ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 104/2018)

 

21 Φεβρουαρίου 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 17.05.2024

 

DICKRAN HOVSEPIAN

Εφεσείοντας/Καθ' ου η Αίτηση,

v.

 

OLYMPIC INSURANCE CO LTD,

υπό Εκκαθάριση δια των Εκκαθαριστών της

 Επίσημου Παραλήπτη και Παύλου Νακούζη

Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

 

Αίτηση ημερομηνίας 20.09.2024

 

___________________

 

Π. Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα/Καθ' ου η Αίτηση.

Στ. Μένταλης για Α. Π. Ερωτοκρίτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη/Αιτήτρια.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία - Αιτήτρια, η οποία είχε καταστεί τριτοδιάδικος στην αγωγή 3880/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση ημερομηνίας 20.09.2024, με την οποία ζητά από το Εφετείο: «Διάταγμα διαγραφής ή/και απόρριψης της Ειδοποίησης Έφεσης ως προδήλως αβάσιμης ή/και απαράδεκτης ή/και άκυρης».  Αντικείμενο της Αίτησης είναι κατά πόσο ο εφεσείοντας-ενάγοντας (Καθ' ου η Αίτηση) έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.01.2018, με την οποία απέρριψε την απαίτηση της εναγόμενης στην πιο πάνω αγωγή εναντίον της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

 

Η αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του εγερθέντος ζητήματος.

 

Με την αγωγή του, ο Καθ' ου η Αίτηση (εφεσείοντας - ενάγοντας), αιτήθηκε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις από την εναγόμενη, για οδικό ατύχημα που επεσυνέβη στις 13.7.2006.  Στην έκθεση απαίτησης, προέβαλε ότι η εναγόμενη, οδηγός οχήματος, ανέκοψε την πορεία του, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του και τη δημιουργία ζημιών στη μοτοσυκλέτα του.  Με την υπεράσπιση της, η εναγόμενη αμφισβήτησε τις λεπτομέρειες αμέλειας και τις, κατ' ισχυρισμό, σωματικές βλάβες και ειδικές ζημιές και προέβαλε ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα έφερε ο εφεσείοντας-Καθ' ου η Αίτηση.  Ήτο παραδεκτό ότι, κατά τους επίδικους χρόνους, το όχημα της εναγόμενης ήτο ασφαλισμένο στην Αιτήτρια - εφεσίβλητη.

 

Μετά το κλείσιμο των δικογράφων και τον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση, ο δικηγόρος της εναγόμενης, ο οποίος ήτο παραδεκτό ότι διορίστηκε από την ασφαλιστική εταιρεία στην οποία είχε ασφαλισμένο το πιο πάνω όχημα της για να την υπερασπιστεί, αποσύρθηκε από συνήγορος υπεράσπισης, αφού ανέφερε ότι η Αιτήτρια - εφεσίβλητη δεν επιθυμούσε πλέον να εκπροσωπεί, με δικηγόρο, την εναγόμενη. 

 

Η Αιτήτρια - εφεσίβλητη προστέθηκε στην αγωγή ως τριτοδιάδικος, μετά από σχετική ειδοποίηση της εναγόμενης, η οποία αξίωνε «Διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποίαν να διατάσσεται η Τριτοδιάδικος όπως την αποζημιώσει και/ή της παράσχει κάλυψη και/ή συνεισφορά για οποιονδήποτε ποσό τυχόν διαταχθεί η Εναγόμενη να καταβάλει στον Ενάγοντα στην παρούσα αγωγή υπό μορφή αποζημιώσεων, εξόδων, τόκων ή άλλως πως».  Η Αιτήτρια - εφεσίβλητη - τριτοδιάδικος καταχώρισε αίτηση με την οποία ζήτησε την ακύρωση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου.  Το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 5.9.2014, απέρριψε την πιο πάνω αίτηση και έδωσε οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ εναγόμενης και της εφεσίβλητης.

 

Σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, όλοι οι διάδικοι συμφώνησαν και δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις που ο εφεσείοντας δικαιούτο επί πλήρους ευθύνης, ανέρχονταν σε €200.000,00, πλέον νόμιμο τόκο από 16.5.2013.  Παρέμεινε προς εκδίκαση το θέμα της ευθύνης και η απαίτηση της εναγόμενης για κάλυψη και συνεισφορά από την τριτοδιάδικο - εφεσίβλητη για οποιαδήποτε ποσά τυχόν θα διατάσσετο να καταβάλει στον εφεσείοντα.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του ημερομηνίας 29.01.2018, σε σχέση με την τριτοδιάδικο - εφεσίβλητη - Αιτήτρια, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Κατά τους επίδικους χρόνους, το αυτοκίνητο της εναγομένης ήταν ασφαλισμένο στην τριτοδιάδικο ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου με αρ. ΜΟ 0062963. Ο ενάγοντας μετά την καταχώρηση της αγωγής, παρέλειψε να αποστείλει στην τριτοδιάδικο ασφαλιστική εταιρεία εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, την ειδοποίηση που καθορίζεται από το άρθρο 15.1 του Νόμου 96(1)/2000.

Μετά την έγερση της αγωγής, η ασφαλιστική εταιρεία υπερασπίστηκε την εναγομένη και είχε τον χειρισμό της υπόθεσης εκ μέρους της. Την υπερασπίστηκε επίσης στην ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον της. Στην συνέχεια όμως, εξέφρασε την πρόθεση να μην καλύψει οποιοδήποτε ποσόν διαταχθεί η εναγομένη να πληρώσει τον ενάγοντα, επειδή αυτός δεν έστειλε εντός της προβλεπομένης από τον Νόμο προθεσμίας, την ειδοποίηση για έγερση της αγωγής. 

Ακολούθως, ο συνήγορος της τριτοδιαδίκου ασφαλιστικής εταιρείας, με επιστολή ημ. 7.12.11 (τεκμ. 20) ανέφερε στον συνήγορο της εναγομένης ότι η απόφαση της ασφαλιστικής εταιρείας είναι να συνεχίσει να υπερασπίζεται την παρούσα αγωγή και ότι θα τηρήσει πλήρως τις υποχρεώσεις της έναντι της εναγομένης. Όμως στην συνέχεια και παρά την πιο πάνω διαβεβαίωση, ο συνήγορος της ασφαλιστικής εταιρείας ζήτησε και πήρε άδεια από το Δικαστήριο να αποσυρθεί από δικηγόρος της εναγομένης. Η τριτοδιάδικος ασφαλιστική εταιρεία ειδοποίησε επί του προκειμένου την εναγομένη και της ζήτησε να διορίσει νέο Δικηγόρο για να την υπερασπιστεί στην παρούσα αγωγή. «

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την ευθύνη της Αιτήτριας - τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης με αναφορά στο Άρθρο 15.1(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης έναντι Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000, το οποίο, ως ίσχυε κατά τους επίδικους χρόνους, προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«Προϋποθέσεις για καταβολή αποζημίωσης

15.—(1) Κανένα ποσό δεν πληρώνεται από ασφαλιστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 -

(α) Σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εκτός εάν πριν ή εντός επτά ημερών από την έναρξη της διαδικασίας στην οποία εκδόθηκε τέτοια απόφαση, ο ασφαλιστής ειδοποιήθηκε γραπτώς για την έγερση της διαδικασίας,»

 

Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο παραδεκτό γεγονός ότι γραπτή ειδοποίηση της δικαστικής διαδικασίας δεν είχε αποσταλεί στην Αιτήτρια - εφεσίβλητη - τριτοδιάδικο, κατέληξε ότι η γραπτή ειδοποίηση της δικαστικής διαδικασίας εντός 7 ημερών ήτο αναγκαία προϋπόθεση για την καταβολή αποζημίωσης και απέρριψε την απαίτηση της εναγόμενης εναντίον της τριτοδιαδίκου, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Υπό τας περιστάσεις, η υποχρέωση του ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα οδικού ατυχήματος δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο την συμβατική του σχέση με τον ασφαλισμένο. Διέπεται και από τις πρόνοιες του Νόμου 96/2000, οι οποίες καθορίζουν ρητά στο άρθρο 15.1, τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ενεργοποιείται αυτή η υποχρέωση του ασφαλιστή. Η ίδια υποχρέωση υφίστατο και στο άρθρο 10.2 του Κεφ.333 που αντικαταστάθηκε από τον Νόμο 96(I)/2000. 

 

Διαφορετική προσέγγιση θα καταργούσε ουσιαστικά τις πρόνοιες του άρθρου 15.1 του Νόμου 96(Ι)/2000, προφανής σκοπός του οποίου είναι να δίδεται επαρκής προειδοποίηση στον ασφαλιστή για τις απαιτήσεις που πιθανόν να κληθεί να ικανοποιήσει.

 

Σχετική είναι η υπόθεση Ελευθερίου ν. Μινέρβα Πολ. Έφεση 1/2001 ημ. 4.12.2015, στην οποία εξετάστηκαν οι συνέπειες του γεγονότος της μη έγκαιρης γραπτής ειδοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 10.2 του Κεφ.333. Στον  βαθμό που τα δύο άρθρα ταυτίζονται, θεωρώ την νομολογία που ερμηνεύει το άρθρο 10.2 του Κεφ.333 ως δεσμευτική για σκοπούς ερμηνείας του άρθρου

15.2 του Ν. 96(Ι)/2000. 

 

Στην πιο πάνω υπόθεση Ελευθερίου ν. Μινέρβα, αναφέρονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα: 

 

«Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί κοινό έδαφος ότι καμιά ειδοποίηση δεν δόθηκε είτε πριν, είτε μετά την έγερση της Αγωγής Αρ. 608/95 στους Εφεσίβλητους 2, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 10(2)(α) και (β) του Νόμου.  Με βάση αυτή τη μη αμφισβητούμενη διαπίστωση, καθίσταται φανερό ότι οι Εφεσίβλητοι 2, οι οποίοι δυνάμει του Νόμου φαίνεται να είχαν υποχρέωση να καλύψουν τον Φυλακτού που ήταν ο ασφαλιζόμενος τους, δεν είναι υπόχρεοι να πληρώσουν, δυνάμει του άρθρου 10(2) του Κεφ. 333, εφόσον δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των εδαφίων (α) και (β) του άρθρου 10(2) σχετικά με τις ειδοποιήσεις που θα έπρεπε να τους είχαν δοθεί.  Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι τους Εφεσίβλητους 2 ειδοποίησε προφορικά ο Φυλακτού, παρέμειναν μετέωροι, όπως ορθά διαπίστωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο.  Ο Φυλακτού, όπως φαίνεται από το σχετικό Έντυπο (Τεκμήριο 20), ειδοποίησε γραπτώς τους ασφαλιστές του - Εφεσίβλητους 2 - την 1.2.1995.»

 

Ο συνήγορος της εναγομένης, ισχυρίστηκε στην αγόρευση του  ότι η πιο πάνω απόφαση, εκδόθηκε για ασφαλιστήριο του 1993, ήτοι πριν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε αντίθεση με τα γεγονότα της παρούσας όπου το ασφαλιστήριο εκδόθηκε σε χρόνο που ίσχυε στην Κύπρο, το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.

 

Ήταν η θέση του συνηγόρου με παραπομπή σε Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι το ισχύον Ευρωπαϊκό δίκαιο και οδηγίες, αποκλείουν την δυνατότητα του ασφαλιστή να επικαλεστεί νομοθετικές διατάξεις και συμβατικές ρήτρες, προκειμένου να αρνηθεί την πληρωμή αποζημίωσης σε τρίτους που είναι θύματα ατυχήματος, προκληθέντος από ασφαλισμένο όχημα.

 

Ούτε αυτή η άποψη με βρίσκει σύμφωνο. Όπως προαναφέρθηκε, οι πρόνοιες του άρθρου 15.1 (α) του Νόμου, σκοπό έχουν να πληροφορήσουν τον ασφαλιστή για απαιτήσεις εναντίον ασφαλισμένων οχημάτων αλλά και να τον προστατεύσουν από τυχόν συμπαιγνία και απάτη μεταξύ ενάγοντα και εναγομένου. Δεν είναι ο σκοπός ούτε κυρίως και το αποτέλεσμα της πιο πάνω διάταξης να δοθεί η δυνατότητα στον ασφαλιστή να προβάλλει προσκόμματα, προκειμένου να αρνηθεί να πληρώσει την αποζημίωση που τυχόν θα επιδικαστεί στον ενάγοντα.

 

Η πρόνοιες του άρθρου 15.1 (α) είναι σαφείς και δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Ακόμη και στην παρούσα περίπτωση που η τριτοδιάδικος έλαβε σε κάποιο στάδιο εκπρόθεσμα γνώση της αγωγής και αρχικά υπερασπίστηκε την εναγομένη, δεν υπάρχει η δυνατότητα να διαταχθεί να πληρώσει οιανδήποτε αποζημίωση από την στιγμή που δεν τηρήθηκε η ρητή προϋπόθεση του άρθρου 15.1 (α) για έγγραφη γνωστοποίηση της δικαστικής διαδικασίας, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας.

.................................... Οι προϋποθέσεις για την στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης της τριτοδιαδίκου να πληρώσει τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν στον ενάγοντα, καθορίζονται ρητά στο άρθρο 15.1 (α) του Νόμου 96(Ι)/2000. Ως εκ τούτου δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, οι αρχές του κωλύματος εκ συμπεριφοράς. 

 

Ιδιαίτερα, δεν δημιουργήθηκε στην παρούσα υπόθεση, κώλυμα από την συμπεριφορά της τριτοδιαδίκου, το οποίο να την εμποδίζει να αρνηθεί την πληρωμή της επιδικασθείσας αποζημίωσης. Η τριτοδιάδικος, είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή της εν λόγω αποζημίωσης, από την στιγμή που όπως είναι παραδεκτό, δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που ρητά καθορίζει το άρθρο 15.1 (α) του Νόμου 96(Ι)/2000.

 

Ενόψει τούτου, κρίνω ότι η εναγομένη δεν έχει αποδείξει την απαίτηση της εναντίον της τριτοδιαδίκου.»

 

Ο εφεσείοντας - Καθ' ου η Αίτηση με την παρούσα Έφεση επιδιώκει τη ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, στο βαθμό που αφορά την απόρριψη της απαίτησης της εναγόμενης εναντίον της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης - Αιτήτριας, με μοναδικό λόγο έφεσης, τον ακόλουθο:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή εσφαλμένα νομικώς και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψη και/ή παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του ότι η τριτοδιάδικος ασφαλιστική εταιρεία, είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή της αποζημίωσης του Ενάγοντα σύμφωνα με τα όσα προνοούνται στον Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Υπέρ Τρίτου) Νόμου 96(Ι)/2000 και πως δεν δημιουργήθηκε κώλυμα από την συμπεριφορά της τριτοδιαδίκου ασφαλιστικής εταιρείας, το οποίο να την εμποδίζει να αρνηθεί την πληρωμή της επιδικασθείσας αποζημίωσης.»

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης στηρίζεται στην ακόλουθη αιτιολογία:

 

«ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

1.    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του την νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δια της οποίας καθίσταται υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση η αποζημίωση όλων των θυμάτων υπό τροχαίο ατύχημα.

 

2.    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες 72/166/ΕΟΚ, 1984/5, 90/232/ΕΟΚ, 2000/26/ΕΚ και 2009/103/ΕΚ στο ζήτημα και κατ' επέκταση την αυξημένη αυτή ισχύ έναντι του ημεδαπού δικαίου.

 

3.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ερμηνεύσει ορθά το άρθρο 15 του Νόμου 96(Ι)/2000 και/ή να λάβει υπόψιν του τον σκοπό της εν λόγω νομοθετικής διάταξης την προέλευση και τις επιπτώσεις του έχοντας υπόψιν του τον σκοπό του Κύπριου νομοθέτη, τον σκοπό του Ευρωπαίου νομοθέτη ως και την νομολογία επί του θέματος.

 

4.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να προσαρμόσει τον ημεδαπό Νόμο κατά τρόπο που να μην υφίσταται του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

 

5.    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα βασίσθηκε επί της απόφασης Ελευθερίου -v- Μινέρβα, Πολιτική Έφεση 1/2011, ημερομηνίας 4/12/2015 αφού:

 

(α)     Η ως άνω απόφαση αφορούσε γεγονότα προγενέστερα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συνεπώς το ισχύον νομικό καθεστώς ήταν διαφορετικό.

 

(β)    Τα γεγονότα στην παρούσα υπόθεση είναι διαφορετικά από αυτά στην ως άνω απόφαση.

 

6.    Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι η Τριτοδιάδικος ενημερώθηκε για την καταχώριση της αγωγής και διόρισε δικηγόρο της επιλογής της στην Εναγόμενη αναλαμβάνοντας την Υπεράσπιση της για χρόνια ολόκληρα.

 

7.    Η Τριτοδιάδικος παρουσιάστηκε στον Ενάγοντα έτοιμη να του καλύψει τις ζημιές που αυτός θα αποδείκνυε υποβάλλοντας του σε ιατρικές εξετάσεις από ιατρούς της επιλογής της.

 

8.    Ουδόλως επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της Τριτοδιαδίκου από την μη εμπρόθεσμη ειδοποίηση της για την εκκρεμούσα αγωγή του Ενάγοντα.

 

9.    Το άρθρο 15(Ι)(α) του Νόμου 96(Ι)/2000 αντιβαίνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας C162/13 Vnuk -v- Zararovalnica ημερομηνίας 4/9/2014, C442/2010 Churchill Insurance Company Ltd -v- Wilkinson ημερομηνίας 1/12/2011.»

 

Σημειώνεται πως η εναγόμενη καταχώρισε την Πολιτική Έφεση 67/2018 εναντίον του εφεσείοντα (ενάγοντα) - Καθ' ου η Αίτηση και της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης.  Με αυτήν, επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημερομηνίας 29.01.2018, δηλαδή της εκκαλούμενης απόφασης στην παρούσα Έφεση, με λόγο έφεσης, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αξίωση της εναγόμενης εναντίον της τριτοδιαδίκου.

 

Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα Αίτηση, ημερομηνίας 07.08.2024, με την οποία ζητείται από το Εφετείο να παραπέμψει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) τέσσερα συγκεκριμένα νομικά ερωτήματα που συνοπτικά αφορούν κατά πόσο οι σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία μηχανοκινήτων οχημάτων και με τον έλεγχο υποχρέωσης προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, επιτρέπουν εθνική ρύθμιση στη βάση ουσιαστικά των προνοιών του Άρθρου 15 του Ν. 96(Ι)/2000.  Περαιτέρω, ζητείται η αναστολή της διαδικασίας των Πολιτικών Εφέσεων 67/2018 και της παρούσας 104/2018, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί της ως άνω παραπομπής. 

 

Με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων διαδίκων, η  προώθηση της αίτησης για παραπομπή, αφέθηκε να εξεταστεί μετά την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση Αίτηση, και ανάλογα με το αποτέλεσμα της παρούσας.

 

Η υπό κρίση Αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας - τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης, ο οποίος αναφέρει πως ο εφεσείοντας εφεσιβάλλει με την παρούσα Έφεση τα επίδικα ζητήματα που αφορούσαν αποκλειστικά τη διαδικασία μεταξύ της εναγόμενης και της τριτοδιαδίκου και όχι τα επίδικα ζητήματα που αφορούσαν αποκλειστικά τον εφεσείοντα και την εναγόμενη, ήτοι το θέμα της ευθύνης πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος.  Ισχυρίζεται, επίσης, πως η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι μια εντελώς ξεχωριστή ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή του εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση εναντίον της εναγόμενης και ως εκ τούτου, ο εφεσείοντας δεν είχε δικαίωμα να προσβάλλει το μέρος εκείνο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούσε τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα που ηγέρθηκαν στη διαδικασία μεταξύ της εναγόμενης και της τριτοδιαδίκου, και ως αποτέλεσμα να στρέφεται εναντίον της τριτοδιαδίκου με έφεση.

 

Ο εφεσείοντας καταχώρισε ένσταση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

 «1.  Η Αίτηση υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση.

2.    Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Πολιτική Έφεση δεν είναι προδήλως αβάσιμη ή/και απαράδεκτη ή/και άκυρη.

3.  Ο Καθ' ου η Αίτηση έχει έννομο συμφέρον και/ή locus standi στην παρούσα Έφεση και/ή κατά της απόφασης που εκδόθηκε στη διαδικασία τριτοδιαδίκου.

4.  Το αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης επηρεάζει τα δικαιώματα του Καθ' ου η Αίτηση και/ή τον εμποδίζει ως θύμα τροχαίου ατυχήματος να εισπράξει το λαβείν του, γεγονός που αντιβαίνει τον επιδιωκόμενο σκοπό των Ευρωπαϊκών Οδηγιών 72/166/ΕΟΚ, 1984/5, 90/232/ΕΟΚ, 2000/26/ΕΚ και 2009/103/ΕΚ που είναι η αποζημίωση του θύματος τροχαίου ατυχήματος.

5.    Το όλο πλαίσιο του Νόμου 96(Ι)/2000 αναντίλεκτα δημιουργεί δικαιώματα στον Καθ' ου η Αίτηση έναντι του Ασφαλιστή-Αιτήτριας, ως και ενδιαφέρον στην διαδικασία Τριτοδιαδίκου, αφού το αποτέλεσμα της επηρεάζει την απόλαυση των νόμιμων δικαιωμάτων του Καθ' ου η Αίτηση και/ή θα κρίνει το εάν ο Καθ' ου η Αίτηση θα εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος της Εναγόμενης προς αυτόν από την Αιτήτρια.

6.    Στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Πολιτική Έφεση εγείρεται διαφορά μεταξύ του Καθ' ου η Αίτηση και της Αιτήτριας, αφού έχει εκδοθεί στα πλαίσια της Αγωγής απόφαση εναντίον της ασφαλισμένης (Εναγόμενης) της Αιτήτριας, ως απότοκο του πλαισίου μιας τριμερούς αλληλεπίδρασης συμφερόντων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που τίθεται από τον Νόμο 96(Ι)/2000.

7.    Η Αίτηση είναι καταχρηστική αφού επιδιώκει αλλότριο σκοπό, που είναι το να μην ακουστεί η Αίτηση του Καθ' ου η Αίτηση για Παραπομπή Προδικαστικών Ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.    Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Πολιτική Έφεση θα ακουστεί μαζί με την Πολιτική Έφεση 67/2018, όπου εγείρονται τα παρόμοια ζητήματα από την εκεί Εφεσείουσα, Εναγόμενη στην Αγωγή, συνεπώς καμία ζημιά ή ταλαιπωρία θα υποστεί η Αιτήτρια από την εκδίκαση της παρούσα Έφεσης.  Αντιθέτως, σε περίπτωση έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης, ο Καθ' ου η Αίτηση θα στερηθεί του δικαιώματος του για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και/ή για αποτελεσματική θεραπεία.»

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί τον εφεσείοντα, όπου επαναλαμβάνονται ουσιαστικά οι λόγοι ένστασης.

 

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις.  Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης - Αιτήτριας στη γραπτή αγόρευση του προέβαλε πως τα όσα ο εφεσείοντας προσβάλλει με την παρούσα Έφεση αφορούν τη διαδικασία τριτοδιαδίκου και τα σχετικά με την εν λόγω διαδικασία ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι τα ευρήματα που αφορούσαν τον ίδιο και την εναγομένη.  Εφόσον δε, σύμφωνα με τη νομολογία, η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι ανεξάρτητη διαδικασία από την αγωγή του εφεσείοντα εναντίον της εναγομένης, αυτός δεν είχε δικαίωμα να προσβάλει τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τη διαδικασία τριτοδιαδίκου.  Εισηγείται, επίσης, ότι οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες που επικαλείται η άλλη πλευρά δεν είναι σχετικές με την υπό κρίση Αίτηση και πως εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατή η επίκληση Ευρωπαϊκής Οδηγίας στο πλαίσιο ειδικής διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, όπως στην υπό εξέταση Έφεση, προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή αντίθετης προς την Οδηγία αυτή νομοθετικής ρύθμισης κράτους μέλους.

 

Αντιθέτως, ο δικηγόρος του εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση υποστήριξε ότι η έφεση δεν είναι προδήλως αβάσιμη, καθότι ο Καθ' ου η Αίτηση έχει έννομο συμφέρον και locus standi στην έγερση της Έφεσης κατά της απόφασης σε σχέση με την τριτοδιάδικο.  Σύμφωνα με το επιχείρημα του, εγείρεται διαφορά μεταξύ του εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση και της Αιτήτριας ασφαλιστικής εταιρείας, εφόσον έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της Αγωγής, απόφαση εναντίον της ασφαλισμένης από την Αιτήτρια, ως απότοκο του πλαισίου μιας τριμερούς αλληλεπίδρασης συμφερόντων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Παρέπεμψε δε στην απόφαση Γεωργίου v. Φιλιαστίδη και Άλλου (2013) 1 Α.Α.Δ. 526, όπου επικυρώθηκε η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «ο Ν. 96/2000, όπως και το προϊσχύσαν Κεφ. 333, θέτει το πλαίσιο μιας τριμερούς αλληλεπίδρασης συμφερόντων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ήτοι του αδικοπραγήσαντα, του ζημιωθέντα και του ασφαλιστή (Βλ. General Insurance Company of Cyprus v. Georghiou a.o. (1963) 2 C.L.R. 117)».  Πρόσθεσε πως το αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης επηρεάζει τα δικαιώματα του, αφού τον εμποδίζει, ως θύμα τροχαίου ατυχήματος να εισπράξει το λαβείν του, γεγονός που αντιβαίνει τον επιδιωκόμενο σκοπό των Ευρωπαϊκών Οδηγιών που είναι η αποζημίωση του θύματος τροχαίου ατυχήματος.  Επιχειρηματολόγησε, επίσης, πως η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και ότι εγείρεται καταχρηστικά και με μόνο σκοπό να μην εξεταστεί η Αίτηση του εφεσείοντα για παραπομπή προδικαστικών Ερωτημάτων στο ΔΕΕ.

 

Η υπό κρίση Αίτηση, στηρίζεται, στο Μέρος 41.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 και συγκεκριμένα στο εδάφιο (3) του Κανονισμού 9, το οποίο δίδει εξουσία στο Εφετείο να απορρίψει εφέσεις ως προδήλως αβάσιμες και προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(3)  Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην Σεκέρσαββας κ.ά. v. Τουρκική Δημοκρατία, Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 31.10.2024:

 

«Προσομοιάζουσα πρόνοια, υπήρχε στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Συνεπώς, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετιζόταν με τον εν λόγω κανονισμό είναι απόλυτα σχετική.»

 

 Στη Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος (βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1621).»

 

Στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), Πολιτική Έφεση Ε66/2020, ημερομηνίας 12.1.2023 λέχθηκε ότι:

 

«...έφεση δυνατόν να απορριφθεί  ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β)  την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.»  Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν».

 

Στην Επί τοις Αφορώσι την αίτηση της Εταιρείας Unibrand Secretarial Services Limited από τη Λευκωσία για Εκκαθάριση της Εταιρείας Tricor Limited v. Eurobank (Cyprus) Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 53/2016, ημερομηνίας 18.4.2024, επαναλήφθηκαν τα εξής:

 

«Έφεση, θεωρείται ότι είναι προδήλως αβάσιμη όταν διαπιστώνεται, εξ αρχής, ότι αυτή στερείται αντικειμένου ή όταν στην πορεία και πριν από την περάτωση της, με τελική απόφαση, καταλήγει να έχει απωλέσει το αντικείμενο της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της παρούσας δικαιοδοσίας του, ήτοι ως Εφετείο,  επιλαμβάνεται εφέσεων κατά αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων.  Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον διαπιστώνει την ύπαρξη εφέσεων οι οποίες, εξ αντικειμένου, είναι   προδήλως αβάσιμες, προβαίνει άμεσα στην απόρριψη τους.  Έχει υποχρέωση ως προς τούτο, με βάση το Άρθρο 163.2(β)[1] του Συντάγματος. Η υποχρέωση αυτή εμπίπτουσα στο δικονομικό πεδίο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου,  προβλέπεται και στον Κ.10(i) του  περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (4/1996).»

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, και το Μέρος 41.9(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, προχωρούμε με την εξέταση της φύσης της διαδικασίας τριτοδιαδίκου.

 

  Στην Νικήτα v Medcon Construction Limited κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643 αναλύθηκε η διαδικασία τριτοδιάδικου.  Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα.

 

«Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευσή της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10.  H διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Νόμο Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος.  Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles (1902) 1 Ch.D. 287).  Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπισή του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο.  Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγόμενου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο. Η Διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).»

 

Επίσης, είναι νομολογημένο ότι η μαρτυρία τριτοδιάδικου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον ενάγοντα προκειμένου να αποδείξει την υπόθεση του σε αγωγή εναντίον του εναγόμενου. Το βάρος απόδειξης της ευθύνης εναγομένου το φέρει ο ενάγοντας (βλ. Νικήτα v. Medcon Construction Limited κ.ά. (ανωτέρω), Hermes Ltd v. Τασουρής κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 299/2013, ημερομηνίας 16.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:A387). 

 

Στρεφόμενοι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το τι προσβάλλεται με την έφεση, είναι η απόρριψη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, της απαίτησης της εναγόμενης εναντίον της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης, δηλαδή της διαδικασίας τριτοδιαδίκου.  Τονίζουμε πως με την παρούσα διαδικασία δεν εξετάζουμε κατά πόσο ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση της εναγόμενης εναντίον της τριτοδιαδίκου ή κατά πόσο η ερμηνεία και εφαρμογή που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο Άρθρο 15(1)(α) του Ν. 96(Ι)/2000 αντιβαίνει τον επιδιωκόμενο σκοπό των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία. Η τριτοδιάδικος - εφεσίβλητη δεν ήτο εναγόμενη, ούτε ο εφεσείοντας την κατέστησε συνεναγόμενη, επομένως ο εφεσείοντας (ενάγοντας), δεν στρεφόταν εναντίον της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης και επομένως δεν μπορεί κατ' έφεση να στραφεί εναντίον της τριτοδιαδίκου - εφεσίβλητης.

 

Παραπέμπουμε στα όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Telec Logistic Company Ltd κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1002:

 

«Η διαδικασία τριτοδιάδικου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την υπάρχουσα αγωγή.

.....................................

Όπως είναι γνωστό ο ενάγων δεν μπορεί να στραφεί ευθέως εναντίον του τριτοδιάδικου. Μόνο ο εναγόμενος δύναται να διεκδικήσει, αν βεβαίως επιτύχει στη διαδικασία εναντίον του τριτοδιάδικου, οποιοδήποτε ποσό επιδικαστεί να καταβάλει προς τον ενάγοντα, από τον τριτοδιάδικο. Είναι σαφές ότι η διαδικασία τριτοδιάδικου αφορά τον τριτοδιάδικο και τον εναγόμενο και όχι τον ενάγοντα ευθέως. Καταλήγουμε συνεπώς ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείτο να στραφεί εναντίον του διατάγματος για έκδοση και επίδοση ειδοποίησης τριτοδιάδικου, αφού η διαδικασία αφορά μόνο τον εναγόμενο και τον τριτοδιάδικο.»

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε πως η εν λόγω έφεση δεν δικαιολογείτο να καταχωρηθεί, ούτε και δικαιολογείται να εξεταστεί περαιτέρω.  Κρίνουμε πως η εν λόγω έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η υπό κρίση Αίτηση επιτυγχάνει.  Η έφεση απορρίπτεται δυνάμει του Μέρους 41, Κανονισμός 9, εδάφιο (3), ως προδήλως αβάσιμη. 

 

Η απόρριψη της παρούσας Έφεσης, ως προδήλως αβάσιμης, συμπαρασύρει την Αίτηση του εφεσείοντα ημερομηνίας 07.08.2024, με την οποία ζητείται η παραπομπή νομικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία, κατά συνέπεια απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας €2.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας Αίτησης.  Επιδικάζονται, επίσης, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας Έφεσης.  Καμία διαταγή για έξοδα ως προς την Αίτηση ημερομηνίας 07.08.2024, εφόσον δεν εξετάστηκε επί της ουσίας της.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο