ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε83/2019)
14 Ιανουαρίου, 2025
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εφεσείοντες /Αιτητές
και
ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ
Εφεσίβλητος /Καθ' ου η Αίτηση
-----------------------------
Σταυρούλα Ανδρέου (κα) για Κακογιάννης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Δώρα Καρή (κα) για Μαρία Πιερή, για τον Εφεσίβλητο.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Όπως προκύπτει μέσα από τα αναντίλεκτα και παραδεκτά γεγονότα της εκκαλούμενης ενδιάμεσης απόφασης ημερ.4.2.2019 που εκδόθηκε στο πλαίσιο της αίτησης Κ24/2015, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου εξέδωσε στις 24.6.2015 τελική απόφαση στην αίτηση αρ. Ε28/2010. Διάδικοι εκεί ήταν τα ίδια πρόσωπα όπως και στην υπό κρίση υπόθεση.
Για σκοπούς πληρότητας των γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε πιο κάτω τα γεγονότα που πλαισίωναν τόσο την Ε28/2010 όσο και την Κ24/2015, αφού σε κάποιο βαθμό προσομοιάζουν.
Οι αιτητές ζητούσαν στο πλαίσιο της αίτησης αρ. Ε28/10 τα πιο κάτω:
«α) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίον να διατάσσεται ο Καθ' ου η αίτηση και/ή οι αντιπρόσωποι του και/ή οι υπαλλήλων του και/ή οποιοσδήποτε έλκει εξ αυτού δικαιώματα όπως εκκενώσει και παραδώσει τα ρηθέντα ακίνητα και παραδώσει ελεύθερη την κατοχή τους στους αιτητές και όπως παύσει να επεμβαίνει καθ' οιονδήποτε τρόπο στα ρηθέντα ακίνητα και/ή διάταγμα για ανάκτηση της κατοχής των ακινήτων σους αιτητές.
β) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίον να διατάσσεται ο Καθ' ου η αίτηση όπως πληρώσει το ποσό των €6.658,41σ που αντιπροσωπεύει τα δεδουλευμένα και απλήρωτα μηνιαία ενοίκια 3 μηνών ήτοι, του μηνός Απριλίου 2010, Μαΐου 2010 και Ιουνίου 2010.
γ) Τόκους προς 9% ετησίως επί εκάστου μηνιαίου απλήρωτου ενοικίου εκ €2.219,47 μέχρι εξοφλήσεως αρχής γενομένης την 01/04/2010.
δ) Ενδιάμεσα κέρδη (mesne profits) από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης μέχρι της παραδόσεως και/ή ανάληψη της κατοχής των πιο πάνω ακινήτων από τους αιτητές.
ε) Οιονδήποτε άλλο διάταγμα ή θεραπεία κρίνει δίκαιη το Σεβαστό Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις.
στ) Τα έξοδα πλέον Φ.Π.Α.(αρ. Μητρώου 30008658C) πλέον έξοδα επίδοσης.»
Ο καθ' ου η αίτηση στην αίτηση αρ. Ε28/2010, πέραν της υπεράσπισης του ισχυρίστηκε ανταπαιτητικώς ότι καθ' όλη τη διάρκεια της ενοικίασης είχε προβεί σε αρκετές προσθήκες και βελτιώσεις που ήταν απαραίτητες για την ορθή λειτουργία του επίδικου υποστατικού και δαπάνησε, €38.813,90, τα οποία και αξίωνε.
Στις 24.6.2015 κατόπιν πλήρους ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου απέρριψε τόσο την Απαίτηση όσο και την Ανταπαίτηση στην Ε28/2010 αποφασίζοντας, όσον αφορά την Απαίτηση, να την απορρίψει επειδή ο ιδιοκτήτης δεν απέστειλε την προβλεπόμενη στο άρθρο 11(1)(α) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου Ν.23/1983 («ο Νόμος») επιστολή, και έτσι εμποδιζόταν να αξιώνει τόσο την ανάκτηση της κατοχής όσο και απόφαση ως προς τα παρεπόμενα ενδιάμεσα κέρδη. Ειδικότερα, το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης κρίσης στην Ε28/2010 έχει ως εξής:
«Οι Αιτητές δεν περιέλαβαν στην εν λόγω επιστολή ειδοποίηση για την εξόφληση καθυστερημένων ενοικίων εντός 21 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 11(1)(α) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, Ν. 23/83 όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα (.). Δεν έχει επίσης τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε άλλη επιστολή με τέτοιο περιεχόμενο. Τίποτε από αυτά που περιλαμβάνονται στην επιστολή των δικηγόρων των Αιτητών ημερομηνίας 23.3.2010 δεν αποτελούν λόγο έξωσης. Τα καθυστερημένα ενοίκια αποτελούν λόγο έξωσης, αλλά δεν στάληκε ειδοποίηση γι' αυτά.»
Απέρριψε επίσης την Ανταπαίτηση για όλα τα ποσά αποζημιώσεων που αξίωνε ο καθ' ου η αίτηση, όπως και την αξίωση για επιστροφή του ποσού της εγγύησης. Στο πλαίσιο της απόφασης του και συγκεκριμένα στη σελίδα 26, το Δικαστήριο ανέφερε το εξής σημαντικό: «Ο καθ΄ ου η αίτηση οφείλει ενοίκια, αυτό έχει αποδειχθεί.».
Η απόφαση του Δικαστηρίου στην Ε28/10 δεν εφεσιβλήθηκε. Αντί αυτού, οι αιτητές προχώρησαν στην καταχώριση της αίτησης Κ24/15, με την οποία αξίωναν:
«Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίον να διατάσσεται ο Καθ' ου η αίτηση όπως πληρώσει το ποσό των €59.554,11σ που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο δεδουλευμένων και απλήρωτων ενοικίων από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι και 29/01/2013 (συμπεριλαμβανομένων) και/ή ως αναγνώριση και/ή διαπίστωση του Δικαστηρίου στην Ε28/10.»
Ο καθ' ου η αίτηση στο δικόγραφο της Απάντησης του, ήγειρε προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίστηκε ότι τα επίδικα θέματα της Κ24/15 δεν μπορούν να προωθηθούν λόγω δεδικασμένου. Προχώρησε ακολούθως στην καταχώριση ενδιάμεσης αίτησης με βάση τους τότε περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.27 θ.θ.1, 2 και 3, με την οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου που να απορρίπτει την κυρίως αίτηση για τον λόγο ότι η προώθηση της από τους καθ' ων η αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή λόγω παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου.
Οι αιτητές στην κυρίως αίτηση καταχώρισαν ένσταση και το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ.30.5.2018 κατ' εφαρμογή των αποφάσεων Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 C.L.R. 225 και Πιερίδης v. Keshishian (1996) 1Α.Α.Δ. 224, έδωσε άδεια για προδικαστική εκδίκαση του προδικαστικού σημείου που εγείρεται στην πρώτη παράγραφο της Απάντησης του καθ' ου η αίτηση. Καταχωρήθηκε στη συνέχεια αίτηση από τον καθ' ου η αίτηση στην κυρίως αίτηση με την οποία αξίωνε «Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απορρίπτει και/ή παραμερίζει και/ή ακυρώνει την αίτηση με αριθμό Κ24/15 για τον λόγο ότι η προώθηση της από τους καθ' ων η αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή λόγω της παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου.»
Νομική βάση της αίτησης ήταν η Δ.27 των τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και η αίτηση στηριζόταν στα γεγονότα που αναφέρονται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του καθ' ου η αίτηση στην κυρίως αίτηση, στην οποία επισύναψε και δύο Τεκμήρια, την κυρίως αίτηση ως Τεκμήριο Α και την τελική απόφαση στην Ε28/10 ως Τεκμήριο Β.
Οι αιτητές στην κυρίως αίτηση καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση για απόρριψη, η οποία είναι ιδιαίτερα μακροσκελής και εκτεταμένη. Συνοδεύετο από την ένορκη δήλωση δικηγόρου και πληρεξουσίου αντιπροσώπου των αιτητών στην κυρίως αίτηση. Σημειώνουμε ότι ένας από τους λόγους ένστασης ήταν ο ακόλουθος:
«.(ξ) Οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούν για σκοπούς ορθότητας και δικαιοσύνης όπως απορριφθούν οι αξιώσεις του Καθ' ου η Αίτηση - Αιτητή ως η Αίτησή του ημερ. 07/09/2018 και συνεχιστεί η ακρόαση της Αίτησης έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Αιτητές - Καθ' ων η Αίτηση να ενδύσουν με εκτελεστότητα την αναγνώριση και/ή διαπίστωση του Δικαστηρίου στην Αίτηση υπ' αριθμό Ε28/2010 και, κατ' επέκταση, να αποτελέσει αντικείμενο λήψης μέτρων δια της δικαστικής οδού για διεκδίκηση των οφειλόμενων ενοικίων τα οποία και διαπιστώθηκαν υπό του Δικαστηρίου στην Αίτηση Ε28/10 με την Αίτηση Κ24/2015 και έκδοση εκτελεστής απόφασης προς είσπραξη των οφειλόμενων ενοικίων.»
Η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση χωρίς να ζητηθεί η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Καταχωρήθηκαν από τους συνηγόρους των μερών γραπτές αγορεύσεις στις οποίες οι δικηγόροι των αιτητών στην κυρίως αίτηση ισχυρίζονται ότι η αίτηση Κ24/15 και η Ε28/10 έχουν διαφορετικό αντικείμενο, η αίτηση Κ24/15 αφορά αξίωση πληρωμής ποσού άλλου από αυτό που αξίωναν στην Ε28/10 καθώς αντιπροσωπεύει ενοίκια που αντιστοιχούν σε μία εντελώς διαφορετική περίοδο. Αναφέρουν επίσης ότι το ποσό στην Ε28/10 οι αιτητές το διεκδικούσαν «υπό τη μορφή ενδιάμεσων κερδών», ενώ στην παρούσα αίτηση «αξιώνουν την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένα ενοίκια και όχι σε ενδιάμεσα κέρδη.».
Εντελώς διαφορετική ήταν η θέση των συνηγόρων του καθ' ου η αίτηση στην κυρίως αίτηση. Ισχυρίστηκαν συγκεκριμένα ότι υπάρχει τελεσίδικη απόφαση και ταύτιση τόσο διαδίκων όσο και επίδικων θεμάτων. Ήταν η θέση του ότι, και στις δύο αιτήσεις αξιώνονται ενοίκια για το ίδιο χρονικό διάστημα και αναφέρουν επίσης ότι το δεδικασμένο εκτείνεται σε ζητήματα που μπορούσαν να εγερθούν, αλλά δεν εγέρθηκαν κατά την προηγηθείσα διαδικασία. Υποστήριξαν τέλος ότι η συμπεριφορά των αιτητών στην κυρίως αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση του αναφέρει ότι η Δ.27 θ.3, που ουσιαστικά αναπαράγει τη Δ.24 θ.5 των παλαιών αγγλικών θεσμών, δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής. Παραθέτει νομολογία και συγκεκριμένα την απόφαση CYPROMAN SERVICES LTD v. Martin John COWARD Πολ. Έφεση αρ.140/2012, ημερ. 04.04.2018, ECLI:CY:AD:2018:A162, όπου έχει επαναληφθεί η πάγια αρχή της νομολογίας ότι η εφαρμογή της Δ.27 θ.3 αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο σε απλές και έκδηλες περιπτώσεις.
Αναφέρει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στο Annual Practice του 1958 στη σελίδα 575 κάτω από τον τίτλο «No reasonable cause of action» υπάρχει παράθεση περιπτώσεων και παραδειγμάτων υποθέσεων στις οποίες δεν στοιχειοθετήθηκε εύλογο αγώγιμο δικαίωμα. Μεταξύ των περιπτώσεων αυτών περιλαμβάνονται και υποθέσεις όπου για το επίδικο θέμα υφίστατο δεδικασμένο.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την αρχή του δεδικασμένου σημειώνοντας ότι αυτή θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας και στοχεύει να προστατεύσει έναν διάδικο από την ανάγκη να υποχρεωθεί να υπερασπίσει τον εαυτό του δύο φορές. Με αναφορά στη νομολογία και συγκεκριμένα στις υποθέσεις Χριστοφή (Παπέττας) ν. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.α. (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1703, Γαβριήλ ν. Αγαπίου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1868, Χωματένος ν. Σταυρινού Πολιτική Έφεση αρ. 62/2011 ημερομηνίας 17/12/2015 και Φιλελεύθερος ν. Σοφοκλέους (2003) 1Α Α.Α.Δ 549, επεξηγεί ότι το δεδικασμένο προκύπτει όποτε υπάρχει ταυτότητα συμφερόντων και διαδίκων και προαπαιτεί ύπαρξη τελικής δικαστικής απόφασης από Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, τονίζοντας ότι είναι αδιάφορο κατά πόσο η απόφαση από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο έχει εξασφαλιστεί μετά από ακροαματική διαδικασία ή εκ συμφώνου.
Αναφέρει επίσης ότι η αρχή του δεδικασμένου εφαρμόζεται και επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην πρώτη διαδικασία παραθέτοντας σχετικά απόσπασμα από την απόφαση K.S.R. Comercio κλπ ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 όπου λέχθηκε:
«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι, η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα..»
Εφαρμόζοντας τη νομολογία στα γεγονότα της υπόθεσης ενώπιόν του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι:
«Το υπό εξέταση αγώγιμο δικαίωμα είχε σαφώς εγερθεί στα πλαίσια της Ε28/2010 και σχετίζεται με οφειλές ενοικίων και ενδιάμεσων ωφελημάτων που εδράζονται στα ίδια γεγονότα και αφορούν ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο. Η διατύπωση του περιεχομένου της αιτούμενης υπό «Β.(α)» θεραπείας όπου ρητά αναφέρεται σε απαίτηση δυνάμει «αναγνώρισης και/ή διαπίστωσης του Δικαστηρίου στην Ε28/2010», επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.»
Διαφώνησε επίσης με την εισήγηση των αιτητών στην κυρίως αίτηση ότι στο πλαίσιο της Ε28/10 αναγνωρίστηκε το δικαίωμα τους να επανέλθουν με νέα αίτηση, αναφέροντας ότι η πρωτόδικη κρίση, ότι δηλαδή για την επιδίκαση οφειλόμενων ενοικίων και μόνο απαιτείται η αποστολή συγκεκριμένης γραπτής ειδοποίησης με βάση το άρθρο 11 (α) του Νόμου, είναι θέμα που μπορούσε να αμφισβητηθεί μέσω έφεσης. Ανάφερε δε ότι η απόφαση αυτή ενόσω δεν έχει κατ' έφεση ανατραπεί παραμένει ισχυρή, δεσμευτική και δημιουργεί δεδικασμένο για τους διάδικους και κατέληξε ότι οι αιτητές στην κυρίως αίτηση δεν μπορούν να διεκδικούν με την παρούσα αίτηση τις ίδιες θεραπείες τις οποίες δεν απέδειξαν στο πλαίσιο της αίτησης Ε28/10, η οποία έχει απορριφθεί.
Απέρριψε επίσης την άλλη εισήγηση των δικηγόρων των αιτητών στην κυρίως αίτηση, ότι αυτό που αξιώνουν στην παρούσα αίτηση είναι την καταβολή ποσού που αντιστοιχεί σε δεδουλευμένα ενοίκια και όχι σε ενδιάμεσα κέρδη, αναφέροντας ότι το τι έχει σημασία, όπως επανειλημμένα υποδεικνύει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι ότι «το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με τον χαρακτηρισμό o οποίος του αποδίδεται από τους διάδικους.»
Οι αιτητές με την υπό κρίση έφεση επικαλούνται 6 λόγους επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «οι αιτητές στην κυρίως αίτηση λόγω δεδικασμένου δεν έχουν αποκαλύψει εύλογο αγώγιμο δικαίωμα για προώθηση της παρούσας διαδικασίας», είναι αποτέλεσμα παραγνώρισης και εσφαλμένης εφαρμογής της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, της σχετικής νομολογίας, του κανόνα της επιείκειας και της πρακτικής του Δικαστηρίου. Συναφής είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης όπου οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει τελεσίδικη απόφαση Δικαστηρίου αναφορικά με το υπό εξέταση αγώγιμο δικαίωμα, είναι εσφαλμένο και ότι το Δικαστήριο έχει συγχύσει τους όρους «δεδουλευμένα ενοίκια» που αξιώνονται με την αίτηση Κ24/15 και «ενδιάμεσα κέρδη», τα οποία αξιώνονταν στην αίτηση Ε28/10 καταλήγοντας λανθασμένα στο συμπέρασμα ότι οι αξιώσεις στις δύο αιτήσεις είναι οι ίδιες. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο καθ' όλη τη διαδικασία λειτούργησε τυπολατρικά και παραβιάζοντας κάθε αρχή δικαίου και επιείκειας. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση Κ24/15 λόγω του ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή των αρχών του δεδικασμένου και της κατάχρησης διαδικασίας είναι λανθασμένο νομικά και σε σχέση με τα γεγονότα, ενώ αντικείμενο του πέμπτου λόγου έφεσης είναι η κατ' ισχυρισμό παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του την κακή πίστη που έδειξε ο εφεσίβλητος, o οποίος δεν έχει πληρώσει κανένα ποσό στους εφεσείοντες. Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης οι συνήγοροι των εφεσειόντων ισχυρίζονται ότι συνεπεία των προηγούμενων λαθών, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία καταδικάζοντας τους εφεσείοντες στα έξοδα της υπόθεσης.
Οι πρώτος και δεύτερος λόγοι έφεσης μπορούν να τύχουν εξέτασης μαζί, αφού ουσιαστικά στρέφονται εναντίον του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το θέμα του δεδικασμένου και ειδικότερα της απόφασης του ότι με τις δύο αιτήσεις, Ε28/2010 και Κ24/2015, εγείρονται οι ίδιες αξιώσεις. Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι δύο πιο πάνω αιτήσεις αφορούν διαφορετικά επίδικα θέματα και ότι εγείρονται ξεχωριστές αξιώσεις στην κάθε αίτηση. Ειδικότερα προβάλλουν τη θέση ότι με την αίτηση Ε28/2010 επιδιώκετο η έξωση του καθ' ου η αίτηση‑εφεσίβλητου μετά από τερματισμό της ενοικίασης για παράβαση της συμφωνίας ενοικίασης, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο και το σχετικό αίτημα για έκδοση διατάγματος έξωσης απορρίφθηκε και συνεπακόλουθα δεν είχε γίνει δεκτή η απαίτηση για ενδιάμεσα κέρδη, αφού ο καθ' ου η αίτηση (διατηρώντας την κατοχή του επίδικου υποστατικού) όφειλε μέχρι την παράδοση της κατοχής δεδουλευμένα ενοίκια και όχι ενδιάμεσα κέρδη, όπως ζητούσε η αίτηση. Γι' αυτό και δεν εκδόθηκε σχετική απόφαση, απλά, πάντα σύμφωνα με τη θέση των εφεσειόντων, αναγνώρισε το Δικαστήριο ότι αυτά οφείλονται. Αντίθετα, με την αίτηση Κ24/2015 δεν αξιώνονται ενδιάμεσα κέρδη, αλλά δεδουλευμένα και απλήρωτα μηνιαία ενοίκια για συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Προωθούν επίσης τη θέση ότι δεν θα μπορούσε να τεθεί θέμα δεδικασμένου, αφού κατά τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης Ε28/2010 ο καθ' ου η αίτηση διατηρούσε την κατοχή του υποστατικού (και συνέχιζε να τη διατηρεί για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την καταχώριση της αίτησης) και ως εκ τούτου δεν ήταν λογικά αναμενόμενο να απαιτήσουν οι αιτητές‑εφεσείοντες οποιοδήποτε ποσό ως δεδουλευμένα ενοίκια.
Υποστηρίζουν επίσης, πάντα σε σχέση με τους λόγους 1 και 2 της έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένα ότι οι αιτήσεις Ε28/2010 και Κ24/2015 εδράζονταν επί των ίδιων γεγονότων αφού, πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η αίτηση Κ24/2015 ανέκυψαν σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο από τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης Ε28/2010, ήταν απρόβλεπτα και δεν μπορούσαν να ζητηθούν στο πλαίσιο της αίτησης Ε28/2010. Προβάλλουν επίσης τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει συγχύσει τους όρους «δεδουλευμένα ενοίκια» τα οποία αξιώνονται με την αίτηση Κ24/2015 και «ενδιάμεσα κέρδη» τα οποία αξιώνονταν με την αίτηση Ε28/2010, καταλήγοντας λανθασμένα ότι οι αξιώσεις που προβάλλονται στις δύο αιτήσεις είναι ίδιες.
Αντίθετη είναι η θέση του εφεσίβλητου, o οποίος ισχυρίζεται ότι εφόσον παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι η κατοχή του επίδικου ακίνητου παραδόθηκε στις 29.1.2013, υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων καθ' ότι οι εφεσείοντες με την αίτηση τους Κ24/2015 αξίωναν απόφαση για μηνιαία ενοίκια από τον Απρίλιο του 2010‑29.1.2013 (ημερομηνία παράδοσης της κατοχής του επίδικου ακίνητου), ενώ με την αίτηση Ε28/2010 αξίωναν ενδιάμεσα κέρδη από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης, δηλαδή 9.6.2015 μέχρι της παράδοσης της κατοχής του ακίνητου, δηλαδή μέχρι 29.1.2013. Επομένως και στις δύο αιτήσεις αξιώνονται ενοίκια για το ίδιο χρονικό διάστημα και/ή για χρονικό διάστημα που συμπεριλαμβανόταν και στις δύο αιτήσεις.
Στην υπόθεση Ηλίας Μ. Τσιακλίδης v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1Α.Α.Δ. 867, έχουν λεχθεί τα ακολούθα:
«. η αρχή του δεδικασμένου καλύπτει όχι μόνο θέματα που συμπεριλήφθηκαν και αποφασίσθηκαν στην προηγούμενη αγωγή αλλά επίσης και θέματα που μπορούσαν κατάλληλα να συμπεριληφθούν, αν βέβαια αυτά αποτελούσαν μέρος της διαφοράς (part of the contest) και/ή ήσαν σημεία τα οποία κανονικά ανήκαν στο επίδικο θέμα (points which properly belonged to the subject of litigation) και τα οποία μπορούσαν οι διάδικοι με εύλογη φροντίδα να εντοπίσουν και συμπεριλάβουν στην πρώτη αγωγή τους. Είναι δηλαδή φανερό ότι η εν λόγω αρχή δεν απαιτεί να θέσουν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου σε μια μόνο αγωγή όλες τις διαφορές τους γενικά, αλλά μόνο εκείνες που είναι μέρος του επίδικου θέματος. Επομένως ουσιώδη σημασία για το θέμα που εξετάζουμε είναι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στο σύγγραμμα PHIPSON ON EVIDENCE, 12η έκδοση, σελ. 543 §1343 κάτω από τον τίτλο «Whole case» μεταξύ άλλων διαβάζουμε: "But plaintiffs are not bound, nor estopped if they fail to join distinct causes of action though arising in respect of the same transaction.».
Η πιο πάνω απόφαση ακολουθεί την καθοδηγητική επί του θέματος αγγλική απόφαση Henderson v. Henderson [1843‑1860] All E.R. 378, η οποία υιοθετήθηκε στη δική μας απόφαση Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296, όπου αποφασίστηκε ότι ο κανόνας του δεδικασμένου και ειδικά το κριτήριο της ταύτισης των επίδικων θεμάτων, δεν εφαρμόζεται μόνο σε θέματα που είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή θα μπορούσαν να είχαν εγείρει.
Παρόμοια προσέγγιση ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κλεόπα Σοφία v. Χριστόφορου Αντωνίου (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 58, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία και στην υπόθεση Henderson (ανωτέρω), αποφάσισε ότι η έγερση νέας αγωγής που είχε τους ίδιους διάδικους και ταυτόσημη βάση αγωγής με την προηγούμενη, προσέκρουε στον κανόνα του δεδικασμένου.
Χρήσιμη αναφορά γίνεται επίσης και στην απόφαση K.S.R. Comercio (ανωτέρω) και στο σχετικό απόσπασμα, το οποίο παραθέσαμε.
Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η εξέταση των αιτημάτων των δύο αιτήσεων για να αποφασιστεί κατά πόσο ενεργοποιείται όντως η αρχή του δεδικασμένου. Οι εφεσείοντες με την πρώτη αίτηση τους ζητούσαν την έξωση του εφεσίβλητου. Ζητούσαν επίσης δεδουλευμένα ενοίκια 3 μηνών (από την ημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης τερματισμού της θέσμιας ενοικίασης), καθώς επίσης και ενδιάμεσα κέρδη (mense profits). Τα ενδιάμεσα κέρδη, εξ ορισμού, αποτελούν θεραπεία παρεπόμενη της έξωσης και πρέπει να ζητούνται από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης έξωσης μέχρι την έκδοση απόφασης. Επομένως, τα ενδιάμεσα κέρδη ως θεραπεία αποτελούν αντίθετο είδος θεραπείας από τα ενοίκια που είναι καταβλητέα βάσει συμφωνίας που βρίσκεται σε ισχύ και θεωρούνται απαίτηση για ξεκαθαρισμένη οφειλή. Τα ενδιάμεσα κέρδη πρέπει να αποδειχθούν ως εύλογη αποζημίωση για την περίοδο που το ακίνητο κατέχεται βάσει παράνομης επέμβασης.
Στο σύγγραμμα Bullen & Leake, Έκδοση 1975, στο Κεφ. 6 στη σελίδα 69 σε σχέση με τα ενδιάμεσα κέρδη διαβάζουμε τα ακολούθα:
«In an action for the recovery of land, questions often arise as to what are known as "mense profits".
If a person who has no title enters into possession of land, the rents or profits which he receives or makes or which he might have received or made therefrom during his occupation are called mense profits; and these he must pay over to the true owner as compensation for the trespass which he has committed. Again, as soon as a tenant's interest in the premises that were demised to him is legally determined, his remaining in occupation without the consent of his landlord will be wrongful, and is in law a trespass for which damages in respect of mense profits may be recovered. "Rent", on the other hand, is the money which is payable by a tenant to his landlord for the use and occupation of land under a contract express or implied. A claim for rent is therefore liquidated. But the amount to which the plaintiff is entitled for mense profits must be assessed by the court. It is not necessarily commensurate with the rent reserved in the expired lease, as the value of the premises may have either increased or fallen during the tenancy. Rent must be claimed up to the date at which the defendant ceased to be tenant; mense profits from the date at which he first became a trespasser. If, as is usually the case, the defendant became a trespasser before the date of the writ, the statement of claim must show that a right of entry accrued to the plaintiff at that earlier date. Mense profits may be claimed up to the time when possession is given up to the plaintiff.
Where the defendant's interest is determined by a forfeiture, it is the service of the writ and not its mere issue, which constitutes the notional re‑entry and unequivocal determination of the tenancy by the landlord, and in such action, therefore, the date from which mense profits are recoverable is the date of the service of the writ, and not the date of its issue, and accordingly, the proper practice in such case is to claim rent up to the date of the service of the writ, and mense profits from that date up to the date of delivery of possession.
Care must be taken not to claim rent for any period after the date of the forfeiture; otherwise the forfeiture may be waived, unless a prior action has been brought for the recovery of the land on such forfeiture and the writ has been served in such action.»
(δικές μας οι υπογραμμίσεις)
Στην πρώτη διαδικασία έξωσης στην Αίτηση Ε28/10 το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι δεν τερματίστηκε η θέσμια ενοικίαση με την απαιτούμενη από τον Νόμο ειδοποίηση, εφόσον η κατ' ισχυρισμό επιστολή τερματισμού της θέσμιας ενοικίασης δεν πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 11 του Νόμου. Έτσι η απαίτηση για ενδιάμεσα κέρδη ήταν αυτόματα έκθετη σε απόρριψη. Με τη δεύτερη Αίτηση, την Κ24/15, δεν αξιώνονται ενδιάμεσα κέρδη, αλλά δεδουλευμένα και απλήρωτα μηνιαία ενοίκια από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι την παράδοση κατοχής του ακινήτου από τον εφεσίβλητο στις 29.1.2013, συμπεριλαμβανομένων.
Σημειώνουμε επίσης ότι εφόσον κατά τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης Ε28/10, o εφεσίβλητος διατηρούσε την κατοχή του ακίνητου και συνέχιζε να τη διατηρεί για περίοδο δυόμιση ετών μετά την καταχώριση της Αίτησης, οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να απαιτήσουν οποιοδήποτε ποσό ως δεδουλευμένα ενοίκια, και εφόσον εκκρεμούσε η πρώτη αίτηση τους με την οποία υποστηρίζεται ότι ήταν trespasser λόγω της πιο πάνω αναφερόμενης επιστολής, αφού ο εφεσίβλητος συνέχιζε να διατηρεί την κατοχή του επίδικου ακίνητου και αρνείτο να το παραδώσει στους εφεσείοντες. Επομένως το μόνο που νομιμοποιούνταν οι εφεσείοντες να αξιώσουν δια της Αίτησης Ε28/10, που ήταν και το σημαντικό της εν λόγω αίτησης, ήταν απόφαση και/ή διάταγμα έξωσης. Αξίωναν βέβαια και ενδιάμεσα κέρδη μέχρι της παράδοσης της κατοχής του ακίνητου.
Στην πρόσφατη απόφαση μας ALPHA PANARETI PUBLIC LTD v. A. ΑΡΑΠΗ κ.α. Πολ. Έφ. Αρ. Ε125/2019 ημερ.15.11.2024 αναφέρουμε τα ακόλουθα σε σχέση με τις αρχές του κωλύματος λόγω δεδικασμένου:
«Το κώλυμα λόγω δεδικασμένου συναρτάται με την αρχή της τελεσιδικίας που είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (βλ. K.S.R. Commercio S.A. κ.α. v. Bluecoral Navigation Ltd. (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 και Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ.). Έχει δύο εκφάνσεις. Το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και το κώλυμα επίδικου θέματος (issue estoppel). Ανεξαρτήτως έκφανσης, για να πετύχει η επίκληση του κωλύματος θα πρέπει (α) η απόφαση στην προηγηθείσα διαδικασία να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει (β) ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων (βλ. Χριστοφίδης κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 2166 , Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125).
Μια από τις θεμελιακές επί του ζητήματος αποφάσεις είναι η Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ. (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, 677 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«...δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσες αξιώσεις περιλήφθηκαν στην πρώτη αγωγή αλλά και σε σχέση με εκείνες που μπορούσαν να προβληθούν ως ενταγμένες στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της αντιδικίας, αλλά δεν προβλήθηκαν. Είναι θεμελιωμένο πως αυτή η προέκταση ισχύει και ως προς τις δύο εκφάνσεις του δεδικασμένου δηλαδή και για κώλυμα αναφορικά με την αιτία της αγωγής και για κώλυμα αναφορικά με επίδικο θέμα. Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί...».
Στην K.S.R. Commercio S.A. (ανωτέρω) καθορίστηκαν τα όρια μέχρι τα οποία εκτείνεται η αρχή. Το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελ. 312 είναι διαφωτιστικό:
«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ΄ επιλογή του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα».
Δέστε επίσης Χριστοφή (Παπέττας) v. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1703, Κλεόπα v. Αντωνίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 58, Υπουργός Εσωτερικών v. Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Χωματένος v. Σταυρινού (2015) 1 Α.Α.Δ. 2825.
Απαραίτητη και απαρέγκλιτη προϋπόθεση για επιτυχή επίκληση κωλύματος λόγω δεδικασμένου είναι να υπήρξε τελική απόφαση από Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, ασχέτως αν η απόφαση από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο πάρθηκε μετά από ακρόαση ή κατόπιν συμφωνίας των μερών (βλ. Εταιρεία «Ο Φιλελεύθερος Λτδ» v. Σοφοκλέους (2003) 1 Α.Α.Δ. 549). Η αρχή αυτή πηγάζει από τη θεμελιακή υπόθεση Henderson v Henderson (1843) 3 Hare 100, 67 ER 313 στην οποία ο Vice Chancellor, Sir James Wigram ανάφερε:
«where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter[s] which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward, only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation, and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time.»
Αργότερα στην υπόθεση Thoday v Thoday [1964] 1 All ER 341 at 352, ο Δικαστής Diplock LJ ερμήνευσε το κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής ως ακολούθως:
'[A cause of action estoppel] is that which prevents a party to an action from asserting or denying, as against the other party, the existence of a particular cause of action, the non-existence or existence of which has been determined by a court of competent jurisdiction in previous litigation between the same parties. If the cause of action was determined to exist, i.e., judgment was given on it, it is said to be merged in the judgment. If it was determined not to exist, the unsuccessful plaintiff can no longer assert that it does; he is estopped per rem judicatam.'
Πιο πρόσφατα στην Nayif v High Commission of Brunei Darussalam [2015] 4 All ER 159, 160:
«The claimant could pursue his negligence claim in the High Court. The underlying principle was that there should be finality and matters which had been litigated, or would have been but for a party being unwilling to put them to the test, should not be re-opened. However, there was no justification for the principle applying in circumstances where there had been no actual adjudication of any issue and no action by a party which would justify him as having consented, either expressly or by implication, to having conceded the issue by choosing not to have the matter formally determined. The principle was rooted in a legitimate concern for finality which would generally make it unjust for a claimant to pursue the same point in two sets of proceedings, but there was no justification for treating, as though it had been the final disposal of a claim, a determination that the issue could not be considered at all. The fact that a court had only dealt with a jurisdictional issue would be enough to counter a submission that the party had chosen of his own free will not to pursue the claim and therefore had to be deemed to have unsuccessfully fought it. However, it would not prevent issue estoppel being raised where there had, in fact, been an adjudication of a relevant issue albeit in the context of a jurisdictional issue. The fact that there had, in the instant case, been a hearing on the jurisdiction issue had not been enough to have brought the principle of res judicata into play. The order striking out the High Court claim would be quashed (see [27]-[30], [32], [40]-[42], below).»
Σε σχέση ειδικά με την προϋπόθεση αρμοδιότητας/δικαιοδοσίας του πρώτου Δικαστηρίου σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Spencer Bower and Handley «Res Judicata» 5η έκδοση (2019), σελίδα 19, παρ. 2.15 υπό τον τίτλο «Decisions on Jurisdiction», δηλαδή ότι:
«A decision by a tribunal that it has no jurisdiction will not support a plea of res judicata on any other question for the reasons given by Lord Russell of Killowen in an Indian appeal:
'The res judicata here was the lack of jurisdiction. not the reason for that decision. A Court which declines jurisdiction cannot bind parties by its reasons for declining jurisdiction: such reasons are not decisions, and are certainly not decisions by a court of competent jurisdiction. It would indeed be strange if on a dispute as to the jurisdiction of a Court to try an issue, that Court by its reasons for holding that it had no jurisdiction, could, on the principle of res judicata decide and bind the parties upon the very issue it was incompetent to try.'
A landlord brought eviction proceedings in the court of the Rent Controller which upheld the submission of the tenant that it had no jurisdiction. The landlord then brought proceedings in the ordinary courts which upheld the tenant's submission that the Rent Controller's court had exclusive jurisdiction and the Supreme Court of India agreed a: 'A court which has no jurisdiction in law cannot be conferred with the jurisdiction by applying principles of res judicata'. Council Regulation 44/2001 applies to a judgment declining jurisdiction because of a jurisdiction clause. Where a judge declined to deal with a claim for interest because he had not been the trial judge, there was no res judicata because there had been no adjudication. However a decision by a tribunal denying jurisdiction makes that question res judicata in that tribunal, unless jurisdiction is latter conferred by statute. A wrong decision by a court that it has jurisdiction is res judicata in that court.»
(όλες οι υπογραμμίσεις δικές μας)»
Είναι φανερό ότι οι εφεσείοντες στο πλαίσιο της πρώτης αίτησης, δηλαδή της Ε28/10 δεν δικαιούνταν εναλλακτικά να αιτηθούν ενοίκια για την περίοδο που θα ακολουθούσε τη σκοπούμενη έξωση. Επ' αυτού υπενθυμίζουμε το μέρος του αποσπάσματος από το σύγγραμμα Bullen & Leake (ανωτέρω) όπου επισημαίνεται ότι:
«Care must be taken not to claim rent for any period after the claim forfeiture; otherwise the forfeiture may be waived; unless a prior action has been brought for the recovery of the land on such forfeiture and the writ has been served in such action.»
Προκύπτει επομένως ότι η έξωση με διεκδίκηση ενδιάμεσων κερδών, αποτελεί διαφορετική, διακριτή και αντίθετη βάση αγωγής από την αίτηση για ανάκτηση ενοικίων, και προς τούτο παραπέμπουμε και στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Res Judicata των Spencer Bower and Handley, 5η έκδοση στη σελ.102:
«A plaintiff with separate cause of action arising out of the same transaction, as distinct with several remedies for one cause of action, is not bound to join all of them in one action.»
Αφ' ης στιγμής η απόφαση στην πρώτη Aίτηση Ε28/10 ήταν ότι η ειδοποίηση έξωσης δεν πληρούσε τα κριτήρια του νόμου, στην οποία η κύρια θεραπεία ήταν η έξωση και τα ενδιάμεσα κέρδη ήταν παρεπόμενη θεραπεία, η ορθή διαδικασία ήταν να κινηθεί δεύτερη διαδικασία για την επιδίκαση των ενοικίων, πράγμα το οποίο ορθά οι εφεσείοντες έπραξαν καταχωρώντας την Κ24/15.
Τα δεδουλευμένα ενοίκια, τα οποία αξιώνονται με την Aίτηση Κ24/15 δεν είναι τα ίδια με τα ενδιάμεσα κέρδη τα οποία αξιώνονταν με την Aίτηση Ε28/10 και συνεπώς λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αξιώσεις που προβάλλονται στις Αιτήσεις Ε28/10 και Κ24/15 είναι οι ίδιες.
Ενόψει της επιτυχίας των δύο πρώτων λόγων έφεσης, οι οποίοι συμπαρασύρουν και τον λόγο έφεσης υπ' αριθμό 6, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης 3, 4 και 5.
Με την κατάληξη μας αυτή, ότι δηλαδή δεν υπήρχε ταυτότητα επίδικων θεμάτων, προκύπτει σαφέστατα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές του δεδικασμένου στην παρούσα υπόθεση και λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρχε δεδικασμένο και απέρριψε σχετικά την αίτηση Κ24/15. Κατ' επέκταση η απόφαση του ακυρώνεται, όπως και η σχετική διαταγή για τα έξοδα που έχει εκδώσει.
Δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της αίτησης από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου, την οποία συνακόλουθα εκδίδουμε.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.100 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.