. R v. Sullivan (Richard William), [1967] 51 Cr. App. R. 102 [1966], R v. Laverty [1970] 3 All ER 432, R v. Lambie [1981] 2 All ER 776 και R v. Olden [2007] EWCA Crim. 726).

 

          Στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος, με την εισήγηση ότι είναι εσφαλμένο, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο εύρημα (συλλογισμό) του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη σελ.189 της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο ήταν και καθαριστικό ως προς την κρίση του ότι δεν αποδείχθηκαν οι εν λόγω κατηγορίες, ότι:  

 

«Η «εξασφάλιση» ως εκ τούτου των επιδίκων δανείων, έγινε κατά την διαδικασία έγκρισης τους από τους τρεις Επιτρόπους, με την υπογραφή από αυτούς των σχετικών αιτήσεων που περιείχαν τις κατ' ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις και όχι σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο κατά την διαδικασία ετοιμασίας των εγγραφών».

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει και τα εξής:

 

«... Ως αποτέλεσμα, προκειμένου η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει τα υπό κρίση αδικήματα της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, όφειλε να προσκομίσει μαρτυρία από τους τρεις πιο πάνω Επιτρόπους, με την οποία να καταδεικνύεται ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στις αιτήσεις, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη απόφαση τους να εγκρίνουν τα επίδικα δάνεια. Και αναφερόμαστε συγκεκριμένα στα στοιχεία που παρατίθενται στις λεπτομέρειες αδικήματος, ήτοι στους δικαιούχους και τον σκοπό των δανείων και επιπλέον για την κατηγορία 18, στο στοιχείο της εκτιμημένης αξίας των ενυπόθηκων ακίνητων. Όφειλε επίσης η κατηγορούσα αρχή να προσκομίσει μαρτυρία ότι αν οι τρεις Επίτροποι γνώριζαν ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι και οι σκοποί των δανείων ήταν διαφορετικοί, τότε δεν θα ενέκριναν τα δάνεια. Το ίδιο ισχύει και για την αξία των δύο ενυπόθηκων ακίνητων της κατηγορίας 18.

 

Όπως προαναφέρθηκε, η κατηγορούσα αρχή δεν κάλεσε τους εν λόγω τρεις Επιτρόπους να δώσουν μαρτυρία στην ακροαματική διαδικασία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του άμεση μαρτυρία από τα πρόσωπα που ενέκριναν τα επίδικα δάνεια ως προς την επίδραση που είχε στην απόφαση τους, η παρουσίαση των στοιχείων που αναφέρονται στις αιτήσεις, ως προς τους δικαιούχους και τον σκοπό των δανείων αλλά και την αξία των ενυπόθηκων ακίνητων στην κατηγορία 18. Ελλείπει επίσης μαρτυρία από τους τρεις Επιτρόπους ότι αν γνώριζαν ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, τότε δεν θα ενέκριναν τα επίδικα δάνεια.

 

Ελλείψει άμεσης μαρτυρίας για τα πιο πάνω, το επόμενο στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί, είναι το κατά πόσον η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις όπου σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία θα μπορούσε το στοιχείο αυτό να αποδειχθεί με περιστατική μαρτυρία. Στην περίπτωση όμως αυτή θα πρέπει από την περιστατική μαρτυρία, να καταδεικνύεται ότι η κατάληξη περί της ουσιαστικής επίδρασης των ψευδών παραστάσεων, προκύπτει ως μοναδικό, αδιαμφισβήτητο και ακαταμάχητο συμπέρασμα (irresistible inference) (βλ. R v. Lambie ανωτέρω).

 

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής. Δεν εντοπίζουμε περιστατική μαρτυρία που να οδηγεί στο αδιαμφισβήτητο και μόνο λογικά ακαταμάχητο συμπέρασμα (irresistible inference) ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στις αιτήσεις αναφορικά με τους δικαιούχους και τον σκοπό των δανείων αλλά και την αξία των ενυπόθηκων ακίνητων στην κατηγορία 18, έχουν επιδράσει στην απόφαση των τριών Επιτρόπων να εγκρίνουν τα επίδικα δάνεια. Το γεγονός ότι σύμφωνα με την μαρτυρία, στην Σ.Π.Ε. Στροβόλου δεν τηρούνταν αυστηρά οι προβλεπόμενες από τους Κανονισμούς διαδικασίες κατά την έγκριση δανείων δεν συνιστά από μόνο του, περιστατική μαρτυρία που να αποδεικνύει τα αδικήματα απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις όπως αυτά περιγράφονται στις λεπτομέρειες αδικημάτων του κατηγορητηρίου της παρούσας υπόθεσης.

 

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει το συστατικό στοιχείο της ουσιαστικής επίδρασης στην απόφαση των τριών Επιτρόπων να εγκρίνουν τα επίδικα δάνεια, των παραστάσεων στις αιτήσεις δανείων που επικαλείται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων ότι ήταν ψευδείς.»

          Εξ απόψεως τελεσφόρησης των αδικημάτων, είναι γεγονός ότι ταυτίζεται με την «απόκτηση των αγαθών», εν προκειμένω η χρονική αυτή στιγμή θα ήταν η εκταμίευση ή διάθεση κατά τον ζητηθέντα τρόπο των χρημάτων, προϊόντος των επιδίκων δανείων. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 11, 18 και 21, γίνεται λόγος για εξασφάλιση του δανείου και στη συνέχεια για απόκτηση του χρηματικού ποσού, ενώ στις κατηγορίες 28, 30, 32 και 41 γίνεται λόγος μόνο για απόκτηση του ποσού. 

 

          Εν πάση περιπτώσει από την πιο πάνω περικοπή της απόφασης προκύπτει ότι καθοριστική για την τελική παραχώρηση των δανείων ήταν η υπογραφή των σχετικών αιτήσεων από τους τρεις επιτρόπους. Υπό αυτή την ουσιαστική έννοια η «εξασφάλιση» (κοινό στοιχείο για όλες τις κατηγορίες), έγινε όντως κατά τη διαδικασία υπογραφής από τους τρεις επιτρόπους. Απ' εκεί και πέρα η διαδικασία που ακολουθούσαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ ήταν διαδικαστική/  διεκπεραιωτική.  Δεν υπήρχε πλέον ευχέρεια να ασκήσουν οι ίδιοι την όποια κρίση στη λήψη ή μη των χρημάτων. Η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Η «εξασφάλιση» είχε ήδη επιτευχθεί και απέμενε το κατ' ουσία τυπικό κομμάτι, της εκταμίευσης ή διάθεσης των χρημάτων. Συνακόλουθα, απολύτως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η κρίση που ενδιέφερε για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, ήταν αυτή των καθ' ύλην αρμοδίων επιτρόπων και ελλείψει επί τούτου σχετικής μαρτυρίας, οι κατηγορίες ήταν έκθετες σε απόρριψη. Το ότι τη διαδικαστική/διεκπεραιωτική πράξη, με την οποία θα τελεσφορούσε «η απόκτηση των αγαθών», την ανάλαβαν οι λειτουργοί της ΣΠΕ, ουδόλως καθιστούσε τη δική τους νοητική κρίση ως την καίρια για στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, για τον προφανή λόγο ότι δεν είχαν ουσιαστικό δικαίωμα κρίσης επί του θέματος. 

    

          Έπεται πως ο λόγος έφεσης 4 είναι αβάσιμος και ως τέτοιος απορρίπτεται. Συμπαρασύρεται σε απόρριψη ο συναφής λόγος έφεσης 6 της Έφεσης 15/22, αλλά και ο λόγος έφεσης 1 των Εφέσεων 13/22 και 18/22.

 

          Ο λόγος έφεσης 5 δεν διαφέρει από τους προηγούμενους σε ό,τι αφορά το υπόβαθρο του, «Το Δικαστήριο εφάρμοσε τον Νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Στην «αιτιολογία» αναφέρεται ότι αφορά τις κατηγορίες για το αδίκημα της Συνομωσίας προς Καταδολίευση. Οι κατηγορίες αυτές όπως προαναφέραμε είναι οι 1, 2, 3, 27, 29, 31 και 33 και άπτονται η κάθε μία διαφορετικού δανείου. Στις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών προσδιορίζονται διαφορετικοί κατηγορούμενοι κάθε φορά ως οι φερόμενοι συνωμότες. Για παράδειγμα στην κατηγορία 1 ως οι φερόμενοι συνωμότες προσδιορίζονται οι κατηγορούμενοι 1, 2, 3, 4 και 9, στην κατηγορία 2 οι κατηγορούμενοι 1, 2, 3, 5, 6, 7, 8 και 9, ενώ στις λοιπές κατηγορίες, προσδιορίζονται άλλοι συνδυασμοί κατηγορουμένων ως συνωμότες.

 

          Το εκφρασθέν εδώ παράπονο του εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας σε νομική πλάνη (αφού δεν έλαβε υπόψη τις σχετικές πρόνοιες των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων 1985- 2012, τις οδηγίες που εξέδιδε ο Έφορος ΥΕΑΣΕ και τα διάφορα εγχειρίδια της ΣΠΕ Στροβόλου και του Τμήματος Συνεργατικής Ανάπτυξης) και παραγκωνίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία, αναιτιολόγητα, αθώωσε τους κατηγορούμενους στις αντίστοιχες κατηγορίες συνωμοσίας.

 

          Επί του προκειμένου, επαναλαμβάνουμε κατ' αρχάς τα όσα αναφέραμε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης σε σχέση με το καθήκον του Δικαστηρίου να διαπιστώνει την παραβίαση νομοθετημάτων, κανονισμών κλπ., αλλά και το πρώτιστον και μέγιστον καθήκον που είχε το Κακουργιοδικείο στην προκείμενη περίπτωση.  Δηλαδή, ακόμα και αν τα δάνεια ήταν «παράνομα» υπό την έννοια της παραβίασης των πιο πάνω νομοθετημάτων, οδηγιών ή και κανονισμών, δεν σημαίνει, χωρίς άλλο, ότι οι αντίστοιχοι κατηγορούμενοι στις κατηγορίες ήταν ένοχοι Συνομωσίας προς Καταδολίευση. Έτσι κι αλλιώς για τη διάπραξη του αδικήματος της Συνωμοσίας για Καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Πονικού Κώδικα Κεφ.155, δεν χρειάζεται να ευοδώσει ο δόλος. Είναι η ανέντιμη συμφωνηθείσα σύμπραξη δύο ή περισσότερων προσώπων να πληγεί ιδιοκτησιακό συμφέρον (proprietary interest) άλλου που έχει σημασία (βλ. Scott v. Metropolitan Police Commissioner [1975] AC 910). Σε ό,τι αφορά την ένοχη διάνοια του αδικήματος, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι σκοπός των συνωμοτών ήταν να προκαλέσουν στο θύμα οικονομική ζημιά (αναφορά του Lord Diplock στην υπόθεση Scott).

 

Γενικότερα, το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει συντελεστεί οτιδήποτε πέραν από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν τον σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο. Αν ένας κατηγορούμενος αθωωθεί στην κατηγορία για τη διάπραξη ενός αδικήματος, δεν έπεται ότι θα πρέπει να απαλλαγεί και στην κατηγορία με την οποία κατηγορείται για συνωμοσία διάπραξης εκείνου του αδικήματος. Με το ίδιο σκεπτικό όμως, η διάπραξη γενεσιουργών αδικημάτων από συγκατηγορούμενους δεν αποδεικνύει εξ αυτού και μόνο, τη μεταξύ τους συνωμοσία, για διάπραξη των αδικημάτων. Εκτός από την ύπαρξη της συμφωνίας, η συνωμοσία εμπεριέχει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea). Ως εκ τούτου, η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ' ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε με άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ' ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό (βλ. Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 134 και Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633).

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει με περισσή ενδελέχεια τις νομικές προϋποθέσεις απόδειξης του αδικήματος της Συνωμοσίας προς Καταδολίευση (σελ.192 -194), προχωρεί επί των γεγονότων με τις εξής διαπιστώσεις:

 

«Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας, σημειώνουμε ότι ο όρος  «παράνομα δάνεια» που αναφέρεται στις λεπτομέρειες των αδικημάτων συνομωσίας, συνδέεται από την κατηγορούσα αρχή με την κατ' ισχυρισμό συμπεριφορά των κατηγορουμένων να συνωμοτήσουν, προκειμένου να πλαστογραφήσουν τις αιτήσεις δανείων και τα πρακτικά της Επιτροπής ώστε να εξασφαλίσουν δάνεια που δεν εδικαιούντο. Συνδέεται επίσης με τις κατ' ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις που παρατίθενται στις επίδικες αιτήσεις δανείου. Επιπλέον, η συνήγορος για την Δημοκρατία στην αγόρευση της, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «το τι εστί παράνομο δάνειο, προκύπτει και εξηγείται στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις».

 

Όπως όμως έχει ήδη προαναφερθεί, οι κατηγορίες της πλαστογραφίας και της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις δεν έχουν αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή για τους λόγους που αναλυτικά εξηγούμε πιο πάνω. Η συνομωσία βέβαια είναι αυτοτελές αδίκημα και μπορεί να διαπραχθεί σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, χωρίς απόδειξη του γενεσιουργού αδικήματος. Η διασύνδεση όμως στην παρούσα υπόθεση από την κατηγορούσα αρχή, των κατηγοριών συνομωσίας για εξασφάλιση παράνομων δανείων με συμπεριφορές που οδηγούν σε αδικήματα πλαστογραφίας και απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις που δεν έχουν αποδειχθεί, έχει ως αποτέλεσμα την μη τεκμηρίωση και των αδικημάτων συνομωσίας.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας, δεν εντοπίζουμε οιανδήποτε μαρτυρία άμεση ή περιστατική που να καταδεικνύει συμφωνία μεταξύ των κατηγορουμένων να συνάψουν παράνομα δάνεια είτε με πλαστογράφηση αιτήσεων δανείου είτε προβάλλοντας ψευδείς παραστάσεις με σκοπό την παράνομη εξασφάλιση των δανείων. Σημειώνουμε επίσης ότι καμία μαρτυρία δεν συνδέει τους κατηγορουμένους πλην των κατηγορουμένων 1 και 5, με την συμπλήρωση των αιτήσεων και την δημιουργία των πρακτικών, έγγραφα τα οποία η κατηγορούσα αρχή συνδέει με τα αδικήματα συνομωσίας. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 7 που αντιμετωπίζει το αδίκημα συνομωσίας της 2ης κατηγορίας, αναφορικά με το δάνειο των 2 εκατομμυρίων Λιρών της κατηγορουμένης 8, επαναλαμβάνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι η εκτιμημένη αξία στην οποία κατέληξε για σκοπούς εξασφάλισης του εν λόγω δανείου, συνιστά ψευδή παράσταση. Αυτό γιατί δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής σε σχέση με την εκτιμημένη αξία των επίδικων ακινήτων.

 

Αλλά ούτε και η πρόθεση καταδολίευσης που αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της συνομωσίας δεν έχει αποδειχθεί. Δεν συμφωνούμε επί του προκειμένου με τη συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ότι το στοιχείο αυτό, είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι μεταγενέστερα τα οικονομικά συμφέροντα της ΣΠΕ Στροβόλου, ενδεχομένως να διασφαλίστηκαν με την αποπληρωμή των δανείων της 4ης κατηγορούμενης και του Κώστα Κωνσταντίνου. Σημειώνουμε περαιτέρω και την θέση της Μ.Κ.55, η οποία δέχθηκε ότι από τα δάνεια σε πρόσωπα που ήταν συνδεδεμένα με τον κατηγορούμενο 2, η ΣΠΕ Στροβόλου είχε σημαντικό κέρδος αρκετών εκατομμυρίων Ευρώ σε τόκους, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι η Τράπεζα δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Εν πάση περιπτώσει, το απαράδεκτο από κάθε άποψη γεγονός της παράκαμψης των διαδικασιών από τους κατηγορουμένους 1, 2 και 6, το οποίο προκύπτει από την μαρτυρία ότι δυστυχώς ήταν κοινή πρακτική στην ΣΠΕ Στροβόλου, δεν αποδεικνύει από μόνο του και την ύπαρξη συμφωνίας με σκοπό την καταδολίευση της ΣΠΕ.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν έχει δοθεί μαρτυρία που να στοιχειοθετεί είτε την αντικειμενική είτε την υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της συνομωσίας για καταδολίευση των κατηγοριών 1, 2, 3, 27, 29, 31 και 33, οι οποίες συνεπακόλουθα απορρίπτονται.»

 

          Με κάθε εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε σε νομική πλάνη, προχωρώντας στα πιο πάνω ευρήματα, ούτε ότι παραγκώνισε τη δοθείσα μαρτυρία, αθωώνοντας συνακόλουθα τους κατηγορούμενους. Ομοίως δεν δεχόμαστε ότι «ο συλλογισμός του δικαστηρίου πέραν από αντινομικός είναι και το λιγότερο προκλητικός» ως αναφέρεται στη σελ.92 του διαγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος. Τα πιο πάνω ευρήματα (με εξαίρεση ίσως την προτελευταία παράγραφο) ως επίσης και η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένα, δεδομένου του τρόπου διατύπωσης των κατηγοριών, της υπόθεσης ως προωθήθηκε στο Δικαστήριο, των αναφορών που έγιναν από την Κατηγορούσα Αρχή, αλλά και της μαρτυρίας που προσκομίστηκε.

 

          Δεν θεωρούμε χρήσιμο να καταπιαστούμε με κάθε σημείο που αναπτύσσεται στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος και των εφετηρίων που αφορούν το ζήτημα αυτό, πλην όμως θα αναδείξουμε δύο σημεία που υποδηλώνουν πιστεύουμε την ανεδαφικότητα των συναφών με το ζήτημα, λόγων έφεσης.

   

          Πρώτον, στην παρ.2, σελ.88 του διαγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντος προς υποστήριξη της θέσης ότι η μαρτυρία κατέδειξε  Συνομωσία προς Καταδολίευση σε σχέση με το δάνειο των δύο εκατομμυρίων λιρών καταγράφονται τα εξής:

 

«Ιδιαίτερα για το δάνειο των 2εκ. λιρών επ' ονόματι της πρώην κατηγορούμενης 8, μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας προκύπτει ότι οι πρώην κατηγορούμενοι 1-3 συμφώνησαν εκ των προτέρων για την αγορά της ακίνητης ιδιοκτησίας από τον ΜΚ7, πριν καν την ίδρυση της εταιρείας και την αίτηση δανεισμού. Ο πρώην 1ος κατηγορούμενος έδωσε εντολές στον 7ον κατηγορούμενο να ετοιμάσει εκτίμηση για τα υπό αναφορά ακίνητα η οποία έγινα στις 25/05/2007, 7 ημέρες μετά που πληρώθηκαν οι προκαταβολές μέσω του 1ου , 3ης και 9ης κατηγορούμενης για την αγορά των επίδικων ακινήτων.»

 

          Δεν φαίνεται όμως να υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογούσε την εξαγωγή, με την απαιτούμενη βεβαιότητα, ενός τέτοιου συμπεράσματος. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη μαρτυρία του ΜΚ53 είναι διαφωτιστικό (σελ.1680-1681 των πρακτικών) που παρατίθενται και στο διάγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του κατηγορούμενου 7 (εφεσίβλητου στην 13/22):

 

«Ε.  Και το τελευταίο κύριε Ιωάννου, να πάμε στην απάντηση 37 που έχετε δώσει, έχετε πει «Τη συγκεκριμένη εκτίμηση την ζήτησε όπως φαίνεται ο Δημητράκης Σταύρου». Είναι αντιλαμβάνομαι με τη λέξη που χρησιμοποιήσατε «όπως φαίνεται», η απάντηση δεν εμπίπτει στη σφαίρα της προσωπικής σας γνώσης απλώς είναι εκτίμηση ή εικασία που κάνετε ότι φαίνεται να τη ζήτησε ο κύριος Δημητράκης Σταύρου;

Α. Μπορώ να δω την εκτίμηση να σας πω γιατί το είπα;

Ε. Βεβαίως. Είναι το Έγγραφο‑Τεκμήριο 3.44 που είναι μέρος του Τεκμηρίου        

    15.

(Υποδεικνύεται στον μάρτυρα το Έγγραφο‑Τεκμήριο 3.44 και το επιθεωρεί)


Δικαστήριο: Εμείς τα έχουμε σε διαφορετική αρίθμηση. Τέλος πάντων.


Μάρτυρας: Επειδή είδα τη σημείωση του εκτιμητή «Υπ' όψιν του κύριου                                  Σταύρου».

Ο κύριος Γ. Παπαϊωάννου συνεχίζει:         

Ε.  Δεν σας καταλογίζω‑‑

 

Α. Όχι, απλώς λέω σας γιατί το είπα.         

Ε. Απλώς λέω σας ότι όλες οι εκτιμήσεις που ζητούσατε από τον κύριο  Μαυρέα δεν τις ζητούσε ο κύριος Δημητράκης Σταύρου ή μόνο εκείνος. Μπορεί να είχε και άλλους συναδέλφους σας που του έλεγαν, είπε ο κύριος Δημητράκης Σταύρου ή για κάποιον λόγο ετοίμαζε κάποιαν εκτίμηση και o ίδιος για τους δικούς του λόγους μπορεί να έβαλλε υπ' όψιν Δημητράκη Σταύρου που ήταν Γραμματέας, άρα η θέση μου είναι ότι η εκτίμηση που κάνατε και δεν αποτελεί γεγονός γνώσης δικής σας‑‑   

Α. Σωστό.


Δικαστήριο: Φαίνεται και από το τι λέει
o ίδιος ότι είναι εκτίμηση που έκανε.»

 

Δεύτερον, στην παρ.3 της ίδιας σελίδας του διαγράμματος, σε σχέση πάλι με την εκτίμηση του κατηγορoύμενου 7, αναφέρονται τα εξής:

 

«Ο 7ος κατηγορούμενος ετοίμασε την εκτίμηση του εκτιμώντας ότι η αγοραία αξία των δύο ακινήτων ήταν 4.450.000ΛΚ και η καταναγκαστική 4.005.000ΛΚ., δηλαδή προς £115 κ.τ.μ το κάθε τεμάχιο. Τούτο σημαίνει 1.500.000ΛΚ σχεδόν περισσότερα από την τιμή πώλησης που συμφωνήθηκε. Στην εισαγωγή της έκθεσης του ενώ καταγράφει ότι το ακίνητο 342 πωλήθηκε το 2006 με δηλωθείσα τιμή πώλησης 500.000ΛΚ με το κτηματολόγιο να το εκτιμά στις 600.000ΛΚ, δηλαδή προς £30,723κ.τ.μ. Ο ίδιος μετά από 1 σχεδόν χρόνο από την πράξη του 2006 και χωρίς να προηγηθεί η ενημέρωση του κτηματολογίου για την αγοραπωλησία των 2 ακινήτων προς 3.000.000 λίρες από την Εταιρεία DETIERO και Αθηαινίτη, υπολόγισε ότι η αγοραία αξία ανά τετραγωνικό μέτρο ενός γεωργικού τεμαχίου ήταν περισσότερο από την τριπλάσια που εκτιμήθηκε από το κτηματολόγιο ένα χρόνο πριν και χωρίς να υπάρχει άλλη πράξη τέτοιας αξίας.»

 

          Με την πιο πάνω μεμονωμένη αναφορά στην εκτίμηση του κατηγορούμενου 7, ο εφεσείοντας αφήνει σαφέστατη αιχμή σε σχέση με την ορθότητα των συμπερασμάτων του, αποδίδοντας του συνακόλουθα συμμετοχή στην εξασφάλιση του δανείου με παράνομα μέσα. Την ίδια ώρα αμφισβητεί (έμμεσα) και την αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ήταν επί του προκειμένου σαφές, και επαναλάβουμε την αναφορά του: 

 

«Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 7 που αντιμετωπίζει το αδίκημα συνομωσίας της 2ης κατηγορίας, αναφορικά με το δάνειο των 2 εκατομμυρίων Λιρών της κατηγορουμένης 8, επαναλαμβάνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι η εκτιμημένη αξία στην οποία κατέληξε για σκοπούς εξασφάλισης του εν λόγω δανείου, συνιστά ψευδή παράσταση. Αυτό γιατί δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής σε σχέση με την εκτιμημένη αξία των επίδικων ακινήτων.»

 

          Υπό το πιο πάνω πρίσμα ο λόγος έφεσης εκφεύγει και των  παραμέτρων του άρθρου 137(1(a))(iii)).

 

          Ενόψει των πιο πάνω απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος έφεσης 5 και μαζί ο λόγος έφεσης 5 της Έφεσης 17/22,  ο λόγος έφεσης 7 της Έφεσης 15/22, ο λόγος έφεσης 3 της Έφεσης 18/22 και ο λόγος έφεσης 2 των Εφέσεων 13/22 και 14/22.

 

          Ερχόμαστε στον έκτο λόγο έφεσης, πάντα έχοντας ως βάση υπενθυμίζουμε την Έφεση 16/22. Το υπόβαθρο αυτού του λόγου είναι ότι «απόδειξη πλημμελώς αποκλείστηκε», λόγος που προβλέπεται στο άρθρο 137(1)(a)(ii). Στην «αιτιολογία» καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων ΜΚ22 και ΜΚ34, αφού τούτο έγινε με την ανεπαρκή αιτιολόγηση ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές και αποκλίσεις ως προς τα ευρήματα τους για την αξία των επιδίκων ακινήτων. Η μαρτυρία τους έπρεπε να κριθεί αυτοτελώς και χωρίς συσχετισμό της μιας προς την άλλη, όπως επιβαλλόταν. Έτσι και αλλιώς από ορθή ανάγνωση της μαρτυρίας διαφαίνεται ότι η εκτίμηση του καθενός στηρίχθηκε σε διαφορετικά δεδομένα,  υποστηρίζει ο εφεσείοντας.

 

          Κατ' αρχάς να σημειώσουμε ότι η απόρριψη της μαρτυρίας των πιο πάνω πραγματογνωμόνων δεν έγινε μόνο λόγω των διαφορών και αποκλίσεων μεταξύ των εκτιμήσεων τους. Ειδικά για τον ΜΚ22 το Κακουργιοδικείο σημείωσε και τα εξής στις σελ. 131-132:

 

«Το πρώτο στοιχείο που εντοπίζουμε είναι η μεγάλη διαφορά στην αξία των επίδικων ακινήτων μεταξύ των πιο πάνω εκτιμήσεων που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή, ιδιαίτερα για το τεμάχιο 342. Μια σημαντική διαφορά έγκειται στο στοιχείο ότι παρότι τα επίδικα ακίνητα ήταν γεωργικά, σε κάποιες εκτιμήσεις όπως οι αρχικές του κτηματολογίου το 2017, κρίθηκε ότι είχαν προοπτική ανάπτυξης. Ο Μ.Κ.22 Άντης Τηλεμάχου επέμενε όμως επί του προκειμένου ότι τα ακίνητα εξακολουθούν να ανήκουν στην γεωργική ζώνη και αυτό ήταν καθοριστικό στην δική του εκτίμηση ως προς την μειωμένη αξία τους σε σχέση με την εκτίμηση του κατηγορουμένου 7 που δόθηκε για τους σκοπούς του δανείου της κατηγορουμένης 8, ύψους 2 εκατομμυρίων λιρών. Για να αναφέρει όμως ο Μ.Κ.22 στην συνέχεια στην αντεξέταση του ότι λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ένα ακίνητο γειτνιάζει με την οικιστική ή με κάποια άλλη ζώνη που είναι ανώτερη της δικής του. Μέρος του υπολογισμού εκτίμησης είναι όπως το ανέφερε το «hope value» δηλαδή η προοπτική να ενταχθεί το ακίνητο στην οικιστική ζώνη και θεωρεί ότι τα υπό εξέταση επειδή γειτνιάζουν με την οικιστική, είχαν ψηλές προοπτικές ότι θα εντάσσονταν σε αυτήν, στην επόμενη αναθεώρηση. Χωρίς όμως να αναφέρει γιατί παρά τα πιο πάνω, ήταν καθοριστικό στην εκτίμηση του, το γεγονός ότι τα ακίνητα ανήκαν στην γεωργική ζώνη και αν λήφθηκε και σε ποιο βαθμό υπόψη το γεγονός ότι γειτνίαζαν με την οικιστική ζώνη.»

 

          Για τον ΜΚ34, ως ορθά υποδεικνύει ο εφεσείοντας στο διάγραμμα αγόρευσης του, δεν υπάρχει ξεχωριστή ενότητα στην πρωτόδικη απόφαση όπου να αναφέρεται αποκλειστικά στη μαρτυρία του το Κακουργιοδικείο. Ωστόσο η μαρτυρία του ουδόλως αγνοήθηκε, αντίθετα, αξιολογήθηκε μαζί με τη μαρτυρία των ΜΚ22 και ΜΚ59 στις σελ.131-133 της εκκαλούμενης απόφασης.

 

          Έτσι και αλλιώς ο λόγος έφεσης αυτός εκφεύγει των παραμέτρων του άρθρου 137(1)(a)(ii). Πρόδηλα και ευθέως στρέφεται κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Οι πραγματογνώμονες είναι και αυτοί μάρτυρες, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες βέβαια, και αξιολογούνται όπως όλοι οι άλλοι, με βάση τα νομολογικά καθορισθέντα κριτήρια που τους αφορούν. Τα κριτήρια αυτά καταγράφονται στις σελ.126-128 της πρωτόδικης απόφασης. Συνεπώς εκτός όπου προκύπτει έκδηλη πλημμέλεια στον τρόπο προσέγγισης (κάτι που δεν συμβαίνει εδώ), η αξιολόγηση τους από το Δικαστήριο, σε περίπτωση αθώωσης, δεν επιδέχεται αμφισβήτησης με έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα.

 

          Η υπόθεση Γρηγορίου (ανωτέρω) την οποία επικαλέστηκε ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος κα Ευθυβούλου σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης πραγματογνωμόνων και τα συμπεράσματα που θα πρέπει να εξαγάγει το Δικαστήριο, σαφώς και διακρίνεται.  Στην υπόθεση εκείνη το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε πλημμελώς τη μαρτυρία πραγματογνωμόνων, χωρίς καν να την αξιολογήσει, κρίνοντας ότι τα επίδικο θέμα θα μπορούσε να επιλυθεί πλήρως με αναφορά στον προσδιορισμό συγκεκριμένων όρων που ενυπήρχαν στον ίδιο τον Νόμο (σε συνάρτηση με κτηματολογικά αρχεία), χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε επιτόπιες παρατηρήσεις. Με το σκεπτικό αυτό, χωρίς όπως προαναφέραμε, να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων που μετέβησαν επί τόπου, την απέκλεισε.  Η Έφεση που ασκήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα κατά της εκεί αθωωτικής απόφασης, κρίθηκε για τον πιο πάνω λόγο ως εμπίπτουσα στο πλαίσιο του άρθρου 137(1)(α), κάτι που δεν συμβαίνει εδώ για τους λόγους που εξηγούμε πιο πάνω.

 

          Ενόψει των πιο πάνω απορρίπτεται ο λόγος έφεσης 6, ο λόγος έφεσης 8 της Έφεσης 15/22, και ο λόγος έφεσης 3 της Έφεσης 13/22.

 

          Ο έβδομός λόγος έφεσης και πάλι είναι ότι «ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των γεγονότων». Στην «αιτιολογία» αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αποδέχτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ7, εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ήταν πραγματογνώμονας, αποκλείοντας με την κρίση του αυτή, τη θέση του μάρτυρα ως προς την αξία των επιδίκων ακίνητων. Ο μάρτυρας  είχε τεράστια εμπειρία στον τομέα των ακινήτων, κάτι που ήταν καθολικά αποδεκτό και η γνώμη του έπρεπε να γίνει αποδεκτή, θεωρεί ο εφεσείοντας.

 

          Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε κατά την εξέταση του προηγούμενου λόγου έφεσης για τη μαρτυρία πραγματογνωμόνων,  τον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας τους. Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του ΜΚ7 αυθαίρετα, αναιτιολόγητα ή πλημμελώς. Αντίθετα την αξιολόγησε, σημειώνοντας στη σελ.138 τα εξής:

           

«Η εντύπωση που μας έδωσε ο Μ.Κ.7 είναι ότι είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Αποδεχόμαστε ως εκ τούτου την μαρτυρία του εκτός από την θέση του ότι η αγοραία αξία των δύο επίδικων ακινήτων κατά το 2007 κυμαινόταν περίπου τα 3.5 εκατομμύρια λίρες. Αυτό γιατί ο Μ.Κ.7 δεν είναι εκτιμητής ακινήτων ούτε και δόθηκε μαρτυρία ως προς την πείρα του στον τομέα των αξιών ακίνητης περιουσίας. Κατά τα λοιπά ως προς τις διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο 2 και στα γεγονότα που οδήγησαν στην πώληση των επίδικων ακινήτων, η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή για τους λόγους που προαναφέραμε.»

 

          Η διαφορετική προσέγγιση που ζητείται με τον λόγο έφεσης αποτελεί σαφέστατη αμφισβήτηση της αξιολόγησης που έγινε από το Κακουργιοδικείο και άρα τίθεται εκτός εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α). 

 

          Ο λόγος έφεσης 7 απορρίπτεται. Το ίδιο και ο λόγος έφεσης 9 της Έφεσης 15/22, και ο λόγος έφεσης 4 της Έφεσης 13/22.

 

          Με τον όγδοο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλι, ότι, «εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Στην «αιτιολογία» αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η κατάχρηση εξουσίας από πλευράς εφεσίβλητου (κατηγορία 42), διότι δεν καταδείχθηκε ότι η παράκαμψη από μέρους του της διαδικασίας, επηρέασε την απόφαση του για έγκριση της υποθήκης, ούτε αποδείχθηκε οποιαδήποτε βλάβη στη ΣΠΕ Στροβόλου, ενώ δεν είναι μόνο η αυθαίρετη εγγραφή της υποθήκης ακινήτου που άνηκε στην εταιρεία της συζύγου του που του καταλογιζόταν.  Του καταλογιζόταν ότι ως θεματοφύλακας του Συνεργατισμού, καταχρώμενος την εξουσία του και με σκοπό το προσωπικό κέρδος, ενέκρινε την εγγραφή της υποθήκης ώστε να εξασφαλιστεί το δάνειο των £80.000 στο όνομα του ΜΚ10 που ενεργούσε ως αχυράνθρωπος. Δεν έχει καμία σημασία αν η υποθήκη κάλυπτε ικανοποιητικά το εν λόγω δάνειο. Η δε βλάβη στα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου ήταν διάχυτη αφού, αν η Επιτροπή γνώριζε ότι το δάνειο δεν ήταν για τον ΜΚ10 αλλά για άλλο πρόσωπο, δεν θα το ενέκρινε και δεν θα εκταμιευόταν το ποσό. Πρόκειται για νομικό θέμα θεωρούμε που καλύπτεται από το άρθρου 137(1)(α)(iii). Δύναται έτσι να εξεταστεί.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρεται στη νομική πτυχή του αδικήματος στις σελ.202 -203 της απόφασης του, καταλήγει ως εξής:

 

«Σε σχέση με την κατηγορία 42, η ουσία του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 2 είναι ότι αυθαίρετα ενέκρινε την εγγραφή υποθήκης ακίνητου ιδιοκτησίας της κατηγορούμενης 10, για εξασφάλιση δανείου £80.000,00 στο όνομα του Κώστα Κωνσταντίνου ως περιγράφεται στην κατηγορία 28. Σημειώνεται επίσης στις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας 42 ότι μία εκ των δύο Διευθυντών και Μετόχων της κατηγορούμενης 10 εταιρείας Ktimatiki Kotrona Ltd που παραχώρησε την υποθήκη, ήταν η κατηγορουμένη 3 που τυγχάνει να είναι η σύζυγος του κατηγορουμένου 2.    

Η κατηγορία 28 που συνδέεται από την κατηγορούσα αρχή με το υπό κρίση αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας της κατηγορίας 42, αφορά το αδίκημα της εξασφάλισης του εν λόγω δανείου με ψευδείς παραστάσεις. Το αδίκημα όμως της κατηγορίας 28 δεν έχει αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή όπως αναλυτικά εξηγείται πιο πάνω.

 

Η μαρτυρία κατέδειξε ότι η έγκριση της υποθήκης από τον κατηγορούμενο 2 έγινε χωρίς να προηγηθεί η αξιολόγηση του εν λόγω δανείου. Η ουσία όμως της κατηγορίας δεν είναι ότι καταλογίζεται στον κατηγορούμενο 2 κατάχρηση εξουσίας λόγω της έγκρισης δανείου που δεν αξιολογήθηκε ή που εξασφαλίστηκε με ψευδείς παραστάσεις. Η ουσία της κατηγορίας 42 για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας, είναι ότι ο κατηγορούμενος 2, ενέκρινε αυθαίρετα κατά παράβαση της νενομισμένης διαδικασίας, την εγγραφή υποθήκης ακίνητου που ανήκε σε εταιρεία της συζύγου του για εξασφάλιση δανείου τρίτου προσώπου, ήτοι του Κώστα Κωνσταντίνου.

 

Η συνήγορος της κατηγορούσας αρχής στην αγόρευση της, ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να προηγηθεί αξιολόγηση του δανείου πριν ο κατηγορούμενος 2 εγκρίνει την εγγραφή της υποθήκης με την επιστολή προς την Σ.Π.Ε. Στροβόλου (τεκμ. 271). Επαναλαμβάνω όμως ότι δεν προσάπτεται στον κατηγορούμενο 2 αυθαίρετη πράξη έγκρισης του δανείου του Κώστα Κωνσταντίνου που παραχώρησε η Επιτροπή, το οποίο ο Κωνσταντίνου δεν θα εδικαιούτο. Αυτό που του καταλογίζεται σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, είναι ότι ενέκρινε την υποθήκευση του ακίνητου της κατηγορούμενης 10 για εξασφάλιση αυτού του δανείου. Ούτε έχει καταδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή ότι η παράκαμψη της αξιολόγησης του δανείου επηρέασε την απόφαση του να εγκριθεί η υποθήκη.

 

Κυρίως όμως δεν έχει καταδειχθεί ότι η ενέργεια αυτή, έχει βλάψει με οιονδήποτε τρόπο την Σ.Π.Ε. Στροβόλου όπως εισηγείται η συνήγορος της κατηγορούσας αρχής. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως η επιβάρυνση με υποθήκη, περιουσίας μιας εταιρείας που ανήκει στην σύζυγο του κατηγορουμένου 2, είναι δυνατόν να βλάψει τα δικαιώματα της Σ.Π.Ε. Στροβόλου αφού η επιβάρυνση έγινε ακριβώς προς όφελος της Σ.Π.Ε. Εξ' άλλου, η μαρτυρία κατέδειξε ότι η αγοραία αξία αυτού του ακίνητου ανερχόταν σε £170.000,00 με αξία καταναγκαστικής πώλησης £136.000,00 (βλ. τεκμ. 270). Ποσά δηλαδή πολύ μεγαλύτερα από το ύψος του δανείου του Κώστα Κωνσταντίνου που ανερχόταν σε £80.000,00.

 

Αντιθέτως, φαίνεται ότι η αποδοχή της υποθήκης, τείνει να διασφαλίσει παρά να βλάψει τα δικαιώματα της Σ.Π.Ε. Στροβόλου. Ελλείπει ως εκ τούτου και δεν έχει αποδειχθεί από την δοθείσα μαρτυρία, το συστατικό στοιχείο της βλάβης στην Σ.Π.Ε. Στροβόλου λόγω της απόφασης του κατηγορουμένου 2 να εγκρίνει την εν λόγω υποθήκη. Επαναλαμβάνουμε εδώ ότι δεν τέθηκε θέμα παράτυπης έγκρισης του δανείου αλλά της υποθήκης για το δάνειο.»

 

          Κανένα σφάλμα δεν διαπιστώνουμε στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι παραβιάσεις/παρακάμψεις της νομοθεσίας, των κανονισμών και των θεσμών που λάμβαναν χώρα ήταν δεδομένες και πολλές και αναγνωρίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τις διαπιστώσαμε και εμείς, μέσω του υλικού και των στοιχείων της υπόθεσης που τέθηκαν ενώπιον μας προς εξέταση. Δεν ήταν όμως αυτό το κεντρικό θέμα στην κατηγορία αυτή. Το κεντρικό θέμα ήταν η στοιχειοθέτηση, με αποκλειστικό γνώμονα τις επιλεγείσες και εκτεθείσες στο κατηγορητήριο, λεπτομέρειες αδικήματος. Δηλαδή, αν η κατ' ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας από πλευράς εφεσίβλητου, οδήγησε στην από μέρους του έγκριση της εγγραφής της υπό αναφορά υποθήκης [επιβαρυντικά - για δικό του όφελος] και όχι, αν γενικά, προκάλεσε ή πέτυχε την έγκριση του δανείου προς τον ΜΚ10, για δικό του όφελος, ζήτημα στο οποίο δίδεται μεγάλη έμφαση στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος. Το δάνειο ως αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν όντως προς όφελος του εφεσίβλητου. Η υποθήκη όμως, ιδωθείσα ως στοιχείο εξασφάλισης, ήταν προς όφελος της ΣΠΕ Στροβόλου. 

 

          Επιπρόσθετα στοιχείο της κατηγορίας ήταν ότι η κατ' ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας, παράβλαψε τα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου.

 

          Κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία αποδείχθηκαν. Ειδικά για το στοιχείο της «βλάβης στα δικαιώματα άλλου», ναι μεν στην επιβαρυντική μορφή του αδικήματος (όπως είναι το υπό εξέταση), η βλάβη είναι συνυφασμένη και με το όφελος στον θύτη (ή τους οικείους, φίλους ή άλλα συνδεδεμένα μ' αυτόν πρόσωπα), δεν μπορεί όμως τούτο να είναι το μόνο κριτήριο. Θα πρέπει η «βλάβη» να εκτείνεται και στα δικαιώματα του άλλου. Δηλαδή, να έχει γι' αυτόν κάποιο αρνητικό αντίκτυπο - οικονομικό, υλικό ή άλλως πως. Το ενδεχόμενο άσκησης διαφορετικής κρίσης, χωρίς η υπάρχουσα κρίση να είχε οποιαδήποτε χειροπιαστή αρνητική συνέπεια ή επίπτωση, ουδόλως συνιστά «βλάβη» υπό την έννοια του άρθρου 105. Εδώ, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, η υποθήκη του συγκεκριμένου ακινήτου, η έγκριση της οποίας ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του Εφόρου, υπερκάλυπτε και διασφάλιζε το ποσό δανειοδότησης. Η μαρτυρία των ΜΚ26 και ΜΚ38 που επικαλείται στο διάγραμμα αγόρευσης του ο εφεσείοντας, αναφερόταν στα δάνεια που δόθηκαν γενικά και το πώς το άνοιγμα αυτό επηρέαζε τους οικονομικούς δείκτες της ΣΠΕ Στροβόλου, αλλά και τη ρευστότητα ιδιαίτερα ενόψει του παραχωρηθέντος χρόνου χάριτος που διδόταν, αλλά και της αναστολής των δόσεων. Δεν αναφερόταν ειδικά στην υποθήκη, αντικείμενο της κατηγορίας 42. Αυτό το τονίζουμε αποκλειστικά για σκοπούς της υπό εξέταση κατηγορίας και επ' ουδενί για να προσφέρουμε πέπλο νομιμότητας ή κανονικότητας στις ακολουθητέες διαδικασίες.

 

         Απορρίπτεται και ο όγδοος λόγος έφεσης.

 

          Στον ένατο και τελευταίο λόγο έφεσης της Έφεσης 16/22, αναφέρεται ότι «το Δικαστήριο αναιτιολόγητα αθώωσε στην 26η κατηγορία τον εφεσίβλητο». Δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία επιτρεπόμενης έφεσης στο άρθρο 137(1)(α). Ούτε στην «αιτιολογία»  προσδιορίζεται σε ποια από τις υπάρχουσες κατηγορίες φέρεται να εντάσσεται ο συγκεκριμένος λόγος. Αναφέρεται απλώς ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την προσκομισθείσα μαρτυρία, ούτε με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Αρκέστηκε σε γενική αναφορά ότι δεν αποδείχτηκε η κατηγορία, διότι δεν αποδείχτηκε η κατηγορία της Απόσπασης Αγαθών με Ψευδείς Παραστάσεις. Η μόνη αναφορά σε κατηγορία του άρθρου 137(1)(α) γίνεται στην τελευταία γραμμή της επιχειρηματολογίας επί του λόγου έφεσης αυτού στο διάγραμμα αγόρευσης (σελ.117), με τη θέση ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε  «πλημμελώς τον νόμο επί των πραγματικών γεγονότων (όπως το ίδιο το έκλαβε)».

 

          Στη σελ.201 της εκκαλούμενης απόφασης, το Κακουργιοδικείο αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα:

 

«Αθέμιτη απόκτηση περιουσιακού οφέλους

 

«Ο κατηγορούμενος 2 αντιμετωπίζει την κατηγορία 26 για αθέμιτη απόκτηση περιουσιακού οφέλους κατά παράβαση του Νόμου Περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου 51(Ι)/2004. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος, ο κατηγορούμενος 2 ενώ ήταν Γενικός Διευθυντής της Κεντρικής Συνεργατικής Τράπεζας, απέκτησε αθέμιτα περιουσιακό όφελος, δηλαδή απέκτησε το ποσό των £2.030.000,00 ως περιγράφεται στις κατηγορίες 18 και 21. Οι εν λόγω κατηγορίες αφορούν αδικήματα απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις.

 

Το άρθρο 3 του εν λόγω Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Οποιοσδήποτε αξιωματούχος ή λειτουργός του δημοσίου αποκτά αθέμιτα περιουσιακό όφελος, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι επτά ετών ή σε πρόστιμο μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδων λιρών (£25.000) ή και τις δύο ποινές και το δικαστήριο το οποίο εκδικάζει την υπόθεση μπορεί επιπρόσθετα να διατάξει τη δήμευση οποιουδήποτε περιουσιακού οφέλους αποκτήθηκε αθέμιτα.»

 

Όπως όμως προαναφέρθηκε, οι κατηγορίες 18 και 21 δεν έχουν αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή για τους λόγους που αναλυτικά επεξηγούμε πιο πάνω. Συνεπακόλουθα δεν έχει καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος 2 έχει αποκτήσει αθέμιτα περιουσιακό όφελος ως αποτέλεσμα διάπραξης οιουδήποτε αδικήματος απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις όπως του προσάπτεται στην υπό κρίση κατηγορία 26.

 

Συνεπώς ούτε και η κατηγορία 26 στοιχειοθετείται στην παρούσα υπόθεση.»

 

          Δεν συμφωνούμε με τη θέση που προβάλλεται στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος, ότι η παραπομπή που γίνεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της συγκεκριμένης κατηγορίας (κατηγορία 26), στις κατηγορίες 18 και 21, έγινε απλώς προς εκπλήρωση της υποχρέωσης να πληροφορηθεί ο εφεσίβλητος για τον χρόνο, τόπο και το επίδικο ποσό που φερόταν να απέκτησε αθέμιτα. Επιπρόσθετα, τον πληροφορούσε και για τον τρόπο που φερόταν να το απέκτησε, ήτοι δια απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις. Έτσι και αλλιώς, με τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης και τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου που ακολούθησαν, δεν θα μπορούσε η κατηγορία αυτή να κινηθεί με αυτοτέλεια και να θεωρείτο κατά κάποιο τρόπο στοιχειοθετηθείσα, μετά την κατάρρευση των κατηγοριών 18 και 21.

 

          Απορρίπτεται συνεπώς και ο ένατος λόγος έφεσης.

 

          Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης, αφορούν άλλες Εφέσεις. Κάνουμε αρχή από την Έφεση 15/22 και τον λόγο έφεσης 3.

 

          Ο λόγος έφεσης αυτός είναι ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Στην «αιτιολογία» αναφέρεται ότι στις κατηγορίες που αφορούν Πλαστογραφία και Κυκλοφορία των δύο αξιολογήσεων που ετοιμάστηκαν από τον ΜΚ16 (κατηγορίες 22-25), το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν πλαστές, αφενός διότι δεν υπήρχε πρόθεση καταδολίευσης και αφετέρου διότι απουσίαζε μαρτυρία που να συνέδεε τον εφεσίβλητο με την πλαστογραφία. Είναι η θέση του εφεσείοντος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε κάποια από τα λεγόμενα του ΜΚ16 (τον οποίο έκρινε αξιόπιστο), προσέγγισε τη μαρτυρία του μικροσκοπικά ή και αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Η θέση αυτή υποστηρίζεται με παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη της μαρτυρίας του ΜΚ16 από τα πρακτικά της διαδικασίας και στα συμπεράσματα που, κατά την εισήγηση, θα έπρεπε να εξαχθούν.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.180-181 της απόφασης του, προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως:

 

«Απομένει η εξέταση των κατηγοριών 22, 23, 24 και 25 που αφορούν τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, όπου γίνεται αναφορά σε κατ' ισχυρισμό δύο πλαστές αξιολογήσεις δανείων. Οι κατηγορίες πλαστογραφίας εδράζονται επί του άρθρου 333(α) δηλαδή υπάρχει ισχυρισμός για εξ' αρχής κατάρτιση πλαστού εγγράφου.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος 1 κατήρτισε μέσω του Αντώνη Γενναδίου, πλαστές αξιολογήσεις των 2 επίδικων δανείων της κατηγορούμενης 8. Ως εκ τούτου, προκειμένου να αποδειχθούν τα αδικήματα αυτά όπως παρατίθενται στις λεπτομέρειες αδικήματος θα πρέπει να τεκμηριωθεί ότι οι εν λόγω αξιολογήσεις είναι πλαστές και επιπλέον ότι αυτές καταρτίστηκαν με σαφείς οδηγίες του κατηγορουμένου 1 προς τον Αντώνη Γενναδίου και με εντολή να καταρτίσει πλαστό έγγραφο.

 

Όμως οι ίδιες οι αξιολογήσεις δεν καθίστανται πλαστά έγγραφα με μόνη την αναγραφή σε αυτές ανακριβούς ημερομηνίας. Χρειάζεται παράθεση μαρτυρίας για πρόθεση καταδολίευσης, η οποία ελλείπει. Ο Αντώνης Γενναδίου (Μ.Κ. 16), ανέφερε επί του προκειμένου ότι ο σκοπός που ετοίμασε τις αξιολογήσεις το 2012, δεν ήταν για να ξεγελάσει κάποιον αλλά επειδή έπρεπε να υπάρχουν στον φάκελο δανείου για να διορθωθεί ένα τυπικό λάθος. Χαρακτήρισε δε την αξιολόγηση ως τυπική διαδικασία.  

Αλλά ακόμα και αν οι δύο πιο πάνω αξιολογήσεις κριθούν ότι είναι πλαστά έγγραφα, δεν καταδεικνύεται από την δοθείσα μαρτυρία η εμπλοκή του κατηγορουμένου 1 στην κατάρτιση και κυκλοφορία τους. Η μαρτυρία που έδωσε ο Αντώνης Γενναδίου (Μ.Κ. 16) δεν είναι διαφωτιστική επί του θέματος. Στην γραπτή κατάθεση του (έγγραφο 16Γ) ανέφερε ότι δεν θυμόταν από ποιο πρόσωπο της Διεύθυνσης της Σ.Π.Ε. Στροβόλου έλαβε οδηγίες να προχωρήσει στις πιο πάνω αξιολογήσεις και όταν του ζητήθηκε, το έκαμε γιατί η αξιολόγηση ήταν τυπική διαδικασία. Ενώπιον του Δικαστηρίου, επανέλαβε ότι πήρε τις σχετικές οδηγίες στην αίθουσα συνεδριάσεων της Σ.Π.Ε. Στροβόλου χωρίς όμως να θυμάται αν οι οδηγίες δόθηκαν από τον κατηγορούμενο 1 ή τον Αντρέα Μιχαηλίδη. Αντεξεταζόμενος μάλιστα δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αν ο κατηγορούμενος 1 βρισκόταν στον συγκεκριμένο χώρο όταν δόθηκαν οι σχετικές οδηγίες. Για να αναφέρει στην επανεξέταση ότι δεν θυμόταν επίσης αν o κατηγορούμενος 1, είχε γνώση για την κατάρτιση των δύο αυτών εγγράφων.

 

Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί από την δοθείσα μαρτυρία, η με οιονδήποτε τρόπο εμπλοκή του κατηγορουμένου 1 στην κατάρτιση και κυκλοφορία των εν λόγω αξιολογήσεων.»

 

          Κατ' αρχάς ο λόγος έφεσης σαφέστατα «βάλλει» κατά του τρόπου αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Με αυτό δεν εννοούμε βέβαια ότι εισηγείται πως κάποιος μάρτυρας που κρίθηκε αναξιόπιστος, θα έπρεπε να κριθεί αξιόπιστος. Τουναντίον, ο συγκεκριμένος μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστος και με την κρίση αυτή ο εφεσείοντας συμφωνεί. Δεν συμφωνεί όμως με την ερμηνεία ή και τα συμπεράσματα που εξήγαγε από τα λεγόμενα του μάρτυρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μα και αυτό είναι μια έκφανση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, υπό την ευρύτερη έννοια που τίθεται  εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α), ως την αναλύσαμε πιο πάνω. Όταν δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αν ο κατηγορούμενος 1 βρισκόταν στον συγκεκριμένο χώρο όταν δόθηκαν οι οδηγίες και ο εφεσείων με έντονη επιχειρηματολογία, τόσο στην «αιτιολογία» όσο και στο διάγραμμα αγόρευσης, επιχειρεί να πείσει πως δεν είπε τέτοιο πράγμα ο μάρτυρας, σαφέστατα και ευθέως αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ευρύτερο έργο της αξιολόγησης. Το ίδιο ισχύει για το ζήτημα της τυπικότητας ή μη της διαδικασίας αξιολόγησης, είτε στη συγκεκριμένη περίπτωση είτε γενικότερα. Το πρωτόδικό Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τον ΜΚ16, βρήκε ότι ο μάρτυρας είπε ότι η αξιολόγηση ήταν τυπική διαδικασία, πράγμα που αμφισβητεί ο εφεσείοντας, υποστηρίζοντας ότι, από τη μαρτυρία του ΜΚ16, ιδωθείσα σφαιρικά (αλλά και από άλλη μαρτυρία) προέκυπτε ότι ήταν ιδιαίτερης σημασίας η αξιολόγηση.  Ακόμα και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του ΜΚ16, μολονότι αξιόπιστη «δεν είναι διaφωτιστική επί του θέματος»  αμφισβητείται από τον εφεσείοντα, αφού υποστηρίζεται ότι [κυρίως] από τη μαρτυρία του ΜΚ16 στοιχειοθετούνταν οι κατηγορίες εναντίον του εφεσίβλητου. Άλλη μια έκφανση της αξιολόγησης που «βάλλεται» δηλαδή με τον λόγο έφεσης αυτό.

 

          Ο λόγος είναι συνεπώς εκτός των παραμέτρων του άρθρου 137(1)(α) και δεν δύναται έτσι να εξεταστεί επί της ουσίας του.

 

          Παρενθετικά όμως να σημειώσουμε ότι και διαφορετικά να κρίναμε, θα απορρίπταμε και πάλι τον λόγο έφεσης επί της ουσίας του.  Η αναφορά που γίνεται στη μαρτυρία του ΜΚ16 στο διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος είναι αποσπασματική και επιλεκτική. Από το σύνολο της μαρτυρίας του, το οποίο έχουμε διεξέλθει με προσοχή - όπως ορθά παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου στο δικό του διάγραμμα με διευρυμένη παραπομπή στα πρακτικά της μαρτυρίας του - ουδόλως προκύπτει να ανέφερε ο μάρτυρας ότι ο εφεσίβλητος ήταν σίγουρα παρών όταν δόθηκαν οι οδηγίες. Η αναφορά του μάρτυρα, ότι ήταν και ο εφεσίβλητος παρών (μαζί με τον Ανδρέα Μιχαηλίδη), φαίνεται να αφορούσε την ευρύτερη διαδικασία συλλογής των φακέλων που διήρκησε ένα ή δύο μήνες και όχι τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα που δόθηκαν οι οδηγίες που ενδιέφεραν. Συνεπώς, απολύτως δικαιολογημένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αν ο εφεσίβλητος ήταν στον χώρο όταν δόθηκαν οι οδηγίες, όπως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί ποιος από τους δύο έδωσε τις οδηγίες.

 

          Ο λόγος έφεσης 3 της Έφεσης 15/22 απορρίπτεται.

 

          Στρεφόμαστε στον λόγο έφεσης 5 της Έφεσης 15/22 και στον λόγο έφεσης 4 της Έφεσης 17/22, οι οποίοι είναι κοινοί. Ο λόγος έφεσης είναι ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Από την «αιτιολογία» προκύπτει ότι ο λόγος αφορά τις κατηγορίες των ψευδών λογαριασμών (δηλαδή τις κατηγορίες 7, 10, 14, 17, 37 και 40). Οι κατηγορίες 7, 10, 37 και 40 στρέφονται αποκλειστικά εναντίον του εφεσίβλητου της 15/22, ενώ οι κατηγορίες 14 και 17 στρέφονται επιπρόσθετα και εναντίον της εφεσίβλητης της 17/22. Οι κατ' ισχυρισμό ψευδείς λογαριασμοί, αντικείμενο των κατηγοριών, συνδέονται με διάφορες αιτήσεις δανείων και πρακτικών συνεδρίας της Επιτροπής της ΣΠΕ Στροβόλου.

 

          Το παράπονο του εφεσείοντος φαίνεται να αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε πρόθεση καταδολίευσης και τούτο σε παραγνώριση της αποδεκτής και αξιόπιστης ενώπιον του μαρτυρίας. Συναφώς, η κατάληξη αυτή, κατά τον εφεσείοντα, αντιστρατεύεται και του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου (στη σελ. 8) ότι η διαδικασία χορήγησης δανείων διέπετο από τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους 1985-2012, τις εκάστοτε οδηγίες και τα σχετικά εγχειρίδια - τα οποία (σωρευτικά) παραβιάστηκαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε σημασία στον ρόλο και την ουσία των πρακτικών, συνδέοντας τα λανθασμένα με το γεγονός ότι τα δάνεια εγκρίθηκαν με την υπογραφή τριών επιτρόπων, γεγονός ανεξάρτητο.          

 

          Το Κακουργιοδικείο αναφέρεται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών και στα συστατικά στοιχεία του αδικήματος στις σελ.196-198 της εκκαλούμενης απόφασης, καταλήγοντας στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

 

«Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει προσκομισθεί κατά την κρίση μας, μαρτυρία που να καταδεικνύει την πρόθεση καταδολίευσης των κατηγορουμένων 1 και 3 κατά την ετοιμασία των εγγράφων που αναφέρονται στις κατηγορίες των ψευδών λογαριασμών. Οι όποιες ανακρίβειες στις αιτήσεις δανείων δεν καταδεικνύουν από μόνες τους πρόθεση καταδολίευσης. Όσον αφορά τα πρακτικά στα οποία αναφέρεται ότι εγκρίθηκαν τα επίδικα δάνεια δεν διαπιστώνουμε πρόθεση καταδολίευσης αφού σύμφωνα με την δοθείσα μαρτυρία, τα εν λόγω δάνεια είχαν όντως εγκριθεί με την υπογραφή τριών Επιτρόπων στις σχετικές αιτήσεις δανείου.           

Το ζήτημα της λανθασμένης αναγραφής στο σχετικό πρακτικό του ποσού των 200 χιλιάδων λιρών αντί δύο εκατομμυρίων για το δάνειο της κατηγορούμενης 8, δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή ενέκρινε την παροχή δανείου 2 εκατομμυρίων λιρών προς την κατηγορουμένη 8 με την υπογραφή της σχετικής αίτησης από τρεις Επιτρόπους. Η διαπίστωση για αναγραφή λανθασμένου ποσού στα πρακτικά δεν καταδεικνύει χωρίς άλλο ότι αυτά είναι ψευδή με πρόθεση καταδολίευσης ή ότι έστω υπέστησαν αλλοίωση όπως ισχυρίζεται η κατηγορούσα αρχή. Το ίδιο ισχύει και για την αναγραφή του αριθμού 2135A στην σχετική αίτηση δανείου.  

Σύμφωνα με την δοθείσα μαρτυρία ο αριθμός αίτησης δανείου 2135A δεν είναι ψευδής. Πρόκειται για τον πραγματικό αριθμό που κατέγραψε η κατηγορουμένη 5 στην αυθεντική αίτηση δανείου των £2.000.000 της κατηγορούμενης 8. Ως εκ τούτου, το στοιχείο της αλλοίωσης ή παραποίησης που απαιτεί το άρθρο 313(α) για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, δεν έχει αποδειχθεί σε σχέση με το συγκεκριμένο έγγραφο της αίτησης δανείου. Η μαρτυρία κατέδειξε επίσης ότι αυτό μπορούσε να συμβεί στην αρίθμηση των αιτήσεων αφού ο αριθμός δινόταν αρκετές φορές και τηλεφωνικά με αποτέλεσμα κατόπιν λάθους, δύο αιτήσεις να είχαν τον ίδιο αριθμό. Σημειώνουμε μεταξύ άλλων την μαρτυρία του Μ.Κ. 9 αλλά και του Μ.Κ. 24 που ανέφεραν ότι υπήρχε περίπτωση από λάθος να συμβεί να δοθεί σε δύο διαφορετικές αιτήσεις, o ίδιος αριθμός. Στη συνέχεια, όταν αντιλαμβάνονταν ότι έγινε το συγκεκριμένο λάθος, ο τρόπος για να το διορθώσουν ήταν δίπλα από τον αριθμό, να βάλουν ένα Α.

 

Επιπλέον η εν λόγω αρίθμηση της αίτησης αλλά και των όσων αναφέρονταν στο σχετικό πρακτικό δεν καταδεικνύουν ότι υπήρξε ψευδής καταχώριση ή αλλοίωση εγγράφου με σκοπό την καταδολίευση. Σημειώνεται δε ότι η σχετική αίτηση με τον εν λόγω αριθμό, εγκρίθηκε με την υπογραφή της από τρεις Επιτρόπους. Ως εκ τούτου ούτε και σε αυτή την περίπτωση έχει αποδειχθεί η πρόθεση καταδολίευσης που αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο των αδικημάτων της δημιουργίας ψευδών λογαριασμών.

 

Το ίδιο ισχύει και για τις κατηγορίες που αφορούν την αναγραφή στα πρακτικά, της έγκρισης των δανείων. Δεν τίθεται θέμα πρόθεσης καταδολίευσης μέσω ψευδούς καταχώρισης, του γεγονότος έγκρισης των δανείων αφού σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, τα υπό κρίση δάνεια εγκρίθηκαν με την υπογραφή της σχετικής αίτησης από τρεις Επιτρόπους. Επαναλαμβάνουμε εδώ μεταξύ άλλων, την μαρτυρία του Μ.Κ. 15 που ανέφερε ότι η λάθος καταγραφή στο πρακτικό δεν αλλάζει την απόφαση ότι το δάνειο εγκρίθηκε αν η αίτηση είχε τρεις υπογραφές Επιτρόπων.»

   

          Προχωρώντας σε εξέταση των λόγων έφεσης επί της ουσίας τους, κρίνουμε ότι δεν υπέπεσε σε κανένα σφάλμα το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατ' αρχάς προέκυπτε από τη δοθείσα μαρτυρία και ήταν ορθό επομένως το εύρημα του, ότι τα δάνεια θεωρούντο ως εγκριθέντα αφού υπογράφονταν οι σχετικές αιτήσεις από τρεις επιτρόπους. Τούτο προέκυπτε όχι μόνον από τη μαρτυρία του ΜΚ15 στην οποία αναφέρθηκε ειδικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά τουλάχιστον και από τη μαρτυρία των ΜΚ12, 19 και 58. Συνεπώς η κατάληξη, ότι, δεν αποδείχθηκε πρόθεση καταδολίευσης σε ό,τι αφορά την καταγραφή στα πρακτικά ότι εγκρίθηκαν τα δάνεια, δεν ήταν εσφαλμένη, αφού τα δάνεια όντως εγκρίθηκαν με την υπογραφή των αιτήσεων από τρεις επιτρόπους. Ο δε συσχετισμός μεταξύ των εγκρίσεων των δανείων και των πρακτικών δεν ήταν εφεύρημα του Κακουργιοδικείου, αλλά προέκυπτε από τη μαρτυρία. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στη μαρτυρία του επιτρόπου (ΜΚ58), ο οποίος κατά την αντεξέταση του από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης στη 17/22 επιβεβαίωσε τα ακόλουθα: (σελ.1855 των πρακτικών)

 

«Ε. Ένα δάνειο κύριε μάρτυρα, θεωρείτο εγκεκριμένο όταν υπέγραφαν την    

     αίτηση οι επίτροποι, σωστά;

     Α.  Ναι.

     Ε.  Όχι όταν γινόταν η επικύρωση στα πρακτικά, σωστό;

     A. Ναι.»

 

          Δικαιολογημένη ήταν η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η καταγραφή ποσού £200.000 αντί £2.000.000 στο πρακτικό έγκρισης του μεγάλου δανείου προς την κατηγορούμενη 8 δεν καταδείκνυε, χωρίς άλλο, πρόθεση καταδολίευσης. Το ίδιο και η αναγραφή ως αριθμού αίτησης «2135Α», η αναγραφή «αριθμού απόφασης 2034/07» και η αναγραφή της λέξης «ΕΝΕΚΡΙΘΗΝ» στην αίτηση δανείου. Για τα τρία πρώτα ζητήματα δόθηκαν εξηγήσεις που δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο καλόπιστου λάθους, γεγονός που βρίσκεται στον αντίποδα του τι πρέπει να καταδεικνύει η περιστατική μαρτυρία για να αρκεί για καταδίκη ενός κατηγορουμένου. Για το τέταρτο επαναλαμβάνουμε τα όσα προέκυπταν από τη μαρτυρία για έγκριση των δανείων κατόπιν υπογραφής των σχετικών αιτήσεων από τρεις επιτρόπους. Επί του προκειμένου, να σημειώσουμε ότι οι κατ' ισχυρισμό παραδοχές που έγιναν σε ανακριτική κατάθεση που έδωσε η εφεσίβλητη της 17/22, τις οποίες επικαλείται ο εφεσείων στο διάγραμμα αγόρευσης του, πέραν των όσων υποδείξαμε ανωτέρω, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον του συγκατηγορούμενου της, εφεσίβλητου της 15/22, αφού αυτή δεν έδωσε ανάλογη, ένορκη μαρτυρία στο Δικαστήριο.

 

          Συνακόλουθα, απορρίπτεται ο λόγος έφεσης 5 της Έφεσης 15/22 και ο λόγος έφεσης 4 της Έφεσης 17/22.

 

          Απομένει ο λόγος έφεσης 1 της Έφεσης 14/22. Ο λόγος έφεσης αυτός είναι όμοιος με τη συντριπτική πλειοψηφία και των προηγούμενων λόγων έφεσης. Δηλαδή ότι «το Δικαστήριο εφάρμοσε τον νόμο πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων». Από την «αιτιολογία» προκύπτει ότι ο λόγος αφορά την κατηγορία 43 που καταλόγιζε στον εφεσίβλητο το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας σε σχέση με το δάνειο των δύο εκατομμυρίων που παραχωρήθηκε στην κατηγορούμενη 8. Το επιμέρους παράπονο του εφεσείοντος είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε βλάβη στα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου. Η «βλάβη στα δικαιώματα άλλου», υπενθυμίζουμε αποτελεί συστατικό στοιχείο του εν λόγω αδικήματος. Για να υποστηρίξει τη θέση του, τόσο στην «αιτιολογία» όσο και στο διάγραμμα αγόρευσης που ακολούθησε, ο εφεσείοντας αναφέρεται σε μαρτυρία που προσκομίστηκε και έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη από το Κακουργιοδικείο, χωρίς όμως να καταλήξει στα ορθά ευρήματα που θα το οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετήθηκε η πρόκληση βλάβης στα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου και αποδείχθηκε γενικότερα η κατηγορία 43. Ιδιαίτερη αναφορά επί του προκειμένου ζητήματος γίνεται στη μαρτυρία της ΜΚ55.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.205-207 της εκκαλούμενης απόφασης προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:

 

«Αναφορικά με την κατηγορία 43 για κατάχρηση εξουσίας που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 6 που κατά τον επίδικο χρόνο ήταν Έφορος της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, αυτή αφορά στην κατ' ισχυρισμό έγκριση δανείου ύψους £2.000.000,00 από την Σ.Π.Ε. Στροβόλου προς την κατηγορουμένη 8, η οποία έγινε κατά την κατηγορούσα αρχή αυθαίρετα και με παράκαμψη της ενδεδειγμένης διαδικασίας εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος. 

Σύμφωνα με την μαρτυρία που προσκομίστηκε από την κατηγορούσα αρχή και έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η δανειοδότηση νομικών προσώπων από Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα, προϋπέθετε την έγκριση του Έφορου της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (βλ. Έγγραφο 6Α).

 

Στις 13.6.2007 στάλθηκε αίτημα από την Σ.Π.Ε. Στροβόλου στον Έφορο, σύμφωνα με το οποίο εζητείτο η έγκριση του επίδικου δανείου της Detiero για το ποσόν των 2 εκατομμυρίων λιρών (τεκμ.82). Η Μ.Κ.6 που κατά τον πιο πάνω χρόνο ήταν επιφορτισμένη στο γραφείο του Έφορου με την αξιολόγηση των εν λόγω δανείων, πήρε οδηγίες στις 14.6.2007 από τον προϊστάμενο της Μ.Κ.4 όπως επειγόντως εξετάσει την αίτηση μέχρι την επομένη 15.6.2007. Επισυνάπτεται στην κατάθεση της Μ.Κ.6 αντίγραφο της επιστολής‑αίτησης, στην οποία υπάρχουν χειρόγραφες οδηγίες του κατηγορουμένου 6, όπως επειγόντως εξεταστεί η αίτηση. Ακολούθησαν οι οδηγίες του Μ.Κ.4 προς την Μ.Κ.6 όπως η αίτηση εξεταστεί μέχρι τις 15.6.2007 (τεκμ. 88).

 

Τα ίδια κατέθεσε και ο Μ.Κ.4 σύμφωνα με την μαρτυρία του οποίου, του δόθηκαν στις 14.6.2007 οδηγίες από τον κατηγορούμενο 6, όπως ετοιμαστεί άμεσα μέχρι την επομένη, αξιολόγηση της σχετικής επιστολής της Σ.Π.Ε. Στροβόλου. Αυτός με τη σειρά του, διαβίβασε την επιστολή της Σ.Π.Ε. Στροβόλου για το εν λόγω δάνειο στην Μ.Κ.6, λειτουργό στο τμήμα αξιολογήσεων χορηγήσεων δανείων με οδηγίες όπως ετοιμαστεί η αξιολόγηση, μέχρι της 15.6.2007.

 

Η αξιολόγηση του δανείου όμως από την Μ.Κ.6 ήταν ελλιπής λόγω του ότι δεν είχε ενώπιον της όλα τα δεδομένα. Επιπλέον, εντόπισε αρνητικά στοιχεία τα οποία παρέθεσε σε χειρόγραφο σημείωμα (τεκμ. 87) που επίσης επισυνάπτεται στην κατάθεση της (έγγραφο 6). Μεταξύ άλλων αναφέρεται σε καθυστέρηση αποπληρωμής άλλων δανείων από το πρόσωπο που ήταν ο μοναδικός μέτοχος της Detiero αλλά και καθυστερήσεις από την κατηγορουμένη 10 εταιρεία η οποία σχετιζόταν με την Detiero. Επιπλέον στην μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Μ.Κ.6 ανέφερε ότι δεν τέθηκε όρος από τον Έφορο να υπογράψουν ως εγγυητές οι μέτοχοι της κατηγορούμενης 8, κάτι που συνηθιζόταν σε νέες εταιρείες που δεν είχαν προηγούμενη οικονομική δραστηριότητα.

 

Εντούτοις, η Μ.Κ.6 δεν εισηγήθηκε απόρριψη της αίτησης λόγω του επειγόντως όπως είπε και άφησε το θέμα στον κατηγορούμενο 6, o οποίος με την σειρά του, ενέκρινε το δάνειο με επιστολές του ημ. 15.6.2007 και 18.6.2007 (τεκμ. 86 και 83), που ετοιμάστηκαν από την ίδια την Μ.Κ.6.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι η πράξη του κατηγορουμένου 6 να εγκρίνει το υπό κρίση δάνειο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του χωρίς την πρέπουσα αξιολόγηση και σχετική εισήγηση από την Μ.Κ.6, συνιστά πράξη αυθαίρετη όπως ο όρος καθορίζεται στο άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα. Ιδιαίτερα δε μετά και την διαπίστωση στο σημείωμα της Μ.Κ.6 ότι υπήρχαν και επιπλέον προβλήματα που έπρεπε να εξεταστούν όπως οι καθυστερημένες δόσεις σε άλλα δάνεια με τα οποία σχετιζόταν η μοναδική μέτοχος της κατηγορούμενης 8. Ο κατηγορούμενος 6 όφειλε να εξετάσει το σημείωμα της Μ.Κ.6 και να ζητήσει πρόσθετες εξηγήσεις για το υπό κρίση δάνειο από την Σ.Π.Ε. Στροβόλου.

 

Όμως και σε αυτή την περίπτωση, εντοπίζουμε ότι ελλείπει το συστατικό στοιχείο της πρόκλησης βλάβης στην Σ.Π.Ε. Στροβόλου από την πιο πάνω αυθαίρετη πράξη του κατηγορουμένου 6. Δεν έχει δηλαδή καταδειχθεί από την προσαχθείσα μαρτυρία, η πρόκληση οιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της Σ.Π.Ε. Στροβόλου ή των μετόχων της από την έγκριση εκ μέρους του κατηγορουμένου 6, του εν λόγω δανείου της κατηγορούμενης 8.     

Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με την μαρτυρία, προκύπτει ότι σε αρχικό στάδιο, οι μεγάλες δανειοδοτήσεις σε πρόσωπα που συνδέονταν με τον κατηγορούμενο 2, φαίνεται να επηρέασαν αρνητικά την κεφαλαιουχική επάρκεια της Σ.Π.Ε. Στροβόλου. Σχετική είναι η μαρτυρία της Μ.Κ.5 από την Κεντρική Τράπεζα αλλά και της Μ.Κ.26 της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας που αναφέρθηκαν γενικά σε μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα για την Σ.Π.Ε. από τα εν λόγω δάνεια.

 

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με την δοθείσα μαρτυρία, σε τελικό στάδιο τα δικαιώματα της Σ.Π.Ε. Στροβόλου εξασφαλίστηκαν ικανοποιητικά με την διευθέτηση των πιο πάνω επίδικων δανείων, με σημαντικό μάλιστα κέρδος για την τράπεζα. Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου την μαρτυρία της Μ.Κ.55, η οποία δέχθηκε ότι τα δάνεια σε πρόσωπα που ήταν συνδεδεμένα με τον κατηγορούμενο 2, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της κατηγορούμενης 8, η Σ.Π.Ε. Στροβόλου είχε μετά την διευθέτηση τους σημαντικό κέρδος αρκετών εκατομμυρίων ευρώ σε τόκους

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

          Από τη συλλογιστική του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι στηριζόμενο κατά κύριο λόγο, στην κριθείσα, από το ίδιο ως αξιόπιστη, μαρτυρία της ΜΚ6, προέβη σε εύρημα ότι η πράξη του εφεσίβλητου ήταν αυθαίρετη υπό την έννοια του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, αλλά στηριζόμενο στη μαρτυρία της ΜΚ55, προέβη σε εύρημα ότι δεν είχε προκληθεί βλάβη στα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου. Ο εφεσείοντας θεωρεί ότι το Κακουργιοδικείο σφάλλει σε ό,τι αφορά τον «ουσιώδη χρόνο» της βλάβης, εισηγούμενος ότι είναι ο χρόνος παραχώρησης του δανείου και όχι κάποια χρόνια μετά, όπου μεσολαβούντων πολλών άλλων γεγονότων,  συγκυριακά επήλθε κάποια διευθέτηση ενός μη εξυπηρετούμενου δανείου. Πέραν τού νομικού αυτού σφάλματος όμως, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη εφαρμογή της μαρτυρίας της ΜΚ55. Τούτο είναι πρόδηλο, μεταξύ άλλων, από τις ακόλουθες θέσεις του εφεσείοντος:

 

    («αιτιολογία» - σελ.4 της Ειδοποίησης Έφεσης)

 

«Εντούτοις το Δικαστήριο κατέληξε αυθαίρετα στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι στο τελικό στάδιο τα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου εξασφαλίστηκαν με την διευθέτηση των δανείων από τον πρώην κατηγορούμενο 2 και μάλιστα με κέρδος αρκετών εκατομμυρίων, επικαλούμενο λανθασμένα την μαρτυρία της ΜΚ55.

.

Η ΜΚ55 ουδέποτε ανέφερε ότι ο πρώην κατηγορούμενος 2 αναγνώρισε ότι συνδεόταν με την πρώην κατηγορούμενη 8 και οι όποιες διευθετήσεις έγιναν μεταγενέστερα έγιναν για τα δάνεια του ιδίου, της οικογένειας του, των συνδεδεμένων με αυτών νομικών και φυσικών προσώπων.»

 

(διάγραμμα αγόρευσης σελ.133 - 134)

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε να αναπαράξει μόνο την δήλωση της ΜΚ55 ότι δεν υφίσταται βλάβη για τον λόγο ότι σε τελικό στάδιο τα δικαιώματα της ΣΠΕ Στροβόλου εξασφαλίστηκαν ικανοποιητικά με την διευθέτηση των πιο πάνω επίδικων δανείων, με σημαντικό μάλιστα κέρδος για την τράπεζα (σελίδα 207): "Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου την μαρτυρία της Μ.Κ.55, η οποία δέχθηκε ότι από τα δάνεια σε πρόσωπα που ήταν συνδεδεμένα με τον κατηγορούμενο 2, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της κατηγορούμενης 8, η ΣΠΕ Στροβόλου είχε μετά την διευθέτηση τους σημαντικό κέρδος αρκετών εκατομμυρίων ευρώ σε τόκους.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε όμως να τονίσει τα όσα άλλα καταγράφηκαν στην υπόλοιπή της μαρτυρία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι το επίδικο δάνειο παρέμεινε απλήρωτο με υπόλοιπο πέραν των €7.000.000 με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση για τα πραγματικά γεγονότα και να εξάγει λανθασμένα συμπεράσματα. Αναμφίβολα για εμάς, δεν εξήχθησαν εξ αυτής της μαρτυρίας ορθά ευρήματα και αποτέλεσε ένα σημαντικό λάθος πρωτοδίκως κατά τρόπο που η μαρτυρία της ΜΚ55 έχει κριθεί αποσπασματικά και μεμονωμένα, χωρίς να αναζητηθεί και εντοπισθεί η ουσία της. Πέραν των λανθασμένων συμπερασμάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία δεν προέβη σε ευρήματα για ύπαρξη βλάβης ούτε και επί της υπόλοιπης περιφερειακής μαρτυρίας, η οποία έγινε δεκτή.»

.

«Είναι έντονη πεποίθησή μας ότι δεν εξήχθησαν εξ αυτής της μαρτυρίας ορθά ευρήματα. Λόγω της λανθασμένης προσέγγισης του δικαστηρίου, η μαρτυρία της ΜΚ55 έχει κριθεί αποσπασματικά και στην όψη της, χωρίς να αναζητηθεί και εντοπισθεί η ουσία της.»

 

          Έχουμε επανειλημμένως τονίσει ότι για σκοπούς του άρθρου 137(1)(α) προσδίδεται ευρεία έννοια στη διεργασία της αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καλύπτοντας κάθε έκφανση της, όπως και κάθε πτυχή της κατάληξης σε πραγματικά ευρήματα επί των γεγονότων. Δεν είναι εφέσιμο από τον Γενικό Εισαγγελέα οτιδήποτε εμπίπτει στο ευρύ αυτό πλαίσιο. Εδώ καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διεργασία της αξιολόγησης και μετέπειτα -  σύγχυση, παρερμηνεία και αγνόηση μαρτυρίας της ΜΚ55, αλλά και απόδοση λεγομένων και αναφορών στη μάρτυρα που ουδέποτε εκστόμισε. Αυτά, δεν είναι αμιγώς νομικά σφάλματα εντός των παραμέτρων του άρθρου 137(1)(α), αλλά ευθεία επίθεση κατά της αξιολόγησης που έγινε από το Κακουργιοδικείο και της συνακόλουθης κατάληξης σε ευρήματα. Ο λόγος αυτός είναι έτσι έκθετος σε απόρριψη.

 

          Απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 1 της Έφεσης 14/22.

 

          Ενόψει των πιο πάνω, όλες οι Εφέσεις απορρίπτονται.  

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο