ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 1/25)
i‑Justice
27 Φεβρουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ARTHUR VISOKOWSKI
Εφεσείοντας
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος
-----------------------------
Γιάννης Πολυχρόνης μαζί με Ευανθία Κωνσταντίνου για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα‑Εκζητούμενο.
Έλενα Κληρίδου μαζί με Θεοδώρα Παπακυριακού για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Ο εκζητούμενος είναι παρών.
Η μεταφράστρια, κα Σοφία Πίττα, από τα ελληνικά στα αγγλικά και αντίστροφα είναι παρούσα.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να διατάξει την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (εν τοις εφεξής το «Ε.Ε.Σ.») εναντίον του εκζητούμενου (εφεσείοντα) και την παράδοση του στις Γερμανικές Αρχές, διατάσσοντας παράλληλα να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παράδοση του σύμφωνα με το άρθρο 29 (1) του Νόμου 133(I)/2004 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), αποτελεί τη βάση για την καταχώριση της υπό κρίση έφεσης.
Ειδικότερα, ο εφεσείων αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση επικαλούμενος 5 λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντινομικά και/ή σε αντίθεση με την ενώπιον του μαρτυρία απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η έκδοση του ζητείτο για σκοπούς ανάκρισης και όχι δίωξης, ενάντια στον βασικό κανόνα για την έκδοση και εκτέλεση Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης. Αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η εισήγηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, αντινομικά και αντίθετα με την ενώπιον του μαρτυρία απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η έκδοση Ε.Ε.Σ. εναντίον του, αντί Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας (εν τοις εφεξής «Ε.Ε.Ε.») συνιστά δυσανάλογο μέτρο και παραβίαση της Αρχής της Αναλογικότητας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι η έκδοση του Ε.Ε.Σ. από τις Γερμανικές Αρχές στο παρόν στάδιο συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας, ενώ με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι σε περίπτωση εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. και παράδοσης του στις Γερμανικές Αρχές, υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και ειδικότερα παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη και του τεκμηρίου αθωότητας που κατοχυρώνει το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του Γερμανού δικηγόρου του εφεσείοντα.
Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, αλλά και το περιεχόμενο του φακέλου της πρωτόδικης διαδικασίας και των τεκμηρίων που υπάρχουν σε αυτόν, στις 16.10.2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο της Βαυαρίας στη Γερμανία, κατόπιν έκδοσης Εντάλματος Σύλληψης ημερ.17.9.2024 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Μπάμπεργκ στη Γερμανία, εξέδωσε Ε.Ε.Σ. εναντίον του εφεσείοντα για τα αδικήματα απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτης και εγκληματικότητας στον κυβερνοχώρο και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν στη Γερμανία και στην Ουκρανία μεταξύ των ημερομηνιών 29.6.2018 και 7.10.2022 και επισύρουν, με βάση το Γερμανικό Ποινικό Δίκαιο, μέγιστη ποινή φυλάκισης μέχρι 15 χρόνια. Το Ε.Ε.Σ. διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές και ο εκζητούμενος συνελήφθη στις 22.12.2024. Δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Οι βασικοί λόγοι της ένστασης του, στη βάση των οποίων και διεξήχθηκε η πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ότι από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ζητείται η έκδοση του για σκοπούς ανάκρισης και όχι δίωξης, ότι η έκδοση Ε.Ε.Σ. αντί Ε.Ε.Ε. συνιστά δυσανάλογο μέτρο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η χρήση της διαδικασίας του Ε.Ε.Σ. από τις Γερμανικές Αρχές συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και ότι σε περίπτωση παράδοσης του υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Σημειώνουμε ότι οι λόγοι ένστασης του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία ταυτίζονται ουσιαστικά με τους λόγους έφεσης στην ενώπιον μας διαδικασία.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, έγινε δήλωση παραδεκτών γεγονότων από τις δύο πλευρές και δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες. Εκ πλευράς της Κεντρικής Αρχής δόθηκε μαρτυρία από τον Π. Χ, που εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας ο οποίος έκανε αναφορά στα καθήκοντα του, τα οποία προκύπτουν από το άρθρο 5 του Νόμου, το οποίο ορίζει ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ως Κεντρική Αρχή, επιτελεί ρόλο επικουρικό, τόσο κατά τη διαβίβαση ενός Ε.Ε.Σ. όσο και για τη διαβίβαση περαιτέρω διευκρινίσεων και/ή ερωτημάτων. Ανάφερε επίσης ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας ζητήθηκε από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα να σταλεί μήνυμα στις Κεντρικές Αρχές της Γερμανίας για να δοθεί άδεια στον Γερμανό δικηγόρο που εκπροσωπεί τον εφεσείοντα να έχει πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, μήνυμα το οποίο διαβιβάστηκε στις Γερμανικές Αρχές και έτυχε θετικής αντιμετώπισης. Στις 17.1.2025 στάληκε επίσης μέσω της Κεντρικής Αρχής έντυπο με ερωτήματα από τον Κύπριο συνήγορο του εφεσείοντα προς τις Γερμανικές Αρχές, οι οποίες απάντησαν μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος. Τα έγγραφα που αφορούν αυτές τις διαδικασίες επικοινωνίας κατατέθηκαν ως Τεκμήρια στο Δικαστήριο.
Ήταν βασική θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα και υποβλήθηκε σχετικά στον εν λόγω μάρτυρα, ότι από το περιεχόμενο του Ε.Ε.Σ. αλλά και τις απαντήσεις που δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές, δεν προκύπτει κατά πόσο ζητείται η παράδοση του εφεσείοντα για σκοπούς δίωξης ή ανάκρισης, με τον μάρτυρα να διαφωνεί και να αναφέρει ότι το Ε.Ε.Σ. που μεταβιβάστηκε στην Κεντρική Αρχή βασίζεται σε γερμανικό ένταλμα σύλληψης με σκοπό τη δίωξη του εκζητούμενου και το γεγονός ότι ακόμα φαίνεται να μην έχουν τελειώσει οι ανακρίσεις από τις Γερμανικές Αρχές, δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται τον εφεσείοντα για σκοπούς δίωξης.
Αντεξετάστηκε επίσης ο μάρτυρας σε σχέση με τις παραλείψεις των Γερμανικών Αρχών, σύμφωνα με την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, να εφαρμόσουν ένα λιγότερο δυσμενή μέτρο και συγκεκριμένα την έκδοση Ε.Ε.Ε. αντί Ε.Ε.Σ., και να εξηγήσουν τον λόγο, με τον μάρτυρα να διαφωνεί και να επαναλαμβάνει ότι ξεκάθαρα η θέση των Γερμανικών Αρχών είναι ότι θέλουν τον εκζητούμενο να παραδοθεί στις Γερμανικές Αρχές για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις έρευνες, αλλά και τις διαδικασίες ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων και ότι επιβάλλεται η παρουσία του στη Γερμανία για να μην επηρεαστούν οι έρευνες. Επίσης, ο εν λόγω μάρτυρας αντεξετάστηκε από τον δικηγόρο του εφεσείοντα σε σχέση με τη θέση της Υπεράσπισης ότι από τις απαντήσεις των Γερμανικών Αρχών επί των ερωτημάτων που τέθηκαν, εκείνο που προκύπτει είναι ότι το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε για αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα για να αναγκαστεί ο εφεσείων λόγω της παρατεταμένης κράτησης στη Γερμανία να παραδεχτεί ό,τι του καταλογίζεται και να καταβάλει αποζημίωση της ζημιάς, θέση με την οποία επίσης διαφώνησε ο μάρτυρας.
Για την πλευρά του εφεσείοντα κατέθεσε στην πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία ο Γερμανός δικηγόρος T. S., o οποίος όπως ανάφερε είναι δικηγόρος του εφεσείοντα στη Γερμανία. Ανέφερε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι μετά από αίτημα που υποβλήθηκε μέσω της Κεντρικής Αρχής δόθηκε στην πλευρά της Υπεράσπισης του εφεσείοντα πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, o οποίος περιλαμβάνει πολλές χιλιάδες σελίδες. Απ' ό,τι μπόρεσε να διαβάσει στη σύντομη αυτή χρονική περίοδο, προκύπτει ότι οι κύριοι ισχυρισμοί εναντίον του εφεσείοντα βασίζονται σε ηλεκτρονικά δεδομένα, τα οποία έχουν κατασχεθεί από το γραφείο της Εισαγγελίας στη Γερμανία. Θέση του είναι ότι το υλικό είναι πολύ ογκώδες, δεν βρίσκεται σε χρονολογική σειρά, φαίνεται τα κατ' ισχυρισμόν αδικήματα να αφορούν και περιόδους πολύ πριν τον Νοέμβριο του 2019 και έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τον προβληματισμό του κατά πόσο μπορεί να καθοριστεί κατ' ισχυρισμό χρόνος διάπραξης των αδικημάτων στο Ε.Ε.Σ.
Ανάφερε επίσης ότι υπάρχουν ακόμα πολλά ερωτηματικά, θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ολοκληρωθεί η διερεύνηση της υπόθεσης και θα πρέπει να ληφθούν πολλά μέτρα διερεύνησης για να γίνει μία πλήρης έρευνα αδικημάτων οικονομικής φύσης. Από την εμπειρία του ως δικηγόρος που ασχολείται με αδικήματα της φύσης αυτής, πιστεύει ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ακόμα ένα χρονικό διάστημα 6 μηνών μέχρι να μπορέσουν οι Γερμανικές Αρχές να καταχωρήσουν κατηγορητήριο σε γερμανικό δικαστήριο. Αν στο μεταξύ συλληφθούν και άλλα πρόσωπα θα υπάρχει και άλλη καθυστέρηση, αναφέροντας ότι, και πάλι από την εμπειρία του, η διαδικασία μέχρι την έκδοση απόφασης μπορεί να διαρκέσει μέχρι 2 χρόνια.
Η αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα από την εκπρόσωπο της Κεντρικής Αρχής επικεντρώθηκε στη θέση ότι η διαδικασία έκδοσης και εκτέλεσης Ε.Ε.Ε. και Ε.Ε.Σ. είναι διαφορετικές, με τον μάρτυρα να συμφωνεί, αλλά να μην μπορεί να απαντήσει στην υποβολή της ότι οι δύο αυτές διαδικασίες είναι ανεξάρτητες και δεν επηρεάζει η μία την άλλη. Επανέλαβε επίσης τη θέση του ότι υπάρχει πολλή έρευνα ακόμα για ολοκλήρωση της υπόθεσης που θα πρέπει να γίνει στη Γερμανία για να βρεθούν και αποδειχτικά στοιχεία, όπως και τη θέση του ότι ο χρόνος διάπραξης των κατ' ισχυρισμόν αδικημάτων δεν μπορεί να αποκρυσταλλωθεί. Δέχτηκε όμως την υποβολή της συνηγόρου της Κεντρικής Αρχής ότι όλα όσα έχει αναφέρει είναι η προσωπική του άποψη και ότι είναι ξεκάθαρο από τις απαντήσεις των Γερμανικών Αρχών ότι αυτό που ζητείται είναι η ποινική δίωξη του εφεσείοντα.
Υποβλήθηκε τέλος στον εν λόγω μάρτυρα ότι όλα όσα έχει αναφέρει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούν και πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο στη διαδικασία της ποινικής δίωξης του εκζητούμενου στη Γερμανία, με τον μάρτυρα αφενός να συμφωνεί, αναφέροντας όμως ότι ο φάκελος της υπόθεσης είναι μεγάλος και ακόμα υπολείπονται στοιχεία και τεκμήρια που αφορούν κυρίως στον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, κάτι που θα είναι δύσκολο για την Υπεράσπιση να ετοιμάσει τις θέσεις της.
Ξεκινώντας από τον πέμπτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι η μαρτυρία που δόθηκε από τον Γερμανό συνήγορο του εφεσείοντα, έτυχε αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις ορθές γραμμές και παραμέτρους που η νομολογία έχει καθορίσει. Ανέφερε τα ακολούθα:
«O Μ.Υ.1 προέβη σε γενικές αναφορές χωρίς παράθεση οποιωνδήποτε συγκεκριμένων στοιχείων.
...
Η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον Μ.Υ.1 αναφορικά με τον υλικό του φακέλου στη Γερμανία ήταν πολύ γενική και δεν παρουσίασε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο, το οποίο να δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό.
...
Οι αναφορές του σχετικά με τον χρόνο που θα χρειαστεί για διερεύνηση της υπόθεσης είναι γενικές, χωρίς να στοιχειοθετούνται με οποιοδήποτε στοιχείο. Όπως και ο ίδιος ανάφερε κατά την αντεξέταση του, είναι η προσωπική του άποψη.»
Είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας αναφορικά με τον περιορισμένο ρόλο του Εφετείου και την παρέμβαση του σε αξιολόγηση μαρτυρίας που γίνεται από τα πρωτόδικα δικαστήρια. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση μας AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι πλήρης και τεκμηριωμένη, με αναφορά στα λεχθέντα των μαρτύρων και κυρίως του Γερμανού δικηγόρου του εφεσείοντα. Επίσης, από τα πρακτικά της διαδικασίας, προκύπτει ότι ο εν λόγω μάρτυρας στις κύριες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση του, δεν μπόρεσε να στηρίξει τα όσα στην κυρίως εξέταση του είχε αναφέρει. Αντίθετα, διαφάνηκε ότι δεν ήξερε τις διαδικασίες έκδοσης Ε.Ε.Ε. και Ε.Ε.Σ., τις διαφορές μεταξύ τους και τους νόμους, βάσει των οποίων εκδίδονται. Κυρίως και καθοριστικά, συμφώνησε με την υποβολή ότι από τις απαντήσεις των Γερμανικών Αρχών προκύπτει ξεκάθαρα ότι ζητείται η ποινική δίωξη του εφεσείοντα ως επίσης συμφώνησε με τη θέση ότι όλα όσα ανέφερε αφορούν την ουσία της υπόθεσης και μπορούν να αποτελέσουν την Υπεράσπιση του εφεσείοντα στην ποινική δίωξη του στη Γερμανία.
Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, ορθά κατέληξε ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο με τα όσα είχε αναφέρει, που όπως παραδέχτηκε αποτελούσαν την προσωπική του γνώμη, και επομένως ο πέμπτος λόγος έφεσης που αφορά τη λανθασμένη κατά τον συνήγορο του εφεσείοντα αξιολόγηση της μαρτυρίας από τον Γερμανό εμπειρογνώμονα, και όλες οι δικαιολογίες που προβάλλονται κάτω από τον εν λόγω λόγο έφεσης, απορρίπτονται.
Προτού εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του παρέθεσε ορθά τους βασικούς στόχους και σκοπούς που διέπουν το Ε.Ε.Σ. Αναφέρθηκε ορθά στην Απόφαση ‑ Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης ημερ.13.6.2002, η οποία ακολούθως τροποποιήθηκε με την Απόφαση ‑ Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ημερ.26.2.2009. Παρέθεσε επίσης ορθά τον σχετικό Νόμο, o οποίος έγινε για σκοπούς εναρμόνισης της εθνικής μας νομοθεσίας με την Απόφαση ‑ Πλαίσιο. Έγινε επίσης αναφορά στις υποθέσεις Ciprian Vasile Radu C‑396/11 ημερ.29.1.2013, Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, Constantinides John v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 Α.Α.Δ. 433, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. aρ. 184/2014, ημερ.17.7.2014 και Benyanin Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Εφ. Ε.Ε.Σ. αρ. 3/2023, ημερ.3.11.2023, για τον σκοπό του μηχανισμού λειτουργίας του Ε.Ε.Σ., τον σκοπό έκδοσης Ε.Ε.Σ., καθώς και τις υπερασπίσεις που μπορούν να τεθούν από πλευράς ενός εκζητούμενου. Αναφορά επίσης γίνεται στο περιεχόμενο και τον τύπο του Ε.Ε.Σ., τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την εκτέλεση του, καθώς και τους υποχρεωτικούς και προαιρετικούς λόγους άρνησης εκτέλεσης ενός Ε.Ε.Σ.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο το Ε.Ε.Σ. στην υπό κρίση υπόθεση έχει εκδοθεί με σκοπό την ποινική δίωξη του εφεσείοντα στη Γερμανία, που ήταν και η πρώτη ένσταση που υποβλήθηκε από πλευράς των συνηγόρων του πρωτόδικα. Ότι δηλαδή στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η έκδοση του εφεσείοντα ζητείται για σκοπούς ανάκρισης και όχι δίωξης. Συναφής είναι και ο πρώτος λόγος έφεσης ενώπιον μας.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου, το Ε.Ε.Σ. αποτελεί απόφαση ή διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος (α) για την άσκηση ποινικής δίωξης ή (β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας. Όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθετο θέμα έκδοσης Ε.Ε.Σ. για εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας και ότι στον τύπο του Ε.Ε.Σ. που αφορούσε η υπόθεση αναφέρεται ότι ο εκζητούμενος ζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του, κάτι το οποίο είχε δεχτεί και ο Γερμανός δικηγόρος του.
Η θέση του ήταν ότι από το Τεκμήριο 7 (πρόκειται για την απάντηση των Γερμανικών Αρχών στα ερωτήματα που τέθηκαν από τον συνήγορο του εκζητούμενου στην παρούσα διαδικασία, μέσω της Κεντρικής Αρχής στις 20 Ιανουαρίου 2025) ειδικότερα προκύπτει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν έχει καταχωρηθεί ή καταρτιστεί οποιοδήποτε κατηγορητήριο εναντίον του, δεν έχει ανακριθεί ακόμα και θα πρέπει να ανακριθεί και να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί του. Προέβαλε επίσης τη θέση ότι δεν είναι ξεκάθαρο αν οι Γερμανικές Αρχές ζητούν τον εκζητούμενο για να ανακριθεί ή για να αντιμετωπίσει δικαστική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τις πιο πάνω εισηγήσεις του συνηγόρου του εκζητούμενου ως ακολούθως:
«49. Από τα πιο πάνω διαπιστώνω ότι η υπόθεση εναντίον του Εκζητούμενου δεν βρίσκεται στο αρχικό στάδιο διερεύνησης. Υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές στο σώμα του ΕΕΣ αναφορικά με τον κατ' ισχυρισμό ρόλο που διαδραμάτισε ο Εκζητούμενος στα κατ' ισχυρισμό αδικήματα για τα οποία ζητείται η ποινική του δίωξη. Τα όσα αναφέρονται ανωτέρω καταδεικνύουν ότι βάσει των εξετάσεων των Γερμανικών Αρχών και του μαρτυρικού υλικού που έχουν στη διάθεση τους, έχει διαμορφωθεί μία ξεκάθαρη εικόνα ως προς την εμπλοκή του Εκζητούμενου στα κατ' ισχυρισμό αδικήματα και ότι η υπόθεση αναμένεται να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο προς εκδίκαση.
50. Οι απαντήσεις των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7) και οι θέσεις του ΜΥ 1 δεν αλλάζουν την ανωτέρω εικόνα που δημιουργήθηκε στο Δικαστήριο. Η εικόνα που σχημάτισε το Δικαστήριο τόσο από το Τεκμήριο 1 όσο και από το Τεκμήριο 7 είναι ότι η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον Εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης. Συνεπώς, οι απαντήσεις Β, C, και D των Γερμανικών αρχών (Τεκμήριο 7), δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την κρίση του Δικαστηρίου ότι σκοπός του ΕΕΣ είναι η ποινική δίωξη του Εκζητούμενου. Σημειώνω ότι το ότι η δίωξη μπορεί στο τέλος να μην συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη. Παραπέμπω στην απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ GHEBALI, Π.Ε. Αρ.51/2020, 11/5/2020.»
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου Chanin Stenli και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Έφ. Ε.Ε.Σ. Αρ.4/24, ημερ.7.1.2025, Arievich Michel v. Κεντρικής Αρχής‑Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Έφ. Ε.Ε.Σ. Αρ.5/24, ημερ.7.1.2025 και Eduard Vovk και Κεντρική Αρχή‑Γενικός Εισαγγελέας Έφ. Ε.Ε.Σ. Αρ.6/24, ημερ.17.1.2025.
Στην απόφαση μας Chanin Stenli (ανωτέρω), στην οποία είχαν τεθεί παρόμοια ζητήματα, κάναμε παραπομπή στην απόφαση στην Πολιτική Έφεση αρ. 51/2020 Aναφορικά με τον ΧΧΧ Ghebali ημερ. 11.5.2020 και σημειώσαμε τα εξής:
«Η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει με τα λεχθέντα στην υπόθεση Αναφορικά με τον ΧΧΧ Ghebali (ανωτέρω), όπου σε παρόμοιο ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:
«Από το ενώπιον του Δικαστηρίου επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα, σημασία έχει η αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution".
Εκείνο δε περαιτέρω που προέκυπτε από τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεδομένα είναι πως η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα δεν βρισκόταν στο αρχικό στάδιο διερεύνησης. Είχαν ήδη ληφθεί οι καταθέσεις από τους παραπονούμενους που κατονομάζουν τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που τους ξεγέλασε. Όπως παρατηρεί δε και το πρωτόδικο δικαστήριο, η υπόθεση δεν αφορά πλέον το στάδιο που θα πρέπει να υποβληθούν ερωτήσεις στον εκζητούμενο για να διαφανεί αν αυτός θα καταταχθεί ως ύποπτος, αλλά είναι το στάδιο όπου καθηκόντως πρέπει να ανακριθεί και ακολούθως να διαταχθεί η ποινική του δίωξη, εάν τούτο κριθεί αναγκαίο στη βάση των αποτελεσμάτων της ανάκρισης, όπως συνέβη στην υπόθεση Βalzaz Aztastos v. The Szellsord Court, Hungary (2010) EWHC237. Η πρωτόδικη κρίση επί του θέματος ‑ το οποίο ήταν και ο μοναδικός λόγος ένστασης ‑ είναι πλήρως αιτιολογημένη και ορθή. Το γεγονός ότι υπήρξε προβληματισμός αρχικά σε σχέση με το λόγο που ζητείτο για παράδοση ο εφεσείων και ο προβληματισμός αυτός, οδήγησε το Δικαστήριο[4] με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, σε υποβολή διευκρινιστικού ερωτήματος προς τις Γαλλικές Αρχές, δεν αλλοιώνει τα πράγματα, αφού εντέλει οι διευκρινίσεις που δόθηκαν συνάδουν με το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αλλά και με το άρθρο 3[5] του Ν.133(Ι)/2004, του ως άνω Νόμου. Πρόκειται για μια διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη.
Θα ήταν μικροσκοπικό και εκτός της έννοιας της αρχής της αλληλεγγύης που διέπει την ευρωπαϊκή ενότητα να σταθούμε σε επιμέρους έννοιες και λεπτομέρειες που αφορούν τη διαδικασία στη Γαλλία. (Βλ. Reinwald ν. Γεν. Εισαγγελέας Πολ. Έφ. Αρ.42/19, 23.4.2020). Τέτοια πορεία θα ήταν ατελέσφορη. Εξάλλου και ο ίδιος ο Γάλλος δικηγόρος που κατέθεσε για τον εκζητούμενο, δήλωσε πως οι απαντήσεις της Κεντρικής Αρχής της Γαλλίας αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα σταδίου διερεύνησης. Το ότι εντέλει μπορεί η δίωξη να μη συντελεστεί δεν αλλάζει τη βασική αρχή ότι ο σκοπός του εντάλματος είναι η ποινική δίωξη. Αυτό προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από την υπόθεση του ΔΕE στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑566/19 PPU και C626/19 PPU 12.12.2019 από την οποία μεταφέρουμε τις σκέψεις 69 και 70: «. Στη γαλλική έννομη τάξη, η απόφαση περί εκδόσεως μπορεί ως διαδικαστική πράξη να προσβληθεί ενόσω διαρκεί η ανακριτική διαδικασία και αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται εις βάρος προσώπου το οποίο δεν είναι ακόμη διάδικος, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο μετά την παράδοση του και την προσαγωγή του ενώπιον του ανακριτή. Η ύπαρξη, στη γαλλική έννομη τάξη, τέτοιων δικονομικών κανόνων καταδεικνύει, επομένως, ότι ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενου δικαστικού ελέγχου, ακόμη και σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοση του και, εν πάση περιπτώσει, μετά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και, επομένως, ο έλεγχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί, κατά περίπτωση, πριν ή μετά την παράδοση του εκζητουμένου».
(Βλ. Επίσης το Ευρωπαϊκό ΄Ενταλμα Σύλληψης του Μουζάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, ειδικά σελ.492 κ.επ.).
Επίσης είναι άνευ τελικής σημασίας, κατά την κρίση μας, ότι στο ίδιο το ένταλμα δεν υπήρξε διαγραφή της διαζευκτικής περίπτωσης, δηλαδή της φράσης «..executing a custodial sentence or detention order" και παρέμεινε ομού με την ορθή αναφορά "for the purpose of conducting a criminal prosecution." Προκύπτει σαφώς από τα γεγονότα της υπόθεσης πως είναι η δεύτερη αναφορά που ισχύει.»
Σε παρόμοιες γραμμές ήταν και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προγενέστερη υπόθεση Spiriev Leonid‑Ivanov v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, στην οποία ηγέρθηκε το θέμα της κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας, σε εκείνη την υπόθεση από τις Ιταλικές Αρχές. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Παραπονείται ο Εφεσείων με τον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν μπορεί να ελέγξει κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, που, κατ' ισχυρισμό, έλαβε χώρα από τις ιταλικές αρχές. Συγκεκριμένα, είχε εισηγηθεί πρωτόδικα ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ότι οι ιταλικές αρχές δεν επιθυμούν την έκδοση και παράδοση του εκζητούμενου προς δίωξή του για τα υπό αναφορά αδικήματα, αλλά προκειμένου να λάβουν από αυτόν μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση των εν λόγω αδικημάτων.
Ορθά απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το εξεταζόμενο ζήτημα εκφεύγει των πλαισίων και του σκοπού της όλης διαδικασίας, όπως ο Νόμος προβλέπει και έχει νομολογιακά οριοθετηθεί. Το υπό αναφορά θέμα αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών ιταλικών κανόνων δικαίου.
Κατ' ακολουθία, και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως ανυπόστατος, απορρίπτεται.»
Παραπέμπουμε επίσης και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Eduard Vovk (ανωτέρω), όπου αναφορικά με την έννοια της ποινικής δίωξης λέχθηκαν τα εξής:
«Ως προς το ζήτημα του σκοπού του ΕΕΣ, το Άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει:
«Σκοπός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
3. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι απόφαση ή Διάταγμα δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης του εντάλματος:
(α) Για την άσκηση ποινικής δίωξης ή
(β) για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.»
Η αντίστοιχη πρόνοια της απόφασης ‑ πλαισίου απαντάται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αυτής, σχολιασμός της οποίας γίνεται στο «Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ», το οποίο ανακοινώθηκε από την Επιτροπή της ΕΕ με δημοσίευση στις 15/12/2023 στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ.
Στην πρόσφατη απόφαση μας, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ, ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ v. VIACHESLAV NOVIKOV, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 3/24, 20/12/2024, αναφέραμε ότι το Δικαστήριο λαμβάνει δικαστική γνώση των δημοσιεύσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, δυνάμει του άρθρου 3 του περί των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Απόδειξη και Εκτέλεση Πράξεων και Δικαστικών Αποφάσεων) Νόμου του 2006 και ότι στην σελίδα 6 του Εγχειριδίου αναφέρεται πως σκοπός της τελευταίας αναθεώρησης του, είναι η επικαιροποίηση του με τη συμπερίληψη νέων αποφάσεων που εκδόθηκαν έως την 31η Ιουλίου 2023 και η εξέταση ορισμένων ζητημάτων, τα οποία αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες του κλάδου, όπως οι συνθήκες κράτησης.
Αντιμέτωποι με τα επίδικα θέματα που τίθενται στην παρούσα, θεωρούμε χρήσιμο να προσθέσουμε ότι εάν οι αρχές που ασχολούνται με τη διαδικασία του ΕΕΣ συμβουλεύονταν το εν λόγω Εγχειρίδιο, φρονούμε ότι τα επίδικα ζητήματα θα ήταν πιο ξεκάθαρα και η επικοινωνία μεταξύ των αρχών του κράτους μέλους έκδοσης και του κράτους μέλους εκτέλεσης θα ήταν πιο διαφωτιστική, προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων μερών και της απονομής της δικαιοσύνης . Δεν παραβλέπουμε βεβαίως ότι το Εγχειρίδιο δεν αποτελεί πηγή δικαίου και τονίζουμε ότι οι διάδικοι διατηρούν το δικαίωμα να εγείρουν σημεία επί γεγονότων ή και νομικών θεμάτων όπως κρίνουν οι ίδιοι προς προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Εντούτοις, διαπιστώνεται μία ατυχής έλλειψη κοινού εδάφους συνεννόησης στα ενώπιον μας τεκμήρια, αναφορικά με την επικοινωνία και δράσεις των εμπλεκομένων μερών. Η διατύπωση ερωτήσεων προς τις αρχές έκδοσης με τρόπο που δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό δίκαιο που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, απολήγει σε απαντήσεις που περιπλέκουν τα ζητήματα αντί να παρέχουν διευκρινίσεις σχετικές με την εφαρμογή του εφαρμοστέου δικαίου.
Στο εν λόγω Εγχειρίδιο αναφέρεται στη σελίδα 9, ότι η αναφορά στην άσκηση ποινικής δίωξης στην απόφαση‑πλαίσιο αφορά «ποινικές διαδικασίες στις οποίες μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του καταζητούμενου.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Εφετείο)
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι ενώ η άσκηση ποινικής δίωξης περιλαμβάνει επίσης την ποινική προδικασία, ωστόσο σκοπός του ΕΣΣ δεν είναι η διαμεταγωγή προσώπων απλώς και μόνο για να ανακριθούν ως ύποπτοι.
Η κυπριακή νομολογία έχει ερμηνεύσει τη φράση «ποινική δίωξη» διασταλτικά έτσι ώστε να περιλαμβάνει «μία διαδικασία προερχόμενη από δικαστική αρχή που οδηγεί σε ποινική δίωξη» χωρίς όμως να περιλαμβάνει το στοιχείο της βεβαιότητας της δίωξης. ... »
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτό τον λόγο ένστασης κατά την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. και υιοθετώντας τα πιο πάνω και επαναλαμβάνοντας τα, είναι φανερό ότι ο πρώτος λόγος έφεσης στερείται ερείσματος και συνακόλουθα απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι από τη μαρτυρία που δόθηκε στην υπόθεση διαφάνηκε ότι η έκδοση Ε.Ε.Σ. αντί Ε.Ε.Ε. συνιστά δυσανάλογο μέτρο και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση του εκζητούμενου παρέθεσε απόσπασμα από τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Eduard Vovk (ανωτέρω) αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας ως εξής:
«Στην υπόθεση ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 239/18, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A393, ECLI:CY:AD:2019:A393, λέχθηκαν τα εξής από το Ανώτατο Δικαστήριο αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο:
«Η Απόφαση-Πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και, εν προκειμένω, με το Άρθρο 6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ΕΣΔΑ και σε τελευταία κατάληξη σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας, ως αναγνωρισμένη αρχή δικαίου, απαντάται στις παραγράφους 5.7 και 10.3 του Εγχειριδίου για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ 2017/C/335/01, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Εγχειρίδιο):
«5.7 Αναλογικότητα- ο ρόλος του κράτους μέλους εκτέλεσης
Η απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν προβλέπει τη δυνατότητα αξιολόγησης από το κράτος μέλος εκτέλεσης της αναλογικότητας του ΕΕΣ. Τούτο συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εάν στο κράτος μέλος εκτέλεσης ανακύψουν σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με την αναλογικότητα του παραληφθέντος ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος παροτρύνονται να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εκτιμάται ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να ανακύψουν μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ενδέχεται να είναι σε θέση να βρουν καταλληλότερη λύση (βλέπε ενότητα 4.4 σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών). Για παράδειγμα, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενδέχεται να είναι δυνατή η ανάκληση του ΕΕΣ και η χρήση άλλων μέτρων που προβλέπονται από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.»
Επισημαίνουμε ότι η πιο πάνω απόφαση αναφερόταν σε προηγούμενη έκδοση του Εγχειριδίου, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι και στην τελευταία έκδοση του 2023, υπάρχει η ίδια ακριβώς αναφορά στην σελίδα 49, στην παράγραφο 5.8.
Είναι ξεκάθαρο κατά την άποψή μας ότι δεν αναφύεται στην παρούσα υπόθεση, από τα γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείοντας, λόγος σοβαρού προβληματισμού ως προς την αναλογικότητα της επιλογής της έκδοσης του ΕΕΣ, λόγω της ύπαρξης της ΕΕΕ.
Ως προς την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας από τη δικαστική αρχή έκδοσης το εγχειρίδιο έχει έκτοτε διαμορφωθεί, ούτως ώστε στην έκδοση του 2023, στη σελίδα 13, ενσωματώνει τη μεταγενέστερη της υπόθεσης ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ (ανωτέρω), νομολογία του ΔΕΕ. Στην υπόθεση STENLI (ανωτέρω), το Εφετείο, παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση του ΔΕΕ, C-625/19 PPU Openbaar Ministerie, ημερ. 12/12/2019, σχολιάζοντας το ζήτημα της εφαρμογής αρχής αναλογικότητας από το κράτος μέλος έκδοσης του ΕΕΣ.»
Παραπέμπουμε περαιτέρω στην πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση STENLI (ανωτέρω) όπου έχουμε αναφέρει τα εξής:
«Ο έλεγχος αναλογικότητας ασκείται από τη δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος και όχι από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος. Σχετική είναι η απόφαση C‑625/19 PPU Openbaar Ministerie, 12.12.2019, στην οποία έχει αναφερθεί ότι στη σχετική Απόφαση ‑ Πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και της διαδικασίας παράδοσης μεταξύ των κρατών‑μελών όπως τροποποιήθηκε, οι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία απαιτήσεις των οποίων η τήρηση πρέπει να διασφαλίζεται σε σχέση με πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδίδεται Ε.Ε.Σ. στο πλαίσιο ποινικής δίωξης πληρούνται, εφόσον σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος οι προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος αυτού και ιδίως ο αναλογικός χαρακτήρας της υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του κράτους μέλους αυτού.»
Σημειώνουμε επίσης ότι τα όσα έχουν αναφερθεί από τον Μ.Υ. 1 αναφορικά με το περιεχόμενο του μαρτυρικού υλικού του φακέλου στη Γερμανία, πέραν από γενική και αόριστη, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της υπόθεσης, στηρίζονταν αποκλειστικά, όπως δέχθηκε και ο ίδιος κατά την αντεξέταση του, στη δική του προσωπική άποψη.
Ορθά επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η διαδικασία του ΕΕΣ είναι διαφορετική ξεχωριστή διαδικασία από την έκδοση ΕΕΕ διέπονται από διαφορετικά νομοθετήματα και η μία δεν επηρεάζει την άλλη. Μπορούν να συνυπάρχουν αν το αιτών κράτος μέλος το αποφασίσει.
Το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές επιθυμούν οι ίδιες να προβούν στην ανάκριση του εφεσείοντα πριν από την ποινική του δίωξη, και αυτό προνοείται από το δικό τους δίκαιο δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι ο εκζητούμενος ζητείται για σκοπούς ποινικής δίωξης.»
Ενόψει των πιο πάνω και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του ότι η χρήση του Ε.Ε.Σ. από τις Γερμανικές Αρχές στο παρών στάδιο συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας. Ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα πρωτόδικα, ότι από τις απαντήσεις που δόθηκαν από τις Γερμανικές Αρχές, αλλά και από την όλη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ξεκάθαρο ότι το Ε.Ε.Σ. εκδόθηκε για αλλότριο σκοπό και συγκεκριμένα για να τεθεί υπό κράτηση ο εκζητούμενος, και μάλιστα, σύμφωνα με τον δικηγόρο του Μ.Υ. 1, σε παρατεταμένη κράτηση μέχρι να διερευνηθεί η υπόθεση και να ολοκληρωθεί το ανακριτικό έργο, και ανεξαρτήτως ευθύνης «να λυγίσει και να παραδεχτεί στη Γερμανία».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τον ισχυρισμό αυτό επανέλαβε ότι η μαρτυρία του Μ.Υ. 1 αναφορικά με το χρόνο που θα χρειαστεί για ολοκλήρωση της διερεύνησης της υπόθεσης και την καταχώρηση της στο δικαστήριο από τις Γερμανικές Αρχές ήταν γενικές και δεν στοιχειοθετήθηκαν με οποιοδήποτε στοιχείο. Ο Μ.Υ. 1 ανέφερε επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση του ότι αυτή είναι η προσωπική του άποψη. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι έχουμε ήδη απορρίψει τον πέμπτο λόγο έφεσης που αφορούσε την κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση του Μ.Υ. 1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην απάντηση των Γερμανικών Αρχών, σχετικό είναι το Τεκμήριο 7 της πρωτόδικης διαδικασίας, οι Γερμανικές Αρχές απάντησαν στο ερώτημα που είχε σταλεί για το τι μπορεί να ληφθεί υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο κάποιο πρόσωπο θα παραμείνει υπό κράτηση ή θα αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση, «I would like to explicitly point out that an exemption from the execution of the arrest warrant can neither be promised nor can preconditions for such decision be named». Σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται αλλότρια κίνητρα έκδοσης του Ε.Ε.Σ. από αυτήν την απάντηση, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Υπενθυμίζουμε επίσης ότι ο ισχυρισμός του τρίτου λόγου έφεσης έχει απαντηθεί από τη νομολογία, ότι δηλαδή το δικαστήριο εκτέλεσης δεν μπορεί να εξετάσει ισχυρισμούς για κατάχρηση της διαδικασίας που αποτελεί κατ' εξοχή έργο της χώρας που επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποία είναι οι μόνες αρμόδιες για την εξέταση του στην βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου του κράτους αυτού.
Έχουμε παραθέσει στις σελίδες 17 και 18 πιο πάνω το απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Stenli (ανωτέρω), παραθέτοντας σχετικά και την προγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Spiriev Leonid‑Ivanov (ανωτέρω), όπου επικυρώθηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εκφεύγει του πλαισίου του σκοπού της διαδικασίας εκτέλεσης Ε.Ε.Σ., ισχυρισμός για κατάχρηση διαδικασίας, επαναλαμβάνοντας την αρχή ότι το θέμα αυτό αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέταση του στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων του δικαίου της χώρας που ζητεί την έκδοση.
Έτσι, και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο εναπομείναν τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό του εκζητούμενου ότι σε περίπτωση παράδοσης του στις Γερμανικές Αρχές υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και ειδικότερα του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης και ή του δικαιώματος σιωπής καθώς και γενικότερα το δικαίωμα του να έχει δίκαιη δίκη.
Αφετηρία για αυτό τον λόγο έφεσης αποτελεί η θέση του εφεσείοντα ότι με την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., σε περίπτωση που επιδιώξει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να απαιτήσει την αθώωση του, θα παραμείνει έγκλειστος για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα του ζητούν να αποζημιώσει, να δώσει κατάθεση όπου θα παραδεχθεί την εμπλοκή του και να κατονομάσει άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στις κατ΄ ισχυρισμό παράνομες και απατηλές πράξεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό αυτό που προβλήθηκε και πρωτόδικα ανέφερε ότι ο έλεγχος αναφορικά με ισχυρισμούς για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται από τις δικαστικές αρχές εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, που είναι ο γενικός έλεγχος, πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη κάποιας συστημικής ή γενικευμένης πλημμέλειας στο κράτος έκδοσης του Ε.Ε.Σ. εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται επί αντικειμενικών και ενημερωμένων στοιχείων. Στη συνέχεια, και αν στη βάση του γενικού ελέγχου όντως προκύπτει κίνδυνος παραβίασης ενός θεμελιωδώς δικαιώματος του εκζητούμενου, μόνο τότε οι δικαστικές αρχές του Ε.Ε.Σ. προχωρούν στο δεύτερο στάδιο, που είναι ο ειδικός έλεγχος, και τότε οφείλουν οι δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης να διακριβώσουν κατά πόσο υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι στη βάση των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εκζητούμενος θα διατρέξει κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του σε περίπτωση που παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του Ε.Ε.Σ.
Σχετική αναφορά γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Benyamin Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Εφ. ΕΕΣ αρ. 3/2023, ημερ.3.11.2023 όπου λέχθηκε:
«Εν πρώτοις τονίζουμε αυτά που λέχθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») Dorobantu C-128/18 ημερομηνίας 15.10.2022 σκέψη 45, όσον αφορά στις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στον διεπόμενο από την Απόφαση - Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (όπως τροποποιήθηκε) («απόφαση πλαίσιο») τομέα, ότι «το δίκαιο της Ένωσης βασίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη... μια σειρά κοινών αξιών» και πως «η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που τις θέτει σε εφαρμογή» πράγμα που οδηγεί στο ότι ενδέχεται να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να υποχρεωθούν όπως εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη, ώστε πλήν εξαιρετικών περιστάσεων να μην έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν αν το άλλο κράτος μέλος «έχει πράγματι σεβαστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα δικαιώματα που εγγυάται η Ένωση».
Η πιο πάνω αρχή δεν υπερισχύει όμως της ανάγκης για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ούτε στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. εφόσον στοιχειοθετηθεί ο κίνδυνος παραβίασης τέτοιων δικαιωμάτων. Παραθέτουμε απόσπασμα από την Dorobantu (πιο πάνω) όπου στην κατάληξη λέχθηκαν τα εξής:
«Η εκ μέρους της εν λόγω αρχής διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων προκειμένου να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παραδόσεως του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο, λόγω των συνθηκών κρατήσεως που επικρατούν στο σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο προβλέπεται συγκεκριμένα να κρατηθεί, δεν δύναται, προκειμένου να αποφασιστεί η παράδοση του, να σταθμιστεί με εκτιμήσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και τις αρχές της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως».
Στην υπόθεση Benyamin Steinmetz (ανωτέρω) το Εφετείο παρέπεμψε στην απόφαση Pal Aranyosi and Robert Caldararu, C-404/15 and C-659/15 PPU, ημερ.5/4/2016 αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να διαπιστωθεί σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου. Και τούτα, πάντοτε στο πλαίσιο των γενικών αρχών τόσο της Απόφασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά όσο και τη νομολογία που την αναλύει ειδικά σε σχέση με το σκοπό της. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Ciprian Vasile Radu C-396/11 ημερομηνίας 29/1/2013. Σχετική είναι επίσης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι' αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ' εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.
Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το Άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αssange ν. Swedish Prosecution Attorney [2012] UKSC 22.»
Παραπέμπουμε επίσης στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 Α.Α.Δ. 495:
«Τώρα, σ' ότι αφορά το Άρθρο 2(2)* ορθώς το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Νόμος δεν περιλαμβάνει πρόνοιες για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου (Κυριάκου (ανωτέρω). Λανθασμένα όμως αναφέρθηκε στο Άρθρο 30(2) του Κυπριακού Συντάγματος καθότι αντικείμενο ελέγχου, κατά το Άρθρο 2(2) του Νόμου, είναι το εάν και κατά πόσο η ποινική διαδικασία στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη. Επομένως, η άρνηση παράδοσης ενός εκζητούμενου κατ' επίκληση του Άρθρου 2(2) του Νόμου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. (βλ. σύγγραμμα «Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, του Δ. Μουζάκη, Έκδοση 2009, σελ. 546). Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), βασίζεται «. στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των κρατών-μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των κρατών - μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη στα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης». Θεωρούμε, επομένως, δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Πολωνίας θα διασφαλίσουν κατά την δίκη τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του Εκζητούμενου, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να εγείρει προς εξέταση ζήτημα καθυστέρησης είτε στην έκδοση του ΕΕΣ είτε στη διαβίβαση του για εκτέλεση. Εξαιρετικά χρήσιμες και διαφωτιστικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις του ΕWHC, στις οποίες μας παρέπεμψε ο κ. Αριστείδης και τις οποίες αναφέρουμε πιο πάνω. Επιγραμματικά, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τις εν λόγω αυθεντίες, (α) θεωρείται δεδομένο ότι όλες οι χώρες - μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν δίκαιη δίκη, (β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ΄ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης και, (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους.»
Σημειώνουμε τέλος, όπως έχουμε αναφέρει και στην απόφαση μας STENLI (ανωτέρω) την πάγια νομολογία.
«Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία ότι ισχυρισμοί για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν μπορούν να τίθενται αφηρημένα (in abstracto). Παραπέμπουμε ενδεικτικά στην υπόθεση Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ.15.12.2017, όπου έχουν λεχθεί για το θέμα τα ακόλουθα:
«Το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο. Όπως έχει και προσφάτως επισημανθεί στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/14, ημ. 5/10/16 τελικά η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο, in abstracto αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto). Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπισή του.»
Έτσι, και αυτός ο λόγος απορρίπτεται εφόσον όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία να καταδεικνύουν ότι υφίσταται συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια στο δικαστικό σύστημα της Γερμανίας εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ.
Έτσι, και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός 10 ημερών από σήμερα.
Ο εφεσείων θα παραμείνει υπό κράτηση στο μεταξύ.
Δίδονται οδηγίες στον Πρωτοκολλητή όπως κοινοποιήσει αμέσως την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Γερμανίας.
Καμία διαταγή για έξοδα.
Τα έξοδα του διερμηνέα να πληρωθούν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ. Δ.