ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε73/2024)
27 Ιανουαρίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δικαστές]
Αργυρώ Παπατρύφωνος
Εφεσείουσα
ν.
Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ
Εφεσίβλητη
Αίτηση υπό εφεσείουσα για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Για αιτήτρια - εφεσείουσα: κα Φρόσω Γέρου με κα Καλλιόπη Χατζηχριστοδούλου
Για καθ' ης η αίτηση - εφεσίβλητη: κ. Γιάννης Ιωάννου με κα Κατερίνα Γιαπανά για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που απέρριψε ενδιάμεση αίτηση της εφεσείουσας, με την οποία ζητούσε την έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναστολής της διαδικασίας εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων της, τα οποία ισχυρίζεται ότι αποτελούν κύριες κατοικίες της ίδιας και της θυγατέρας της. Η πιο πάνω ενδιάμεση αίτηση, υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αγωγής της εφεσείουσας εναντίον της εφεσίβλητης στο Ε.Δ. Λευκωσίας και στηρίχθηκε κυρίως στο Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 που ρυθμίζει την εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση ενδιάμεσων συντηρητικών διαταγμάτων.
Αντικείμενο της πιο πάνω αγωγής, είναι οι πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχώρησε η εφεσίβλητη στην εφεσείουσα κατά ή περί το 2008, δυνάμει δύο δανειακών συμβάσεων. Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη παράνομα και αντισυμβατικά μετέβαλε το βασικό επιτόκιο και χρέωσε τον επίδικο λογαριασμό με παράνομους τόκους και έξοδα. Αξίωση της εφεσείουσας είναι η ακύρωση των πιο πάνω συμβάσεων αλλά και των υποθηκών που δόθηκαν ως εξασφαλίσεις για αυτές. Διαζευκτικά επιζητείται δικαστικό διάταγμα με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι το βασικό επιτόκιο που θα πρέπει να χρεωθεί στον εν λόγω λογαριασμό, είναι το εκάστοτε ελάχιστο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και/ή το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο ύψους 3%.
Η εφεσείουσα επικαλείται επίσης στην πιο πάνω αγωγή της, πρόδηλη παρανομία ή/και καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών επιτοκίου και χρεώσεων των υπό κρίση δανειακών συμβάσεων. Είναι η θέση της ότι η περίπτωση της, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για την Προστασία των Καταναλωτών από Καταχρηστικές Ρήτρες, η οποία ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη με τον Περί Προστασίας των Καταναλωτών Νόμο 2021 (Ν.12(I)/2021).
Η εφεσείουσα προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι οι υπάλληλοι της εφεσίβλητης, ουδέποτε της εξήγησαν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των συγκεκριμένων πιστωτικών διευκολύνσεων, και οι δανειακές συμβάσεις έγιναν κατόπιν δικής τους προτροπής, ενώ αυτοί γνώριζαν ότι λόγω του ύψους του επιτοκίου, οι διευκολύνσεις δεν ήταν βιώσιμες.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της εκποίησης, αναφορικά με δύο ακίνητα ιδιοκτησίας της, που υποθηκεύτηκαν προς εξασφάλιση των επίδικων δανειακών συμβάσεων. Πρόκειται για δύο κατοικίες που σύμφωνα με την εφεσείουσα, είναι οι κύριες κατοικίες της ιδίας και της θυγατέρας της.
Κρίθηκε μεταξύ άλλων πρωτοδίκως ότι δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 περί μη αναστρέψιμης ζημιάς. Λέχθηκε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, η εκ των υστέρων χρηματική αποζημίωση για την απώλεια της κύριας κατοικίας της εφεσείουσας και της θυγατέρας της, θα συνιστούσε πλήρη απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Με παραπομπή σε νομολογία, λέχθηκε ότι εφόσον η ζημιά που η εφεσείουσα ενδεχομένως θα υποστεί είναι χρηματική και εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφεσίβλητη είναι φερέγγυα, αυτή θα είναι σε θέση εάν η εφεσείουσα πετύχει στην αγωγή της, να της καταβάλει τις οποιεσδήποτε αποζημιώσεις της αποδοθούν για να μπορέσει να προβεί σε άλλες διευθετήσεις και/ή αγορά άλλης οικογενειακής κατοικίας.
Με 10 λόγους έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στους λόγους έφεσης, επικαλείται μεταξύ άλλων ότι με την πρωτόδικη απόφαση, παραβιάστηκε το δίκαιο της Ένωσης (λόγοι έφεσης 1-4 και 9). Ειδικότερα, ζητείται από το Εφετείο να εξετάσει αν η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβίασε τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), καταλήγοντας στο εύρημα ότι η απώλεια της κύριας κατοικίας της εφεσείουσας και της θυγατέρας της, συνιστά αναστρέψιμη ζημιά επειδή η εκ των υστέρων χρηματική αποζημίωση, επαρκεί ως πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Επιπλέον, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν νομίμως αδειοδοτημένη αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως παράνομη οντότητα κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (λόγος έφεσης αρ. 1).
Αναφέρεται επίσης στους λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε εσφαλμένη ερμηνεία της ημεδαπής και ενωσιακής νομοθεσίας και νομολογίας και ανεπίτρεπτα αποφάσισε σε πρόωρο στάδιο την αγωγή, καταλήγοντας ότι η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών δεν οδηγεί πάντοτε σε ακυρότητα των συμβάσεων στο σύνολο τους. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα έκρινε ότι ουδέποτε άρα ούτε και στην υπό κρίση υπόθεση, οι καταχρηστικές ρήτρες θα οδηγήσουν σε ακυρότητα των συμβάσεων και άρα η αγωγή δεν παρουσιάζει καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Η εφεσείουσα ταυτόχρονα με την καταχώρηση της υπό κρίση έφεσης, υπέβαλε αίτηση προδικαστικής παραπομπής συγκεκριμένων νομικών ερωτημάτων προς το ΔΕΕ. Άλλο ενδιάμεσο αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της διαδικασίας εκποίησης, αποσύρθηκε από την εφεσείουσα. Να σημειωθεί επίσης ότι τρίτο αίτημα για επίσπευση εκδίκασης της έφεσης, έχει εγκριθεί από το Εφετείο χωρίς να υπάρχει ένσταση από πλευράς εφεσίβλητης.
Η εφεσείουσα εισηγείται αρχικά την παραπομπή 5 νομικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ που συνοπτικά αφορούν την κατά τους ισχυρισμούς της, υποχρέωση των εθνικών Δικαστηρίων να αναστέλλουν με προσωρινά μέτρα, εξωδικαστικές διαδικασίες εκποίησης όταν εκκρεμεί δικαστικός έλεγχος καταχρηστικών όρων σε συμβάσεις.
Παρά την πρόθεση του Δικαστηρίου για εκδίκαση της ουσίας της έφεσης κατά προτεραιότητα αφού το αίτημα της εφεσείουσας για επίσπευση έγινε αποδεκτό, εντούτοις η εφεσείουσα επέμενε στην αίτηση της για παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Ως αποτέλεσμα εκδικάσαμε καθηκόντως πρώτα το αίτημα παραπομπής, δίδοντας οδηγίες για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων από τους συνηγόρους.
Τα ερωτήματα που η εφεσείουσα αιτήθηκε αρχικά όπως παραπεμφθούν προδικαστικά στο ΔΕΕ είναι τα ακόλουθα:
(α) Πρώτο Προδικαστικό Ερώτημα:
Αφορά ερώτημα, κατά πόσο τα Άρθρα 6.1 και 7.1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ υπό το πρίσμα της Αρχής της Αποτελεσματικότητας, επιβάλλουν στα εθνικά δικαστήρια να αναστέλλουν εξωδικαστικές διαδικασίες εκποίησης όταν εκκρεμεί έλεγχος καταχρηστικότητας όρων σε συμβάσεις. Η αναφορά, σε εθνική νομοθεσία, έχει την έννοια ότι ζητά από το ΔΕΕ να ερμηνεύσει τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και κατά πόσο αυτές έχουν την έννοια ότι υπερισχύουν της εθνικής νομοθεσίας που περιορίζει την αναστολή εξωδικαστικών διαδικασιών εκποίησης, όταν εκκρεμεί έλεγχος καταχρηστικότητας. Αυτός ο τύπος ερωτήματος είναι σύμφωνος με τη νομολογία του ΔΕΕ, που επιτρέπει την εξέταση του πλαισίου εφαρμογής της Οδηγίας σε σχέση με την εθνική νομοθεσία, χωρίς να υποκαθιστά τα εθνικά δικαστήρια στην κρίση της συμβατότητας. Ανάλογη διατύπωση απαντάται μεταξύ άλλων στις υποθέσεις C-430/21, Υπόθεση C-135/08, C -280/13, C (-415/11), C (-618/10) και C (-260/18) C-484/08, .
(β) Δεύτερο Προδικαστικό Ερώτημα:
Αφορά, ερώτημα κατά πόσο η Οδηγία 93/13 και η Αρχή της Αποτελεσματικότητας απαιτούν από τα εθνικά δικαστήρια να λαμβάνουν προσωρινά μέτρα (όπως να διακόπτουν ή να αναστέλλουν την εκποίηση της κύριας κατοικίας), όταν υπάρχει υπόνοια ότι οι όροι της σύμβασης είναι καταχρηστικοί και κατά πόσο αυτό ισχύει ακόμη και αν οι εθνικοί κανόνες ή η εθνική νομολογία επιτρέπουν την εκποίηση και θεωρούν ότι σε μια τέτοια περίπτωση η χρηματική αποζημίωση σε μεταγενέστερο στάδιο, συνιστά αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
(γ) Τρίτο Προδικαστικό Ερώτημα:
Εξετάζει αν η Οδηγία 93/13 έχει την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια όλων των βαθμίδων, υποχρεούνται να αφήνουν ανεφάρμοστες εθνικές διατάξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις της Οδηγίας και να προσαρμόζουν τη νομολογία τους καθώς και να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για αποτροπή μη αναστρέψιμης ζημιάς στον καταναλωτή.
(δ) Τέταρτο Προδικαστικό Ερώτημα:
Θέτει το ζήτημα, αν η Αρχή της Σύμφωνης Ερμηνείας και της Υπεροχής του ενωσιακού δικαίου όπως απορρέει από το Άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τη συναφή νομολογία του ΔΕΕ, έχουν την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας, υποχρεούνται να προσαρμόζουν την ερμηνεία του εθνικού δικαίου και να ερμηνεύουν τους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, ακόμη και αν αυτό συγκρούεται με την εθνική νομολογία.
ε) Πέμπτο Προδικαστικό Ερώτημα:
Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, ρωτά αν η Οδηγία 2021/2167 αποκτά άμεση ισχύ σε περίπτωση μη έγκαιρης ενσωμάτωσής της στο εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ζητά, να διευκρινιστεί αν μετά την ενσωμάτωση της ή/και την παρέλευση της προθεσμίας της 29ης Ιουνίου 2024, οι οντότητες που είχαν αδειοδοτηθεί βάσει προηγούμενου εθνικού καθεστώτος, θεωρούνται παράνομες ή μη αδειοδοτημένες, εφόσον το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι ισοδύναμο ή αυστηρότερο από τις απαιτήσεις της Οδηγίας.
Η συνήγορος της εφεσείουσας στην γραπτή της αγόρευση, απαντώντας στην θέση της εφεσίβλητης ότι τα προτεινόμενα ερωτήματα είναι εκτενή και πολύπλοκα, παραπέμποντας σε νομολογία του ΔΕΕ σημείωσε ότι παρέχεται η δυνατότητα στο εθνικό Δικαστήριο, για αναδιατύπωση των ερωτημάτων που θα παραπεμφθούν. Επομένως εάν το Εφετείο επιθυμεί να παραπέμψει μικρότερο αριθμό ερωτημάτων ή κρίνει ότι χρειάζεται να απλοποιήσει τη διατύπωσή τους, έχει πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια να συνενώσει τα προδικαστικά ερωτήματα 1 έως 5, διαμορφώνοντας τα ως εξής:
(α) Πρώτο προδικαστικό ερώτημα:
«(i) Έχουν τα άρθρα 6.1 και 7.1, καθώς και η 24η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και την Αρχή της Αποτελεσματικότητας, την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια, ανεξαρτήτως βαθμού δικαιοδοσίας, υποχρεούνται να εκδίδουν προσωρινά μέτρα αναστολής της εκποίησης ενυπόθηκων ακινήτων όταν υπάρχουν υπόνοιες καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων, ιδίως όταν πρόκειται για την προστασία της κύριας κατοικίας του καταναλωτή, δεδομένου ότι η εκ των υστέρων χρηματική αποζημίωση δεν συνιστά πλήρη απονομή της δικαιοσύνης;»
(ii)Έχουν οι ανωτέρω διατάξεις την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια όλων των βαθμίδων υποχρεούνται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν επίκλησης του καταναλωτή, να προβαίνουν σε έλεγχο της καταχρηστικότητας των συμβατικών όρων, κατά την έναρξη ή/και σε κάθε στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, και να λαμβάνουν μέτρα αναστολής της εκποίησης σε περίπτωση απουσίας εκτίμησης της καταχρηστικότητας των όρων, ανεξαρτήτως εθνικών δικονομικών περιορισμών ή/και παρά την ύπαρξη αντίθετης εθνικής νομολογίας, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή βάσει του ενωσιακού δικαίου;»
(β) Δεύτερο Προδικαστικό ερώτημα.
« (i)Έχει η Οδηγία (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021, που αφορά τους διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων και τροποποιεί τις οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ, άμεση εφαρμογή σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος, όπως η Κύπρος, δεν την έχει ενσωματώσει εμπρόθεσμα στο εθνικό του δίκαιο;
(ii) Σε περίπτωση θετικής απάντησης στο πιο πάνω ερώτημα έχει η Οδηγία αυτή την έννοια ότι οι διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων που δεν έχουν λάβει τη νέα απαιτούμενη αδειοδότηση σύμφωνα με τα αυστηρότερα κριτήρια που εισάγονται από την Οδηγία, μετά την προθεσμία της 29ης Ιουνίου 2024, θεωρούνται ως μη δέοντος αδειοδοτημένοι και ως εκ τούτου παράνομοι»
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι σκοπός των προτεινόμενων προδικαστικών ερωτημάτων δεν είναι, όπως αναφέρει η εφεσίβλητη, να κριθεί από το ΔΕΕ η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας ή/και η συμβατότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με το ενωσιακό δίκαιο. Αντιθέτως, ο σκοπός είναι το ΔΕΕ να αποφανθεί επί της ερμηνείας των εφαρμοστέων κρίσιμων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου και να διευκρινίσει την υφιστάμενη νομολογία, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα πραγματικά και νομικά δεδομένα, της υπό κρίση υπόθεσης.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι οι διευκρινίσεις αυτές είναι απαραίτητες, ώστε το Εφετείο να εφοδιαστεί με τα κατάλληλα νομικά εργαλεία για να κρίνει τη συμβατότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με το ενωσιακό δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, η τελική απόφαση του Εφετείου θα ευθυγραμμιστεί πλήρως με το υπερεθνικής ισχύος δίκαιο της Ένωσης και θα διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή του στις υποθέσεις που εξετάζονται σε όλα τα κράτη - μέλη, σύμφωνα με τις Οδηγίες 93/13/ΕΟΚ και (ΕΕ) 2021/2167.
Η εφεσίβλητη έφερε ένσταση στην παραπομπή των πιο πάνω προδικαστικών ερωτημάτων. Στην αγόρευση της η συνήγορος της εφεσίβλητης, αναφέρει ότι οι λόγοι που επικαλείται η εφεσείουσα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Ειδικότερα δεν καταδεικνύεται ότι η επιδιωκόμενη παραπομπή, είναι αναγκαία προκειμένου το Εφετείο να εκδικάσει την υπό κρίση έφεση.
Περαιτέρω, το αίτημα παραπέμπει σε πάγια νομολογία του ΔΕΕ που παραβιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Υπό το φως των πιο πάνω, είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι δεν είναι απαραίτητη η παραπομπή των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Καθίσταται ξεκάθαρο κατά την συνήγορο της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα, ανεπίτρεπτα επιδιώκει όπως το ΔΕΕ λειτουργήσει σαν Εφετείο, στην θέση του Εφετείου ενώπιον του οποίου η ίδια προσέφυγε, με σκοπό να ανατρέψει την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.
Η συνήγορος ισχυρίστηκε επιπλέον ότι με τα προδικαστικά ερωτήματα, ζητείται επί της ουσίας η ερμηνεία της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σε σχέση με θέματα καταχρηστικών ρητρών. Όμως, σύμφωνα με την νομολογία, κάτι τέτοιο είναι αχρείαστο και αδικαιολόγητο. Ως εκ τούτου δεν συντρέχει κατά την συνήγορο, οποιοσδήποτε λόγος για παραπομπή των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ.
Οι προϋποθέσεις προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ
Το άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε), έχει ως εξής:
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
(α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
(β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ' αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο ..»
Μετά την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέστη αναγκαία η τροποποίηση του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ώστε να τεθεί το δικαιοδοτικό πλαίσιο για την Δικαστική Παραπομπή Νομικών Ερωτημάτων από τα Κυπριακά Δικαστήρια στο ΔΕΕ. Έτσι με το Νόμο 119(Ι)/2008 τροποποιήθηκε ο Περί Δικαστηρίων Νόμος με την προσθήκη του Άρθρου 34Α το οποίο έχει ως ακολούθως μετά και την τροποποίηση του από τον Νόμο 146(I)/2022:
«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.
(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία προβλεπόμενο από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ζήτημα ανακύψει ενώπιον του Εφετείου, εφόσον τούτο κρίνει ότι η απόφαση επί του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της υπό του ιδίου απόφασης, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία προβλεπόμενο από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ζήτημα ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, εφόσον τούτο κρίνει ότι η απόφαση επί του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της υπό του ιδίου απόφασης, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
Νοείται ότι, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να εκδίδει Διαδικαστικό Κανονισμό για τη ρύθμιση της υπό του ιδίου παραπομπής τοιούτου ζητήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
Μετά την εισαγωγή του Άρθρου 34Α στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων του εξέτασε τις προϋποθέσεις προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ. Στην υπόθεση Theosavva Co Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ 200, λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με την εμβέλεια του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ:
« Όπως γίνεται αντιληπτό, με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ παρέχεται στο Εθνικό Δικαστήριο η δυνατότητα να παραπέμπει στο ΔΕΕ νομικό ερώτημα σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη, όταν στο αντικείμενο της διαφοράς που καλείται να αποφασίσει ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας των Συνθηκών της Ένωσης και, η δεύτερη, όταν ανακύπτει ζήτημα που σχετίζεται με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.»
Στην υπόθεση Cypra Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 305, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζοντας αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ, ανέφερε ότι το Άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, παρέχει στο ΔΕΕ την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία την εφαρμόζει στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το ΔΕΕ ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του, είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του Νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις, ο Νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη (βλ. Υπόθεση 166/73 Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF [1974] ECR 33).
Στην υπόθεση Δ.513, (2015) 1 Α.Α, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. (1987) C.M.L.R. (2), p. 1, 4, όπου αποφασίστηκε ότι τα πιο κάτω, συνιστούν μεταξύ άλλων, λόγους για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ:
1. Τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης να μην τελούν υπό αμφισβήτηση.
2. Το νομικό σημείο που εγείρεται να είναι καθοριστικό για την τελεσίδικη επίλυση της επίδικης διαφοράς.
3. Να μην υπάρχει κοινοτική αυθεντία επί του νομικού σημείου ή παραπλήσια του.
4. Το εγερθέν σημείο και αυτή η ίδια η υπόθεση να προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.
Στην πιο πάνω υπόθεση Περικλέους, γίνεται επίσης αναφορά στις συστάσεις του ιδίου του ΔΕΕ στα εθνικά Δικαστήρια για την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος (Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling (2012/C338/01) και ειδικά στην σύσταση 13 που έχει ως εξής:
"13. Συνεπώς, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει, ιδίως αν θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Εντούτοις, η υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη όταν πρόκειται για νέο ερμηνευτικό ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος που συμβάλλει στην ενιαία εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ή όταν προκύπτει ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πρωτοεμφανιζόμενο πλαίσιο μιας υποθέσεως."
Σε μεταγενέστερη σύσταση προς τα εθνικά δικαστήρια, σχετικά με το αντικείμενο της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως (2019/C 380/01), το ΔΕΕ αναφέρει τα εξής στις παραγράφους 8 -11:
Το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
8. Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να αφορά την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης και όχι την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου ή ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.
9. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως μόνον εφόσον το δίκαιο της Ένωσης είναι εφαρμοστέο στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εκθέτει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία που το οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ενδέχεται να έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
10. Όσον αφορά τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, αυτού, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Αν και οι περιπτώσεις τέτοιας εφαρμογής μπορεί να ποικίλλουν, εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο, ότι ένας κανόνας του δικαίου της Ένωσης, πλην του Χάρτη, έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης. Στο μέτρο που το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όταν μια έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση από το αιτούν δικαστήριο δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αφ' εαυτών, την αρμοδιότητα αυτή.
11. Τέλος, μολονότι για την έκδοση της αποφάσεώς του το Δικαστήριο λαμβάνει, κατ' ανάγκην, υπόψη το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται από το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εντούτοις δεν εφαρμόζει το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης στην εν λόγω διαφορά. Το Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, επιχειρεί να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, εναπόκειται όμως στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις συγκεκριμένες συνέπειες της απαντήσεως αυτής, αφήνοντας ενδεχομένως ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα που κρίνεται αντίθετος προς το δίκαιο της Ένωσης.
Στην ίδια σύσταση (2019/C 380/01), γίνεται πρόνοια για εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής από το ΔΕΕ με διαδικασία επίσπευσης καθώς και για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ανωνυμοποίηση της αιτήσεως προδικαστικής απόφασης.
Στην υπόθεση Πολ. Έφεση Ε215/21 ημ. 13.3.2024, το Εφετείο ασχολήθηκε με τις προϋποθέσεις παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Τονίστηκε η αρχή ότι δεν υπάρχει υποχρέωση παραπομπής όπου το ζήτημα έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή όπου η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου είναι τόσο προφανής που να μην αφήνει περιθώριο για εύλογη αμφιβολία (βλ. , Υπ. Αρ. 283/81 ημερ. 6.10.19821). Έγινε επίσης παραπομπή στην καθοριστική επί του θέματος απόφαση (2017) 3 Α.Α.Δ. 327 όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981[1982] E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο.».
Η εμβέλεια της Οδηγίας 93/13/EOK
Το αίτημα της εφεσείουσας στηρίζεται μεταξύ άλλων στην Οδηγία 93/13/EOK, (η Οδηγία), η οποία εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αποτελεί το βασικό ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο στον τομέα των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών. Η Οδηγία περιλαμβάνει 10 άρθρα που περιέχουν λεπτομερείς ορισμούς και κριτήρια, τα οποία το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει στη νομολογία του, προκειμένου να διασφαλίσει την προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες.
Σύμφωνα με το Άρθρο 1, στόχος της Οδηγίας είναι η ενιαία προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες, στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή. Όσον αφορά την ερμηνεία του καταχρηστικού χαρακτήρα, το Άρθρο 4 της Οδηγίας παρέχει κατευθυντήριες γραμμές. Ορίζει ότι η αξιολόγηση μιας ρήτρας ως καταχρηστικής, λαμβάνει «υπόψη τη φύση των αγαθών ή υπηρεσιών για τα οποία συνομολογήθηκε η σύμβαση». Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση αναφέρεται «σε όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης και σε όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται».
Τονίζεται ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία, το ΔΕΕ είναι αρμόδιο για την ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας, αλλά δεν έχει εξουσία να κηρύξει μια συγκεκριμένη συμβατική ρήτρα ως καταχρηστική. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 3 της Οδηγίας. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του ΔΕΕ περιορίζεται στην ερμηνεία των γενικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης της ΕΕ για τον ορισμό της έννοιας των καταχρηστικών ρητρών όπως εμφανίζεται στην Οδηγία (βλ. ΔΕΕ, C-415/11, Mohamed Aziz κατά Caixa d' Estalvis de Catalunya, Terragona I Manresa (Catalunyacaixa), 14 Μαρτίου 2013, σκέψη 68 και ΔΕΕ, C-226/12, Constructora Principado κατά José Ignacio Menéndez Álvarez, 16 Ιανουαρίου, 2014, σκέψη 21).
Όσον αφορά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο από τους εθνικούς δικαστές, το Άρθρο 6 της Οδηγίας αποτελεί σημαντική διάταξη για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Δυνάμει του εν λόγω άρθρου «τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές». Επιπλέον, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως του καταναλωτή, αν δεν υπήρχε η εν λόγω καταχρηστική ρήτρα (βλ. ).
Συναφώς, το Άρθρο 6 πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το Άρθρο 7 της Οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την παύση της χρήσης καταχρηστικών συμβατικών ρητρών (βλ. ).
Εντούτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από το Άρθρο 6, παρότι οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή, η σύμβαση στο σύνολό της εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη, εάν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες (βλ. , Πολ. Έφεση 195/2018, 18/12/2024).
Αναφορικά με τους δικονομικούς κανόνες, τονίζεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εναρμονίζει τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικών ρητρών και για τον έλεγχο της εκτέλεσης συμβάσεων που σχετίζονται με καταχρηστικές ρήτρες. Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες με τις οποίες ο εθνικός δικαστής πρέπει να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να εξετάζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρητρών μιας σύμβασης, πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες εκτέλεσης (βλ. ).
Όμως, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 3 της ΣΕΕ, οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με μέσα παροχής ένδικης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικής φύσεως μέσα παροχής ένδικης προστασίας (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. ).
Επιπροσθέτως, το ΔΕΕ έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, ενέχει, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από την Οδηγία 93/13, απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία επιβεβαιώνεται στο Άρθρο 7.1 της Οδηγίας και κατοχυρώνεται επίσης στο Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχύει δε, μεταξύ άλλων, ως προς τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων των ενδίκων βοηθημάτων που βασίζονται σε τέτοια δικαιώματα (βλ. ΔΕΕ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C 482/13, C 484/13, C 485/13 και C 487/13, Unicaja Banco, SA κατά José Hidalgo Rueda, κ.λπ., Caixabank SA κατά Manuel María Rueda Ledesma κ.λπ., και Caixabank SA κατά José Labella Crespo κ.λπ., και Caixabank SA κατά Alberto Galán Luna κ.λπ., 21 Ιανουαρίου 2015).
Στο εγχειρίδιο «Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία για την Προσφυγή στην Δικαιοσύνη» έκδοση 2016, που εκδόθηκε από το Publication Office of the European Union, γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στην υποχρέωση των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέχουν αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα στους πολίτες που ισχυρίζονται ότι επηρεάζονται τα δικαιώματα τους από παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου. Στα παραδείγματα των αποτελεσματικών ένδικων βοηθημάτων, γίνεται ειδική αναφορά στην παράγραφο 5.2.3 του πιο πάνω εγχειριδίου, στα ασφαλιστικά μέτρα που κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις μπορούν να προστατεύσουν ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της ΕΕ.
Σημαντική για τους σκοπούς της παρούσας είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Aziz (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας. Στην εν λόγω υπόθεση τέθηκε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ από Δικαστήριο της Βαρκελώνης, προκειμένου να διευκρινιστεί αν η οδηγία 93/13 παραβιάζεται από κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, δεν προβλέπει στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, λόγους ανακοπής αντλούμενους από τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως, συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή. Συγκεκριμένα η εθνική νομοθεσία δεν παρείχε στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, εξουσία να λάβει προσωρινά μέτρα προς πλήρη εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας της τελικής απόφασης του. Ειδικότερα το εθνικό Δικαστήριο (Juzgado de lo Mercantil no 3 de Barcelona), ήγειρε ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα του ισπανικού δικαίου με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, ιδίως όσον αφορά τους περιορισμένους λόγους ανακοπής, στο πλαίσιο διαδικασίας εκτέλεσης ενυπόθηκης απαίτησης.
Λέχθηκε από το ΔΕΕ ότι η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις, διασφαλίζοντας ότι οι ρήτρες αυτές δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, με σκοπό την διατήρηση της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μερών της σύμβασης. Κρίθηκε επίσης ότι η εθνική νομοθεσία δεν πρέπει να καθιστά υπερβολικά δύσκολη ή αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από το δίκαιο της ΕΕ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών. Αποφασίστηκε ως εκ τούτου από το ΔΕΕ ότι το ισπανικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του νόμου περί υποθηκών, περιορίζει τους λόγους ανακοπής κατά την εκτέλεση ενυπόθηκης απαίτησης και δεν επιτρέπει την προσωρινή αναστολή των διαδικασιών που βασίζονται στον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.
Συμπεράσματα
Στην παρούσα περίπτωση, τα ερωτήματα που εισηγείται η εφεσείουσα, συνοψίζονται σε δύο πυλώνες. Πρώτον επιζητά την παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων αναφορικά με συμβάσεις που κατ' ισχυρισμό εμπεριέχουν καταχρηστικές ρήτρες και ειδικά στην έκδοση προσωρινής θεραπείας, όταν ο καταναλωτής προβάλει ισχυρισμούς περί ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας. Ζητείται ειδικότερα η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο η υπό κρίση απόφαση του κυπριακού δικαστηρίου να απορρίψει προσωρινό διάταγμα αναστολής του πλειστηριασμού λόγω της δυνατότητας για χρηματική αποζημίωση σε μεταγενέστερο στάδιο, συνιστά αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή, δυνάμει της Οδηγίας 93/13.
Με το δεύτερο ερώτημα, επιζητείται απάντηση ως προς την αδειοδότηση της εφεσίβλητης να διαχειρίζεται τα υπό κρίση δάνεια, με βάση το Ευρωπαϊκό δίκαιο κα ιδιαίτερα την Οδηγία 2021/2167/ΕΕ που αφορά τους διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων.
Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό την προαναφερθείσα νομολογία, κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η παραπομπή των υπό κρίση προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω.
Αναφορικά με το ζήτημα της απόρριψης του συντηρητικού διατάγματος αναστολής του πλειστηριασμού, η εφεσείουσα μας παρέπεμψε μεταξύ άλλων στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Aziz (ανωτέρω). Στην εν λόγω απόφαση το ερώτημα που τέθηκε στο ΔΕΕ αφορούσε την ανυπαρξία εξουσίας του ισπανικού δικαστηρίου για λήψη προσωρινής θεραπείας αναστολής του πλειστηριασμού. Κρίθηκε συναφώς από το ΔΕΕ ότι το ισπανικό δίκαιο και δικονομία, προέβαλαν εμπόδια στην αναζήτηση προσωρινής θεραπείας αναστολής των διαδικασιών εκποίησης υποθήκης.
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως στην υπό κρίση περίπτωση. Η κυπριακή Νομοθεσία δεν εμποδίζει τον ενυπόθηκο οφειλέτη ούτε περιορίζει το δικαίωμα του να αναζητήσει προσωρινή θεραπεία αναστολής της διαδικασίας εκποίησης όπως ίσχυε στην υπόθεση Νόμου 14/60 στο πλαίσιο αγωγής του δανειολήπτη για καταχρηστικές ρήτρες, παρέχει αυτή την δυνατότητα προσωρινής προστασίας. Πρόκειται για την διαδικασία που η εφεσείουσα επέλεξε στην υπό κρίση περίπτωση, προκειμένου να αιτηθεί την αναστολή του πλειστηριασμού των επίδικων ακινήτων. (ανωτέρω). Το Άρθρο 32 του
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την απουσία απόδειξης της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 μπορεί να κριθεί από το Εφετείο χωρίς να χρειάζεται η παραπομπή των αιτούμενων προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Το Εφετείο θα εξετάσει την παρούσα έφεση στο πλαίσιο της Κυπριακής Νομολογίας αναφορικά με την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων αλλά και της προαναφερθείσας νομολογίας του ΔΕΕ ως προς την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά την εφαρμογή δικονομικών κανόνων, σχετικά με αγωγές που βασίζονται στα δικαιώματα των καταναλωτών (βλ. και ανωτέρω).
Υπό τας περιστάσεις, κρίνουμε ότι υπάρχει επαρκής νομολογία του ΔΕΕ, αναφορικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 93/13 σε σχέση με τα ερωτήματα που εγείρονται στην παρούσα. Συνεπώς, το παρόν Εφετείο είναι σε θέση να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση έφεσης αφού θεωρούμε ότι η σχετική νομολογία του ΔΕΕ, είναι επαρκώς διαφωτιστική επί του θέματος (βλ. πιο πάνω Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling (2012/C338/01) και ανωτέρω). Ως αποτέλεσμα, η παραπομπή στο ΕΔΑΔ του υπό κρίση ερωτήματος δεν είναι αναγκαία για επίλυση των επίδικων θεμάτων της παρούσας έφεσης.
Πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, δεν παρέχεται ευχέρεια παραπομπής τους, με βάση την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή του ΔΕΕ ότι αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων και δεν υποκαθιστά τα εθνικά δικαστήρια ούτε εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης (βλ. Cypra Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ανωτέρω), η οποία παραπέμπει στην , Case C-186/90).
Στην παρούσα περίπτωση όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, δεν επιζητείται από το ΔΕΕ να αποφανθεί για θέματα ερμηνείας του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Αντιθέτως, επιδιώκεται ουσιαστικά η ανατροπή από το ΔΕΕ της πρωτόδικης απόφασης, με το αιτιολογικό μη συμμόρφωσης της με το ενωσιακό δίκαιο. Το ΔΕΕ όμως δεν έχει εξουσία να λειτουργεί ως Εφετείο στις αποφάσεις των πρωτόδικων εθνικών Δικαστηρίων, ούτε δύναται να αποφασίσει αν η ερμηνεία που δόθηκε πρωτοδίκως στο Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 είναι ορθή ή όχι με βάση το ενωσιακό δίκαιο. Αυτή η εξουσία επαφίεται στο Κυπριακό Εφετείο, το οποίο θα αποφασίσει έχοντας υπόψη του, το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος όπως καθιερώθηκαν τόσον από το ΕΔΑΔ όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου.
Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο ερώτημα που αφορά την διαδικασία αδειοδότησης της εφεσίβλητης να διαχειρίζεται τα υπό κρίση δάνεια με βάση το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ιδιαίτερα την Οδηγία 2021/2167 που αφορά τους διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων. Το κατά πόσον η εν λόγω Οδηγία έχει εφαρμογή στην Κύπρο και αν ναι, κατά πόσον η εφεσίβλητη θεωρείται δυνάμει αυτής ως δεόντως αδειοδοτημένος διαχειριστής πιστώσεων, είναι ζήτημα που μπορεί να αποφασιστεί από το εθνικό Δικαστήριο και δεν είναι αναγκαία η παραπομπή σχετικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Ούτε τίθεται ζήτημα νομικής ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης με το ερώτημα αυτό.
Τέλος ως προς την θέση της εφεσείουσας για την ακυρότητα της σύμβασης λόγω καταχρηστικών ρητρών, αυτό είναι ζήτημα που θα το αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής. Απλά σημειώνουμε χωρίς να κρίνουμε βέβαια το ζήτημα στο στάδιο αυτό, ότι όπως προκύπτει από το Άρθρο 6 της Οδηγίας 93/13, παρότι οι καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες δεν είναι δεσμευτικές για τον καταναλωτή, η υπόλοιπη σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τα μέρη, εάν μπορεί να συνεχίσει χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.
Το κατά πόσον παρά την ενδεχόμενη διαπίστωση καταχρηστικών ρητρών, η υπό κρίση σύμβαση και οι σχετικές υποθήκες θα μπορούσαν να διασωθούν, είναι ζήτημα, επαναλαμβάνουμε, που θα αποφασιστεί από το πρώτοδικο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής. Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση της εφεσείουσας για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναστολής του πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων της, η οποία μπορεί να εκδικαστεί από το Εφετείο χωρίς να είναι αναγκαία η παραπομπή των υπό κρίση προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με €2.000,00 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας - αιτήτριας και υπέρ της εφεσίβλητης - καθ' ης η αίτηση.
Αλ. Παναγιώτου, Π. Α. Κονής, Δ. Ι. Στυλιανίδου, Δ.