ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

   (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023)

 

11 Φεβρουαρίου, 2025

 

                  [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                                       Εφεσείουσα,

v.

 

Q.B.T.     

 

                                                                                                                       Εφεσίβλητης.

--------------------

Ρ. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για Εφεσείουσα.

Α. Ιωαννίδη (κα), για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.

 

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Η Εφεσίβλητη (καταγωγής από το Καμερούν) υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφασή της ημερομηνίας 4.10.2021, η Υπηρεσία Ασύλου δεν χορήγησε στην Εφεσίβλητη το καθεστώς πρόσφυγα, αλλά ούτε κι αυτό της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η Εφεσίβλητη  προσέβαλε, δια της Προσφυγής Αρ. 6934/2021, την ως άνω διοικητική απόφαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο διενήργησε έλεγχο ορθότητας/ουσίας βάσει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018»), υιοθετώντας την εξής προσέγγιση:

 

Συμφωνώντας με την Υπηρεσία Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστο τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης περί του ότι είχε τη συνήθη διαμονή της σε συγκεκριμένο χωριό του βορειοδυτικού Καμερούν, το οποίο αναγκάστηκε με τη μητέρα της να εγκαταλείψει μετοικώντας σε συγκεκριμένη πόλη, λόγω στρατιωτικής επίθεσης που κατέστησε το χωριό επισφαλή τόπο διαβίωσης.

 

Συμφωνώντας και πάλι με την Υπηρεσία Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστο τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης πως αυτή και η μητέρα της έτυχαν επίθεσης και βιασμού από στρατιώτες στην συγκεκριμένη πόλη, επειδή τις θεώρησαν φιλικά προσκείμενες προς μέλη επαναστατικού κινήματος και πως η αστυνομία συνέδραμε τους στρατιώτες στη μετέπειτα δίωξή της (μετά που εκείνη κατάγγειλε το περιστατικό).

 

Ένεκα τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ομογνώμησε με την Υπηρεσία Ασύλου πως η Εφεσίβλητη δεν πληροί τα νομικά κριτήρια προς εξασφάλιση του καθεστώτος πρόσφυγα (Άρθρο 3 των περί Προσφύγων Νόμων) αλλά ούτε και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στη βάση των νομικών κριτηρίων που παρατίθενται στο Άρθρο 19(2)(α) και (β) των ίδιων Νόμων.

 

Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η Εφεσίβλητη χρήζει συμπληρωματικής προστασίας βάσει του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων επί τω ότι η τυχόν επιστροφή της στο Καμερούν και δη στο χωριό της θα συνεπάγεται την υποβολή της σε πραγματικό κίνδυνο αδιάκριτης βίας λόγω της γενικά επισφαλούς κατάστασης που επικρατεί στο βορειοδυτικό Καμερούν εξαιτίας ενόπλων συγκρούσεων μεταξύ του στρατού και αποσχιστικών/αυτονομιστικών ομάδων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε και επικαλέστηκε επίκαιρες πληροφορίες περί της χώρας καταγωγής που δεικνύουν τη διεξαγωγή στο βορειοδυτικό Καμερούν  πολύχρονων συγκρούσεων στο πλαίσιο των οποίων αμφότερες οι πλευρές στοχεύουν αμάχους με αποτέλεσμα την μετατόπιση πληθυσμού και την πρόκληση ανθρωπιστικής κρίσης. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν και διακοινοτικές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών φυλών.

 

Παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα περιστατικά ασφάλειας και οι συνεπαγόμενες απώλειες ανθρώπινων ζωών δεν ήταν τέτοιας έντασης (σε αναλογία με τον επιτόπιο πληθυσμό) που να στοιχειοθετούν ότι η Εφεσίβλητη θα υποστεί πραγματικό κίνδυνο βλάβης μόνο και μόνο με την επιστροφή της στο χωριό της, διαπίστωσε ότι αυτή συγκεντρώνει σημαντικό αριθμό προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων (φύλο, ηλικία, κατάσταση υγείας, επαγγελματική προοπτική, απουσία οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου) τα οποία εντείνουν αυτό τον κίνδυνο σε σημείο που να τυγχάνει εφαρμοστέο το Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Εξετάζοντας το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης της Εφεσίβλητης σε δύο συγκεκριμένες πόλεις (αντί του χωριού της), το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη δεν αναμένετο να έχει σε αυτές μία φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες και, συνεπώς, κατέληξε ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 12Γ των περί Προσφύγων Νόμων περί άρνησης διεθνούς προστασίας λόγω του εφικτού της εσωτερικής μετεγκατάστασης.

 

Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε μερικώς την Προσφυγή, τροποποιώντας την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ώστε να χορηγηθεί στην Εφεσίβλητη το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ' ης η αίτηση) προβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 9.8.2023 ως εσφαλμένη, για τους ακόλουθους λόγους:

(α) λανθασμένα, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και σε παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε στην Εφεσίβλητη καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας χωρίς αυτή να έχει ζητήσει με τα δικόγραφά της τέτοια θεραπεία, καθότι ζήτησε με την πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής της μόνο έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης (πρώτος λόγος έφεσης)∙

(β) ακόμα και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο δικονομικά από το να χορηγήσει στην Εφεσίβλητη συμπληρωματική προστασία, ήταν εσφαλμένη, πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και σε παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος η απόφασή του να το πράξει στη βάση των προσωπικών συνθηκών της Εφεσίβλητης (δεύτερος λόγος έφεσης) και ιδίως η κρίση του ότι δεν ήταν εφικτή η εσωτερική μετεγκατάστασή της σε δύο συγκεκριμένες πόλεις (τρίτος και πέμπτος λόγος έφεσης)∙

(γ) λανθασμένα, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα, σε παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος, καθ' υπέρβαση εξουσίας και ερμηνεύοντας εσφαλμένα το Άρθρο 11(3)(α)(i) του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της Εφεσίβλητης ήταν το χωριό της (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

 

Καταρχάς, απορρίπτεται ο πρώτος λόγος έφεσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να χορηγήσει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, λόγω ελλιπούς δικογράφησης. 

 

Εν πρώτοις, παρατηρούμε έλλειψη συνάφειας μεταξύ του πρώτου λόγου έφεσης και της αιτιολογίας του.  Ενώ, δηλαδή, ο πρώτος λόγος έφεσης υπονοεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε θεραπεία την οποία η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης δεν ζήτησε, η αιτιολογία αναφέρεται σε απουσία ή/και μη εξειδίκευση λόγου ακύρωσης και, εν συνεχεία, βάλλει κατά της συναφούς πρωτόδικης κρίσης επί της ουσίας της.  Είναι μόνο στο περίγραμμά της που η Εφεσείουσα επικαλείται την ελλιπή δικογράφηση της χορηγηθείσας θεραπείας και αυτό δεν αρκεί. 

 

Παρότι αυτή η έλλειψη συνάφειας αρκεί προς απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης, διότι τον καθιστά εν τοις πράγμασι αναιτιολόγητο, θεωρούμε επιπρόσθετα ότι είναι και επί της ουσίας του απορριπτέος, με το εξής σκεπτικό:

 

Κατά το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας/ουσίας απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του ίδιου Άρθρου.  Το δε Άρθρο 11(4)(γ) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) αναφέρει, ως υποκείμενη στον προρρηθέντα δικαστικό έλεγχο, δυσμενή απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία αίτηση κρίνεται αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Εν προκειμένω, η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής διοικητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (ως προς τη μη χορήγηση τόσο του καθεστώτος πρόσφυγα (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Α) όσο και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Β) και επιπρόσθετα «Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.». (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Γ).

 

Παρότι οι εν προκειμένω αιτούμενες θεραπείες δεν ζητούν ειδικώς και ρητώς τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο από του να διενεργήσει έλεγχο ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι τελεί υπό δέσμια εξουσία να διενεργεί τέτοιο έλεγχο κατ' επιταγήν του Άρθρου 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως ερμηνεύεται νομολογιακά. 

 

Συγκεκριμένα, η από πλευράς μας τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης την οποία προτείνει η Εφεσείουσα θα προσέκρουε στη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).

 

Αφού, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει εκ του Νόμου υποχρέωση για διενέργεια ελέγχου ορθότητας/ουσίας κάθε διοικητικής απόφασης ή πράξης η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, όπως είναι η ενώπιόν μας επίδικη, κρίνουμε ότι αυτός ο έλεγχος διενεργείται ανεξαρτήτως του αν ζητήθηκε ειδικά και ρητά ως θεραπεία στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης.

 

Δεδομένου ότι το Άρθρο 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) ενσωματώνει (ως υποδηλοί το προοίμιο του Νόμου) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L180, 29.6.2013, σελ.60), εκτιμούμε ότι η ως άνω προσέγγιση συνάδει και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») ως προς την ερμηνεία του τελευταίου αυτού Άρθρου.

 

Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 29.7.2019 στην Υπόθεση C-556/17 Τorubarov, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κυπριακή δικαιοταξία) πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσων και των νομικών ζητημάτων και ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας (σκέψη 51).

 

 

Προχωρούμε στην εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης που αφορούν την ορθότητα της επί της ουσίας πρωτόδικης κρίσης ως προς τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Εκ προοιμίου, επισημαίνουμε τη νομολογία κατά την οποία-

(α) το πρωτόδικο Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, εκτιμώντας τα επίδικα γεγονότα πρωτογενώς (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024

(β) το Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας/ουσίας και δεν υποκαθιστά την πρωτόδικη κρίση με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 143/2023 Aguoha v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 28.1.2025), με αποτέλεσμα να επεμβαίνει επί της ουσίας της πρωτόδικης κρίσης λόγου χάρη αν διαγνώσει πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης για την στοιχειοθέτηση της οποίας δεν αρκούν άνευ ετέρου οι περί τούτου ισχυρισμοί στο περίγραμμα του διάδικου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2022 Jallow ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 30.9.2024).

 

Ενόψει της άνω νομολογίας, κρίνουμε καταρχάς απορριπτέο τον τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης περί της συνήθους διαμονής της Εφεσίβλητης σε συγκεκριμένο χωριό.  Συγκεκριμένα, διαφωνούμε με το επιχείρημα της Εφεσείουσας πως, μόνο αν η Εφεσίβλητη δικογραφούσε αυτή τη θέση στην Αίτηση ακύρωσής της, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να την υιοθετήσει ως πρωτόδικη κρίση.

 

Κατά την άποψή μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει σε τέτοια κρίση, στο πλαίσιο ελέγχου ορθότητας/ουσίας το οποίο ασκεί, στη βάση της δικής του εκτίμησης των στοιχείων του οικείου διοικητικού φακέλου και ιδίως της συνέντευξης της Εφεσίβλητης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Θεωρούμε δε την κρίση του εύλογη και αιτιολογημένη ώστε να μην υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας, ως Εφετείο το οποίο ελέγχει αποκλειστικά νομικά σφάλματα χωρίς να υποκαθιστά την πρωτόδικη κρίση με τη δική του.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης, σύμφωνα με την οποία η Εφεσίβλητη αντιμετωπίζει, λόγω των επιβαρυντικών προσωπικών της περιστάσεων, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή υπό την έννοια του Άρθρου 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Κατά την Εφεσείουσα, η ως άνω πρωτόδικη κρίση είναι εσφαλμένη διότι, με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, η Εφεσίβλητη δύναται να εργαστεί, έχουσα υποστηρικτικό δίκτυο συγγενών και φίλων.

 

Ως προς την κατάσταση της υγείας της Εφεσίβλητης, η οποία κρίθηκε ότι πάσχει από αναιμία και πολλαπλή ίνωση με συμπτώματα μητρορραγιών με κίνδυνο να μην έχει επαρκή ιατρική φροντίδα στο χωριό της, η Εφεσείουσα αντιτείνει ότι οι κρατικές ιατρικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία προσέφεραν στην Εφεσίβλητη επιλογή θεραπειών, τις οποίες όμως αρνήθηκε.

 

Καταρχάς, ως προς την πρωτόδικη κρίση περί απουσίας οικογενειακού και δη υποστηρικτικού δικτύου στο χωριό της Εφεσίβλητης, δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασής μας, καθότι -σύμφωνα με τη συνέντευξή της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου- ο μόνος άρρενας που την υποστήριζε είναι ο θείος της ο οποίος όμως ζει αλλού.  Ομοίως, δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασης ως προς την πρωτόδικη κρίση περί των περιορισμένων επαγγελματικών προσόντων που εννοιολογικά δεν σημαίνει -ως η Εφεσείουσα παραπονείται- ότι η Εφεσίβλητη κρίθηκε πρωτόδικα ανίκανη για εργασία.

 

Yπάρχει όμως κατά την κρίση μας επαρκής πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης που δικαιολογεί την παρέμβασή μας ως προς την πρωτόδικη κρίση περί του ότι η Εφεσίβλητη πάσχει από αναιμία και πολλαπλή ίνωση που της προκαλεί  μητρορραγίες, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η επιστροφή της στο χωριό της λόγω απουσίας επαρκούς ιατρικής φροντίδας.

 

Συγκεκριμένα, αυτή η πρωτόδικη κρίση δεν φαίνεται να συνάδει με τη δήλωση της Εφεσίβλητης κατά την προρρηθείσα συνέντευξη (που διεξάχθηκε το 2021) ως προς το ότι, αφενός, η αιμορραγία σταμάτησε και, αφετέρου, οι κρατικές ιατρικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία της προσέφεραν τη δυνατότητα ενδεχόμενης θεραπείας ακόμα και χωρίς αφαίρεση της μήτρας, την οποία θεραπεία η Εφεσίβλητη προτίμησε να αναβάλει μέχρι να λήξει η πανδημία του κορονοϊού (Ερυθρό 34 διοικητικού φακέλου).

 

Το αναφυόμενο, λοιπόν, ερώτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά πόσο και γιατί αυτή η ασθένεια παρέμενε αθεράπευτη και, ως τέτοια, παράγοντας υπέρ της χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στην Εφεσίβλητη, κατά τον χρόνο έκδοσης της εφεσιβαλλόμενης απόφασης (δύο έτη μετά τη διεξαγωγή της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου).

 

Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμούμε ότι εμφιλοχώρησε πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης (υπό την έννοια του ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη παράμετρος που έπρεπε να προσμετρηθεί) στην πρωτόδικη κρίση ως προς το ότι, λόγω της κατάστασης της υγείας της, η Εφεσίβλητη θα αντιμετώπιζε -με την επιστροφή στο χωριό της- πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 19(2)(γ) των περί Προσφύγων Νόμων

 

 

Σημειώνουμε ότι το περίγραμμα της Εφεσίβλητης δεν αντικρούει τον δεύτερο λόγο έφεσης σε σχέση με την παράμετρο της κατάστασης υγείας της.  Ούτε και η Εφεσίβλητη, με τα γεγονότα που έθεσε στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής της και με τις πρωτόδικες αγορεύσεις της, προέβαλε την κατάσταση της υγείας της ως λόγο παροχής συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

Αυτή η πιθανολόγηση πλάνης καθιστά επιτυχή τον δεύτερο λόγο έφεσης αλλά και τον τρίτο και πέμπτο λόγο έφεσης, αφού καθιστά αλυσιτελή πλέον την ανάγκη πρωτόδικης κρίσης ως προς το μη εφικτό της εσωτερικής μετεγκατάστασης.

 

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

 

Επιτυγχάνει η Έφεση και παραμερίζεται η εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 9.8.2023 (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) επί της Προσφυγής Αρ. 6934/2021.

 

Η υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο, ως Δικαστήριο ορθότητας/ουσίας κατά τα διαλαμβανόμενα στο  Άρθρο 11(3) του Νόμου 73(Ι) του 2018, αναμένεται να προβεί σε επανεξέταση της υπόθεσης (κατά προτεραιότητα και ιδεωδώς από την ίδια Δικαστή) συμμορφούμενο με την παρούσα απόφαση και στη βάση δεδομένων (που αφορούν την Εφεσίβλητη προσωπικά ή/και τη χώρα καταγωγής της) που είναι επίκαιρα σε σχέση με την ημερομηνία έκδοσης της επικείμενης απόφασής του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 51/2022 Abdi ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 19.12.2024).

Επιδικάζονται 3000 ευρώ, ως πρωτόδικα και κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και κατά της Εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

                                                     Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.     

                                                                     

                                                      Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                      Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο