ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε90/2018)
14 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. EASY RENT A CAR LIMITED
2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡΟΣ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
EASYGROUP LIMITED, πρώην EASYGROUP IP LICENCING LIMITED
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι 1
-----------------------------
Δέσποινα Λαδά (κα) για G. & A. LADAS LLC, για Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση.
Αλέξανδρος Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους-Αιτητές.
------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να εκδώσει διάταγμα για παραμερισμό και/ή ακύρωση της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, των διαταγμάτων ημερομηνίας 1.3.2017 και 24.11.2016 και του ίδιου του κλητηρίου εντάλματος ημερομηνίας 24.11.2016, προφανώς και δεν άφησε ικανοποιημένους τους καθ' ων η αίτηση-εφεσείοντες, οι οποίοι καταχώρησαν την υπό κρίση έφεση προβάλλοντας έξι λόγους έφεσης.
Ειδικότερα όπως φαίνεται μέσα από τον φάκελο της υπόθεσης, την πρωτόδικη απόφαση αλλά και τα εμπεριστατωμένα περιγράμματα των συνηγόρων των διαδίκων, στις 24.11.2016 στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 494/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου ίδιας ημερομηνίας με το οποίο διατάχθηκε και επιτράπηκε η σφράγιση και η καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος εναντίον των εναγομένων-εφεσίβλητων.
Την 1.3.2017 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο δόθηκε άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του στους εφεσίβλητους στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση τον EΚ1393/2007. Οι εφεσίβλητοι που είναι εταιρεία νόμιμα εγγεγραμμένη με έδρα το Λονδίνο του Ηνωμένου Βασιλείου, στις 12.6.2017 έλαβαν επίδοση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και μετά από την εξασφάλιση διατάγματος ημερομηνίας 7.7.2017 καταχώρησαν στις 12.7.2017 σημείωμα εμφάνισης υπό αίρεση με σκοπό να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό και/ή ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος, της επίδοσής του και των διαταγμάτων ημερομηνίας 24.11.2016 και 1.3.2017 (η αίτηση η οποία απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνεπεία της απόφασης σε αυτή καταχωρίσθηκε η υπό κρίση έφεση).
Η αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστήριο βασιζόταν στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 και τον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/60, σε άρθρα του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στον EΚ 1393/07 ημερ.13.11.2007, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Κοινοδικαίου, στους Κανόνες Φυσικής Δικαιοσύνης, αλλά και στις συμφυείς εξουσίες και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Την αίτηση υποστήριζε ένορκη δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των εφεσιβλήτων ημερομηνίας 8.9.2017.
Οι εφεσίβλητοι με την αίτησή τους ισχυρίστηκαν ότι το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017 με το οποίο δόθηκε άδεια για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ημερομηνίας 24.11.2016 ή της ειδοποίησης αυτού στους εφεσίβλητους στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση τον EΚ 1393/2007, εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και κατά παράβαση τόσο των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης καθότι:
‑ Οι εφεσείοντες δεν αιτήθηκαν την άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος.
‑ Η ένορκη δήλωση των εφεσειόντων που συνόδευε την αίτηση με την οποία εκδόθηκε το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017 δεν καταδεικνύει ούτε και ικανοποιεί τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας κλητηρίου εντάλματος και ειδικότερα δεν στοιχειοθετεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων και ότι η παρούσα αγωγή είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
‑ Η παράλειψη των εφεσειόντων να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις που επιτάσσει η Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν αποτελεί απλή παρατυπία που μπορεί να θεραπευτεί με βάση τη Δ.64.
‑ Το Δικαστήριο παραπλανήθηκε από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση στην οποία αναληθώς αναφέρεται ότι στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 494/2016 λήφθηκε άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 24.11.2016.
‑ Στην ίδια ένορκη δήλωση η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι στις 24.11.2016 στο πλαίσιο της γενικής αίτησης 494/2016, εκδόθηκε διάταγμα από το Δικαστήριο ίδιας ημερομηνίας με το οποίο διατάχθηκε και επιτράπηκε η σφράγιση και η καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και ισχυρίζεται ότι και αυτό πρέπει να ακυρωθεί, επειδή στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 24.11.2016 που συνόδευε την αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα, δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος σφράγισης κλητηρίου εντάλματος με βάση τη Δ.2 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων ούτε και ότι η αγωγή είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός Κύπρου και εκτός δικαιοδοσίας αφού καμία μαρτυρία δεν περιέχετο για τα εν λόγω σημεία.
Οι εφεσείοντες βεβαίως καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση η οποία υποστηριζόταν από την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2 στην οποία προέβαλαν τους πιο κάτω λόγους ένστασης:
‑ Η νομική βάση της αίτησης είναι ευρεία και ασαφής.
‑ Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά και νόμιμα τις εξουσίες του στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης 494/2016.
‑ Οποιαδήποτε τυχόν δικονομική παράβαση είναι απλή παρατυπία που είναι θεραπεύσιμη και δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας.
‑ Η αίτηση είναι καταχρηστική και αποσκοπεί στην αφαίρεση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή ως πρώτο επιληφθέν Δικαστήριο με βάση τον EΕ 1215/12 ή ως το καλύτερο Δικαστήριο (Forum Conveniens).
Πέραν των διαδικαστικών θεμάτων ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται ότι καταχώρησε την παρούσα αγωγή στην Κύπρο γιατί όλα τα ουσιώδη γεγονότα και το μαρτυρικό υλικό που αφορά τη διαφορά των διαδίκων, προέκυψαν και βρίσκονται στην Κύπρο. Μετά από σχετική γνωστοποίηση που έλαβε από τους Άγγλους δικηγόρους των εφεσιβλήτων ότι θα κινούσαν αγωγή εναντίον τους στο High Court της Αγγλίας και Ουαλίας στο Λονδίνο, καταχώρησε την παρούσα αγωγή στην Κύπρο ώστε να καταστεί το Κυπριακό Δικαστήριο «πρώτο επιληφθέν» Δικαστήριο της διαφοράς εντός του σχετικού όρου στον Κανονισμό EE 1215/2012, καθότι το κόστος υπεράσπισης και η έγερση ανταπαίτησης εκ μέρους τους στο Λονδίνο θα ήταν απαγορευτικό. Αναφέρει επίσης ότι έλαβε μέτρα για την αγωγή που καταχωρίσθηκε εναντίον του στο High Court της Αγγλίας και Ουαλίας στο Λονδίνο από τους εφεσίβλητους και ισχυρίζεται ότι ο σκοπός των εφεσιβλήτων είναι να μεταφέρουν την εκδίκαση της διαφοράς στο Αγγλικό Δικαστήριο όπου ο ίδιος δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί στη δυνατότητα πληρωμής εξόδων πάρα το ότι το Κυπριακό Δικαστήριο είναι το πρώτο επιληφθέν της διαφοράς Δικαστήριο αλλά και το καταλληλότερο για να την εκδικάσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση και με πλήρη αναφορά στη νομολογία, αναφέρει αρχικά ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να ακυρώσει την επίδοση κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης τούτου, όπως και το διάταγμα που επέτρεψε την επίδοση, πηγάζει από τη Δ.16 θ.9. Αναφέρει επίσης ότι από μια απλή ανάγνωση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 15.2.2017 που καταχώρησαν οι εφεσείοντες, προκύπτει ότι αυτοί δεν ζήτησαν την άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης αυτού στους εφεσίβλητους και γι' αυτό δεν τη βάσισαν στη Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά αιτήθηκαν την άδεια του Δικαστηρίου για υποκατάστατη επίδοση γι' αυτό και η νομική βάση της αίτησής τους ήταν η Δ.5 και η Δ.5Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επομένως, έκρινε ότι, η επίδοση που έγινε στους εφεσίβλητους στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017 θα πρέπει να ακυρωθεί, εφόσον το εν λόγω διάταγμα επέτρεψε, στη βάση της αίτησης συνεπεία της οποίας εκδόθηκε, την υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου και όχι την επίδοση του εκτός δικαιοδοσίας.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνοντας ότι πράγματι από μια απλή ανάγνωση της μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 15.2.2017 προκύπτει ότι οι εφεσείοντες επικαλούμενοι την Δ.5 και την Δ.5Α εξασφάλισαν διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και όχι διάταγμα επίδοσης του εκτός δικαιοδοσίας, αποφάσισε ότι αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε ακύρωση της επίδοσης που επιτεύχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017, εφόσον αυτή επιτεύχθηκε χωρίς να έχει εξασφαλιστεί από τους εφεσείοντες διάταγμα που να επιτρέπει επίδοση του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας. Κατ' επέκταση, αποφάσισε ότι θα πρέπει να ακυρωθεί και το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017. Παρέπεμψε σχετικά στις αποφάσεις ANS SECRETARIES LTD v. ORIANDA MANAGEMENT FZLLC κ.ά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1348 και Τηλέτυπος Α.Ε. v. Mega Channel Management Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863. Αποφάσισε επίσης ότι το γεγονός ότι η αίτηση ημερομηνίας 15.2.2017 βασίστηκε και στον EΚ 1393/2007, δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την κατάληξη του Δικαστηρίου αφού όπως αποφασίστηκε στην Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1935, ο σχετικός Κανονισμός είναι εξειδικευμένος και αφορά ευθέως τον τρόπο επίδοσης και κοινοποίησης δικαστικών και εξωδικαστικών εγγράφων σε αστικές υποθέσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εμποδίζει τη διατήρηση μεταξύ άλλων από τα κράτη μέλη εσωτερικών κανονισμών που σκοπό έχουν την επιτάχυνση ή την απλούστευση των σχετικών διαδικασιών εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.5, Δ.5Α και Δ.6 δεν έχουν καταστεί ανενεργές εφόσον δεν συγκρούονται με οποιονδήποτε τρόπο με τις διατάξεις του EΚ 1393/2007 και συνεπώς θα πρέπει να εφαρμόζονται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης αποφάσισε ότι το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017, όπως και η επίδοση που επιτεύχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση αυτό, θα πρέπει να ακυρωθεί και για έναν επιπρόσθετο λόγο που αφορά την παράλειψη των εφεσειόντων να καταδείξουν στο Δικαστήριο με την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 15.2.2017 που υποστήριζε την μονομερή αίτηση ίδιας ημερομηνίας στη βάση της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα ημερομηνίας 1.3.2017, ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων ως η Δ.6. θ.4 (ως ίσχυε τότε), κατά τρόπο επιτακτικό απαιτεί και ορίζει.
Έκρινε συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι μια απλή ανάγνωση και μόνο της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 15.2.2017 που υποστήριζε τη μονομερή αίτηση ίδιας ημερομηνίας, καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες έχουν εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 1.3.2017 είχε ενώπιόν του εντός του φακέλου του Δικαστηρίου το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν ικανοποιεί, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την επιτακτική προϋπόθεση της Δ.6 θ.4 η οποία προνοεί για ύπαρξη ένορκης δήλωσης ή άλλης μαρτυρίας με το δεδομένο ότι το κλητήριο ένταλμα δεν αποτελεί ούτε ένορκη δήλωση ούτε ισοδυναμεί με άλλης μορφής μαρτυρία. Προς υποστήριξη της πιο πάνω κατάληξης του παρέπεμψε σχετικά σε νομολογία και ειδικά στις υποθέσεις Amathus Navigation Co. Ltd v. Concord Express Liners κ.ά (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168, Her Brittanic Majesty's Secretary of State for Defence v. A.P. Lanitis Investments Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 995, Jadranska Slobodne Providble v. Photos Photiades & Co. (1965) 1 CLR 58.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επομένως κατέληξε ότι οι εφεσείοντες κατά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 1.3.2017 δεν είχαν συμμορφωθεί με την επιτακτική προϋπόθεση της Δ.6 θ.4 περί στοιχειοθέτησης με ένορκη δήλωση ή άλλη μαρτυρία εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των εφεσιβλήτων. Διαφώνησε επίσης με τη θέση των εφεσειόντων ότι η μη συμμόρφωσή τους με την Δ.6 θ.4 αποτελεί απλή παρατυπία η οποία θεραπεύεται με βάση τη Δ.64 θ.2 (ως ίσχυε τότε), αναφέροντας ότι η Δ.64 θ.1(1) καθορίζει ως παρατυπία τη μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς που έχουν σχέση με τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο, τον τύπο, το περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτή. Η μη συμμόρφωση με τη Δ.6 θ.4 λόγω παράλειψης προσκόμισης μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των εφεσιβλήτων δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις μορφές παρατυπίας που καθορίζει η Δ.64 θ.1(1) και έκρινε ότι η μη συμμόρφωση με τη Δ.6 θ.4 δεν αποτελεί απλή παρατυπία αλλά για θεμελιώδη και ουσιώδη παράλειψη η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί.
Αποφάσισε ακολούθως ότι με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, αυτή οδηγεί και σε ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 24.11.2016 το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης με αριθμό 494/16 ημερομηνίας 23.11.2016 και επέτρεψε τη σφράγιση και καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και τούτο γιατί οι εφεσείοντες είχαν την ίδια υποχρέωση στο πλαίσιο του εν λόγω αιτήματός τους για σφράγιση να καταδείξουν στο Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και καλή συζητήσιμη υπόθεση, ωστόσο απέτυχαν και σε αυτό καθότι από μια απλή ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 23.11.2016 προκύπτει ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί κάτι τέτοιο. Σχολίασε δε ειδικά ότι «το γεγονός ότι στην αίτηση ίδιας ημερομηνίας επίσης αναφέρθηκε "σχέδιο" του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος δεν μπορεί να εκληφθεί ότι ισοδυναμεί με εύλογη μαρτυρία από την οποία προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος. Οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν την υποχρέωση να παρουσιάσουν ενόρκως στα πλαίσια της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 23.11.2016 τέτοια μαρτυρία, πράγμα όμως που παρέλειψαν να πράξουν...».
Τέλος το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Τηλέτυπος Α.E. v. Mega Channel (ανωτέρω) ανέφερε ότι οι πρόνοιες της Δ.2 θ.2 που αφορούν την άδεια για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος πρέπει να διαβάζονται σε συνδυασμό με αυτές τις Δ.6 θ.1 και τούτο γιατί ο σκοπός της συνδυασμένης λειτουργίας των δύο κανονισμών είναι να μην καταχωρείται και επιδίδεται ειδοποίηση κλητηρίου εντάλματος στο εξωτερικό, αν δεν ληφθεί προηγουμένως η άδεια του Δικαστηρίου.
Εν τέλει το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση TLAIS ENTERPRISES LTD v. HER MAJESTY'S REVENUE & CUSTOMS (2015) 1 Α.Α.Δ. 616, στην οποία αποφασίστηκε ότι εφόσον θεματικά η σφράγιση κλητηρίου που έχει σκοπό να επιδοθεί στο εξωτερικό συμπλέκεται και με την άδεια για επίδοση, ανέφερε ότι η ταυτόχρονη επιδίωξη ακύρωσης και των δύο δεν απαγορεύεται εφόσον κρίνεται στην ουσία το υπόβαθρο των γεγονότων που δικαιολογούσαν τη σφράγιση αλλά και την επίδοση. Έτσι, κατέληξε, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι το διάταγμα ημερομηνίας 24.11.2016 το οποίο επέτρεψε τη σφράγιση και καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, θα πρέπει να ακυρωθεί, οδηγεί αναπόφευκτα και στον παραμερισμού του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος.
Έχουμε ήδη κάνει αναφορά στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας έξι λόγους ακύρωσης της απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα διέταξε τον παραμερισμό και την ακύρωση της επίδοσης του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής, ως επίσης και τον παραμερισμό ή και την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 1.3.2017, που επέτρεπε την επίδοση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στους εφεσίβλητους στο Ηνωμένο Βασίλειο, λανθασμένα αποφασίζοντας ότι δεν υπήρχε άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και χωρίς να κατευθύνει τη σκέψη του στο έννομο αποτέλεσμα του διατάγματος ημερομηνίας 24.11.2016, κρίνοντας την αίτηση αποκλειστικά με αναφορά στο Εθνικό Κυπριακό Δίκαιο αγνοώντας τον Κανονισμό EE 1215/2012 και τη σχετική νομολογία. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την ένορκη δήλωση που καταχωρίσθηκε προς υποστήριξη της αίτησης 494/16 και το σχετικά εκδοθέν διάταγμα, δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις της Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για χορήγηση άδειας σφράγισης και καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος και ειδικά ότι έπρεπε να καταδειχθεί καλή αιτία αγωγής για κάθε μια από τις αιτίες αγωγής που υπήρχαν και μάλιστα αγνοώντας τον Κανονισμό EE 1215/2012. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη κατά τους εφεσείοντες απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 2 προς υποστήριξη της Γενικής Αίτησης 494/2016 δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει αγώγιμο δικαίωμα και καλή αιτία αγωγής.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν άσκησε τη δυνατότητα που του παρέχετο τόσο από τη Δ.25 θ.6 όσο και από τη σύμφυτη δικαιοδοσία του να διορθώσει το διάταγμα ημερομηνίας 24.11.2016 με την προσθήκη της φράσης «για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας», ούτως ώστε να αποφευχθεί δυσμενής επηρεασμός και πιθανή ανεπανόρθωτη ζημιά των αιτητών. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αποφάσισε, χωρίς να έχει σχετική δικαιοδοσία, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα θέματα πέραν των θεμάτων που είναι επιτρεπόμενα εξετάζοντας στα πλαίσια αίτησης για παραμερισμό γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος και προέβη σε ευρήματα για αυτά. Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την ενώπιόν του αίτηση με αποκλειστική αναφορά στο Εθνικό Κυπριακό Δίκαιο αγνοώντας και μη λαμβάνοντας υπ' όψιν του τον Κανονισμό EE 1215/2012.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι στις αγορεύσεις τους τα διάδικα μέρη εκτός από την πραγμάτευση των έξι λόγων έφεσης με επάρκεια και με αναφορά στη νομολογία, πραγματεύτηκαν επίσης «την προδικαστική ένσταση που καταχώρησαν οι Εναγόμενοι» με την οποία ζητούσαν από το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ζήτημα πολλαπλότητας των διαδικασιών/κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας εκ πλευράς εφεσειόντων και ειδικά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες απέκρυψαν από το Δικαστήριο την καταχρηστική συμπεριφορά που επέδειξαν και επιδείκνυαν με την επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων, αναφερόμενοι σε όλα τα διαβήματα που έλαβαν για την καταχώρηση και σφράγιση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής 5548/16 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Επίσης αναφέρθηκαν στην αγγλική αγωγή του High Court Αγγλίας και Ουαλίας που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι εναντίον των εφεσειόντων και γεγονότα που έχουν επισυμβεί μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης. Δηλαδή μετά τις 22.5.18 τόσο σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εναντίον των εφεσειόντων την αγωγή 708/2019, για παραβίαση εμπορικού σήματος και αθέμιτου ανταγωνισμού στην οποία οι εφεσείοντες καταχώρησαν υπεράσπιση και ανταπαίτηση σχεδόν ταυτόσημη με το παραμερισμένο γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής 5548/16 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία είναι σε προχωρημένο στάδιο αφού έχουν συμπληρωθεί τα δικόγραφα, έχουν καταχωρισθεί ένορκες αποκαλύψεις εγγράφων και κατάλογοι μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας και ήδη έχει ορισθεί για ακρόαση. Δηλαδή έχει τροχοδρομηθεί η εκδίκαση της διαφοράς μεταξύ των μερών για το ίδιο ζήτημα στην αγωγή 709/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην οποία οι εφεσείοντες καταχώρησαν Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, σχεδόν ταυτόσημη της αίτησης του παραμερισμού οπισθογραφημένου κλητήριο εντάλματος της αγωγής 5548/2016 και περιέχει όλες τις θεραπείες που διεκδικούσαν με αυτήν.
Για το θέμα της κατάχρησης, όπως έχει διατυπωθεί, το οποίο έχει εγερθεί από τους εφεσίβλητους στο περίγραμμα αγόρευσής τους, εξασφάλισαν οι εφεσείοντες την άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρήσουν απαντητικό περίγραμμα το οποίο και καταχώρησαν. Είναι ουσιαστικά η θέση τους ότι είναι λανθασμένος ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν τα γεγονότα που στηρίζουν την προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή με απλή αναφορά τους στο περίγραμμα του έχουν καταχωρίσει. Με επιφύλαξη της θέσης τους αυτής αναφέρουν ότι οι εφεσίβλητοι έχουν αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα από το Εφετείο με πρωταρχικό το γεγονός ότι δεν αναφέρουν ότι μετά τη συμπλήρωση των δικογράφων στην αγωγή 709/19 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση για αναστολή της μέχρι να εκδικαστεί η υπό κρίση έφεση ακριβώς για να αποφευχθεί τυχόν πολλαπλότητα σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης και αναβίωσης της αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας. Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση στην αίτηση αναστολής και το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου απέρριψε την αίτηση αναστολής. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρίσθηκε και εκκρεμεί η Πολιτική Αρ. E44/2022.
Αναφέρουν επίσης ότι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει πολλαπλότητα εφόσον η μόνη διαδικασία που εκκρεμεί είναι η αγωγή της Πάφου. Η αγωγή της Λευκωσίας έχει εξολοκλήρου παραμεριστεί με την απόφαση που είναι αντικείμενο στην υπό κρίση έφεση. Μόνο σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης και αναβίωσης της αγωγής της Λευκωσίας θα υπάρξει θέμα πολλαπλότητας διαδικασιών. Θεωρούν επίσης οι εφεσείοντες ότι την τυχόν πολλαπλότητα διαδικασιών προκάλεσαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι που καταχώρησαν την αγωγή της Πάφου ενώ γνώριζαν ότι η αγωγή της Λευκωσίας μπορούσε να αναβιώσει ως αποτέλεσμα επιτυχίας της υπό κρίση έφεσης αναγκάζοντας τους εφεσείοντες να καταχωρήσουν υπεράσπιση και ανταπαίτηση εγείροντας τα ίδια θέματα που ήγειραν ως ενάγοντες στην αγωγή της Λευκωσίας. Είναι καταληκτικά η θέση τους ότι πολλαπλότητα αυτής της στιγμής δεν τίθεται και συνεπώς δεν τίθεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας του Δικαστηρίου, τέτοιο θέμα είναι πρόωρο και/ή υποθετικό αναφέρουν.
Σημειώνουμε το γεγονός ότι καμία απολύτως αναφορά δεν είχε γίνει από τους εφεσείοντες στην εκκρεμούσα διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και δη του γεγονότος ότι είναι σε προχωρημένο στάδιο και ότι η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που έχουν καταχωρίσει σε αυτήν ουσιαστικά είναι ταυτόσημη και/ή ίδια και/ή επαναλαμβάνει τα όσα έχουν αναφέρει στην αγωγή της Λευκωσίας την οποία το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα έχει παραμεριστεί, προτού θέσουν το θέμα αυτό ενώπιόν μας οι εφεσίβλητοι.
Το θέμα της κατάχρησης διαδικασιών και της εξουσίας του Δικαστηρίου να το εξετάσει αυτεπάγγελτα είναι πολύ καλά καθιερωμένο νομολογιακά, παραπέμπουμε σχετικά στην Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911, όπου υιοθετήθηκε προηγούμενη γνωστή νομολογία αναφορικά με το θέμα της κατάχρησης διαδικασίας και ειδικότερα οι υποθέσεις Διευθυντής Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348 και σε πολλές άλλες αποφάσεις έκτοτε στις οποίες έχει σαφέστατα επιβεβαιωθεί ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν την ίδια εξουσία όπως και τα Αγγλικά Δικαστήρια να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της δικαστικής δικαιοδοσίας. Αποφασίστηκε επίσης ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδισή της.
Το θέμα στο στάδιο αυτό παραμένει θεωρητικό εφόσον αυτήν τη στιγμή μόνο η αγωγή της Πάφου εκκρεμεί και είναι γνωστό ότι τα Δικαστήρια αποφεύγουν να αποφαίνονται επί θεωρητικών ερωτημάτων. Επομένως, δεν θεωρούμε ότι θα πρέπει να τύχει εξέτασης το συγκεκριμένο θέμα στο παρόν στάδιο. Οπόταν και η σχετική προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων απορρίπτεται.
Πριν εξεταστούν οι λόγοι έφεσης και με το δεδομένο ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας έχουν πια τροποποιηθεί και οι νέοι Θεσμοί ισχύουν από τις 3 Ιουλίου του 2023, θεωρούμε ορθό να αναφέρουμε ότι το θέμα της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας διέπεται από το Μέρος 6 των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με τίτλο «ΕΠΙΔΟΣΗ» «Ενότητα V: Επίδοση εκτός δικαιοδοσίας» και σχετικές είναι οι παραγράφοι 6.7‑6.12 των Θεσμών. Η υποκατάστατη επίδοση ρυθμίζεται πλέον από τους Κανονισμούς 6.13 και 6.14 των νέων Θεσμών. Αναφέρουμε ότι ουσιαστικά οι προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται με τους νέους Θεσμούς είναι πανομοιότυπες με αυτούς των Θεσμών που ίσχυαν όταν εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, και ειδικότερα ότι και πάλι πρέπει να δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αφού ικανοποιηθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και πρέπει η αίτηση για εξασφάλιση άδειας επίδοσης σε εναγόμενο εκτός Κύπρου να υποστηρίζεται από μαρτυρία η οποία ικανοποιεί το Δικαστήριο μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων έχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και επίσης το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη για επίδοση εκτός Κύπρου.
Σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων διαδραμάτισε διαχρονικά η νομολογία, η οποία ερμήνευσε τους εν λόγω Θεσμούς και η οποία εξακολουθεί να αποτελεί βοήθημα για την ερμηνεία και των νέων Θεσμών. Όπως αναφέραμε στην απόφαση μας ΣΟΦΙΑ ΜΠΟΥΝΤΑΚΙΔΟΥ κ.α. v. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε207/2018, ημερ.17.10.2023:
«Οι νομικές αρχές που η νομολογία καθιέρωσε και που υπάρχει μέχρι σήμερα επί του θέματος, παρόλο ότι δημιουργήθηκε με βάση τους παλαιούς θεσμούς, θεωρούμε ότι εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που διέπονται από τους νέους θεσμούς.»
Προχωρούμε ακολούθως να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι ουσιαστικά οι εφεσείοντες συμφωνούν ότι δεν υπάρχει διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Είναι η θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να διορθώσει το διάταγμα με την προσθήκη της φράσης «για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας» ή παρόμοιας φράσης ούτως ώστε να αποφευχθεί δυσμενής επηρεασμός και ανεπανόρθωτη ζημιά των εφεσειόντων. Αν αυτή ήταν η πραγματικότητα, το Δικαστήριο εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί αυτεπάγγελτα να τροποποιήσει ή να επιφέρει οποιεσδήποτε αλλαγές σε διάταγμα που έχει εκδοθεί από άλλο Δικαστήριο. Εάν ετίθετο όντως αυτό το θέμα θα έπρεπε να είχε προηγηθεί αίτηση για σχετική τροποποίηση και/ή διόρθωση του διατάγματος.
Αλλά το θέμα δεν είναι έτσι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε με σαφήνεια εν όψει των γεγονότων που είχε ενώπιόν του ότι η ίδια η αίτηση ημερομηνίας 15.2.2017 δεν στηριζόταν στην ορθή δικονομική βάση, δεν ζητήθηκε η άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αφού η αίτηση σαφέστατα στηριζόταν στη Δ.5 και Δ.5Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε και όχι στη Δ.6 που αφορά την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας ορθά στη σχετική νομολογία, ειδικά στις υποθέσεις ANS SECRETARIES LTD (ανωτέρω) και Τηλέτυπος Α.E. v. Mega Channel (ανωτέρω) αναφέρει ξεκάθαρα ότι η άδεια για υποκατάστατη επίδοση ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος είναι εντελώς διαφορετική από την υποκατάστατη επίδοση της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος και ότι ο τρόπος επίδοσης που αποτελεί αντικείμενο των Δ.5 και Δ.5Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έπεται της διαταγής για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με βάση τη Δ.6 θ.1 των Θεσμών ως ίσχυαν τότε. Όπως έχει νομολογηθεί, οι πρόνοιες της Δ.6 θ.1 που αφορούν την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ουσιαστικότατες και δεν αποτελούν απλά διαδικαστικό θέμα που αφορά την επίδοση αλλά συνδέονται με την ανάληψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που να καλύπτει εναγόμενους που βρίσκονται εκτός Κύπρου.
Τα επιχειρήματα των εφεσειόντων περί εφαρμογής του κανονισμού EΚ 1393/2007 αφορούν τον τρόπο επίδοσης εγγράφων σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν αφορούν το ουσιαστικό θέμα, που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή την αναγκαιότητα εξασφάλισης διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας σε αλλοδαπούς εναγόμενους.
Ορθή είναι επίσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε καμία μαρτυρία ενώπιόν του ότι στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων ως η Δ.6 θ.4 κατά τρόπο επιτακτικό απαιτεί και ορίζει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι κατά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 1.3.2017 δεν τέθηκε ενώπιόν του κανένα ίχνος μαρτυρίας που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες έχουν εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσειόντων. Ως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημείωσε, η Δ.6 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας κατά τρόπο επιτακτικό απαιτεί για ένορκη δήλωση ή άλλη μαρτυρία που να καταδεικνύει το εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα και ορθά αποφάσισε ότι το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα δεν αποτελεί ούτε ένορκη δήλωση ούτε και ισοδυναμεί με άλλης μορφής μαρτυρία.
Ορθή επίσης ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη συμμόρφωση των εφεσειόντων με την επιτακτική προϋπόθεση της Δ.6 θ.4 για απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλού αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των εφεσίβλητων με ένορκη δήλωση ή άλλη μαρτυρία δεν αποτελούσε απλή παρατυπία η οποία θεραπεύεται με βάση τη Δ.64 θ.2. Όπως ορθά επίσης αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Δ.64 θ.1(1) καθορίζει ως παρατυπία τη μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς που έχουν σχέση με τον χρόνο τον τόπο, τον τρόπο, τον τύπο, το περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτήν. Η μη συμμόρφωση με τη Δ.6 θ.4 στην παρούσα περίπτωση (δηλαδή η παράλειψη προσκόμισης μαρτυρίας είτε με τη μορφή ένορκης δήλωσης είτε άλλης μαρτυρίας) δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις μορφές παρατυπίας που καθορίζει η Δ.64 θ.1(1) και ως εκ τούτου ήταν απόλυτα σωστό, εύλογο και δικαιολογημένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προϋπόθεση που τάσσει η Δ.6 θ.4 δεν είναι τυπική, ούτε αποτελεί απλή παρατυπία, αλλά πρόκειται για θεμελιώδη και ουσιώδη παράλειψη η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί.
Σωστή επίσης είναι και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάληξή του ως ανωτέρω, δηλαδή η ακύρωση του διατάγματος λόγω μη συμμόρφωσης με τη Δ.6 θ.4, οδηγεί και σε ακύρωση του διατάγματος ημερ.24.11.2016 που επέτρεψε τη σφράγιση και καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος. Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 16 της απόφασής του, οι εφεσείοντες είχαν την ίδια υποχρέωση στο πλαίσιο του αιτήματός τους για σφράγιση και καταχώρηση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος να καταδείξουν στο Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και καλή συζητήσιμη υπόθεση. Όμως με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και από μια απλή ανάγνωση της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 23.11.2016 που οδήγησε στην έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 24.11.2016, προκύπτει ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί κάτι τέτοιο και όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, το γεγονός ότι στην αίτηση επίσης αναφέρθηκε «σχέδιο» του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος δεν μπορεί να εκληφθεί ότι ισοδυναμεί με εύλογη μαρτυρία από την οποία προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος. Υπήρχε σαφέστατη υποχρέωση στους εφεσείοντες να παρουσιάσουν ενόρκως τόσο μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ήταν δικαιολογημένο το αίτημά τους για σφράγιση και καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος όσο και για εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσιβλήτων για να τους δοθεί άδεια να επιδώσουν το κλητήριο ένταλμα ή την ειδοποίηση του εκτός δικαιοδοσίας. Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 της έφεσης είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία και απορρίπτονται.
Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 4 έχουμε ήδη αποφανθεί πιο πάνω ότι δεν τιθόταν θέμα διόρθωσης του διατάγματος ημερομηνίας 24.11.2016 με την προσθήκη της φράσης «για επίδοση εκτός της δικαιοδοσίας» εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημειώνει, από τη νομική βάση της εν λόγω αίτησης απουσίαζε ο βασικός θεσμός της Δικονομίας που του έδιδε τη δικαιοδοσία να εκδώσει διαταγή για επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης του εκτός δικαιοδοσίας με βάση τη Δ.6 θ.4. Αντίθετα, η αίτηση είχε ως νομική βάση τις Δ.5 και Δ.5Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν την υποκατάστατη επίδοση.
Όσον αφορά τον λόγο έφεσης 5, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε και αποφάσισε θέματα πολύ πιο πέρα από τα θέματα που ήταν επιτρεπτό να εξετάζονταν στο πλαίσιο αίτησης για παραμερισμό, αναφέρουμε τα ακόλουθα. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες έχουν άμεση σχέση με την παραβίαση της Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση να εξετάσει. Έκρινε αρχικά ότι ενώπιόν του δεν υπήρχε η απαιτούμενη απόδειξη ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή καλή συζητήσιμη υπόθεση. Η χρήση των φράσεων «δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν εκ πρώτης όψεως καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Αιτητών», «στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23.11.2016 δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και καλή συζητήσιμη υπόθεση παρά μόνο ο ενόρκως δηλών περιορίστηκε να αναφέρει προηγούμενη αντιδικία μεταξύ των διαδίκων», και αναφορές ότι «το γεγονός ότι στην αίτηση ίδιας ημερομηνίας επισυνάφθηκε σχέδιο του γενικά οπισθογραφημένου κλητήριο εντάλματος δεν μπορεί να εκληφθεί ότι ισοδυναμεί με εύλογη μαρτυρία από την οποία προκύπτει η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος», λέχθηκαν στο πλαίσιο εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο των προϋποθέσεων για να αποφανθεί επί της αίτησης. Δεν συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων ότι υπερέβη καθ' οιονδήποτε τρόπο την εξουσία του και/ή τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν του μέσα στο πλαίσιο της αίτησης που αποφάσιζε.
Τέλος, εξετάζοντας τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης είναι ολοφάνερο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τον σχετικό Ευρωπαϊκό Κανονισμό τον οποίο έλαβε υπ' όψιν θεωρώντας ότι επιτρέπεται με βάση αυτό να παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που διέπουν το θέμα. Φαίνεται επίσης ότι οι θέσεις των εφεσειόντων όπως προωθούνται από αυτούς μέσα από το περίγραμμά τους για το θέμα του Κανονισμού, δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να τους σχολιάσει και/ή να απαντήσει σε αυτούς, με τον τρόπο που τίθενται στο περίγραμμα αγόρευσής τους.
Καταληκτικά είναι η θέση μας ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία αποφασίζοντας να αποδεχθεί την αίτηση και να ακυρώσει τα σχετικά διατάγματα. Η απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και επικυρώνεται στην ολότητά της. Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε €2.400 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.