ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 104/2023)
18 Φεβρουαρίου, 2025
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚIDIST MESFIN ABASHANKO
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Α. Ιωαννίδη (κα), για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.
Θ. Παπανικολάου (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 31/07/2023 στην Προσφυγή Αρ. 1906/2022, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 14/02/2022, η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας για διεθνή προστασία.
Τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
H Εφεσείουσα κατάγεται από την Αιθιοπία και στις 18/01/2019 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Μετά το πέρας της συνέντευξης που πραγματοποιήθηκε στις 11/11/2021, η αίτησή της απερρίφθη στις 14/02/2022 και η Εφεσείουσα ενημερώθηκε σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 16/03/2022. Η Εφεσείουσα στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με δέκα Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση.
Ισχυρίζεται η Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής έρευνα (Λόγος Έφεσης Αρ.1) και εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη όλους τους ισχυρισμούς της (Λόγος Έφεσης Αρ.4). Eπίσης, ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης (Λόγος Έφεσης Αρ.2) και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ορθώς δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση της το «ευεργέτημα της αμφιβολίας» (Λόγος Έφεσης Αρ.3). Προβάλλεται επίσης, ότι ελλιπώς εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας πως υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων (Λόγος Έφεσης Αρ.5) και εσφαλμένα κρίθηκε πως η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της στην Αιθιοπία δεν διατρέχει κίνδυνο, παραβλέποντας ότι η Αιθιοπία δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας (Λόγος Έφεσης Αρ.6).
Είναι επίσης η θέση της Εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε τον ορισμό του πρόσφυγα κατά τρόπο ώστε να μην αναγνωρίζεται η ανάγκη της Εφεσείουσας για διεθνή προστασία (Λόγος Έφεσης Αρ.7) ή για συμπληρωματική προστασία (Λόγος Έφεσης Αρ.8). Εσφαλμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2018), με τρόπο ώστε να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ισχυρισμούς που δεν τέθηκαν ενώπιόν του (Λόγος Έφεσης Αρ.9) και καθ' υπέρβαση εξουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο σχεδίασε την διαδρομή επιστροφής της Εφεσείουσας (Λόγος Έφεσης Αρ.10).
Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του Άρθρου 11 του Ν.73(Ι)/2018, δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην ορθότητα της υπόθεσης (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Δ/ντη Υπηρεσίας Ασύλου ν. Singh, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.26/2024, ημερομηνίας 10/09/2024). Αυτό απαντά στους Λόγους Έφεσης Aρ. 9 και 10, οι οποίοι απορρίπτονται.
Επειδή οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης άπτονται όλου του φάσματος των ευρημάτων της πρωτόδικης Απόφασης και έχουν ως υπόβαθρο την, κατ' ισχυρισμό, ελλιπή έρευνα των δεδομένων της περίπτωσης της Εφεσείουσας, θα τύχουν ενιαίας εξέτασης.
Επιχειρηματολογώντας υπέρ των θέσεων της, η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι ο μόνος ισχυρισμός της ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός και ο οποίος απεδείκνυε βάσιμο φόβο δίωξής της, είναι ότι ο πρώην σύζυγός της ο οποίος εμπλέκεται στη δολοφονία του πατέρα της το 2020, απειλούσε την οικογένειά της και τόσο η αρμόδια Υπηρεσία όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλαν να ερευνήσουν το ζήτημα.
Πρόσθετα, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι, ενώ έγινε αποδεκτός από την Εφεσίβλητη ο ισχυρισμός της ότι υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων, απερρίφθη τελικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, χειροτερεύοντας έτσι τη θέση της. Υπογραμμίζει δε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι η Αιθιοπία δεν είναι ασφαλής χώρα σύμφωνα με την ΚΔΠ 166/2023 και ΚΔΠ 191/2024.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας, περί βάσιμου φόβου δίωξής της συναρτώμενου με τον πρώην σύζυγό της, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον κίνδυνο που η Εφεσείουσα διατρέχει στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της, τους οποίους προηγουμένως παρέθεσε και ανέλυσε και αφού αναφέρθηκε στο σχετικό νομικό πλαίσιο, κατέληξε ως ακολούθως:
«41. Ως εκ τούτου αξιολογώ πως ο γάμος στον οποίο εξαναγκάστηκε η Αιτήτρια με έναν γηραιό άνδρα, στον οποίο την πούλησε ο πατέρας της σε νεαρή ηλικία καθώς και η σεξουαλική και σωματική βία που η ίδια δήλωσε ότι υπέστη επανειλημμένως από τον σύζυγό της κατά την περίπου εξάμηνη διαμονή της μαζί του αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνακόλουθα κρίνω πως αποτελούν πράξεις δίωξης. Προχωρώντας στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της υπενθυμίζω πως το άρθρο 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει ότι «το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί». Ως εκ τούτου καθαυτό το γεγονός ότι η Αιτήτρια υπέστη δίωξη κατά το παρελθόν δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης της.
42. Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης που είναι στην διάθεση του Δικαστηρίου, αξιολογώ πως δεν προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας βάσιμοι λόγοι (αυτή) ότι αυτή θα υποστεί εκ νέου κακομεταχείριση και πράξεις βίας από τον άνδρα με τον οποίο τέλεσε γάμο παρά την θέληση της το 2012 σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε κατά την συνέντευξη της πως από το 2012 που εγκατέλειψε τον κακοποιητικό σύζυγό της μετά την εξάμηνη περίπου διαμονή της μαζί του, μέχρι και το 2018 που η ίδια εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, δεν είχε δεχθεί οιανδήποτε προσωπική ενόχληση ή απειλή ή βλάβη από αυτό τον άνδρα. Ομοίως, η Αιτήτρια ήταν σε θέση να διαμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε άλλη τοποθεσία εντός της χώρας καταγωγής της διαφορετική από την περιοχή διαμονής της χωρίς να εντοπισθεί από τον άνδρα αυτό και χωρίς να της συμβεί κάποιο επιβλαβές προς την ζωή και την υγεία της περιστατικό. Αναφορικά με τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί απειλών που δέχθηκε η οικογένεια της από τον σύζυγό της από τότε που αυτή τον εγκατέλειψε το 2012, και περί της εμπλοκής του συζύγου της στη δολοφονία του πατέρα της το 2020, αυτές κρίθηκαν ως μη αποδεκτές, καθώς η Αιτήτρια ως αναλύθηκε ανωτέρω δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ουσιαστικές, επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες επί αυτών των γεγονότων τα οποία ως δήλωσε την έκαναν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της και της δημιούργησαν την πεποίθηση ότι και η ίδια κινδυνεύει. Περαιτέρω, η ίδια δήλωσε στο στάδιο της συνέντευξης της πως πιστεύει πως αυτός ο άνδρας σήμερα έχει αλλάξει περιοχή διαμονής και πως από τον θάνατο του πατέρα της το 2020, αυτός δεν έχει εμφανισθεί στην οικογένεια της(Βλ.Ερ.35-3χ). Δέον να αναφερθεί πως η Αιτήτρια δήλωσε σε κάποια σημεία της συνέντευξής της ότι προετοίμαζε την έξοδο της από την χώρα καταγωγής της καθώς γνώριζε ότι η σύμβαση εργασίας της θα τελείωνε επειδή θα σταματούσε το πρόγραμμα υπό το οποίο εργάζονταν. Από τα ως άνω στοιχεία δεν προκύπτει βάσιμος κίνδυνος δίωξης της Αιτήτριας από τον σύζυγό της σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της».
Κρίνουμε εύλογα τα συμπεράσματα στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000), η κατά το παρελθόν δίωξη αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος δίωξης «εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί». Αξιολογώντας τα δεδομένα της περίπτωσης στη βάση των δηλώσεων της Εφεσείουσας, διαπίστωσε ότι από το 2012 που η Εφεσείουσα εγκατέλειψε τον σύζυγό της μέχρι και το 2018 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δεν είχε δεχθεί οποιαδήποτε απειλή από τον πρώην σύζυγό της. Οι δε δηλώσεις της περί απειλών που δέχθηκε η οικογένειά της από τον πρώην σύζυγό της και τα περί εμπλοκής του στη δολοφονία του πατέρα της, κρίθηκαν μη αποδεκτές, αφού δεν παρέθεσε η Εφεσείουσα ουσιαστικές και επαρκείς σχετικές πληροφορίες. Λήφθηκε επίσης υπόψη η δήλωση της Εφεσείουσας ότι, επειδή η σύμβαση εργασίας της θα έληγε, προετοίμαζε την έξοδό της από τη χώρα καταγωγής της.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η Εφεσείουσα δεν συγκεκριμενοποιεί ποιο πραγματικό γεγονός και ποιες περιστάσεις έπρεπε να αξιολογηθούν επί εξατομικευμένης βάσης που δεν έχουν αξιολογηθεί είτε από τη διοίκηση είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι πάγια η θέση της νομολογίας, ότι ισχυρισμοί που προβάλλονται, πρέπει να συνοδεύονται με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδιάζουν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Συνεπώς κρίνουμε, στη βάση των όσων αναφέρθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση για το ζήτημα.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων στο Λίβανο, το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αντίθεση με τα όσα η Εφεσείουσα υποστηρίζει στο περίγραμμά της, συμφώνησε με τα ευρήματα της Εφεσίβλητης περί εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας της Εφεσείουσας και συμφώνησε ότι η Εφεσείουσα περιέγραψε με επάρκεια τις συνθήκες της αναχώρησής της, της συμφωνίας και τις διαδικασίες που προηγήθηκαν σε σχέση με την εργασία της στο Λίβανο και γενικότερα τις συνθήκες διαμονής και εργασίας της (παράγραφος 37 της Απόφασης). Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε κατά πόσο συντρέχουν εύλογες πιθανότητες να υποστεί η Εφεσείουσα με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, εκ νέου τέτοια μεταχείριση και σημείωσε τα εξής:
«43. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά το ότι η Αιτήτρια ως έγινε αποδεκτό υπήρξε θύμα εργασιακής εμπορίας στο Λίβανο κατά το διάστημα 2012-2014, θα αξιολογηθεί κατά πόσο συντρέχουν εύλογες πιθανότητες να υποστεί η ίδια με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της εκ νέου τέτοια μεταχείριση. Εν προκειμένω, από τις αφηγήσεις της Αιτήτριας παρατηρείται πως κατά την επιστροφή της στην Αιθιοπία το 2014 κατόπιν της εργασιακής της εκμετάλλευσης στο Λίβανο, η ίδια ήταν σε θέση να αναζητήσει και εν τέλει να εξεύρει νόμιμη εργασία ως καθαρίστρια σε εταιρία, η οποία διήρκησε ως ανέφερε τρία έτη, και έπαυσε καθώς σταμάτησε το πρόγραμμα υπό το οποίο εργάζονταν. Δήλωσε δε πως οι αλλοδαποί εργοδότες της τήν υποστήριξαν οικονομικά στην απόφαση της να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της χωρίς κάποιο αντάλλαγμα. Ομοίως, ανέφερε πως δεν έχει επικοινωνία με την διακινήτρια που την μετέφερε για εργασία στο Λίβανο ούτε είχε δεχθεί κάποια ενόχληση από αυτήν ή κάποιο άλλο εμπλεκόμενο στο δίκτυο πρόσωπο κατά την επιστροφή της στην Αιθιοπία το 2014 αλλά και μέχρι αυτή να εγκαταλείψει για δεύτερη φορά την χώρα το 2018. Ως εκ τούτου, αξιολογώ βάσει των ανωτέρω πως δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της η ίδια θα τύχει ίδιας ή παρόμοιας φύσης μεταχείρισης».
Θεωρούμε εύλογα επιτρεπτά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, τα οποία κρίνουμε ότι έχουν στέρεο υπόβαθρο και κατ' επέκταση δεν αφήνουν περιθώριο εφετειακής παρέμβασης.
Αναφορικά με τη θέση της Εφεσείουσας ότι η Αιθιοπία δεν συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες και ότι αυτό δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε ότι εξετάστηκε ενδελεχώς η κατάσταση ασφάλειας στην Αιθιοπία, με παραπομπή σε συγκεκριμένες επίκαιρες πηγές πληροφόρησης, οι οποίες καταγράφονται αναλυτικά στο κείμενο της Απόφασης (υποσημειώσεις). Γενικότερα διαπιστώθηκε ότι παρατηρούνται ένοπλες και εθνοτικές συγκρούσεις, αλλά σε σχέση με τις περιοχές που η Εφεσείουσα σχετίζεται, επικρατεί μια σχετικά ήρεμη κατάσταση. Λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ της Εφεσείουσας, σε συνάρτηση με την τρέχουσα κατάσταση ασφάλειας, κρίθηκε ότι δεν πιθανολογείται σε περίπτωση επιστροφής της αυτή να εκτεθεί σε κίνδυνο. Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«53. Από τις ως αναφερθείσες πληροφορίες παρατηρείται αρχικώς, πως οι ένοπλες συγκρούσεις στην Αιθιοπία περιορίζονταν στην περιοχή Tigray και στην περιφέρεια πλησίον αυτής την Amhara, οι οποίες ξέσπασαν το Νοέμβριο του 2020 και τον Οκτώβριο του 2022 αποφασίστηκε εκεχειρία και παύση των συγκρούσεων στην ως άνω αναφερόμενη περιοχή μεταξύ της Κυβέρνησης της Αιθιοπίας και του Απελευθερωτικού Μετώπου του Λαού του Tigray- People's Liberation Front. Σήμερα, οι συγκρούσεις εντοπίζονται και σε άλλες περιφέρειες με τις Amhara, Oromia, Tigray, Benishangul Gumuz να είναι μεταξύ αυτών που επηρεάστηκαν περισσότερο το 2022. Στην περιφέρεια Oromia οι κύριοι δρώντες των περιστατικών ανασφάλειας εκεί είναι οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας και οι ένοπλες ομάδες αυτονομιστικές ομάδες, ειδικότερα η απελευθερωτική ομάδα -μέτωπο Oromo Liberation Army. Επίσης παρατηρείται πως λαμβάνουν χώρα στην ως άνω περιοχή και εθνοτικές συγκρούσεις αλλά σε μικρότερο βαθμό με δρώντες ένοπλους Amhara. Παρά ταύτα, στις πόλεις Ziway και Adama εάν υποτεθεί ότι θα επιστρέψει εκεί η Αιτήτρια, επικρατεί με βάση τα ως άνω αριθμητικά και ποσοτικά δεδομένα μια σχετικά ήρεμη κατάσταση με ένα πολύ χαμηλό αριθμό καταγεγραμμένων περιστατικών ασφαλείας κάτω των 5 περιστατικών ανασφάλειας το τελευταίο έτος. Ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας, και ιδιαίτερα ότι η ίδια έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην πόλη Adama (μητέρα-αδελφή που διαμένουν εκεί), είναι υγιής, μορφωμένη, είχε πρόσβαση σε εργασία κατά την διαμονή της στην χώρα καταγωγής της, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα στην καθημερινή της διαβίωση εκεί από το 2014 μέχρι το 2018 που εγκατέλειψε την χώρα, κρίνεται πως σε συνάρτηση με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στις Ziway και Adama, δεν πιθανολογείται η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, να εκτεθεί σε κίνδυνο που να ισοδυναμεί με σοβαρή βλάβη ή δίωξη».
Σημειώνουμε ότι, η μη συμπερίληψη της Αιθιοπίας στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, όπως αυτές καθορίστηκαν στις σχετικές κανονιστικές διοικητικές πράξεις, δεν μπορεί να αναχθεί σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου της Εφεσείουσας. Σχετικό με το ζήτημα είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Mondeke ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 43/2021, ημερoμηνίας 20/01/2022:
«Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων. Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021 δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου».
Καταληκτικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε στη βάση των στοιχείων του φακέλου και όλων των ενώπιόν του στοιχείων, ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Εφεσείουσας στο καθεστώς του πρόσφυγα «καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου». Δεν τεκμηριώθηκε επίσης η υπαγωγή της Εφεσείουσας στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας του Άρθρου 19 του Ν. 6(1)/2000, εφόσον δεν τεκμηρίωσε ότι αν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί βλάβη. Ανέλυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την υπαγωγή αιτούντος ασύλου στο πιο πάνω καθεστώς και επανέλαβε (ανωτέρω) τους λόγους που το οδήγησαν στην πιο πάνω διαπίστωση.
Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην διαδρομή που θα ακολουθηθεί από την Εφεσείουσα αν επιστρέψει, είτε στην πόλη Ziway είτε στην πόλη Adama, πόλεις με τις οποίες συνδέεται η Εφεσείουσα και κατέληξε ότι θα είναι σε θέση να επιστρέψει η Εφεσείουσα με ασφάλεια.
Όπως είχαμε την ευκαιρία να υποδείξουμε στην MBYE JALLOW ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 3/2022, ημερομηνίας 30/09/24, η εφετειακή παρέμβαση θα ενδείκνυτο μόνο αν η Εφεσείουσα απεδείκνυε επιτυχώς (που δεν το πράττει) πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης σε σχέση με γεγονότα που αφορούν τη γενική κατάσταση στη χώρα ιθαγένειάς της, με δεδομένο ότι απλοί ισχυρισμοί σε αγόρευση δεν συνιστούν αποδεικτικό μέσο ως προς τούτο.
Συνεπώς, εφόσον η Εφεσείουσα, είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης της να της παραχωρηθεί το καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν ανέφερε οτιδήποτε που να τεκμηριώνει την αίτησή της για διεθνή προστασία και δεν υπέβαλε οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν απέδειξε αλλά ούτε πιθανολόγησε ότι η Υπηρεσία υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της περίπτωσης, δεν χωρεί εφετειακή παρέμβαση.
Όσον αφορά το ευεργέτημα της αμφιβολίας, το οποίο η Εφεσείουσα θεωρεί ότι εσφαλμένα δεν της δόθηκε, αυτό το ευεργέτημα δεν πιστώνεται σε αιτoύντα διεθνή προστασία, όταν κρίνεται ότι η ιστορία του δεν δικαιολογεί την παροχή διεθνούς προστασίας (βλ.Hassan Ali v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 12/2023, ημερομηνίας 12/11/2024).
Κατά συνέπεια, ορθά κατά τη διενέργεια του ελέγχου ορθότητας το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε το υλικό, το οποίο είχε ενώπιόν του και που το οδήγησε σε κρίση της ορθότητας των διαπιστώσεων της Υπηρεσίας Ασύλου. Πρόσθετα, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν δικής του αξιολόγησης στα πλαίσια της ενώπιόν του διαδικασίας, κρίνονται εύλογα κατά τρόπο που δεν αφήνεται περιθώριο για εφετειακή παρέμβαση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.